Τρίτη 30 Μαΐου 2017

"Ο ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ" [Αντωνίου Κ. Αλαπάντα, Πρόεδρου Πρωτοδικών Πατρών, Δ.Ν]


* Ομιλία (παρέμβαση) στο συνέδριο περί ιατρικής ευθύνης του Πανεπιστημίου Πατρών και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών (Πάτρα, 26 και 27.5.2017).

1.-  Θεωρίες  περί αιτιώδους συνδέσμου.
   Στις υποθέσεις ποινικής ιατρικής ευθύνης, τα εγκλήματα που απασχολούν τα ποινικά δικαστήρια είναι δύο : αυτό της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ) και της σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ). Στα εγκλήματα αυτά, μία εκ των προϋποθέσεων είναι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη ιατρού (ως εξωτερική αμέλεια –παραβίαση καθήκοντος επιμέλειας- αντικειμενικό σφάλμα) και του αποτελέσματος που επήλθε (θάνατος ή σωματική βλάβη), που αποτελεί κατά μία άποψη στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος [1], κατά άλλη άποψη λογικό σύνδεσμο μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος[2].
    Για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου (σε όλα τα εγκλήματα γενικώς) έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, με σημαντικότερες αυτές της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (κρατούσα στην ελληνική επιστήμη) και του αντικειμενικού καταλογισμού (κρατούσα στη γερμανική επιστήμη). Σύμφωνα με τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non), όρος ενός αποτελέσματος , είναι κάθε τι το οποίο δεν είναι δυνατόν να απαλειφθεί χωρίς να πάψει αυτόματα να υπάρχει και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, όλοι δε οι όροι είναι ισοδύναμοι στην αιτιώδη αυτή «αλυσίδα», διότι αν σπάσει ένας από αυτούς, τότε καταστρέφεται και η αλυσίδα. Η θεωρία αυτή έχει κατά βάση οντολογικό περιεχόμενο (ήτοι χωρίς αξιολογικές κρίσεις μεταξύ των όρων), είναι απλή στη σύλληψη και στην εφαρμογή της και προσιδιάζει στην επιθυμία για την κατά το δυνατόν απλούστευση του ποινικού δόγματος που πρέπει να είναι προσιτό και κατανοητό σε όλους, αφού το ποινικό δίκαιο δεν είναι το δίκαιο του τεχνοκράτη  (εμπόρου, κοκ), αλλά του κάθε πολίτη. Παρουσιάζει όμως αυτή το σοβαρό μειονέκτημα, ότι η αυστηρή εφαρμογή της οδηγεί σε υπερβολική διεύρυνση των αιτίων (όρων) του αποτελέσματος και του αριθμού των εμπλεκόμενων προσώπων και γι΄ αυτό έγιναν προσπάθειες στην επιστήμη για περιστολή των όρων αυτών, με διάφορες θεωρίες, που πρόσθεταν δεονοτολογικά –αξιολογικά στοιχεία στη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων,  όπως της (πλέον) ενεργούς αιτίας (causa efficiens που θέτει εις κίνηση τους λοιπούς «σε ηρεμία» όρους) ή της τελευταίας ενεργούς αιτίας,  της νομικώς διαφέρουσας αιτιότητας (με βάση το δεοντολογικό νόημα του οικείου κανόνα δικαίου που προσβλήθηκε με την πράξη). Σημαντική είναι  η αξιολογική  θεωρία της «προσφόρου αιτίας» (causa adaequata) που κρατεί στο αστικό δίκαιο (νομολογία και θεωρία), όχι όμως στο ποινικό δίκαιο και ανάγεται στην  επιλογή μεταξύ των πολλών όρων,  μόνο του κατάλληλου- πρόσφορου όρου,  που, κατά την κοινή πείρα , μπορεί να προκαλέσει το αποτέλεσμα , ως αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση[3]
      Η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού (που σημειωτέον προέκυψε κατά την εξέταση των εξ αμελείας τελούμενων εγκλημάτων, αλλά εφαρμόζεται και στα εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα), προσπαθεί , με αξιολογικές εκτιμήσεις από όλους τους όρους , να επιλέξει μόνο εκείνους που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του δράστη, εκείνους δηλαδή που μπορούσε αυτός αντικειμενικά να αποφύγει και που αποτελούν «έργο του», αφήνοντας εκτός τους όρους που καθιστούν το αποτέλεσμα τυχαίο. Επομένως, στο επελθόν αποτέλεσμα πρέπει να πραγματώνεται εκείνος ακριβώς ο ανεπίτρεπτος κίνδυνος, που τέθηκε με τη συμπεριφορά του δράστη (συνάφεια κινδύνου)  και επιπρόσθετα το επελθόν αποτέλεσμα πρέπει να συγκαταλέγεται σε εκείνο, που αποσκοπούσε να αποτρέψει ο υποκρυπτόμενος στην αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος κανόνας συμπεριφοράς, τον οποίο ο δράστης παραβίασε (συνάφεια σκοπού προστασίας κανόνα δικαίου –τελολογική ερμηνεία).   Με βάση τις σκέψεις αυτές, έχουν διατυπωθεί γενικά περιπτώσεις,  στις οποίες δεν καταλογίζεται αντικειμενικά ένα αποτέλεσμα στη συμπεριφορά του δράστη, όπως όταν ο κίνδυνος δεν είναι νομικά σημαντικός, όταν η επικίνδυνη δράση είναι επιτρεπτή, όταν η αιτιώδης διαδρομή δεν υπόκειται στον έλεγχο του δράστη, όταν πρόκειται για εντελώς άτυπη αιτιώδη διαδρομή, όταν δεν συντρέχει ο σκοπός προστασίας του κανόνα δικαίου, στις περιπτώσεις της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς, της αυτοδιακινδύνευσης ή της παρεμβολής πράξης τρίτου και της πραγμάτωσης κινδύνου διαφορετικού από εκείνον που έθεσε ο δράστης[4]. Η θεωρία αυτή έχει ως μειονέκτημα ότι είναι πολύπλοκη, με την παράθεση αρκετών περιπτώσεων και δη εξαιρετικών [5] , δυσχερής στην κατανόηση από τον μέσο κοινωνό, οδηγεί όμως σε ορθές λύσεις στο θέμα του αιτιώδους συνδέσμου και εξαιρεί τους τυχαίους όρους που είναι εκτός της επιρροής του δράστη , ήδη στο πρώτο στάδιο της έρευνας, πριν από την πλήρωση του στοιχείου του αδίκου,  ενώ η ως άνω θεωρία του ισοδυνάμου των όρων στην απλή της μορφή, οδηγεί σε άτοπα, που διορθώνονται, κατά τους υποστηρικτές της, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της έρευνας (πέραν δηλαδή του αδίκου) αυτό της υπαιτιότητας, πράγμα δογματικά προβληματικό και ασυνεπές [6] .

2.- Εφαρμογή των θεωριών στη νομολογία
 2.1 -Γενικά
   Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου (ενδεικτικά, ΑΠ 640/2011, ΑΠ 775/2009, δημoσ. Τ.Ν.Π NOMOS),  στη δικαστική απόφαση σε υποθέσεις ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης από αμέλεια, πρέπει, μεταξύ άλλων, να αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του υπαιτίου και του επελθόντος αποτελέσματος (θανάτου ή σωματικής βλάβης), για να υπάρχει η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συχνά όμως, οι δικαστικές αποφάσεις δεν εξετάζουν ενδελεχώς τον αιτιώδη σύνδεσμο και αρκούνται σε μία τυπική αναφορά της έννοιας του και της διαπίστωσης του, κυρίως διότι αυτή προϋποθέτει κατανόηση όρων και κανόνων της ιατρικής επιστήμης, που είναι δυσχερείς για τον μέσο νομικό επιστήμονα.
  Στη νομολογία κρατούσα είναι η εφαρμογή της ως άνω θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, συχνά όμως με την προσθήκη αξιολογικών –δεοντολογικών στοιχείων για την στάθμιση των όρων που οδηγούν στο αποτέλεσμα, καθώς και με την αναφορά και άλλων πορισμάτων, που ουσιαστικά αποτελούν εφαρμογή της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΕλΣυν (Ολ) 124/17 : "Υπόλογοι - Αθώωση σε ποινική δίκη - Δέσμευση δημοσιονομικού δικαστηρίου. Το ζήτημα της αυτονόμησης της δημοσιονομικής δίκης έναντι της ποινικής στην περίπτωση που ο υπόλογος αθωώθηκε σε ποινική δίκη. Η δέσμευση του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τη αθωωτική ποινική απόφαση συντρέχει αποκλειστικά και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικά το προτεινόμενο προς καταλογισμό πρόσωπο, αλλά αθωώθηκε, έστω και λόγω αμφιβολιών, ταυτίζονται πλήρως με αυτά στα οποία στηρίζεται ο καταλογισμός του"


Απόφαση 124/2017
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την εξής σύνθεση : Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Πρόεδρος, Σωτηρία Ντούνη και Μαρία Βλαχάκη, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία - Ελισάβετ Κουλουμπίνη (εισηγήτρια), Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Θεολογία Γναρδέλλη, Κωνστανίνος Εφεντάκης, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δημήτριος Τσακανίκας και Ασημίνα Σακελλαρίου, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Δέσποινα Τζούμα, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας και Αργυρώ Μαύρομμάτη ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου. Γενικός Επίτοπος Επικρατείας : Μιχαήλ Ζυμής.
Γα να δικάσει την από 1-10-2013 (αριθμ. κατάθ. …/….) αίτηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με την επωνυμία «…», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δικ. της πληρεξούσιας δικηγόρου του ΑΜ (ΔΣ Α/……..).
Κατά της Ε. Κ. του …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΓΑ (ΔΣΑ/……..).
Το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ΝΚ.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν επιδιώκει την αναίρεση της 2504/2013 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη (2504/2013) απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή η έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της … /2007 καταλογιστικής απόφασης των επιθεωρητών του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.) του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με την οποία καταλογίστηκε υπέρ του … και εις βάρος της αναιρεσίβλητης, υπό την ιδιότητα της ως υπολόγου χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, το συνολικό ποσό των 15.005,08 ευρώ.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του IV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ., η οποία με την από 1-12-2015 δήλωση της, κατά το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δικ., ζήτησε να συζητηθεί η υπόθεση, χωρίς την παρουσία της και να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 2-12-2015 γνώμη του και πρότεινε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την αναπομπή της υπόθεσης στο IV Τμήμα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Σωτηρία Ντούνη και τους Συμβούλους Γεώργιο Βοΐλη, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη, Ασημίνα Σακελαρίου και Δέσποινα Τζούμα (αναπληρωματικό μέλος), που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981). Για τη νόμιμη συγκρότηση της Ελάσσονος Ολομέλειας, στη διάσκεψη μετείχαν επίσης οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας και Αργυρώ Μαυρομμάτη (αναπληρωματικά μέλη).
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα ακόλουθα :
1. Για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 73 του ν. 4129/2013 περί Κωδικός Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).
2. Με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 2504/2013 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της …/9-8-2007 καταλογιστικής απόφασης των επιθεωρητών του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με την πληττόμενη απόφαση καταλογίστηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης και υπέρ του αναιρεσείοντος ν.π.δ.δ., υπό την ιδιότητα της πρώτης ως υπολόγου χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, το συνολικό ποσό των 15.005,08 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 14.976,70 ευρώ, που αντιστοιχούν σε προσαυξήσεις παρανόμως παρακρατηθέντος ποσού ύψους 32.669,44 ευρώ, από το οποίο η αναιρεσίβλητη επέστρεψε το ποσό των 32.641,06 ευρώ και σε 28,38 ευρώ που συνιστά την κύρια οφειλή και αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του φερόμενου ως παρανόμως παρακρατηθέντος ποσού και εκείνου που τελικώς επεστράφη από αυτήν. Με τον μοναδικό προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον ν.π.δ.δ. ζητεί την αναίρεση της ως άνω αποφάσεως, προβάλλοντας ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη εκδοχή της εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) το Τμήμα έκρινε ότι, δεν μπορεί να αποστεί από την κρίση της …/2007 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, λόγω του απορρέοντος από αυτήν δεδικασμένου και κατά παραδοχή της ασκηθείσας από την ήδη αναιρεσίβλητη εφέσεως ακύρωσε τον επιβληθέντα σε βάρος της καταλογισμό, ενώ το περιεχόμενο αυτής θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

"H αρχή της υπεροχής και οι συνταγματικές αρχές του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Με αφορμή την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση R (HS2 Action Alliance Ltd) v. Secretary of State for Transport [2014] UKSC 3 [Aντώνιος Ε. Κουρουτάκης, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Μεταδιδακτορικός Υπότροφος της Επιτροπής Ερευνών του ΑΠΘ]


*[προδημοσίευση από το περιοδικό “Το Σύνταγμα”]
I. Πρόλογος
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τον Ιανουάριο του 2012 δημοσίευσε ένα κυβερνητικό έγγραφο με το οποίο παρουσίασε επίσημα τη στρατηγική της για τη δημιουργία μιας υπερσύγχρονης γραμμής τρένου, ταχείας κυκλοφορίας (High Speed 2 ή HS2) που θα ενώνει το Λονδίνο με τις κεντρικές επαρχίες της Αγγλίας (West Midlands), ειδικότερα με την πόλη του Μπέρμινγχαμ (αρχικό στάδιο), με προέκταση σε δεύτερο στάδιο στις βόρειες πόλεις της Αγγλίας, Μάντσεστερ και Λιντς με προοπτική να φτάσει πιο βόρεια στις πόλεις της Σκοτίας.[1]
Το Μάιο του 2013 η Κυβέρνηση κατέθεσε στο Κοινοβούλιο το σχετικό νομοσχέδιο το οποίο μετά την ψήφισή του έγινε νόμος του κράτους το Νοέμβριο του 2013.[2]
Στο κυβερνητικό σχέδιο για τη δημιουργία αυτής της ταχείας γραμμής εναντιώθηκε μια σειρά από φορείς που κατέθεσαν προσφυγές (Απρίλιος 2012) με διαφορετικές νομικές βάσεις.[3] Συγκεκριμένα οι δημοτικές αρχές που βρίσκονται κατά μήκος της προτεινόμενης οδού κατά το αρχικό στάδιο του HS2 (Hillingdon London Borough Council και άλλοι), ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με την επωνυμία “HSAction Alliance” που συνεργάζεται με πάνω από 90 συνδεδεμένες ομάδες δράσης και ενώσεις κατοίκων που εναντιώνονται με την κυβερνητική επιλογή της δημιουργίας της ταχείας γραμμής HS2 και τρίτον η εταιρεία “Heathrow Hub Limited”.
Όλες οι υποθέσεις συνεκδικάστηκαν και μετά από την κατάθεση αίτησης αναθεώρησης της απόφασης του Εφετείου (24 Ιουλίου 2013) που απέρριψε όλες τις νομικές βάσεις των προσφυγών, η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου και απέρριψε τις προσφυγές (22 Ιανουαρίου 2014).
Ειδικότερα, η προσφυγή των δημοτικών αρχών που βρίσκονται κατά μήκος της προτεινόμενης οδού κατά το αρχικό στάδιο του HS2 (Hillingdon London Borough Council και άλλοι) έθεσε μια σειρά από ζητήματα αναφορικά με την υπεροχή του ευρωπαϊκού έναντι του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου ως εθνικού δικαίου, θίγοντας καίρια ζητήματα συνταγματικής φύσης.

II. Νομική βάση και απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου
Οι δημοτικές αρχές που βρίσκονται κατά μήκος της προτεινόμενης οδού κατά το αρχικό στάδιο του HS2 (Hillingdon London Borough Council και άλλοι), προσέφυγαν ενάντια στο κυβερνητικό σχέδιο για την υλοποίηση του HS2 δεδομένου ότι η πρόθεση της Κυβέρνησης να υιοθετηθεί η διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων υβριδικής φύσης αντίκειται στην Οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.[4]
Ειδικότερα, η πρόθεση της Κυβέρνησης όπως είχε ρητώς αποτυπωθεί στο κυβερνητικό κείμενο ήταν ο σχετικός νόμος να υιοθετηθεί από το βρετανικό Κοινοβούλιο με τη διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων υβριδικής φύσης.[5] Αυτή η διαδικασία είναι πανομοιότυπη με τη συνήθη διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων δημοσίας φύσης (public bill), με τη διαφορά ότι προστίθεται ένα επιπλέον στάδιο μετά τη δεύτερη ανάγνωση, κατά το οποίο οι ενδιαφερόμενοι και όσοι επηρεάζονται άμεσα από το νομοσχέδιο είναι σε θέση να εκφράσουν τις απόψεις τους μέσω μιας ειδικής ακρόασης ενώπιον ειδικής επιτροπής.[6] H εξουσία όμως αυτής της επιτροπής είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να εξετάσει τις ενστάσεις των ενδιαφερομένων επί της αρχής του νομοσχεδίου. [7]
Κατά συνέπεια οι προσφεύγοντες και ήδη αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι η διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου, δεδομένης της περιορισμένης δυνατότητας διαβούλευσης λόγω της υβριδικής φύσης του νόμου, δεν συμμορφώνεται με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου παρ. 4 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ.[8]
Σύμφωνα με την ως άνω Οδηγία τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να παρέχουν σε κάθε ενδιαφερόμενο “έγκαιρα και πραγματικά δυνατότητες να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 και, για τον σκοπό αυτό, έχει το δικαίωμα να διατυπώνει παρατηρήσεις και γνώμες, όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη δυνατές, στην αρμόδια αρχή ή αρχές πριν από τη λήψη της απόφασης για τη συναίνεση ανάπτυξης.”[9] Όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται όταν τα έργα “εγκρίνονται λεπτομερώς με ειδική εθνική νομοθετική πράξη, καθότι οι στόχοι που επιδιώκονται με την παρούσα Οδηγία, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών, επιτυγχάνονται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας.”[10]
Το ΔΕΚ, ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, έθεσε δύο προϋποθέσεις, ώστε μια διαδικασία ψήφισης νόμου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 4. Πρώτον, πρέπει η νομοθετική διαδικασία να είναι ουσιαστική και όχι μόνο τυπική και δεύτερον, οι βουλευτές που συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία να έχουν στη διάθεση τους όλες τις πληροφορίες, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν τα σχετικά ζητήματα.[11] Πέραν των ως άνω προϋποθέσεων, οι γενικές εισαγγελείς Kokott[12] και Sharpston[13], ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, είχαν ρητώς υποστηρίξει ότι είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων να εξετάσουν κατά πόσον η διαδικασία ψήφισης του νόμου καλύπτει τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

"Νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος της χορήγησης αδειών σε κρατουμένους" [Παναγιώτης Μπρακουμάτσος Εισαγγελέας Εφετών]


Στο παρόν δεν θα επιχειρηθεί μια πλήρης καταγραφή της νομολογίας των συμβουλίων φυλακής και του δικαστηρίου εκτέλεσης των ποινών (που συνεδριάζει ως συμβούλιο) ως προς το θέμα της χορήγησης αδειών, αλλά αδρομερώς θα καταγραφεί η προσέγγιση του θέματος αυτού μέσω ορισμένων δημοσιευμένων αποφάσεων των δικαστηρίων εκτέλεσης  ποινών και εκθέσεων του Συνηγόρου του Πολίτη.
1) Η Επιτροπή συνηγόρου του Πολίτη με την υπ αρίθμ 369/2008 έκθεση( δημ Νομ) είχε επισημάνει μεταξύ άλλων και τα εξής «Τα Συμβούλια φυλακής ενίοτε απορρίπτουν τα αιτήματα κρατουμένων για χορήγηση αδείας με το αιτιολογικό του μεγάλου υπολοίπου της ποινής και του προκύπτοντος εντεύθεν κινδύνου μη επιστροφής του κρατουμένου».
Ενδεικτικά αναφέρουμε  την υπ' αριθμ. 84/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων ( Ποιν Δικ 2009/716).
Το δικαστήριο (σε συμβούλιο) εξέτασε προσφυγή κρατουμένου κατά απόφασης του συμβουλίου φυλακής, το οποίο είχε απορρίψει δεύτερο αίτημά του για χορήγηση αδείας. Το δικαστήριο απόρριψε την προσφυγή του  με το εξής αιτιολογικό «Απορρίπτει την προσφυγή διότι ναι μεν συντρέχουν οι τυπικές προυποθέσεις χορήγησης, πλην όμως στην παρούσα χρονική στιγμή υπάρχει ιδιαίτερα αυξημένος κίνδυνος να προτιμήσει κρατούμενος να αποφύγει την άμεση έκτιση του υπολοίπου της ποινής του, που είναι μεγάλο». Η αιτιολογία αυτή όμως παρακάμπτει σιωπηρά την καλή διαγωγή του κρατουμένου εντός του καταστήματος κράτησης και θεμελιώνει την απόρριψη της προσφυγής σε κριτήρια που βρίσκονται  εκτός της διάταξης του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα. Εξάλλου τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις τις θέσπισε ο νομοθέτης και το υπόλοιπο της ποινής δεν το έθεσε ως κριτήριο, αλλά απλώς θεωρεί ως τυπική προϋπόθεση έναν ορισμένο χρόνο παραμονής στη φυλακή.
2) Στην ανωτέρω έκθεση είχε επισημανθεί ότι υπάρχει ελλιπής αιτιολογία των αποφάσεων των συμβουλίων σχετικά με τον όρο «κίνδυνος κακής χρήσης της άδειας».
Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπ αρίθμ 78/2004 απόφαση του Πλημμελειοδικείου Άμφισσας (Ποιν Δικ 2005/564) με αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του κρατουμένου κατά απόφασης του συμβουλίου φυλακής για χορήγηση άδειας. Το σκεπτικό (σε περίληψη) του δικαστηρίου έχει ως εξής: «Ο προσφεύγων είναι τσιγγάνος και έχει καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια κάθειρξη για παράβαση του Νόμου περί ναρκωτικών, ενώ ούτε αυτός ούτε η οικογένειά του διαθέτουν μόνιμη στέγη και δεν παρέχεται η βεβαιότητα ότι θα κάνει καλή χρήση της άδειά του». Εν προκειμένω παρατηρούμε ότι το δικαστήριο προέταξε ως αρνητικό κριτήριο την φυλετική καταγωγή του κρατουμένου, γεγονός που κείται εκτός νόμου και κυρίως βρίσκεται αντίθετο με διεθνείς συμβάσεις. Δεύτερον εμμέσως πλην σαφώς αναφέρει το είδος και τη βαρύτητα του αδικήματος, ως αρνητικά στοιχεία για τη χορήγηση της άδειας. Τούτο όμως είναι εκτός του γράμματος  του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα.  Επιπλέον, δεν έλαβε υπόψη βεβαίωση του Δημάρχου ότι διαμένει μόνιμα σε οικισμό.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του κριτήρια και προϋποθέσεις για την απόρριψη της προσφυγής του κρατουμένου, τα οποία δεικνύουν προκατάληψη τόσο ως προς το φυλετικό του γνώρισμα, όσο και ως προς το είδος του εγκλήματος. Τα ανωτέρω κείνται εκτός των άλλων εκτός των ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο σωφρονιστικός νομοθέτης για τη χορήγηση άδειας.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

ΜΠρΑθ 1184/2017 : Σώρευση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης - Αντισυνταγματική ρύθμιση περί μη εκτελέσεως ορισμένων εκτελεστών τίτλων έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ - Προληπτικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Προϋποθέσεις εκτέλεσης κατά Δημοσίου


Αντισυνταγματικότητα και αντίθεση με το ΔΣΑΠΔ και την ΕΣΔΑ της ρύθμισης που αποκλείει την εκτέλεση ορισμένων εκτελεστών τίτλων (μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής) έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ. Αγωγές κατά ΝΠΔΔ που έχουν ως γενεσιουργό λόγο αξιώσεις οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου των δαπανών των ΟΤΑ το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών. Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Για να είναι έγκυρη πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι η επίδοση της δικαστικής απόφασης στο νόμιμο εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ και η πάροδος μετά απ’ αυτήν εξήντα ημερών. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, απαιτείται επίδοση της εν λόγω απόφασης στον αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης Υπουργό ή εκπρόσωπο ΝΠΔΔ και εφόσον πρόκειται για Δήμο προς τον Δήμαρχο, η οποία επίδοση πρέπει να γίνει εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή στον καθού η εκτέλεση Δήμο. Δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Τακτική Διαδικασία - Αριθμός Απόφασης 1184/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αθανασία Μανέτα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα ΙωάνναΚουφογιαννάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της Καλούσας - Καθ' ής η ανακοπή: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... - ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «.......................Α.Τ.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ................) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σ Μ.
του Καθ' ού η κλήση - Ανακόπτοντος: Δήμου Αθηναίων, νόμιμα εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο του κ. ..., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αριθμ. 22), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ Μ

Ο ανακόπτων Δήμος ζητούσε να γίνει δεκτή η από 07-11-2011 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 169384/12943/2011 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 03/11/2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε. Με την από 17-05-2016 κλήση της καθ' ής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 21827/486/2016, η ως άνω ανακοπή επανήλθε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή του, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-05-2016 κλήση, ο ανακόπτων Δήμος Αθηναίων ζητεί για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση από σύμβαση κατασκευής έργου, καθώς και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας αυτός (ανακόπτων) υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ' ής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζητεί, τέλος, να καταδικαστεί η καθ' ής στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

Από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση ανακοπής συνάγεται σαφώς ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται παραδεκτά τόσο η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και η ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που δυνάμει αυτής επισπεύδεται (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία (με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), με την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση έργου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και υπάγονται στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 584, 632 παρ. 1, 933 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), η σύγχρονη δε εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Εξάλλου, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α' και 934 παρ. 1 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, αφού οι προσβαλλόμενες (ήτοι η με αριθμό 24325/2011 διαταγή πληρωμής και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή) επιδόθηκαν την 07/10/2011 στον ανακόπτοντα (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε την 11/10/2011 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε την 12/10/2011 στην καθ' ής ανώνυμη εταιρεία (βλ. την υπ' αριθμ. 9915β712-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Κοττίκια), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης μετά την επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

1-Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 06.04.2001 Ψήφισμα της 71 Αναθεωρητικής Βουλής «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει», κατά δε αυτή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντ. «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω, διατάξεις εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή.είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Επακολούθησε ο ν. 3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 05.08.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση : α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι : «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 πααρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (ΟλΑΠ 21/2001). 

Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ' ού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (βλ. ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (βλ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/2011, ΑΠ 1965/2011, ΑΠ 2347/2009, ΕφΑΘ 461/2016 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων βάλλει κατά της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενος ότι η απαίτηση της καθ' ής για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προέρχεται από σύμβαση δημοσίου δικαίου και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτή τη σύμβαση είναι αποκλειστικά αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως εκ τούτου η επίδικη απαίτηση δεν είναι δεκτική εκδόσεως διαταγής πληρωμής από τα στερούμενα δικαιοδοσίας πολιτικά δικαστήρια. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας και εξομοιώνεται λειτουργικά με τη δικαστική απόφαση, ενόψει του ότι με αυτήν ικανοποιείται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη στη μείζονα πρόταση της παρούσας, κατά συνέπεια είναι εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή ακόμη και όταν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η επίδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση δημοσίου έργου.

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

"Υπόθεση Φραντζή, 30 χρόνια αργότερα" [του Δρ. Παναγιώτη Παπαϊωάννου, Δικηγόρου]


Τίποτε δεν προοιώνιζε ότι μια κοινή Πέμπτη με καύσωνα, η 25η Ιουνίου του 1987 θα σημάδευε για πάντα τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά[1]. 11 μόλις ημέρες πριν ολόκληρη η χώρα είχε ξεχυθεί στους δρόμους σε μια ανεπανάληπτη έκρηξη εθνικής ανάτασης, καθώς η Εθνική ομάδα μπάσκετ είχε κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διοργανωνόταν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είχαν ολοκληρωθεί, με την ρήση από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη να έχει κεντρίσει τον δημόσιο διάλογο για το πώς επιλέγονται και το πώς διατυπώνονται τα θέματα στο μάθημα της Έκθεσης. Το συνδικαλιστικό όργανο των οδηγών απορριμματοφόρων είχε προκηρύξει απεργία σε ολόκληρη την Αττική, γεγονός που θα έκανε, για όσο θα διαρκούσε, το πιο ζεστό καλοκαίρι των τελευταίων δεκαετιών βαρύ και ανθυγειινό για τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
Όχι όμως για όλους. Τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της Πέμπτης, σε έναν ανατρεπόμενο κάδο απορριμμάτων του δήμου, επί της οδού Αιλιανού στα κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το γεγονός, βρίσκεται προ μιας μακάβριας έκπληξης: ανάμεσα σε άχρηστα και αποφάγια, διπλωμένος σε σακκούλες σκουπιδιών, ένας ακέφαλος κορμός από γυναικείο σώμα.
Αμέσως κινητοποιείται η Αστυνομία και η αναπάντεχη όσο και τυχαία ανακάλυψη κάνει το γύρο των πανελλαδικής εμβέλειας Μ.Μ.Ε. της εποχής (κρατικό δελτίο ειδήσεων και κρατικό ραδιόφωνο). Πριν ακόμη πιστοποιηθεί η ταυτότητα του πτώματος, το ίδιο απόγευμα, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής παραδίδεται στα γραφεία της Γ.Α.Δ.Α. και ομολογεί : «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα». Το τεμαχισμένο πτώμα ανήκει πράγματι στη Ζωή Φραντζή και ο δράστης υποδεικνύει πού είχε πετάξει τα διάφορα μέλη του. Το κύριο μέρος του κορμού του πτώματος ήταν αυτό που βρέθηκε λίγα μέτρα από το σπίτι του νεαρού ζεύγους.

Ο Παναγιώτης Φραντζής και η Ζωή Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985. Ο πρώτος, 25 ετών τότε, ήταν φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., δευτερότοκος γιος μιας αστικής οικογένειας που ζούσε στα Κάτω Πατήσια, με επίκεντρο μια οικογενειακή επιχείρηση (αντιπροσωπείες ενδυμάτων) που παρουσίαζε θετική οικονομική πορεία και προοπτική. Η δεύτερη, 16 ετών, κόρη ευκατάστατης αστικής οικογένειας που ζούσε τον Άγιο Νικόλαο Πατησίων, τελείωνε τότε το Λύκειο[2]. Σύμφωνα με τις καταθέσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις γνωστών, φίλων και συγγενών του Παναγιώτη Φραντζή, η γνωριμία του εκείνη με την Ζωή οδήγησε γρήγορα σ' έναν σφοδρό έρωτα. Προκειμένου να πλησιάσει, να γνωρίσει και να συνδεθεί ερωτικά με την νεαρή, διέλυσε έναν υφιστάμενο από πενταετίας αρραβώνα, κάνοντας με τον τρόπο αυτό την «επανάστασή» του μέσα στην οικογένειά του. Ο γάμος του ζευγαριού έγινε τον Δεκέμβριο του ’86, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε δικό τους διαμέρισμα, στην οδό Αιλιανού, κοντά στην οικία της οικογένειας Φραντζή. Η συμβίωση των δυο νέων υπήρξε εξ αρχής δύσκολη και επεισοδιακή, μια αρχετυπική περίπτωση του κλισέ περί «ασυμφωνίας χαρακτήρων». Από τη μια πλευρά, ο νεαρός σύζυγος. Φοιτητής μόνο για τη εκπλήρωση των προσδοκιών της οικογένειάς του για πανεπιστημιακή πρόοδο, στις οποίες και ανταποκρίθηκε το 1979, πετυχαίνοντας μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων την εισαγωγή του στην Α.Σ.Ο.Ε.. Από το '85 ήταν ενταγμένος πλήρως στην αγορά εργασίας, βοηθώντας «χωρίς ωράριο, όσες ώρες χρειαζόταν κάθε μέρα» στην οικογενειακή επιχείριση. Ένας «ευγενής» νεαρός, με αναπτυγμένη την αίσθηση της ευθύνης, όπως αυτή υπαγορευόταν από τον πάτερ – φαμίλια Σπύρο Φραντζή, έναν αυτοδημιούργητο έμπορο προς τον οποίο η οικογένεια έτρεφε αμέριστο αμέριστο σεβασμό. Από την άλλη πλευρά, η έφηβη σύζυγος: η «χαϊδεμένη κόρη» ενός συνταξιούχου εφοριακού και μιας «κυρίας εφοριακού», γεμάτη όρεξη για ζωή, με την αυταρέσκεια της ηλικίας, με επίγνωση του ότι συγκεντρώνει τα ανδρικά βλέμματα, που δεν σκέφτεται τίποτε άλλο, παρά μόνον «απλώς» να τελειώσει το σχολείο και να μπορεί «να περάσει καλά».

Όλα αυτά τα γεγονότα διοχετεύονταν σε δόσεις μέσα από μακροσκελή ρεπορτάζ. Άλλο όμως ήταν το στοιχείο η δημοσιοποίηση του οποίου άφησε εποχή. Δύο μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, η εφημερίδα «ΈΘΝΟΣ» δημοσιεύει στο δισέλιδο «σαλόνι» της το τεμαχισμένο πτώμα, πάνω στην ιατροδικαστική κλίνη, σε μια από τις πλέον θλιβερές ημέρες για την ελληνική δημοσιογραφία. Από την 26η Ιουνίου 1987 και δέκα περίπου ημέρες, όσο θα διαρκέσει η κυρία ανάκριση, θα καταγραφεί το συντριπτικότερο μέχρι τότε media overkill που είχε καταγραφεί στον εθνικό τύπο[3], σε βάρος ενός κατηγορουμένου για την τέλεση ενός, όπως επικράτησε να λέγεται, «εγκλήματος ερωτικού πάθους»[4].
Ο σοκαρισμένος δράστης, εν μέσω ασυναρτησιών, ψυχολογικών μεταπτώσεων και παραληρηματικών αφηγήσεων, δηλώνει αρχικά ότι δεν θυμάται τι ακριβώς έγινε κατά τη διάρκεια ενός από τους συχνούς με τη σύζυγό του καυγάδες, που είχε ξεσπάσει μετά τα μεσάνυκτα της 24ης προς την 25η Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποσπασματικά ανασυνθέτει το σκηνικό : Από το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το ζεύγος Φραντζή είχε αρχίσει να παίζει το προσφιλές του παιχνίδι, αυτό των ερωτικών αλληλοαπορρίψεων». Ο καθένας επιχειρούσε «να σπάσει τα νεύρα του άλλου», με τις πιο ασήμαντες αφορμές. Έπαθλο και των δύο πλευρών ήταν, κατά κανόνα, η συμφιλίωση, μέσα από τη σεξουαλική επαφή. Όμως για τον συντηρητικό και ήπιο Φραντζή, αυτό το παιχνίδι είχε καταστεί πλέον ψυχοφθόρο, ενώ ο ίδιος είχε υπερτιμήσει τις αντοχές του. Επιστρέφοντας από μια έξοδο με φίλους, ο καυγάς τους πράγματι καταλήγει σε ερωτική συνεύρεση. Η Ζωή, για να του περάσει το μήνυμα ότι για κείνη ό,τι έγινε δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, τον προσβάλει : «Είσαι ανίκανος, εγώ φταίω που σε παντρεύτηκα». Γι’ αυτήν το παιχνίδι δεν έχει λήξει, είχε μόλις ξαναρχίσει. Ο Φραντζής δεν δίστασε από την πρώτη του ανωμοτί εξέταση να αναπαραστήσει, σχεδόν λεπτό προς λεπτό, την ψυχική του κατάσταση εκείνες τις μοιραίες στιγμές. Η απόπειρά του να εκλογικεύσει σκέψεις και συναισθήματα εκείνης της νύχτας πρόκειται να βαρύνει καθοριστικά εις βάρος του : «Είχε θιγεί ο εγωισμός μου και είχα ζωστεί από κατώτερες και πεζές σκέψεις και συναισθήματα (…). Όταν μού’ δειξε την αδιαφορία, φαρμακώθηκα σα να μου είχαν κάνει τη μεγαλύτερη αδικία. Παρ’ ότι έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου, θεώρησα καλό να μην αντιδράσω, να μη δώσω συνέχεια, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, ήταν και δύο η ώρα το βράδυ»[5]Η δηλητηριώδης λογομαχία εξελίχθηκε σε ανταλλαγή ύβρεων με σφιγμένα δόντια, κραυγές, χαστούκια και σπρωξίματα. Μέσα σε ούτε δύο λεπτά της ώρας, το μοιραίο είχε συμβεί. Η κατάληξη υπήρξε δραματική, οποιαδήποτε από τις δύο -ακραίως αντίθετες- εκδοχές πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης κι αν επισκοπήσει κανείς, είτε αυτήν του δράστη, είτε εκείνην που αποτυπώθηκε στο παραπεμπτικό βούλευμα που ακολούθησε.