Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

"Η εξαίρεση απο την ασφαλιστική προστασία των ζημιών των προσώπων του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 - Η αντίθεση της διάταξης προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Η εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου [Υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.]


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ι. Εισαγωγή

ΙΙ. Η ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚ

ΙΙΙ. ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

ΙV. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
   α. Οι κοινοτικές Οδηγίες-η φύση και η λειτουργία τους
   β. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους
   γ. Η σχετική νομολογία του ΔΕΚ


V. H ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ
    α. Η υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο κατά τη νομολογία του ΔΕΚ
    β. Η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ
    γ. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους

VI. ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚ
   α. Οι κοινοτικές Οδηγίες
   β. Η ερμηνεία των κοινοτικών Οδηγιών από το ΔΕΚ

VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

VIII. ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ι. Εισαγωγή

O Άρειος Πάγος έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, με την οποία εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης ορισμένες κατηγορίες προσώπων, επειδή αυτά δεν θεωρούνται τρίτοι κατά τη διατύπωση του Νόμου ώστε να λειτουργήσει υπέρ αυτών η ασφαλιστική κάλυψη που προβλέπεται για τους τρίτους στα άρθρα 2 παρ. 1 εδαφ. α΄ και 6 παρ. 1 και 2 εδαφ. α΄ αυτού του Νόμου. Τα πρόσωπα αυτά είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης, εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Σε όλες τις πάρα κάτω αναφερόμενες περιπτώσεις κατά τις οποίες κλήθηκε ο Άρειος Πάγος να αντιμετωπίσει αγωγές των συγγενών των θανόντων-επιβατών του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά του ασφαλιστή του εν λόγω οχήματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, οι οποίοι θανόντες ή ενάγοντες έφεραν τις πάρα πάνω ιδιότητες, η κρίση του δικαστηρίου ήταν απορριπτική και στηριζόταν στην ερμηνεία της πάρα πάνω διάταξης. 
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες αποφάσεις: 
1) Την υπ’ αριθμ. 1659/2007 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της μητέρας του θανόντος γιού της, με την αιτιολογία ότι αυτός ήταν ο αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ στην οποία ανήκε το αυτοκίνητο που η εταιρία αυτή είχε ασφαλίσει και παράλληλα ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπός της. (Το Εφετείο Κρήτης με την υπ’ αριθμ. 470/2006 απόφασή του είχε δεχθεί την αγωγή). 
2) Την απόφαση 1395/2007 απόφαση, με την οποία επίσης απορρίφθηκε η αγωγή των συγγενών του θανατωθέντος Δημάρχου μιας επαρχιακής πόλης της βόρειας Ελλάδας ο οποίος επέβαινε σε αυτοκίνητο της κυριότητας του Δήμου, διότι έκρινε ότι ο θανών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου του Δήμου. (Και στην περίπτωση αυτή το Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε δεχθεί την αγωγή ως βάσιμη). 
3) Την 1788/2011 απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι ο θανατωθείς επιβάτης ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε και παράλληλα είχε και την ιδιότητα του ασφαλισμένου και για το λόγο αυτό θεωρήθηκε νομικά αβάσιμη η αγωγή. 
4) Από τη νεώτερη νομολογία αναφέρουμε τις εξής αποφάσεις α) την υπ’ αριθμ. 1144/2014 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε προσεπίκληση του ασφαλιστή η οποία ασκήθηκε από τον εναγόμενο οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου για τη θανάτωση της θυγατέρας των εναγόντων η οποία επέβαινε στο αυτοκίνητο, διότι οι ενάγοντες ήσαν ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου και αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση ασφάλισης. β) Την υπ’ αριθμ. 583/2014 απόφαση, η οποία έκρινε ότι η ενάγουσα, ως ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, δεν είναι τρίτη και επομένως δεν νομιμοποιείται να στραφεί κατά του ασφαλιστή για τον θάνατο του συζύγου της ο οποίος επέβαινε στο ζημιογόνο αυτοκίνητο. (Αναλυτική παρουσίαση αυτών των αποφάσεων με παραπομπές  στα νομικά περιοδικά που έχουν δημοσιευθεί, βλέπετε σε αντίστοιχες μελέτες μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2012 σελ. 277-278, 293 και ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 148-149).
Πιστεύουμε ότι σε όλες τις πάρα πάνω περιπτώσεις υπάρχει παραβίαση του ενωσιακού (πρώην κοινοτικού) δικαίου αλλά και της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ πρώην ΔΕΚ) από τα θεσμικά όργανα της χώρας μας, δηλαδή τόσο από το νομοθέτη όσο και από τον δικαστή, όπως προκύπτει από την ανάλυση που ακολουθεί. Η παραβίαση αυτή θεμελιώνει την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου και την αντίστοιχη υποχρέωσή του να αποζημιώσει τα πρόσωπα εκείνα τα οποία υπέστησαν ζημία από αυτή την αιτία.

ΙΙ. Η ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚ

Η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για πράξεις ή παραλείψεις του ενωσιακού δικαίου από τα θεσμικά όργανά τους δεν είχε προβλεφθεί από καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά ούτε και προβλέπεται μέχρι σήμερα. Η απουσία αυτή κοινοτικής πρόβλεψης για την εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους μέλους δημιουργούσε ένα τεράστιο κενό, οι συνέπειες του οποίου γίνονταν όλο και πιο έντονες με την πάροδο του χρόνου. Η παράλειψη αυτή έδινε την εντύπωση ότι τα κράτη μέλη διατήρησαν υπέρ τους μία νησίδα χωρίς αστική ευθύνη, όπως έχει γραφτεί χαρακτηριστικά, ακόμα και όταν αυτά δεν συμμορφώνονται προς το δίκαιο της κοινότητας[1]. Το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέγνωσε έγκαιρα ότι η απουσία κυρώσεων κατά των κρατών μελών τα οποία παραβαίνουν τους κανόνες της Κοινότητας εγκυμονεί τον μεγάλο κίνδυνο δυσλειτουργιών έως και διαλυτικών συνεπειών για την ίδια την Κοινότητα. Και αυτό διότι η ίδια η λειτουργία της τελευταίας προϋποθέτει από πρακτική άποψη τη στήριξη των κρατών μελών. Τη σκυτάλη λοιπόν της καθιέρωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης των κρατών της Κοινότητας ανέλαβε το ίδιο το ΔΕΚ, το οποίο με μία σειρά αποφάσεών του διαμόρφωσε τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη θεμελίωση αυτής της ευθύνης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι νομολογιακό δίκαιο και ότι η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της ένωσης είναι εκείνη η οποία σε μεγάλο βαθμό δημιουργεί και το δίκαιό της. Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει λοιπόν ότι η νομολογία του ΔΕΚ αποτελεί πηγή του κοινοτικού δικαίου και έχει κανονιστικό χαρακτήρα όπως και ότι τέτοιους κανόνες κοινοτικού δικαίου έθετε και θέτει σήμερα όχι μόνο ο ενωσιακός νομοθέτης αλλά και ο ενωσιακός δικαστής. Και αυτό διότι στην ευρωπαϊκή ένωση υπάρχει αναπότρεπτη ανάγκη δικαιοπαραγωγής. Η άποψη αυτή συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι η βασική ερμηνευτική μέθοδος η οποία ακολουθείται για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, επομένως και των οδηγιών, είναι η τελολογική ερμηνεία η οποία έχει σαν στόχο να αναδείξει τον σκοπό (τέλος) της κοινοτικής διάταξης[2]


ΙΙΙ. ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Οι ρυθμίσεις που αφορούν το ζήτημα που μας απασχολεί στην παρούσα μελέτη, δηλαδή η αποτελεσματική προστασία του ιδιώτη για την ασφαλιστική του κάλυψη σε τροχαία ατυχήματα, περιέχονται σε κοινοτικές Οδηγίες. Για το λόγο αυτό θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα το οποίο αναφύεται όταν το εθνικό θεσμικό όργανο παραβαίνει  αυτές τις κοινοτικές Οδηγίες. Η παραβίαση αυτή εκδηλώνεται διαζευκτικά α) με τη μορφή της μη ενσωμάτωσής τους στην εθνική έννομη τάξη β) με τη μορφή της πλημμελούς ενσωμάτωσής τους σε αυτή και γ) της μη εναρμονιζόμενης προς το περιεχόμενό τους ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Επομένως τα όργανα του κράτους μέλους τα οποία μπορούν να παραβούν τις διατάξεις των κοινοτικών Οδηγιών για την περίπτωση που μας απασχολεί εν προκειμένω είναι 1) ο εθνικός νομοθέτης στον οποίο έχει ανατεθεί η ορθή, πλήρης και εμπρόθεσμη ενσωμάτωση της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και 2) ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιφορτισθεί με το έργο της σύμφωνης με το περιεχόμενο της οδηγίας ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

ΙV. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
  
α. Οι κοινοτικές Οδηγίες-η φύση και η λειτουργία τους

Τόσο στη νομική φιλολογία όσο και στη νομολογία του ΔΕΕ έχει γίνει δεκτό ότι από τη διάταξη του άρθρου 189 παρ. 3, και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης της ΕΟΚ προκύπτει ότι οι Οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Κοινότητας στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο με αυτές αποτέλεσμα (αρχή της αποτελεσματικότητας)[3]. Από τις διατάξεις αυτές απορρέει και η ιδιομορφία της Οδηγίας και η διάκρισή της από τον Κανονισμό. Ενώ λοιπόν ο τελευταίος είναι  πράξη που στοχεύει στην ενοποίηση των εθνικών νομοθεσιών και έχει άμεσο δεσμευτικό αποτέλεσμα για τα κράτη μέλη, η οδηγία αποβλέπει στη σύγκλιση των εθνικών δικαίων των κρατών μελών γύρω από κάποιες βασικές αρχές. Όμως η οδηγία αποτελεί πράξη ατελή, με την έννοια ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εκδώσουν εθνικές, νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις, προκειμένου μέσα στην τακτή προθεσμία που ορίζει η ίδια η οδηγία να γίνει η μεταφορά των διατάξεών της από το εθνικό δίκαιο. Παρά την προαναφερόμενη ιδιομορφία οι διατάξεις της οδηγίας έχουν για τα κράτη μέλη την ίδια δεσμευτικότητα που έχουν και οι διατάξεις των κανονισμών και δεν βρίσκονται σε κατώτερη ιεραρχική σχέση προς τους τελευταίους[4].

β. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους
Ο εθνικός νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να θεσπίζει οποιοδήποτε μέτρο είναι αναγκαίο για τη μεταφορά της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο από αυτήν αποτέλεσμα και μάλιστα μέσα στην προθεσμία που ορίζει η ίδια η Οδηγία. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης του εθνικού νομοθέτη στοιχειοθετείται, όπως προαναφέρθηκε, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Όταν αυτός παραλείπει να λάβει αυτά τα μέτρα και να ενσωματώσει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο και β) όταν οι διατάξεις της οδηγίας μεταφέρονται μεν στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά κατά τρόπο πλημμελή. Το τελευταίο αυτό συμβαίνει όταν π.χ. έχουν υιοθετηθεί εσφαλμένα ή απρόσφορα μέτρα εφαρμογής όπως επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υιοθετήθηκαν μέτρα εφαρμογής, επειδή θεωρήθηκαν επαρκείς οι υπάρχουσες εθνικές διατάξεις[5]. Στις πάρα πάνω περιπτώσεις θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημίωσης του ιδιώτη κατά του κράτους μέλους, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Πρέπει η κοινοτική Οδηγία που παραβιάσθηκε να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, το περιεχόμενο και οι δικαιούχοι των οποίων να προσδιορίζονται με σχετική ακρίβεια και χωρίς αιρέσεις από τις διατάξεις του παραβιαζόμενου κανόνα. Τα δικαιώματα αυτά αρκεί να αντλούνται έστω και έμμεσα και το στοιχείο αυτό κρίνεται με βάση το ενωσιακό δίκαιο[6]. β) Η παραβίαση της Οδηγίας να είναι κατάφωρη. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ των άλλων, και όταν ο νομοθέτης παρέλειψε να μεταφέρει την Οδηγία ή όταν αυτός τη μετέφερε πλημμελώς στο εσωτερικό δίκαιο[7]. γ) Η τρίτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης είναι να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης της οδηγίας και της ζημίας του ιδιώτη. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις αρκούν για να θεμελιώσουν δικαίωμα αποζημίωσης των ιδιωτών κατά του κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται και υπαιτιότητα των οργάνων του, δηλαδή η ευθύνη είναι αντικειμενική[8].
Επίσης πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση της αποζημίωσης η προηγούμενη διαπίστωση από το ΔΕΚ της παράβασης του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του κράτους μέλους. Επομένως ο ιδιώτης δεν έχει την υποχρέωση να αναμείνει ή και να επιδιώξει μία προηγούμενη καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ κατά του κράτους μέλους πριν να ασκήσει την αγωγή αποζημίωσής του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων[9].

γ. Η σχετική νομολογία του ΔΕΚ
Όλοι οι πάρα πάνω κανόνες αποτελούν το νομολογιακό καταστάλαγμα των αποφάσεων του ΔΕΚ. Σχετικά με το ζήτημα αυτό οι πρώτες αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου είναι α) η υπόθεση Humblet κατά Βελγίου του έτους 1960[10] και β) η υπόθεση Salgoil του έτους 1968[11] . Με τις αποφάσεις αυτές θεσπίσθηκαν οι ακόλουθοι δύο νομολογιακοί κανόνες: 1)Αναγνωρίσθηκε ρητά η ύπαρξη δικαιώματος δικαστικής προστασίας υπέρ των ιδιωτών για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη και 2) καθορίσθηκε ότι οι διαδικαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση αυτού του δικαιώματος είναι έργο των κρατών μελών, τα οποία έχουν την αρμοδιότητα να ρυθμίσουν αυτά τα ζητήματα. Όμως το δικαίωμα των ζημιωθέντων εξακολούθησε να παραμένει ανενεργό σε μεγάλο βαθμό, επειδή με βάση τη νομολογία του ΔΕΚ ο καθορισμός των ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων αυτής της προστασίας επαφιόταν στα κράτη μέλη[12]. Το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε με την υπόθεση Frankovic του έτους 1991[13] . Η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική, διότι με αυτήν εισήχθησαν στην κοινοτική έννομη τάξη οι ακόλουθοι κανόνες: α) Ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους για παράβαση του κοινοτικού δικαίου κρίνονται με βάση το κοινοτικό και όχι το εθνικό δίκαιο και β) καθορίζονται οι προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να λειτουργήσει ο μηχανισμός της αποζημίωσης (σκέψεις 38-41 της απόφασης)[14]. Οι πάρα πάνω θέσεις του ΔΕΚ παγιώνονται πλέον με μεταγενέστερες αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου. Πρόκειται ειδικώτερα για τις αποφάσεις Brasserie du pecheur και Factortame του έτους 1996[15] και Dillenkofer του έτους 1996 επίσης[16]. Στην πρώτη από αυτές τις αποφάσεις τονίζεται ρητά ότι αξίωση αποζημίωσης του ιδιώτη κατά του κράτους μέλους θεμελιώνεται και όταν οι παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου αποδίδονται στον εθνικό νομοθέτη. (σκέψη 36 και διατακτικό υπ’αριθ. 1 της απόφασης). Με την δεύτερη απόφαση διευκρινίζεται ότι την έννοια της κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, η οποία αναφέρεται πάρα πάνω, συγκροτεί καθ’εαυτή και η παράλειψη από το νομοθέτη να θεσπίσει εμπρόθεσμα οποιοδήποτε μέτρο μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτήν αποτελέσματος και μέσα στην προθεσμία που έχει ταχθεί από την οδηγία (σκέψη υπ’αριθ. 29 και διατακτικό υπ’αριθ. 1 της απόφασης). Επίσης συγκροτείται τέτοια παραβίαση εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη όταν αυτός διατηρεί εθνική διάταξη που είναι αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο (Υπόθεση Hain του 2000 σκέψη 43). Όταν λοιπόν ο νομοθέτης δεν μεταφέρει ή μεταφέρει πλημμελώς την Οδηγία ή όταν διατηρεί εθνική διάταξη που αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στους ιδιώτες από αυτή την αιτία (σκέψη 46 της υπόθεσης Frankovic).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προαναφερόμενες αποφάσεις στήριξαν το σκεπτικό τους στις ακόλουθες αρχές, οι οποίες επίσης είχαν διαπλασθεί από τη μέχρι τότε νομολογία του ΔΕΚ: 1) Στην υπόθεση Costa/ENEL του έτους 1964[17], με την οποία διακηρύχθηκε ο αυτόνομος χαρακτήρας του κοινοτικού δικαίου, στον οποίο δεν είναι δυνατό να αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νομοθετικό κείμενο (αρχή της υπεροχής του ενωσιακού κανόνα έναντι του εθνικού-σκέψη 31 αυτής της απόφασης). Η αρχή αυτή αποτελεί και το κατάλληλο νομοθετικό μέσο για την άρση της σύγκρουσης μεταξύ του ενωσιακού και του εγχωρίου δικαίου, με την έννοια ότι η σύγκρουση αυτή αίρεται υπέρ του πρώτου. 2) Στην υπόθεση Simmenthal του έτους 1978[18], η οποία καθιέρωσε την αρχή της πλήρους αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων που αυτές χορηγούν στους ιδιώτες (σκέψη 16 ) και 3) στην υπόθεση Humblet που αναφέρεται πάρα πάνω για την υποχρέωση των κρατών μελών να συνεργάζονται νόμιμα προκειμένου να εκπληρώνονται οι κοινοτικές τους υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 5 της Συνθήκης της ΕΟΚ.

V. H ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

α. Η υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο κατά τη νομολογία του ΔΕΚ

Το Δικαστήριο της Κοινότητας με μία σειρά αποφάσεών του καθιέρωσε την αρχή της ερμηνείας του εγχώριου δικαίου από τον εθνικό δικαστή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτό να εναρμονίζεται με το ενωσιακό δίκαιο. Οι σημαντικότερες από αυτές τις αποφάσεις είναι οι ακόλουθες: 1) Η απόφαση 14/83 του ΔΕΚ στην υπόθεση von Colson κατά Kamann[19]. Κατά την απόφαση αυτή η υποχρέωση των κρατών μελών που απορρέει από την Οδηγία, να επιτύχουν δηλαδή το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει καθώς και το καθήκον που έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Από τα ανωτέρω απορρέει ότι το εθνικό δικαστήριο εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο και ιδίως τις διατάξεις εθνικού νόμου που έχει θεσπισθεί ειδικά για την εκτέλεση Οδηγίας οφείλει να ερμηνεύει το εθνικό του δίκαιο υπό το φως των διατάξεων και του στόχου της Οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με αυτήν (σκέψη 26 και διατακτικό υπ’αριθ. 3 της απόφασης). Η θέση αυτή παγιώθηκε με την μεταγενέστερη νομολογία του ΔΕΚ και ειδικώτερα με τις αποφάσεις G.Kοebler, σκέψη 3 και Traghetti, σκέψη 30, που αναφέρονται πάρα κάτω στις υποσημειώσεις 27 και 28. 2) Με την υπόθεση Marleasing S.A.[20] το ΔΕΚ επεκτείνει τις πάρα πάνω σκέψεις, δεχόμενο ότι ένα εθνικό δικαστήριο εφαρμόζοντας το εθνικό του δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις, οφείλει να το πράξει κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με αυτήν (Σκέψη 8 και διατακτικό της εν λόγω απόφασης). 3) Ακολούθησε η υπόθεση Αδενέλερ της 4-7-2006[21], η οποία δέχθηκε ότι η επιταγή περί σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα της Συνθήκης (σκέψη 109). Από τη σκέψη αυτή της απόφασης απορρέει και ο νομολογιακός κανόνας ότι η σύμφωνη προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία δεν συνιστά πλέον μέθοδο ερμηνείας του δικαίου, αλλά εκπλήρωση της υποχρέωσης συμμόρφωσης του κράτους, μέσω της οποίας έμμεσα το ενωσιακό δίκαιο διεισδύει στην εθνική έννομη τάξη[22].
Από τις πάρα πάνω αποφάσεις απορρέουν οι ακόλουθοι κανόνες τους οποίους πρέπει να ακολουθεί ο εθνικός δικαστής ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου: 1) Ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν τυχόν αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εθνική νομοθεσία. Η υποχρέωση αυτή δεν έχει ως προϋπόθεση να ζητήσουν ή να αναμείνουν την προηγούμενη εξαφάνιση ή αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης δια της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία. 2) Αν ο εθνικός δικαστής εκτιμήσει ότι δεν είναι εφικτή η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία της εσωτερικής του νομοθεσίας υποχρεούται όχι μόνο να μην εφαρμόσει τις οικείες διατάξεις του εθνικού του δικαίου, αλλά πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου αντί εκείνων της εσωτερικής του νομοθεσίας, προχωρώντας σε λειτουργική υποκατάσταση των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, εκτός αν η υποκατάσταση αυτή θα οδηγούσε σε επιδείνωση της νομικής κατάστασης των ιδιωτών[23].
Τις προαναφερόμενες βασικές αρχές ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των κοινοτικών Οδηγιών έχει δεχθεί και ο Άρειος Πάγος με την πάγια μέχρι σήμερα νομολογία του[24].

β. Η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ

Σημαντικό βοήθημα του εθνικού δικαστή για την ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου, όταν με αυτό εμπλέκονται και διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, αποτελεί ο θεσμός της προδικαστικής παραπομπής ο οποίος καθιερώνεται με το άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’αριθ. 16/2013 απόφαση[25], ενσωματώνοντας τα πορίσματα της νομολογίας του ΔΕΚ τις αποφάσεις του οποίου και μνημονεύει στο κείμενό της, θέσπισε τις ακόλουθες αρχές οι οποίες διέπουν το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής του εθνικού προς το κοινοτικό δικαστήριο (ΔΕΕ): 1) Ότι όταν ανακύπτει ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου και σε υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του ζήτημα ερμηνείας των κοινοτικών Οδηγιών, το δικαστήριο αυτό δικαιούται ή και υποχρεούται αν πρόκειται για δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά τους κανόνες του εσωτερικού του δικαίου να παραπέμψει το σχετικό ζήτημα με προδικαστική απόφασή του στο δικαστήριο της Ένωσης, προκειμένου αυτό να αποφανθεί ως προς το ερμηνευτικό αυτό ζήτημα. Ο κανόνας αυτός απορρέει από το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 234 της Συνθήκης ΕΚ (ΣΕΚ). 2) Με τον θεσμό της προδικαστικής παραπομπής καθιερώνεται μία διαδικασία συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της Ένωσης, που έχει σαν κύριο στόχο τη διασφάλιση της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης, η οποία εξυπηρετεί και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εμπλεκομένων φυσικών και νομικών προσώπων, αφού η αρχή αυτή ασφαλώς απειλείται αν οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται διαφορετικά στα κράτη μέλη. 3) Αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος αποτελεί σαφώς και η ερμηνεία κανόνων του εσωτερικού δικαίου της χώρας μας, κατά το μέρος που αυτοί ενσωματώνουν όμοιες ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης. 4) Η απόφαση του ΔΕΕ αναφορικά με τα προδικαστικά ερωτήματα είναι δεσμευτική τόσο για το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το σχετικό ερώτημα όσο και για όλα τα εθνικά δικαστήρια που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την ίδια υπόθεση,   εφόσον θεωρούν ότι για την έκδοση της δικής τους απόφασης είναι αναγκαία προηγουμένως η έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του ΔΕΕ. Η δεσμευτικότητα αυτής της απόφασης δεν προβλέπεται ρητά ως συνέπεια της Συνθήκης της Ένωσης, είναι όμως αναμφίβολη αφού μόνο έτσι εξυπηρετείται ο σκοπός της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές του Αρείου Πάγου, αλλά και από τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ, η λειτουργία της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής καθιστά τον εθνικό δικαστή ελεγκτικό βραχίονα κρατών και οργάνων και του επιτρέπει στην πραγματικότητα να εκτιμήσει τη «νομιμότητα» δηλαδή τη συμβατότητα της εθνικής διάταξης σε σχέση προς το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του ΔΕΕ[26].
Αξίζει να σημειωθεί ότι η προδικαστική παραπομπή διαμορφώνεται στο νόμο με την διττή μορφή της είτε ως ανήκουσα στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστή είτε ως υποχρέωση η οποία επιβάλλεται σε αυτόν. Το τελευταίο αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία κατά το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους δεν υπάρχει η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασής του. Όταν η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε ένδικα μέσα τότε η προδικαστική παραπομπή εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστή. Και αυτό διότι με την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της απόφασης αυτής θα μπορούσε να διορθωθεί από το ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο η οποιαδήποτε παραβίαση του ενωσιακού δικαίου. Αναγκαίες εξάλλου προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος είναι α) ο εθνικός δικαστής να έχει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία του κανόνα του ενωσιακού δικαίου, ο οποίος διέπει έστω και εν μέρει την υπόθεση την οποία αυτός αντιμετωπίζει, β) να υπάρχει εκκρεμής δίκη, γ) κατά την εκκρεμή αυτή δίκη να δημιουργείται αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση της διαφοράς και δ) να υπάρχει αναγκαιότητα έκδοσης απόφασης του ΔΕΕ κατά την κρίση του δικαστή.
(Ο θεσμός της προδικαστικής παραπομπής αποτελεί πραγματικά την εγγύηση και το θεμέλιο της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Η περαιτέρω όμως έρευνα των επί μέρους κανόνων οι οποίοι τη διέπουν ξεφεύγει από τα όρια αυτής της μελέτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία με εκτενή ανάπτυξη των επί μέρους ζητημάτων στις οποίες μπορούν να προσφύγουν οι ενδιαφερόμενοι για τη μελέτη αυτών, στην οποία και παραπέμπουμε. Βλέπετε σχετικά Β.Χριστιανό οπ.παρ. σελ. 1093 κ.επ., Ε.Σαχπεκίδου «Ευρωπαϊκό Δίκαιο» β΄έκδοση σελ. 617 κ.επ., Σοφία Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου «Δικαστική προστασία και κυρώσεις για τις παραβάσεις του Κοινοτικού Δικαίου ΕλΔνη 1997 σελ. 351 κ.επ., Ι.Κτενίδη «Πρακτικά ΙΔ΄Συμποσίου» Πάτρα Ιανουάριος 2012 «Η δικαστική προστασία του πολίτη της ΕΕ στα ευρωπαϊκά δικαστήρια» σελ. 32 κ.επ. Α. Ράντο στο ίδιο σελ. 41 κ.επ.).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η επισήμανση του καθηγητή Ι.Κτενίδη (οπ.παρ. σελ. 57), σύμφωνα με την οποία και οι δικηγόροι οφείλουν να επικαλούνται κατάλληλα το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να προβληματισθεί ο εθνικός δικαστής για τη συμβατότητα των εθνικών ρυθμίσεων με αυτό και, αν κρίνει ότι υφίσταται ζήτημα σύγκρουσης, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα.

γ. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κράτους μέλους

Οι πάρα πάνω αρχές τις οποίες υιοθέτησε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, υιοθέτηση των πορισμάτων του Δικαστηρίου της Ένωσης. Το τελευταίο αυτό Δικαστήριο είναι και πάλι εκείνο το οποίο καθόρισε τους όρους και τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου να θεμελιώσει ο ιδιώτης αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου στην περίπτωση κατά την οποία ο εθνικός δικαστής παραβαίνει τις διατάξεις των κοινοτικών Οδηγιών. Όπως και στην περίπτωση της παράβασης του ενωσιακού δικαίου από τον εθνικό νομοθέτη έτσι και στην περίπτωση της παραβίασής του από τον εθνικό δικαστή οι γενικές προϋποθέσεις είναι κοινές, το περιεχόμενο όμως αυτών διαφοροποιείται, ώστε να ανταποκρίνεται στον λειτουργικό ρόλο τον οποίο το κάθε ένα από αυτά τα θεσμικά όργανα καλείται να παίξει μέσα στα πλαίσια της εθνικής του έννομης τάξης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι ακόλουθες: α) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) Η παραβίαση να είναι κατάφωρη και 3) να υπάρχει άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης που έχει το κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες (Υπόθεση Koebler κατά αυστριακής Δημοκρατίας του έτους 2013[27], σκέψη 51 και υπόθεση Traghetti del Mediterraneo του έτους 2006[28], Σκέψη 45). Η πρώτη και η τρίτη από αυτές τις προϋποθέσεις θεμελιώνονται στην ίδια βάση είτε η παραβίαση του κοινοτικού κανόνα δικαίου γίνεται από τον εθνικό νομοθέτη είτε από τον εθνικό δικαστή, όπως δέχεται η πρώτη από τις πάρα πάνω αποφάσεις του ΔΕΚ (σκέψη 52).
Διαφοροποίηση υπάρχει μόνο ως προς το δεύτερο στοιχείο, δηλαδή ως προς το ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν ώστε η παραβίαση να είναι κατάφωρη. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το ΔΕΚ, στην περίπτωση της παραβίασης της κοινοτικής νομοθεσίας από το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιομορφία του δικαστικού λειτουργήματος και η ανάγκη της ασφάλειας του δικαίου. Με βάση αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου με απόφαση του εθνικού δικαστηρίου το οποίο κρίνει σε τελευταίο βαθμό, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο. Προκειμένου να καθορισθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση το εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται πλέον της αγωγής αποζημίωσης οφείλει να εξετάσει όλα τα στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζουν την υπόθεση με την οποία αυτό έχει επιληφθεί (Υπόθεση Koebler σκέψεις 53,54 και υπόθεση Traghetti σκέψεις 37 και 42). Το ΔΕΚ έχει κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής αγνοεί προδήλως το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Όταν η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου συνεπάγεται στην πράξη παράβαση του εφαρμοστέου ενωσιακού κανόνα δικαίου (υπόθεση Traghetti σκέψη 35). 2) Όταν ο εθνικός δικαστής προβαίνει σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία ενός ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα και μάλιστα όταν η απόφασή του έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (υποθέσεις Brasserie οπ.παρ. σκέψη 57, Koebler σκέψη 56 και Traghetti σκέψη 35). 3) Όταν το δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εσωτερικό δίκαιο, δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωσή του που απορρέει από το άρθρο 267 εδαφ. γ΄της ΣΛΕΕ να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ (υπόθεση Koebler σκέψη 55, υπόθεση Traghetti  σκέψη 43). Εφόσον συντρέξουν οι πάρα πάνω προϋποθέσεις το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκαν στον ιδιώτη. Η αποκατάσταση αυτής της ζημίας θα γίνει με βάση το εθνικό δίκαιο και τις διατάξεις της αστικής ευθύνης που το κράτος μέλος έχει θεσπίσει (υπόθεση Koebler σκέψη 58 και διατακτικό αριθ. 1 , υπόθεση Traghetti σκέψη 45). Μάλιστα το Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει την εφαρμογή διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, με τις οποίες περιορίζεται η ευθύνη του κράτους μέλους μόνο σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή, εφόσον ο περιορισμός αυτός έχει σαν συνέπεια τον αποκλεισμό της ευθύνης του οικείου κράτους μέλους και για τις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώθηκε πρόδηλη παράβαση του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης (Υπόθεση Traghetti σκέψη 36 και διατακτικό εδαφ. 2). Στην ίδια αυτή απόφαση (επίσης σκέψη 46) διακηρύσσεται η αρχή ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ευθύνη του κράτους μέλους που απορρέει από παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, με την αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση απορρέει από την εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

VI. ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚ

α. Οι κοινοτικές Οδηγίες

Η ασφαλιστική προστασία των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα όπως και ο κύκλος των προσώπων τα οποία υπάγονται σε αυτή την προστασία, ρυθμίζεται από τον κοινοτικό νομοθέτη με τις Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Οδηγία. (Για το περιεχόμενο αυτών των Οδηγιών όπως και για την κωδικοποίησή τους σε ενιαίο κείμενο από την 2009/103/ΕΚ Οδηγία βλέπετε αναλυτικά την μελέτη μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 152-153). Για το ζήτημα που μας ενδιαφέρει εδώ κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 1 της Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, αποκαλούμενης Τρίτης Οδηγίας η οποία ορίζει ότι «…η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (δηλαδή της Πρώτης Οδηγίας), καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος». Πρέπει να διευκρινισθεί ότι ο όρος σωματική βλάβη που χρησιμοποιείται από την Οδηγία, περιλαμβάνει σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, κάθε ζημία της οποίας η αποκατάσταση εμπίπτει κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο στο πεδίο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου και περιλαμβάνει τόσο τη σωματική βλάβη όσο και την ψυχική οδύνη[29].
Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 314/1993, αλλά μόνο εν μέρει και ειδικώτερα ως προς τα άρθρα 3 και 4 αυτής. Με το άρθρο 6 παρ. 2 αυτής της Οδηγίας χορηγήθηκε στην ελληνική δημοκρατία προθεσμία έως την 31-12-1995, προκειμένου να ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο το πάρα πάνω άρθρο 1 αυτής.
Όμως μέχρι σήμερα ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει ενσωματώσει στο εσωτερικό μας δίκαιο το άρθρο αυτό της Οδηγίας, με την οποία απολαμβάνουν ασφαλιστικής καλύψεως όλοι οι επιβάτες του αυτοκινήτου εκτός από τον υπαίτιο οδηγό.


β. Η ερμηνεία των κοινοτικών Οδηγιών από το ΔΕΚ

Το ΔΕΚ έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με την ερμηνεία των διατάξεων των πάρα πάνω οδηγιών, πριν από την κωδικοποίησή τους με την τελευταία Κοινοτική Οδηγία, μετά από σχετικά προδικαστικά ερωτήματα των Εθνικών Δικαστηρίων. (Τους νομολογιακούς κανόνες, οι οποίοι θεσπίσθηκαν από το δικαστήριο αυτό και τους οποίους οφείλουν να ακολουθούν τα εθνικά δικαστήρια όλων των κρατών μελών της Ένωσης με παραπομπή στις αντίστοιχες αποφάσεις του ΔΕΕ βλέπετε στην πάρα πάνω μελέτη μας ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 154-156)[30]. Από τους νομολογιακούς κανόνες τους οποίους διαμόρφωσε το ΔΕΚ στο ζήτημα που μας απασχολεί επισημαίνουμε τους ακόλουθους δύο: 1) Ότι ο καθορισμός του περιεχομένου, της έκτασης και των προϋποθέσεων της αποζημίωσης, που έχει ως γενεσιουργό αιτία το τροχαίο ατύχημα, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Όμως η ασφαλιστική κάλυψη αυτής της ευθύνης που προβλέπεται από τα επί μέρους εθνικά δίκαια κατά τρόπο αυτόνομο δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του εθνικού, αλλά μόνο του κοινοτικού νομοθέτη. Επομένως η ασφαλιστική αυτή κάλυψη, η οποία εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του νομοθέτη του κράτους μέλους, πρέπει να είναι σύμφωνη προς την κοινοτική ρύθμιση της Ένωσης και τους αντίστοιχους κοινοτικούς κανόνες, δηλαδή και τις σχετικές Κοινοτικές Οδηγίες, τους οποίους κανόνες οφείλει να ενσωματώνει πλήρως ο εθνικός νομοθέτης στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας του (υπόθεση Farell C- 356/2005 της 19-4-2007, σκέψεις 32 και 33, υπόθεση Candolin 537/03 της 30-6-2005, σκέψη 24. Τις υπόλοιπες σχετικές αποφάσεις βλέπετε στη μελέτη μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 155) . 2) Ότι όταν το άρθρο 1 της Τρίτης Οδηγίας προβλέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική προστασία μόνο του οδηγού, αυτό σημαίνει ότι αντιδιαστέλλει όλους τους άλλους επιβάτες από τον οδηγό του οχήματος και τους συμπεριλαμβάνει στην ασφαλιστική προστασία. Επομένως επιβάλλεται να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του κυρίου του αυτοκινήτου, ο οποίος δεν είναι οδηγός του, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη ο οποίος υπέστη ζημίες από σωματική βλάβη σε τροχαίο ατύχημα (υπόθεση Candolin σκέψη 33). Πρέπει να σημειωθεί ότι στην τελευταία αυτή υπόθεση το Δικαστήριο ασχολήθηκε μόνο με τον κύριο του αυτοκινήτου, διότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αφορούσαν τις ζημιές που αυτός υπέστη κατά το ατύχημα. Όμως οι πάρα πάνω σκέψεις του ΔΕΚ περιλαμβάνουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και τον κάτοχο, τον ασφαλισμένο όπως και όλα γενικά τα πρόσωπα που επιβαίνουν στο αυτοκίνητο, πλην του οδηγού. 3) Ότι μια εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να συρρικνώσει την έννοια του «επιβάτη» και να στερήσει έτσι από την ασφαλιστική κάλυψη τα πρόσωπα που δικαιούνται σύμφωνα με τις πάρα πάνω οδηγίες αποζημίωση για βλάβες οι οποίες έχουν ως γενεσιουργό αιτία το αυτοκινητικό ατύχημα (υπόθεση Farell, σκέψη 30).

VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Από την ανάπτυξη που προηγήθηκε πιστεύουμε ότι η διατήρηση της διάταξης του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 και η ερμηνεία και εφαρμογή της από τα δικαστήρια στοιχειοθετεί την έννοια της εξωσυμβατικής ευθύνης του ελληνικού Δημοσίου, λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου και θεμελιώνει την αγωγή αποζημίωσης εναντίον του. Οι παραβιάσεις λοιπόν του ενωσιακού δικαίου από τα θεσμικά εθνικά όργανα της χώρας μας, στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ είναι, κατά την άποψή μας, οι ακόλουθες:
1) Ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει μεταφέρει εμπρόθεσμα τη διάταξη του άρθρου 1 της Τρίτης Οδηγίας, όπως είχε αντίστοιχη υποχρέωση. Έτσι αναιρείται πλήρως ο σκοπός ο οποίος επιδιώκεται με τη διάταξη αυτή της Οδηγίας και ο οποίος είναι η ασφαλιστική κάλυψη όλων των επιβαινόντων στο ζημιογόνο αυτοκίνητο, πλην του υπαίτιου οδηγού.
2) Ο ίδιος ο νομοθέτης έχει διατηρήσει στην ελληνική έννομη τάξη τη διάταξη του άρθρου 7 του πάρα πάνω νόμου, η οποία είναι ευθέως αντίθετη προς το άρθρο 1 της Τρίτης κοινοτικής Οδηγίας.
3) Ο εθνικός δικαστής στις αναφερόμενες πάρα πάνω (Εισαγωγή) νομολογιακές περιπτώσεις, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 7 παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη αφού α) εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 7 του Νόμου 489/1976 παρά το γεγονός ότι αυτή έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την προαναφερόμενη διάταξη της κοινοτικής Οδηγίας, όπως η διάταξη αυτή με πάγιο τρόπο έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του ΔΕΚ. β) Παρά το γεγονός ότι οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, το δικαστήριο αυτό δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή του που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 267 εδαφ. γ΄της ΣΛΕΕ, όπως και από την υπ’αριθ. 16/2013 πάρα πάνω απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ και δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στην επίλυση των κρισίμων θεμάτων που το δικαστήριο αυτό αντιμετώπισε εμπλέκεται το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τη συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 1 της Τρίτης κοινοτικής Οδηγίας) έχει ασχοληθεί επανειλημμένα το ΔΕΕ.
Οι παραβιάσεις αυτές στοιχειοθετούν την έννοια της κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου τόσο από το νομοθέτη όσο και από το δικαστή, όπως προκύπτει από την ανάπτυξη του θέματος που γίνεται πάρα πάνω (βλέπετε παράγραφο IV-β για τον εθνικό νομοθέτη και παράγραφο V-για τον εθνικό δικαστή). Στην περίπτωση αυτή συντρέχουν και οι δύο άλλες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αγωγής κατά του Δημοσίου, αφού είναι σαφές ότι με την πάρα πάνω διάταξη της κοινοτικής Οδηγίας απονέμονται δικαιώματα στους ιδιώτες, ενώ αυταπόδεικτη είναι και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης της Οδηγίας από τα εθνικά όργανα και των ζημιών του ιδιώτη.

VIII. ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΔΕΚ που αναφέρονται πάρα πάνω γίνεται ο ακόλουθος διαχωρισμός: Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου να θεμελιωθεί η ευθύνη του κράτους μέλους για παράβαση του ενωσιακού δικαίου κρίνονται με βάση το τελευταίο και όχι το εθνικό δίκαιο. Οι δικονομικές όμως προϋποθέσεις (αρμόδιο δικαστήριο, άσκηση αγωγής, ένδικα βοηθήματα κλπ.) ρυθμίζονται από την εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους  (Υπόθεση Frankovic αριθ.42). Επομένως η αγωγή αποζημίωσης  του θιγόμενου ιδιώτη κατά του ελληνικού Δημοσίου, ένεκα παράβασης από τα θεσμικά του όργανα του ενωσιακού δικαίου, θα στηριχθεί κατά μεν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της στο ενωσιακό δίκαιο κατά δε τα δικονομικά της στοιχεία από τις διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου.





[1] Β.Χριστιανός «Εισαγωγή στο δίκαιο της ΕΕ» εκδ. 2010 σελ. 179, Ε.Μουαμελετζή «Η ευθύνη του Κράτους για παράβαση του κοινοτικού δικαίου και το δικαίωμα αποζημίωσης των ιδιωτών» σε ΕΕυρΔ 1993 σελ. 377
[2] Β.Χριστιανός οπ.παρ. σελ. 15-17
[3] ΑΠΟλομ 31/2009 Δικαιοσύνη 2010 σελ. 367
[4] Β.Χριστιανός οπ.παρ. σελ. 156 με παραπομπή σε νομολογία του ΔΕΚ
[5] Ε.Μουαμελετζή οπ.παρ. σελ. 386
[6] Γ.Αυδίκος «Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της ΕΕ για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη στην εθνική έννομη τάξη» Διδακτορική Διατριβή σελ. 76-77 σε Ιστοσελίδα ΕΑΔΔ
[7] Για την έννοια της «κατάφωρης» παραβίασης βλέπετε αναλυτικά Β.Χριστιανό οπ.παρ. σελ. 191 κ.επ.
[8] Π.Παυλόπουλος «Ευθύνη του κράτους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου» ΔιοικΔικ 1994  σελ 781, Ε.Μουαμελετζή οπ.παρ. σελ. 388
[9] Ε.Μουαμελετζή οπ.παρ. σελ. 386
[10] Απόφαση ΔΕΚ C-6/60 της 16-12-1960 Συλ. Νομολ. 1960   σελ. 01125
[11] Απόφαση ΔΕΚ C-13/68 της 19-12-1968 Συλ.Νομολ. 1968  σελ. 00661
[12] Αυδίκος οπ.παρ. σελ. 56-58
[13] ΔΕΚ C-6 και C-90 της 19-11-1991 Συλ.Νομολ. 1991  σελ.5359
[14] Πρ.Παυλόπουλος οπ.παρ.  σελ. 769 κ.επ., ιδιαίτερα 780-781
[15] ΔΕΚ C-46 και C-48/ 1993 της 5-3-1996 Συλ.Νομολ. 1996 σελ. Ι-01029
[16] ΔΕΚ C-178/1994, C-179/1994, C-198/1994 και C-190/1994 Συλ.Νομολ. 1996 σελ.  Ι -04845
[17] ΔΕΚ C-6/64 της 15-7-1964 Συλ.Νομολ. 1964 σελ. 1141
[18] ΔΕΚ  106/77 της 9-3-1978 Συλ.Νομολ. 1978 σελ. 629
[19]ΔΕΚ 14/83 της 10-4-1984 Συλ.Νομολ. 1984 σελ. 1891
[20] ΔΕΚ C 106/89 της 13-11-1990 Συλ. Νομ. 1990
[21] ΔΕΚ C 212/2004 Συλ.Νομολ. 2004 σελ. 6057
[22] Β.Χριστιανός οπ.παρ. σελ. 166
[23] Α.Μεταξάς «Ευθύνη του Δημοσίου για Παραβάσεις του Κοινοτικού Δικαίου από αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων» εκδ. 2005 σελ. 25-26, με παραπομπές σε περαιτέρω νομολογία του ΔΕΚ, Β.Χριστιανός οπ.παρ. σελ. 166
[24] ΟλομΑΠ 10/2013 και 11/2013 σε ΕμπΔικ 2013 σελ. 587 και 675, αντίστοιχα, ΟλομΑΠ 23/1998 και ΑΠ 926/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος» και 534/2011, 631/2011 ΧρΙδΔ 2012 σελ. 205 και ΔΕΕ 2011 σελ. 1258, αντίστοιχα.
[25] ΕπιθΣυγκΔικ 2013 σελ. 578 κ.επ.
[26] Β.Χριστιανός οπ.παρ. σελ. 1097
[27] Απόφαση C 224/01 της 30-9-2003 Συλ.Νομολ. 2003 σελ. Ι-10239
[28] Απόφαση C 173/03 της 13-6-2006 Συλ.Νομολ. 2006 σελ. Ι -05177.
[29] ΔΕΚ C-22/2012 της 24-10-2013 και ΔΕΚ C- 277/2012 επίσης της 24-10-2013
[30] Για τη δεσμευτικότητα του εθνικού δικαστή από τις αποφάσεις του ΔΕΕ βλέπετε Ηλία Κλάππα σε ΕπιθΣυγκΔικ 2014 σελ. 210 κ.επ.

Δημοσιεύεται στο τεύχος Μάιος Ιούνιος 2016 της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου