Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

"Ο ρόλος του Δικαστή σε ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας ανηλίκων τέκνων" [Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτης]


[Εισήγηση στην ημερίδα Οικογενειακού Δικαίου που διοργάνωσε ο ΔΣ Πατρών με θέμα "Σύγχρονα Ζητήματα Επιμέλειας και Επικοινωνίας Τέκνων" την Παρασκευή 21/11/2014]

"Φυσικά όλοι γνωρίζετε την ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη του βασιλιά Σολομώντα, ο οποίος όταν κλήθηκε να δώσει λύση για το παιδί που διεκδικούσαν δύο γυναίκες, έδωσε διαταγή να τεμαχίσουν το μωρό στη μέση για να πάρει η καθεμιά από ένα κομμάτι και έτσι αποκαλύφθηκε η αληθινή του μητέρα, η οποία φοβούμενη για τη ζωή του παιδιού της, προτίμησε να το χάσει, παρά να το σκοτώσουν, και στην οποία βεβαίως τελικά δόθηκε το παιδί. 
Η ιστορία αυτή, που συνήθως αναφέρεται για να δηλώσει τη σοφία του βασιλιά Σολομώντα, για έναν δικαστή αποκτά και άλλο νόημα, αφού αποδεικνύει ότι η ανάθεση της επιμέλειας ενός παιδιού ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι, όταν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων, ένα από τα πιο δυσχερή ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένας δικαστής. 
Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς που έγκειται η δυσκολία δεδομένου ότι ο δικαστής είναι εφαρμοστής του δικαίου, οπότε δεν έχει παρά να εφαρμόσει τι προβλέπει ο νόμος. Είναι όμως έτσι; 

Πέραν της νομικής του κατάρτισης ποιές άλλες ικανότητες και γνώσεις απαιτείται να διαθέτει ο δικαστής, ώστε λύσει την ενώπιον του διαφορά παρέχοντας τη ζητούμενη δικαστική προστασία κατά τρόπο που, προβαίνοντας σε προσωρινή ή δεσμευτική διάγνωση των εριζόμενων έννομων σχέσεων, να εξειδικεύσει το συμφέρον του τέκνου, που αποτελεί αόριστη νομική έννοια, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής (βλ. ΑΠ 255/2011 ΝοΒ 2011.1533); Ήδη από την ερώτηση διαφαίνονται οι δυσκολίες του ζητήματος, τόσο σε νομικό επίπεδο: εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, όσο και σε πραγματικό: εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και όλα αυτά υπό το φως των πορισμάτων της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής.
Είναι γνωστό στους νομικούς ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής, καταργείται ο συζυγικός οίκος και συνήθως δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, οπότε ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η  ρύθμιση της γονικής μέριμνας και της περιλαμβανόμενης σε αυτήν επιμέλειας των τέκνων γίνεται από το Δικαστήριο (άρθρο 1513 ΑΚ). Καθιερώνεται δε με τη διάταξη του άρθρου 681Γ § 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας, τόσο στη δίκη στον πρώτο βαθμό, όσο και στη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, επί ποινή απαραδέκτου (βλ. αντί πολλών ΕφΑθ 2985/2012 ΕφΑΔ 2013.1101). Έτσι πρώτο μέλημα του Δικα-στή κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο είτε της αγωγής είτε της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων περί επιμέλειας ή επικοινωνίας ανήλικων τέκνων είναι, πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά. Και είναι σοφή η πρόβλεψη αυτή του νομοθέτη. Όχι, βεβαίως γιατί αυτό θα απάλλασσε το δικαστή από το βάρος της επιλογής. Αλλά γιατί σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 Σ,  -διάταξη που αποτελεί τη βασική κατεύθυνση ερμηνείας των διατάξεων που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα (βλ. Belling/Ορφανίδης, Η δράση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ιδιωτικό δίκαιο, ΝοΒ 53. 41)- ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η διάταξη δεν περιορίζει την υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει μόνο την αξιοπρέπεια του ενήλικου ανθρώπου, αλλά αναφέρεται ευρύτερα στον άνθρωπο. Συνεπώς, εμπίπτει στη ρύθμισή της και ο ανήλικος άνθρωπος που είναι το παιδί. Από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι η Πολιτεία δεν αρκεί να σέβεται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά και να την προστατεύει. Συνεπώς, για λόγους σεβασμού, το Κράτος δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν να επεμβαίνει στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου, αλλά όταν αυτή πλήττεται, τότε έχει καθήκον προστασίας (βλ. Canaris, JuS 1989, 161, 163). Σε περιπτώσεις διακινδύνευσης ή επέμβασης στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και δη του αντικειμενικά πιο αδύναμου ανηλίκου ανθρώπου από πλευράς τρίτου ιδιώτη, το Κράτος πρέπει να προσφέρει επαρκή προστασία (βλ. Belling, ZfA, 1999, 547, 572, Canaris, AcP, 225 επ. 227). Στις διαφορές που αφορούν την επιμέλεια ή την επικοινωνία τέκνων η παροχή της ζητούμενης έννομης προστασίας παρεμβαίνει στον πυρήνα των ιδιωτικών σχέσεων των ανθρώπων: ήτοι αυτή των γονιών με τα παιδιά τους. Η ρύθμιση των σχέσεων αυτών γίνεται, ως ελέχθη, υπό τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 § 1 Σ του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, ώστε σε περίπτωση συμφωνίας των γονιών να αποφεύγεται η παρέμβαση. Πέραν αυτού, την πρακτική σπουδαιότητα της ανωτέρω προδικασίας για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, αντιλαμβάνονται όλοι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης, δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόροι που έχουν αντιμετωπίσει πολλές φορές τόσο στα αστικά όσο και στα ποινικά ακροατήρια της συνέπειες από την έλλειψή της. Και τούτο διότι οι γονείς, είναι αυτοί που θα κληθούν να εφαρμόσουν στην καθημερινή ζωή τους τη δικαστική απόφαση που ρυθμίζει ζητήματα που άπτονται των προσωπικών τους σχέσεων, και αν εναντιώνονται σε αυτήν, δημιουργούν με τη συμπεριφορά τους πλήθος προβλημάτων που αποτελούν συνήθως την αφετηρία άλλων δικών, οι οποίες ενισχύουν τη μεταξύ αυτών [γονιών] αντιδικία. Η δε αντιδικία μεταξύ των γονιών βλάπτει σοβαρά την ψυχική πρωτίστως και ενίοτε και τη σωματική υγεία των παιδιών. Γι’ αυτό οι δικαστές όχι μόνο κατά την εκδίκαση των αγωγών, αλλά και κατά την εκδίκαση των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων για επιμέλεια ή επικοινωνία τέκνων, επιδιώκουν με αρωγούς τους δικηγόρους, τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, πολλές φορές νουθετώντας τους διαδίκους, τονίζοντας την βλαβερή επίδραση της γονεϊκής αντιδικίας στον ψυχισμό των τέκνων τους και την ανάγκη της μεταξύ τους συνεργασίας, ανεξαρτήτως της έντασης των διαπροσωπικών τους διαφορών, στο πεδίο άσκησης των γονεϊκού τους ρόλου που αναπόδραστα οδηγεί στην εξεύρεση συναινετικής λύσης. Δεν όμως, σπάνιες οι περιπτώσεις που τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς δυναμιτί-ζουν οι διαφωνίες των γονέων αναφορικά με τη ρύθμιση οικονομικών τους ζητημάτων όπως λ.χ. της διατροφής που οφείλεται εκ του νόμου στα ανήλικα τέκνα τους, ή τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα. Κατά την προσπάθεια όμως συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ο δικαστής, δεν ξεχνά τη διάταξη του άρθρου 681Γ § 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το Δικαστήριο». Διότι, ναι μεν κατά τεκμήριο οι γονείς πάντοτε ενδιαφέρονται για τα τέκνα τους, χωρίς όμως να είναι και βέβαιο ότι, αντικειμενικώς ερευνώμενη, η βούληση αυτή των γονέων ταυτίζεται με το πραγματικό συμφέρον του τέκνου. Γι’ αυτό να επισημανθεί ότι τόσο η ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου όσο και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο, λόγω του έντονα προσωπικού και ηθικού χαρακτήρα τους, είναι ανεπίδεκτα διάθεσης, ήτοι δεν είναι δεκτικά δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 293 § 1 ΚΠολΔ- ΕφΛαρ 189/2003 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003.272- ΕφΑθ 1461/1997 ΕλλΔνη 38. 868 βλ. βλ. Κ. Παπαδόπουλου, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου» τομ. Β΄, εκδ. 2003, § 220 σελ. 315-316- Βαθρακοκοίλη, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Β΄ εκδ. [2000], υπό άρθρο 1520 αρ. 13). 
Ενόψει λοιπόν του ότι από τη φύση τους τα δικαιώματα αυτά εξέρχονται από τα όρια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, αποδοχή αγωγής ή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που αφορά αιτήματα περί ανάθεσης της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου ή προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με τα αυτά [τέκνα], εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (πρβλ. αρθρ. 681 Γ § 1 και 600 ΚΠολΔ). 
Έτσι το συμφέρον του τέκνου αναγορεύεται από το δίκαιο και δη τη διάταξη του άρθρου 1511 εδ. α΄ ΑΚ, ως το αποφασιστικότερο κριτήριο για τη διαμόρφωση της σχετικής δικαστικής κρίσης και όχι η βούληση των γονέων του. Δηλαδή το συμφέρον του τέκνου είναι η κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της (για την έννοια και τα κριτήρια αναζήτησης του συμφέροντος του ανηλίκου βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, «Οικογενειακό Δίκαιο», β΄ έκδοση τομ. II, σελ. 207, 208 και σελ. 235). Ως συμφέρον του παιδιού εννοείται το σωματικό, το υλικό, το πνευματικό, το ψυχικό και το ηθικό και γενικότερα κάθε είδους συμφέρον, με προέχοντα όμως το χαρακτήρα του ως το ψυχικό και το ηθικό (βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, όπ.π. σελ. 207- Κ. Παπαδόπουλου, όπ.π. § 173, σελ. 258). Το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο που εξειδικεύεται από το δικαστή (ΑΠ 537/2012 ΧρΙΔ 2012.661- ΑΠ 2130/2007- ΕφΑθ 2459/2013- ΕφΛαρ 387/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ - βλ. Βαθρακοκοίλη, όπ.π. υπό άρθρο 1511 αρ. 10- Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, όπ.π. σελ. 207). Για την εξειδίκευση της αοριστίας της νομικής αυτής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία. Κατά τη λήψη της απόφασής του όμως, ο δικαστής πρέπει να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 1511 εδ. γ΄ ΑΚ). Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο. Η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την βρεφική-νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του παιδιού. Και είναι πολλές πλέον οι περιπτώσεις που η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου ανατίθεται στον πατέρα. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε τέτοια ρύθμιση, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του γονέα για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του με τους αδελφούς του, ώστε να αποφεύγεται η διάσπαση της αδελφικής συμβίωσης και της μεταξύ τους αλληλεγγύης (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, όπ.π. § 173, σελ. 259). Συνεκτιμώνται επίσης οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση των γονιών (ΑΠ 952/2007), χωρίς όμως, να ασκεί αποφασιστική επίδραση, μόνο το γεγονός ότι ένας από τους γονείς είναι σε θέση να εξασφαλίσει στο τέκνο πιθανόν καλύτερη διαμονή, περισσότερες υλικές ανέσεις και δυνατότητα μόρφωσης, διότι πρέπει κατά βάση να τηρείται η αρχή της ισότητας των γονέων και της μη διάκρισης αυτών από περιουσιακής άποψης. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του γονέα, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006). Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του τέκνου, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρά την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Διότι ναι μεν το συμφέρον του ανηλίκου απαιτεί καταρχήν την παρουσία και των δύο γονέων του αλλά, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, όπως στην περίπτωση του διαζυγίου ή της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει σαν πλέον κατάλληλη λύση να επιλέγεται εκείνη που θα έχει στην περαιτέρω ανάπτυξη του τέκνου τη μικρότερη επιβάρυνση από τις συνέπειες κατάρρευσης του γάμου των γονέων (ΕφΛαρ 387/2006 - ΜΠρΝάξου 61/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την κρίση του συμφέροντος πρέπει να αντιμετωπισθούν όλα τα στοιχεία που διαμορφώνουν ένα σύγχρονο και πολιτισμένο επίπεδο ζωής του ανηλίκου, που θα συμβάλλουν στη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (ΕφΛαρ 387/2006 όπ.π.). Πάντως, όταν οι γονείς είναι εξίσου κατάλληλοι για την άσκηση της γονικής μέριμνας, ρίπτεται το βάρος στη μη διατάραξή του μέχρι τότε τρόπου ζωής του τέκνου, δηλαδή η γονική μέριμνα ή η οριστική επιμέλεια περιέρχεται σε εκείνον τον γονέα που μέχρι τότε είχε κυρίως ή αποκλειστικά την επιμέλεια του τέκνου (ΑΠ 728/1990 ΕλλΔνη 32.3224- ΑΠ 283/1986 ΕλλΔνη 27.287).
Ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, συνε-κτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Η δυσχέρεια εδώ είναι πραγματική. Δυστυχώς, στη δικαστηριακή πρακτική, όλα τα ανωτέρω στοιχεία βάσει των οποίων θα γίνει η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, το κυριότερο -και ενίοτε και το μοναδικό- αποδεικτικό μέσο, για να διερευνήσει όλα τα ανωτέρω ο δικαστής είναι οι μάρτυρες, οι οποίοι όμως, προέρχονται συνήθως από το συγγενικό περιβάλλον των διαδίκων και λαμβάνοντας θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, συμμετέχουν με τον τρόπο τους στην αντιδικία των γονέων, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η αξιοπιστία τους και όχι σπάνια να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν την υπόθεση. Απομένει λοιπόν στο δικαστή να σταθμίσει το αποδεικτικό υλικό του με βάσει την εμπειρία του και να εκτιμήσει την προσωπικότητα και την παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα στα λίγα λεπτά του ακροατηρίου που έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τους γονείς ως διαδίκους (άρθρο 415 ΚΠολΔ). Γι’ αυτό είναι ιδιαιτέρα σημαντική η διάταξη του άρθρου 681Γ § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι στις διαφορές που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων καθιερώνεται στάδιο υπο-χρεωτικής προδικασίας, το οποίο περιλαμβάνει την έρευνα, από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο, έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης, διάταξη όμως που στη δικαστηριακή πρακτική δεν έχει τύχει της εφαρμογής που θα έπρεπε. Και  τούτο λόγω πρακτικών δυσχερειών που άπτονται με τη λειτουργία και στελέχωση των αντιστοίχων κοινωνικών υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων δεν υποβάλλεται η σχετική έκθεση και προκειμένου να μην αποτελέσει η έλλειψη αυτή τροχοπέδη για την εκδίκαση της υπόθεσης, είναι σύνηθες στη νομολογία να αναφέρεται ότι «Δεν αποτελεί κώλυμα για την πρόοδο της δίκης η παράλειψη υποβολής έκθεσης κοινωνικής έρευνας περί των συνθηκών διαβίωσης των ανήλικων τέκνων (άρθρα 681Β § 1 εδ. β΄, 681Γ §§ 1 και 2 εδ. α ΚΠολΔ και 19 § 4 του Ν. 2521/1997- βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1457/2004 - ΜΠρΡοδ 19/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) ή «δεν δημιουργείται απαράδεκτο, καθώς δεν έχει ιδρυθεί στην περιφέρεια του δικάζοντος Πρωτοδικείου η αρμόδια προς τούτο Κοινωνική Υπηρεσία, με αποτέλεσμα έως την έκδοση του απαραίτητου για την ίδρυση της Προεδρικού Διατάγματος η τήρηση της παραπάνω προϋπόθεσης να ατονεί» (βλ. ΕφΑθ 1388/2007, ΕφΑΔ 2008, σελ. 229). Τούτο δεν σημαίνει ότι οι δικαστές δεν έχουν αντιληφθεί τη σπουδαιότητά της ανωτέρω ρύθμισης. Αντιθέτως. Γι’ αυτό αξίζει να μνημονευθεί η περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε, μεταξύ άλλων, με τη μη οριστική απόφασή του (ΜΠρΛάρισας 404/2009) τη διενέργεια έρευνα, από ειδικευμένο υπάλληλο της Κοινωνικής Πρόνοιας για τις συνθήκες διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο, έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης και η εν λόγω απόφασή του διαβιβάστηκε για να εκτελεστεί στη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λ., η οποία περιλάμβανε Τμήμα κοινωνικής εργασίας και έρευνας και ήταν αρμόδια κοινωνική υπηρεσία στο νομό, για τη διενέργεια της σχετικής έρευνας, πλην όμως, η υπηρεσία εκείνη δεν πραγματοποίησε τη διαταχθείσα έρευνα, διότι, όπως ανέφερε με έγγραφο της προς το Δικαστήριο, «είναι αδύνατο η υπηρεσία να εκτελέσει τη διάταξη (που αναφέρθηκε), επειδή εκ των δύο κοινωνικών λειτουργών που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία η μία απεβίωσε, η δε άλλη απουσιάζει με αναρρωτική άδεια για μεγάλο χρονικό διάστημα...», οπότε στη συνέχεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγκαστικά προχώρησε στην έκδοση οριστικής απόφασης για υπόθεση, μολονότι δεν είχε διενεργηθεί η επιτόπια έρευνα, την οποία είχε διατάξει. Το Εφετείο που επιλήφθηκε της υπόθεσης με την τελεσίδικη απόφασή του [ΕφΛαρ 454/2011 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2011.581] έκρινε επί του σχετικού λόγου έφεσης ότι η ενέργεια αυτή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπήρξε σύννομη, με την αιτιολογία ότι «η έρευνα που καθιερώνεται στο άρθρο 681Γ § 2α ΚΠολΔ ως υποχρεωτική προδικασία των δικών που αφορούν διαφορές του άρθρο 681Β §1β ΚΠολΔ, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί εξαιτίας έλλειψης αρμόδιων υπαλλήλων, γεγονός που ισοδυναμεί με ανυπαρξία αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας». Είναι τούτο λυπηρό διότι, ο νόμος αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα συνδρομής του δικαστή, και από άλλους ειδικούς επιστήμονες [κοινωνικούς λειτουργούς ή ψυχολόγους] στις υποθέσεις που αφορούν την επιμέλεια και επικοινωνία των ανήλικων τέκνων προέβη στη σχετική νομοθετική ρύθμιση, η οποία πολύ ορθά καθιερώνει υποχρεωτικό στάδιο προδικασίας για να διενεργηθεί έρευνα, από αμερόληπτους και ειδικευμένους προς τούτο επιστήμονες των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών δηλ. κοινωνικούς λειτουργούς ή ψυχολόγους, για τις συνθήκες διαβίωσης του ανηλίκου, ρύθμιση η οποία όμως στην πράξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί, παρά την πρακτική σπουδαιότητά της. Έτσι καλείται ο δικαστής μέσω του -συνήθως ανεπαρκούς- αποδεικτικού υλικού, να καλύψει το κενό αυτό, χωρίς όμως τούτο (παρά τη φιλότιμη και αγωνιώδη προσπάθεια του) να καθίσταται δυνατό για αντικειμενικούς λόγους, οι οποίοι αφενός ανάγονται στο διαφορετικό ρόλο και πλαίσιο που καλείται να κινηθεί ο δικαστής σε σχέση με τον κοινωνιολόγο ή ψυχολόγο και αφετέρου λόγω του διαφορετικού γνωστικού αντικειμένου του καθενός. Πέραν όμως, κοινωνιολογικών γνώσεων, απαιτούνται από τον εφαρμοστή του δικαίου και γνώσεις εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Ειδικότερα ελέχθη ανωτέρω ότι ένα από τα κριτήρια και μάλιστα πολύ σημαντικό για την εξειδίκευση του συμφέροντός του τέκνου αποτελεί και η προσωπική του γνώμη. Είναι γνωστό στους νομικούς ότι το δικαστήριο, επί διακοπής της συμβίωσης των συζύγων, προκειμένου να ρυθμίσει τη γονική μέριμνα-επιμέλεια, πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον κρίνει ότι το ανήλικο τέκνο, ανεξάρτητα από την ηλικία του, έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του (άρθρ. 1511 ΑΚ και 681Γ § 3 εδ. α` και 4 εδ. α`, δ` και ε` ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι η ηλικία του παιδιού δεν μπορεί καθεαυτή να εκτιμηθεί από το δικαστήριο ως στοιχείο της ωριμότητας ούτε ως δίδαγμα της κοινής πείρας, για την κρίση του δε αυτή ως προς την ανάγκη ακρόασης του τέκνου και ως προς την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται ούτε αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος κατ’ άρθρο 561 ΚΠολΔ (ΑΠ 1316/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 180/1986 ΕλλΔνη 1986.496- βλ. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ ΙΙ, [2000], υπό άρθρο 681Γ, αρ. 4). Να επισημανθεί εξάλλου ότι εφόσον το παιδί είναι φορέας θεμελιωδών δικαιωμάτων, έχει δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του (άρθρο 5 § 1 Σ). Το κατά πόσο το παιδί είναι σε θέση να κρίνει πραγματικά σε τι συνίσταται η ελευθερία του να αποφασίζει για τον εαυτό του, επειδή αντικειμενικά ως ανήλικος άνθρωπος δεν διαθέτει την εμπειρία του ενήλικου ανθρώπου, αποτελεί ερευνητέο ζήτημα του δικαστηρίου. Πάντως, αφ’ ης στιγμής το παιδί είναι φορέας θεμελιωδών δικαιωμάτων, δηλαδή δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, οπότε έχει δικαίωμα στην παροχή εννόμου προστασίας και ακρόασης (άρθρο 20 § 1 Σ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο υποχρεούται να το ακούσει κατ’ ιδίαν -εφόσον η ηλικία και η υγεία του παιδιού το επιτρέπουν - και ότι η δια-κριτική ευχέρεια που του παρέχει ο κοινός νόμος να το ακούσει ή όχι, δεν είναι κοινοτικά και συνταγματικά επιτρεπτή. Επομένως, υπό την επιφύλαξη ότι τούτο το επιτρέπει η ηλικία του και η υγεία του, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο αυτεπαγγέλτως να το ακούσει. Σημειωτέον ότι και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 25 Ιανουαρίου 1996 και κυρώθηκε με το ν. 2502/1997, [ΦΕΚ Α' 103/28-5-97], ώστε, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 Σ, αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, υπερισχύον κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, προβλέπεται ρητά στα άρθρα 3 και 6 της παραπάνω σύμβασης, το Δικαίωμα στην πληροφόρηση και στην έκφραση της γνώμης κατά τις διαδικασίες και ειδικότερα ορίζεται ότι «σε ένα παιδί που θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει επαρκή κρίση, στις διαδικασίες που το αφορούν ενώπιον μιας δικαστικής αρχής, παρέχονται τα ακόλουθα δικαιώματα, την απόλαυση των οποίων μπορεί να ζητήσει και το ίδιο: α. να λάβει οποιαδήποτε κατάλληλη πληροφορία, β. να ερωτάται και να εκφράζει τη γνώμη του, γ. να πληροφορείται για τις ενδεχόμενες συνέπειες της θέσης σε εφαρμογή της γνώμης του και για τις ενδεχόμενες συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης», η δικαστική αρχή, πριν να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, οφείλει: α. να εξετάσει αν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να λάβει μια απόφαση προς το ύψιστο συμφέρον του και, ενδεχομένως, να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες, ειδικότερα από την πλευρά των κατόχων γονικών ευθυνών, β. όταν το παιδί θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει μια επαρκή κρίση:  - να εξασφαλίσει ότι το παιδί έχει λάβει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία, - να ρωτήσει στις κατάλληλες περιπτώσεις το παιδί προσωπικά, εν ανάγκη και’ ιδίαν, ή μέσω άλλων προσώπων ή οργάνων, με μια μορφή κατάλληλη προς την κρίση του, εκτός αν αυτή είναι εμφανώς αντίθετη προς τα ύψιστα συμφέροντα του παιδιού, -να επιτρέψει στο παιδί να εκφράσει τη γνώμη του. γ. να λάβει νόμιμα υπόψη τη γνώμη που εκφράστηκε από αυτό». Η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 681Γ § 4 εδ. δ΄ και ε του ΚΠολΔ -όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του ν. 247/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 § 3 του ν. 2521/1997- ορίζει ότι «Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σε αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει δια­φορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσε­ται έκθεση». Τώρα που, πότε και πώς λαμβάνει χώρα αυτή η κατ’ ιδίαν ακρόαση του ανήλικου τέκνου από το Δικαστή είναι ένα ζήτημα που συναρτάται με τη γενικότερη έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής των Δικαστηρίων. Αλλά το κυριότερο ζήτημα στην τόσο ουσιώδη για τις υποθέσεις επιμέλειας και επικοινωνίας ανήλικων τέκνων, κατ’ ιδίαν ακρόαση του ανήλικου τέκνου από το δικαστή είναι ότι ο τελευταίος ως νομικός εισέρχεται σε ένα πεδίο που απαιτεί κυρίως γνώσεις ψυχολογίας -ορίζοντας την ψυχολογία ως την επιστήμη που διερευνά τις βασικές ψυχικές λειτουργίες του ατόμου- και μάλιστα εξειδικευμένες γνώσεις εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχολογίας, αγνοώντας το γνω-στικό αυτό αντικείμενο και χωρίς να έχει λάβει -θεσμικά τουλάχιστον- οποιουδήποτε είδους εκπαίδευση. Επαφίεται λοιπόν στις εμπειρίες και στις ιδιαίτερες, προσωπικές ικανότητες επικοινωνίας και ευαισθησίας και στο βαθμό προσωπικής ενσυναίσθησης του κάθε δικαστικού λειτουργού η ουσιαστική επικοινωνία και ακρόαση του ανήλικου τέκνου, ώστε να μπορεί ο εφαρμοστής του δικαίου να διακρίνει την ελεύθερη και ανεπηρέαστη γνώμη του ανήλικου τέκνου από τις επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων τρίτων συγγενικών του προσώπων, (στη νομολογία αναφέρεται ότι «σε ανήλικα μικρής ηλικίας, η βούλησή τους δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη χωρίς περαιτέρω έρευνα, καθόσον σε πολλές περιπτώσεις στηρίζεται στη μονομερή επίδραση του ενός από τους γονείς βλ. ΕφΛαρ 387/2006 - ΜΠρΝάξου 61/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή να αντιληφθεί ότι η απόρριψη του γονέα μπορεί να είναι η έκφραση του θυμού του παιδιού για την οδυνηρή για αυτό κατάσταση. Με άλλα λόγια το έργο του δικαστή είναι ιδιαίτερα δυσχερές αφού συνήθως έχει να αντιμετωπίσει ένα ανήλικο παιδί που ήδη λόγω της διάρρηξης της οικογενειακής ζωής, νοιώθει τουλάχιστον ανασφάλεια και βρίσκεται πολύ δύσκολη ψυχολογικά θέση, αφού καλείται να επιλέξει ανάμεσα στους γονείς του (η άστοχη ερώτηση των «μεγάλων» στα παιδιά υπό τύπον αστεϊσμού «ποιον αγαπάς περισσότερο τον μπαμπά ή τη μάμα»; υλοποιείται πλέον ως εφιάλτης που θα καθορίσει πια τη ζωή του). Περαιτέρω, η κλήση του παιδιού στο Δικαστήριο του προκαλεί και συναι-σθηματική φόρτιση αφού στη δικαστηριακή πρακτική έχει διαπιστωθεί πολλές φορές ότι όταν ερωτώνται τα παιδιά το λόγο που λαμβάνει χώρα η κατ’ ιδίαν συνάντηση τους με το Δικαστή δεν γνωρίζουν να απαντήσουν, έτσι ώστε γίνεται φανερό ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων ακόμη και εάν έχει επιχειρηθεί από τους γονείς προσπάθεια επηρεασμού της βούλησης/γνώμης του παιδιού, κανείς από το οικογενειακό περιβάλλον δεν το έχει προετοιμάσει ψυχολογικά για αυτή τη συνάντηση, ούτε του έχει εξηγήσει το πλαίσιο της όλης διαδικασίας. Αυτό γίνεται ακόμη εντονότερο στις υποθέσεις που η αντιδικία των γονέων έχει περάσει και το κατώφλι του Εισαγγελέα και έχει υπάρξει και ακρόαση από εισαγγελικό λειτουργό, γεγονός που επιτείνει ακόμη περισσότερο τη σύγχυση του παιδιού αναφορικά με το νόημα της συνάντησης του με το Δικαστή και τι να αναμένει από αυτήν, οπότε του δημιουργείται επιπλέον ανασφάλεια. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η ενημέρωση του παιδιού και αντίστοιχα η εκπαίδευση του δικαστικού λειτουργού για αυτή την κατ’ ιδίαν συνάντηση του με παιδί από ειδικούς παιδοψυχολόγους-παιδοψυχιατρους που θα προτείνουν ένα πλαίσιο συνάντησης. Στη δικα-στηριακή πρακτική ο δικαστής, σεβόμενος τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, κατά την κατ’ ιδίαν συνάντηση του με το παιδί δεν τονίζει την εξουσία του, γι’ αυτό, χωροταξικά ο δικαστής δεν κάθεται απόμακρος στο γραφείο του, αλλά στο ίδιο ύψος με το παιδί σε κοντινή με αυτό απόσταση, τέτοια όμως που να διασφαλίζει την ελευθερία των κινήσεων του παιδιού και να δείχνει σεβασμό στον προσωπικό του χώρο, του συστήνεται, του εξηγεί το λόγο της κατ’ ιδίαν συνάντησής του και συζητά αρχικά μαζί του γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα της ζωής του παιδιού κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του, προσεγγίζοντας σταδιακά και πολύ διακριτικά όλο και πιο προσωπικά στοιχεία της διαβίωσης με τους γονείς του ώστε να μπορέσει να ρωτήσει τη γνώμη του παιδιού σχετικά με το επίδικα ζητήματα της επιμέλεια ή της επικοινωνίας. Σπάνιες, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις στη δικαστηριακή πρακτική που το παιδί αρνήθηκε να προσέλθει στη συνάντηση. Στην περίπτωση αυτή το ανήλικο τέκνο δεν πρέπει να πιέζεται και το Δικαστήριο μπορεί να ορίσει νέο χρόνο επικοινωνίας. Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί στον εφαρμοστή του δικαίου το ζήτημα της εκτίμησης της γνώμης του ανηλίκου δηλ. εάν η γνώμη αυτή είναι δεσμευτική ακόμη και στην περίπτωση που ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία δεν συνηγορούν προς τούτο ή απλώς η εξωτερικευθείσα γνώμη του παιδιού απλώς συνεκτιμάται; Από τη διατύπωση των άρθρων 1511 § 3 ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 681Γ § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ  συνάγεται ότι είναι υποχρεωτικό για το δικαστή να ζητά και να συνεκτιμά τη γνώμη του παιδιού, χωρίς όμως η γνώμη αυτή να είναι δεσμευτική (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, όπ.π. σελ. 208), διότι όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία «Το συμφέρον του τέκνου, λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωση του, λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλάκις, η θέληση του ανηλίκου, είναι αποτέλεσμα επηρεασμού του και πρόσκαιρη, και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του» (ΑΠ 104/2012 ΕφΑΔ 2012.588- ΑΠ 1027/2010 ΤΝΠ ΝΙΟΜΟΣ - ΕφΑθ 2459/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρακτικό όμως ζήτημα της συνεκτίμησης της γνώμης του τέκνου δεν είναι νέο. Ταλανίζει τους δικαστές από δεκαετίες και συναρτάται και με το ζήτημα της εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί αφού, όπως πολύ εύστοχα επεσήμαιναν οι συνάδελφοι Αικ. Τσιγκρέλη-Παπαδιά και Δ. Κωνσταντίνου-Περιστερίδου στη μελέτη τους «Οι προβληματισμοί του εφαρμοστή του δικαίου» (δημοσιευμένη σε ΕΝΟΒΕ 8: Θέματα γονικής μέριμνας (1989) 98 επ.) «στην περίπτωση της συνεκτίμησης όταν η γνώμη του παιδιού συγκρούεται με τα συμπεράσματα από τη χρήση άλλων κρι­τηρίων και είναι σαφώς αντίθετη με τη ρύθμιση, η απόφαση θα μείνει ανεκτέλεστη αφού κανένα από τα προβλεπόμενα μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν θα είναι δυνατό να ε­ξαναγκάσει το ανήλικο να διαβιώσει με το γονέα που δεν επι­θυμεί. Περαιτέρω, όμως η εμμονή του τελευταίου [γονέα] στην εκτέ­λεση της εν λόγω απόφασης θα επιδράσει δυσμενώς στη δια­ταραγμένη ψυχική ηρεμία και υγεία του παιδιού αφού θα μετατοπιστεί η αντιδικία των γονέων στο πεδίο των προσωπι­κών σχέσεων του παιδιού με το γονέα, με τον οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση. Έτσι θα δημιουργηθεί το εξής παράδοξο, ενώ το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου αποτέλεσε τον ακρο­γωνιαίο λίθο της απόφασης για τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας, η ίδια απόφαση, κατά την εκτέλεση της, φέρεται να αντιστρατεύεται ουσιαστικά το αληθινό συμφέ­ρον του ανηλίκου αφού η συμβολή της πλέον στην ψυχική υγεία είναι επιβλαβής. Κατά συνέπεια το ανήλικο καθίσταται δέκτης αφόρητης ψυχολογικής πίεσης και πολλές φορές συντελεί η απόφαση στην πλήρη ψυχική αποξένωση του από το γονέα, με τον οποίο υποχρεούται να διαβιώσει». Τέλος, να αναφερθεί ότι η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της γνώμης του τέκνου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο, αλλά πρέπει να διαλαμβάνεται στην απόφαση, γιατί συνιστά μέρος της αιτιολογίας αυτής χωρίς και να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου η γνώμη του ανηλίκου, στην οποία άλλωστε το Δικαστήριο αυτό δεν είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται. Υποχρέωση παράθεσης της γνώμης του ανηλίκου στην απόφαση από κανένα σημείο του άρθρου 1511 § 3 ΑΚ δεν προκύπτει, πράγμα άλλωστε εύλογο δεδομένου ότι η παράθεση αυτή (λαμβανομένης υπόψη της υφής των εκδικαζομένων υποθέσεων αλλά και των ευαισθησιών και των αποστάσεων που πρέπει να τηρούνται) είναι βέβαιο ότι θα οξύνει ακόμη περαιτέρω τις ούτως ή άλλως τεταμένες σχέσεις των διαδίκων γονέων, προκαλώντας εξ αντανακλάσεως βλάβη στο συμφέρον του ίδιου του τέκνου (ΑΠ 1316/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΕφΙωανν 104/2011 ΕφΑΔ 2011. 644).
Από τα όλα ανωτέρω νομίζω καθίσταται σαφές ότι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων επιμέλειας και επικοινωνίας τέκνων, ο δικαστής, καλείται πέραν της νομικής του κατάρτισης, να διαθέτει και γνώσεις κοινωνικού λειτουργού και παιδοψυχολόγου. Τούτο όμως δεν εφικτό. Γι’ αυτό καθίσταται αναγκαία η εξαγγελλόμενη από το Υπ. Δικαιοσύνης μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός ειδικευμένου δικαιοδοτικού οργάνου, δηλαδή «Οικογενειακού Δικαστηρίου» -κατά κυριολεξία οικογενειακά δικαστήρια δεν υπάρχουν στην Ελλάδα αφού ο ν. 2447/1996 (άρθρο 48) ήταν ένα σοβαρό βήμα, η προσπάθεια όμως έμεινε ημιτελής καθόσον το Τμήμα Οικογενειακού Δικαίου του Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ακριβολογεί με βάση τα γνωρίσματα ενός «Οικογενειακού Δικαστηρίου», όπως προτείνεται να ιδρυθεί-, στο οποίο θα υπηρετούν αποκλειστικής απασχόλησης, εξειδικευμένοι σε θέματα οικογενειακού δικαίου, δικαστές, συνεπικουρούμενοι από το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό (πεπειραμένους παιδοψυχολόγους, ψυχολόγους και ψυχιάτρους, οικογενειακούς συμβούλους, επιμελητές ανηλίκων), με τη θεσμοθέτησης της υποχρεωτικής απόπειρας επίλυσης μέσω ειδικής οικογενειακής διαμεσολάβησης και σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης να ακολουθεί η εισαγωγή της υπόθεσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο, με την πρόταση το έργο του να μην περιορίζεται μόνο στην έκδοση των αποφάσεων, αλλά να επεκτείνεται και στην παρακολούθηση και εποπτεία της εκτέλεσης αυτών (βλ. άρθρο του καθηγητή Ν.Κ.Κλαμαρή, «Το ''Οικογενειακό Δικαστήριο'' μια ρηξικέλευθη μεταρρύθμιση» στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 14-3-2009). Με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλίζεται ότι ενόψει των πολυεπίπεδων διαπροσωπικών σχέσεων που δημιουργούνται στη σύγχρονη πραγματικότητα, το συμφέρον του παιδιού έχει πλήρως και από όλες τις απόψεις ικανοποιηθεί και ο Δικαστής δεν θα αναζητά σολομώντειες λύσεις.
Πάτρα, 21 Νοεμβρίου 2014

Σαλώμη Μούζουρα

Πρόεδρος Πρωτοδικών Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου