Ιγγλεζάκης Ιωάννης : Αν. Καθηγητής Δικαίου και Πληροφορικής
Μερικές πρώτες παρατηρήσεις στην απόφαση 1/2017 του ΑΠ, με την οποία κρίθηκε ότι δεν συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα αρχεία που αφορούσαν ηλεκτρονική αλληλογραφία υπαλλήλων επιχείρησης.
Καταρχήν, η απόφαση αναφέρεται στην από 2-3-2006 απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (https://www.bundesverfassungsgericht.de/…/rs20060302_2bvr20…) και λέει ότι με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι αποθηκευμένα μηνύματα δεν εμπίπτουν στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, αλλά στο νόμο για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Αυτό δεν είναι ωστόσο ορθό, διότι η απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου αναφέρεται μόνο στα δεδομένα κίνησης της τηλεπικοινωνίας και όχι στα δεδομένα περιεχομένου, όπως τα αρχεία που εξετάσθηκαν από πραγματογνώμονες για τη διαπίστωση αθέμιτης συμπεριφοράς των υπαλλήλων στην υπόθεση που έκρινε ο ΑΠ.
Επίσης, η απόφαση του ΑΠ παραπέμπει στην Γνωμοδότηση υπ' αριθ. 6/2008 του Εισ. ΑΠ που επίσης έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που αποδίδει το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η Γνωμοδότηση αναφέρει κατά λέξη: "(...) ο σκληρός δίσκος ενός υπολογιστή, εξαρτήματα και σύνεργα αυτού ως και πειστήρια ήχου, δεν αποτελούν είδος επικοινωνίας. Κατ' ακολουθίαν τούτου, τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε εξαρτήματα αυτών, σε ψηφιακή φωτογραφική μηχανή ή σε άλλο φορέα που ανήκει στον ύποπτο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και τα οποία δεν αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκριση ή επικοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο, δεν εμπίπτουν στη προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας με αποτέλεσμα, για την εργαστηριακή επεξεργασία των στοιχείων αυτών, να μην απαιτείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Εάν όμως τα αποθηκευμένα στοιχεία αναφέρονται σε κάποιας μορφής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το απόρρητο των επικοινωνιών καταλαμβάνει και τα στοιχεία αυτά και τότε για την επεξεργασία και χρήση των στοιχείων αυτών απαιτείται η τήρηση των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως προβλέπονται στο Ν. 2225/1994, το Ν. 3115/2003 και το ΠΔ 47/2005."
Πέραν του ότι η Γνωμοδότηση του ΕισΑΠ έχει άλλο περιεχόμενο από αυτό που της αποδίδει η απόφαση, έρχεται ασφαλώς σε διάσταση με την κρίση του Ανώτατου Ακυρωτικού.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Απόρρητο επικοινωνίας - Αρχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αποδεικτικά στοιχεία. Πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Αίτηση αναίρεσης. Η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει αγωγές κατά των αναιρεσιβλήτων πρώην εργαζομένων της για αποζημίωση από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, στις οποίες είχαν προβεί οι τελευταίοι σε βάρος της, επικαλούμενη (η αναιρεσείουσα) στοιχεία που είχε ανασύρει από τα προσωπικά αρχεία των εταιρικών ηλεκτρονικών υπολογιστών των αναιρεσιβλήτων. Στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίθηκε ότι τα ως άνω στοιχεία - έγγραφα, αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών και συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλονται ως λόγοι αναίρεσης, η εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 του Σ. και η παρά το νόμο μη λήψη υπόψη των ανωτέρω στοιχείων. Κρίση ότι η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων, προκειμένου η αναιρεσείουσα να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Σ. και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της αναιρεσείουσας που υπερέχουν προφανώς. Ειδικότερα, τα δικαιώματα της αναιρεσείουσας, που απορρέουν από το άρθρο 5 παρ.1 Σ. και η διασφάλιση της εμπορικής πίστης και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που η αποτελεσματική υπεράσπισή τους ενώπιον δικαστηρίου, επέβαλε την απόδειξη της αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων πρώην υπαλλήλων της. Άρα η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον του δικαστηρίου ήταν νόμιμη. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
