ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 472/2018
Δικαστής : Ευάγγελος Νικολάου, Πρωτοδίκης
1. Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη την 1813.1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου, της 28ης.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (EE L 175), σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου, με δεδομένο ότι το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (Δ.Ε.Ε. της 25ης.10.2018, C-331/17 Sciotto, EU:C:2018:859, και Δ.Ε.Ε. της 8ης.3.2012, C-251/11 Huet, EU:C:2012:133).
2. Περαιτέρω, η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου προσδιορίζει ως «εργαζόμενο ορισμένου χρόνου» εκείνο το πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως η παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, ο καθορισμός, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου α) θεωρούνται «διαδοχικές» και β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, εναπόκειται στα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και στους κοινωνικούς εταίρους. Είναι μάλιστα αναγκαίο να σημειωθεί πως, μολονότι αυτή η παραπομπή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκεκριμένων κανόνων εφαρμογής των όρων «διαδοχικές» και «αορίστου χρόνου», κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, εξηγείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, το περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται συναφώς στα κράτη-μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικής αποτελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 4ης.7.2006, C-212/04 Αδενέλερ κ.λπ., EU:C:2006:443, και διάταξη της 12ης.6.2008, C-364/07 Βασιλάκης κ.λπ., EU:C:2008:346).
3. Ακόμα, η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έκφραση «ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα» η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στο να καλύπτει κάθε μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο, όπως ακριβώς και τα μέτρα που θεσπίζονται με την εν λόγω ρήτρα, την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να έχει σημασία αν το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν προβλέπει τα ειδικά μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου ή αν ο σκοπός της θέσπισης του μέτρου αυτού δεν ήταν ειδικά η προστασία των εργαζομένων από τις καταχρήσεις που οφείλονται σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή αν το πεδίο εφαρμογής του δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις αυτές. Ως εκ τούτου, εφόσον μέτρο του εθνικού δικαίου μπορεί επίσης να συμβάλλει στην αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, διαπίστωση που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κάνει, πρέπει αυτό να θεωρηθεί ισοδύναμο με τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας- πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 23ης.4.2009, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07 και C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., EU:C:2009:250). Άλλωστε, η ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να καταλήγει να θίγει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω πρόληψης, όπως διασφαλιζόταν προηγουμένως από ένα «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια του σημείου 1 της εν λόγω ρήτρας 5 (Αγγελιδάκη, ό.π.), πολλώ δε μάλλον καθώς τα σημεία 1 και 3 της ρήτρας 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζουν αφενός μεν ότι τα κράτη-μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους διατάξεις και, αφετέρου, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων, στον τομέα που καλύπτεται από αυτήν.
4. Η Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα» (Φ.Ε.Κ. Α 134/19.7.2004). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, οι διατάξεις του εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένου και του προσωπικού των Ο.Τ.Α., καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Δυνάμει δε του άρθρου 10 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ρητά ορίστηκε ότι αυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους εν γένει, καθώς και για τους εργαζόμενους με αναπηρίες.
5. Περαιτέρω, το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις. 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του. 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου».
6. Ακόμα, το άρθρο 6 του εν λόγω διατάγματος ορίζει τα εξής: «Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων: 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς».
7. Σε επίπεδο κυρώσεων, το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Συνέπειες παραβάσεων: 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 του νόμου 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα».
8. Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις παραπάνω προβλέψεις τους, τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 θέτουν σε εφαρμογή, στον δημόσιο τομέα, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου (Αγγελιδάκη, ό.π.). Αντιστοίχως, οι κυρώσεις του άρθρου 7 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπιστεί κατ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, υπό την αναγκαία προϋπόθεση, που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των παραπάνω κυρώσεων, καθιστούν τη διάταξη αυτή κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (Αγγελιδάκη, ό.π., Βασιλάκης, ό.π., και Δ.Ε.Κ., διάταξη της 24ης.4.2009, C-519/08 Κούκου, EU:C:2009:269. Πρβλ. όμως και την απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 21ης.11.2018, C-619/17 de Diego Porras, EU:C:2018:936, σύμφωνα με την οποία εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την υποχρεωτική καταβολή αποζημίωσης στους εργαζόμενους που απασχολούνται με ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές δεν εμπίπτει, εκ πρώτης όψεως, σε μία από τις δύο κατηγορίες μέτρων που σκοπούν στην πρόληψη των καταχρήσεων και τα οποία αναφέρονται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου, ούτε συνιστά «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο για την πρόληψη των καταχρήσεων» κατά την έννοια αυτής της διάταξης καθώς ένα τέτοιο μέτρο δεν φαίνεται ικανό να τιμωρήσει δεόντως την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και να εξαλείψει τις συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης).
9. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. και το προεδρικό διάταγμα 164/2004, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, διά της προσχηματικής επιλογής της σύμβασης ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 1 και 3 του νόμου 2112/1920 (Φ.Ε.Κ. Β 11/18.3.1920), που βρίσκουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, και προβλέπουν ότι «είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».