[Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στα Ποινικά Χρονικά στον τόμο
NH/2008, σελ. 758-763]
Η παρούσα μελέτη* επιχειρεί να εξετάσει τον θεσμό του αυτεπαγγέλτως
διοριζόμενου συνηγόρου, όχι μόνο μέσα από την ανάλυση του νομικού
πλαισίου αλλά και από πρακτική σκοπιά, μέσα δηλαδή από τις
περιπτώσεις που συνήθως αυτός λαμβάνει χώρα σήμερα. Η λειτουργία
του θεσμού, ο οποίος κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός για την ορθή
απονομή της δικαιοσύνης και την προάσπιση των δικαιωμάτων πολιτών-
κατηγορουμένων χωρίς άλλη δυνατότητα νομικής συνδρομής, αποτελεί
εκτός των άλλων κάτοπτρο του κύρους του δικηγορικού
λειτουργήματος. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ζήτημα αν ο
αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος συνήγορος έχει δικαίωμα να ζητήσει
αναβολή ή διακοπή της δίκης ακόμη και παρά τη θέληση του
κατηγορουμένου, ο οποίος στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων βρίσκεται ήδη έγκλειστος σε σωφρονιστικό κατάστημα και
επιθυμεί διακαώς να (κατα)δικαστεί. Η σύγκρουση μεταξύ των επιθυμιών
του κατηγορουμένου και της προβληματικής εφαρμογής του
αυτεπάγγελτου διορισμού από τη μία πλευρά και των καθηκόντων του
συνηγόρου και των λόγων ύπαρξης του θεσμού από την άλλη είναι
εξόχως ενδιαφέρουσα αλλά και κρίσιμη.
1. Οι από τον νόμο καθοριζόμενες περιπτώσεις αυτεπάγγελτου διορισμού
συνηγόρου
Οι περιπτώσεις αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου στη χώρα μας είναι
ρητά περιορισμένες από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας, αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου συμβαίνει μόνο όταν: α) ο
κατηγορούμενος εμφανιστεί και αποχωρήσει λόγω σοβαρής διαταραχής της
υγείας ή άλλων λόγων και η δίκη αφορά κακούργημα (άρθρο 344 και 348
ΚΠΔ)[1], β) τεθεί ζήτημα υποβολής του κατηγορουμένου σε ψυχιατρική
πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 200 ΚΠΔ), γ) ο κατηγορούμενος ζητήσει ρητά από
τον ανακριτή τον διορισμό συνηγόρου (άρθρο 100 § 3 ΚΠΔ), δ) ο συλληφθείς-
κατηγορούμενος για αυτόφωρα πλημμελήματα υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο
δικαστήριο (άρθρο 423 ΚΠΔ), ε) ο κατηγορούμενος ζητήσει διορισμό
συνηγόρου στη συζήτηση για την αιτηθείσα έκδοσή του (άρθρο 448 § 1 εδ. β΄
ΚΠΔ), και τέλος στ) ο κατηγορούμενος δικάζεται για μία ή περισσότερες
κακουργηματικές πράξεις και δεν έχει συνήγορο (άρθρα 340 § 1, 376 και 402
ΚΠΔ)[2], [3].
Ωστόσο, οι παραπάνω περιπτώσεις θα πρέπει σήμερα να ιδωθούν μέσα
από το πρίσμα του άρθρου 7 του ν. 3226/2004 με τίτλο «Παροχή νομικής
βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις», που ορίζει ότι
υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου λαμβάνει χώρα όταν: α) ο κατηγορούμενος
βαρύνεται για κακουργηματικές πράξεις, τόσο κατά το στάδιο της ανάκρισης
όσο και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, β) ο κατηγορούμενος
φέρεται να διέπραξε πλημμελήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για τα οποία ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον έξι (6) μηνών, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο[4],
γ) για εφέσεις κατά αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων,
Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και για
παράσταση κατά την εκδίκαση αυτών ενώπιον του δευτεροβάθμιου
Δικαστηρίου εφόσον πρωτοδίκως έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή
τουλάχιστον έξι μηνών, δ) για αναιρέσεις κατά αποφάσεων των ως άνω
Δικαστηρίων και αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, του Πενταμελούς
Εφετείου και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, εφόσον έχει επιβληθεί
στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους, ε) για αιτήσεις
επανάληψης της διαδικασίας, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας
ποινή τουλάχιστον έξι μηνών, στ) για σύνταξη και υποβολή έγκλησης καθώς και
παράσταση πολιτικής αγωγής σε κάθε βαθμό σε θύματα βασανιστηρίων και
άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρα 137Α και 137Β ΠΚ),
διακρίσεων και παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, εγκλημάτων κατά της ζωής,
κατά της προσωπικής ελευθερίας και της γενετήσιας ελευθερίας, οικονομικής
εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της ιδιοκτησίας και των
περιουσιακών δικαιωμάτων, σωματικών βλαβών και εγκλημάτων σχετικών με το
γάμο και την οικογένεια.
2. Ο θεσμός του αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου συνηγόρου στα κακουργήματα
Η παρούσα μελέτη θα περιοριστεί στην ανάλυση των θεμάτων που
ανακύπτουν στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος βαρύνεται με
κακουργηματικές κατηγορίες και η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο σε πρώτο
βαθμό, δεδομένου ότι πρακτικά αυτή είναι η πλέον συνήθης περίπτωση που οι
δικαστικές αρχές προβαίνουν σε αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου[5].
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας και του άρθρου 7 του ν. 3226/2004 καθίσταται εμφανές ότι όταν
κάποιος κατηγορείται για κακούργημα, η ελληνική πολιτεία έχει πλέον κρίνει[6]
ότι σε τόσο σοβαρές υποθέσεις η παράσταση συνηγόρου είναι υποχρεωτική προς
το συμφέρον της ορθής απονομής δικαιοσύνης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχει
θεσπιστεί απαρέγκλιτα σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο αυτεπάγγελτος
διορισμός συνηγόρου, όχι μόνο δηλαδή όταν ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει
την οικονομική δυνατότητα για την πρόσληψη συνηγόρου[7], αλλά ακόμη και
όταν δεν έχει ζητήσει τον διορισμό συνηγόρου ή δεν επιθυμεί καν την
υπεράσπισή του με συνήγορο[8]. Στις περιπτώσεις αυτές η παρουσία του
συνηγόρου κρίνεται επιβεβλημένη, επειδή θεωρείται ότι η ενεργή συμμετοχή του
συνηγόρου στην ακροαματική διαδικασία συμβάλλει ουσιωδώς στην προάσπιση
των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου καθώς και στην αποφυγή μιας
ενδεχόμενης δικαστικής πλάνης που θα προσέβαλε καίρια το κύρος της
δικαιοσύνης.
Με βάση τα προαναφερθέντα ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (όταν η
διαδικασία δεν είναι αυτόφωρη[9] και ο κατηγορούμενος είναι παρών[10])
ρυθμίζει το ζήτημα του αυτεπάγγελτου διορισμού και ρητά θέτει σήμερα (στα
άρθρα 340 § 1, 376 και 402 ΚΠΔ) την σωρευτική πλήρωση δύο μόνο
προϋποθέσεων για τον διορισμό του συνηγόρου: 1) Η κατηγορία να αφορά
κακούργημα και 2) ο κατηγορούμενος να μην έχει συνήγορο[11].
Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι στο παρελθόν (πριν δηλαδή
την ψήφιση του ν. 3090/2002) είχε διαπιστωθεί ότι, όταν εμφανιζόταν ενώπιον
του δικαστηρίου ένας κατηγορούμενος που βαρύνονταν για κακουργηματικές
πράξεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου –βάσει της αρχής της δικαστικής βοήθειας
προς τον κατηγορούμενο που συνίσταται στην εξήγηση των δικαιωμάτων του–
συνήθιζε να τον ρωτά αν έχει συνήγορο. Εφόσον λάμβανε αρνητική απάντηση,
διόριζε στον κατηγορούμενο ως συνήγορο έναν δικηγόρο απ’ όσους παρίσταντο
στην αίθουσα (ανεξάρτητα, δηλαδή, από το εάν ο συγκεκριμένος συνήγορος
ήταν εγγεγραμμένος στον ετήσιο κατάλογο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου
ή όχι)[12], μολονότι ευθέως σχετικό αίτημα εκ μέρους του κατηγορουμένου δεν
είχε εξαρχής υποβληθεί[13]. Είτε επειδή η πρακτική αυτή έγινε σύντομα
αντιληπτή είτε επειδή μεσολάβησε η κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα
Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα με το ν. 2462/1997[14] είτε για άλλους
λόγους[15], ο Έλληνας νομοθέτης αποφάσισε να προχωρήσει με το άρθρο 7 § 4
του ν. 3090/2002 στην τροποποίηση του άρθρο 340 § 1 ΚΠΔ και να ορίσει ρητά
πλέον ότι ο διορισμός συνηγόρου σε κατηγορούμενο που φέρεται ότι διέπραξε
κακουργηματικές πράξεις είναι υποχρεωτικός, ανεξαρτήτως δηλαδή από το αν
το ζητήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή όχι.