Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ανθρωποκτονία #Φραντζής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ανθρωποκτονία #Φραντζής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

"Υπόθεση Φραντζή, 30 χρόνια αργότερα" [του Δρ. Παναγιώτη Παπαϊωάννου, Δικηγόρου]


Τίποτε δεν προοιώνιζε ότι μια κοινή Πέμπτη με καύσωνα, η 25η Ιουνίου του 1987 θα σημάδευε για πάντα τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά[1]. 11 μόλις ημέρες πριν ολόκληρη η χώρα είχε ξεχυθεί στους δρόμους σε μια ανεπανάληπτη έκρηξη εθνικής ανάτασης, καθώς η Εθνική ομάδα μπάσκετ είχε κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διοργανωνόταν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είχαν ολοκληρωθεί, με την ρήση από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη να έχει κεντρίσει τον δημόσιο διάλογο για το πώς επιλέγονται και το πώς διατυπώνονται τα θέματα στο μάθημα της Έκθεσης. Το συνδικαλιστικό όργανο των οδηγών απορριμματοφόρων είχε προκηρύξει απεργία σε ολόκληρη την Αττική, γεγονός που θα έκανε, για όσο θα διαρκούσε, το πιο ζεστό καλοκαίρι των τελευταίων δεκαετιών βαρύ και ανθυγειινό για τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
Όχι όμως για όλους. Τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της Πέμπτης, σε έναν ανατρεπόμενο κάδο απορριμμάτων του δήμου, επί της οδού Αιλιανού στα κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το γεγονός, βρίσκεται προ μιας μακάβριας έκπληξης: ανάμεσα σε άχρηστα και αποφάγια, διπλωμένος σε σακκούλες σκουπιδιών, ένας ακέφαλος κορμός από γυναικείο σώμα.
Αμέσως κινητοποιείται η Αστυνομία και η αναπάντεχη όσο και τυχαία ανακάλυψη κάνει το γύρο των πανελλαδικής εμβέλειας Μ.Μ.Ε. της εποχής (κρατικό δελτίο ειδήσεων και κρατικό ραδιόφωνο). Πριν ακόμη πιστοποιηθεί η ταυτότητα του πτώματος, το ίδιο απόγευμα, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής παραδίδεται στα γραφεία της Γ.Α.Δ.Α. και ομολογεί : «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα». Το τεμαχισμένο πτώμα ανήκει πράγματι στη Ζωή Φραντζή και ο δράστης υποδεικνύει πού είχε πετάξει τα διάφορα μέλη του. Το κύριο μέρος του κορμού του πτώματος ήταν αυτό που βρέθηκε λίγα μέτρα από το σπίτι του νεαρού ζεύγους.

Ο Παναγιώτης Φραντζής και η Ζωή Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985. Ο πρώτος, 25 ετών τότε, ήταν φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., δευτερότοκος γιος μιας αστικής οικογένειας που ζούσε στα Κάτω Πατήσια, με επίκεντρο μια οικογενειακή επιχείρηση (αντιπροσωπείες ενδυμάτων) που παρουσίαζε θετική οικονομική πορεία και προοπτική. Η δεύτερη, 16 ετών, κόρη ευκατάστατης αστικής οικογένειας που ζούσε τον Άγιο Νικόλαο Πατησίων, τελείωνε τότε το Λύκειο[2]. Σύμφωνα με τις καταθέσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις γνωστών, φίλων και συγγενών του Παναγιώτη Φραντζή, η γνωριμία του εκείνη με την Ζωή οδήγησε γρήγορα σ' έναν σφοδρό έρωτα. Προκειμένου να πλησιάσει, να γνωρίσει και να συνδεθεί ερωτικά με την νεαρή, διέλυσε έναν υφιστάμενο από πενταετίας αρραβώνα, κάνοντας με τον τρόπο αυτό την «επανάστασή» του μέσα στην οικογένειά του. Ο γάμος του ζευγαριού έγινε τον Δεκέμβριο του ’86, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε δικό τους διαμέρισμα, στην οδό Αιλιανού, κοντά στην οικία της οικογένειας Φραντζή. Η συμβίωση των δυο νέων υπήρξε εξ αρχής δύσκολη και επεισοδιακή, μια αρχετυπική περίπτωση του κλισέ περί «ασυμφωνίας χαρακτήρων». Από τη μια πλευρά, ο νεαρός σύζυγος. Φοιτητής μόνο για τη εκπλήρωση των προσδοκιών της οικογένειάς του για πανεπιστημιακή πρόοδο, στις οποίες και ανταποκρίθηκε το 1979, πετυχαίνοντας μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων την εισαγωγή του στην Α.Σ.Ο.Ε.. Από το '85 ήταν ενταγμένος πλήρως στην αγορά εργασίας, βοηθώντας «χωρίς ωράριο, όσες ώρες χρειαζόταν κάθε μέρα» στην οικογενειακή επιχείριση. Ένας «ευγενής» νεαρός, με αναπτυγμένη την αίσθηση της ευθύνης, όπως αυτή υπαγορευόταν από τον πάτερ – φαμίλια Σπύρο Φραντζή, έναν αυτοδημιούργητο έμπορο προς τον οποίο η οικογένεια έτρεφε αμέριστο αμέριστο σεβασμό. Από την άλλη πλευρά, η έφηβη σύζυγος: η «χαϊδεμένη κόρη» ενός συνταξιούχου εφοριακού και μιας «κυρίας εφοριακού», γεμάτη όρεξη για ζωή, με την αυταρέσκεια της ηλικίας, με επίγνωση του ότι συγκεντρώνει τα ανδρικά βλέμματα, που δεν σκέφτεται τίποτε άλλο, παρά μόνον «απλώς» να τελειώσει το σχολείο και να μπορεί «να περάσει καλά».

Όλα αυτά τα γεγονότα διοχετεύονταν σε δόσεις μέσα από μακροσκελή ρεπορτάζ. Άλλο όμως ήταν το στοιχείο η δημοσιοποίηση του οποίου άφησε εποχή. Δύο μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, η εφημερίδα «ΈΘΝΟΣ» δημοσιεύει στο δισέλιδο «σαλόνι» της το τεμαχισμένο πτώμα, πάνω στην ιατροδικαστική κλίνη, σε μια από τις πλέον θλιβερές ημέρες για την ελληνική δημοσιογραφία. Από την 26η Ιουνίου 1987 και δέκα περίπου ημέρες, όσο θα διαρκέσει η κυρία ανάκριση, θα καταγραφεί το συντριπτικότερο μέχρι τότε media overkill που είχε καταγραφεί στον εθνικό τύπο[3], σε βάρος ενός κατηγορουμένου για την τέλεση ενός, όπως επικράτησε να λέγεται, «εγκλήματος ερωτικού πάθους»[4].
Ο σοκαρισμένος δράστης, εν μέσω ασυναρτησιών, ψυχολογικών μεταπτώσεων και παραληρηματικών αφηγήσεων, δηλώνει αρχικά ότι δεν θυμάται τι ακριβώς έγινε κατά τη διάρκεια ενός από τους συχνούς με τη σύζυγό του καυγάδες, που είχε ξεσπάσει μετά τα μεσάνυκτα της 24ης προς την 25η Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποσπασματικά ανασυνθέτει το σκηνικό : Από το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το ζεύγος Φραντζή είχε αρχίσει να παίζει το προσφιλές του παιχνίδι, αυτό των ερωτικών αλληλοαπορρίψεων». Ο καθένας επιχειρούσε «να σπάσει τα νεύρα του άλλου», με τις πιο ασήμαντες αφορμές. Έπαθλο και των δύο πλευρών ήταν, κατά κανόνα, η συμφιλίωση, μέσα από τη σεξουαλική επαφή. Όμως για τον συντηρητικό και ήπιο Φραντζή, αυτό το παιχνίδι είχε καταστεί πλέον ψυχοφθόρο, ενώ ο ίδιος είχε υπερτιμήσει τις αντοχές του. Επιστρέφοντας από μια έξοδο με φίλους, ο καυγάς τους πράγματι καταλήγει σε ερωτική συνεύρεση. Η Ζωή, για να του περάσει το μήνυμα ότι για κείνη ό,τι έγινε δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, τον προσβάλει : «Είσαι ανίκανος, εγώ φταίω που σε παντρεύτηκα». Γι’ αυτήν το παιχνίδι δεν έχει λήξει, είχε μόλις ξαναρχίσει. Ο Φραντζής δεν δίστασε από την πρώτη του ανωμοτί εξέταση να αναπαραστήσει, σχεδόν λεπτό προς λεπτό, την ψυχική του κατάσταση εκείνες τις μοιραίες στιγμές. Η απόπειρά του να εκλογικεύσει σκέψεις και συναισθήματα εκείνης της νύχτας πρόκειται να βαρύνει καθοριστικά εις βάρος του : «Είχε θιγεί ο εγωισμός μου και είχα ζωστεί από κατώτερες και πεζές σκέψεις και συναισθήματα (…). Όταν μού’ δειξε την αδιαφορία, φαρμακώθηκα σα να μου είχαν κάνει τη μεγαλύτερη αδικία. Παρ’ ότι έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου, θεώρησα καλό να μην αντιδράσω, να μη δώσω συνέχεια, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, ήταν και δύο η ώρα το βράδυ»[5]Η δηλητηριώδης λογομαχία εξελίχθηκε σε ανταλλαγή ύβρεων με σφιγμένα δόντια, κραυγές, χαστούκια και σπρωξίματα. Μέσα σε ούτε δύο λεπτά της ώρας, το μοιραίο είχε συμβεί. Η κατάληξη υπήρξε δραματική, οποιαδήποτε από τις δύο -ακραίως αντίθετες- εκδοχές πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης κι αν επισκοπήσει κανείς, είτε αυτήν του δράστη, είτε εκείνην που αποτυπώθηκε στο παραπεμπτικό βούλευμα που ακολούθησε.