Ι. Αναγκαιότητα, συνταγματική κατοχύρωση και ευρωπαϊκή διάσταση της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
ΙΙ. Εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών μέτρων.
α. Σκοπός, β. Προϋποθέσεις, γ. Όρια, δ. Αντικείμενο της δίκης.
ΙΙΙ. Το ασφαλιστέο δικαίωμα και η απαγόρευση της ικανοποίησής του
IV. Κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων.
V. Φύση και συνέπειες της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
VI. Η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
α. Αποδυνάμωση, β. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση, γ. Ανάλωση, δ. Εξαφάνιση της προσβληθείσας με έφεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής.
VII. Oι συνέπειες από την άρση των ασφαλιστικών μέτρων.
VIII. Εκδηλώσεις μετενέργειας των ασφαλιστικών μέτρων.
α . Η μετενέργεια ως διαχρονική προέκταση της ισχύος των ασφαλιστικών μέτρων (το ερώτημα της αναδρομικότητας), β. Η μετενέργεια ως σχέση εκκαθάρισης (επαναφορά ή οιονεί επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αποζημίωση άρθ. 703 ΚΠολΔ, εγγύηση άρθρ. 694 ΚΠολΔ).
IX. Δικαστική μεσεγγύηση, συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στο πλαίσιο καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης.
Χ. Προσωρινή διαταγή.
α. Διαδικαστικά θέματα, β. Φύση της προσωρινής διαταγής γ. Περιεχόμενο και λειτουργία της προσωρινής διαταγής (προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή υλικής πράξης / απαγόρευση μεταβολής της νομικής κατάστασης).
Ι. Αναγκαιότητα, συνταγματική κατοχύρωση και ευρωπαϊκή διάσταση της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
1. Η προσωρινή δικαστική προστασία αποτελεί ανάγκη που υπαγορεύεται από τη διαπίστωση ότι οι ειδικές συνθήκες της κρίσιμης βιοτικής σχέσης σε συνδυασμό με τη βραδύτητα, με την οποία διεξάγεται κατά κανόνα η κύρια διαγνωστική δίκη, δημιουργούν συνήθως μέχρι την περάτωσή της αμετάκλητες ή δύσκολα αναστρέψιμες καταστάσεις, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της και αποδυναμώνουν τη δραστικότητα της οριστικής δικαστικής προστασίας . Μάλιστα στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει νομολογηθεί με την απόφαση Factortame Ι του ΔΕΚ από 19.6.1990 ότι για την προστασία δικαιωμάτων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να λάβουν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα, έστω και αν δεν προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία και να αγνοήσουν αντίθετες απαγορευτικές διατάξεις της. Στην ελληνική έννομη τάξη η συνταγματικά αναγνωριζόμενη δημόσια αξίωση ένδικης προστασίας (άρθρ. 20 Ι Σ) καλύπτει και την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας , η οποία εξειδικεύεται από τον κοινό νομοθέτη με κύρια έκφραση στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου τα ασφαλιστικά μέτρα, που προβλέπονται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης (άρθρ. 682-738), αλλά και της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 781) του ΚΠολΔ.
ΙΙ. Εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών μέτρων (σκοπός, προϋποθέσεις, όρια και αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων).
2. Σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των διαδίκων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς ή η ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (άρθρ. 682 Ι ΚΠολΔ). Οι προϋποθέσεις έτσι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι αφενός μεν η ύπαρξη δικαιώματος και γενικότερα έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και αφετέρου η συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης.
3. Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπώντας να αποτρέψει τη δημιουργία ανεπανόρθωτων καταστάσεων ή δύσκολα αναστρέψιμων, δεν θα πρέπει να δημιουργεί η ίδια τέτοιες καταστάσεις. Έτσι δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος (άρθρ. 692 IV ΚΠολΔ), υπόκειται σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση (άρθρ. 696-698, 702 ΙΙ 2 ΚΠολΔ) και ισχύει προσωρινά, χωρίς να επηρεάζει την κύρια δίκη (άρθρ. 695 ΚΠολΔ). Αντισταθμίζεται συνεπώς η έλλειψη σημαντικών εγγυήσεων ορθής κρίσης, η οποία είναι αναπόφευκτη λόγω της ταχύτητας με την οποία διεξάγεται η σχετική δίκη, έχοντας ως βασικά χαρακτηριστικά την απλή πιθανολόγηση των ισχυρισμών και τον αποκλεισμό των ένδικων μέσων (άρθρ. 690 Ι 1, 699 ΚΠολΔ).
4. Ως μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και συνδέονται τελολογικά με την κύρια διαγνωστική δίκη (πρβλ. άρθρ. 693 ΚΠολΔ). Κατ’ επέκταση συνδέονται τελολογικά και με το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κύριας διαγνωστικής δίκης . Αντίθετα αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία δικαιώματος του αιτούντος για παροχή σ” αυτόν προσωρινής δικαστικής προστασίας με τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα. Πρόκειται για δημόσιο δικαίωμα (ό.π. αριθ. 1), συνταγματικά κατοχυρωμένο (άρθρ. 20 Ι Σ), το οποίο υλοποιούμενο από τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου για τα ασφαλιστικά μέτρα, καταλήγει σε διάπλαση στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό το δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται κατά το άρθρ. 682 ΚΠολΔ για τη θεμελίωση δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας, προβαίνει με την απόφασή του στη λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων, διαπλάσσοντας προσωρινά τις ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων. Το ασφαλιστέο δηλαδή ουσιαστικό δικαίωμα δεν είναι αντικείμενο της σχετικής δίκης, αλλά απλό προδικαστικό ζήτημα, που εξετάζεται παρεμπιπτόντως για να διαπιστωθεί στη συνέχεια το διαπλαστικό δικαίωμα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας .
III. Το ασφαλιστέο δικαίωμα και η απαγόρευση της ικανοποίησής του.
5. Ασφαλιστέο είναι κάθε δικαίωμα που υπάγεται για την οριστική προστασία του στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΣχΠολΔ V 237), τα οποία επομένως υπερβαίνουν τη δικαιοδοσία τους, αν λάβουν ασφαλιστικά μέτρα σε διοικητικές διαφορές . Ασφαλιστέα είναι και τα διαπλαστικά δικαιώματα, αρκεί η λήψη ασφαλιστικών μέτρων να μην οδηγεί σε απαγορευμένη (άρθρ. 692 IV ΚΠολΔ) οριστική διάπλαση . Ανάλογα ισχύουν και για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, που είναι δυνατή εφόσον και η κύρια υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά την ορθότερη όμως άποψη στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δεν λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα κατά τα άρθρ. 682-703 ΚΠολΔ, που συγκροτούν διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας , αλλά μόνο στο πλαίσιο του άρθρ. 781 ΚΠολΔ , με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση είναι εκκρεμής, οπότε ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να ληφθούν και πριν από τη συζήτησή της, αφού η στενότερη γραμματική διατύπωση του άρθρ. 781 ΚΠολΔ είναι ασυμβίβαστη με το νομοθετικό σκοπό .
6. Το ασφαλιστέο δικαίωμα δεν είναι αναγκαίο να είναι απαιτητό (πρβλ. άρθρ. 69 ΚΠολΔ), πρέπει όμως να είναι γεννημένο και αυτό συμβαίνει όταν συντρέχουν όλα τα νόμιμα παραγωγικά γεγονότα του . Δικαιώματα που βρίσκονται σε φάση παραγωγής, δηλαδή δικαιώματα προσδοκίας, προστατεύονται με ασφαλιστικά μέτρα, μόνον όταν η προσδοκία συνίσταται στην πλήρωση αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας (άρθρ. 682§2 ΚΠολΔ) , ενώ δεν προστατεύονται ατελέστερα μορφώματα δικαιώματος και προπάντων μελλοντικά . Μέλλουσες όμως ζημιές καλύπτονται, εφόσον έχει γεννηθεί το βασικό δικαίωμα αποζημίωσης . Αίρεση, που δεν εμποδίζει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είναι γενικά η γνήσια δικαιοπρακτική (αναβλητική ή διαλυτική) αίρεση. Αντίθετα οι αιρέσεις δικαίου εμποδίζουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αφού καθιστούν ουσιαστικά ανύπαρκτο το δικαίωμα. Στο πλαίσιο όμως προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης η ρύθμιση δεν αφορά μόνο πλήρη ή υπό αίρεση ή προθεσμία δικαιώματα, αλλά μπορεί να αφορά και ατελέστερα δικαιώματα και γενικά έννομες σχέσεις, από τις οποίες προκύπτουν ή πρόκειται να προκύψουν αγώγιμες αξιώσεις . Σε κάθε δηλαδή περίπτωση ο τελολογικός σύνδεσμος μεταξύ προσωρινής και οριστικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει να υπάρχει ορισμένη ενεργός και όχι αποσβεσμένη ή παραγεγραμμένη έννομη σχέση στη βάση της ρυθμιστέας κατάστασης, η οποία είναι έτσι νομική και όχι απλή πραγματική κατάσταση . Ισχύει συνεπώς και στην προσωρινή ρύθμιση κατάστασης η απαγόρευση της ικανοποίησης του ασφαλιστέου δικαιώματος . Μάλιστα η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης αποτελεί την κύρια, αν όχι την αποκλειστική, περίπτωση εφαρμογής του κανόνα, αφού στις λοιπές περιπτώσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν ανακύπτει πρακτικά κίνδυνος ικανοποίησης του ασφαλιστέου δικαιώματος, με εξαίρεση μόνον την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης , η οποία όμως αντιμετωπίζεται από τις διατάξεις των άρθρ. 729 ΙΙ, 730 ΙΙ ΚΠολΔ (ΠρΑΝ 345) .
7. Τα ασφαλιστικά μέτρα οδηγούν σε ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, όταν προκαλούν μόνιμες συνέπειες που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης, επιλύοντας στην ουσία οριστικά τη διαφορά , δηλαδή συνέπειες που συνιστούν πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος και οι οποίες είτε δεν μπορούν να ανατραπούν, αν υπάρξει αντίθετη οριστική κρίση, είτε η ανατροπή τους (κατ’ αρχήν χωρίς αναδρομική ενέργεια) απαιτεί σημαντικές δαπάνες και ιδιαίτερες ενέργειες ή και την (αβέβαιη) σύμπραξη του αντιδίκου. Συνήθως η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, που υπολείπεται της οριστικής ποιοτικά, ποσοτικά ή χρονικά, διασφαλίζει τον κανόνα του άρθρ. 692 ΙV ΚΠολΔ. Έτσι έννομες σχέσεις που δεν εξαντλούνται σε εφάπαξ παροχή, αλλά έχουν διάρκεια (λ.χ. η εργασιακή σχέση) ρυθμίζονται προσωρινά (άρθρ. 731-732 ΚΠολΔ), χωρίς αυτό να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος, καθώς ικανοποιούνται μερικότερες μόνον εκδηλώσεις της όλης έννομης σχέσης . Αντίθετα οδηγεί σε απαγορευμένη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής , καθώς και η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος . Απόκλιση από τη δεσμευτική απαγόρευση της ικανοποίησης του ασφαλιστέου δικαιώματος μπορεί να γίνει δεκτή μόνον όπου προβλέπεται από το νόμο (πρβλ. άρθρ. 734 ΙΙ ΚΠολΔ, άρθρ. 63 ΙΙΙ ν. 2121/1993, 3 VI 3 ν. 2522/1997) ή σε ακραίες περιπτώσεις, όταν η άρνηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων δημιουργεί στον αιτούντα αφόρητες συνέπειες, που δεν επιδέχονται υποκατάστατες λύσεις και οι οποίες συγκρινόμενες με τις συνέπειες που προκαλούνται στον αντίδικό του από τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων, είναι αντικειμενικά πολύ βαρύτερες εν όψει και του πιθανολογούμενου αποτελέσματος της κύριας δίκης .
IV. Κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων.
8. Συστηματικά τα ασφαλιστικά μέτρα διακρίνονται σε συντηρητικά και ρυθμιστικά . Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα ασφαλιστικά μέτρα που δεσμεύουν προσωρινά περιουσιακής φύσης στοιχεία του οφειλέτη για να διασφαλίσουν την πιθανολογούμενη απαίτηση του δανειστή από τον κίνδυνο να μείνει ανικανοποίητη, όταν στο άμεσο μέλλον εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, ενώ στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα ασφαλιστικά μέτρα που ρυθμίζουν προσωρινά την κατάσταση μέχρι να κριθούν οριστικά οι εριζόμενες έννομες σχέσεις, ως προς τις οποίες υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη να ενεργοποιηθούν μέχρι τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών σε σχέση με το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης.
9. Υποστηρίζεται ότι τα συντηρητικά ασφαλιστικά μέτρα συνδέονται αποκλειστικά με την ύπαρξη επικείμενου κινδύνου, που πρέπει να αποτραπεί, ενώ τα ρυθμιστικά ασφαλιστικά μέτρα, συνδέονται αποκλειστικά με τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης, που πρέπει αμέσως να αντιμετωπισθεί . Στην πραγματικότητα όμως οι δύο έννοιες αλληλοσυμπλέκονται, αφού ο επικείμενος κίνδυνος δημιουργεί επείγουσα περίπτωση και αντιστρόφως . Έτσι η διάκριση έχει περισσότερο παιδαγωγικό και λιγότερο ουσιαστικό χαρακτήρα, αφού σημασία δεν έχει τόσο ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων περιστατικών ως περιστατικών επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, όσο η σύνδεση των περιστατικών αυτών με το κατάλληλο κάθε φορά ασφαλιστικό μέτρο, από την οποία σύνδεση εξαρτάται η νομιμότητα της ζητούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας, αλλά και κρίσιμες δικονομικές συνέπειες. Τα συγκεκριμένα δηλαδή περιστατικά επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης σε συνδυασμό με το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα ή έννομη σχέση, που αποτελούν και αναγκαία στοιχεία της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 688 ΚΠολΔ), προσανατολίζουν την προσωρινή δικαστική προστασία στη λήψη συντηρητικών ή ανάλογα ρυθμιστικών ασφαλιστικών μέτρων και στον ίδιο κύκλο μέτρων πρέπει να εντάσσεται και το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο, διαφορετικά η σχετική αίτηση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη .
10. Η αποδέσμευση από το σύστημα της διάθεσης (άρθρ. 106 ΚΠολΔ) και η ευχέρεια που αναγνωρίζεται στο δικαστήριο από το άρθρο 692 Ι ΚΠολΔ να διατάξει αντί για το ζητούμενο άλλα ασφαλιστικά μέτρα, που κρίνει καταλληλότερα, δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αφού περιορίζεται και αυτή μέσα στον κύκλο της ίδιας κατηγορίας ασφαλιστικών μέτρων και προϋποθέτει ότι η αίτηση μπορεί να κριθεί νόμιμη ως προς το είδος τουλάχιστον της προσωρινής δικαστικής προστασίας, που διαγράφει το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο . Έτσι απορρίπτεται ως μη νόμιμη η αίτηση με την οποία ο εργαζόμενος, επικαλούμενος την απορία του, δεν ζητεί ωστόσο την προσωρινή επιδίκαση των οφειλόμενων σ’ αυτόν αποδοχών, αλλά την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος του εργοδότη του, για τον οποίο αντίστοιχα δεν ισχυρίζεται ότι είναι αφερέγγυος . Αντίθετα αίτηση για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ενώ ενδείκνυται η επιβολή δικαστικής μεσεγγύησης, δεν απορρίπτεται ως μη νόμιμη, αλλά εκτιμάται ορθώς ως αίτηση δικαστικής μεσεγγύησης και εξετάζεται στη συνέχεια προς αυτή την κατεύθυνση, αφού πρόκειται για ασφαλιστικά μέτρα της ίδιας κατηγορίας . Η υποχρεωτική, δηλαδή, αναφορά στην αίτηση συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου (άρθρ. 688 ΚΠολΔ) οριοθετεί δεσμευτικά μόνον το είδος της ζητούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας, ενώ μέσα στον κύκλο της ίδιας κατηγορίας ασφαλιστικών μέτρων λειτουργεί ως απλή κατευθυντήρια γραμμή .
V. Φύση και δεσμευτικότητα της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
11. Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ναι μεν δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση και έχει προσωρινή ισχύ (άρθρ. 695 ΚΠολΔ), ωστόσο αποτελεί γνήσια εκδήλωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, αφού η κρίση της είναι αυθεντική και συνεπώς δεσμευτική για το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας και αναλόγως ως προς τα ληπτέα ασφαλιστικά μέτρα, με τα οποία διαπλάσσονται προσωρινά οι ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων . Η απόφαση είναι διαπλαστική, ακόμη και όταν υποχρεώνει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, αφού η αντίστοιχη υποχρέωση είναι και πάλι αποτέλεσμα διάπλασης, καθώς δεν στηρίζεται σε αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου .
12. H προσωρινή ισχύ της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων έχει την έννοια ότι αυτή δεσμεύει και μπορεί να εκτελεστεί ενόσω δεν έχει καταλυθεί, όμως και μετά την κατάλυσή της καλύπτει μόνιμα με τον μανδύα της νομιμότητας τη διάπλαση που πραγματοποιήθηκε σε συμμόρφωση με αυτή, αφού κατά την κρατούσα γνώμη η κατάλυση της απόφασης, επειδή ακριβώς δεν είναι αποτέλεσμα ένδικου μέσου, δεν θίγει την αρχική νομιμότητα των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά την νομιμότητα της διατήρησής τους και συνεπώς δεν οδηγεί σε αναδρομική άρση των συνεπειών τους, προπάντων αν πρόκειται να θιγεί η ασφάλεια του δικαίου . Έτσι η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, μόνον κατ’ εξαίρεση έχει αναδρομικά αποτελέσματα, δηλαδή αν αφορά προσημείωση υποθήκης (άρθρ. 1277 σε συνδ. με άρθρ. 1331 και 1280 εδ. 2 ΑΚ) ή την περίπτωση του άρθρ. 730 ΙΙ ΚΠολΔ και βέβαια όταν πρόκειται για απόφαση προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής, που εξαφανίσθηκε ύστερα από έφεση (άρθρ. 734 ΙΙΙ ΚΠολΔ) . Αντίστοιχα δεν ανατρέπεται αναδρομικά, αλλά μόνο για το μέλλον και το δεδικασμένο, που απορρέει από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και καλύπτει αυθεντικά το αντικείμενο της σχετικής δίκης. Αποκλείεται συνεπώς έκτοτε η οποιαδήποτε αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που απέρρευσε από απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ και η θετική λειτουργία του περιορίζεται στο χρόνο που η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ήταν σε ισχύ. Με την ειδικότερη αυτή έννοια η προσωρινή ισχύς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων χαρακτηρίζει ως προσωρινό και το δεδικασμένο της . Όταν όμως πρόκειται για απορριπτική της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων απόφαση, το δεδικασμένο της μπορεί να θεωρηθεί οιονεί οριστικό , αφού η απόφαση αυτή, μ’ εξαίρεση τις υποθέσεις νομής ή κατοχής, όχι μόνον δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα (άρθρ. 699 ΚΠολΔ), αλλά αποκλείεται για οποιονδήποτε λόγο και η ανάκληση ή η μεταρρύθμισή της και μόνον έμμεσα κάμπτεται το δεδικασμένο της, όταν εκτοπισθεί από το δεδικασμένο της απόφασης για την κύρια δίκη. Για τον ίδιο λόγο κάμπτεται και το δεδικασμένο της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, ενώ λόγο κάμψης του δεδικασμένου αποτελεί και η μεταβολή των συνθηκών κατά την έννοια του άρθρ. 696 ΙΙΙ ΚΠολΔ , που δικαιολογεί είτε αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα είτε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική .
VI. Η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
13. Στο νόμο δεν απαντάται ως όρος η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Ωστόσο είναι χρήσιμος όρος για να στεγάσει με τη γενικότητά του όλες τις περιπτώσεις, που η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποβάλλει, εν όλω ή εν μέρει, την ισχύ της, είτε αυτοδικαίως είτε με μεταγενέστερη απόφαση. Συστηματικά έτσι η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων περιλαμβάνει την αποδυνάμωσή της, την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της και την εξαφάνιση ύστερα από έφεση ειδικά της απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής.
14. Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση στις περιπτώσεις των άρθρ. 693, 715 V, 727 ΚΠολΔ ή για την παροχή εγγυοδοσίας κατά το άρθρο 694 ΚΠολΔ έχει ως νόμιμη συνέπεια την αυτοδίκαιη άρση των ασφαλιστικών μέτρων που διατάχθηκαν, δηλαδή αυτά παύουν πλέον αυτοδικαίως να ισχύουν είτε εκτελέσθηκαν εν τω μεταξύ είτε όχι. Συγχρόνως αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος και η απόφαση που τα διέταξε, με εξαίρεση τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα. Η συνέπεια αυτή δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο κα ούτε αποτελεί η αποδυνάμωση της απόφασης έκφραση του νομοθέτη. Ωστόσο ως όρος χαρακτηρίζει με σαφήνεια την ανενέργεια της απόφασης και αποτελεί συνέπεια αυτονόητη και εξυπακουόμενη στις παραπάνω περιπτώσεις της αυτοδίκαιης άρσης των ασφαλιστικών μέτρων, αφού δεν είναι δυνατόν να αίρονται τα ασφαλιστικά μέτρα και παράλληλα η απόφαση που τα διέταξε να διατηρεί την ισχύ της ως τίτλος εκτελεστός (επιχείρημα και από το άρθρο 701 ΚΠολΔ) . Η αποδυνάμωση της απόφασης επέρχεται αυτόματα και δεν απαιτεί τη δικαστική βεβαίωσή της , δεν αποκλείεται όμως να ερευνηθεί στο πλαίσιο διαφοράς κατά το άρθρ. 702 ΚΠολΔ, αν επιχειρείται η εκτέλεση της αποδυναμωμένης απόφασης ή υπάρχει γενικώς αμφισβήτηση ως προς την ισχύ της . Αντίστοιχα δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποδυναμωμένης ήδη απόφασης . Η άρση όμως της εγγυοδοσίας απαιτεί πάντοτε την έκδοση απόφασης κατά το άρθρ. 168 ΚΠολΔ .
15. Ισοδύναμη με την αποδυνάμωση είναι η αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της απόφασης που επιδίκασε προσωρινά απαίτηση ή μεταρρύθμισε προσωρινά απόφαση περιοδικών παροχών (άρθρ. 728, 334 ΚΠολΔ). Η συνέπεια αυτή ρητά ορίζεται στα άρθρ. 729 V και 730 Ι ΚΠολΔ ότι επέρχεται, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση ή αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης. Αν η αγωγή απορριφθεί για τυπικούς λόγους, δεν επηρεάζεται η προσωρινή επιδίκαση , πρέπει όμως μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης να ασκηθεί νέα αγωγή, αλλιώς παύει και πάλι αυτοδικαίως να ισχύει η απόφαση για την προσωρινή επιδίκαση (άρθρ. 729 V ΚΠολΔ αναλόγως) . Η απόφαση παύει να ισχύει και αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος ακόμη και για οφειλόμενες δόσεις του χρονικού διαστήματος που αυτή ίσχυε , δηλαδή στην ουσία αίρεται και πάλι αυτοδικαίως το αντίστοιχο ασφαλιστικό μέτρο κατά το ανεκτέλεστο μέρος του, οι μέχρι τότε όμως καταβολές δεν ανατρέπονται πριν από την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος (άρθρ. 730 ΙΙ ΚΠολΔ) και με την έννοια αυτή η άρση του ασφαλιστικού μέτρου είναι μέχρι τότε μερική. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο ο νομοθέτης, προσβλέποντας στην περιοδικότητα των παροχών της προσωρινής επιδίκασης, προτίμησε να μην αναφερθεί σε άρση γενικώς του ασφαλιστικού αυτού μέτρου, αλλά σε παύση της ισχύος της αντίστοιχης απόφασης σε σχέση ειδικότερα με τις οφειλόμενες ή μελλοντικές μόνο δόσεις της όλης απαίτησης.
16. Η αποδυνάμωση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων εξαιτίας της άπρακτης προόδου της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση δεν εμποδίζει νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την αυτή υπόθεση, ακόμη και αν δεν στηρίζεται σε μεταγενέστερα περιστατικά. Η δυνατότητα αυτή, μολονότι αυτονόητη, αποτελεί ήδη και ρητή νομοθετική πρόβλεψη ύστερα από την προσθήκη με το άρθρ. 49 του ν. 3994/2011 σχετικού εδαφίου στην παρ. 2 του άρθρ. 693 ΚΠολΔ. Αιτία της προσθήκης αυτής υπήρξε η αμφισβήτηση που δημιουργήθηκε πρόσφατα από την αντίθετη νομολογιακή θέση , σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται στην παραπάνω περίπτωση αποδυνάμωσης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νέα αίτηση για την εξασφάλιση ή διατήρηση του ίδιου δικαιώματος ή τη ρύθμιση της ίδιας κατάστασης που αποτέλεσαν αντικείμενο της πρώτης δίκης. Ως αιτιολογία προβάλλεται η σκέψη ότι με διαφορετική εκδοχή θα καταστρατηγείτο η έννοια της αποδυνάμωσης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για την παραπάνω αιτία, αφού ο αιτών διάδικος, επικαλούμενος την παραμέληση της σχετικής προθεσμίας, θα μπορούσε να επανέρχεται συνεχώς, ζητώντας κάθε φορά με νέα αίτηση τη λήψη των ίδιων ασφαλιστικών μέτρων και διαιωνίζοντας έτσι μία κατάσταση που από το νόμο προβλέπεται ως προσωρινή. Όμως η ύπαρξη δικονομικού απαραδέκτου από την παραμέληση της σχετικής προθεσμίας, ναι μεν ρητά προβλεπόταν από το άρθρ. 638Α της προϊσχύσασας πολιτικής δικονομίας, όμως απαλείφθηκε με τον α.ν. 44/1967 και έκτοτε η ύπαρξη δικονομικού απαραδέκτου ούτε πρόδηλη ή αυτονόητη ήταν με βάση την αρχική γραμματική διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων του ΚΠολΔ ούτε τελολογικά μπορούσε να συναχθεί, αφού σκόπιμο μεν είναι να αποδυναμώνεται η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση, ώστε να μη υποκαθίσταται η οριστική από την προσωρινή δικαστική προστασία, όμως ο σκοπός αυτός δεν αναιρείται, αν στη συνέχεια ζητηθεί εκ νέου η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αφού και πάλι η νέα απόφαση ασφαλιστικών μέτρων θα είναι βραχύβια, αν αδρανήσει ο αιτών, οπότε και το όφελός του θα είναι επίσης πρόσκαιρο και περιορισμένο. Έτσι μόνον εξαιρετικά ως κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος (άρθρ. 116 ΚΠολΔ) θα μπορεί ενδεχομένως να αποκρουσθεί η νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με δεδομένο μάλιστα ότι αρκεί για τη διατήρηση σε ισχύ της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η άσκηση απλώς της αγωγής για την κύρια υπόθεση και όχι και η επίσπευση της συζήτησής της. Η αποδυνάμωση, δηλαδή, της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ως συνέπεια της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση δεν έχει ως στόχο τον αποκλεισμό έκτοτε των ασφαλιστικών μέτρων για την ίδια υπόθεση, αλλά ενεργεί ως ισχυρό κίνητρο για την άσκηση της αγωγής αυτής από το διάδικο που ζήτησε και έλαβε τα ασφαλιστικά μέτρα, αφού ακόμη και αν η αγωγή του είναι αβάσιμη, θα καλύπτεται στη συνέχεια με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Εξ άλλου το προσωρινό δεδικασμένο που απέρρευσε από την αρχική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν αποτελεί εμπόδιο και δεν επηρεάζει μετά την αποδυνάμωσή της τη νέα δίκη ασφαλιστικών μέτρων για την αυτή υπόθεση, αφού ως έννομη συνέπεια το προσωρινό δεδικασμένο δεν νοείται χωρίς την απόφαση, από την οποία πήγασε , ενώ σε κάθε περίπτωση η διαφορά μεταξύ του χρόνου άσκησης της αρχικής και της επόμενης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων διαφοροποιεί εντέλει και τις συνθήκες του κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Ενδέχεται βέβαια με την αποδυναμωμένη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η σχετική αίτηση. Στην περίπτωση όμως αυτή η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση δεν αποδυναμώνει την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων κατά το απορριπτικό σκέλος της, οπότε και το προσωρινό δεδικασμένο της είναι αντίστοιχα δεσμευτικό ως προς την απορριπτική κρίση της .
17. Με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρ. 730 Ι ΚΠολΔ η αυτοδίκαιη αποδυνάμωση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί στις λοιπές περιπτώσεις κύρωση για την αδράνεια του αιτήσαντος τα ασφαλιστικά μέτρα να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις του, που είναι συνάρτηση του παρεπόμενου χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων σε σχέση με την κύρια διαγνωστική δίκη. Αντίθετα η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων έχει επανορθωτικό κυρίως στόχο, που υπαγορεύεται από την ανάγκη να περιορισθούν οι δυσμενείς συνέπειες από τα ασφαλιστικά μέτρα και να αποτραπεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων, αφού στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων οι εγγυήσεις ορθής κρίσης είναι, κατά τα προεκτεθέντα (ό.π. αριθ. 3), αναπόφευκτα μειωμένες με κύριο έλλειμμα τον αποκλεισμό των ένδικων μέσων. Ως αντιστάθμισμα λοιπόν στην απαγόρευση των ένδικων μέσων λειτουργεί, στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία, αντίθετα με την αποδυνάμωση, απαιτεί αντίστοιχη ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση και ανάλογα με την περίπτωση είτε προσομοιάζει με αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, τριτανακοπή ή έφεση (άρθρ. 696§ Ι, 697, 702 ΙΙ 2 ΚΠολΔ) είτε υπαγορεύεται από τη μεταβολή των πραγμάτων (άρθρ. 696 ΙΙΙ ΚΠολΔ) είτε τέλος δικαιολογείται από τον παρεπόμενο χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων σε σχέση με την κύρια διαγνωστική δίκη και την εξέλιξή της (άρθρ. 698 ΚΠολΔ). Μέχρι συνεπώς ν’ ανακληθεί ή να μεταρρυθμισθεί νομίμως η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διατηρείται η ισχύς και η εκτελεστότητά της, εκτός αν λόγω της φύσης του μέτρου που διατάχθηκε η απόφαση εν τω μεταξύ αναλώθηκε . Υπό ευρεία έτσι έννοια μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή κατάλυσης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, που καθιστά περιττή την ανάκλησή της, και η ανάλωσή της κατά το περιεχόμενο και το διατακτικό της με εκούσια συμμόρφωση, αναγκαστική εκτέλεση ή και εκ των πραγμάτων (όπως λχ. συμβαίνει με την τέλεση της πράξης που διατάχθηκε ως ασφαλιστικό μέτρο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης ή με την τροπή της συντηρητικής κατάσχεσης σε αναγκαστική κατά το άρθρ. 722 ΚΠολΔ) .
VII. Oι συνέπειες από την άρση των ασφαλιστικών μέτρων
18. Η άρση των ασφαλιστικών μέτρων ως γεγονός διακρίνεται από τις συνέπειες που σηματοδοτεί η άρση τους (ΠρΑν 347- 348) ή και μόνη η τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος. Ωστόσο οι συνέπειες αυτές δεν ρυθμίζονται συστηματικά στον νόμο, αφού η πρόβλεψή του εξαντλείται στην υποχρέωση για απόδοση όσων προσωρινά επιδικάστηκαν και καταβλήθηκαν (άρθρ. 730 ΙΙ ΚΠολΔ) και στην υποχρέωση αποζημίωσης με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 703 ΚΠολΔ. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις άρσης (ή και ανάλωσης) των ασφαλιστικών μέτρων η δικονομική αυτή συνέπεια δεν συναρτάται με εμπράγματη ανατροπή των ουσιαστικών έννομων σχέσεων και συνεπειών, που θεμελιώθηκαν στην προσωρινή δικαστική προστασία, αλλά καταλήγει σε ενοχική μόνο αναζήτηση, που αποτελεί και τον κανόνα με τον οποίο αντιμετωπίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο η απώλεια του νομικού ερείσματος μιας πράξης . Δηλαδή με την άρση των ασφαλιστικών μέτρων εκλείπει πλέον το νομικό θεμέλιό τους και μάλιστα είτε εξ αρχής (ex tunc), όταν η άρση ενεργεί κατ’ εξαίρεση αναδρομικά, είτε μόνο για το μέλλον (ex nunc), όταν η άρση δεν οπισθενεργεί, οπότε στην περίπτωση αυτή διασώζονται οι ουσιαστικές έννομες σχέσεις και συνέπειες που διαμορφώθηκαν προηγουμένως από τη λειτουργία των ασφαλιστικών μέτρων, με αποτέλεσμα να προεκτείνεται διαχρονικά η ισχύς τους. Έτσι η εργασιακή σχέση που λειτούργησε (διαπλάσθηκε) προσωρινά με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, δεν ισοδυναμεί βέβαια με έγκυρη εργασιακή σχέση, αν δεν υπάρχει στην πραγματικότητα αντίστοιχη ουσιαστική έννομη σχέση (που είναι αντικείμενο αυθεντικής διάγνωσης στο πλαίσιο της κύριας δίκης), συνδέεται όμως με τη διαμόρφωση συνεπειών από την πραγματική παροχή της εργασίας, οι οποίες δεν ανατρέπονται αναδρομικά με την άρση του ασφαλιστικού μέτρου, γι’ αυτό και ο εργαζόμενος διατηρεί τις σχετικές αξιώσεις του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό . Με την έννοια αυτή τα ασφαλιστικά μέτρα μετενεργούν. Πρόκειται για τη στατική όψη της μετενέργειας, στην οποία αντιπαραβάλλεται η δυναμική όψη της που εκκαθαρίζει την κατάσταση μετά την άρση (ή ανάλωση) των ασφαλιστικών μέτρων ή την ακύρωση της εκτέλεσής τους, με κύριους άξονες την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και την αποζημίωση για τις ζημιές από τα ασφαλιστικά μέτρα , που συναρτάται ειδικότερα με την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος.
VIII. Εκδηλώσεις μετενέργειας των ασφαλιστικών μέτρων
19. Η εξαφάνιση κατ’ έφεση απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής που εκτελέσθηκε και η απόρριψη ακολούθως της αντίστοιχης αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας θεμελιώνει για τον καθ’ ου η εκτέλεση δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με ευθεία εφαρμογή των άρθρ. 914 και 525 ΙΙΙ ΚΠολΔ, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 700 Ι ΚΠολΔ . Γνήσιο δικαίωμα πλήρους επαναφοράς, διακρινόμενο από την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού , εισάγει και η διάταξη του άρθρ. 730 ΙΙ ΚΠολΔ , που ανατρέπει αναδρομικά τις συνέπειες της προσωρινής επιδίκασης, ολικά ή μερικά, ανάλογα προς την έκταση της τελεσίδικης απόρριψης της ουσιαστικής αξίωσης. Ζήτημα ωστόσο επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ενδέχεται να δημιουργήσει η άρση (ή αναλόγως η ανάλωση) και των λοιπών ασφαλιστικών μέτρων, όταν η υλοποίησή τους επέφερε μεταβολές σε σχέσεις ουσιαστικού δικαίου . Η επαναφορά όμως των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση προϋποθέτει κατά το άρθρο 914 ΚΠολΔ ανατροπή και αναδρομική εξαφάνιση του εκτελεστού τίτλου ύστερα από ανεπίτρεπτη στα ασφαλιστικά μέτρα άσκηση ένδικου μέσου (άρθρ. 699 ΚΠολΔ) και συνεπώς στην απόλυτη αυτή αποκαταστατική μορφή της η επαναφορά δεν συμβιβάζεται με την άρση των λοιπών ασφαλιστικών μέτρων . Δεν μπορεί λοιπόν στις περιπτώσεις αυτές να γίνει λόγος για γνήσια επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά για οιονεί επαναφορά, η οποία είναι περιορισμένη στο μέτρο που δεν προσδίδεται μ’ αυτή έμμεσα ανεπίτρεπτη αναδρομική δύναμη στην άρση των ασφαλιστικών μέτρων, όταν αυτή ισχύει μόνον για το μέλλον . Στην έννοια αυτή της οιονεί επαναφοράς μπορούν να ενταχθούν ποικίλα θέματα, όπως η απόδοση κατά χρήση του συντηρητικά κατασχεμένου ή δικαστικά μεσεγγυημένου πράγματος που παρακρατείται παράνομα μετά την άρση του ασφαλιστικού μέτρου κ.λπ. Με ανάλογη έτσι εφαρμογή του άρθρ. 914 ΚΠολΔ η επαναφορά πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του άρθρ. 702 (ή 738) ΚΠολΔ ως διαφορά απότοκη της εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων . Στο ίδιο εξ άλλου πλαίσιο αντιμετωπίζεται και η ανάγκη επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που ανακύπτει μετά την ακύρωση της εκτέλεσης γενικώς των ασφαλιστικών μέτρων (ΠρΑν 432).
20. Η τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί αιτία ανάκλησης μόνον και όχι αυτοδίκαιης αποδυνάμωσης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 698 Ια ΚΠολΔ), ενώ η ρύθμιση του άρθρ. 730 Ι ΚΠολΔ είναι εξαιρετική και δεν επιδέχεται ανάλογη εφαρμογή . Άλλωστε αφού το αντικείμενο της κύριας δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, οι συνέπειές τους μπορούν να συνυπάρχουν μετά και την τελεσίδικη αποδίκαση του επικαλούμενου ουσιαστικού δικαιώματος . Βέβαια αν μετά την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος και πριν από την ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων επιχειρηθεί εκτέλεσή της, αυτή ευχερώς θα αποκρουσθεί ως καταχρηστική (άρθρ. 116 ΚΠολΔ, 281 ΑΚ). Συνεπώς η τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος οδηγεί στην άρση του ασφαλιστικού μέτρου μόνον ύστερα από ανάκληση της αντίστοιχης απόφασης (εξαίρεση η περίπτωση του άρθρ. 730 Ι ΚΠολΔ ή αν συναρτάται με την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ως τίτλου κατά το άρθρ. 724 ΚΠολΔ). Ωστόσο και πριν από την τυπική άρση του ασφαλιστικού μέτρου, με μόνη την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος , δηλαδή με την απόρριψη ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμης (και όχι απλώς ως απαράδεκτης) της αγωγής για την κύρια υπόθεση , μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση κατά το άρθρ. 703 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση όμως αυτή η αποζημίωση δεν αποτελεί εκδήλωση γνήσιας μετενέργειας του ασφαλιστικού μέτρου, αφού η μετενέργεια νοείται κατά βάση μετά την άρση του ασφαλιστικού μέτρου . Οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά το άρθρο 703 ΚΠολΔ εξασφαλίζονται με την εγγυοδοσία, στην οποία μπορεί με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να υποχρεωθεί ο αιτών (άρθρ. 694, 701 ΚΠολΔ). Η εγγυοδοσία αυτή, η οποία αποτελεί δικαστική εγγυοδοσία με παρεπόμενο χαρακτήρα, διακρινόμενη από το ομώνυμο ασφαλιστικό μέτρο , εξασφαλίζει και τις αξιώσεις επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αν αρθούν τα ασφαλιστικά μέτρα.
ΙΧ. Δικαστική μεσεγγύηση, συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στο πλαίσιο καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης.
21. Η συντηρητική κατάσχεση και η δικαστική μεσεγγύηση αποτελούν ασφαλιστικά μέτρα με διαφορετικό σκοπό και συνεπώς αλληλοαποκλείονται ως προς μία και την αυτή απαίτηση, αφού η μεν συντηρητική κατάσχεση (άρθρ. 707 επ. ΚΠολΔ) δεσμεύει προσωρινά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για να καταστεί δυνατή η μελλοντική έμμεση αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικής ή αποτιμητής σε χρήμα απαίτησης του δανειστή, ενώ η δικαστική μεσεγγύηση (άρθρ. 725 επ. ΚΠολΔ) δεσμεύει προσωρινά το πράγμα με σκοπό να αποδοθεί αυτούσιο στο δικαιούχο, επειδή υπάρχει κίνδυνος βλάβης, καταστροφής ή απώλειας του πράγματος μέχρι να εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο η αντίστοιχη απαίτησή του , η οποία θα πρέπει να δημιουργεί διαφορά ως προς την κυριότητα, τη νομή ή την κατοχή του πράγματος ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετική με το πράγμα, δηλαδή και ενοχικής φύσης, στο πλαίσιο της οποίας αυτός που ζητεί τη δικαστική μεσεγγύηση μπορεί να ζητήσει αυτούσιο το πράγμα. Τέτοια διαφορά δημιουργείται και στην περίπτωση απαλλοτρίωσης προς βλάβη των δανειστών, οπότε κάθε δανειστής μπορεί κατά τα άρθρ. 939 επ. ΑΚ να ζητήσει τη διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης προκειμένου το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης να κατασχεθεί στη συνέχεια ως στοιχείο της περιουσίας του οφειλέτη του προς ικανοποίηση της εναντίον του απαίτησής του (άρθρ. 936 ΙΙΙ, 992 Ι 2 ΚΠολΔ). Η δυνατότητα αυτή κατάσχεσης του καταδολιευτικά απαλλοτριωμένου πράγματος και ο κίνδυνος να βλαφτεί, καταστραφεί ή απωλεσθεί μέχρι την κατάσχεση το πράγμα, οπότε η διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας θα καταστεί ενδεχομένως χωρίς νόημα και θα παραμείνει ανικανοποίητη η απαίτηση του δανειστή, δικαιολογεί τη δικαστική μεσεγγύηση του πράγματος .
22. Υποστηρίζεται ότι η αξίωση προς διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης εξασφαλίζεται πληρέστερα με την εγγραφή από το δανειστή προσημείωσης υποθήκης στο καταδολιευτικά απαλλοτριωμένο ακίνητο, μολονότι αυτό δεν ανήκει τυπικά στον οφειλέτη, αλλά στον τρίτο, που το απέκτησε καταδολιευτικά , προβάλλεται δε ως επιχείρημα η νομολογιακή θέση ότι κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 727 και 721 ΚΠολΔ η δικαστική μεσεγγύηση δεν εμποδίζει τη συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση του μεσεγγυημένου πράγματος από τους δανειστές του τρίτου με συνέπεια έγκυρος να είναι και ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του πράγματος . Ωστόσο χωρίς τη συναίνεση του τρίτου, που καταδολιευτικά απέκτησε το ακίνητο, δεν είναι δυνατή η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο ακίνητο αυτό για την εξασφάλιση κατά του μεταβιβάσαντος το ακίνητο οφειλέτη απαίτησης άλλου, δηλαδή για αλλότριο χρέος, ενώ η αξίωση προς διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, ως μη χρηματική ή αποτιμητή σε χρήμα, δεν είναι και αυτή ασφαλιστέα με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο καταδολιευτικά απαλλοτριωμένο ακίνητο. Έτσι το μόνο ίσως που θα μπορούσε να υποστηριχθεί προς την κατεύθυνση αυτή είναι ότι το ακίνητο προσημειώνεται όχι για κάποιο αλλότριο χρέος, αλλά για τη διασφάλιση της έναντι του ίδιου του τρίτου αξίωσης του δανειστή να μην εναντιωθεί ο τρίτος στην εκτέλεση που θα επιχειρηθεί στο ακίνητο μετά τη διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσής του (αξίωση ανοχής) και εφόσον βέβαια η αξίωση αυτή του δανειστή θεωρηθεί τελικά αποτιμητή σε χρήμα.
Χ. Προσωρινή διαταγή.
23. Η έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρ. 691 ΙΙ ΚΠολΔ) υπαγορεύεται από την ανάγκη να παρασχεθεί έννομη προστασία και πριν από την έκδοση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για να αντιμετωπισθεί κατεπείγουσα περίπτωση ή άμεσος κίνδυνος με μέτρα που θα εξασφαλίζουν ή θα διαφυλάσσουν μέχρι τότε το κρίσιμο ουσιαστικό δικαίωμα ή θα ρυθμίζουν την κατάσταση. Με την έννοια αυτή η προσωρινή διαταγή αποτελεί εγγύηση διασφάλισης του επικείμενου ασφαλιστικού μέτρου ή κατ’ άλλη έκφραση τελολογικό παρεπόμενο της αίτησης και της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και συνεπώς μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία, αυτονόητο είναι, ότι δεν επιτρέπεται να οδηγεί στην ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος ή να θίγει δικαιώματα τρίτων (άρθρ. 692 IV και V ΚΠολΔ). Επιτρέπεται όμως η προσωρινή διαταγή να συνδυασθεί με εγγυοδοσία του αιτούντος και εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρ. 694, 701 ΚΠολΔ, με συνέπεια να μην μπορεί να εκτελεσθεί η προσωρινή διαταγή και να αίρεται αυτή αυτοδικαίως, αν δεν χορηγηθεί από τον αιτούντα η εγγυοδοσία μέσα στην προθεσμία που ορίσθηκε σχετικά .
24. Αμφισβητείται αν η προσωρινή διαταγή αποτελεί περιληπτική δικαστική απόφαση ή απλή προσταγή του δικαστηρίου με τη μορφή διοικητικής πράξης του, αφού δεν συνοδεύεται από αιτιολογίες και ούτε είναι υποχρεωτική η δημοσίευσή της στο ακροατήριο . Μ’ οποιαδήποτε ωστόσο εκδοχή αποτελεί αναμφίβολα ατελή έκφραση δικαιοδοτικού έργου, αφού προηγείται της έκδοσής της στοιχειώδης έστω έλεγχος των νόμιμων προϋποθέσεών της και κρίση (σιωπηρή διάγνωση) ως προς την καταλληλότητα των διατασσομένων μ’ αυτή μέτρων, με τα οποία διαπλάσσεται πρόσκαιρα μία νέα κατάσταση από εκτελεστές αξιώσεις και αντίστοιχες υποχρεώσεις . Η κρίση όμως αυτή για την προσωρινή διαταγή, στερούμενη των ως άνω αντικειμενικών εγγυήσεων ορθότητας, δεν κατοχυρώνει αυθεντικά τη νομιμότητα της έκδοσής της, όπως αντίθετα συμβαίνει με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, γι’ αυτό και ανατρέπεται αναδρομικά, στο μέτρο που δεν υλοποιήθηκε, αν δεν καλυφθεί με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και καταργηθεί για οποιονδήποτε λόγο ή ανακληθεί προηγουμένως η προσωρινή διαταγή . Έτσι δεν αποτελεί δικονομικό θεμέλιο για τη δημιουργία ουσιαστικών έννομων σχέσεων, όπως λ.χ. η υπερημερία , ούτε βέβαια η εκούσια συμμόρφωση με το περιεχόμενό της προσδίδει νομιμότητα στο επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα , οπότε μόνον αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ενδέχεται να δημιουργηθούν . Γενικώς η δεσμευτικότητα της προσωρινής διαταγής είναι η κοινή δεσμευτικότητα που έχουν όλες οι κρατικές πράξεις, που καλύπτονται από το τεκμήριο της νομιμότητας και απαιτούν συμμόρφωση με το περιεχόμενό τους, εφόσον δεν έχουν καταργηθεί ή ανακληθεί. Η συνειδητοποίηση του λειτουργικού αυτού ρόλου της προσωρινής διαταγής είναι σε τελική ανάλυση περισσότερο σημαντική από την οποιαδήποτε προσπάθεια δογματικού χαρακτηρισμού της ως απόφασης ή ως διοικητικής πράξης.
25. Η νομολογιακή θέση του Αρείου Πάγου ότι η προσωρινή διαταγή αποτελεί πράξη ή μέτρο διοικητικό , εγκαταλείφθηκε και δεν υποστηρίχθηκε από τη μετέπειτα νομολογία του, σύμφωνα με την οποία η προσωρινή διαταγή, η οποία δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση της ρυθμιζόμενης έννομης σχέσης των διαδίκων και ούτε απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση, δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά εκτελεστός τίτλος από τους αναφερόμενους στο άρθρ. 904§2εδ.ζ ΚΠολΔ ή κατ’ άλλη ισοδύναμη έκφραση εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής . Ωστόσο η εκτελεστότητα δεν είναι καθ’ εαυτή προσδιοριστικό στοιχείο της φύσης της προσωρινής διαταγής, αλλά συνέπεια που απορρέει από την ίδια τη φύση της. Συνεπώς, χαρακτηρίζοντας ο Άρειος Πάγος την προσωρινή διαταγή ως εκτελεστό τίτλο, δεν αποκλείει εξ αντιδιαστολής τα δικαιοδοτικά στοιχεία της και αντίθετα τα καταφάσκει είτε ρητά, δεχόμενος ότι η προσωρινή διαταγή προσομοιάζει με δικαστική απόφαση, είτε έμμεσα με την περαιτέρω παραδοχή των αποφάσεών του ότι η παράβαση της απαγόρευσης διάθεσης, που επιβλήθηκε με προσωρινή διαταγή, συνεπάγεται ακυρότητα όχι από το άρθρ. 175, αλλά από το άρθρ. 176 ΑΚ , που αφορά όμως απαγόρευση διάθεσης επιβληθείσα με δικαστική απόφαση και αναλογικά μόνο εφαρμόζεται και για απαγόρευση διάθεσης επιβληθείσα με προσωρινή διαταγή.
26. Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινής διαταγής διαρκεί όσο διαρκεί και η εκκρεμοδικία της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και αρμόδιο να εκδώσει την προσωρινή διαταγή είναι το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση. Μάλιστα το ίδιο δικαστήριο δικαιούται να εκδώσει προσωρινή διαταγή ακόμη και αν κηρύσσεται αναρμόδιο ως προς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο, αφού διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα μέχρι να επιληφθεί το δικαστήριο της παραπομπής . Το πολυμελές δικαστήριο, στο οποίο ως δικαστήριο της κύριας δίκης εκκρεμεί κατά το άρθρ. 684 ΚΠολΔ αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να εκδώσει προσωρινή διαταγή ανεξάρτητα από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, μολονότι κατά το άρθρ. 686 V 2 ΚΠολΔ δεν μπορεί να συζητήσει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ανεξάρτητα από την κύρια υπόθεση. Με δεδομένο όμως ότι κατά το άρθρ. 691 V ΚΠολΔ η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοση της προσωρινής διαταγής, πρέπει μέσα στην προθεσμία αυτή να είναι δυνατός και ο προσδιορισμός της κύριας υπόθεσης, ώστε να μπορούν να συνεκδικασθούν από το δικαστήριο της κύριας δίκης, όταν απ’ αυτό ζητείται η έκδοση της προσωρινής διαταγής, διαφορετικά δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προσωρινή διαταγή από το δικαστήριο της κύριας δίκης, αφού αυτό δεν μπορεί να συζητήσει αυτοτελώς την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και θα κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή της, εκτός αν ταυτίζεται με αυτό των ασφαλιστικών μέτρων. Ευνόητο είναι ότι ο ενδιαφερόμενος για την έκδοση προσωρινής διαταγής μπορεί, παραιτούμενος από την εκκρεμή στο δικαστήριο της κύριας δίκης αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων, να την ασκήσει στο αρμόδιο κατά το άρθρ. 683 ΚΠολΔ δικαστήριο και να ζητήσει απ’ αυτό την έκδοση προσωρινής διαταγής.
27. Περιεχόμενο της προσωρινής διαταγής μπορεί να είναι, με τις επιφυλάξεις του άρθρ. 692 IV και V ΚΠολΔ, η λήψη οπουδήποτε πρόσφορου μέτρου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του κρίσιμου ουσιαστικού δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης που πρέπει να έχει και αυτή στη βάση της κάποια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου από την οποία προκύπτουν ή πρόκειται να προκύψουν αγώγιμες αξιώσεις. Έτσι η προσωρινή διαταγή μπορεί να αφορά πρώτα απ’ όλα την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης υλικής πράξης, οπότε ανάλογα θα πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια κατά την έκδοσή της για τον εξοπλισμό της με τις ποινές εκτέλεσης του άρθρ. 947 ΚΠολΔ . Μπορεί επίσης να αφορά την παράλειψη νομικής πράξης, ενώ αντίθετα δεν μπορεί να αφορά την ενέργεια νομικής πράξης, αφού αυτή προϋποθέτει καταδίκη σε δήλωση βούλησης (άρθρ. 949 ΚΠολΔ), η οποία είναι αδύνατη στο πλαίσιο των ασφαλιστικών μέτρων . Οπωσδήποτε όμως η προσωρινή διαταγή πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία με το είδος της ζητούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται με την προσωρινή διαταγή να λαμβάνονται ρυθμιστικά μέτρα της κατάστασης, όταν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπεί στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για να εξασφαλισθεί η μελλοντική ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή και αντιστρόφως .
28. Η προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο την παράλειψη νομικής πράξης εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή της απαγόρευσης διάθεσης και γενικότερα μεταβολής της νομικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων του καθ’ ου, που περιλαμβάνει ως έννοια οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση ή αλλοίωση των στοιχείων αυτών . Με την ευρεία αυτή έννοια η διάθεση που γίνεται παρά την απαγόρευση, προκαλεί, εφόσον η προσωρινή διαταγή γνωστοποιήθηκε προηγουμένως νόμιμα στον καθ’ ου (άρθρ. 700 ΙΙΙ ΚΠολΔ), σχετική ακυρότητα κατά το άρθρ. 176 ΑΚ, που παραπέμπει στο άρθρ. 175 ΑΚ και εφαρμόζεται αναλόγως, αφού η προσωρινή διαταγή δεν ισοδυναμεί, κατά την ορθότερη γνώμη, με δικαστική απόφαση . Η σχετική μόνο ακυρότητα που συνεπάγεται η παράβαση της προσωρινής διαταγής δεν πλήττει αυτή καθ’ εαυτή τη διάθεση, αλλά την καθιστά ανενεργό και μη αντιτάξιμη ως προς μόνο το δανειστή υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή. Στο πλαίσιο αυτό η εγγραφή υπέρ τρίτου υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο παρά την απαγόρευση της διάθεσής του με προσωρινή διαταγή, είναι ασθενέστερη κατά την τάξη από τη μεταγενέστερη υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, που γράφτηκε στο ίδιο ακίνητο σε συνέχεια της προσωρινής διαταγής και υπέρ εκείνου για τον οποίο αυτή εκδόθηκε, σε περίπτωση δε μεταβίβασης του ακινήτου παρά τη σχετική απαγόρευση αντιτάσσεται και κατά του νέου κυρίου του ακινήτου . Εφόσον λοιπόν στην παραπάνω περιορισμένη έκταση σώζεται η υποθήκη ή η προσημείωση υποθήκης που γράφτηκε σε ακίνητο παρά την επιβληθείσα με προσωρινή διαταγή απαγόρευση της νομικής μεταβολής του, δεν δικαιολογείται η ανάκληση της απόφασης που αντίθετα με την απαγόρευση αυτή επέτρεψε σε άλλο πρόσωπο την προσημείωση του ίδιου ακινήτου, ενώ και η απευθυνόμενη στον υποθηκοφύλακα διαταγή να απόσχει γενικώς από την εγγραφή οποιασδήποτε μεταβολής αναφορικά με το δεσμευόμενο ακίνητο υπερακοντίζει στην περίπτωση αυτή τη λειτουργία και το σκοπό της προσωρινής διαταγής . Δεν είναι πάντως άκυρες οι διαθέσεις που προκαλούνται ανεξάρτητα από τη θέληση του καθ’ ου, όπως είναι η αναγκαστική απαλλοτρίωση και η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια του ή στα χέρια τρίτου . Η εγγραφή όμως υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο, που βαρύνεται με απαγόρευση διάθεσης, εμποδίζεται από το άρθρ. 997 ΙΙΙ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται κατά την παρ. 6 του άρθρ. 691 ΚΠολΔ και στην προσωρινή διαταγή, ακόμη και αν η εγγραφή αυτή δεν είναι συναινετική .
29. Την ακυρότητα της απαγορευμένης διάθεσης δικαιούνται να επικαλεσθούν εκτός από αυτόν για τον οποίο εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή, οι καθολικοί ή οι ειδικοί διάδοχοί του ως προς την ασφαλιζόμενη απαίτησή του και οι δανειστές του κατά το άρθρ. 72 ΚΠολΔ, ενώ άλλα πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλεσθούν την ακυρότητα, μπορούν όμως να επωφεληθούν από τη νόμιμη επίκλησή της από δικαιούμενο πρόσωπο. Η ακυρότητα προτείνεται έναντι όλων και δεν αντιτάσσεται η καλή πίστη του ανακόπτοντος, αφού αυτή καλύπτει κατά τα άρθρ. 1036-1039 ΑΚ μόνο την έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος και όχι την απαγόρευση διάθεσης . Ειδικά η ακυρότητα της απαγορευμένης νομικής μεταβολής ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος σ’ αυτά ισχύει έναντι των τρίτων με την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα αντίστοιχα δημόσια βιβλία (άρθρ. 691 VΙ ΚΠολΔ).
30. Η ακυρότητα της απαγορευμένης διάθεσης δεν μπορεί να προταθεί, αν απορριφθεί η σχετική μ’ αυτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και καταργηθεί για το λόγο αυτό ή ανακληθεί προηγουμένως η προσωρινή διαταγή , έστω και αν επιβεβαιωθεί από το αποτέλεσμα της κύριας δίκης η ορθότητά της, αφού αυτή συνέχεται πρωταρχικά με την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων και ως ατελής έκφραση δικαιοδοτικού έργου δεν κατοχυρώνει αυθεντικά τη νομιμότητα της έκδοσής της. Μάλιστα η διάθεση εγκυροποιείται αναδρομικά ακόμη και αν έγινε εντωμεταξύ επίκληση της ακυρότητας, αφού τα αποτελέσματα της επίκλησης είναι υπό αίρεση (νομική αίρεση ή αίρεση δικαίου) και εξαρτώνται από την ευδοκίμηση οπωσδήποτε της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Αντίθετα διατηρείται η ακυρότητα της διάθεσης, όταν η δέσμευση που επέβαλε η προσωρινή διαταγή συνεχίζεται (η ίδια ή παρόμοια) με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον όμως σε σχέση με την απόφαση αυτή κριθεί στη συνέχεια τελεσίδικα στο πλαίσιο της κύριας δίκης η ύπαρξη αντίστοιχου ουσιαστικού δικαιώματος , αφού και τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια διαγνωστική δίκη . Συνεπώς από τη δίκη αυτή εξαρτάται τελικά το κύρος της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης και ο χρόνος της σχετικής τελεσίδικης κρίσης είναι ο κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη ή τη διατήρηση του έννομου συμφέροντος προς επίκληση της όποιας ακυρότητας από την απαγορευμένη διάθεση. Η έλλειψη ακριβώς ουσιαστικού δικαιώματος είναι αυτή που αποστερεί τον υπέρ ου η προσωρινή διαταγή από το έννομο συμφέρον να επικαλεσθεί την ακυρότητα της απαγορευμένης με την προσωρινή διαταγή διάθεσης, σε κάθε δε περίπτωση η επίκλησή της ευχερώς θα μπορεί κατά κανόνα να αποκρουσθεί ως κατάχρηση δικαιώματος. Έτσι αν στην κύρια διαγνωστική δίκη γίνει τελεσίδικα δεκτή η ανυπαρξία της αξίωσης προς εξασφάλιση της οποίας ζητήθηκαν ασφαλιστικά μέτρα και εκδόθηκε και προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του καθ’ ου, ο αντίδικός του δεν έχει προφανώς έννομο συμφέρον να επικαλεσθεί ακυρότητα της διάθεσης που έγινε κατά παράβαση της προσωρινής διαταγής, αφού ως προς το αντικείμενο της διάθεσης δεν τίθεται πλέον ζήτημα αναγκαστικής εκτέλεσης εξαιτίας ακριβώς της έλλειψης ασφαλιστέας αξίωσης, ενώ καταχρηστική θα είναι ασφαλώς η από μέρους του επίκληση ακυρότητας της διάθεσης προκειμένου μετά την ατυχή γι’ αυτόν έκβαση της κύριας δίκης να αποκτήσει ο ίδιος το αντικείμενο της διάθεσης, συναλλασσόμενος αθέμιτα εκ των υστέρων με τον αντίδικό του. Βέβαια η παράβαση της προσωρινής διαταγής σε χρόνο που αυτή ίσχυε αντιστρατεύεται τη δεσμευτικότητά της και συνιστά απείθεια, η οποία δεν αίρεται από τη μεταγενέστερη κατάργηση της ισχύος της. Ως κύρωση όμως στην παράβαση της προσωρινής διαταγής δεν μπορεί να ισχύσει η διατήρηση συνεπειών, οι οποίες μετά την κατάργησή της δεν δικαιολογούνται πειστικά από άποψη ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα διατηρούνται οι συνέπειες και κυρίως οι ακυρότητες κατά το δικονομικό δίκαιο, οι οποίες έχουν κατ’ εξοχήν κυρωτικό χαρακτήρα. Έτσι οι πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, που διενεργήθηκαν παρά την απαγόρευσή τους με προσωρινή διαταγή, η οποία γνωστοποιήθηκε προηγουμένως στα εκτελεστικά όργανα, είναι και μετά την κατάργησή της εξακολουθητικά και οριστικά άκυρες, όπως και ο πλειστηριασμός , που είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση εξομοιούμενη με πώληση, διενεργούμενη υπό το κύρος της Αρχής και τελειούμενη με την κατακύρωση . Για τον ίδιο λόγο είναι δυνατή και μετά την κατάργηση της προσωρινής διαταγής η καταδίκη στις ποινές, με τις οποίες εξοπλίσθηκε κατά το άρθρ. 947 ΚΠολΔ η εκτέλεσή της .
Δημήτρης Κράνης (Εισήγηση σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας στις 6.12.2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου