Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

"Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ - ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ / Η Εξαίρεση από την ασφάλιση των προσώπων του άρθρου 7 του Ν. 489/76 (Οδηγός-Κύριος-Κάτοχος-Ασφαλισμένος κλπ του ζημιογόνου αυτοκινήτου) / (Με αφορμή την υπ’ αριθμ. 461/2017 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου) [Υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.]



Εργασία του Γεωργίου Αμπατζή, Δικηγόρου Πατρών ε.τ. δημοσιευθείσα στο Περιοδικό "Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου" στον Τόμο 2018 Τεύχος 1ο. 


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
Η σχολιαζόμενη απόφαση καλείται να λύσει το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συγκεκριμένων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου (αρθρ. 1 εδαφ. 1 της Τρίτης Κοινοτικής Οδηγίας) και του εθνικού δικαίου (αρθρ. 7 του Ν. 489/76), που αφορά την ασφαλιστική κάλυψη των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα όταν αυτοί έχουν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται πάρα πάνω. Η απόφαση αυτή διαπιστώνει κατ’αρχήν τον συγκρουσιακό χαρακτήρα μεταξύ των δύο αυτών ρυθμίσεων (παρ. ΙΙΙ α της μελέτης) και παραθέτει ακολούθως τις διατάξεις των κρίσιμων κοινοτικών οδηγιών από τις οποίες προκύπτει ότι η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους επιβάτες χωρίς καμία εξαίρεση (παρ. ΙΙΙ β) και τις αποφάσεις του ΔΕΕ, με τις οποίες επιβεβαιώνεται από τη νομολογία αυτού του δικαστηρίου η πάρα πάνω αρχή (παρ. ΙΙΙ γ). Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς, ως λογική συνέπεια των πάρα πάνω αναφορών της, η απόφαση αυτή να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού μας δικαίου αλλά εκείνη της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας, υποβοηθούμενη προς τούτο και από την πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (παρ. ΙΙΙ δ), προχώρησε στην άρση της σύγκρουσης με επιλογή και εφαρμογή του εθνικού μας δικαίου. Ως αιτιολογία στην απόφαση αναφέρεται ότι η σχετική κοινοτική οδηγία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, λόγω του περιορισμού του «οριζόντιου» αποτελέσματός της, της εφαρμογής της δηλαδή μόνο έναντι του κράτους («κάθετο αποτέλεσμα») και όχι και κατά του ΕΚ, το οποίο είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου. Με την κρίση της αυτή η εν λόγω απόφαση έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τη νομολογία τόσο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (αποφάσεις 10/2013, 4/2017 και 5/2017) όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- υπόθεση Foster και υπόθεση Skandia (παρ. ΙΙΙ ε). Αναλύεται ακολούθως η υποχρέωση που είχε το δικαστήριο αυτό να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ για την ερμηνεία της σχετικής κοινοτικής οδηγίας με βάση τις ρυθμίσεις της ενωσιακής νομοθεσίας και τις θέσεις της νομολογίας του ΔΕΕ (παρ. IV). Τέλος αναφέρονται οι συνέπειες που επέρχονται στην πράξη από τις θέσεις που υιοθέτησε η σχολιαζόμενη απόφαση (παρ. V).    


Ι. Εισαγωγή

Ένα μεγάλο πρόβλημα που φέρνει στην επικαιρότητα η υπ’αριθ. 461/2017 απόφαση του Δ΄Τμήματος του Αρείου Πάγου είναι το πώς θα διασφαλισθεί η μεταχείριση του έλληνα πολίτη από την ελληνική έννομη τάξη, έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στους κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ευαίσθητο τομέα της προστασίας εκείνων οι οποίοι υφίστανται ζημία από αυτοκινητικά ατυχήματα. Το βασικό αίτημα είναι να εξομοιωθεί ο έλληνας με τον ευρωπαίο πολίτη των υπολοίπων κρατών μελών της Ένωσης. Πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση της εφαρμογής και στην Ελλάδα του «κοινοτικού κεκτημένου», το οποίο έχει αποδεχθεί η χώρα μας με την ένταξή της στην Ένωση. Σαν τέτοιο νοείται, σύμφωνα με τις πάγιες διακηρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνδέει το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης και περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, τη νομοθεσία που έχει εκδοθεί σε εφαρμογή των συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ). Η παρατήρηση αυτή γίνεται διότι ο κοινός νομοθέτης της χώρας μας έχει θεσπίσει στον τομέα της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, διατάξεις οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, με την οποία εξαιρέθηκε μία μεγάλη κατηγορία πολιτών από την προστασία της ασφαλιστικής κάλυψης, τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ίδιου νόμου, με την οποία μετακυλίεται η υποχρέωση αποζημίωσης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αποκλειστικά στον ασφαλισμένο όταν υπόχρεο είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο (εφεξής ΕΚ) και τη διάταξη του άρθρου 4 του Νόμου 4092/2012, με την οποία επέρχονται ποσοτικοί περιορισμοί στην αποζημίωση και στη χρηματική ικανοποίηση όταν υπόχρεο προς πληρωμή είναι το ΕΚ. Οι πάρα πάνω διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τον έλληνα νομοθέτη για την εξυπηρέτηση προφανώς οικονομικών συμφερόντων των φορέων της ιδιωτικής ασφάλισης και εις βάρος των συμφερόντων των ασφαλισμένων[1], έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις των Κοινοτικών Οδηγιών, με αποτέλεσμα να διασαλεύεται η ομαλή συνεργασία της ελληνικής έννομης τάξης με το νομοθετικό καθεστώς  της Ένωσης. Ειδικώτερα με τις ρυθμίσεις του εθνικού μας δικαίου ο κοινός νομοθέτης έρχεται σε άμεση αντίθεση τόσο με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία εκχωρήθηκαν με τη συναίνεση του ελληνικού κράτους δικαιώματα στα όργανα της Ένωσης, όσο και με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προσδίδει υπερνομοθετική ισχύ στις διεθνείς συμβάσεις οι οποίες επικυρώνονται με νόμο. Αυτό τονίζεται ιδιαίτερα στην ερμηνευτική δήλωση που έχει τεθεί στο πάρα πάνω άρθρο του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου αποτελούν το θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας μας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το σύστημα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσμοθετήσει μηχανισμούς εναρμόνισης της εσωτερικής νομοθεσίας των κρατών μελών με εκείνη της Ένωσης. Αυτό επιτυγχάνεται με την υποχρέωση αφενός του εθνικού νομοθέτη να ενσωματώνει εγκαίρως στο δίκαιό του τις κοινοτικές οδηγίες και με τις εξουσίες αφετέρου οι οποίες παρέχονται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος και ανάγεται, όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί, σε ελεγκτικό βραχίονα κρατών και οργάνων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με μία σειρά σχετικά πρόσφατων αποφάσεών της, οι οποίες αναφέρονται πάρα κάτω, έχει καθιερώσει τους βασικούς ερμηνευτικούς κανόνες τους οποίους οφείλει να ακολουθήσει ο έλληνας δικαστής, ώστε αυτός να εκπληρώσει τον προαναφερόμενο ρόλο του. Όμως το Δ΄Πολιτικό Τμήμα αυτού του δικαστηρίου δεν φαίνεται να ακολουθεί αυτές τις κατευθυντήριες αρχές που καθιέρωσε η Ολομέλεια ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών, αλλά ακολουθεί τη δική του μοναχική πορεία. Η απόκλιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την άρση της προστασίας την οποία παρέχει το ενωσιακό δίκαιο στους παθόντες από τροχαίο ατύχημα, τουλάχιστον στον βαθμό που την απολαμβάνει και ο μέσος ευρωπαίος πολίτης.  

ΙΙ. Η απόφαση 461/2017 του Αρείου Πάγου

Με την υπ’αριθ. 461/2017 απόφασή του το Δ΄Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι οι συγγενείς του επιβάτη ζημιογόνου αυτοκινήτου ο οποίος θανατώνεται σε τροχαίο ατύχημα, δεν έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν  χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, διότι ο θανών ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο αυτός επέβαινε. Στην κρίση του αυτή κατέληξε το πάρα πάνω δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 7 του Ν. 489/1976, όπως αυτό διαμορφώθηκε από το άρθρο 4 του ΠΔ 264/91, με το οποίο και εξαιρείται από την ασφαλιστική κάλυψη μία ευρεία κατηγορία προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά είναι, εκτός από τον υπαίτιο οδηγό και ο κύριος, ο συγκύριος, ο κάτοχος, ο συγκάτοχος, ο αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης με τον ασφαλιστή και οι νόμιμοι εκπρόσωποι του νομικού προσώπου που έχει συνάψει τη σύμβαση ασφαλίσεως. Η απόφαση αυτή είναι η τελευταία μιας σειράς αποφάσεων του Δ΄Τμήματος, οι οποίες ακολουθούν αυτή την ερμηνεία της πάρα πάνω διάταξης, παρά το γεγονός ότι αυτή έρχεται σε άμεση αντίθεση προς τις κοινοτικές οδηγίες οι οποίες ρυθμίζουν την ασφαλιστική προστασία του παθόντος σε τροχαίο ατύχημα[2].
Με το ζήτημα αυτών των εξαιρέσεων που εισάγει το άρθρο 7 του Ν. 489/1976 έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα και έχουμε υποστηρίξει ότι η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από τον εθνικό δικαστή διότι διαφορετικά παραβιάζονται, εκτός από τις συνταγματικές, και δεσμευτικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου[3]. Οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμο να επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό είναι οι ακόλουθοι: 1) Ότι δημοσιεύθηκαν εν τω μεταξύ οι αποφάσεις 4 και 5/2017 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν ad hoc ότι οι περιορισμοί στην ασφαλιστική κάλυψη που εισάγονται στην εθνική νομοθεσία είναι ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι, διότι συγκρούονται προς τις σχετικές διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών. 2) Ότι μεγαλώνει ο κίνδυνος να παγιωθεί μία κατάσταση η οποία, με επιλογή του εγχώριου νομοθέτη, υποβαθμίζει τον έλληνα πολίτη σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας, σε σύγκριση με τον πολίτη των υπολοίπων κρατών μελών της Ένωσης, επιλογή η οποία φαίνεται να επικροτείται και από τον έλληνα δικαστή. Η υποβάθμιση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι  τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν συμμορφωθεί προς τις σχετικές οδηγίες οι οποίες προβλέπουν την ασφαλιστική κάλυψη όλων των επιβατών, ανεξάρτητα από την ιδιότητα που αυτοί έχουν, με μοναδική εξαίρεση τον υπαίτιο οδηγό. (Για τις σχετικές ρυθμίσεις στην εσωτερική νομοθεσία της Ο.Δ. της Γερμανίας και της Αυστρίας βλέπετε μελέτη μας σε ΕπΣυγκΔικ 2012 σελ. 290).

ΙΙΙ. Η κατάστρωση των νομικών συλλογισμών της σχολιαζόμενης απόφασης –Κριτικές παρατηρήσεις

Ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνεται το σκεπτικό της σχολιαζόμενης απόφασης, κατά τις αρχικές αναφορές της στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή θα κατέληγε στη μη εφαρμογή του άρθρου 7 του Ν. 489/76, αλλά στην εφαρμογή απευθείας της διάταξης του άρθρου 1 εδαφ.1 της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας (οδηγία 90/232/ΕΟΚ), η οποία επιβάλει στον εθνικό νομοθέτη την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη όλων των επιβατών του αυτοκινήτου, πλην του οδηγού. Στην εντύπωση αυτή καταλήγει ο αναγνώστης της απόφασης, αφού αυτή διαπιστώνει κατ’αρχήν την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ των πάρα πάνω διατάξεων του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου και παραθέτει ακολούθως τα κείμενα των σχετικών οδηγιών όπως επίσης και την πλούσια νομολογία των αποφάσεων του ΔΕΕ, με τις οποίες κρίνεται ότι οποιαδήποτε εξαίρεση των επιβατών από την  υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη που προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους είναι ανεπίτρεπτη.  Και αυτό διότι, όπως με επιτυχία έχει γραφτεί, ο κανόνας του κοινοτικού δικαίου διεκδικεί μια θέση στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του εθνικού δικαστή[4].

α. Η διαπίστωση της αντίθεσης μεταξύ του άρθρου 7 του Ν. 489/76 και των κοινοτικών οδηγιών
Η υπ’αριθ. 461/2017 απόφαση του ΑΠ διαπιστώνει κατ’αρχήν την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/76 και εκείνη του άρθρου 1 εδ. 1 της αποκαλούμενης Τρίτης κοινοτικής οδηγίας. Η απόφαση αυτή αναφέρει επί λέξει στο κείμενό της ότι «….από την αντιπαραβολή της διάταξης του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, της Τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ, της 14ης Μαΐου 1990, η οποία επιτάσσει ότι η ασφάλιση που καλύπτει την αστική ευθύνη τη σχετική με την κυκλοφορία οχήματος πρέπει να καλύπτει την ευθύνη για τις σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος και προβλέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη μόνο του οδηγού, με τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν.489/1976, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 περιέχει σημαντική απόκλιση προς την ως άνω διάταξη της Τρίτης οδηγίας, αφού η τελευταία αυτή διάταξη (το άρθρο 7 του Ν. 489/76) εξαιρεί, μεταξύ άλλων, από τον ορισμό των ζημιωθέντων τρίτων κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 και 6 παρ. 2 κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης καθώς και εκείνο το οποίο έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και συνεπώς αποκλείεται από την εν λόγω διάταξη η ασφαλιστική κάλυψη του κυρίου του οχήματος και ασφαλισμένου ως τρίτου θύματος, σε ατύχημα που λαμβάνει χώρα, καθ΄όν χρόνο ο ίδιος συνεπιβαίνει στο όχημα του οποίου είναι κύριος..». Με την διαπίστωση της αντίφασης αυτής μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου, η οποία διαπίστωση γίνεται στην εν λόγω απόφαση, έρχεται και πάλι στο προσκήνιο το μεγάλο πρόβλημα της λειτουργικής θέσης του έλληνα δικαστή στο κρίσιμο αυτό ζήτημα της εναρμόνισης των ρυθμίσεων του εσωτερικού προς το ενωσιακό δίκαιο. Ο εθνικός δικαστής, αφού διαπιστώνει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα των δύο διατάξεων, οφείλει να προχωρήσει στην άρση της σύγκρουσης με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και τη μη εφαρμογή της αντίθετης προς αυτό διάταξης του εσωτερικού δικαίου. Ο κανόνας αυτός απορρέει  1) από τα σχετικά κείμενα των κοινοτικών οδηγιών, 2) από τη νομολογία του ΔΕΕ, τα οποία και παραθέτει η σχολιαζόμενη απόφαση και 3) από τη νομολογία των Ανωτάτων δικαστηρίων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αποτελούν σημαντικό βοήθημα στην κρίση αυτή του έλληνα δικαστή, αφού αυτή με πλούσια πρόσφατη νομολογία της έχει καθορίσει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές που οφείλει να ακολουθήσει ο έλληνας δικαστής, όταν καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης και ειδικώτερα τις διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών.

 β. Η αναφορά των κοινοτικών οδηγιών
Αφού διαπιστώνει την πάρα πάνω αντίθεση μεταξύ του ενωσιακού και του εθνικού μας δικαίου η σχολιαζόμενη απόφαση αναφέρει τις ακόλουθες διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών, οι οποίες έχουν το ίδιο ρυθμιστικό περιεχόμενο με εκείνη του άρθρου 7 του Ν. 489/76. 1) Την Οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24-4-1972, την αποκαλούμενη Πρώτη Οδηγία[5], η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 1019/1981. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 αυτής της Οδηγίας ορίζει ότι «….κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η έκταση της καλυπτόμενης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα αυτά.». 2)  Την Οδηγία 85/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30-12-1983, η οποία αναφέρεται ως Δεύτερη Οδηγία[6] και έγινε εσωτερικό δίκαιο με το π.δ. 264/1991. Με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτής της Οδηγίας, θεσπίσθηκε ο κανόνας ότι «…. Η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες». Το άρθρο 3 παρ. 1 εξάλλου της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι: «…..Τα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου, του οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου το οποίο φέρει σε περίπτωση ατυχήματος την αστική ευθύνη η οποία καλύπτεται από την ασφάλιση του άρθρου 1 παρ. 1 δεν μπορούν να αποκλεισθούν, λόγω του δεσμού συγγενείας από το δικαίωμα ασφάλισης για τις σωματικές βλάβες τους…». 3) Τη διάταξη του άρθρου 1 της Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, αποκαλούμενης Τρίτης Οδηγίας[7] η οποία ορίζει ότι «…η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (δηλαδή της Πρώτης Οδηγίας), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 314/1993, αλλά μόνο εν μέρει και ειδικώτερα ως προς τα άρθρα 3 και 4 αυτής. Με το άρθρο 6 παρ. 2 αυτής της Οδηγίας χορηγήθηκε στην ελληνική δημοκρατία προθεσμία έως την 31-12-1995, προκειμένου να ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο τόσο το πάρα πάνω άρθρο 1 αυτής όσο και το άρθρο 2, το οποίο αναφέρεται στο ενιαίο ασφάλιστρο και τη διασφάλιση της ασφαλιστικής κάλυψης σε όλο το έδαφος της Κοινότητας, η οποία ενσωμάτωση δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Για την αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης πρέπει να τονισθούν τα ακόλουθα: α) ότι οι διατάξεις των Κοινοτικών Οδηγιών που μνημονεύονται πάρα πάνω αναφέρονται αποκλειστικά στην υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης και όχι στην προαιρετική ασφάλιση και β) ότι οι κοινοτικές οδηγίες έχουν για τα κράτη μέλη την ίδια δεσμευτικότητα που έχουν και οι διατάξεις των κανονισμών και δεν βρίσκονται σε κατώτερη ιεραρχική θέση προς τους τελευταίους[8].


γ. Η αναφορά στη νομολογία του ΔΕΕ
Η σχολιαζόμενη απόφαση στο σκεπτικό της παραπέμπει σε πλούσια σχετική νομολογία του ΔΕΕ, η οποία, ερμηνεύοντας τις πάρα πάνω διατάξεις, υιοθετεί τις ακόλουθες αρχές που και η ίδια η απόφαση αναφέρει στο κείμενό της επί λέξει: 1) Ότι «μεταξύ των σκοπών των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, είναι, όπως προκύπτει από την Πέμπτη Αιτιολογική Σκέψη της Τρίτης οδηγίας, να προστατέψει μία ιδιαιτέρως ευάλωτη κατηγορία δυνητικών θυμάτων, ήτοι τους επιβάτες των αυτοκινήτων οχημάτων, καλύπτοντας τα κενά που υφίστανται στις νομοθεσίες ορισμένων κρατών μελών όσον αφορά την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη αυτών των επιβατών (απόφαση ΔΕΕ της 1ης Δεκεμβρίου 2013)». 2) Ότι «δεν είναι ο εθνικός αλλά ο κοινοτικός νομοθέτης εκείνος ο οποίος καθορίζει τον κύκλο των προσώπων τα οποία καλύπτονται από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης και χαρακτηρίζονται ως τρίτοι παθόνες». (υπόθεση Farell C- 356/05 της 19-4-2007, Σκέψη 32). 3) Ότι «ο κοινοτικός νομοθέτης με τα άρθρα 3 παρ. 1 της Πρώτης Οδηγίας, 2 παρ. 1 της Δεύτερης Οδηγίας και 1 της Τρίτης Οδηγίας επιτάσσει ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα πρέπει να παρέχει σε όλους τους επιβάτες που είναι παθόντες σε αυτοκινητικό ατύχημα τη δυνατότητα να αποζημιωθούν για τη ζημιά που αυτοί υπέστησαν» (υπόθεση Candolin 537/03 της 30-6-2005, Σκέψη 27). 4) Ότι «όταν το άρθρο 1 της Τρίτης Οδηγίας προβλέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική προστασία μόνο του οδηγού, αυτό σημαίνει ότι αντιδιαστέλλει όλους τους άλλους επιβάτες από τον οδηγό του οχήματος και τους συμπεριλαμβάνει στην ασφαλιστική προστασία. Επομένως επιβάλλεται να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του κυρίου του αυτοκινήτου, ο οποίος δεν είναι οδηγός του, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη ο οποίος υπέστη ζημίες από σωματική βλάβη κατά το τροχαίο ατύχημα» (υπόθεση Candolin, Σκέψη 33). 5) Ότι μία εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να συρρικνώσει την έννοια του επιβάτη και να στερήσει έτσι από την ασφαλιστική κάλυψη τα πρόσωπα που δικαιούνται, σύμφωνα με τις πάρα πάνω οδηγίες, αποζημίωση για τις βλάβες που τους προκαλούνται από αυτοκίνητα οχήματα. (υπόθεση Farell, Σκέψη 30). Και αυτό διότι η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να προβλέπει εξαιρέσεις από την ασφαλιστική προστασία μιας κατηγορίας προσώπων, εκτός από εκείνες τις εξαιρέσεις που ορίζει ρητά η κοινοτική νομοθεσία». (υπόθεση Fereirra C- 348/98, Σκέψεις 27 και 29).
(Τις διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών που μνημονεύονται στο κείμενο της σχολιαζόμενης απόφασης καθώς και τα σχετικά αποσπάσματα των αποφάσεων του ΔΕΕ, τα οποία επίσης αναφέρονται στην απόφαση αυτή, είχαμε ήδη ad hoc επισημάνει στη μελέτη μας που δημοσιεύθηκε στην ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 152-153 και 154-156, αντίστοιχα. Μάλιστα τα αποσπάσματα αυτά των αποφάσεων του ΔΕΕ έχουν παρατεθεί στην ΕπιθΣυγκΔικ 2013 σελ. 27-31).
Όλες οι πάρα πάνω αρχικές σκέψεις της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού της σχολιαζόμενης απόφασης, οι οποίες και συνιστούν το πρώτο σκέλος αυτού, οδηγούν στο αναγκαίο λογικό συμπέρασμα ότι με βάση αυτές τις σκέψεις η απόφαση θα οδηγηθεί στην απευθείας εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας και τη μη εφαρμογή του αντίθετου προς αυτήν άρθρου 7 του Ν. 489/76. Και αυτό διότι σύμφωνα με το πάρα πάνω σκεπτικό της η σύγκρουση που υπάρχει μεταξύ των δύο δικαίων πρέπει να αρθεί υπέρ των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, με αποκλεισμό των αντίθετων ρυθμίσεων του εθνικού δικαίου, όπως επιβάλουν και οι πάρα πάνω αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες αυτή παραπέμπει.  

δ.  Οι κοινοτικές οδηγίες και η νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Σημαντική βοήθεια στις θέσεις που όφειλε, κατά την άποψή μας, να υιοθετήσει η σχολιαζόμενη απόφαση στο συγκεκριμένο ζήτημα προσφέρει η πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία έχει κρίνει επί σχετικών θεμάτων. Συγκεκριμένα η υπ’αριθ. 11/2013[9] απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία για τη θεμελίωσή της επικαλείται την υπ’αριθ. C- 201/2002 απόφαση του ΔΕΚ, ορίζει την ακόλουθη καθοδηγητική ερμηνευτική αρχή: Ότι όλες οι κρατικές λειτουργίες, συνεπώς και η δικαστική, δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ή να παρερμηνεύουν τις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης υπερέχει έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Επομένως το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών οδηγιών. Επίσης η υπ’αριθ. 10/2013[10] απόφαση της Ολομέλειας του ίδιου δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι αν ο εθνικός νομοθέτης παραλείψει να εκτελέσει εμπρόθεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους τις οδηγίες, η παράλειψή του αυτή συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης της οδηγίας.
Συνεπής προς αυτές τις ερμηνευτικές αρχές είναι και οι υπ’αριθ. 4[11] και 5/2017[12] αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με τις οποίες κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 4092/2012, που εισήγαγαν ποσοτικούς περιορισμούς στις αποζημιώσεις που καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του καθώς επίσης και οι περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης είναι ανίσχυροι και μη εφαρμοστέοι, αφού αυτοί προσκρούουν στην κοινοτική νομοθεσία.  Ακολούθως οι αποφάσεις αυτές έκριναν ότι εφαρμοστέες είναι απευθείας οι διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών οι οποίες καθορίζουν τα ελάχιστα όρια των ποσών της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης. Με βάση τις προαναφερόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΑΠ παγιοποιήθηκε πλέον ο ερμηνευτικός κανόνας ότι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με εκείνες της κοινοτικής νομοθεσίας και ειδικώτερα των οδηγιών, δεν εφαρμόζονται από τον έλληνα δικαστή αλλά στη θέση αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας.

ε. Οι συμπερασματικές κρίσεις της απόφασης και η κριτική τους

ε-1. Το βασικό συμπέρασμα
Όπως αναφέρεται πάρα πάνω, η διαπίστωση του συγκρουσιακού χαρακτήρα μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, την οποία σύγκρουση διαπιστώνει η πάρα πάνω απόφαση, θα έπρεπε να οδηγήσει στην άρση της με την εφαρμογή των διατάξεων της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας και τον αποκλεισμό του άρθρου 7 του Ν. 489/76. Στο λογικό αυτό συμπέρασμα οδηγεί η λεπτομερειακή αναγραφή και επίκληση στο κείμενο της απόφασης των διατάξεων των κρίσιμων κοινοτικών οδηγιών και της νομολογίας του ΔΕΕ, αλλά και οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του θέματος αυτού, οι οποίες οδηγούν στην ίδια κατεύθυνση. Αντί για αυτό όμως η σχολιαζόμενη απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη διάταξη του εθνικού δικαίου και όχι εκείνη του ενωσιακού δικαίου.
Ως αιτιολογία για τον αποκλεισμό της κρίσιμης διάταξης της κοινοτικής οδηγίας επικαλείται η σχολιαζόμενη απόφαση τη διάκριση μεταξύ «οριζόντιου» και «κάθετου» αποτελέσματος της οδηγίας. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η εν λόγω απόφαση, στηριζόμενη στις σκέψεις που συγκροτούν το δεύτερο σκέλος της μείζονος πρότασης του δικανικού της συλλογισμού που είναι το ακόλουθο: Ότι η διάταξη του άρθρου 1 εδαφ. 1΄της Τρίτης οδηγίας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά του εναγομένου ΕΚ, αλλά μόνο απευθείας κατά του κράτους μέλους, διότι η οδηγία έχει μόνο «κάθετο»  και όχι και «οριζόντιο» αποτέλεσμα. Σύμφωνα δηλαδή με την απόφαση αυτή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας μόνο κατά του κράτους, το οποίο δεν μετέφερε ή μετέφερε ελλιπώς την κοινοτική Οδηγία και όχι και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Το συμπέρασμα όμως αυτό στο οποίο καταλήγει η εν λόγω απόφαση έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τη νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, όσο και με τις αποφάσεις του ΔΕΕ. Συγκεκριμένα με την υπ’αριθ. 10/2013 απόφαση η Ολομέλεια αυτού του δικαστηρίου έκρινε ότι η οριζόντια ισχύς της κοινοτικής οδηγίας δεν εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους αλλά και κατά των οργανισμών οι οποίοι, ασχέτως της νομικής τους μορφής, έχουν συσταθεί με πράξη της δημόσιας αρχής ή παρέχουν υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος υπό την εποπτεία της αρχής. Επομένως το φυσικό πρόσωπο, δηλαδή ο επιβάτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας έναντι αυτού του οργανισμού γεγονός που έχει σαν συνέπεια τη μη εφαρμογή του κανόνα του εθνικού δικαίου που είναι αντίθετος με τις διατάξεις της οδηγίας, αλλά την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας, η οποία έχει άμεση ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης της οδηγίας. Την ίδια ακριβώς θέση υιοθετεί και το ΔΕΕ με τις πάρα κάτω αποφάσεις του, οι οποία και χάραξαν την πάρα πάνω ερμηνευτική αρχή: υπόθεση  Foster κ.α. C -188/89, Συλ. 1990 Ι-3313 σκέψη 20 και υπόθεση Skandia C-241/97, Συλ. 1999 Ι-1679 σκέψη 57, και στις οποίες αποφάσεις στηρίχθηκε η προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ. Πρέπει να τονισθεί ότι στην υπόθεση Foster η εταιρία Britisch Gas plc, κατά της οποίας έγινε η επίκληση των διατάξεων της σχετικής κοινοτικής οδηγίας από τους υπαλλήλους της, ήταν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωσή μας με το Επικουρικό Κεφάλαιο. Τη θέση εξάλλου ότι τέτοιου είδους οργανισμό έναντι του οποίου επεκτείνεται το οριζόντιο αποτέλεσμα της οδηγίας αποτελεί το ΕΚ, υιοθετεί ομόφωνα και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με τις πάρα πάνω υπ’αριθ. 4 και 5/2017 αποφάσεις της. Με τις αποφάσεις αυτές το εν λόγω δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφάρμοσε το εθνικό μας δίκαιο, δηλαδή τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 4092/2012 με τις οποίες θεσπίσθηκαν ποσοτικοί περιορισμοί στις αποζημιώσεις των παθόντων, τις οποίες έκρινε ως ανίσχυρες, αλλά εφάρμοσε απευθείας τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 και 1 παρ. 2 της Δεύτερης οδηγίας (άρθρο 9 παρ. 1 της κωδικοποιημένης οδηγίας), με τα οποία ορίζονται τα ελάχιστα ποσά της ασφαλιστικής κάλυψης, τα οποία είναι πολύ υψηλότερα εκείνων τα οποία προέβλεπε η πάρα πάνω διάταξη του εθνικού μας δικαίου. Οι θέσεις αυτές της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου εναρμονίζονται απολύτως προς την πάγια θέση αυτού του δικαστηρίου, η οποία έχει ακολουθήσει τις ακόλουθες δύο αρχές: α) Ότι το ΕΚ ως προς τη νομική του φύση και την έκταση της ευθύνης του ταυτίζεται με την ασφαλιστική επιχείρηση (ΟλομΑΠ 9/1993, 34/2012[13]) και β) ότι αφού η ασφαλιστική επιχείρηση αρχίζει τη λειτουργία της με σχετική ατομική διοικητική πράξη που εκδίδεται από δημόσια αρχή (Τράπεζα της Ελλάδος), παρέχει υπηρεσίες δημόσιου συμφέροντος και υπόκειται στη χρηματοοικονομική εποπτεία αυτής της αρχής ως προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της, αυτή εξομοιώνεται με το κράτος κατά την πάρα πάνω έννοια (ΑΠ 688/2005[14]). Επομένως στην κρινόμενη περίπτωση το δικαστήριο όφειλε, κατά την άποψή μας, να δεχθεί το «οριζόντιο» αποτέλεσμα της οδηγίας έναντι του ΕΚ, και να μην εφαρμόσει το εσωτερικό δίκαιο αλλά τις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας οι οποίες δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό μας δίκαιο.

