Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Newsletter of European Society of Criminology 2018/2 : "Criminology in Europe"



Everyone says love hurts, but that is not true.
Loneliness hurts. Rejection hurts.
Losing someone hurts. Envy hurts.
Everyone gets these things confused with love, but in reality,
love is the only thing in this world that covers up all pain and makes
someone feel wonderful again.
Love is the only thing in this world that does not hurt.
Meša Selimović, Bosnian writer

The leading theme of this year’s ESC conference is crimes against humans and humanity.

read the newsletter hereCriminology in Europe

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Υπ΄ αριθμ. 43614/996/21.8.2018 Απόφαση του Υπουργείου Εργασίας με θέμα «Διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων για αδήλωτη εργασία από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) και τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.ΚΑ)»


Σύμφωνα με την παρούσα απόφαση ορίζονται τα ακόλουθα:

Διαδικασία Επιβολής Διοικητικών Κυρώσεων (προστίμων) κατά τη διαπίστωση Αδήλωτης Εργασίας

1. Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων (προστίμων) των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του ν. 4554/2018 (Α’ 130), συντάσσεται και επιδίδεται Δελτίο Ελέγχου με το οποίο διαπιστώνεται παράβαση για αδήλωτη εργασία, και συντάσσεται και επιδίδεται Πράξη Επιβολής Προστίμου, κατά δέσμια αρμοδιότητα χωρίς προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων, με την οποία προσδιορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του ως άνω νόμου, το ύψος του προστίμου που αντιστοιχεί στη διαπιστωθείσα παράβαση. Η Πράξη Επιβολής Προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται, με απόδειξη, στον παραβάτη εργοδότη.
2. Όταν τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 4144/2013 όπως ισχύει, διαπιστώνουν, κατά τον έλεγχο, τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού, ενημερώνουν το κατά τόπο αρμόδιο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων (Τ.Ε.Ε.Σ.) του Σ.ΕΠ.Ε., εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την ημέρα διενέργειας του ελέγχου, σχετικά με την παράβαση. Εν συνεχεία, ο Προϊστάμενος του Τ.Ε.Ε.Σ. συντάσσει και επιδίδει Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία προσδιορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του ως άνω νόμου, το ύψος του προστίμου που αντιστοιχεί στη διαπιστωθείσα παράβαση. Η Πράξη Επιβολής Προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται, με απόδειξη, στον παραβάτη εργοδότη.
3. Η Πράξη Επιβολής Προστίμου επιδίδεται στον εργοδότη εντός (7) εργάσιμων ημερών από την ημέρα επίδοσης του Δελτίου Ελέγχου ή από την ημέρα κοινοποίησης της σχετικής έκθεσης/εγγράφου σχετικά με τη διαπίστωση αδήλωτης εργασίας στο αρμόδιο Τ.Ε.Ε.Σ. Εντός της ιδίας προθεσμίας η Πράξη Επιβολής Προστίμου και το σχετικό δελτίο ελέγχου/έκθεση ελέγχου διαβιβάζονται προς την αρμόδια υπηρεσία του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), προκειμένου να καταλογισθούν οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν. 4554/2018 ασφαλιστικές εισφορές. Για τον καταλογισμό των εν λόγω ασφαλιστικών εισφορών από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Ε.Φ.Κ.Α., ως βάση υπολογισμού των εισφορών του τριμήνου λαμβάνεται ο κατώτατος μισθός ή το κατώτατο ημερομίσθιο, σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις. Εάν αποδειχθεί απασχόληση πέρα των τριών (3) μηνών ή αποδοχές υψηλότερες από τις κατώτατες, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, για το ελεγχόμενο διάστημα καταλογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
4. Η Πράξη Επιβολής Προστίμου αποτελεί νόμιμο τίτλο για την είσπραξη του προστίμου και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ν.δ. 356/1974 Α’ 90), όπως ισχύει.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

ΑΠ 389/18 : Τροχαίο ατύχημα - Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου - Ν.4092/12. Αναίρεση. Περιορισμός της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου με το Ν. 4092/12 - Ανώτατο όριο αποζημιώσεων και χρηματικής ικανοποίησης, καθώς και περιορισμός του επιτοκίου στο 6% για τον υπολογισμό των τόκων για την καταβολή των αποζημιώσεων - Ζήτημα αντίθεσης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.



Άρειος Πάγος 389/18 : Τροχαίο ατύχημα - Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου - Ν.4092/12. Αναίρεση. Περιορισμός της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου με το Ν. 4092/12 - Ανώτατο όριο αποζημιώσεων και χρηματικής ικανοποίησης, καθώς και περιορισμός του επιτοκίου στο 6% για τον υπολογισμό των τόκων για την καταβολή των αποζημιώσεων - Ζήτημα αντίθεσης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Ειδικότερα,το ζήτημα εάν η επίμαχη νέα ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. γ' του ν. 4092/2012, με την οποία περιορίζεται το όριο της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου ως προς το ύψος της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που πρέπει να καταβάλει στον παθόντα είναι ή όχι αντίθετη με τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 του Σ., 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και 1 της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983, αφού χαρακτηρίστηκε γενικότερου ενδιαφέροντος, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κι ως εκ τούτου για την ενότητα της νομολογίας και προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, ως προς το κρινόμενο αυτό σκέλος, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση, για το ζήτημα αυτό, από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αναιρετικοί λόγοι κατ' άρθρο 559 αρ. 1, 8 και 19 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι το Εφετείο,  με το να μην εφαρμόσει τις επίμαχες διατάξεις του Ν. 4092/12, κατά το μέρος που περιορίζουν το ποσοστό των τόκων που βαρύνει το αναιρεσείον Επικουρικό Κεφάλαιο για την καταβολή από το τελευταίο αποζημιώσεων και χρηματικών ικανοποιήσεων, δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, το νόμο. Απορρίπτει την αναίρεση της 742/2016 απόφασης του ΜονΕφΘεσ κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας και αναβάλλει, κατά τα λοιπά, τη συζήτηση μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου


ΑΡΙΘΜΟΣ 389/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
  
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου -Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημητρούλα Υφαντή, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 12 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία ‘’ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ’’, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε για παράβαση νόμου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΓΜ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Α. Ζ. – Σ., το γένος Χ. Π., κατοίκου …, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου και καθολικής διαδόχου (με ποσοστό κληρονομικής μερίδας 1/4) του αποβιώσαντος στις 13-11-2011 αρχικού διαδίκου Α. Ζ. – Σ. του Χ. και 2) Μ. Ζ. – Σ. του Α., κατοίκου …, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου και καθολικής διαδόχου (με ποσοστό κληρονομικής μερίδας 3/4) του αποβιώσαντος στις 13-11-2011 αρχικού διαδίκου Α. Ζ. – Σ. του Χ., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΘΖ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-10-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του ήδη αποβιώσαντος Α. Ζ. - Σ. , που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών και συνεκδικάστηκε με τις από 7-1-2011 και 17-2-2012 αγωγές του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και των Β. Φ. και Α. Φ., αντίστοιχα, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 742/2016 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 13-12-2016 αίτηση του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Χοϊμέ, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο τέταρτο, παρ. γ', του ν. 4092/2012, που ισχύει από 8-11-2012, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 489/1976 (που κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986), όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 37 παρ. 26 του ν. 2496/1997, και εισήχθησαν ρυθμίσεις, ως προς την ευθύνη του «Επικουρικού Κεφαλαίου», βάσει των οποίων α) τέθηκε, ως ανώτατο όριο, στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο, β) ειδικά, για την περίπτωση ευθύνης του «Επικουρικού Κεφαλαίου», εξαιτίας ατυχήματος που προκλήθηκε από αυτοκίνητο, καλυπτόμενο, ως προς την αστική ευθύνη έναντι τρίτων, από ασφαλιστική εταιρεία, η οποία πτώχευσε ή της οποίας ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας ή η εκτέλεση σε βάρος της απέβη άκαρπη, ορίστηκε κλιμακωτά η υποχρέωση του να καταβάλει την αποζημίωση που επιδικάστηκε (με ανώτατο όριο 100.000 ευρώ, με εξαίρεση για τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία) και γ) ορίστηκε ότι οι ρυθμίσεις αυτές καταλαμβάνουν και τις ήδη γεννημένες αξιώσεις κατά του «Επικουρικού Κεφαλαίου», χωρίς, πάντως, να θίγονται αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση. Επίσης, με άλλο εδάφιο στην ίδια γ' παράγραφο του άρθρου αυτού, διατηρήθηκε η πρόβλεψη ότι οι τόκοι που βαρύνουν το «Επικουρικό Κεφάλαιο» για την καταβολή αποζημιώσεων και χρηματικών ικανοποιήσεων υπολογίζονται με επιτόκιο 6% ετησίως που μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδας. Όμως, οι νέες αυτές διατάξεις είναι αντίθετες 1) όσον αφορά εκείνες, με τις οποίες εισάγεται περιορισμός στα ποσά που επιδικάζονται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, έναντι του αναιρεσείοντος, στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οδηγίας 72/166 του Συμβουλίου της 24-4-1972 και στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 (84/5/ΕΟΚ), αλλά και στο άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. 6' του Συντάγματος, ενώ, κατά το μέρος που η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει και τις ήδη γεννημένες αξιώσεις κατά του αναιρεσείοντος, αντίκειται στα άρθρα 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»), που κυρώθηκε εκ νέου (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη, έναντι των νόμων, ισχύ (ΑΠ Ολομ., 5/2017, 4/2017) και 2) όσον αφορά εκείνες που περιορίζουν το ύψος του επιτοκίου, στα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφ. δ' του Συντάγματος, 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997) και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της «ΕΣΔΑ» (ΑΠ Ολομ., 5/2017, 4/2017 και 3/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης 742/2016 απόφασης του, δικάζοντας, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 (681Α) ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε, επί της από 12-2-2014 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης .../6-3-2014 έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία «…», ως ειδικού διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας «….», της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, κατά της πρωτόδικης 15/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την έφεση αυτή (που ενδιαφέρει στην παρούσα αναιρετική δίκη), επικυρώνοντας, κατά τούτο, την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε δεχθεί, κατά ένα μέρος, την ένδικη, από 12-10-2010, αγωγή, από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα), των ήδη αναιρεσιβλήτων, καθώς και του δικαιοπαρόχου τους Α. Ζ. - Σ. (συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα) που πέθανε, μετά την άσκηση της αγωγής, στις 13-11-2011 και επιδίκασε σε αυτούς, με τον νόμιμο τόκο, αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από τον τραυματισμό τους κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα της 28-9-2008, συνολικού ποσού 4.619,60 ευρώ και 15.058,80 ευρώ, αντίστοιχα, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις. Αρνήθηκε, όμως, να εφαρμόσει τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 4092/2012, χωρίς, πάντως, να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή, απορρίπτοντας, ως αβάσιμους, τους σχετικούς αντίθετους έκτο και έβδομο λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, δηλαδή με το να μην εφαρμόσει τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις του ν. 4092/2012, που τροποποίησαν το άρθρο 19 του ν. 489/1976, κατά το μέρος που περιορίζουν το ποσοστό των τόκων που βαρύνει το αναιρεσειον για την καταβολή από το τελευταίο αποζημιώσεων και χρηματικών ικανοποιήσεων, δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, το νόμο, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας.
Επομένως, οι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδάφ. α' και 19 ΚΠολΔ δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη τους, με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

"Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ - ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ / Η Εξαίρεση από την ασφάλιση των προσώπων του άρθρου 7 του Ν. 489/76 (Οδηγός-Κύριος-Κάτοχος-Ασφαλισμένος κλπ του ζημιογόνου αυτοκινήτου) / (Με αφορμή την υπ’ αριθμ. 461/2017 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου) [Υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.]



Εργασία του Γεωργίου Αμπατζή, Δικηγόρου Πατρών ε.τ. δημοσιευθείσα στο Περιοδικό "Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου" στον Τόμο 2018 Τεύχος 1ο. 


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
Η σχολιαζόμενη απόφαση καλείται να λύσει το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συγκεκριμένων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου (αρθρ. 1 εδαφ. 1 της Τρίτης Κοινοτικής Οδηγίας) και του εθνικού δικαίου (αρθρ. 7 του Ν. 489/76), που αφορά την ασφαλιστική κάλυψη των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα όταν αυτοί έχουν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται πάρα πάνω. Η απόφαση αυτή διαπιστώνει κατ’αρχήν τον συγκρουσιακό χαρακτήρα μεταξύ των δύο αυτών ρυθμίσεων (παρ. ΙΙΙ α της μελέτης) και παραθέτει ακολούθως τις διατάξεις των κρίσιμων κοινοτικών οδηγιών από τις οποίες προκύπτει ότι η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους επιβάτες χωρίς καμία εξαίρεση (παρ. ΙΙΙ β) και τις αποφάσεις του ΔΕΕ, με τις οποίες επιβεβαιώνεται από τη νομολογία αυτού του δικαστηρίου η πάρα πάνω αρχή (παρ. ΙΙΙ γ). Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς, ως λογική συνέπεια των πάρα πάνω αναφορών της, η απόφαση αυτή να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού μας δικαίου αλλά εκείνη της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας, υποβοηθούμενη προς τούτο και από την πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (παρ. ΙΙΙ δ), προχώρησε στην άρση της σύγκρουσης με επιλογή και εφαρμογή του εθνικού μας δικαίου. Ως αιτιολογία στην απόφαση αναφέρεται ότι η σχετική κοινοτική οδηγία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, λόγω του περιορισμού του «οριζόντιου» αποτελέσματός της, της εφαρμογής της δηλαδή μόνο έναντι του κράτους («κάθετο αποτέλεσμα») και όχι και κατά του ΕΚ, το οποίο είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου. Με την κρίση της αυτή η εν λόγω απόφαση έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τη νομολογία τόσο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (αποφάσεις 10/2013, 4/2017 και 5/2017) όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- υπόθεση Foster και υπόθεση Skandia (παρ. ΙΙΙ ε). Αναλύεται ακολούθως η υποχρέωση που είχε το δικαστήριο αυτό να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ για την ερμηνεία της σχετικής κοινοτικής οδηγίας με βάση τις ρυθμίσεις της ενωσιακής νομοθεσίας και τις θέσεις της νομολογίας του ΔΕΕ (παρ. IV). Τέλος αναφέρονται οι συνέπειες που επέρχονται στην πράξη από τις θέσεις που υιοθέτησε η σχολιαζόμενη απόφαση (παρ. V).    


Ι. Εισαγωγή

Ένα μεγάλο πρόβλημα που φέρνει στην επικαιρότητα η υπ’αριθ. 461/2017 απόφαση του Δ΄Τμήματος του Αρείου Πάγου είναι το πώς θα διασφαλισθεί η μεταχείριση του έλληνα πολίτη από την ελληνική έννομη τάξη, έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στους κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ευαίσθητο τομέα της προστασίας εκείνων οι οποίοι υφίστανται ζημία από αυτοκινητικά ατυχήματα. Το βασικό αίτημα είναι να εξομοιωθεί ο έλληνας με τον ευρωπαίο πολίτη των υπολοίπων κρατών μελών της Ένωσης. Πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση της εφαρμογής και στην Ελλάδα του «κοινοτικού κεκτημένου», το οποίο έχει αποδεχθεί η χώρα μας με την ένταξή της στην Ένωση. Σαν τέτοιο νοείται, σύμφωνα με τις πάγιες διακηρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνδέει το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης και περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, τη νομοθεσία που έχει εκδοθεί σε εφαρμογή των συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ). Η παρατήρηση αυτή γίνεται διότι ο κοινός νομοθέτης της χώρας μας έχει θεσπίσει στον τομέα της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, διατάξεις οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, με την οποία εξαιρέθηκε μία μεγάλη κατηγορία πολιτών από την προστασία της ασφαλιστικής κάλυψης, τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ίδιου νόμου, με την οποία μετακυλίεται η υποχρέωση αποζημίωσης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αποκλειστικά στον ασφαλισμένο όταν υπόχρεο είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο (εφεξής ΕΚ) και τη διάταξη του άρθρου 4 του Νόμου 4092/2012, με την οποία επέρχονται ποσοτικοί περιορισμοί στην αποζημίωση και στη χρηματική ικανοποίηση όταν υπόχρεο προς πληρωμή είναι το ΕΚ. Οι πάρα πάνω διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τον έλληνα νομοθέτη για την εξυπηρέτηση προφανώς οικονομικών συμφερόντων των φορέων της ιδιωτικής ασφάλισης και εις βάρος των συμφερόντων των ασφαλισμένων[1], έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις των Κοινοτικών Οδηγιών, με αποτέλεσμα να διασαλεύεται η ομαλή συνεργασία της ελληνικής έννομης τάξης με το νομοθετικό καθεστώς  της Ένωσης. Ειδικώτερα με τις ρυθμίσεις του εθνικού μας δικαίου ο κοινός νομοθέτης έρχεται σε άμεση αντίθεση τόσο με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία εκχωρήθηκαν με τη συναίνεση του ελληνικού κράτους δικαιώματα στα όργανα της Ένωσης, όσο και με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προσδίδει υπερνομοθετική ισχύ στις διεθνείς συμβάσεις οι οποίες επικυρώνονται με νόμο. Αυτό τονίζεται ιδιαίτερα στην ερμηνευτική δήλωση που έχει τεθεί στο πάρα πάνω άρθρο του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου αποτελούν το θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας μας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το σύστημα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσμοθετήσει μηχανισμούς εναρμόνισης της εσωτερικής νομοθεσίας των κρατών μελών με εκείνη της Ένωσης. Αυτό επιτυγχάνεται με την υποχρέωση αφενός του εθνικού νομοθέτη να ενσωματώνει εγκαίρως στο δίκαιό του τις κοινοτικές οδηγίες και με τις εξουσίες αφετέρου οι οποίες παρέχονται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος και ανάγεται, όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί, σε ελεγκτικό βραχίονα κρατών και οργάνων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με μία σειρά σχετικά πρόσφατων αποφάσεών της, οι οποίες αναφέρονται πάρα κάτω, έχει καθιερώσει τους βασικούς ερμηνευτικούς κανόνες τους οποίους οφείλει να ακολουθήσει ο έλληνας δικαστής, ώστε αυτός να εκπληρώσει τον προαναφερόμενο ρόλο του. Όμως το Δ΄Πολιτικό Τμήμα αυτού του δικαστηρίου δεν φαίνεται να ακολουθεί αυτές τις κατευθυντήριες αρχές που καθιέρωσε η Ολομέλεια ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών, αλλά ακολουθεί τη δική του μοναχική πορεία. Η απόκλιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την άρση της προστασίας την οποία παρέχει το ενωσιακό δίκαιο στους παθόντες από τροχαίο ατύχημα, τουλάχιστον στον βαθμό που την απολαμβάνει και ο μέσος ευρωπαίος πολίτης.  

