Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΔΕφ (Ακ) Αθ 564/2016 : Αθλητισμός - Ποδοσφαιρικές Ομάδες - Αντιμετώπιση βίας στα γήπεδα - Πρόκληση επεισοδίων σε ποδοσφαιρικό αγώνα - Απαγόρευση διάθεσης εισιτηρίων σε ζώνες γηπέδου - Σωρευτική επιβολή πολλαπλών διοικητικών προστίμων “ποινικής φύσεως” -Super League.




Κρίση ότι ορθά επιβλήθηκε σε ποδοσφαιρική Ομάδα πρόστιμο 90.000 ευρώ και απαγόρευση 
διάθεσης εισιτηρίων σε ορισμένες ζώνες του γηπέδου τηςεφόσον ο μηχανισμός ελέγχου της 
εισόδου των φιλάθλων εντός της θύρας 14 είχε τεθεί εκτός λειτουργίας, επειδή είχαν αποκοπεί τα καλώδια που εξυπηρετούσαν την λειτουργία του και οι σωματικοί έλεγχοι που γίνονταν στους  φιλάθλους ειδικά στις επίμαχες θύρες 13 και 14 εκ μέρους του προσωπικού ασφαλείας της ΠΑΕ ήταν πλημμελείς και αναποτελεσματικοί, με αποτέλεσμα την είσοδο στην αθλητική εγκατάσταση οπαδών της ΠΑΕ, οι οποίοι έφεραν απαγορευμένα και επικίνδυνα αντικείμενα με αποτέλεσμα, πέραν των υλικών ζημιών, τον τραυματισμό παικτών και αστυνομικών. 
Κρίση ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή ne bis in idem, εφόσον η διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων της Super League και της ΕΠΟ αποτελεί διαδικασία ιδιωτικού δικαίου.



Αριθμός απόφασης: 564/2016
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα Θ΄- ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Με μέλη τις: Ευγενία Μυλωνοπούλου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Χρήστο Χόρτη και Αγγελική Παπαπαναγιώτου ΛέζαΕφέτες Διοικητικών Δικαστηρίωνσ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2016, με γραμματέα την Αλίκη Σπήλιου – Ανδριανάκηγια να δικάσει την από 1-2-2016  αίτηση  (αριθ.καταχ.ΑΚ 143/1-2-2016)
Της Ανώνυμης Ποδοσφαιρικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΠΑΕ ................», που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής, στην οδό .......................για την οποία παραστάθηκε ο δικηγόρος Σ.Φ., που τον διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής 
κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, που παραστάθηκε με τον ΑΡ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Κατά τη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε την εισηγήτρια, Εφέτη Δ.Δ Αγγελική Παπαπαναγιώτου-Λέζα, η οποία εξέθεσε τα ζητήματα που προκύπτουν σύμφωνα με τη σχετική έκθεσή της. 
Κατόπιν, το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τoν αντιπρόσωπο του Υπουργού, o oποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και 
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με το υπό κρίση ένδικο βοήθημα, το οποίο επιγράφεται «αίτηση ακυρώσεως» και για την άσκηση του οποίου έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ τα ειδικά γραμμάτια παραβόλου με αριθμούς 1401050, 3022468 και 2518847, σειράς Α) ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως ΥΠΠΟΑ/ ΓΔΥΑ/ΔΕΑΕΑ/ΤΕΚΑΕΑΣ/14701/1077/159/38/19-1-2016 του Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού. 
Με την τελευταία, αφενός επιβλήθηκε στην αιτούσα ανώνυμη ποδοσφαιρική εταιρεία «ΠΑΕ ..............» χρηματικό πρόστιμο, ύψους ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ, και αφετέρου απαγορεύτηκε η διάθεση εισιτηρίων «καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε όλες τις ζώνες και τα τμήματα στις θύρες 13 και 14 του γηπέδου .............. μέχρι και την 17η Απριλίου 2016, ημερομηνία λήξεως του πρωταθλήματος της Super League της τρέχουσας αθλητικής περιόδου (2015-2016) και σε κάθε περίπτωση μετάθεσης της ημερομηνίας λήξεως του πρωταθλήματος, εξαιρουμένων των αγώνων κατάταξης, και για κάθε ποδοσφαιρικό αγώνα, ήτοι για αγώνες πρωταθλήματος και κυπέλλου» κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 1 του ν.4326/2015 (A49).

2. Επειδή, στον ν.4326/2015«Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό και άλλες διατάξεις» (Α49/13-5-2015), στο άρθρο 1 αυτού ορίζονται τα εξής: 
«1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που σχετίζεται με τον αθλητισμό, όπως και κάθε αθλητικός φορέας, οφείλει να προβαίνει σε κάθε δυνατή ενέργεια πρόληψης και αποτροπής φαινομένων βίας στο χώρο του αθλητισμού, εντός ή εκτός των αθλητικών χώρων. 
2. Σε σοβαρές περιπτώσεις τέλεσης επεισοδίων, παρότρυνσης σε πρόκληση επεισοδίων, ρατσιστικών συμπεριφορών και εν γένει φαινομένων βίας που σχετίζονται με τον αθλητισμό, εντός ή εκτός αγωνιστικών χώρων, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό Υπουργός, με αιτιολογημένες αποφάσεις του, που λαμβάνονται ύστερα από γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Βίας (ΔΕΑΒ) μπορεί να επιβάλει στα οικεία αθλητικά σωματεία, Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών (ΤΑΑ) και Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρείες (ΑΑΕ), καθώς και στις οικείες αθλητικές ομοσπονδίες ή και επαγγελματικούς συνδέσμους, αλλά και μεμονωμένα σε φυσικά πρόσωπα, μετά από προηγούμενη κλήση και ακρόασή τους,πρόστιμα ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, σε ιδιαίτερα δε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να προβαίνει και σε ανάκληση της υφισταμένης ειδικής αθλητικής αναγνώρισης. Η συνεργασία των ανωτέρω νομικών και φυσικών προσώπων με τις Αρχές και η παροχή στοιχείων,όταν έχουν ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό και την σύλληψη των δραστών, αποτελούν ελαφρυντικές περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου 
3. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό Υπουργός μπορεί επίσης, για προληπτικούς λόγους, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων γεγονότων και συμπεριφορών, να απαγορεύει προσωρινά, για μία ή περισσότερες αγωνιστικές, τη διεξαγωγή συγκεκριμένων αγώνων ή να διακόπτει οριστικά πρωταθλήματα ή άλλες διοργανώσεις, με αιτιολογημένη απόφαση που λαμβάνεται έπειτα από γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Βίας, καθώς και της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας. Μπορεί εξάλλου, να απαγορεύει τη με οποιοδήποτε τρόπο διάθεση εισιτηρίων και την εν γένει χρήση συγκεκριμένων ζωνών ή τμημάτων των κερκίδων αθλητικών εγκαταστάσεων. Σε περίπτωση παράβασης των παραπάνω απαγορεύσεων, πέραν των άλλων συνεπειών και κυρώσεων, ο αρμόδιος για τον αθλητισμό Υπουργός μπορεί να επιβάλει στα νομικά ή φυσικά πρόσωπα της παραγράφου 1, με αιτιολογημένη απόφασή του και μετά από προηγούμενη κλήση και ακρόαση, πρόστιμα ύψους από είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, ανάλογα, και για καθεμιά από τις ανωτέρω περιπτώσεις, με την βαρύτητα της παράβασης, την τυχόν υποτροπή, το βαθμό και το εύρος των συνεπειών που επήλθαν ή απειλήθηκαν ή και το όφελος που τυχόν αποκτήθηκε ή επιδιώχθηκε 4....5.6..7. 
Κατά των αποφάσεων επιβολής προστίμου είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου σύμφωνα με τον νόμο δικαστηρίου.

Σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά πρωτόδικης απόφασης που απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει 
προσφυγή ή ανακοπήο εκκαλών οφείλει να καταβάλει κατά τηνκατάθεση της έφεσηςμε ποινή απαραδέκτου αυτής, ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ποσού»
Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον προρρηθέντα νόμο αναφέρεται ότι «η αποφασιστικότητατης Πολιτείας στην αντιμετώπιση φαινομένων τυφλήςεκτεταμένης και επικίνδυνης βίας πρέπει να είναι και να αποδεικνύεται στην πράξη αδιαπραγμάτευτη και σταθερή, σηματοδοτείται δε με την παροχή από τον νομοθέτη προς το κατεξοχήν αρμόδιο όργανο του Κράτους των όπλων εκείνων που αξιολογούνται ως απαραίτητα. 
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία η εισαγωγή διοικητικών κυρώσεων (προστίμων) και μέτρων (απαγόρευση διεξαγωγής συγκεκριμένων αγώνων ή αθλητικών διοργανώσεων για συγκεκριμένο χρόνο υπό την έννοια αυτή χρησιμοποιείται στο νόμο η λέξη «οριστικά»-, απαγόρευση διάθεσης εισιτηρίων σε συγκεκριμένα τμήματα ή ζώνες κερκίδων, αποκλεισμός από την συμμετοχή ελληνικών ομάδων σε διεθνείς διοργανώσεις),ώστε σε ιδιαιτέρως σοβαρές και κλιμακούμενες περιπτώσεις διασάλευσης της δημόσιας τάξης, διακινδύνευσης σπουδαίων αγαθών όπως η υγεία και η ζωή και αμαύρωσης της διεθνούς εικόνας της χώρας, να επιτυγχάνεται άμεσο αποτέλεσμα, τόσο στο επίπεδο καταστολής, όσο και σε αυτό της πρόληψης».

3. Επειδή, από τις προαναφερθείσες διατάξεις και όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση συνάγεται ότι ο αρμόδιος για τον αθλητισμό Υπουργός σε σοβαρές περιπτώσεις τέλεσης επεισοδίων και εν γένει φαινομένων βίας, που λαμβάνουν χώρα με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις, δύναται να επιβάλλει στους εμπλεκόμενους φορείς, εν προκειμένω στις Αθλητικές Ανώνυμες Ποδοσφαιρικές Εταιρείες (ΠΑΕ), τόσο χρηματικά πρόστιμα, όσο και να λαμβάνει σε βάρος τους μέτρα προληπτικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων να απαγορεύει την διάθεση εισιτηρίων σε συγκεκριμένα τμήματα ή ζώνες κερκίδων, υπαγορευόμενα από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου εν προκειμένω στην δημόσια τάξη και ασφάλεια, και ειδικότερα στην ανάγκη προστασίας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας όλων των παραγόντων ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, προς τον σκοπό της αποτροπής φαινομένων βίας στο μέλλον και της αποκατάστασης του τρωθέντος κύρους του ποδοσφαίρου. Η ως άνω διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων και μέτρων από τον αρμόδιο για τον Αθλητισμό Υπουργό είναι αυτοτελής και σαφώς διακεκριμένη εν σχέση με την αντίστοιχη διαιτητική αθλητική δικαιοσύνη, η οποία απονέμεται με τα πειθαρχικά όργανα της ΕΠΟ και των ποδοσφαιρικών ενώσεων (Super League), κατά τις διατάξεις του ν.2725/ 1999(A121/17.6.99), όπως ισχύουν, για την επίλυση των διαφορών από την επιβολή ποινών, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των κανονισμών αγώνων ποδοσφαίρου, διαφορές που αποτελούν, πάντως, διαφορές ιδιωτικού δικαίου (βλ ΣτΕ 1376/ 2008, 3011/2009). Εξάλλου, οι Ανώνυμες Αθλητικές Ποδοσφαιρικές Εταιρείες (ΠΑΕ), οι οποίες, μετά τον ν.879/79, λειτουργούν μεν ως ιδιότυπες ανώνυμες εταιρείες προς διεξαγωγή του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος με ποδοσφαιρικές ομάδες συγκροτούμενες από αμειβόμενους ποδοσφαιριστές, είναι συγχρόνως, όμως, επιφορτισμένες με την προαγωγή του αθλήματος του ποδοσφαίρου, σύμφωνα με τις αρχές του φιλάθλου πνεύματος(πρβλ ΣτΕ 1376/2008). Ετσι, οι αρχές αυτές και οι παραδόσεις του αθλητισμού επιβάλλουν στις εν λόγω ΠΑΕ οι οποίες, κατά τα κοινώς γνωστά, μπορούν να διαδραματίσουν καταλυτική επιρροή στους φιλάθλους τους και δη στους οργανωμένους οπαδούς τους, όπως, εξαντλώντας κάθε νόμιμο και θεμιτό μέσο, λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο, ώστε να προλαμβάνουν και να αποτρέπουν φαινόμενα βίας εντός των αθλητικών χώρων προς προαγωγή του αθλήματος του ποδοσφαίρου εν γένει.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΑΠ 1338/2016 (ποιν.) : "Μετατροπή ποινής. Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική τόσο ως προς το όριο μετατροπής, όσο και ως προς το ποσό μετατροπής, είναι ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο"


ΑΡΙΘΜΟΣ 1338/2016 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αλεξάνδρα Κακκαβά-Εισηγήτρια, Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Ιουλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) A. A. του A., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Νιγρίτας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2) Θ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΕΠ, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.894/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2016 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 434/2016.
Αφού άκουσε 
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παραστάντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη για τον πρώτο αναιρεσείοντα η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να γίνει δεκτή εν μέρει για τον δεύτερο αναιρεσείοντα, 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί η αίτησή του απορρίπτεται. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παρ. 3 του άνω άρθρου 513, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών την αναίρεση, ήτοι δεν εμφανιστεί προσηκόντως, με συνήγορο ή δι’ αυτού, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 Κ.Ποιν.Δ. και μέσα στην προθεσμία, που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και καταδικάζεται ο αναιρεσείων, κατά το άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., στα δικαστικά έξοδα. 
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 26-5-2016 αποδεικτικό επίδοσης του γραμματέα του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Κεντρικής Μακεδονίας, ο εκ των αναιρεσειόντων A. A., κρατούμενος στο ανωτέρω Κατάστημα Κρατήσεως, κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομίμως και εμπροθέσμως, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΠΔ, με την επίδοση εις χείρας του ιδίου (αναιρεσείοντος αυτού) της υπ’ αριθμ. …/25-5-2016 κλήσεως, για να παραστεί δια ή μετά συνηγόρου στη συνεδρίαση, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του ανωτέρω αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη ειδικής αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο γενικός προσδιορισμός ως προς το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση αυτών ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Το δε γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν έχουν συνεκτιμηθεί τα υπόλοιπα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και εκείνα. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για την διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του. Επίσης δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η στάθμιση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας συγκεκριμένων εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο από τη λειτουργική συσχέτιση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων κλπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 726/2015).

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Διατάξεις περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου : ΠΟΛ. 1154/2016


ΠΟΛ 1154/2016
ΘΕΜΑ: Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων.

Με την παρούσα εγκύκλιο επιχειρείται η συγκεντρωτική καταγραφή και συστηματική παρουσίαση των διατάξεων που διέπουν την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου, εστιάζοντας κυρίως στις διατάξεις που θεσπίζουν λόγους αναστολής και διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων. Επιπροσθέτως, παρατίθενται ενδεικτικά βασικές διατάξεις αναφορικά με τον χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και καταγράφονται οι διατάξεις με τις οποίες παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 1992 έως και 2013. Σκοπός της εγκυκλίου είναι να αποτελέσει για τη Φορολογική Διοίκηση χρήσιμο εργαλείο για την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ληξιπρόθεσμων οφειλών.

A. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 
Ι. Παραγραφή Παραγραφή απαίτησης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ο δανειστής δεν δύναται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής και ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Ο,τι καταβλήθηκε όμως χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται (βλ. άρθρο 272 του Αστικού Κώδικα, εφεξής ΑΚ). Εάν παρέλθει άπρακτος ο χρόνος παραγραφής, παραλύει το εναγώγιμο της αξίωσης, παραμένει όμως φυσική ή ατελής ενοχή. 

ΙΙ. Αναστολή παραγραφής Αναστολή παραγραφής είναι ο μη υπολογισμός στον χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαρκεί ο λόγος της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής (βλ. Α.Κ. 257) 

III. Διακοπή παραγραφής Διακοπή παραγραφής είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που διανύθηκε πριν λάβει χώρα ο λόγος της διακοπής. Από την περάτωση της διακοπής αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής (βλ. Α.Κ. 270).

B. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (διαχρονικό δίκαιο) 
Την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου διέπουν οι ακόλουθες βασικές διατάξεις, ως εξής: 

I. των άρθρων 87-90 του Ν.Δ.321/1969 (Α'205/18-10-1969) «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995, ήτοι μέχρι και την 31/12/1995. Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν από την ως άνω ημερομηνία με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 113 του Ν. 2362/1995. Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων, που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995 (1/1/1996), εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρων 87 και 88, αντίστοιχα), εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή τη διακοπή γεγονότα έχουν συντελεστεί μετά την ανωτέρω ημερομηνία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 107 του Ν. 2362/1995. 

II. των άρθρων 65 παρ. 6, 86 - 89 και 103 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α247/27-11- 1995) «Δημόσιο Λογιστικό/Έλεγχος δαπανών και λοιπές διατάξεις», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από 1/1/1996, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014, ήτοι μέχρι και την 31/12/2014, και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013. Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 1, περ. (α) του Ν. 4270/2014. Σημειώνεται ότι, επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, έχουν εφαρμογή οι περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής διατάξεις του Ν. 4270/2014 (βλ. κατωτέρω υπ' αριθ. III). 

III. των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 - 139 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α'143/28-6-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη από 1/1/2015 και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 - 139 του Ν.4270/2014 είναι σχεδόν ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 103, 65, παρ. 6 και 86 - 89 του Ν. 2362/1995, με εξαίρεση τις νέες περί παραγραφής διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 και των περ. α'και η' της παρ.1 του άρθρου 138 του Ν.4270/2014, οι οποίες όμως, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω περίπτωση II, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013 (βλ. τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2, περ. γ (αα) του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014). 

IV. του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α170/26-7-2013) «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρους και λοιπά έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από την 1/1/2014 και εφεξής (βλ. μεταβατική διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013), 

V. οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής, στις οποίες ρητά παραπέμπουν τα άρθρα 88 και 89 του Ν.Δ. 321/1969, 87 και 88 του Ν.2362/1995 και 137 και 138 του Ν. 4270/2014, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά με τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές. Οι διατάξεις αυτές είναι ιδίως: α. του άρθρου ΑΚ 255 του Αστικού Κώδικα (σε συνδυασμό με το άρθρο 257 του Αστικού Κώδικα) περί αναστολής παραγραφής λόγω παρεμπόδισης άσκησης αξίωσης κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής, β. του άρθρου 259 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται σε βάρος κληρονομίας, γ. του άρθρου 258 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής κατά προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία, δ. του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο, ε. του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής, στ. του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα περί του χρόνου έναρξης νέας παραγραφής σε περίπτωση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγγελίας σε πτώχευση, ζ. των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα, η. του άρθρου 103, παρ. 1 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση προληπτικών μέτρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ισχύουν, θ. του άρθρου 106β, παρ. 2 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015 βλ. τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 23 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015/ΦΕΚ 94 Α' και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016), ι. του άρθρου 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α') σχετικά με την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμφωνία συνδιαλλαγής, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά, ια. του άρθρου 4, παρ. 6 του Ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), όπως ισχύει, σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία του ανωτέρω νόμου (βλ. και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016). 

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

"Η εξαίρεση απο την ασφαλιστική προστασία των ζημιών των προσώπων του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 - Η αντίθεση της διάταξης προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Η εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου [Υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.]


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ι. Εισαγωγή

ΙΙ. Η ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚ

ΙΙΙ. ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

ΙV. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
   α. Οι κοινοτικές Οδηγίες-η φύση και η λειτουργία τους
   β. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους
   γ. Η σχετική νομολογία του ΔΕΚ


V. H ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ
    α. Η υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο κατά τη νομολογία του ΔΕΚ
    β. Η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ
    γ. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους

VI. ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚ
   α. Οι κοινοτικές Οδηγίες
   β. Η ερμηνεία των κοινοτικών Οδηγιών από το ΔΕΚ

VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

VIII. ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ι. Εισαγωγή

O Άρειος Πάγος έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, με την οποία εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης ορισμένες κατηγορίες προσώπων, επειδή αυτά δεν θεωρούνται τρίτοι κατά τη διατύπωση του Νόμου ώστε να λειτουργήσει υπέρ αυτών η ασφαλιστική κάλυψη που προβλέπεται για τους τρίτους στα άρθρα 2 παρ. 1 εδαφ. α΄ και 6 παρ. 1 και 2 εδαφ. α΄ αυτού του Νόμου. Τα πρόσωπα αυτά είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης, εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Σε όλες τις πάρα κάτω αναφερόμενες περιπτώσεις κατά τις οποίες κλήθηκε ο Άρειος Πάγος να αντιμετωπίσει αγωγές των συγγενών των θανόντων-επιβατών του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά του ασφαλιστή του εν λόγω οχήματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, οι οποίοι θανόντες ή ενάγοντες έφεραν τις πάρα πάνω ιδιότητες, η κρίση του δικαστηρίου ήταν απορριπτική και στηριζόταν στην ερμηνεία της πάρα πάνω διάταξης. 
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες αποφάσεις: 
1) Την υπ’ αριθμ. 1659/2007 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της μητέρας του θανόντος γιού της, με την αιτιολογία ότι αυτός ήταν ο αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ στην οποία ανήκε το αυτοκίνητο που η εταιρία αυτή είχε ασφαλίσει και παράλληλα ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπός της. (Το Εφετείο Κρήτης με την υπ’ αριθμ. 470/2006 απόφασή του είχε δεχθεί την αγωγή). 
2) Την απόφαση 1395/2007 απόφαση, με την οποία επίσης απορρίφθηκε η αγωγή των συγγενών του θανατωθέντος Δημάρχου μιας επαρχιακής πόλης της βόρειας Ελλάδας ο οποίος επέβαινε σε αυτοκίνητο της κυριότητας του Δήμου, διότι έκρινε ότι ο θανών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου του Δήμου. (Και στην περίπτωση αυτή το Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε δεχθεί την αγωγή ως βάσιμη). 
3) Την 1788/2011 απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι ο θανατωθείς επιβάτης ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε και παράλληλα είχε και την ιδιότητα του ασφαλισμένου και για το λόγο αυτό θεωρήθηκε νομικά αβάσιμη η αγωγή. 
4) Από τη νεώτερη νομολογία αναφέρουμε τις εξής αποφάσεις α) την υπ’ αριθμ. 1144/2014 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε προσεπίκληση του ασφαλιστή η οποία ασκήθηκε από τον εναγόμενο οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου για τη θανάτωση της θυγατέρας των εναγόντων η οποία επέβαινε στο αυτοκίνητο, διότι οι ενάγοντες ήσαν ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου και αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση ασφάλισης. β) Την υπ’ αριθμ. 583/2014 απόφαση, η οποία έκρινε ότι η ενάγουσα, ως ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, δεν είναι τρίτη και επομένως δεν νομιμοποιείται να στραφεί κατά του ασφαλιστή για τον θάνατο του συζύγου της ο οποίος επέβαινε στο ζημιογόνο αυτοκίνητο. (Αναλυτική παρουσίαση αυτών των αποφάσεων με παραπομπές  στα νομικά περιοδικά που έχουν δημοσιευθεί, βλέπετε σε αντίστοιχες μελέτες μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2012 σελ. 277-278, 293 και ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 148-149).
Πιστεύουμε ότι σε όλες τις πάρα πάνω περιπτώσεις υπάρχει παραβίαση του ενωσιακού (πρώην κοινοτικού) δικαίου αλλά και της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ πρώην ΔΕΚ) από τα θεσμικά όργανα της χώρας μας, δηλαδή τόσο από το νομοθέτη όσο και από τον δικαστή, όπως προκύπτει από την ανάλυση που ακολουθεί. Η παραβίαση αυτή θεμελιώνει την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου και την αντίστοιχη υποχρέωσή του να αποζημιώσει τα πρόσωπα εκείνα τα οποία υπέστησαν ζημία από αυτή την αιτία.

ΙΙ. Η ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚ

Η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για πράξεις ή παραλείψεις του ενωσιακού δικαίου από τα θεσμικά όργανά τους δεν είχε προβλεφθεί από καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά ούτε και προβλέπεται μέχρι σήμερα. Η απουσία αυτή κοινοτικής πρόβλεψης για την εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους μέλους δημιουργούσε ένα τεράστιο κενό, οι συνέπειες του οποίου γίνονταν όλο και πιο έντονες με την πάροδο του χρόνου. Η παράλειψη αυτή έδινε την εντύπωση ότι τα κράτη μέλη διατήρησαν υπέρ τους μία νησίδα χωρίς αστική ευθύνη, όπως έχει γραφτεί χαρακτηριστικά, ακόμα και όταν αυτά δεν συμμορφώνονται προς το δίκαιο της κοινότητας[1]. Το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέγνωσε έγκαιρα ότι η απουσία κυρώσεων κατά των κρατών μελών τα οποία παραβαίνουν τους κανόνες της Κοινότητας εγκυμονεί τον μεγάλο κίνδυνο δυσλειτουργιών έως και διαλυτικών συνεπειών για την ίδια την Κοινότητα. Και αυτό διότι η ίδια η λειτουργία της τελευταίας προϋποθέτει από πρακτική άποψη τη στήριξη των κρατών μελών. Τη σκυτάλη λοιπόν της καθιέρωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης των κρατών της Κοινότητας ανέλαβε το ίδιο το ΔΕΚ, το οποίο με μία σειρά αποφάσεών του διαμόρφωσε τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη θεμελίωση αυτής της ευθύνης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι νομολογιακό δίκαιο και ότι η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της ένωσης είναι εκείνη η οποία σε μεγάλο βαθμό δημιουργεί και το δίκαιό της. Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει λοιπόν ότι η νομολογία του ΔΕΚ αποτελεί πηγή του κοινοτικού δικαίου και έχει κανονιστικό χαρακτήρα όπως και ότι τέτοιους κανόνες κοινοτικού δικαίου έθετε και θέτει σήμερα όχι μόνο ο ενωσιακός νομοθέτης αλλά και ο ενωσιακός δικαστής. Και αυτό διότι στην ευρωπαϊκή ένωση υπάρχει αναπότρεπτη ανάγκη δικαιοπαραγωγής. Η άποψη αυτή συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι η βασική ερμηνευτική μέθοδος η οποία ακολουθείται για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, επομένως και των οδηγιών, είναι η τελολογική ερμηνεία η οποία έχει σαν στόχο να αναδείξει τον σκοπό (τέλος) της κοινοτικής διάταξης[2]

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

"Η αξιοποίηση οδηγίας κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της ως έκφανση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας του ά. 4 παρ. 3 ΣΕΕ: η απόφαση ΣτΕ ΕΑ 205/2016" [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


Με...την απόφαση ΣτΕ ΕΑ 205/2016 της Επιτροπής Αναστολών υπό πενταμελή σύνθεση, το Δικαστήριο επέλυσε μια σειρά κρίσιμων νομικών ζητημάτων σχετικά με την προσωρινή προστασία στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Το Δικαστήριο εφάρμοσε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατέληξε στην αντίθεση του άρθρου 97 του Ν. 3846/2016 4368/2016, που προβλέπει τη σύναψη ατομικών συμβάσεων μίσθωσης έργου για την καθαριότητα των κτιρίων των υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, προς την οδηγία 2004/18/ΕΚ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η απόφαση όσον αφορά την αντιμετώπιση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 2004/18/ΕΚ, πλην όμως κατά την έκδοση της εν προκειμένω προσβαλλόμενης πράξης δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη ούτε είχε λήξει η προθεσμία μεταφοράς της. Το ζήτημα αυτό είχε ανακύψει και στην απόφαση ΣτΕ ΕΑ 415/2014 [βλ. www.prevedourou.gr, Ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με διαγωνισμό για τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης (ΣτΕ ΕΑ 415/2014)], στο μέτρο που ο εκεί αναθέτων φορέας (ΟΛΠ ΑΕ) είχε επικαλεστεί ως εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς στην υπό σύναψη σύμβαση την οδηγία 2014/23/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, η οποία δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο ούτε είχε παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της. Στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή Αναστολών είχε αναφερθεί στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει ήδη αντιμετωπίσει την περίπτωση στην οποία συντελείται διαδοχή κατά χρόνο δύο οδηγιών, κατά τρόπο που κατά την περίοδο μεταφοράς της νεώτερης οδηγίας υφίστατο ήδη εφαρμοστέα και πλήρως μεταφερθείσα στην εθνική έννομη τάξη οδηγία. Πράγματι, στην υπόθεση Hochtief AG (Hochtief AG και Linde-Kca-Dresden (C‑138/08, EU:C:2009:627), στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης διοικητικής σύμβασης κατά τη διάρκεια της οποίας έληξε η προθεσμία μεταφοράς νέας οδηγίας, το Δικαστήριο απεφάνθη, στηριζόμενο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, ότι η εν λόγω οδηγία δεν είχε εφαρμογή επί απόφασης της αναθέτουσας αρχής ληφθείσας στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης σύμβασης δημοσίων έργων και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη. Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη αποδέκτες της οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή [ΔΕΚ, αποφάσεις Inter-Environnement Wallonie (C‑129/96, EU:C:1997:628, σκέψη 45), Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 78) και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ. (C‑43/10, EU:C:2012:560, σκέψη 57)]. Η εν λόγω υποχρέωση αποχής, η οποία επιβάλλεται σε όλες τις εθνικές αρχές, πρέπει να νοηθεί, κατά τη νομολογία, ως καλύπτουσα τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου, γενικού ή ειδικού, ικανού να προκαλέσει έναν τέτοιο κίνδυνο. Η προπαρατεθείσα, ωστόσο, νομολογία, που στηρίζεται στο καθήκον της καλόπιστης συνεργασίας, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ (πρώην άρθρο 5 ΣυνθΕΟΚ, άρθρο 10 ΣΕΚ), αναφέρεται σε θετικά μέτρα των κρατών μελών τα οποία αποσκοπούν στο να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος της οδηγίας και όχι στην προϋπάρχουσα της έναρξης ισχύος της οδηγίας εθνική νομοθεσία [von Bogdandy/Schill in Grabitz/Hilf/Nettesheim, Das Recht der Europäischen Union, Kommentar, Art. 4: Prinzipien der föderativen Grundstruktur, αρ. περ. 77· Kahl, in Calliess/Ruffert, EUV/AEUV, Kommentar, Art. 4 EUV, 4. Auflage 2011, αρ. περ. 96, 97]. Ο σκοπός της, δηλαδή, είναι αποκλειστικώς να αποφευχθεί η θέσπιση, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας και πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της, μέτρων που αποσκοπούν, de iure ή de facto, στο να θέσουν σε κίνδυνο την υλοποίηση των σκοπών που αυτή επιδιώκει. Στην απόφαση ΣτΕ ΕΑ 415/2014, η Επιτροπή Αναστολών, χωρίς να πάρει σαφώς θέση επί του ζητήματος, αφού αυτό δεν ήταν αναγκαίο τουλάχιστον στο πλαίσιο της προσωρινής προστασίας, επισήμανε στη σκέψη 8, ότι «υφ’ οιανδήποτε εκδοχή», δηλαδή είτε γίνει δεκτό ότι λαμβάνεται υπόψη η οδηγία 2014/23/ΕΕ είτε όχι, «εφ’ όσον η υπό ανάθεση σύμβαση παραχώρησης παρουσιάζει, ως εκ του αντικειμένου της «βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον», η επίδικη διαγωνιστική διαδικασία διέπεται από τους θεμελιώδεις κανόνες της ΣΛΕΕ, τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της ίσης μεταχείρισης καθώς και τη συνακόλουθη υποχρέωση διαφάνειας», οι οποίες, ενσωματώνονται και στην εν λόγω οδηγία.
Στην απόφαση ΣτΕ ΕΑ 205/2016, η Επιτροπή Αναστολών, μετά την παράθεση, στη σκέψη 11, των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, εκθέτει, στη σκέψη 12, τις κρίσιμες διατάξεις και της οδηγίας 2014/24/ΕΕ. Στη συνέχεια, διευκρινίζει ότι το γενικού ενδιαφέροντος νομικό ζήτημα της συμφωνίας του άρθρου 97 του Ν. 4368/2016 προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται, κατ’ αρχήν, σε σχέση με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18. Τονίζει, πάντως, ότι, αν και η οδηγία 2014/24 δεν καταλαμβάνει, κατά χρόνο, την ένδικη διαφορά, το επίμαχο νομικό ζήτημα δεν διαφοροποιείται αναλόγως του ποια από τις δύο οδηγίες είναι εφαρμοστέα στην παρούσα ή σε ανάλογες διαδικασίες σύναψης ατομικών συμβάσεων μίσθωσης έργου κατ’ εφαρμογή του ως άνω άρθρου 97 του Ν. 4368/2016, διότι, όσον αφορά τις κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας, 2004/18 αντιστοίχου περιεχομένου ρυθμίσεις για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων περιέχει και η νέα οδηγία 2014/24. Περαιτέρω, όσον αφορά το καθ΄ύλην πεδίο εφαρμογής, η ΕΑ επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών καθαρισμού κτιρίων, οι οποίες υπάγονται στην πλήρη εφαρμογή των, αντιστοίχου περιεχομένου, διατάξεων και των δύο οδηγιών (2004/18 και 2014/24), οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών ασφαλείας και σίτισης υπάγονται, υπό την ισχύ και των δύο οδηγιών, σε ειδικά καθεστώτα και, συνεπώς, η εξέταση του επίμαχου, εν προκειμένω, νομικού ζητήματος της συμφωνίας προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των διατάξεων του άρθρου 97 του Ν. 4368/2016, όπως ισχύει, δεν τίθεται ως προς τις υπηρεσίες ασφαλείας, ξενοδοχείου-εστίασης. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η Επιτροπή Αναστολών προδιαγράφει τη μελλοντική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 4412/2016, Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ) (ΦΕΚ Α΄ 147/8-8-2016).
Τα βασικά σημεία της ΣτΕ ΕΑ 205/2016 θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής:
1. Η διαπίστωση της αντίθεσης προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του άρθρου 97 του Ν. 4368/2016, που προβλέπει τη σύναψη ατομικών συμβάσεων μίσθωσης έργου για την καθαριότητα των κτιρίων των υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο με το ά. 51 του Ν. 4384/2016 (σκ. 8, 9, 10, 29 της ΣτΕ ΕΑ 205/2016).
2. Ο εξ απόψεως διαχρονικού δικαίου προσδιορισμός του κρίσιμου νομικού καθεστώτος, με ταυτόχρονη αξιοποίηση της νέας οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η οποία πάντως δεν τυγχάνει ακόμη εφαρμογής. Η Επιτροπή Αναστολών έκρινε (παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του ΔΕΕ: ΔΕΕ C-324/14, Partner Apelski Dariusz, σκ. 83, C-213/13, Impresa Pizzarotti, σκ. 31) ότι εφαρμοστέα είναι, κατ’ αρχήν, η οδηγία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για την ανάθεση μιας δημόσιας σύμβασης. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο. Ως εκ τούτου, κρίσιμη ημερομηνία για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η ημερομηνία που φέρει η πρώτη απόφαση εκδήλωσης της βούλησης [της αναθέτουσας αρχής] να μην εφαρμόσει τους κατά τον χρόνο εκείνο ισχύοντες ευρωπαϊκούς κανόνες για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων (πρβλ. C-26/03Stadt Halle και RPL Lochau, σκ. 33) (σκ. 13, 18 της ΣτΕ ΕΑ 205/2016).

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

ΕιρΠατρ 129/2016 : Ασφαλιστικά μέτρα - Προσωρινή διαταγή - Μεταρρύθμιση απόφασης - Υπερχρεωμένα νοικοκυριά - Επιδείνωση οικονομικής κατάστασης αιτούντα - Προσδιορισμός μηνιαίων καταβολών


Κρίθηκε ότι η οικονομική κατάσταση του αιτούντος επιδεινώθηκε μετά την έκδοση της από 7.7.2016 προσωρινής διαταγής, δεδομένου ότι ο μηνιαίος μισθός του ως αστυνομικού μειώθηκε κατά τους θερινούς μήνες (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2016), και παράλληλα οι βιοτικές του ανάγκες από το Σεπτέμβριο 2016 είναι αυξημένες λόγω της έναρξης της σχολικής χρονιάς και της απαιτούμενης δαπάνης για δίδακτρα ξενόγλωσσων μαθημάτων των ανήλικων θυγατέρων του. Συνεπώς η κατά τα παραπάνω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, συνιστά νέο πραγματικό περιστατικό, το οποίο είναι σημαντικό, με ουσιώδη και αποφασιστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού ανατρέπει τα δεδομένα αναφορικά με το εισόδημα και τις βιοτικές ανάγκες του αιτούντος, που αποτελούν ένα από τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Μεταρρύθμιση της από 7.7.2016 προσωρινής διαταγής, ως προς το ύψος της παρακράτησης και των μηνιαίων καταβολών προς το καθού Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.



Αριθμός 129/2016
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Aποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Αναστασοπούλου Ειρηνοδίκη, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πατρών στις 9 Σεπτεμβρίου 2016, ημέρα Παρασκευή και ώρα 9,30 π.μ. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ……… του ……κατοίκου Πατρώνπου παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου ΒΓ
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, εδρεύοντος στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου ΙΜ.
Ο αιτών με την υπό ημερομηνία 5-9-2016 αίτηση του που απηύθυνε στο Δικαστήριο τούτο και για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα του.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 170/2016 πράξη της Ειρηνοδίκη υπηρεσίας δικάσιμος, εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ακολούθησε συζήτηση όπως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την με αριθ. κατ. 170/16 αίτηση, όπως παραδεκτά το αίτημα της συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος κατά τη συζήτηση (άρθρα 224 και 741ΚΠολΔ), ο αιτών, επικαλούμενος νέα πραγματικά περιστατικά, ζητά τη μεταρρύθμιση της από 7-7-2016 προσωρινής διαταγής, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων από Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου επί της από 9-12-2015 και με αρ. κατ. 1097/2015 αίτησης ρύθμισης των οφειλών του του Ν. 3869/2010 εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 682 επΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 691 παρ.2, 696 παρ. 3, 758 και 781 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή και των νομίμων τελών της συζήτησης.
Από τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την από 7-7-2016 προσωρινή διαταγή, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις των ασφαλιστικών μέτρων επί της με αριθ. κατ. 1097/16 αίτησης ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος, ο τελευταίος υποχρεώνεται να καταβάλει προς το καθού από την 1-8-2016 το ποσό των 80 ευρώ το μήνα, πλέον της παρακράτησης από το τελευταίο από τη μισθοδοσία του ποσού 200 ευρώ το μήνα. Για τον ορισμό του ποσού της μηνιαίας δόσης προς το μετέχον καθού το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις μηνιαίες αποδοχές του αιτούντος μέχρι τον Ιούνιο 2016 ποσού 1.049 ευρώ. Σύμφωνα με το άρθ. 5 παρ. 2 ν. 3869/10 για τον προσδιορισμό του ποσού των μηνιαίων καταβολών το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, η οποία προσδιορίζεται αφενός από τα εισοδήματα του και αφετέρου από τις βιοτικές του ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνονται τα στοιχειώδη έξοδα για διατροφή,  ένδυση, θέρμανση, ηλεκτροφωτισμό κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση η οικονομική κατάσταση του αιτούντος επιδεινώθηκε μετά την έκδοση της προσωρινής διαταγής, δεδομένου ότι ο μηνιαίος μισθός του ως αστυνομικού μειώθηκε κατά τους θερινούς μήνες, δηλαδή από Ιούνιο έως και Σεπτέμβριο 2016, κατά ποσό 200 ευρώ περίπου, λόγω της μη χορήγησης προσαυξήσεων για νυκτερινή εργασία και Σαββατοκύριακων, καθώς δεν εργάσθηκε πλέον του νομίμου ωραρίου. Συγκεκριμένα από τα προσκομιζόμενα αναλυτικά σημειώματα αποδοχών προκύπτει ότι το μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος από την εργασία του ανήλθε τον Ιούνιο 2016 σε 841,11 ευρώ, τον Ιούλιο 2016 σε 825,07 ευρώ και τον Αύγουστο 2016 σε 843,07 ευρώ, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους οι αποδοχές του ανέρχονταν στο ληφθέν υπόψη της Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη προσωρινή διαταγή ποσό των 1.049 ευρώ. Παράλληλα οι βιοτικές του ανάγκες από το Σεπτέμβριο 2016 είναι αυξημένες λόγω της έναρξης της σχολικής χρονιάς και της απαιτούμενης δαπάνης για δίδακτρα ξενόγλωσσων μαθημάτων των ανήλικων θυγατέρων του. Η δαπάνη αυτή προϋπήρχε της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή αναφορικά με τη μία θυγατέρα του και μπορούσε να προβλεφθεί και για τις υπόλοιπες, πλην όμως φια τις τελευταίες δεν τέθηκε υπόψη του δικαστηρίου. Συνεπώς η κατά τα παραπάνω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, συνιστά νέο πραγματικό περιστατικό, το οποίο κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, είναι σημαντικό, με ουσιώδη και αποφασιστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού ανατρέπει τα δεδομένα αναφορικά με το εισόδημα και τις βιοτικές ανάγκες του αιτούντος, που αποτελούν ένα από τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να μεταρρυθμιστεί η από 7-7-2016 προσωρινή διαταγή, ως προς το ύψος της παρακράτησης και των μηνιαίων καταβολών προς το καθού, ώστε να προσαρμοστούν στα οικονομικά δεδομένα του αιτούντος και συγκεκριμένα στις αναγκαίες δαπάνες διαβίωση της εξαμελούς οικογένειας του. Έτσι το ποσό των μηνιαίων καταβολών με τη μορφή της παρακράτησης από τη μισθοδοσία του αιτούντος πρέπει να περιοριστεί σε 100 ευρώ το μήνα. Οι μηνιαίες καταβολές του παραπάνω ποσού των 100 ευρώ ορίζονται ως προκαταβολές για τη ρύθμιση του άρθ. 8 παρ. 2, όπως όρισε και η προσβαλλόμενη προσωρινή διαταγή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Μεταρρυθμίζει την από 7-7-2016 προσωρινή διαταγή δικαστή του δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί της με αρ. κατ. 1097/15 αίτησης των οφειλών του αιτούντος του Ν. 3869/2010.
Ορίζει το ποσό της μηνιαίας παρακράτησης από το καθού σε 100 ευρώ το μήνα από 1-10-2016 και αίρει την υποχρέωση του αιτούντος σε καταβολή περαιτέρω μηνιαίας δόσης. Οι καταβολές αυτές θα συνυπολογιστούν στη ρύθμιση του άρθ. 8 παρ. 2.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Πάτρα και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πατρών, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 20-9-2016, απόντων των διαδίκων, παρουσία της γραμματέως Ειρήνης Θέμου.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

"Ο ρόλος του Δικαστή σε ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας ανηλίκων τέκνων" [Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτης]


[Εισήγηση στην ημερίδα Οικογενειακού Δικαίου που διοργάνωσε ο ΔΣ Πατρών με θέμα "Σύγχρονα Ζητήματα Επιμέλειας και Επικοινωνίας Τέκνων" την Παρασκευή 21/11/2014]

"Φυσικά όλοι γνωρίζετε την ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη του βασιλιά Σολομώντα, ο οποίος όταν κλήθηκε να δώσει λύση για το παιδί που διεκδικούσαν δύο γυναίκες, έδωσε διαταγή να τεμαχίσουν το μωρό στη μέση για να πάρει η καθεμιά από ένα κομμάτι και έτσι αποκαλύφθηκε η αληθινή του μητέρα, η οποία φοβούμενη για τη ζωή του παιδιού της, προτίμησε να το χάσει, παρά να το σκοτώσουν, και στην οποία βεβαίως τελικά δόθηκε το παιδί. 
Η ιστορία αυτή, που συνήθως αναφέρεται για να δηλώσει τη σοφία του βασιλιά Σολομώντα, για έναν δικαστή αποκτά και άλλο νόημα, αφού αποδεικνύει ότι η ανάθεση της επιμέλειας ενός παιδιού ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι, όταν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων, ένα από τα πιο δυσχερή ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένας δικαστής. 
Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς που έγκειται η δυσκολία δεδομένου ότι ο δικαστής είναι εφαρμοστής του δικαίου, οπότε δεν έχει παρά να εφαρμόσει τι προβλέπει ο νόμος. Είναι όμως έτσι; 

Πέραν της νομικής του κατάρτισης ποιές άλλες ικανότητες και γνώσεις απαιτείται να διαθέτει ο δικαστής, ώστε λύσει την ενώπιον του διαφορά παρέχοντας τη ζητούμενη δικαστική προστασία κατά τρόπο που, προβαίνοντας σε προσωρινή ή δεσμευτική διάγνωση των εριζόμενων έννομων σχέσεων, να εξειδικεύσει το συμφέρον του τέκνου, που αποτελεί αόριστη νομική έννοια, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής (βλ. ΑΠ 255/2011 ΝοΒ 2011.1533); Ήδη από την ερώτηση διαφαίνονται οι δυσκολίες του ζητήματος, τόσο σε νομικό επίπεδο: εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, όσο και σε πραγματικό: εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και όλα αυτά υπό το φως των πορισμάτων της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής.
Είναι γνωστό στους νομικούς ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής, καταργείται ο συζυγικός οίκος και συνήθως δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, οπότε ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η  ρύθμιση της γονικής μέριμνας και της περιλαμβανόμενης σε αυτήν επιμέλειας των τέκνων γίνεται από το Δικαστήριο (άρθρο 1513 ΑΚ). Καθιερώνεται δε με τη διάταξη του άρθρου 681Γ § 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας, τόσο στη δίκη στον πρώτο βαθμό, όσο και στη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, επί ποινή απαραδέκτου (βλ. αντί πολλών ΕφΑθ 2985/2012 ΕφΑΔ 2013.1101). Έτσι πρώτο μέλημα του Δικα-στή κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο είτε της αγωγής είτε της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων περί επιμέλειας ή επικοινωνίας ανήλικων τέκνων είναι, πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά. Και είναι σοφή η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη. Όχι, βεβαίως γιατί αυτό θα απάλλασσε το δικαστή από το βάρος της επιλογής. Αλλά γιατί σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 Σ,  -διάταξη που αποτελεί τη βασική κατεύθυνση ερμηνείας των διατάξεων που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα (βλ. Belling/Ορφανίδης, Η δράση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ιδιωτικό δίκαιο, ΝοΒ 53. 41)- ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η διάταξη δεν περιορίζει την υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει μόνο την αξιοπρέπεια του ενήλικου ανθρώπου, αλλά αναφέρεται ευρύτερα στον άνθρωπο. Συνεπώς, εμπίπτει στη ρύθμισή της και ο ανήλικος άνθρωπος που είναι το παιδί. Από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι η Πολιτεία δεν αρκεί να σέβεται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά και να την προστατεύει. Συνεπώς, για λόγους σεβασμού, το Κράτος δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν να επεμβαίνει στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου, αλλά όταν αυτή πλήττεται, τότε έχει καθήκον προστασίας (βλ. Canaris, JuS 1989, 161, 163). Σε περιπτώσεις διακινδύνευσης ή επέμβασης στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και δη του αντικειμενικά πιο αδύναμου ανηλίκου ανθρώπου από πλευράς τρίτου ιδιώτη, το Κράτος πρέπει να προσφέρει επαρκή προστασία (βλ. Belling, ZfA, 1999, 547, 572, Canaris, AcP, 225 επ. 227). Στις διαφορές που αφορούν την επιμέλεια ή την επικοινωνία τέκνων η παροχή της ζητούμενης έννομης προστασίας παρεμβαίνει στον πυρήνα των ιδιωτικών σχέσεων των ανθρώπων: ήτοι αυτή των γονιών με τα παιδιά τους. Η ρύθμιση των σχέσεων αυτών γίνεται, ως ελέχθη, υπό τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 § 1 Σ του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, ώστε σε περίπτωση συμφωνίας των γονιών να αποφεύγεται η παρέμβαση. Πέραν αυτού, την πρακτική σπουδαιότητα της ανωτέρω προδικασίας για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, αντιλαμβάνονται όλοι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης, δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόροι που έχουν αντιμετωπίσει πολλές φορές τόσο στα αστικά όσο και στα ποινικά ακροατήρια της συνέπειες από την έλλειψή της. Και τούτο διότι οι γονείς, είναι αυτοί που θα κληθούν να εφαρμόσουν στην καθημερινή ζωή τους τη δικαστική απόφαση που ρυθμίζει ζητήματα που άπτονται των προσωπικών τους σχέσεων, και αν εναντιώνονται σε αυτήν, δημιουργούν με τη συμπεριφορά τους πλήθος προβλημάτων που αποτελούν συνήθως την αφετηρία άλλων δικών, οι οποίες ενισχύουν τη μεταξύ αυτών [γονιών] αντιδικία. Η δε αντιδικία μεταξύ των γονιών βλάπτει σοβαρά την ψυχική πρωτίστως και ενίοτε και τη σωματική υγεία των παιδιών. Γι’ αυτό οι δικαστές όχι μόνο κατά την εκδίκαση των αγωγών, αλλά και κατά την εκδίκαση των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων για επιμέλεια ή επικοινωνία τέκνων, επιδιώκουν με αρωγούς τους δικηγόρους, τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, πολλές φορές νουθετώντας τους διαδίκους, τονίζοντας την βλαβερή επίδραση της γονεϊκής αντιδικίας στον ψυχισμό των τέκνων τους και την ανάγκη της μεταξύ τους συνεργασίας, ανεξαρτήτως της έντασης των διαπροσωπικών τους διαφορών, στο πεδίο άσκησης των γονεϊκού τους ρόλου που αναπόδραστα οδηγεί στην εξεύρεση συναινετικής λύσης. Δεν όμως, σπάνιες οι περιπτώσεις που τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς δυναμιτί-ζουν οι διαφωνίες των γονέων αναφορικά με τη ρύθμιση οικονομικών τους ζητημάτων όπως λ.χ. της διατροφής που οφείλεται εκ του νόμου στα ανήλικα τέκνα τους, ή τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα. Κατά την προσπάθεια όμως συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ο δικαστής, δεν ξεχνά τη διάταξη του άρθρου 681Γ § 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το Δικαστήριο». Διότι, ναι μεν κατά τεκμήριο οι γονείς πάντοτε ενδιαφέρονται για τα τέκνα τους, χωρίς όμως να είναι και βέβαιο ότι, αντικειμενικώς ερευνώμενη, η βούληση αυτή των γονέων ταυτίζεται με το πραγματικό συμφέρον του τέκνου. Γι’ αυτό να επισημανθεί ότι τόσο η ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου όσο και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο, λόγω του έντονα προσωπικού και ηθικού χαρακτήρα τους, είναι ανεπίδεκτα διάθεσης, ήτοι δεν είναι δεκτικά δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 293 § 1 ΚΠολΔ- ΕφΛαρ 189/2003 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003.272- ΕφΑθ 1461/1997 ΕλλΔνη 38. 868 βλ. βλ. Κ. Παπαδόπουλου, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου» τομ. Β΄, εκδ. 2003, § 220 σελ. 315-316- Βαθρακοκοίλη, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Β΄ εκδ. [2000], υπό άρθρο 1520 αρ. 13).