ε-2. Οι συμπληρωματικές κρίσεις της απόφασης  
Συμπληρωματικά και προκειμένου να ενισχύσει το πάρα πάνω συμπέρασμά της η απόφαση αυτή υιοθετεί τις ακόλουθες τρεις θέσεις: α) Ότι η διάταξη του άρθρου 1 εδαφ. 1 της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας είναι «ασαφής». β) Ότι οι παθόνες επιβάτες έχουν το δικαίωμα να συνάψουν προαιρετική ασφάλιση για την κάλυψη των ιδίων ζημιών και γ) ότι αυτοί έχουν το δικαίωμα να στραφούν κατά του ευθυνόμενου οδηγού, προκειμένου να επιτύχουν την είσπραξη των αποζημιώσεών τους. Όμως οι πάρα πάνω θέσεις δεν φαίνεται να εναρμονίζονται ούτε προς το ενωσιακό δίκαιο ούτε προς τη νομολογία του ΔΕΕ αλλά ούτε και προς τους κανόνες που υιοθέτησε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Ειδικώτερα α) η κατηγορηματική διατύπωση της πάρα πάνω διάταξης του άρθρου 1 εδαφ. 1 της Τρίτης οδηγίας, με την οποία αναφέρεται ότι «η ασφάλιση….. καλύπτει την ευθύνη για σωματική βλάβη όλων των επιβατών πλην του οδηγού» δεν αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική εκδοχή εκτός από αυτήν που με σαφήνεια προκύπτει από τη διάταξη με βάση τους κανόνες της γραμματικής ερμηνείας. Άλλωστε η πληθώρα των αποφάσεων του ΔΕΕ ερμήνευσε κατά τρόπο αυθεντικό και ανεπίτρεπτο παρερμηνείας το, κατά τη γνώμη μας, σαφές περιεχόμενο αυτής της διάταξης. β) Και η δεύτερη συμπληρωματική σκέψη αυτής της απόφασης βρίσκεται έξω από το ρυθμιστικό πλαίσιο των οδηγιών και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικό επιχείρημα υπέρ των απόψεων στις οποίες καταλήγει η απόφαση. Και αυτό διότι οι κοινοτικές οδηγίες αφορούν αποκλειστικά την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των επιβατών των αυτοκινήτων και όχι την προαιρετική ασφάλισή τους. Αυτό προκύπτει από το ίδιο το κείμενο των οδηγιών και τις αιτιολογικές σκέψεις αυτών οι οποίες αναφέρονται στην υποχρεωτική ασφάλιση και μόνο (βλέπετε ενδεικτικά την επικεφαλίδα της Πρώτης οδηγίας η οποία αναφέρεται στην «Υποχρέωση προς ασφάλιση της αστικής ευθύνης», την Πέμπτη αιτιολογική σκέψη της Τρίτης οδηγίας, η οποία κάνει λόγο για τα κενά που υπάρχουν στην υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των επιβατών αυτοκινήτων σε ορισμένα κράτη μέλη και την απόφαση Gandolin οπ.παρ. η οποία ορίζει ότι ο σκοπός των κοινοτικών οδηγιών είναι η εξασφάλιση με αυτές της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα). γ) Και η τρίτη θέση της απόφασης έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τον ίδιο το θεσμό της υποχρεωτικής ασφάλισης και τον κοινωνικό ρόλο τον οποίο αυτή καλείται να παίξει[15]. Και αυτό διότι με τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/76 μία μεγάλη κατηγορία παθόντων στερούνται έτσι, με μία αυθαίρετη ρύθμιση του νομοθέτη, ενός κατά τεκμήριο φερέγγυου κεφαλαιουχικού οργανισμού, όπως είναι η ασφαλιστική εταιρία ή το ΕΚ, ο οποίος συγκροτήθηκε ακριβώς για να καλύψει με την κεφαλαιουχική του επάρκεια αυτή τη ζημία τους. 



IV. Κριτική επί της μη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ 
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’αριθ. 16/2013 απόφασή της[16], ερμηνεύοντας το άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ-ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας -ΣΕΚ), θέσπισε τις ακόλουθες αρχές, οι οποίες διέπουν το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής του εθνικού δικαστηρίου προς το ΔΕΕ, αφού ενσωμάτωσε και τα πορίσματα της νομολογίας του τελευταίου αυτού δικαστηρίου. α) Όταν ανακύπτει ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου και σε υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του ζήτημα ερμηνείας των κοινοτικών οδηγιών, το δικαστήριο αυτό εφόσον θεωρεί κατά την ανέλεγκτη κρίση του ότι για την έκδοση της δικής του απόφασης είναι αναγκαία προηγουμένως η έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του ΔΕΕ μπορεί να παραπέμψει το σχετικό ζήτημα με προδικαστική του απόφαση στο ΔΕΕ, προκειμένου αυτό να αποφανθεί ως προς το ερμηνευτικό αυτό ζήτημα. Αν όμως πρόκειται για δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά τους κανόνες του εσωτερικού του δικαίου, υποχρεούται να υποβάλει το προδικαστικό αυτό ερώτημα στο ΔΕΕ. β) Ότι με το θεσμό αυτό της προδικαστικής παραπομπής διασφαλίζεται η ομοιομορφία του δικαίου της Ένωσης και μέσω αυτής η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πολιτών των διαφόρων κρατών-μελών της Ένωσης. γ) Ότι αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος μπορεί να αποτελέσει και η ερμηνεία των κανόνων του εσωτερικού δικαίου της χώρας μας, κατά το μέρος που αυτοί ενσωματώνουν όμοιες ρυθμίσεις της Ένωσης. Με τον θεσμό δηλαδή της προδικαστικής παραπομπής ο εθνικός δικαστής καθίσταται, όπως έχει προαναφερθεί, ο ελεγκτικός βραχίονας κρατών και οργάνων και του επιτρέπεται στην πραγματικότητα να εκτιμήσει τη «νομιμότητα», δηλαδή τη συμβατότητα της εθνικής διάταξης σε σχέση προς το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του ΔΕΕ[17]. Προβληματισμό όμως δημιουργεί το γεγονός ότι το ίδιο το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού δεν υπέβαλε τέτοιο προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ, αφού ανέκυψε ενώπιόν του ζήτημα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου και σύγκρουσής του με το εθνικό δίκαιο, όπως προκύπτει από την ανάλυση που η ίδια η απόφαση αυτού του δικαστηρίου κάνει στο σκεπτικό της.
Με τη μη υποβολή τέτοιου προδικαστικού ερωτήματος μπορεί, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, να θεωρηθεί ότι το εν λόγω δικαστήριο υπέπεσε σε κατάφωρη παραβίαση του ενωσιακού δικαίου, γεγονός που οδηγεί σε εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους και σε αντίστοιχη υποχρεώσή του αποζημίωσης των παθόντων. Τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την παραβίαση αυτή είναι τα ακόλουθα: 1) Ότι με την εφαρμογή του άρθρου 7 του Ν. 489/76 επήλθε στην πράξη παράβαση του εφαρμοστέου ενωσιακού κανόνα δικαίου, δηλαδή της διάταξης του άρθρου 1 εδαφ. 1 της Τρίτης οδηγίας. Σχετικά ως προς το ζήτημα αυτό έχει κρίνει το ΔΕΕ με την υπόθεση Traghetti C -173/2003 της 13-6-2006 Συλ. 2006 σελ. Ι-05177. Στη σκέψη 35 αυτής της απόφασης αναφέρεται ότι τέτοια κατάφωρη παραβίαση υπάρχει στην περίπτωση που ο εθνικός δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο. Αυτό συμβαίνει όταν η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου συνεπάγεται στην πράξη παράβαση του εφαρμοστέου ενωσιακού κανόνα δικαίου, προϋπόθεση η οποία συντρέχει εν προκειμένω αφού εδώ υπάρχει παράβαση του άρθρου 1 εδαφ. 1 της Τρίτης κοινοτικής οδηγίας. 2) Όταν η απόφαση του εθνικού δικαστή έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ (υπόθεση Traghetti οπ.παρ. σκέψη 57 και 35, υπόθεση Κoebler C 224/2001 της 30-9-2003 ΣυλΝομ 2003 σελ. Ι-10239, σκέψη 56, υπόθεση Brasserie ΔΕΚ C-46 και C-48/1993 της 5-3-1996 ΣυλΝομ. 1996 σελ. Ι-1029 σκέψη 57 ). Η αντίθεση αυτή προς τη νομολογία του ΔΕΕ στοιχειοθετεί και την έννοια της προδήλως εσφαλμένης ερμηνείας του κανόνα του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Από την πλούσια νομολογία του ΔΕΕ που αναφέρει η σχολιαζόμενη απόφαση προκύπτει με σαφήνεια ότι το συμπέρασμά της έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τη νομολογία αυτού του δικαστηρίου. 3) Όταν το δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εσωτερικό δίκαιο, δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωσή του που απορρέει από το άρθρο 267 εδαφ. γ της ΣΛΕΕ να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. (υπόθεση Κoebler σκέψη 55, υπόθεση Traghetti σκέψη 33).

V. Οι συνέπειες της σχολιαζόμενης απόφασης
Οι θέσεις που υιοθετήθηκαν τελικά από την απόφαση αυτή έχουν κατά την άποψή μας τις ακόλουθες σοβαρές συνέπειες: α) Δεν εφαρμόζονται για τον ασφαλισμένο έλληνα πολίτη οι προστατευτικές διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών με συνέπεια να μην επεκτείνεται σε αυτόν το κοινοτικό κεκτημένο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πολίτες της ΕΕ. Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Ένωσης αλλά και της ελληνικής συνταγματικής τάξης, διότι έτσι παραβιάζεται και το άρθρο 28 του Συντάγματος, όπως το νόημα αυτού του άρθρου φωτίζεται από τη σχετική ερμηνευτική δήλωση όσον αφορά τη σχέση της χώρας μας με την ευρωπαϊκή ένωση. β) Προσβάλλονται καίρια οι δύο ακόλουθες βασικές αρχές της κοινοτικής έννομης τάξης, δηλαδή 1) η αρχή της προστασίας μιας «ιδιαίτερα ευάλωτης κατηγορίας» δυνητικών θυμάτων, δηλαδή οι επιβάτες του αυτοκινήτου, όπως δέχεται και η ίδια η σχολιαζόμενη απόφαση και 2) η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα, ανεξάρτητα από τον τόπο που αυτό συνέβη. Οι δύο αυτές αρχές τονίζονται με ιδιαίτερη έμφαση στα προοίμια όλων των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, αλλά ανάγονται και σε βασικές ερμηνευτικές αρχές αυτών από τη νομολογία του ΔΕΕ. γ) Διασαλεύεται η δεοντολογική σχέση μεταξύ της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και των τμημάτων αυτού ως προς το ζήτημα της ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η ομοιόμορφη ερμηνεία αυτού, η οποία και εξασφαλίζει σε τελευταία ανάλυση την ίση μεταχείριση των πολιτών[18]. δ) Μετακυλύεται τέλος το βάρος της αποζημίωσης των παθόντων από την υπόχρεη ασφαλιστική εταιρία ή το Επικουρικό Κεφάλαιο στο κοινωνικό σύνολο, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και αυτό διότι η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου που στοιχειοθετείται από τη θέση που υιοθέτησε η σχολιαζόμενη απόφαση θεμελιώνει την εξωσυμβατική ευθύνη του ελληνικού δημοσίου και τη συνακόλουθη υποχρέωσή του προς αποζημίωση των παθόντων[19].





[1] Πρόκειται για έναν ιδιότυπο «νομικό ιμπεριαλισμό» της επιβολής του ισχυρότερου, δηλαδή του ασφαλιστή έναντι του ασθενέστερου ασφαλισμένου, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο καθηγητής Γ. Τριανταφυλλάκης σε ΔΕΕ 2006 σελ. 142 κ.επ. (143).
[2] Τις αποφάσεις αυτές βλέπετε στη σχετική μελέτη μας που δημοσιεύθηκε στην ΕπΣυγκΔικ 2017 σελ. 1-2.
[3] Τις μελέτες αυτές βλέπετε σε ΕπΣυγκΔικ 2012, 2015 και 2017 σελ. 274 κ.επ., 146 κ.επ. και 1 κ.επ., αντίστοιχα.
[4] Ε. Σαχπεκίδου «Ευρωπαϊκό Δίκαιο» εκδ. 2010 σελ. 24
[5] EEL Ειδική έκδοση της 31-12-1980, κατηγορία 66 Τόμος 001
[6] EEL 8/17
[7] EEL 129/33
[8] Β.Χριστιανός  «Εισαγωγή στο Δίκαιο της ΕΕ» εκδ. 2010 σελ. 38
[9] Επ.Εμπ.Δ 2013 σελ. 675
[10] Επ.Εμπ.Δ 2013 σελ. 587
[11] ΕπΣυγκΔικ 2017 σελ. 73 κ.επ.
[12] Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»
[13] ΕπιθΣυγκΔικ 1994 σελ. 16 κ.επ. και 2012 σελ. 308 κ.επ., αντίστοιχα
[14] ΕπΕμπΔικ 2005 σελ. 749, Ρένα Χατζηνικολάου-Αγγελίδου «Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο», ε΄έκδοση σελ. 87 κ.επ., Ι.Ρόκας «Ασφαλιστικό Δίκαιο» β΄εκδ. σελ. 173 κ.επ.
[15] Βλέπετε σχετικά μελέτη μας σε ΕπιθΣυγκΔικ. 2014 σελ. 68-69
[16] ΕπιθΣυγκΔικ 2013 σελ. 578 κ.επ.
[17] Β. Χριστιανός «Εισαγωγή στο Δίκαιο της ΕΕ» εκδ. 2010 σελ. 1097
[18] Κ.Κεραμεύς ΝοΒ 2001 σελ. 1 κ.επ.
[19] Για τις πάρα πάνω συνέπειες βλέπετε αναλυτικά μελέτες μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 158-160 και 2017 σελ………

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου