Ι. Αναγκαιότητα, συνταγματική κατοχύρωση και ευρωπαϊκή διάσταση της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
ΙΙ. Εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών μέτρων.
α. Σκοπός, β. Προϋποθέσεις, γ. Όρια, δ. Αντικείμενο της δίκης.
ΙΙΙ. Το ασφαλιστέο δικαίωμα και η απαγόρευση της ικανοποίησής του
IV. Κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων.
V. Φύση και συνέπειες της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
VI. Η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
α. Αποδυνάμωση, β. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση, γ. Ανάλωση, δ. Εξαφάνιση της προσβληθείσας με έφεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής.
VII. Oι συνέπειες από την άρση των ασφαλιστικών μέτρων.
VIII. Εκδηλώσεις μετενέργειας των ασφαλιστικών μέτρων.
α . Η μετενέργεια ως διαχρονική προέκταση της ισχύος των ασφαλιστικών μέτρων (το ερώτημα της αναδρομικότητας), β. Η μετενέργεια ως σχέση εκκαθάρισης (επαναφορά ή οιονεί επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αποζημίωση άρθ. 703 ΚΠολΔ, εγγύηση άρθρ. 694 ΚΠολΔ).
IX. Δικαστική μεσεγγύηση, συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στο πλαίσιο καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης.
Χ. Προσωρινή διαταγή.
α. Διαδικαστικά θέματα, β. Φύση της προσωρινής διαταγής γ. Περιεχόμενο και λειτουργία της προσωρινής διαταγής (προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή υλικής πράξης / απαγόρευση μεταβολής της νομικής κατάστασης).
Ι. Αναγκαιότητα, συνταγματική κατοχύρωση και ευρωπαϊκή διάσταση της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
1. Η προσωρινή δικαστική προστασία αποτελεί ανάγκη που υπαγορεύεται από τη διαπίστωση ότι οι ειδικές συνθήκες της κρίσιμης βιοτικής σχέσης σε συνδυασμό με τη βραδύτητα, με την οποία διεξάγεται κατά κανόνα η κύρια διαγνωστική δίκη, δημιουργούν συνήθως μέχρι την περάτωσή της αμετάκλητες ή δύσκολα αναστρέψιμες καταστάσεις, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της και αποδυναμώνουν τη δραστικότητα της οριστικής δικαστικής προστασίας . Μάλιστα στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει νομολογηθεί με την απόφαση Factortame Ι του ΔΕΚ από 19.6.1990 ότι για την προστασία δικαιωμάτων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να λάβουν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα, έστω και αν δεν προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία και να αγνοήσουν αντίθετες απαγορευτικές διατάξεις της. Στην ελληνική έννομη τάξη η συνταγματικά αναγνωριζόμενη δημόσια αξίωση ένδικης προστασίας (άρθρ. 20 Ι Σ) καλύπτει και την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας , η οποία εξειδικεύεται από τον κοινό νομοθέτη με κύρια έκφραση στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου τα ασφαλιστικά μέτρα, που προβλέπονται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης (άρθρ. 682-738), αλλά και της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 781) του ΚΠολΔ.
ΙΙ. Εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών μέτρων (σκοπός, προϋποθέσεις, όρια και αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων).
2. Σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των διαδίκων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς ή η ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (άρθρ. 682 Ι ΚΠολΔ). Οι προϋποθέσεις έτσι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι αφενός μεν η ύπαρξη δικαιώματος και γενικότερα έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και αφετέρου η συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης.
3. Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπώντας να αποτρέψει τη δημιουργία ανεπανόρθωτων καταστάσεων ή δύσκολα αναστρέψιμων, δεν θα πρέπει να δημιουργεί η ίδια τέτοιες καταστάσεις. Έτσι δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος (άρθρ. 692 IV ΚΠολΔ), υπόκειται σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση (άρθρ. 696-698, 702 ΙΙ 2 ΚΠολΔ) και ισχύει προσωρινά, χωρίς να επηρεάζει την κύρια δίκη (άρθρ. 695 ΚΠολΔ). Αντισταθμίζεται συνεπώς η έλλειψη σημαντικών εγγυήσεων ορθής κρίσης, η οποία είναι αναπόφευκτη λόγω της ταχύτητας με την οποία διεξάγεται η σχετική δίκη, έχοντας ως βασικά χαρακτηριστικά την απλή πιθανολόγηση των ισχυρισμών και τον αποκλεισμό των ένδικων μέσων (άρθρ. 690 Ι 1, 699 ΚΠολΔ).
4. Ως μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και συνδέονται τελολογικά με την κύρια διαγνωστική δίκη (πρβλ. άρθρ. 693 ΚΠολΔ). Κατ’ επέκταση συνδέονται τελολογικά και με το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κύριας διαγνωστικής δίκης . Αντίθετα αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία δικαιώματος του αιτούντος για παροχή σ” αυτόν προσωρινής δικαστικής προστασίας με τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα. Πρόκειται για δημόσιο δικαίωμα (ό.π. αριθ. 1), συνταγματικά κατοχυρωμένο (άρθρ. 20 Ι Σ), το οποίο υλοποιούμενο από τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου για τα ασφαλιστικά μέτρα, καταλήγει σε διάπλαση στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό το δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται κατά το άρθρ. 682 ΚΠολΔ για τη θεμελίωση δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας, προβαίνει με την απόφασή του στη λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων, διαπλάσσοντας προσωρινά τις ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων. Το ασφαλιστέο δηλαδή ουσιαστικό δικαίωμα δεν είναι αντικείμενο της σχετικής δίκης, αλλά απλό προδικαστικό ζήτημα, που εξετάζεται παρεμπιπτόντως για να διαπιστωθεί στη συνέχεια το διαπλαστικό δικαίωμα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας .