Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

"Οι αγωγές ομολογιούχων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατόπιν της αναγκαστικής ανταλλαγής ομολόγων κατά τον Ν. 4050/2012 υπάγονται στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά τον κανονισμό 1393/2007: ΔΕΕ της 11.6.2015, C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, Fahnenbroc κ.λπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας"


της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, Fahnenbroc κ.λπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές κατά του Ελληνικού Δημοσίου τις οποίες άσκησαν στη Γερμανία ιδιώτες κατόπιν της αναγκαστικής ανταλλαγής των κρατικών ομολόγων τους που προέβλεψε ο Νόμος 4050/2012, «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων», είναι δυνατόν να επιδοθούν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά τον κανονισμό ΕΕ 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, δεδομένου ότι δεν είναι προφανές ότι τέτοιες αγωγές δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Ειδικότερα, το Landgericht Wiesbaden (Πρωτοδικείο Wiesbaden, Γερμανία) και το Landgericht Kiel (Πρωτοδικείο Kiel, Γερμανία) έχουν επιληφθεί αγωγών που ασκήθηκαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου από δικαιούχους ελληνικών κρατικών ομολόγων οι οποίοι είναι κάτοικοι Γερμανίας. Οι ως άνω δικαιούχοι θεωρούν ότι εθίγησαν εκ του ότι η Ελλάδα, κατά τη γνώμη τους, τους εξανάγκασε, τον Μάρτιο του 2012, να ανταλλάξουν τους τίτλους τους με νέα κρατικά ομόλογα σημαντικά μειωμένης ονομαστικής αξίας. Πράγματι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση, η Ελλάδα είχε εκδώσει, τον Φεβρουάριο του 2012, τον Ν. 4050/2012 ο οποίος προέβλεπε την υποβολή προσφοράς αναδιάρθρωσης στους κατόχους ορισμένων ελληνικών κρατικών ομολόγων. Προέβλεπε επίσης την προσθήκη ρήτρας αναδιάρθρωσης στις οικείες συμβάσεις έκδοσης, έτσι ώστε οι αρχικοί όροι έκδοσης των τίτλων να μπορούν να τροποποιηθούν με αποφάσεις που λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία του ανεξόφλητου κεφαλαίου (οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη μειοψηφία) [βλ., αντί πολλών, Δ. Γ. Τσιμπανούλη, Οι ρήτρες συλλογικής δράσης του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων ελληνικού δημοσίου κατά το Ν 4050/2012 υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Τιμητικός Τόμος Ι. Δρυλλεράκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σσ. 303-362]. Κανείς από τους ενδιαφερόμενους εν προκειμένω ιδιώτες δεν δέχθηκε την προσφορά ανταλλαγής την οποία υπέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο βάσει του νόμου αυτού. Οι αγωγές είχαν ως αίτημα είτε την ανόρθωση της ζημίας των εναγόντων λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημίωσης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών στο Ελληνικό Δημόσιο (εναγόμενο), ανέκυψε το ζήτημα αν οι αγωγές αυτές αφορούν τις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007 (οπότε η επίδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί επί τη βάσει του κανονισμού) ή αν έχουν ως αντικείμενο πράξη ή παράλειψη κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (στην περίπτωση αυτή, ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή). Ο ως άνω κανονισμός της Ένωσης, με τον οποίον επιδιώκεται η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, προβλέπει τη χρήση τυποποιημένων εντύπων και τη διαβίβαση, απευθείας και το ταχύτερο δυνατόν, μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται προς τούτο από τα κράτη μέλη, ορίζει δε ρητώς ότι δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας

Τα γερμανικά δικαστήρια ζήτησαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αγωγές με τις οποίες ζητείται αποκατάσταση ζημίας, εκπλήρωση της σύμβασης και αποζημίωση, ασκηθείσες από ιδιώτες κατόχους ομολόγων κατά του κράτους το οποίο τα εξέδωσε, εμπίπτουν στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του κανονισμού, οπότε αυτός έχει εφαρμογή.

Η απόφαση αυτή θα πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τις πρόσφατες πολυσχολιασμένες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ για το PSI [ΣτΕ Ολ 1116/2014, 1117/2014, 1506/2014, 1507/2014, 1508/2014, 2400/2014, 2401/2014, 2402/2014, 3006/2014, 3008/2014, 3009/2014, 3010/2014, 3724/2014, 4746/2014, 4747/2014, 4748/2014, 4749/2014]1116, 1117, 3724/2014], στο πλαίσιο των οποίων οι υπουργικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του Νόμου [α) Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους» (Α΄ 37/24.2.2012, β) από 24.2.2012 πρόσκληση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) από 9.3.2012 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 «Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της ….. ως Διαχειριστή της Διαδικασίας» (Α΄ 50/9.3.2012) και ε) πράξη 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου» (Β΄ 682/9.3.2012)] κρίθηκαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις προς θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ακυρωτικού διοικητικού δικαστή. Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να αναφερθεί η σκέψη 5 της απόφασης ΣτΕ Ολ 1116/2014: «5. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Η αντικατάσταση αυτή, με την οποία μειώθηκε το δημόσιο χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας, εχώρησε βάσει των διατάξεων αυτών κατόπιν της αποδοχής από τους ιδιώτες πιστωτές, ως πλειοψηφούν κεφάλαιο, σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η αποδοχή δε αυτή δέσμευσε και τους πιστωτές που δεν έλαβαν μέρος στη σχετική διαδικασία ή μειοψήφησαν. Η δυνατότητα αντικατάστασης δεν είχε θεσπισθεί ή συμφωνηθεί κατά την έκδοση των τίτλων, αλλά προβλέφθηκε το πρώτον κυριαρχικώς με τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος και 45 επ. του π.δ. 18/1989». Δηλαδή η σχέση μεταξύ ομολογιούχων και Ελληνικού Δημοσίου προφανώς ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, τη διοικητική διαφορά όμως προκαλεί η έκδοση των ανωτέρω εκτελεστών διοικητικών πράξεων που στηρίζονται στον Ν. 4050/2012 και επεμβαίνουν στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Άλλωστε, στη σκέψη 24 της ΣτΕ Ολ 1116/2014, το ΣτΕ αναγνώρισε ότι «είναι διαφορετικό το ζήτημα αν γι’ αυτή τη συναλλακτική συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου [την προσέλκυση επενδυτών], η οποία δεν ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο αλλά στον χρόνο της έκδοσης των τίτλων που τελικά αντικαταστάθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο θα ηδύνατο να εναχθεί από τους αιτούντες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων».

Παρά την εκ πρώτης όψεως αντίθετη λύση που υιοθέτησαν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το ΔΕΕ, θα πρέπει να τονισθεί ότι η προσέγγιση του ΔΕΕ ήταν πολύ προσεκτική και μετρημένη, αφορά δε ένα προκαταρκτικό ζήτημα, που δεν προδικάζει την ουσία της υπόθεσης, αλλά ούτε και την ίδια τη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου. Το ΔΕΕ ερμηνεύει την έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1393/2007 -που διασφαλίζει την ταχεία επίδοση των δικαστικών και εξώδικων πράξεων- και ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, δηλαδή του προσδιορισμού της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών. Το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι τα πορίσματα του ελέγχου που ασκείται στο στάδιο αυτό πριν οι διάδικοι εκφράσουν τις απόψεις τους δεν μπορούν βεβαίως να προκαταλάβουν τις αποφάσεις που θα λάβει το επιληφθέν δικαστήριο στη συνέχεια όσον αφορά ιδίως την αρμοδιότητά του και την ουσία της οικείας υπόθεσης. Περαιτέρω, για την εφαρμογή του κανονισμού, αρκεί μειωμένος βαθμός δικανικής πεποίθησης, αφού το ΔΕΕ καταλήγει ότι οι επίμαχες αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.


Εκτός του κριτηρίου υπαγωγής μιας διαφοράς στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ενόψει εφαρμογής του κανονισμού 1393/2007 (ΙΙ), το ΔΕΕ είχε την ευκαιρία να παράσχει διευκρινίσεις ως προς το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής απόφασης, όταν αυτές αφορούν προκαταρκτικά δικονομικά θέματα (Ι).
Ι. Προϋποθέσεις του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων: Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί αιτήσεων προδικαστικής απόφασης που αφορούν προκαταρκτικά δικονομικά θέματα
Το πρώτο ζήτημα που αντιμετώπισε το Δικαστήριο αφορά το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων και ανάγεται στην ερμηνεία πτυχών του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο υιοθετεί διασταλτική ερμηνεία, για να διατηρεί τη δυνατότητα παρέμβασής του οσάκις ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο ερώτημα που δεν συνδέεται με την κατ’ουσίαν επίλυση της διαφοράς, αλλά αφορά ένα δικονομικό θέμα που ανακύπτει κατά την έναρξη της δίκης και οφείλεται στο γεγονός ότι η Bundesamt für Justiz, ως «κεντρική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1393/2007, είχε αρνηθεί να προβεί σε διαβίβαση των αγωγών των εναγόντων των κύριων δικών στις ελληνικές αρχές και είχε ζητήσει από το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει προηγουμένως οριστική απόφαση σχετικά με τη φύση των αγωγών αυτών. Δεδομένου όμως ότι μια τέτοια κεντρική αρχή δεν επιτρέπεται να αντιταχθεί στην αίτηση διαβίβασης του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, το τεθέν ερώτημα δεν ασκεί επιρροή σε ό,τι αφορά την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών στις εν λόγω υποθέσεις. Πρόκειται για ζήτημα που σχετίζεται με τον τύπο που πρέπει να περιβάλλεται η επίδοση των εισαγωγικών δίκης εγγράφων προς τον εναγόμενο, δηλαδή αποτελεί προκαταρκτικό ζήτημα του οποίου η επίλυση είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης επί των κύριων ενδίκων διαφορών. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας του σ’ ένα στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο εξ ορισμού ο εναγόμενος στερείται της δυνατότητας να λάβει θέση, αλλά αποκλειστικώς να καθορίσει τον τρόπο επίδοσης των αγωγών στον εν λόγω διάδικο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του για την κατανομή, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, των αρμοδιοτήτων μεταξύ του αιτούντος εθνικού δικαστηρίου και του ιδίου. Τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν προδήλως προκύπτει α) ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, β) όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης γ) όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση Rohm Semiconductor, C‑666/13, EU:C:2014:2388, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Όσον αφορά την υποβολή ερωτημάτων σχετικά με προκαταρκτικά ζητήματα μιας ένδικης διαδικασίας, από πάγια νομολογία, οι αρχές της οποίας ανάγονται στην απόφαση Job Centre C‑111/94, EU:C:1995:340, προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να απευθυνθούν στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας προορισμένης να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα (απόφαση Torresi, C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, όταν ενεργεί ως διοικητική αρχή χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει μια διαφορά, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, επί δικαστηρίων, κατά την έννοια του εθνικού δικαίου, τα οποία, χωρίς συγχρόνως να καλούνται να επιλύσουν ένδικη διαφορά, επιφορτίζονται με την τήρηση μητρώου, όπως είναι το εμπορικό μητρώο (απόφαση Cartesio, C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 57), με την εξέταση αιτήσεως εγγραφής στο κτηματολόγιο (απόφαση Salzmann (C‑178/99, EU:C:2001:331, σκέψεις 15 έως 17) ή με τη λήψη διοικητικής αποφάσεως σχετικής με τα ληξιαρχικά βιβλία (απόφαση Standesamt Stadt Niebüll (C‑96/04, EU:C:2006:254, σκέψεις 14 έως 17).
Προκειμένου, ειδικότερα, περί αιτήσεων επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων, το Δικαστήριο, με την απόφασή του Roda Golf & Beach Resort (C‑14/08, EU:C:2009:395), έκρινε εαυτόν αρμόδιο να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000, του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 160, σ. 37). Τούτο διότι, αντιθέτως προς την περίπτωση γραμματέως προς τον οποίο υποβλήθηκε αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1348/2000, ο οποίος ενεργούσε ως διοικητική αρχή χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει διαφορά, ο δικαστής που καλείται να αποφανθεί επί του ενδίκου βοηθήματος το οποίο ασκήθηκε κατά της άρνησης του γραμματέως αυτού να προβεί στην επίδοση ή κοινοποίηση που ζητήθηκε είχε επιληφθεί ένδικης διαφοράς και ασκούσε δικαιοδοτικό καθήκον (Απόφαση Roda Golf & Beach Resort (EU:C:2009:395, σκέψη 37).
Περαιτέρω, με την απόφαση Weryński (C‑283/09, EU:C:2011:85), σχετική με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174, σ. 1), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της «έκδοσης της δικής του απόφασης», κατά την έννοια του άρθρου 267, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, έπρεπε να τύχει ευρείας ερμηνείας, ώστε να περιλαμβάνει «όλη τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως» (σκέψεις 41 και 42 της απόφασης αυτής), και εκτίμησε ότι αίτηση προδικαστικής απόφασης μπορούσε να κριθεί παραδεκτή ακόμη και αν σχετιζόταν με άλλο ζήτημα από αυτό επί του οποίου αντιδικούσαν οι διάδικοι.
Εφαρμόζοντας τη νομολογία αυτή, το Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη ευρείας ερμηνείας της έννοιας της «εκδόσεως της δικής του αποφάσεως», προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος να θεωρηθούν πολλά προδικαστικά ερωτήματα ως απαράδεκτα και να μην μπορέσουν να αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας από το Δικαστήριο. Η έννοια αυτή πρέπει επομένως να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα το σύνολο της διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως από το αιτούν δικαστήριο, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ερμηνείας του συνόλου των δικονομικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες υποχρεούται να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο για την έκδοση της δικής του αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Weryński, C‑283/09, EU:C:2011:85, σκέψεις 41 και 42) [σκέψη 30]. Εν προκειμένω, το αν έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1393/2007 καθώς και η συνέχεια που θα δοθεί στις ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίες από πλευράς της επιδόσεως για την οποία αυτό οφείλει να μεριμνήσει εξαρτώνται ακριβώς από την άρση των αμφιβολιών τις οποίες εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο στις υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 σχετικά με τον χαρακτηρισμό των ενώπιόν του διαφορών ως υπαγόμενων ή μη στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε τέτοιες αμφιβολίες λόγω ενεργειών στις οποίες προέβη η Bundesamt für Justiz δεν είναι αφεαυτού ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο περί λυσιτέλειας των ερωτημάτων που ετέθησαν από το δικαστήριο αυτό. Ειδικότερα, οι επίμαχες στις κύριες δίκες αιτήσεις προδικαστικής απόφασης αφορούν τον τρόπο επίδοσης στην εναγόμενη εισαγωγικών δίκης εγγράφων. Το γεγονός ότι οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας είναι επομένως εγγενές στοιχείο των ζητημάτων των οποίων την επίλυση ζητούν.

ΙΙ. Η φύση των διαφορών
Τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 έχει την έννοια ότι στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, εμπίπτουν αγωγές περί ανόρθωσης της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας, περί εκπλήρωσης της σύμβασης και περί καταβολής αποζημίωσης, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά.
Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, ο Ν. 4050/2012 και οι εκτελεστικές διατάξεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια από το Υπουργικό Συμβούλιο προκειμένου να καθορισθούν οι όροι ανταλλαγής των υφισταμένων τίτλων, στο πλαίσιο της αναδιάταξης του δημοσίου χρέους, που εγκρίθηκε με ομόφωνη απόφαση των εταίρων της ΕΕ, αποτελούν πράξεις δημόσιας εξουσίας προερχόμενες από αρμόδια όργανα του κράτους και αποσκοπούσες στην προστασία του γενικού συμφέροντος. Πλην όμως, υπό τον μανδύα της αστικής διαφοράς, οι ενάγοντες των κύριων δικών αμφισβητούν εμμέσως την ισχύ των πράξεων αυτών, επικαλούμενοι έτσι ευθύνη του Δημοσίου για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, οσάκις αναχρηματοδοτούνται στις χρηματαγορές, τα κράτη ενεργούν όπως θα έπραττε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου υπόκεινται μόνο στους νόμους της αγοράς, υποστηρίζει, επί της ουσίας, ότι η απλή προσθήκη εκ των υστέρων ρήτρας αναδιάταξης δεν αποτελεί, καθαυτή, αποφασιστική πράξη κατά την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Το Ελληνικό Δημόσιο, προσθέτοντας μονομερώς αυτή τη ρήτρα αναδιάταξης, αρκέσθηκε τελικώς στην ευθυγράμμιση των συμβατικών όρων του Ελληνικού Δημοσίου, που υπαγόταν σε προνομιακό καθεστώς, προς αυτούς των υποκειμένων ιδιωτικού δικαίου. Το γεγονός και μόνο ότι, προς τον σκοπό αυτό, χρησιμοποίησε μέσα δημοσίου δικαίου δεν αρκεί καθ’ εαυτό προς θεμελίωση κυριαρχικής πράξης jure imperii εφόσον, κατά τα λοιπά, το σύνολο της έννομης σχέσης εμφανίζει χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου και εμπίπτει στις πράξεις jure gestionis.
Α. H μετριοπαθής προσέγγιση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πάγια νομολογία του όσον αφορά την ερμηνεία νομικών εννοιών του ενωσιακού δικαίου, τονίζει ότι η εν λόγω έννοια πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα της Σύμβασης των Βρυξελλών και του κανονισμού 1393/2007 και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (απόφαση Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψεις 28 και 29 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines, C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 24). Περαιτέρω, το άρθρο του 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και προσθέτει ότι αυτός δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (acta iure imperii), χωρίς όμως να ορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής ούτε της έννοιας των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» ούτε της έννοιας των «acta jure imperii». Προκειμένου, λοιπόν, να ερμηνεύσει την έννοια αυτή, το Δικαστήριο εξετάζει τους σκοπούς και το σύστημα του κανονισμού. Οι σκοποί συνίστανται στην επίτευξη της καλύτερης και ταχύτερης διαβίβασης των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οπότε «η άρνηση της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων θα πρέπει να είναι δυνατή σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις». Ειδικότερα, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού, η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης και οι διαβιβασθείσες πράξεις επιστρέφονται στην υπηρεσία διαβιβάσεως αν η αίτηση αυτή «είναι προφανές ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής» του εν λόγω κανονισμού. Δεδομένου όμως ότι, αφενός, η διάκριση μεταξύ των διαφορών που υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και των διαφορών που δεν υπάγονται επειδή αφορούν την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας μπορεί να αποδειχθεί δυσχερής και, αφετέρου, το ζήτημα αυτό ανακύπτει και πρέπει να επιλυθεί πριν την κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στους λοιπούς διαδίκους εκτός εκείνου που κινεί τη διαδικασία, δεδομένου ότι από την απάντηση ακριβώς στο ως άνω ζήτημα εξαρτάται ο τρόπος κοινοποίησης, το οικείο δικαστήριο πρέπει να αρκεσθεί σε έναν αρχικό έλεγχο των, αναγκαστικώς αποσπασματικών, στοιχείων που διαθέτει προκειμένου να κρίνει αν το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα υπάγεται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ή σε τομέα που δεν καλύπτεται από τον ως άνω κανονισμό. Τα πορίσματα του ελέγχου αυτού δεν μπορούν βεβαίως να προκαταλάβουν τις αποφάσεις που θα λάβει το επιληφθέν δικαστήριο στη συνέχεια όσον αφορά ιδίως την αρμοδιότητά του και την ουσία της οικείας υπόθεσης. Η εν λόγω ερμηνεία της διάταξης, που παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1393/2007, επιβεβαιώνεται και από το σύστημα του εν λόγω κανονισμού, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3, η υπηρεσία παραλαβής υποχρεούται να επιστρέψει την αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξη αυτής στην υπηρεσία διαβίβασης μόνον όταν είναι προφανές ότι η εν λόγω αίτηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού. Κατά συνέπεια, αρκεί το επιληφθέν δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο κανονισμός 1393/2007 έχει εφαρμογή, να κρίνει ότι δεν είναι προφανές ότι το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα δεν υπάγεται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Β. Το κριτήριο διάκρισης: η έννομη σχέση ως έκφανση δημόσιας εξουσίας
Το κριτήριο διάκρισης μεταξύ αστικών ή εμπορικών υποθέσεων και πράξεων ή παραλείψεων κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας προφανώς δεν μπορεί να είναι το οργανικό, εφόσον από το γράμμα του άρθρου 1 παρ. 1 του κανονισμού προκύπτει ότι, μολονότι ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιας αρχής και ιδιώτη μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, τούτο δεν ισχύει όταν η δημόσια αρχή ενεργεί ασκώντας δημόσια εξουσία. Το Δικαστήριο εξετάζει αν η έννομη σχέση μεταξύ των εναγόντων των κύριων δικών και της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελεί προδήλως έκφανση της δημόσιας εξουσίας του κράτους οφειλέτη, καθόσον αντιστοιχεί στην άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (αποφάσεις Préservatrice foncière TIARD, C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 30, Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 34). Στις σχετικές αποφάσεις του, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνικός ή διεθνής οργανισμός δημόσιου δικαίου, επιδιώκων την είσπραξη τελών οφειλομένων από ιδιώτη λόγω της χρήσης των εγκαταστάσεων και των υπηρεσιών του οργανισμού, ενεργεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας ειδικότερα οσάκις η χρήση αυτή είναι υποχρεωτική και αποκλειστική, ο δε συντελεστής των τελών, ο τρόπος υπολογισμού τους και οι διαδικασίες είσπραξης καθορίζονται μονομερώς έναντι των χρηστών (αποφάσεις LTU, 29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4, Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 32).  Η έκδοση, όμως, ομολόγων δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται ένα ΝΠΙΔ να καταφύγει στην αγορά για τη χρηματοδότησή του, μεταξύ άλλων με την έκδοση ομολόγων.
Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στις υποθέσεις των κύριων δικών, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει προδήλως ότι οι χρηματοοικονομικοί όροι των επίμαχων τίτλων καθορίστηκαν μονομερώς από την Ελληνική Δημοκρατία και όχι βάσει των όρων της αγοράς οι οποίοι διέπουν την εμπορία των ως άνω χρηματοπιστωτικών μέσων και τις αποδόσεις τους. Είναι μεν αληθές ότι ο Ν. 4050/2012 εντάσσεται στο πλαίσιο της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και ειδικότερα της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους με σκοπό την αντιμετώπιση μιας σοβαρής χρηματοοικονομικής κρίσης και προς τούτο εισήγαγε τη δυνατότητα ανταλλαγής των τίτλων στις επίμαχες συμβάσεις, πλην όμως το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή εισήχθη με νόμο δεν είναι από μόνο του καθοριστικό ώστε να κριθεί ότι το Δημόσιο άσκησε τη δημόσια εξουσία του. Περαιτέρω, δεν είναι προφανές ότι η θέσπιση του Ν. 4050/2012 είχε ευθέως και αμέσως ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των χρηματοοικονομικών όρων των επίμαχων τίτλων και κατά συνέπεια προκάλεσε τη ζημία την οποία προβάλλουν οι ενάγοντες. Ειδικότερα, η τροποποίηση αυτή επρόκειτο να επέλθει κατόπιν κατά πλειοψηφίαν απόφασης των δικαιούχων των ομολόγων δυνάμει της ρήτρας ανταλλαγής την οποία εισήγαγε ο νόμος αυτός στις συμβάσεις έκδοσης, πράγμα που επιβεβαιώνει την πρόθεση της Ελληνικής Δημοκρατίας να παραμείνει η διαχείριση των δανείων σε ρυθμιστικό πλαίσιο αστικού δικαίου. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι δεν είναι δυνατόν να κριθεί ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007, οπότε ο ως άνω κανονισμός έχει εφαρμογή στις υποθέσεις αυτές.

Γ. Η προσέγγιση του γενικού εισαγγελέα
Η προσέγγιση του γενικού εισαγγελέα είναι πλησιέστερη προς αυτή των ελληνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι ο όρος «αστική και εμπορική υπόθεση», κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του κανονισμού 1393/2007 δεν περιλαμβάνει αγωγή διά της οποίας ιδιώτης κάτοχος ομολόγων εκδοθέντων από κράτος μέλος στρέφεται κατά του κράτους αυτού προς κατάγνωση ευθύνης σε βάρος του λόγω της ανταλλαγής των ομολόγων αυτών με ομόλογα μικρότερης αξίας, που επιβλήθηκε στον εν λόγω ιδιώτη μετά την έκδοση, από τον εθνικό νομοθέτη, νόμου που τροποποίησε μονομερώς και αναδρομικώς τους εφαρμοστέους στα ομόλογα όρους με την προσθήκη ρήτρας συλλογικής δράσεως επιτρέπουσας σε πλειοψηφία των κατόχων τους να επιβάλουν τέτοια ανταλλαγή στη μειοψηφία. Περαιτέρω, η χρήση, από κράτος μέλος εκδότη ομολογιακών δανείων, της κυριαρχικής του εξουσίας μέσω νομοθετικής παρέμβασης, που έχει ειδικώς ως αντικείμενο την ευθεία επέμβαση στο καθεστώς των εκδοθέντων ομολόγων διά της επιβολής, στους μειοψηφούντες κατόχους τίτλων, της υποχρέωσης υποταγής στη βούληση της πλειοψηφίας, αντιστοιχεί στην άσκηση εξουσιών εξαιρετικών σε σχέση με τους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Κατά συνέπεια, η αγωγή που ασκήθηκε από τους μειοψηφούντες κατόχους κατά του κράτους μέλους κατόπιν της ανταλλαγής των τίτλων θέτει κατ’ ανάγκη ζήτημα ευθύνης του κράτους για πράξη που διενεργήθηκε κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, καίτοι η ανταλλαγή αυτή, που αποσκοπούσε στη μείωση της ονομαστικής αξίας των εν λόγω τίτλων, προϋπέθετε απόφαση της πλειοψηφίας.
Εν προκειμένω, η μεν έκδοση ομολογιακού δανείου από κράτος εμπίπτει στη διενέργεια πράξης jure gestionis, η μεταγενέστερη όμως άσκηση από το κράτος της νομοθετικής του εξουσίας, που εμπίπτει, αντιθέτως, στις πράξεις jure imperii, πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη, αφού είναι πρόδηλο ότι οι ασκηθείσες κατά του Ελληνικού Δημοσίου αγωγές αποζημίωσης βρίσκουν έρεισμα όχι μόνο στους αρχικούς τίτλους, αλλά επίσης και ιδίως στον Ν. 4050/2012, ο οποίος κατέστησε δυνατή την ανταλλαγή των τίτλων και, κατά συνέπεια, τη μείωση του χρέους, προσθέτοντας στους όρους του δανείου ρήτρες συλλογικής δράσης. Η έννομη σχέση απορρέει όχι μόνο από την έκδοση κρατικών ομολόγων, αλλά και από τη μονομερή τροποποίηση, διά της νομοθετικής οδού, των όρων που αφορούν τα ομόλογα αυτά. Επομένως, το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν, οσάκις το κράτος εμφανίζει τη διπλή μορφή του συμβαλλομένου μέρους και της δημόσιας εξουσίας, η κατ’ αυτού ασκούμενη αγωγή προς κατάγνωση ευθύνης στρέφεται κατά των πράξεων που διενήργησε jure gestionis ή κατ’ αυτών που διενήργησε jure imperii. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί, κατ’ εμέ, διάκριση με βάση τον τρόπο ασκήσεως από το κυρίαρχο κράτος της κανονιστικής του εξουσίας.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, εάν το κράτος εκδίδει γενικό και αφηρημένο κανόνα δικαίου που επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη και μπορεί εμμέσως να καταλήξει στην τροποποίηση των συμβατικών όρων, όπως στην περίπτωση μεταβολής της φορολογικής νομοθεσίας, η κανονιστική αυτή ενέργεια του κράτους μπορεί να διακριθεί και να αποζευχθεί από τη δράση του υπό την ιδιότητα του συμβαλλομένου μέρους χωρίς να μεταβληθεί η φύση των εννόμων σχέσεων που απορρέουν από την αρχική σύμβαση. Εάν, αντιθέτως, το κράτος εκδότης κάνει χρήση της κυριαρχικής του εξουσίας προκειμένου να εκδώσει όχι γενικό και αφηρημένο κανόνα, αλλά κανόνα ειδικό και συγκεκριμένο που έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα την πρόκληση άμεσης επέμβασης στο καθεστώς των εκδοθέντων ομολόγων, η δράση του που ανάγεται στη άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν φαίνεται ικανή να διαχωρισθεί από τη δράση του ως συμβαλλομένου μέρους. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, το συμβαλλόμενο κράτος κάνει χρήση της κυριαρχικής του εξουσίας, κατά τρόπο που να αφορά άμεσα τη σύμβαση. Η επέμβαση του Έλληνα νομοθέτη με τον Ν. 4050/2012 εντάσσεται στη δεύτερη αυτή περίπτωση. Το Ελληνικό Δημόσιο επενέβη μονομερώς, αναδρομικώς και κατά τρόπο δεσμευτικό προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους έκδοσης των ομολογιακών δανείων προσθέτοντας σ’ αυτούς ρήτρα συλλογικής δράσεως που επέτρεπε την επιβολή, στους μειοψηφούντες κατόχους τίτλων ομολόγων, της υποχρεώσεως να υποταγούν στη βούληση της πλειοψηφίας. Προς επιβεβαίωση του ότι η ενέργεια αυτή πράγματι εμπίπτει στην κατηγορία των πράξεων jure imperii, αρκεί να τεθεί το ερώτημα εάν οι κανόνες που εφαρμόζονται φυσιολογικά στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών θα επέτρεπαν σε συμβαλλόμενο μέρος, μετά τη σύναψη της συμβάσεως, να προσθέσει σ’ αυτήν παρόμοια ρήτρα, αναδρομικώς και χωρίς την συναίνεση του αντισυμβαλλομένου. Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας στοχευμένης επέμβασης δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, κατά τον γενικό εισαγγελέα, ότι η αγωγή προς κατάγνωση ευθύνης κατά του Ελληνικού Δημοσίου δεν βάλλει κατά πράξεων διενεργηθεισών κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επιπροσθέτως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επέμβαση του Έλληνα νομοθέτη έλαβε χώρα εντός του εξαιρετικού πλαισίου επιχείρησης αναδιάταξης του ελληνικού ιδιωτικού χρέους, που αποσκοπούσε στην αποφυγή της παύσης πληρωμών από το κράτος αυτό εξασφαλίζοντας την αποδοχή, από τους δανειστές, μιας μείωσης του χρέους. Οι ενέργειες αυτές, που πραγματοποιήθηκαν για τη διάσωση της χρηματοδοτικής και οικονομικής οργάνωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας και, ευρύτερα, για τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης στο σύνολό της και που εμφανίζονται ως άρρηκτα συνδεδεμένες με τη νομισματική πολιτική της Ένωσης, αποτελούν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της κρατικής κυριαρχίας. Περαιτέρω, η εκδήλωση δημόσιας εξουσίας δεν συνάγεται από τη θεσμοθέτηση του μηχανικού των ρητρών συλλογικής δράσης, αλλά από την αναδρομική και δεσμευτική προσθήκη τέτοιου είδους ρητρών στους όρους έκδοσης των ήδη υφισταμένων δανείων για λόγους που αφορούν τα υπέρτερα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και του συνόλου των κρατών μελών της Ευρωζώνης. Η προσθήκη αυτή αποτελεί εκδήλωση της δημόσιας εξουσίας.
Επομένως, η αγωγή που ασκήθηκε από τους μειοψηφούντες κατόχους κατά του κράτους μέλους κατόπιν της ανταλλαγής των τίτλων θέτει κατ’ ανάγκη το ζήτημα της ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου για πράξεις που διενεργήθηκαν jure imperii, χωρίς να μπορεί να αντληθεί επιχείρημα από το ότι η ανταλλαγή αυτή, που αποσκοπούσε στη μείωση της ονομαστικής αξίας των εν λόγω τίτλων, προϋπέθετε απόφαση της πλειοψηφίας. Ο όρος «αστική και εμπορική υπόθεση» του άρθρου 1 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 έχει την έννοια ότι δεν συμπεριλαμβάνει αγωγή διά της οποίας ιδιώτης κάτοχος ομολόγων εκδόσεως κράτους μέλους στρέφεται κατά του κράτους αυτού προς κατάγνωση ευθύνης του λόγω της ανταλλαγής των ομολόγων αυτών με ομόλογα μικρότερης αξίας, η οποία επιβλήθηκε στον εν λόγω ιδιώτη κατόπιν της εκδόσεως, από τον εθνικό νομοθέτη, νόμου ο οποίος τροποποίησε μονομερώς και αναδρομικώς τους όρους των ομολόγων προσθέτοντας σε αυτούς ρήτρα συλλογικής δράσης επιτρέπουσα σε πλειοψηφία των κατόχων των ομολόγων να επιβάλει τέτοια ανταλλαγή στη μειοψηφία.
Η ανάλυση του γενικού εισαγγελέα (ο οποίος παρουσιάζει συνοπτικά τη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας των αστικών ή εμπορικών υποθέσεων, σημεία 45-60 των προτάσεων) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την προβληματική της διάκρισης ιδιωτικών και διοικητικών διαφορών στην ελληνική έννομη τάξη, ιδίως σε κάποιες οριακές περιπτώσεις.
Ειδική βιβλιογραφία: Δημήτριος Γ. Τσιμπανούλης, Οι ρήτρες συλλογικής δράσης του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων ελληνικού δημοσίου κατά το Ν 4050/2012 υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Τιμητικός Τόμος Ι. Δρυλλεράκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σσ. 303-362· βλ. και σχόλια της απόφασης ΣτΕ Ολ 1116/2014 από Α. Καϊδατζή ΑΡΜ 2014, σ. 831, σημείωση ΕΔΚΑ 2014, σ. 354, σχόλιο Α. Αργυρού ΝΟΒ 2014, σ. 1730, Ι. Λιναρίτη, Ζητήματα από την αντικατάσταση των άυλων ομολογιακών τίτλων του Δημοσίου. Παρατηρήσεις στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1116 & 1117/2014, ΧΡΗΔΙΚ 2014, σ. 212)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου