Αντισυνταγματικότητα και αντίθεση με το ΔΣΑΠΔ και την ΕΣΔΑ της ρύθμισης που αποκλείει την εκτέλεση ορισμένων εκτελεστών τίτλων (μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής) έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ. Αγωγές κατά ΝΠΔΔ που έχουν ως γενεσιουργό λόγο αξιώσεις οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου των δαπανών των ΟΤΑ το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών. Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Για να είναι έγκυρη πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι η επίδοση της δικαστικής απόφασης στο νόμιμο εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ και η πάροδος μετά απ’ αυτήν εξήντα ημερών. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, απαιτείται επίδοση της εν λόγω απόφασης στον αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης Υπουργό ή εκπρόσωπο ΝΠΔΔ και εφόσον πρόκειται για Δήμο προς τον Δήμαρχο, η οποία επίδοση πρέπει να γίνει εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή στον καθού η εκτέλεση Δήμο. Δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Τακτική Διαδικασία - Αριθμός Απόφασης 1184/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αθανασία Μανέτα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα ΙωάνναΚουφογιαννάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της Καλούσας - Καθ' ής η ανακοπή: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... - ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «.......................Α.Τ.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ................) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σ Μ.
του Καθ' ού η κλήση - Ανακόπτοντος: Δήμου Αθηναίων, νόμιμα εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο του κ. ..., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αριθμ. 22), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ Μ
Ο ανακόπτων Δήμος ζητούσε να γίνει δεκτή η από 07-11-2011 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 169384/12943/2011 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 03/11/2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε. Με την από 17-05-2016 κλήση της καθ' ής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 21827/486/2016, η ως άνω ανακοπή επανήλθε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή του, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-05-2016 κλήση, ο ανακόπτων Δήμος Αθηναίων ζητεί για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση από σύμβαση κατασκευής έργου, καθώς και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας αυτός (ανακόπτων) υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ' ής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζητεί, τέλος, να καταδικαστεί η καθ' ής στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.
Από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση ανακοπής συνάγεται σαφώς ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται παραδεκτά τόσο η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και η ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που δυνάμει αυτής επισπεύδεται (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία (με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), με την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση έργου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και υπάγονται στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 584, 632 παρ. 1, 933 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), η σύγχρονη δε εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Εξάλλου, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α' και 934 παρ. 1 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, αφού οι προσβαλλόμενες (ήτοι η με αριθμό 24325/2011 διαταγή πληρωμής και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή) επιδόθηκαν την 07/10/2011 στον ανακόπτοντα (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε την 11/10/2011 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε την 12/10/2011 στην καθ' ής ανώνυμη εταιρεία (βλ. την υπ' αριθμ. 9915β712-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Κοττίκια), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης μετά την επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
1-Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 06.04.2001 Ψήφισμα της 71 Αναθεωρητικής Βουλής «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει», κατά δε αυτή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντ. «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω, διατάξεις εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή.είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Επακολούθησε ο ν. 3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 05.08.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση : α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι : «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 πααρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (ΟλΑΠ 21/2001).
Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ' ού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (βλ. ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (βλ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/2011, ΑΠ 1965/2011, ΑΠ 2347/2009, ΕφΑΘ 461/2016 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων βάλλει κατά της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενος ότι η απαίτηση της καθ' ής για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προέρχεται από σύμβαση δημοσίου δικαίου και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτή τη σύμβαση είναι αποκλειστικά αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως εκ τούτου η επίδικη απαίτηση δεν είναι δεκτική εκδόσεως διαταγής πληρωμής από τα στερούμενα δικαιοδοσίας πολιτικά δικαστήρια. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας και εξομοιώνεται λειτουργικά με τη δικαστική απόφαση, ενόψει του ότι με αυτήν ικανοποιείται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη στη μείζονα πρόταση της παρούσας, κατά συνέπεια είναι εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή ακόμη και όταν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η επίδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση δημοσίου έργου.