Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Πρόσωπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Πρόσωπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

"Το Πρόσωπο και ο Nόμος. H απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο" [Γιώργος Καραβοκύρης, Δικηγόρος, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμονας στο Τμήμα Νομικής Δ.Π.Θ]


«Κανείς δεν μπορεί να εξαιρεθεί, με ειδικές συμβάσεις, από τους νόμους που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη»[2]

Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στις σύγχρονες δημοκρατίες, ο κάτοχος της τελευταίας, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, λέξης, ο συνταγματικός δηλαδή δικαστής, έκλεισε πρόσφατα στην Γαλλία τον μακρύ νομικoπολιτικό[3] διάλογο περί της απαγόρευσης του «καθολικού πέπλου» (voile intégral), αυτού δηλαδή που στην καθημερινή – και πιο φορτισμένη πολιτισμικά γλώσσα – αποκαλούμε «μπούρκα». Πρόκειται για το τελευταίο επεισόδιο μιας επί σειράν ετών δημοφιλούς στο εξειδικευμένο αλλά και το ευρύ κοινό νομικής αφήγησης, με αφετηρία το λύκειο του Creil το 1989 και με σημαντικότερους, μεταξύ άλλων, σταθμούς την απαγόρευση της μαντίλας στη δημόσια εκπαίδευση[4], τη νομολογία του ΕΔΔΑ[5], την εμβληματική απόρριψη από το Conseil d’État της χορήγησης ιθαγένειας λόγω (και) της μπούρκα[6] και την ύστερη γνωμοδότησή του κατά της γενικής απαγόρευσής της[7]. Η απόφαση, ωστόσο, του Conseil Constitutionnel, με την οποία τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2010-1192 (11.10.2010, loi interdisant la dissimulation du visage dans l’espace public) για την απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο, αναδιαμορφώνει τη σχετική προβληματική, αφού τα καθοριστικά σημεία του δεσμευτικού του λόγου διαφοροποιούνται σημαντικά από το νομικό προηγούμενο. Επιλέγοντας, λοιπόν, άλλα ονόματα σε σχέση με το παρελθόν, ο συνταγματικός δικαστής διαπλάθει νέα νομικά πράγματα, με αποτέλεσμα να προσφέρει, θέλοντας και μη, στoν επίδοξο σχολιαστή την ευχέρεια να υπερβεί τα όρια της κλασικής προβληματικής για τη θρησκευτική ελευθερία, τη laïcité και το έλλειμμα (πολυ)πολιτισμικότητας της γαλλικής έννομης τάξης[8]και να επιχειρήσει την αναγωγή του μέτρου στις βασικές ερμηνευτικές προκατανοήσεις του γαλλικού φιλελευθερισμού.
Αρκεί μια διαγώνια ανάγνωση τόσο του νόμου όσο και της απόφασης για να διαπιστώσει κανείς ότι το έρεισμα της όψιμης απαγόρευσης του καθολικού πέπλου και κάθε ενδύματος που «αποσκοπεί στην απόκρυψη του προσώπου» (άρθρο 1 του νόμου) εντός του δημόσιου χώρου, δηλαδή σε «δημόσιες οδούς, καθώς και σε ανοικτούς στο κοινό χώρους ή σε χώρους που προορίζονται για τη χρήση δημοσίων υπηρεσιών» (άρθρο 2), δεν έγκειται, πρωτίστως, στην υπεράσπιση της (αφηρημένης) αξίας του ανθρώπου ή έστω στην προφανή για πολλούς διαφύλαξη της (συγκεκριμένης) ισότητας των φύλων,αλλά εντοπίζεται κυρίως στη δημόσια τάξη, η οποία δεν περιορίζεται στην προστασία «της ηρεμίας, της υγιεινής ή της ασφάλειας», αλλά συνιστά λόγο απαγόρευσης των «συμπεριφορών που στρέφονται ευθέως ενάντια σε ουσιώδεις κανόνες του ρεπουμπλικανικού κοινωνικού συμβολαίου» και παραβιάζουν τις «θεμελιώδεις απαιτήσεις της ζωής με τους άλλους στη γαλλική κοινωνία»[9]. Αποκρύπτοντας δημόσια το πρόσωπό του, είναι σαφές ότι το άτομο ζημιώνει την κοινωνία, με την έννοια του άρθρου 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789[10]. Επιπλέον, το Conseil Constitutionnel υπογραμμίζει ότι ο νομοθέτης σωστά «έκρινε ότι τέτοιες πρακτικές θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια και παραγνωρίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις της ζωής σε μια κοινωνία»[11]. Έτσι, η εναντίωση στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που συνέχει τον γαλλικό κοινωνικοπολιτικό ιστό τιμωρείται πια με την ποινή του προστίμου των 150 ευρώ, η οποία, όμως, δύναται να αναπληρωθεί ή να συμπληρωθεί από την υποχρεωτική παρακολούθηση μιας πρωτότυπης εκπαίδευσης στην ιδιότητα του πολίτη με τη μορφή σεμιναρίων «υπηκοότητας» ή «ιθαγένειας» (stages de citoyenneté, άρθρο 3 του νόμου). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου, όποιος εξαναγκάζει ένα ή περισσότερα άτομα να αποκρύπτουν το πρόσωπό τους εξαιτίας του φύλου τους τιμωρείται με ένα χρόνο φυλάκιση και 30.000 ευρώ πρόστιμο. Από τη γενική απαγόρευση εξαιρούνται συγκεκριμένες πρακτικές απόκρυψης του προσώπου που έχουν να κάνουν με επαγγελματικούς ή λόγους υγείας ή συνδέονται με αθλητικές δραστηριότητες, καλλιτεχνικές και παραδοσιακές εορτές (άρθρο 2 του νόμου). Σε αυτές, πρέπει, ωστόσο, να προστεθεί, ύστερα από τη διατύπωση της σχετικής επιφύλαξης του Conseil Constitutionnel, και η συναφής με την άσκηση του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία απόκρυψη του προσώπου, όταν τελείται σε χώρους λατρείας προσβάσιμους στο κοινό[12].

Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, ότι το αντικείμενο της απαγόρευσης (κάθε απόκρυψη του προσώπου) αλλά και η δικαιολογητική της βάση (η δημόσια τάξη) ξεπερνούν την αξιολόγηση της συμβατότητας ενός πολυσήμαντου συμβόλου με τη γαλλική κοσμικότητα ή με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του τρίτου. Η σπάνια για τα νομολογιακά δεδομένα επίκληση του άρθρου 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη υπονοεί ότι ο συνταγματικός δικαστής κλήθηκε να σταθμίσει τη συγκεκριμένη έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης/επικοινωνίας (άρθρο 11 της Διακήρυξης του 1789) με την προστασία της (γαλλικής) κοινωνίας στο σύνολό της. Η γενικότητα της απαγόρευσης υποδηλώνει την καθολικότητα μιας σύμφωνης με το νόμο αντίληψηςτου προσώπου, η οποία μάλλον αποκλίνει από τις μοντέρνες και φιλελεύθερες προκείμενές της. Κι αυτό γιατί, ενώ στη νεωτερικότητα το πρόσωπο θεωρείται -κατά συνθήκη- μια μάσκα ή ένα προσωπείο, ο αμφιλεγόμενος νόμος, ο οποίος συνιστά την κορύφωση μιας σειράς παρεμφερών νομοθετικών και διοικητικών μέτρων[13], υπηρετεί τη ρεαλιστική παρουσία στη δημόσια σφαίρα ενός a priori ορατού και διάφανου προσώπου (§1). Η επιστροφή, όμως, σε αυτή την αρχαία ή αντιμοντέρνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πρόσληψη του προσώπου συνοδεύεται από την ερμηνευτική προσαρμογή του κανονιστικού περιεχομένου της δημόσιας τάξης. Η έμμεση αναγνώριση μιας «άυλης» δημόσιας τάξης (ordre public immatériel) αποκρυσταλλώνει στην ουσία την εγγενή στο δίκαιο ηθική ή καλύτερα ηθικότητα των κυρίαρχων παικτών του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιφύλαξη τόσο του συντάκτη του νόμου όσο και του αναγνώστη του να καταφύγει σε αντικειμενικές νόρμες, όπως π.χ. στην αρχή της αξίας του ανθρώπου, καταδεικνύει την κοινή τους βούληση να αποτρέψουν την (μελλοντική) απαξίωση των ιδιαίτερων κοινωνικών ηθών του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού (§2). Τέλος, ο νόμος της απαγόρευσης της απόκρυψης του προσώπου μάλλον νοηματοδοτεί και επιστημολογικά τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς φέρει ανάγλυφα στο σώμα του τα βασικά σημάδια της παραδοσιακής γαλλικής θεωρίας περί κυριαρχίας (§3).