(...) Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-5-2007 δύο αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας και την από 5-2-2008 αγωγή των 1ου, 2ου, 4ης και 5ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5284/2009 μη οριστική που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, 4370/2011 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 3963/2012 μη οριστική και 5901/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 25-2-2014 αίτησή της (με αριθμό κατάθεσης ...28-2-2014), επί της οποίας εκδόθηκε η 1155/2015 απόφαση του Α2’ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 11 γ’ Κ.Πολ.Δ. λόγους της από 25 Φεβρουαρίου 2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΕ ..." περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Με την από 16 Οκτωβρίου 2015 κλήση της αναιρεσείουσας η υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 22 Aπριλίου 2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των παραπεμφθέντων στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου πρώτου και δευτέρου λόγων, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 11 γ’ Κ.Πολ.Δ., της από 28-2-2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ..." για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων διαδίκων, αφού έλαβαν, κατά σειρά, το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική τους δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας ακολούθως, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι της από 28-2-2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΕ ..." για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών γιατί είναι βάσιμοι.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 12η Ιανουαρίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες ο Αντιπρόεδρος Γεράσιμος Φουρλάνος και οι Αρεοπαγίτες Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ειρήνη Καλού, Παναγιώτης Κατσιρούμπας, Διονυσία Μπιτζούνη και Θωμάς Γκατζογιάννης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 294 και 297 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει, ότι η παραίτηση του αναιρεσείοντος ολική ή μερική, από το δικόγραφο της αναίρεσης μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωσή του, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντίστοιχη (αναλόγως του περιεχομένου και της έκτασής της) κατάργηση της δίκης, για το κύρος δε της εν λόγω παραίτησης δεν είναι αναγκαία η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός, και αν τυχόν είχε κληθεί και παρίστατο, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σ` αυτή, εφόσον γίνεται προτού το δικαστήριο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 744/1982, ΑΠ 50/2014, ΑΠ 2249/2014, ΑΠ 1697/2008). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 παρ. 1α, 287, 288 και 290 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 286 και 287 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου κώδικα, και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, εάν μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση αποβιώσει κάποιος από τους διαδίκους. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Επί απλής ομοδικίας η διακοπή επέρχεται μόνο ως προς τον αποβιώσαντα ομόδικο και δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς, όπως τούτο συνάγεται εξ αντιδιαστολής του άρθρου 288 ΚΠολΔ ( ΑΠ 379/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, παραιτήθηκε νόμιμα από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς τον δεύτερο (Γ. Π.), τέταρτη ανώνυμη εταιρεία (...) και πέμπτη ανώνυμη εταιρεία (...) των αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (καίτοι ούτοι δεν κλήθηκαν κατά την συζήτηση της υποθέσεως). Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί πως η εν λόγω αίτηση αναίρεσης δεν ασκήθηκε ως προς αυτούς και να απορριφθεί ως μη νόμιμο το περί του αντιθέτου αίτημα των πρώτου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων. II . Με την υπ’ αριθ. 1155/2015 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.2 εδ. γ’ του Ν.1756/1988 και 563 παρ.2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, τα ζητήματα, α) της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής και β) αν η συνταγματική προστασία της επικοινωνίας έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή του εργοδότη του, δημιουργεί και χρησιμοποιεί, πέραν της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έθεσε στη διάθεση του η επιχείρηση, προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, λαμβάνοντας μέτρα που αποκλείουν την πρόσβαση σ’ αυτήν οιουδήποτε τρίτου, και δ’ αυτής αποστέλλει και δέχεται ηλεκτρονικά μηνύματα που δεν αφορούν την υπό στενή έννοια ιδιωτική του ζωή, αλλά αφορούν αθέμιτες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της επιχείρησης στην οποία εργάζεται πράξεις. III. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, από το 1979 δραστηριοποιείται στην Ελλάδα στον τομέα εμπορίου ξυλείας, αντιπροσωπεύουσα μεγάλο αριθμό οίκων του εξωτερικού και εισάγει στην Ελληνική αγορά πολύ μεγάλο μερίδιο της εισαγόμενης στην Ελλάδα ξυλείας. Τον Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2006 παραιτήθηκαν από την αναιρεσείουσα οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ήδη πρώτοι αναιρεσίβλητοι, από τους οποίους, ο μεν πρώτος από το έτος 1987 μέχρι την 29-9-2006 ήταν Γενικός Διευθυντής της και από το Μάιο του 1996 μέχρι την 29-9-2006 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της και Διευθύνων Σύμβουλος, ο δε δεύτερος, που προσλήφθηκε το έτος 1993, ως υπάλληλός της, ανέλαβε από το έτος 1996 τη διεύθυνση πωλήσεων και από τον Ιούνιο του 2005 εξελέγη και διετέλεσε, μέχρι την 15-11-2006, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Οι δύο αυτοί αναιρεσίβλητοι προσχώρησαν στη συνέχεια ως υψηλόβαθμα στελέχη σε άλλη εταιρεία εμπορίας ξυλείας, ανταγωνιστική της αναιρεσείουσας, και έγιναν ο πρώτος πρόεδρος και ο δεύτερος αντιπρόεδρος αυτής. Ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, όταν κλήθηκε κατά την αποχώρησή του, να ενημερώσει και να παραδώσει στον επόμενο γενικό διευθυντή της αναιρεσείουσας το αρχείο των συμβάσεων πελατών, τη σχετική αλληλογραφία με τους αντιπροσωπευομένους οίκους και τους πελάτες, τις παραγγελίες και όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως αυτά είχαν μηχανογραφηθεί και τύχει επεξεργασίας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που του είχε διαθέσει η αναιρεσείουσα και ήταν ιδιοκτησίας της, αρνήθηκε κάθε συνεργασία, υποστηρίζοντας ότι τα σχετικά αρχεία δεν υπήρχαν πλέον, διότι είχαν διαγραφεί και καταστραφεί από αυτόν. Τον Νοέμβριο του 2006, τρεις από τους σημαντικότερους οίκους, που η αναιρεσείουσα αντιπροσώπευε αποκλειστικά στην Ελλάδα, κατήγγειλαν την συνεργασία τους μαζί της. Ταυτόχρονα, αποφάσισαν να συνεργασθούν με την εταιρεία στην οποία είχαν προσχωρήσει οι άνω αναιρεσίβλητοι. Η αναιρεσείουσα ζήτησε στις 17-1-2007 από τρεις ειδικούς πραγματογνώμονες, διαπιστευμένους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος, να επιχειρήσουν να αναζητήσουν και να επαναφέρουν από τους σκληρούς δίσκους των εταιρικών υπολογιστών των άνω αναιρεσιβλήτων τα διαγραμμένα αρχεία και να ταξινομήσουν τα αποτελέσματα στους αντίστοιχους φακέλους. Μετά από τη σχετική έρευνα οι πραγματογνώμονες παρέδωσαν στην αναιρεσείουσα το πόρισμά τους. Από το πόρισμα προέκυψε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι οι άνω αναιρεσίβλητοι, ήδη από το 2004, προέβησαν σε σωρεία αθέμιτων ανταγωνιστικών πράξεων σε βάρος της αναιρεσείουσας δια μέσου εταιρειών δικών τους συμφερόντων -μιας κυπριακής και μιας ελληνικής- και είχαν από έτους και πλέον μεθοδεύσει την μεταπήδησή τους στην ελληνική ανταγωνίστρια εταιρεία, παρασύροντες σε αυτήν ξένους οίκους, τους οποίους αντιπροσώπευε αποκλειστικά η αναιρεσείουσα. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα άσκησε τις από 11-5-2007 δύο αγωγές κατά των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της, κατά της κυπριακής εταιρείας, κατά της ελληνικής ανταγωνιστικής εταιρείας στην οποία αυτοί προσχώρησαν, και κατά των ξένων οίκων που η αναιρεσείουσα προηγουμένως αντιπροσώπευε, διεκδικώντας αποζημίωση λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού και λόγω ακυρότητας των γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας. Οι δύο αγωγές απορρίφθηκαν με την 4370/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο αρνήθηκε να λάβει υπ’ όψη τα ανασυρθέντα έγγραφα από τους υπολογιστές των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, ως αποτελούντα παρανόμως συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία. Ακολούθως, ασκήθηκε έφεση από την αναιρεσείουσα και το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε, ότι τα ως άνω έγγραφα, ως αποκτηθέντα κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών, συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε υπόψη του. Ειδικότερα σε σχέση με τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγους, το Εφετείο δέχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα, για την απόδειξη των ισχυρισμών της, προσκομίζει και επικαλείται, εκτός των άλλων, αντίγραφα εκτυπώσεων ηλεκτρονικών αρχείων διαφόρων κειμένων και μηνυμάτων, τα οποία ,όπως αποδεικνύονται, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την από την ίδια, έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, αποτέλεσαν αντικείμενο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του δεύτερου αναιρεσίβλητου, με τρίτα, πλην της αναιρεσείουσας, πρόσωπα, που έλαβε χώρα διαμέσου προσωπικού λογαριασμού του τελευταίου, ενώ στη συνέχεια αποθηκεύθηκαν στους σκληρούς δίσκους υπολογιστών ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας αποκλειστικής χρήσης των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, από όπου και διαγράφηκαν πριν την παράδοση των υπολογιστών στην αναιρεσείουσα, ότι τα αρχεία αυτά περιήλθαν στη γνώση και την κατοχή της αναιρεσείουσας, χωρίς τη συναίνεση του δεύτερου αναιρεσίβλητου και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και ότι κατ’ ακολουθία, τα έγγραφα αυτά συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Η τελευταία αυτή απόφαση πλήττεται από την αναιρεσείουσα, με την υπό κρίση αίτηση, δύο εκ των λόγων της οποίας και δη οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 11 γ’ ΚΠολΔ ( ήτοι για εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος και για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη των άνω εγγράφων), ως αναφερόμενοι σε ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια.