Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΜΠρΛασιθίου 472/18 : Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας στο Δημόσιο - Πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζόμενων στον τομέα της καθαριότητας των ΟΤΑ - Αυτοδίκαιη παράταση των εν λόγω συμβάσεων βάσει του άρθρου 167 του Ν.4099/12


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 472/2018

Δικαστής : Ευάγγελος Νικολάου, Πρωτοδίκης


1. Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμέ­νου χρόνου, που συνήφθη την 1813.1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περι­λαμβάνεται στο παράρτημα της Οδη­γίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου, της 28ης.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαί­σιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (EE L 175), σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτρα­πεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου, με δεδομένο ότι το ευεργέτημα της στα­θερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των ερ­γαζομένων, ενώ μόνο υπό ορισμένες πε­ριστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (Δ.Ε.Ε. της 25ης.10.2018, C-331/17 Sciotto, EU:C:2018:859, και Δ.Ε.Ε. της 8ης.3.2012, C-251/11 Huet, EU:C:2012:133).
2. Περαιτέρω, η ρήτρα 3 της συμφω­νίας-πλαισίου προσδιορίζει ως «εργαζό­μενο ορισμένου χρόνου» εκείνο το πρό­σωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως η παρέλευση συ­γκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, ο καθορισμός, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου α) θε­ωρούνται «διαδοχικές» και β) χαρακτηρί­ζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, εναπόκειται στα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και στους κοινωνικούς εταί­ρους. Είναι μάλιστα αναγκαίο να σημειω­θεί πως, μολονότι αυτή η παραπομπή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκε­κριμένων κανόνων εφαρμογής των όρων «διαδοχικές» και «αορίστου χρόνου», κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, εξη­γείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, το περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται συναφώς στα κράτη-μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη δια­κύβευση του σκοπού ή της πρακτικής απο­τελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 4ης.7.2006, C-212/04 Αδενέλερ κ.λπ., EU:C:2006:443, και διάταξη της 12ης.6.2008, C-364/07 Βασιλάκης κ.λπ., EU:C:2008:346).
3. Ακόμα, η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμ­φωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση δια­δοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθε­σία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρα­κτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέ­τρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσό­τερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικει­μενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων ερ­γασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έκφραση «ισοδύναμα νο­μοθετικά μέτρα» η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στο να καλύπτει κάθε μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο, όπως ακριβώς και τα μέτρα που θεσπίζονται με την εν λόγω ρήτρα, την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχι­κών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορι­σμένου χρόνου, χωρίς να έχει σημασία αν το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν προβλέπει τα ειδικά μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου ή αν ο σκοπός της θέσπισης του μέτρου αυτού δεν ήταν ειδι­κά η προστασία των εργαζομένων από τις καταχρήσεις που οφείλονται σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή αν το πεδίο εφαρμογής του δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις αυτές. Ως εκ τούτου, εφόσον μέτρο του εθνικού δικαίου μπορεί επίσης να συμβάλλει στην αποτελεσματι­κή πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμο­ποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, διαπίστωση που ενα­πόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κάνει, πρέπει αυτό να θεωρηθεί ισοδύναμο με τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας- πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 23ης.4.2009, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07 και C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., EU:C:2009:250). Άλλωστε, η ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να καταλήγει να θίγει την απο­τελεσματικότητα της εν λόγω πρόληψης, όπως διασφαλιζόταν προηγουμένως από ένα «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια του σημείου 1 της εν λόγω ρή­τρας 5 (Αγγελιδάκη, ό.π.), πολλώ δε μάλλον καθώς τα σημεία 1 και 3 της ρήτρας 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζουν αφενός μεν ότι τα κράτη-μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους διατάξεις και, αφετέρου, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αι­τιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων, στον τομέα που καλύπτεται από αυτήν.
4. Η Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που εφαρμόζε­ται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με το προε­δρικό διάταγμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμέ­νου χρόνου στον δημόσιο τομέα» (Φ.Ε.Κ. Α 134/19.7.2004). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω προεδρικού δια­τάγματος, οι διατάξεις του εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, συμ­περιλαμβανομένου και του προσωπικού των Ο.Τ.Α., καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέ­ση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Δυνάμει δε του άρθρου 10 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ρητά ορίστηκε ότι αυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευ­νοϊκότερες για τους εργαζόμενους εν γέ­νει, καθώς και για τους εργαζόμενους με αναπηρίες.
5. Περαιτέρω, το άρθρο 5 του προεδρι­κού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις. 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ εξαίρεση, εφό­σον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέ­ως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολο­γούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυ­τήν. Κατ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβα­σης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύ­τερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάτα­ξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του. 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επι­φύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου».
6. Ακόμα, το άρθρο 6 του εν λόγω δια­τάγματος ορίζει τα εξής: «Ανώτατη διάρ­κεια συμβάσεων: 1. Συμβάσεις που κα­ταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ει­δικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας απαγορεύεται να υπερβαί­νουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συν­ολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν του προ­ηγούμενου άρθρου, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώ­σεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οι­ουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδο­τούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρε­ώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς».
7. Σε επίπεδο κυρώσεων, το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Συνέπειες παραβάσεων: 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυ­τοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργα­σίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελί­ας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμ­βάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβά­νεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγ­ματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 του νόμου 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παρά­πτωμα».
8. Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις παραπάνω προβλέψεις τους, τα άρ­θρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 θέτουν σε εφαρμογή, στον δημό­σιο τομέα, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης δια­δοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου (Αγγελιδάκη, ό.π.). Αντιστοίχως, οι κυρώσεις του άρθρου 7 του εν λόγω προεδρικού διατάγ­ματος θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπιστεί κατ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, υπό την αναγκαία προϋπόθεση, που εναπόκειται στο εθνικό δι­καστήριο να διαπιστώσει, ότι οι προϋπο­θέσεις εφαρμογής, καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των παραπάνω κυρώσεων, καθιστούν τη διάταξη αυτή κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμέ­νου χρόνου (Αγγελιδάκη, ό.π., Βασιλάκης, ό.π., και Δ.Ε.Κ., διάταξη της 24ης.4.2009, C-519/08 Κούκου, EU:C:2009:269. Πρβλ. όμως και την απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 21ης.11.2018, C-619/17 de Diego Porras, EU:C:2018:936, σύμφωνα με την οποία εθνι­κή διάταξη η οποία προβλέπει την υποχρε­ωτική καταβολή αποζημίωσης στους εργαζόμενους που απασχολούνται με ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές δεν εμπίπτει, εκ πρώτης όψεως, σε μία από τις δύο κατηγορίες μέτρων που σκοπούν στην πρόληψη των καταχρήσεων και τα οποία αναφέρονται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου, ούτε συνιστά «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο για την πρόληψη των καταχρήσε­ων» κατά την έννοια αυτής της διάταξης καθώς ένα τέτοιο μέτρο δεν φαίνεται ικανό να τιμωρήσει δεόντως την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων ερ­γασίας ορισμένου χρόνου και να εξαλείψει τις συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης).
9. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την Οδη­γία 1999/70/Ε.Κ. και το προεδρικό διάταγ­μα 164/2004, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την κα­ταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, διά της προσχηματικής επιλογής της σύμβασης ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμε­τωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 1 και 3 του νόμου 2112/1920 (Φ.Ε.Κ. Β 11/18.3.1920), που βρίσκουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, και προβλέπουν ότι «είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νό­μον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμ­βάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

ΜΠρΑθ 1184/2017 : Σώρευση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης - Αντισυνταγματική ρύθμιση περί μη εκτελέσεως ορισμένων εκτελεστών τίτλων έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ - Προληπτικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Προϋποθέσεις εκτέλεσης κατά Δημοσίου


Αντισυνταγματικότητα και αντίθεση με το ΔΣΑΠΔ και την ΕΣΔΑ της ρύθμισης που αποκλείει την εκτέλεση ορισμένων εκτελεστών τίτλων (μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής) έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ. Αγωγές κατά ΝΠΔΔ που έχουν ως γενεσιουργό λόγο αξιώσεις οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου των δαπανών των ΟΤΑ το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και τη νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των δαπανών. Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Για να είναι έγκυρη πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι η επίδοση της δικαστικής απόφασης στο νόμιμο εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ και η πάροδος μετά απ’ αυτήν εξήντα ημερών. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αρχίζει με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως, απαιτείται επίδοση της εν λόγω απόφασης στον αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης Υπουργό ή εκπρόσωπο ΝΠΔΔ και εφόσον πρόκειται για Δήμο προς τον Δήμαρχο, η οποία επίδοση πρέπει να γίνει εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή στον καθού η εκτέλεση Δήμο. Δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Τακτική Διαδικασία - Αριθμός Απόφασης 1184/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αθανασία Μανέτα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα ΙωάνναΚουφογιαννάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της Καλούσας - Καθ' ής η ανακοπή: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... - ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «.......................Α.Τ.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ................) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σ Μ.
του Καθ' ού η κλήση - Ανακόπτοντος: Δήμου Αθηναίων, νόμιμα εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο του κ. ..., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αριθμ. 22), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ Μ

Ο ανακόπτων Δήμος ζητούσε να γίνει δεκτή η από 07-11-2011 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 169384/12943/2011 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 03/11/2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε. Με την από 17-05-2016 κλήση της καθ' ής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 21827/486/2016, η ως άνω ανακοπή επανήλθε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή του, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-05-2016 κλήση, ο ανακόπτων Δήμος Αθηναίων ζητεί για τους εκτιθέμενους σ' αυτή λόγους να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση από σύμβαση κατασκευής έργου, καθώς και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας αυτός (ανακόπτων) υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ' ής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζητεί, τέλος, να καταδικαστεί η καθ' ής στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

Από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση ανακοπής συνάγεται σαφώς ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται παραδεκτά τόσο η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όσο και η ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που δυνάμει αυτής επισπεύδεται (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία (με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 ΚΠολΔ και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), με την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση έργου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και υπάγονται στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 584, 632 παρ. 1, 933 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), η σύγχρονη δε εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Εξάλλου, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α' και 934 παρ. 1 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, αφού οι προσβαλλόμενες (ήτοι η με αριθμό 24325/2011 διαταγή πληρωμής και η από 04-10-2011 επιταγή προς πληρωμή) επιδόθηκαν την 07/10/2011 στον ανακόπτοντα (βλ. την υπ' αριθμ. 10381/707-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε την 11/10/2011 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε την 12/10/2011 στην καθ' ής ανώνυμη εταιρεία (βλ. την υπ' αριθμ. 9915β712-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Κοττίκια), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης μετά την επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

1-Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 06.04.2001 Ψήφισμα της 71 Αναθεωρητικής Βουλής «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει», κατά δε αυτή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντ. «Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω, διατάξεις εκδόθηκε ο ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή.είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Επακολούθησε ο ν. 3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ' - ζ' της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 05.08.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση : α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή ... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι : «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από ... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 πααρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (ΟλΑΠ 21/2001). 

Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ' ού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ' αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (βλ. ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (βλ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/2011, ΑΠ 1965/2011, ΑΠ 2347/2009, ΕφΑΘ 461/2016 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. «Νόμος»).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων βάλλει κατά της υπ' αριθμόν 24325/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενος ότι η απαίτηση της καθ' ής για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προέρχεται από σύμβαση δημοσίου δικαίου και για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτή τη σύμβαση είναι αποκλειστικά αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ως εκ τούτου η επίδικη απαίτηση δεν είναι δεκτική εκδόσεως διαταγής πληρωμής από τα στερούμενα δικαιοδοσίας πολιτικά δικαστήρια. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας και εξομοιώνεται λειτουργικά με τη δικαστική απόφαση, ενόψει του ότι με αυτήν ικανοποιείται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη στη μείζονα πρόταση της παρούσας, κατά συνέπεια είναι εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή ακόμη και όταν η υποκείμενη σχέση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η επίδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση δημοσίου έργου.