ΙΙ. Η απόφαση 461/2017 του Αρείου Πάγου

Με την υπ’αριθ. 461/2017 απόφασή του το Δ΄Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι οι συγγενείς του επιβάτη ζημιογόνου αυτοκινήτου ο οποίος θανατώνεται σε τροχαίο ατύχημα, δεν έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν  χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, διότι ο θανών ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο αυτός επέβαινε. Στην κρίση του αυτή κατέληξε το πάρα πάνω δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 7 του Ν. 489/1976, όπως αυτό διαμορφώθηκε από το άρθρο 4 του ΠΔ 264/91, με το οποίο και εξαιρείται από την ασφαλιστική κάλυψη μία ευρεία κατηγορία προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά είναι, εκτός από τον υπαίτιο οδηγό και ο κύριος, ο συγκύριος, ο κάτοχος, ο συγκάτοχος, ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης με τον ασφαλιστή και οι νόμιμοι εκπρόσωποι του νομικού προσώπου που έχει συνάψει τη σύμβαση ασφαλίσεως. Η απόφαση αυτή είναι η τελευταία μιας σειράς αποφάσεων του Δ΄Τμήματος, οι οποίες ακολουθούν αυτή την ερμηνεία της πάρα πάνω διάταξης, παρά το γεγονός ότι αυτή έρχεται σε άμεση αντίθεση προς τις κοινοτικές οδηγίες οι οποίες ρυθμίζουν την ασφαλιστική προστασία του παθόντος σε τροχαίο ατύχημα[2].
Με το ζήτημα αυτών των εξαιρέσεων που εισάγει το άρθρο 7 του Ν. 489/1976 έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα και έχουμε υποστηρίξει ότι η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από τον εθνικό δικαστή διότι διαφορετικά παραβιάζονται, εκτός από τις συνταγματικές, και δεσμευτικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου[3]. Οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμο να επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό είναι οι ακόλουθοι: 1) Ότι δημοσιεύθηκαν εν τω μεταξύ οι αποφάσεις 4 και 5/2017 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν ad hoc ότι οι περιορισμοί στην ασφαλιστική κάλυψη που εισάγονται στην εθνική νομοθεσία είναι ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι, διότι συγκρούονται προς τις σχετικές διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών. 2) Ότι μεγαλώνει ο κίνδυνος να παγιωθεί μία κατάσταση η οποία, με επιλογή του εγχώριου νομοθέτη, υποβαθμίζει τον έλληνα πολίτη σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας, σε σύγκριση με τον πολίτη των υπολοίπων κρατών μελών της Ένωσης, επιλογή η οποία φαίνεται να επικροτείται και από τον έλληνα δικαστή. Η υποβάθμιση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι  τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν συμμορφωθεί προς τις σχετικές οδηγίες οι οποίες προβλέπουν την ασφαλιστική κάλυψη όλων των επιβατών, ανεξάρτητα από την ιδιότητα που αυτοί έχουν, με μοναδική εξαίρεση τον υπαίτιο οδηγό. (Για τις σχετικές ρυθμίσεις στην εσωτερική νομοθεσία της Ο.Δ. της Γερμανίας και της Αυστρίας βλέπετε μελέτη μας σε ΕπΣυγκΔικ 2012 σελ. 290).

ΙΙΙ. Η κατάστρωση των νομικών συλλογισμών της σχολιαζόμενης απόφασης –Κριτικές παρατηρήσεις

Ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνεται το σκεπτικό της σχολιαζόμενης απόφασης, κατά τις αρχικές αναφορές της στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή θα κατέληγε στη μη εφαρμογή του άρθρου 7 του Ν. 489/76, αλλά στην εφαρμογή απευθείας της διάταξης του άρθρου 1 εδαφ.1 της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας (οδηγία 90/232/ΕΟΚ), η οποία επιβάλει στον εθνικό νομοθέτη την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη όλων των επιβατών του αυτοκινήτου, πλην του οδηγού. Στην εντύπωση αυτή καταλήγει ο αναγνώστης της απόφασης, αφού αυτή διαπιστώνει κατ’αρχήν την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ των πάρα πάνω διατάξεων του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου και παραθέτει ακολούθως τα κείμενα των σχετικών οδηγιών όπως επίσης και την πλούσια νομολογία των αποφάσεων του ΔΕΕ, με τις οποίες κρίνεται ότι οποιαδήποτε εξαίρεση των επιβατών από την  υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη που προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους είναι ανεπίτρεπτη.  Και αυτό διότι, όπως με επιτυχία έχει γραφτεί, ο κανόνας του κοινοτικού δικαίου διεκδικεί μια θέση στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του εθνικού δικαστή[4].

α. Η διαπίστωση της αντίθεσης μεταξύ του άρθρου 7 του Ν. 489/76 και των κοινοτικών οδηγιών
Η υπ’αριθ. 461/2017 απόφαση του ΑΠ διαπιστώνει κατ’αρχήν την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/76 και εκείνη του άρθρου 1 εδ. 1 της αποκαλούμενης Τρίτης κοινοτικής οδηγίας. Η απόφαση αυτή αναφέρει επί λέξει στο κείμενό της ότι «….από την αντιπαραβολή της διάταξης του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, της Τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, της 14ης Μαΐου 1990, η οποία επιτάσσει ότι η ασφάλιση που καλύπτει την αστική ευθύνη τη σχετική με την κυκλοφορία οχήματος πρέπει να καλύπτει την ευθύνη για τις σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος και προβλέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη μόνο του οδηγού, με τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν.489/1976, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 περιέχει σημαντική απόκλιση προς την ως άνω διάταξη της Τρίτης οδηγίας, αφού η τελευταία αυτή διάταξη (το άρθρο 7 του Ν. 489/76) εξαιρεί, μεταξύ άλλων, από τον ορισμό των ζημιωθέντων τρίτων κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 και 6 παρ. 2 κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης καθώς και εκείνο το οποίο έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και συνεπώς αποκλείεται από την εν λόγω διάταξη η ασφαλιστική κάλυψη του κυρίου του οχήματος και ασφαλισμένου ως τρίτου θύματος, σε ατύχημα που λαμβάνει χώρα, καθ΄όν χρόνο ο ίδιος συνεπιβαίνει στο όχημα του οποίου είναι κύριος..». Με την διαπίστωση της αντίφασης αυτής μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου, η οποία διαπίστωση γίνεται στην εν λόγω απόφαση, έρχεται και πάλι στο προσκήνιο το μεγάλο πρόβλημα της λειτουργικής θέσης του έλληνα δικαστή στο κρίσιμο αυτό ζήτημα της εναρμόνισης των ρυθμίσεων του εσωτερικού προς το ενωσιακό δίκαιο. Ο εθνικός δικαστής, αφού διαπιστώνει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα των δύο διατάξεων, οφείλει να προχωρήσει στην άρση της σύγκρουσης με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και τη μη εφαρμογή της αντίθετης προς αυτό διάταξης του εσωτερικού δικαίου. Ο κανόνας αυτός απορρέει  1) από τα σχετικά κείμενα των κοινοτικών οδηγιών, 2) από τη νομολογία του ΔΕΕ, τα οποία και παραθέτει η σχολιαζόμενη απόφαση και 3) από τη νομολογία των Ανωτάτων δικαστηρίων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αποτελούν σημαντικό βοήθημα στην κρίση αυτή του έλληνα δικαστή, αφού αυτή με πλούσια πρόσφατη νομολογία της έχει καθορίσει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές που οφείλει να ακολουθήσει ο έλληνας δικαστής, όταν καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης και ειδικώτερα τις διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών.

 β. Η αναφορά των κοινοτικών οδηγιών
Αφού διαπιστώνει την πάρα πάνω αντίθεση μεταξύ του ενωσιακού και του εθνικού μας δικαίου η σχολιαζόμενη απόφαση αναφέρει τις ακόλουθες διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών, οι οποίες έχουν το ίδιο ρυθμιστικό περιεχόμενο με εκείνη του άρθρου 7 του Ν. 489/76. 1) Την Οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24-4-1972, την αποκαλούμενη Πρώτη Οδηγία[5], η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 1019/1981. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 αυτής της Οδηγίας ορίζει ότι «….κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η έκταση της καλυπτόμενης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα αυτά.». 2)  Την Οδηγία 85/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30-12-1983, η οποία αναφέρεται ως Δεύτερη Οδηγία[6] και έγινε εσωτερικό δίκαιο με το π.δ. 264/1991. Με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτής της Οδηγίας, θεσπίσθηκε ο κανόνας ότι «…. Η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες». Το άρθρο 3 παρ. 1 εξάλλου της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι: «…..Τα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου, του οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου το οποίο φέρει σε περίπτωση ατυχήματος την αστική ευθύνη η οποία καλύπτεται από την ασφάλιση του άρθρου 1 παρ. 1 δεν μπορούν να αποκλεισθούν, λόγω του δεσμού συγγενείας από το δικαίωμα ασφάλισης για τις σωματικές βλάβες τους…». 3) Τη διάταξη του άρθρου 1 της Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, αποκαλούμενης Τρίτης Οδηγίας[7] η οποία ορίζει ότι «…η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (δηλαδή της Πρώτης Οδηγίας), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 314/1993, αλλά μόνο εν μέρει και ειδικώτερα ως προς τα άρθρα 3 και 4 αυτής. Με το άρθρο 6 παρ. 2 αυτής της Οδηγίας χορηγήθηκε στην ελληνική δημοκρατία προθεσμία έως την 31-12-1995, προκειμένου να ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο τόσο το πάρα πάνω άρθρο 1 αυτής όσο και το άρθρο 2, το οποίο αναφέρεται στο ενιαίο ασφάλιστρο και τη διασφάλιση της ασφαλιστικής κάλυψης σε όλο το έδαφος της Κοινότητας, η οποία ενσωμάτωση δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Για την αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης πρέπει να τονισθούν τα ακόλουθα: α) ότι οι διατάξεις των Κοινοτικών Οδηγιών που μνημονεύονται πάρα πάνω αναφέρονται αποκλειστικά στην υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης και όχι στην προαιρετική ασφάλιση και β) ότι οι κοινοτικές οδηγίες έχουν για τα κράτη μέλη την ίδια δεσμευτικότητα που έχουν και οι διατάξεις των κανονισμών και δεν βρίσκονται σε κατώτερη ιεραρχική θέση προς τους τελευταίους[8].

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

ΜονΠρΗλείας 23/18 : Μεταβίβαση επιχείρησης - Όρος περί μη ανταγωνισμού. Πώληση πρατηρίου καυσίμων - Μεταβίβαση της επιχείρησης και συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος περί μη ανταγωνισμού - Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί ως παρεπόμενη συμφωνία στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του ενός των συμβαλλομένων υπέρ του άλλου.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 23/2018

Πρόεδρος: Αικ. Τσουρούτη (Πρόεδρος Πρωτοδικών)

[…Η επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα. Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού προσώπου) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναγνωρίζουν την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της επιχείρησης ως συνόλου, αφού προβλέπεται η «μεταβίβαση», «εκποίηση», «πώληση», «επιδίκαση» και «αναγκαστική διαχείριση» επιχείρησης (βλ. άρθρα 479, 1624 εδ. 6 ΑΚ, 483, 1034 επ. ΚΠολΔ, 18 ν.δ. 3562/1956, 46α Ν. 1892/1990, 4 § 2 Ν. 4112/1929, 22 Ν. 2239/1994 κ.ά). Αποτελεί, επομένως, η επιχείρηση ως σύνολο αντικείμενο δικαιώματος, που είναι: α) περιουσιακό, αφού έχει καθεαυτό χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο, αφού, όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει, επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται διά της μεταβιβάσεως καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθίαν, το άυλο αγαθό της επιχείρησης ως σύνολο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πωλήσεως, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κ.λπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κ.λπ.), κατά τρόπον ώστε ο αποκτών διά της πωλήσεως να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επιμέρους δικαιωμάτων. Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επιμέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για τη μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού παρά την εκποίηση διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα (ΟλΑΠ 7/2009 Δ 2009, 634· ΑΠ 737/2011 ΝοΒ 2012, 537· ΕφΑθ 658/2012 ΕλλΔνη 2013, 753· ΠΠρΑθ 3704/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στους συγγραφείς).

Περαιτέρω, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί ως παρεπόμενη συμφωνία στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του ενός των συμβαλλομένων υπέρ του άλλου. Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού συνιστά υποχρέωση προς παράλειψη ή ανοχή κατά το άρθρο 287 ΑΚ, με την κατά κανόνα έννοια της μη άσκησης από τον υποσχεθέντα οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση πελατείας από τον δέκτη της υπόσχεσης ή τη δημιουργία νέας, ενέχει δε θεμιτό περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας του, αρκεί αυτός να μην είναι υπέρμετρος (ΕφΑθ 925/2010 ΕλλΔνη 2011, 814· Α. Βαλτούδης, Πώληση επιχείρησης – προσυμβατική, συμβατική και από αδικαιολόγητο πλουτισμό ευθύνη, 2005, σελ. 52-53). Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 513, 173, 200 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι η σχετική απαγόρευση υφίσταται, ακόμα και αν δεν έχει ρητά συνομολογηθεί από τους συμβαλλομένους (βλ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, άρθρ. 288 αρ. 64· Μαρίνο, Πώληση επιχείρησης και απαγόρευση άσκησης ανταγωνισμού, ΧρΙΔ 2001, 98· Α. Βαλτούδη, ό.π.). Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι ο πωλητής υποχρεούται να μην ανταγωνίζεται τον αγοραστή εντός του συγκεκριμένου πεδίου δράσης της πωληθείσας επιχείρησης, είτε άμεσα με την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης (έστω και με παρένθετο πρόσωπο) είτε και έμμεσα με την κτήση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών, την κτήση μιας θέσης διευθυντικού στελέχους κ.ο.κ. (Α. Βαλτούδης, ό.π., σελ. 55-56, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς).