Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

"Η επαγγελματική δραστηριότητα των δικηγόρων υπό το πρίσμα του Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού-Ενωσιακού Δικαίου. Με αφορμή την υπ’ αριθμ. 3154/2014 Απόφαση του ΣτΕ" [Αναστάσιος Γρ. Παυλόπουλος, Δικηγόρος, Υποψήφιος Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Α.Π.Θ.]



Ι. Εισαγωγή
Η υπ’ αριθμ. 3154/2014 Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας μας παρέχει το έναυσμα να εκφράσουμε ορισμένες σκέψεις, γύρω από τα εξής, μείζονος σημασίας, θέματα με τα οποία ασχολήθηκε: πρώτον, αναφορικά με τα ζητήματα της επαγγελματικής ελευθερίας των δικηγόρων, δεύτερον, αναφορικά με την σχέση του κόστους των δικηγορικών υπηρεσιών και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και τρίτον αναφορικά με την δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων περί ελεύθερου ανταγωνισμού του εθνικού και ενωσιακού δικαίου επί συγκεκριμένων εκφάνσεων της δικηγορικής δραστηριότητας.
Τα ζητήματα αυτά ήχθησαν ενώπιον του ΣτΕ κατόπιν ασκήσεως σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως, από τον θιγόμενο δικηγόρο, της οποίας προηγήθηκαν τα εξής –συνοπτικά αναφερόμενα– πραγματικά περιστατικά:
 
ΙΙ. Ιστορικό της υποθέσεως
 Ο αιτών ως δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, απείχε από την έκδοσή των διπλοτύπων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής σε σχετικές υποθέσεις που χειριζόταν. Το συνολικό ποσό που όφειλε στον εν λόγω Σύλλογο ανήλθε, κατόπιν συμψηφισμού, στο ύψος των 7.527,46 €. Για τον λόγο ότι αρνήθηκε να καταβάλει το ως άνω ποσό στον Δικηγορικό Σύλλογο, ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη κατ’ αυτού για παράβαση του άρθρου 96 παρ. 6 του τότε ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), το οποίο όριζε την αντίστοιχη υποχρέωση έκδοσης των γραμματίων προκαταβολής. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου απέρριψε τους ισχυρισμούς του αιτούντος και έκρινε ότι έχει υποπέσει στο πειθαρχικό αδίκημα της συστηματικής παραβίασης της υποχρέωσης περί καταβολής του προβλεπόμενου ποσοστού από τις αμοιβές του για τη λειτουργία του διανεμητικού λογαριασμού και του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης των έξι μηνών. Ο αιτών κατά της ως άνω απόφασης άσκησε έφεση, ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή, οπότε του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης των είκοσι ημερών, με τη σκέψη –όπως αναφέρεται στην απόφαση–  ότι ναι μεν υπέπεσε στο αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, πλην όμως ενήργησε όχι με ιδιοτελή κίνητρα, αλλά με εύλογες νομικές επιφυλάξεις για το κύρος των εφαρμοστέων, εν προκειμένω, διατάξεων. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ο αιτών άσκησε την αίτηση ακύρωσης, επί της οποίας εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση.
Οι αιτιάσεις οι οποίες προβλήθηκαν από τον θιγόμενο δικηγόρο κατά του κύρους της προσβληθείσας απόφασης, αφορούσαν την αντίθεση των σχετικών διατάξεων, που επιβάλλουν την υποχρέωση έκδοσης του γραμματίου προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής, αλλά και την απόδοση μέρους αυτής υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού, προς την επαγγελματική ελευθερία, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, αλλά και τις περί ελεύθερου ανταγωνισμού διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Πριν την εξέταση της δικαιοδοτικής κρίσης, επί των ισχυρισμών αυτών, είναι επιβεβλημένη μία σύντομη επισκόπηση του κρίσιμου νομοθετικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, σε παράλληλη ανάγνωση με τις ισχύουσες, σήμερα, διατάξεις.
 
ΙΙΙ. Το εφαρμοστέο δίκαιο
Το εφαρμοστέο δίκαιο αποτελείται από ένα πλέγμα διατάξεων, που συσχετίζουν την υποχρέωση προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής με τις περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Ήδη το άρθρο 96 του προϊσχύοντος καθεστώτος του Ν.Δ. 3026/1954 προέβλεπε ρητά την υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προκαταβολής για το αντίστοιχο ποσό της –τότε προβλεπόμενης‑ ελάχιστης αμοιβής, ενώ επίσης ρητά προβλεπόταν ότι ο δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση του αυτή υποχρεούται να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους εκατό έως πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών και σε περίπτωση υποτροπής με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από του δικηγορικού λειτουργήματος από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες. Ένα μέρος από την προεισπραττόμενη αμοιβή, με βάση το άρθρο 96Α του προϊσχύοντος καθεστώτος αποδίδεται υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού, προκειμένου τα ποσά που συγκεντρώνονταν να διανέμονται μεταξύ των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου, σύμφωνα με τις ειδικότερες προϋποθέσεις, που θέσπιζε η σχετική Υπουργική Απόφαση.
Το άρθρο 96 § 1 Ν.Δ. 3026/1954 τροποποιήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011, ενώ μετά την αντικατάσταση του Ν.Δ. 3026/1954 από τον Ν. 4194/2013, ισχύουσες είναι οι διατάξεις του άρθρου 61 του τελευταίου. Η βασική αλλαγή, μεταξύ του προγενέστερου, του Ν. 3919/2011 και του ισχύοντος καθεστώτος, συνίσταται στην κατάργηση της υποχρεωτικής προείσπραξης της αμοιβής των δικηγόρων μέσω του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία συνάπτεται απολύτως προς τον, ωσαύτως, καταργούμενο θεσμό των υποχρεωτικών ελαχίστων αμοιβών. Το γραμμάτιο προκαταβολής, πλέον, περιλαμβάνει μόνο τις εισφορές, που προβλέπονται για (α) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, (β) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), (γ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και (δ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001. Οι εισφορές αυτές αντιστοιχούν σε πάγια ποσά, που διαφοροποιούνται ανάλογα με την κάθε διαδικαστική πράξη, το δε ύψος τους προβλέπεται, κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα, στο Παράρτημα ΙΙΙ και είναι δυνατόν να τροποποιείται μεταγενεστέρως με την έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης. Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια, ώστε η κατάργηση της υποχρεωτικής προεισπράξεως των δικηγορικών αμοιβών να μην επιφέρει μείωση στα έσοδα των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ασφαλιστικών Ταμείων[1].
Με παρόμοιο τρόπο και οι νέες διατάξεις δεν αρκούνται στην πρόβλεψη της υποχρέωσης καταβολής του γραμματίου προκαταβολής, αλλά εξοπλίζουν τη διατύπωση αυτή, με τη θέσπιση ουσιαστικής φύσεως κανόνων δικαίου, κυρωτικού χαρακτήρα, οι οποίοι αποβλέπουν στον διοικητικό καταναγκασμό, με την ευρεία έννοια του όρου. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, πρόστιμο ύψους από 1.000 έως 20.000 €, ενώ σε περίπτωση υποτροπής προβλέπεται ακόμα και η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από 15 ημέρες μέχρι 6 μήνες. Για την αποτελεσματικότητα λειτουργίας αυτού του κυρωτικού συστήματος στην παρ. 6 του άρθρου 61 προβλέπεται υποχρέωση των γραμματειών των δικαστηρίων να αποστέλλουν στο τέλος κάθε μήνα στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν, χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο γραμμάτιο προκαταβολής.
Τέλος, με το άρθρο 62 του Ν. 4194/2013 μεταφέρονται κατ’ ουσίαν οι διατάξεις του άρθρου 96Α του Ν.Δ. 3026/1954, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 2 § 2 Ν. 1649/1986 και είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 5 § 9 Ν. 3919/2011. Με τις διατάξεις της παρ. 1 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης, προκειμένου να εκδώσει την κανονιστική πράξη (ΥΑ) σύστασης των ειδικών διανεμητικών λογαριασμών. Η Υπουργική Απόφαση εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Αυτό σημαίνει πως ο Υπουργός δεσμεύεται από το περιεχόμενο της πρότασης του Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς να μπορεί να αποκλίνει από αυτό. Έκδοση της Υπουργικής Απόφασης, χωρίς σύμφωνη γνώμη, θα την καθιστά ακυρωτέα λόγω μη τηρήσεως του προβλεπόμενου ουσιώδους τύπου. Η σύμφωνη γνώμη του Συλλόγου μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς μόνο, όταν είναι αρνητική, ενώ δε θεωρείται εκτελεστή πράξη, όταν είναι θετική.
Η παράλληλη ανάγνωση των διατάξεων του προγενέστερου και εφαρμοστέου, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δικαίου με τις αντίστοιχες διατάξεις του νέου Κώδικα Δικηγόρων, μας επιτρέπει την εκτίμηση ότι η σχολιαζόμενη νομολογία εξακολουθεί να διατηρεί την αξία της, καθώς παρά το γεγονός της κατάργησης του θεσμού των υποχρεωτικών ελάχιστων αμοιβών, το γραμμάτιο προκαταβολής, έστω και με διαφορετικό περιεχόμενο, εξακολουθεί να ισχύει, όπως επίσης και η παρακράτηση μέρους των προκαταβαλλομένων ποσών υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού.
 

IV. Οι βασικές θέσεις της απόφασης
1. Ως προς το ζήτημα του περιορισμού της επαγγελματικής ελευθερίας των Δικηγόρων.
Ο θιγόμενος δικηγόρος προέβαλε ότι η εκ του νόμου υποχρέωση προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, καθώς και η δημιουργία διανεμητικού λογαριασμού με παρακράτηση ποσοστού από την προεισπραττόμενη αμοιβή αντίκεινται προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία των Δικηγόρων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, με το επιχείρημα ότι οι σχετικές διατάξεις ως μη επιδιώκουσες σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνιστούν ανεπίτρεπτο περιορισμό αυτής. Το δικαστήριο ακολουθώντας τη νομολογιακή γραμμή, που από παλιά είχα χαράξει πάνω στο ζήτημα αυτό, επεσήμανε καταρχάς ότι το δικηγορικό επάγγελμα είναι στενά συνδεδεμένο με την απονομή της δικαιοσύνης και ότι για το λόγο αυτό υπόκειται σε αυστηρό καθεστώς δεσμεύσεων και ρυθμίσεων. Παράλληλα αξιολόγησε ότι η συλλογική οργάνωσή του δικηγορικού επαγγέλματος αποβλέπει μεταξύ άλλων και στην εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων αξιοπρεπούς άσκησης του, από όλα τα μέλη του οικείου δικηγορικού συλλόγου, ενώ η εξασφάλιση των προϋποθέσεων αυτών επιτυγχάνεται και με την παρακράτηση από τις αμοιβές των δικηγόρων ποσοστών για δημιουργία διανεμητικών λογαριασμών. Με αυτό το σκεπτικό συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων δεν προσκρούουν καταρχήν στο Σύνταγμα, υπό την προϋπόθεση ότι τελικώς δεν αναιρείται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη επαγγελματική και οικονομική ελευθερία των δικηγόρων, ούτε θίγεται ο πυρήνας της ελευθερίας αυτής και ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας[2].
2. Ως προς τη σχέση του κόστους των δικηγορικών υπηρεσιών και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Ενώπιον του Δικαστηρίου προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η υποχρέωση παρακράτησης ποσοστού 10%, υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού, από τη δικηγορική αμοιβή για παραστάσεις ενώπιον των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα έννομης προστασίας, με το επιχείρημα ότι ο εντολέας υφίσταται εν τέλει το οικονομικό βάρος, λόγω του ότι αυξάνεται συνολικά η αμοιβή του δικηγόρου. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, με το σύντομο σκεπτικό ότι το παρακρατούμενο ποσοστό 10% υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού από τη δικηγορική αμοιβή είναι χαμηλό και δεν επιβαρύνει ουσιωδώς την αμοιβή που καταβάλλει ο εντολέας στον δικηγόρο του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω ρύθμιση συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
3. Ως προς τη συμβατότητα με τις περί ελεύθερου ανταγωνισμού διατάξεις του ενωσιακού δικαίου
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον οι εξετασθείσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων περί της υποχρέωσης έκδοσης γραμματίου προκαταβολής και της απόδοσης μέρους του ποσού αυτού υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού, είναι σύμφωνες με τις περί ελεύθερου ανταγωνισμού διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να διέλθει τα εξής στάδια: πρώτον, θα πρέπει να εξεταστεί η υπαγωγή του δικηγόρου στην έννοια της «επιχείρησης» και του δικηγορικού συλλόγου στην έννοια της «ένωσης επιχειρήσεων» και δεύτερον θα πρέπει να διακριβωθεί εάν οι εξεταζόμενες ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου συνιστούν «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» ή «εναρμονισμένη πρακτική».
Εφαρμοστέες διατάξεις είναι αυτές του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ και ήδη 101 ΣΛΕΕ, βάσει των οποίων απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες οι οποίες συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής. Εφαρμόζοντας αντίστοιχη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ΣτΕ έκρινε ότι οι δικηγόροι, ως εκ της φύσεως της δραστηριότητάς τους, αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, και επομένως όταν δικηγορικός σύλλογος θεσπίζει ρύθμιση, ορίζοντας υποχρεώσεις και απαγορεύσεις στη συμπεριφορά των μελών του επί της αγοράς νομικών υπηρεσιών, πρέπει να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως «ένωση επιχειρήσεων», χωρίς να έχει σημασία, από την άποψη αυτή, ότι ο δικηγορικός σύλλογος διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου[3]. Μετά την διαπίστωση αυτή, το δικαστήριο εστίασε στο κατά πόσον οι κανόνες περί του εξεταζόμενου θέματος, δηλ. του γραμματίου προκαταβολής και της απόδοσης μέρους του ποσού αυτού υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού, αποτελούν απότοκο συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων ή κατά πόσον έχει χαρακτήρα εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των επιχειρήσεων. Στο ερώτημα αυτό δόθηκε αρνητική απάντηση, με το επιχείρημα ότι οι εξεταζόμενες ρυθμίζεις πηγάζουν από κανονιστικού περιεχομένου κρατική ρύθμιση και όχι από συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων και συνεπώς δεν παραβιάζονται καταρχήν οι κανόνες του ανταγωνισμού, καθόσον έχει κριθεί από την νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης ότι εφόσον εκείνος που θεσπίζει εν τέλει τη ρύθμιση είναι το κράτος, τότε δεν συντρέχει παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 10 και 81 ΣΕΚ[4].
 
V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η σχολιαζόμενη απόφαση αντιμετώπισε με την δέουσα ορθότητα τα προβαλλόμενα ζητήματα περί αντίθεσης στο Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, που αφορούν εν γένει το γραμμάτιο προκαταβολής, αλλά και την απόδοση μέρους του ποσού αυτού υπέρ άλλων φορέων, όπως εν προκειμένω του διανεμητικού λογαριασμού. Κρίσιμο κριτήριο κατά την αξιολόγηση υπό το πρίσμα της επαγγελματικής ελευθερίας, αλλά και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας είναι το χαμηλό ύψος του αποδιδόμενου ποσού: ο νομοθέτης με βάση την γενική κανονιστική του αρμοδιότητα, μπορεί να διαρρυθμίσει κανονιστικά την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, για την επιδίωξη διάφορων θεμιτών δημοσίων σκοπών, όπως εν προκειμένω η εξασφάλιση ορισμένων υλικών προϋποθέσεων για την αξιοπρεπή άσκηση του επαγγέλματος από όλα τα μέλη του οικείου δικηγορικού συλλόγου ή και άλλων σκοπών όπως η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων των δικηγόρων, όμως η αρμοδιότητα αυτή οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας. Η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε χαρακτήρα τελών για την διεξαγωγή της δικής δεν πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να θίγεται εν τέλει η επαγγελματική ελευθερία του Δικηγόρου ή το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του εντολέα.
Αντίθετα, ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας τίθεται από την νεοπαγή ρύθμιση του άρθρου 61 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), κατά την οποία η προσκόμιση του γραμματίου προκαταβολής αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε διαδικαστικής πράξης που διενεργείται ενώπιον των δικαστικών αρχών από δικηγόρο. Η δικονομική κύρωση, που προβλέπεται είναι το απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος, εάν κατά την κατάθεση δεν είχε προσκομιστεί το αντίστοιχο προβλεπόμενο γραμμάτιο προκαταβολής.
Με σκεπτικό στηριζόμενο σε παλαιότερη νομολογία (βλ. ΑΕΔ 33/1995) μπορούμε να διατυπώσουμε τη γνώμη πως τέτοιες ρυθμίσεις που δεν συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων ούτε προς την απονομή της δικαιοσύνης από αυτά και που αποσκοπούν στη διευκόλυνση και εξασφάλιση της είσπραξης από το δικηγόρο της αμοιβής του, είναι αντίθετες προς το δικαίωμα δικαστική προστασίας.


[1] Νομολογιακά έχει κριθεί ότι η παρακράτηση από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, επί του ποσού της προκαταβαλλόμενης δικηγορικής αμοιβής, ποσοστού 10% υπέρ του οικείου δικηγορικού συλλόγου και αντίστοιχου ποσοστού 15% με τη μορφή της παρακράτησης φόρου, γίνονται σε βάρος του δικαιούχου δικηγόρου και όχι σε βάρος του εντολέα του, διότι αυτά τα ποσά αφορούν εισφορές του σε διάφορα ταμεία και συμμετοχή του στα έξοδα προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου καθώς και προκαταβολή φόρου εισοδήματος, βλ. σχετικώς Ελ Συν (Πράξη) 8/2012, ΕΔΔΔ 2012, σελ. 454. Βέβαια, τα ποσά αυτά είναι ορθότερο να δεχτούμε ότι ακολούθως ο Δικηγόρος μπορεί να τα αναζητήσει από τον πελάτη του, εντάσσοντάς τα στην έννοια της δικαστηριακής δαπάνης για την περαίωση της εντολής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 57.

[2] Για το τελευταίο αυτό ζήτημα κρίθηκε ότι το παρακρατούμενο ποσοστό 10% επί των αμοιβών για τις ενώπιον των δικαστηρίων παραστάσεις σε πολιτικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις, είναι, κατά κοινή πείρα, χαμηλό και ως εκ τούτου δεν αντίκειται ούτε στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το αιτιολογικό ότι δεν διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και του δικαιώματος επί της περιουσίας των δικηγόρων. Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα της επαγγελματικής ελευθερίας των δικηγόρων, Β. Κόκοτα, Επαγγελματική ελευθερία, 2014 και ιδίως σελ. 149-157. Βλ. επίσης αναφορικά με τους περιορισμούς στην επαγγελματική ελευθερία όσων ασκούν επάγγελμα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης, Π. Μαντζούφας, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, 2014, σελ. 240-282.

[3] Βλ. συναφώς: ΔΕΚ απόφαση της 19.2.2002 C-309/99, Wouters κ.λπ. σκ. 44-66, απόφαση της 19.2.2002, C-35/99, Arduino, αποφάσεις της 5.12.2006, συνεκδικασθείσες C-94/04 και C-202/04, Federico Cipolla κλπ. Η τελευταία αναφερόμενη απόφαση  του Δ.Ε.Κ. της 5.12.2006, Cipolla, υπόθεση C-94/04, αναφέρεται στο ιταλικό σύστημα υποχρεωτικών ελαχίστων δικηγορικών αμοιβών. Το Δ.Ε.Κ. αποφάνθηκε ότι οι ελάχιστες αμοιβές συνιστούν κατ’ αρχήν περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών, που θα μπορούσε όμως να δικαιολογηθεί επί συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι συμβατοί με την αρχή της αναλογικότητας.

[4] Βλ. συναφώς, απόφαση της 19.2.2002 C-35/99 Arduino, σκ. 40-44, διάταξη της 17.2.2005, C-250/03 Mauri, σκ. 28-38, αποφάσεις της 5.12.2006 C-94/04 και C-202/04, Cipolla, σκ. 48-54, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010 C-225/09, Edyta Joanna Jakubowska, σκ. 48-49. 

---------------------------------------------------------------------------------------------
3154/2014 ΣΤΕ
Δικηγόροι. Πειθαρχικά παραπτώματα. Η αίτηση ακύρωσης ασκείται παραδεκτά μόνο κατά της 
απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Οι διατάξεις που παρέχουν στον 
Υπουργό Δικαιοσύνης τη δυνατότητα να ορίζει παρακράτηση από τις αμοιβές των δικηγόρων 
ποσοστών για δημιουργία διανεμητικών λογαριασμών, κατόπιν πρότασης των δικηγορικών 
συλλόγων, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Η υποχρέωση παρακράτησης ποσοστού 10%, υπέρ 
του διανεμητικού λογαριασμού, από τη δικηγορική αμοιβή για παραστάσεις ενώπιον των 
δικαστηρίων, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. 
Ο καθορισμός πίνακα ελάχιστων αμοιβών για τους δικηγόρους ανήκει στην κανονιστική 
εξουσία του κράτους και δεν παραβιάζονται οι ενωσιακές διατάξεις περί ανταγωνισμού 
και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/1977. Η Οδηγία 
2006/123/ΕΚ δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Ο αιτών υπέπεσε το πειθαρχικό παράπτωμα 
της συστηματικής παραβίασης της υποχρέωσης περί καταβολής του προβλεπόμενου ποσοστού 
από τις αμοιβές του για τη λειτουργία του διανεμητικού λογαριασμού. Περιστατικά. 
Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος 
με πράξη του Προέδρου του. 

(...) Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2503005 και 2503197/2010 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών, δικηγόρος Ηρακλείου, ζητεί την ακύρωση: α) της 66/2009 απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, κατά το μέρος που απορρίφθηκε έφεση του αιτούντος κατά της 7/2007 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου και επιβλήθηκε σε αυτόν η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσεως από το δικηγορικό λειτούργημα διάρκειας είκοσι (20) ημερών. Με την 7/2007 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου είχε επιβληθεί στον αιτούντα η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος διάρκειας έξι (6) μηνών για το αναφερόμενο στην απόφαση αυτή πειθαρχικό παράπτωμα, β) της ανωτέρω 7/2007 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου.

3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την από 1.2.2010 πράξη του Προέδρου του Γ΄Τμήματος του Δικαστηρίου.

4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της 66/2009 απόφασης του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, διότι η 7/2007 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου ενσωματώθηκε στη δευτεροβάθμια απόφαση και απώλεσε την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 2690/2012 κ.α.).

5. Επειδή, στο άρθρο 64 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, ΕτΚ Α’, φ. 235) ορίζεται ότι: «Η παράβασις των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγόρω εκ τε των διατάξεων του Κώδικος, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ως και εξ αποφάσεως τινός του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διατάξεις διά πειθαρχικής ποινής, ανεξαρτήτως πάσης ποινικής ευθύνης ή άλλης συνεπείας κατά τους κειμένους νόμους», στο δε άρθρο 77 παρ. 1 αυτού ότι: «Ο τιμωρηθείς δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως να εκκαλέση ταύτην ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου». Περαιτέρω, στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 3919/2011 (ΕτΚ Α’, φ. 32), οριζόταν ότι: «1. Οι διάδικοι στις ποινικές υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων κάθε βαθμού δικαιοδοσίας… είναι υποχρεωμένοι, όταν παρίστανται με δικηγόρο ή εκπροσωπούνται από δικηγόρο, να προκαταβάλλουν στο Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου το οριζόμενο στο νόμο αντίστοιχο ποσό ελάχιστης αμοιβής για την παράσταση δικηγόρου ή και για την σύνταξη υπομνήματος. 2. Οι διάδικοι στις πολιτικές υποθέσεις και ενώπιον τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωμένοι σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και ενώπιον του εισηγητή και του εντεταλμένου δικαστή να προκαταβάλλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο στο Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου το οριζόμενο στο νόμο αυτόν αντίστοιχο ποσό αμοιβής δικηγόρου για κάθε πράξη της προδικασίας και την παράσταση. … .3…. 4. ….. 5. Από την υποχρέωση προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής απαλλάσσονται: α) …, β) …, γ) … και δ) … . 6. (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ΕτΚ Α’, φ. 104) Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων που επιβάλλουν την προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής, ο δικηγόρος που παρίσταται υποχρεούται να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής της. Δικηγόρος που παραβιάζει το προηγούμενο εδάφιο υποχρεούται να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους εκατό έως πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών και σε περίπτωση υποτροπής με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από του δικηγορικού λειτουργήματος από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες. …. Το ποσό του προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί, καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, εισπράττονται δε κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 παράγραφος 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων. Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται στο τέλος κάθε μηνός να αποστέλλουν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προείσπραξης, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας. …. 7. Ο Δικηγορικός Σύλλογος παρακρατεί από την αμοιβή που προεισπράττεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), από το οποίο ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών προείσπραξης, ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) αποδίδεται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφαλίσεως του Ταμείου Νομικών και ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) αποδίδεται στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων». Περαιτέρω, στο άρθρο 96Α του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 1649/1986 (ΕτΚ Α’, φ. 149) και πριν την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 αυτού με το άρθρο 8 παρ. 8 του ν. 3919/2011, ορίζεται ότι: «1. Από τις αμοιβές που προεισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, κάθε Δικηγορικός Σύλλογος έχει δικαίωμα να παρακρατεί, πέρα από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του προηγούμενου άρθρου, ποσοστό, που θα περιέρχεται, μαζί με τα παρακρατούμενα ποσοστά αμοιβών που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 161 του νόμου αυτού και στα άρθρα 9 και 10 του ν. 1093/1980, σε ιδιαίτερο λογαριασμό για να διανέμονται μεταξύ μελών του Δικηγορικού Συλλόγου. Το ύψος του ποσοστού που θα παρακρατείται, τα κριτήρια συμμετοχής στο διανεμητικό λογαριασμό των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του λογαριασμού αυτού ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η υπουργική απόφαση εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εκφράζεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του και επικυρώνεται από τη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου που συγκαλείται ειδικά για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 215 του νόμου αυτού. …. 2…. 3. Μετά την αφαίρεση των ποσοστών που προαναφέρονται, το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής αποδίδεται στο δικαιούχο δικηγόρο. 4. …». Ακολούθως, στο άρθρο 161 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ. 10 του ν. 3919/2011, ορίζονταν για κάποιες κατηγορίες πράξεων οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων, και προβλεπόταν ότι: «6. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφους αμοιβή του δικηγόρου προκαταβάλλεται εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον, ο οποίος εκδίδει τριπλότυπον απόδειξιν. … .Η υπό του Δικηγορικού Συλλόγου προεισπραττομένη αμοιβή αποδίδεται εις τον δικαιούχον δικηγόρον μετά παρέλευσιν 15 τουλάχιστον ημερών. 7. (όπως προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 723/1977, ΕτΚ Α’, φ. 300) Εκ της κατά την προηγουμένην παράγραφον προκαταβαλλομένης αμοιβής, δύναται ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος να παρακρατήση ποσοστόν ταύτης, οριζόμενον δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, εκδιδομένης μετ’ απόφασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, λαμβανομένης δια πλειοψηφίας των 2/3 των μελών αυτού και δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δια της αυτής ή ετέρας Υπουργικής Αποφάσεως κατά τον αυτόν τρόπον εκδιδομένης, καθορίζονται τα της συστάσεως ιδίου Λογαριασμού δια την συγκέντρωσιν των παρακρατουμένων ποσοστών, τα της διανομής αυτών εις τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου ως και πάσα σχετική λεπτομέρεια». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε η 132877οικ./12.11.1997 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΕτΚ Β΄, φ. 1038/25.11.1997) περί καθορισμού του παρακρατούμενου ποσοστού από το Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου, στην οποία προβλέπεται ότι: «1α. Καθορίζουμε το παρακρατούμενο ποσοστό από τον Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου από την προκαταβαλλόμενη αμοιβή των μελών του για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων για δικαιοπραξίες οποιουδήποτε είδους και την παράστασή τους κατά την υπογραφή σε ποσοστό 73%. Από το ποσοστό αυτό 61% θα περιέρχεται στο διανεμητικό λογαριασμό, 10% θα αποδίδεται στο Τ.Ν. και Κ.Ε.Α.Δ. και 2% θα παρακρατείται από τον Δικηγορικό Σύλλογο. β. …». Ομοίως καθορίζεται ποσοστά παρακράτησης και απόδοσης στο διανεμητικό λογαριασμό, στο Τ.Ν. και Κ.Ε.Α.Δ. και στο Δικηγορικό Σύλλογο στα άρθρα 2α, 3, 4, ενώ στο επόμενο (εκ παραδρομής αριθμούμενο εκ νέου άρθρο 4) προβλέπονται περιπτώσεις μελών του ίδιου Δικηγορικού Συλλόγου, τα οποία δεν δύνανται να συμμετάσχουν στη διανομή. Εν συνεχεία, στα αριθμούμενα ως άρθρα 5 και 6 της ίδιας Υπουργικής Απόφασης ορίζεται ότι: «Σε κάθε περίπτωση μη συμμετοχής μέλους του Συλλόγου στη διανομή επιστρέφεται σ’ αυτό το συνολικό ποσό, που τυχόν συνεισέφερε στο διανεμητικό λογαριασμό. 6. Η διαπίστωση συνδρομής των παραπάνω κριτηρίων γίνεται από Τριμελή Επιτροπή με ετήσια θητεία … . Η Επιτροπή συνέρχεται υποχρεωτικά μέσα στην πρώτη εβδομάδα των μηνών Ιουνίου και Δεκεμβρίου και εισηγείται στο Δ.Σ. για το ποια μέλη του Συλλόγου έχουν τις προϋποθέσεις συμμετοχής στη διανομή. Το Δ.Σ. αποφασίζει κατά την κρίση του. Κατά της απόφασης αυτής και μέσα σε 15 ημέρες από την έναρξη της διανομής επιτρέπεται αίτηση επανεξέτασης ενώπιον του Δ.Σ. του Συλλόγου, το οποίο και αποφαίνεται τελεσίδικα». Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 92 παρ. 1 και 98 του ανωτέρω Κώδικα προβλέπονται τα εξής: «Άρθρο 92 παρ.1: Τα της αμοιβής του Δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου του, …, εν ουδεμίαν όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής. Πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της».Εξάλλου, στο άρθρο 7 του ν. 2753/1999 «Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (ΕτΚ Α΄, φ. 249) ορίζεται: «1. … 2. Για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν αυτοί στον εντολέα τους καθορίζεται το μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της Χώρας. Η απόφαση αυτή μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Χώρας, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. 3. Η ελάχιστη αμοιβή που προβλέπεται από την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου, προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο γραμμάτιο. Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών που αναγράφονται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο. … 6. Για την απόδοση του φόρου που παρακρατήθηκε από τους δικηγορικούς συλλόγους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 59 του Ν. 2238/1994 και την ευθύνη για την απόδοση αυτή φέρει ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου. …».

6. Επειδή, το δικηγορικό επάγγελμα, στενά συνδεόμενο με την απονομή της δικαιοσύνης, υπόκειται σε αυστηρό καθεστώς δεσμεύσεων και ρυθμίσεων, η δε συλλογική οργάνωσή του αποβλέπει μεταξύ άλλων και στην εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων αξιοπρεπούς άσκησης του επαγγέλματος από όλα τα μέλη του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η εξασφάλιση των προϋποθέσεων αυτών επιτυγχάνεται και με την παρακράτηση από τις αμοιβές των δικηγόρων ποσοστών για δημιουργία διανεμητικών λογαριασμών, ως εκ τούτου δε οι διατάξεις του νόμου, οι οποίες παρέχουν αυτή τη δυνατότητα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενεργούντα κατόπιν πρότασης των οργάνων διοίκησης των δικηγορικών συλλόγων, δεν προσκρούουν καταρχήν στο Σύνταγμα, υπό την προϋπόθεση ότι τελικώς δεν αναιρείται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη επαγγελματική και οικονομική ελευθερία των δικηγόρων, ούτε θίγεται ο πυρήνας της ελευθερίας αυτής (ΣτΕ 458/2001, πρβλ. ΣτΕ 4430/84 Ολομ., 3773, 4082/87, 6408/95 7μ, 3667/96, 2344/2000, 2342/2000 7μ., 1438-1441/2005 7μ.).

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών, μέλος, ως δικηγόρος στο Ηράκλειο, του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, από το έτος 2002 έως και το Α΄εξάμηνο του έτους 2006, ενώ είχε, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, την υποχρέωση να εκδίδει διπλότυπα προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής σε υποθέσεις που χειριζόταν στα δικαστήρια του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Εφετείου Κρήτης, απείχε από την έκδοσή τους. Το ποσό των αντίστοιχων δικαιωμάτων προς είσπραξη από το Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου ανήλθε για την εν λόγω περίοδο σε 18.432,10 ευρώ. Για την ίδια περίοδο ο αιτών εδικαιούτο να λάβει ως μέρισμα από τον κοινό διανεμητικό λογαριασμό το ποσό 9.942 ευρώ, καθώς και ποσό 962,64 ευρώ από απαλλοτρίωση, ήτοι έπρεπε να εισπράξει, συνολικά, από το Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου το ποσό των 10.904,64 ευρώ, μετά τον συμψηφισμό του οποίου και την αφαίρεσή του από τη συνολική υποχρέωσή του, απέμεινε υπόλοιπο καταβλητέο στον εν λόγω Σύλλογο 7.527,46 ευρώ. Ο αιτών αρνήθηκε να καταβάλει το ως άνω ποσό και κατόπιν αυτού ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη κατ’ αυτού με την 3/25.11.2006 πράξη του Αντιπροέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου για παράβαση του άρθρου 96 παρ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων και των άρθρων 14 και 19Α του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγόρων. Ακολούθως, ο αιτών κλήθηκε σε απολογία με το από 11.7.2007 έγγραφο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου και κατέθεσε ενώπιον αυτού το από 30.7.2007 υπόμνημα. Στο υπόμνημα αυτό ο αιτών δεν αμφισβήτησε την ανωτέρω οφειλή του στον Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου, όμως ισχυρίσθηκε ότι η εκ του νόμου υποχρέωση προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, στην οποία δικηγορική αμοιβή καθορίζονται κατώτατα όρια, η δημιουργία διανεμητικού λογαριασμού με παρακράτηση ποσοστού από την προεισπραττόμενη αμοιβή και οι σχετικές ρυθμίσεις των υπουργικών αποφάσεων, αντίκεινται στο δικαίωμα της επαγγελματικής και οικονομικής ελευθερίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας, καθώς και στις διατάξεις περί ελεύθερου ανταγωνισμού του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, με την απόφαση 7/2007, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αιτούντος και έκρινε ότι έχει υποπέσει στο πειθαρχικό αδίκημα της συστηματικής παραβίασης της υποχρέωσης περί καταβολής του προβλεπόμενου ποσοστού από τις αμοιβές του για τη λειτουργία του διανεμητικού λογαριασμού και του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης των έξι μηνών. Ο αιτών κατά της ως άνω απόφασης άσκησε έφεση, ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης των είκοσι ημερών, με τη σκέψη ότι ναι μεν υπέπεσε στο αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, πλην όμως ενήργησε όχι με ιδιοτελή κίνητρα, αλλά με εύλογες νομικές επιφυλάξεις για το κύρος των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων περί του διανεμητικού λογαριασμού, ενόψει και της 6408/1995 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ως αντισυνταγματική σχετική διάταξη για το διανεμητικό λογαριασμό του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ο αιτών ασκεί ήδη παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση.

8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι: α) η σύσταση διανεμητικού λογαριασμού στο Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου, με την ανωτέρω υπουργική απόφαση, δεν εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου αντίκειται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική και οικονομική ελευθερία, β) η επιβληθείσα με την ανωτέρω υπουργική απόφαση παρακράτηση ποσοστών επί των αμοιβών των δικηγόρων Ηρακλείου και ειδικότερα 60% για τη σύνταξη εγγράφων οποιουδήποτε είδους δικαιοπραξίας, 40% για αιτήσεις εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και 10% για παραστάσεις ενώπιον δικαστηρίων σε πολιτικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις, αντίκειται στην, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφόσον παρακωλύει ουσιωδώς την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικηγόρων που είναι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου.

9. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 6, η δημιουργία διανεμητικού λογαριασμού με την παρακράτηση ποσοστών επί των αμοιβών των δικηγόρων, εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων αξιοπρεπούς άσκησης του επαγγέλματος, με τη συλλογική οργάνωσή του, από όλα τα μέλη του δικηγορικού συλλόγου, δεδομένου ότι το επάγγελμα αυτό συνδέεται στενά με την απονομή της δικαιοσύνης. Ο ίδιος λόγος ακυρώσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το παρακρατούμενο ποσοστό 10% επί των αμοιβών για τις ενώπιον των δικαστηρίων παραστάσεις σε πολιτικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις, είναι, κατά κοινή πείρα, χαμηλό και ως εκ τούτου δεν αντίκειται ούτε στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι δεν διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και του δικαιώματος επί της περιουσίας των δικηγόρων. Περαιτέρω, τα προβαλλόμενα περί των υψηλών ποσοστών παρακράτησης για τη σύνταξη εγγράφων οποιουδήποτε είδους δικαιοπραξίας και για τις αιτήσεις εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, είναι απορριπτέα ως αλυσιτελή, διότι η επιβληθείσα στον αιτούντα πειθαρχική ποινή στηρίχθηκε αποκλειστικά στην μη έκδοση γραμματίων προείσπραξης για παραστάσεις ενώπιον των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων.

10. Επειδή, προβάλλεται ότι η υποχρέωση παρακράτησης ποσοστού 10%, υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού, από τη δικηγορική αμοιβή για παραστάσεις ενώπιον των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα έννομης προστασίας, εφόσον ο εντολέας υφίσταται εν τέλει το οικονομικό βάρος, λόγω του ότι αυξάνεται συνολικά η αμοιβή του δικηγόρου. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος διότι, εκτός του ότι προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου, πάντως το παρακρατούμενο ποσοστό 10% υπέρ του διανεμητικού λογαριασμού από τη δικηγορική αμοιβή για παραστάσεις ενώπιον των ανωτέρω δικαστηρίων, είναι χαμηλό, κατά τα ήδη αναφερθέντα, και δεν επιβαρύνει ουσιωδώς την αμοιβή που καταβάλλει ο εντολέας στον δικηγόρο του ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω ρύθμιση συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

11. Επειδή, στο άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ήδη άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφεξής Σ.Λ.Ε.Ε.) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται: α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής β) …». Περαιτέρω, στο άρθρο 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ήδη άρθρο 102 της Σ.Λ.Ε.Ε.) ορίζεται ότι: «Είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσποζούσης θέσεώς τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως: α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής β)...». Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού (ΕτΚ Α΄, φ. 278) «Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων, πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφή ενηρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον την παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού ιδία δε αι συνιστάμεναι εις: α) τον άμεσον ή έμμεσον καθορισμόν των τιμών αγοράς ή πωλήσεων ή άλλων όρων συναλλαγής, β)…».

12. Επειδή, η έννοια της επιχείρησης στο δίκαιο του ανταγωνισμού καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ήτοι δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά, ανεξαρτήτως από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του (ΔΕΚ απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, C-118/85 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ. 7, απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, C- 35/96 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ. 36, απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90 Hoefner and Elser v. Marcotron σκ. 21, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1995, C-244/94 Federation Francaise des Societes d’ Assurances, σκ. 14, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C-55/96 Job Centre coop. Arl., σκ. 21). Περαιτέρω, έχει γίνει δεκτό ότι οι δικηγόροι, ως εκ της φύσεως της δραστηριότητάς τους, αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, και επομένως όταν δικηγορικός σύλλογος θεσπίζει ρύθμιση, ορίζοντας υποχρεώσεις και απαγορεύσεις στη συμπεριφορά των μελών του επί της αγοράς νομικών υπηρεσιών, πρέπει να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως «ένωση επιχειρήσεων», δεν έχει δε σημασία, από την άποψη αυτή, ότι ο δικηγορικός σύλλογος διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου (ΔΕΚ απόφαση της 19.2.2002 C-309/99, Wouters κ.λπ. σκ. 44-66, απόφαση της 19.2.2002, C-35/99, Arduino, αποφάσεις της 5.12.2006, συνεκδικασθείσες C-94/04 και C-202/04, Federico Cipolla κ.λπ.). Ακολούθως, έχει γίνει δεκτό ότι μολονότι τα άρθρα 81 και 82 Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ήδη άρθρα 101 και 102 Σ.Λ.Ε.Ε.) ρυθμίζουν αποκλειστικά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και δεν αφορούν τα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα, ωστόσο τα άρθρα αυτά σε συνδυασμό με το άρθρο 10 Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας, επιβάλλουν στα κράτη μέλη να μη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα δυνάμενα να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. Τούτο συμβαίνει όταν το κράτος μέλος είτε επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων αντίθετων προς το άρθρο 81 Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων είτε αφαιρεί από τη δική του κανονιστική ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, μεταβιβάζοντας σε ιδιώτες την αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα (βλ., μεταξύ άλλων απόφαση Δ.Ε.Κ. της 5.12.2006, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/04 και C-202/04, Federico Cipolla/Rosaria Portolese και Stefano Macrino κ.ά./Roberto Meloni, σκ. 46). Επί τη βάσει των ανωτέρω, ενδεχόμενη παραβίαση του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, εξετάζεται σε σχέση με τον κρατικό χαρακτήρα της κανονιστικής ρύθμισης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία η κανονιστική ρύθμιση έχει κρατικό χαρακτήρα, δεν παραβιάζονται καταρχήν οι κανόνες του ανταγωνισμού, κριτήριο δε για τον κρατικό ή μη χαρακτήρα της ρύθμισης είναι ο βαθμός συμμετοχής της «ένωσης επιχειρήσεων» στη λήψη της. Εφόσον εκείνος που θεσπίζει εν τέλει τη ρύθμιση είναι το κράτος, τότε δεν συντρέχει παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 10 και 81 ΕΚ (ΔΕΚ απόφαση της 19.2.2002 C-35/99 Arduino, σκ. 40-44, διάταξη της 17.2.2005, C-250/03 Mauri, σκ. 28-38, αποφάσεις της 5.12.2006 C-94/04 και C-202/04, Cipolla, σκ. 48-54, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010 C-225/09, Edyta Joanna Jakubowska, σκ. 48-49) ούτε και των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977 ερμηνευόμενων υπό το φως του ενωσιακού δικαίου.

13. Επειδή, με βάση τα ανωτέρω και τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, οι δικηγόροι αποτελούν φορείς οικονομικής δραστηριότητας και ως εκ τούτου εμπίπτουν στην έννοια των «επιχειρήσεων» κατά το ενωσιακό δίκαιο, οι δε δικηγορικοί σύλλογοι, εφόσον εκδίδουν πράξεις δεσμευτικές για τα μέλη τους, συνιστούν «ενώσεις επιχειρήσεων». Εν προκειμένω, ωστόσο, ο καθορισμός πίνακα ελάχιστων αμοιβών για τους δικηγόρους, δεν αποτελεί ρύθμιση που έχει ανατεθεί στους Δικηγορικούς Συλλόγους, αλλά ανήκει στην κανονιστική εξουσία του κράτους, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2753/1999. Ειδικότερα προβλέπεται η έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, για τον καθορισμό ελάχιστης αμοιβής, ενιαίας για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, η απόφαση δε μπορεί να εκδίδεται και χωρίς την εν λόγω γνώμη, εφόσον παρέλθει άπρακτη προθεσμία 2 μηνών από την υποβολή σχετικού ερωτήματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2753/1999 επιδιώκεται η καθιέρωση ενός αντικειμενικού συστήματος φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων και η σύλληψη της φορολογητέας ύλης που συνδέεται με την παροχή νομικών υπηρεσιών, μέσω καθορισμού ελάχιστων, ενιαίων για το σύνολο της χώρας δικηγορικών αμοιβών (ΣτΕ 3776/2009). Επομένως, τα προβαλλόμενα περί αντίθεσης της επίμαχης ρύθμισης, που καθορίζει τα κατώτατα όρια των δικηγορικών αμοιβών, στις ανωτέρω ενωσιακές διατάξεις περί ανταγωνισμού καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αιτών προβάλλει ότι η ανωτέρω ρύθμιση αντίκειται στις ενωσιακές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες που δεν έχουν κανένα συνδετικό κρίκο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο και της οποίας όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός κράτους - μέλους (“καθαρώς εσωτερικές καταστάσεις”) (βλ. ενδεικτικώς ΔΕΚ αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1982, C-35/82 και C-36/82, Morson και Jhanjan της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-27/88 και C-197/89, Massam Dzodzi της 5ης Ιουνίου 1997, C-64/96 και C-65/96, Land Nordrhein - Westfalen κατά Kari Uecker και Vera Jacket κατά Land Nordrhein - Westfalen).

14. Επειδή, περαιτέρω ο καθορισμός του παρακρατούμενου ποσοστού επί των αμοιβών των δικηγόρων από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, υπέρ των διανεμητικών λογαριασμών, ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από απόφαση των εν λόγω δικηγορικών συλλόγων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 161 παρ. 6, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο μετά την προσθήκη της παραγράφου αυτής με το άρθρο 25 του ν. 723/1977 (ΕτΚ Α’, φ. 300), και επομένως το επίμαχο θέμα ρυθμίζεται με κανονιστικού χαρακτήρα διάταξη που θεσπίζει κεντρικό όργανο του κράτους (ΣτΕ 3776/2009). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η ρύθμιση περί διανεμητικού λογαριασμού αντίκειται στις ως άνω παρατεθείσες ενωσιακές διατάξεις του ανταγωνισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

15. Επειδή, ο αιτών προβάλλει αντίθεση της ρύθμισης περί ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής προς την Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά» της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 376 της 27/12/2006).

16. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 της ως άνω Οδηγίας, η προθεσμία μεταφοράς της παρήλθε στις 28 Δεκεμβρίου 2009, ενσωματώθηκε δε στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3844/2010 (ΕτΚ Α΄, φ. 63/3.5.2010). Σκοπός της Οδηγίας είναι η εξάλειψη των εμποδίων στην άσκηση των δικαιωμάτων της ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, υπάρχει δε ειδική αναφορά στους παρέχοντες νομικές υπηρεσίες (προοίμιο, αιτιολογική σκέψη 33), και συνεπώς το υπό κρίση αντικείμενο καταρχήν υπάγεται, ως εκ του περιεχομένου του, στις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Δυνάμει της εν λόγω Οδηγίας κάθε κράτος μέλος οφείλει να αξιολογήσει, μεταξύ άλλων, κατά πόσον νομικό σύστημα δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών που προβλέπει «υποχρεωτικές ελάχιστες ή/και ανώτερες τιμές, με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται ο πάροχος» (άρθρο 15 παρ. 2 περ. ζ΄) είναι συμβατό με τις προϋποθέσεις της μη εισαγωγής διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (άρθρο 15 παρ. 3). Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, η Οδηγία δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων στον αιτούντα παραβάσεων (2002 έως το α΄ εξάμηνο του 2006), η δε προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, δεν είχε δε άμεσο αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς υποχρεωτικές ελάχιστες τιμές, δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, στην παρ. 1 του άρθρου 15 της Οδηγίας προβλέπεται διακριτική ευχέρεια του κράτους να διατηρήσει ρυθμίσεις εφόσον προηγουμένως τις αξιολογήσει σε σχέση με τις προϋποθέσεις που θέτει η παρ.3 του ίδιου άρθρου (μη εισαγωγή διακρίσεων, αναγκαιότητα, αναλογικότητα). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι η Οδηγία είναι, εν προκειμένω, εφαρμοστέα.

17. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Και
Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ και του Δημοσίου η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 και 5 Μαρτίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Δ. Τετράδη 
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου