«Χρώμεθα
δε πολιτεία ού ζηλούση τους των πέλας νόμους…»[1]
3.- Α) Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ
Β) Η ΑΞΙΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ
Γ) ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ :
1. Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
1.1-Mε τις διατάξεις του άρθρου 105
του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ορίζεται ότι: ΄΄Για παράνομες πράξεις[2] ή
παραλείψεις των οργάνων[3] του δημοσίου
κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο
ενέχεται σε αποζημίωση‚ εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση
διάταξης που υπάρχει για χάριν του γενικού συμφέροντος[4]. Μαζί με το
δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο‚ με την επιφύλαξη των
ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των Υπουργών».
Περαιτέρω, με
τις διατάξεις του άρθρου 106 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι, οι ανωτέρω διατάξεις
εφαρμόζονται και για την ευθύνη νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου[5] από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.
1.2.- Mε το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ καθιερώνεται “ειδική αδικοπραξία” για την περίπτωση
βλάβης ιδιώτη. Ως αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 932 του Α.Κ. νοείται
πάσα παράνομη πράξη ή παράλειψη, που γεννά υποχρέωση αποζημιώσεως[6] και όχι μόνο
η κατά το άρθρο 914 Α.Κ. αδικοπραξία (βλ. Πατεράκης, Η χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 253, 263, Δεληγιάννης-Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό
ΙΙΙ, 1992, σελ. 290). Η ύπαρξη ηθικής βλάβης διαπιστώνεται βάσει των διδαγμάτων
της κοινής πείρας και της λογικής[7], και δεν
απαιτείται να ταχθούν αποδείξεις (Δ.Εφ.Α 883/2000, Δ.Εφ.Α 1013/1998, ΔιΔικ
1999, 686. Γι’ αυτό το λόγο μάλιστα η σχετική κρίση δεν ελέγχεται αναιρετικά[8] (Πατεράκης,
ανωτ. Σελ. 262, Δεληγιάννης-Κορνηλάκης, ανωτ. Σελ. 297).
2.3.- Για την
θεσπιζομένη με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ευθύνη του
Δημοσίου[9] προς αποζημίωση από παράνομες[10] πράξεις και
παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας
εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σε αυτά, απαιτείται η πράξη[11] ή η παράλειψη[12] ή η υλική[13] ενέργεια
των οργάνων του Δημοσίου να είναι παράνομη[14], δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται
ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 3587/1997, 3214/2004). Η θεσπιζομένη
αστική ευθύνη είναι αντικειμενική (ΑΠ466/1969 ΝοΒ18,50)[15] Η
καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ έχει ως συνέπεια
να μην παρίσταται ανάγκη να επικαλεσθεί ο ενάγων και να αποδείξει πταίσμα του
δημοσίου οργάνου.[16]
Απαραίτητη προϋπόθεση
για τη αποζημίωση του ζημιωθέντος είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου [17]μεταξύ της
ζημίας και του συμβάντος προς το οποίο ο νόμος
συνδέει την υποχρέωση προς αποζημίωση(ΑΠ316/83,ΣτΕ. 3423/1999, ΣτΕ.2741/2000). Ειδικότερα όπως δέχθηκε η
νομολογία :
2.3.1.- Η ευθύνη
προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής
διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά
και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις
οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή
παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή
των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Α.Ε.Δ. 5/1995, Σ.τ.Ε.
3457/2003, 1224/2002 1042/2007 ,κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων
διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το
δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. γ΄
του Αστικού Κώδικα.
2.3.2.-Γεννάται
ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την
πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως από τα όργανα του επιβεβλημένου σ’
αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της αυτής ως άνω
διατάξεως, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που
η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής
ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί
αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση που η
παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παραλλήλως με την προστασία του γενικού
συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν
προσώπων. (βλ. ΣτΕ 28/2000, 3706, 3919/2001,307/2007).
2.3.3.-Εάν
κάποιο όργανο του Κράτους απομακρυνθεί από τη δημόσια υπηρεσία εξαιτίας
παράνομης πράξεως της Διοικήσεως, δικαιούται να αξιώσει από το Ελληνικό Δημόσιο
αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη εκ του ότι κατά τη
διάρκεια της παράνομης απομακρύνσεώς του από την υπηρεσία δεν εισέπραξε το σύνολο
των αποδοχών που θα εισέπραττε, αν δεν είχε απομακρυνθεί παρανόμως. Στο σύνολο
δε των αποδοχών αυτών περιλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως και οιασδήποτε μορφής
επιδόματα, τα οποία καταβάλλονται στα όργανα του Κράτους που βρίσκονται σε
ενεργό υπηρεσία, έστω και αν τα επιδόματα αυτά συναρτώνται, είτε κατά το νόμο
είτε κατά τη φύση τους, προς ενεργό υπηρεσία, υπό μόνη την προϋπόθεση ότι
καταβάλλονται παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους τελούντες σε
ενεργό υπηρεσία (ΣτΕ 1553/2006 7μελούς, 3771, 2431/2004, 3303/2001, 2171/2000,
πρβλ. και 3570/2003, 915/2001,520/2007).
2.3.4.-Υφίσταται
ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 105 του
Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, από την εκ μέρους της Ελληνικής
Πολιτείας νομοθέτηση δια των αρμοδίων, κατά το Σύνταγμα, οργάνων της ή εκ της
παραλείψεως των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από την νομοθέτηση ή μη
γεννάται αντίθεση προς τους
υπερκείμενους και επικρατούντες κανόνες δικαίου, όπως είναι διεθνείς Συνθήκες[18] και οι διατάξεις
του Συντάγματος (ΣτΕ 3587/97,1141/99,5/2001). Η παραβίαση αυτή δημιουργεί
αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση
του Δημοσίου από τις διατάξεις
του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (Ολ.ΑΠ 13/1991, ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999. Από το
συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 914, 298
και 937 ΑΚ προκύπτει ότι επί αδικοπραξίας από την
εκδήλωση του ζημιογόνου γεγονότος
γεννιέται υπέρ εκείνου που ζημιώθηκε αξίωση αποζημίωσης για όλη, και τη
μέλλουσα, προβλεπτή, κατά την συνήθη πορεία των
πραγμάτων ζημία (ΑΠ 1921/1988 ΝοΒ
1989, 1035, ΑΠ 317/1958, ΝοΒ 1958, 980, Πρβλ. ΑΠ 316/1986 ΝοΒ
1987,26). Προκειμένου περί αδικοπραξίας που δημιουργεί παράνομη κατάσταση,
η διάρκεια της παράνομης αυτή κατάστασης δεν ανάγεται στους όρους υπό τους
οποίους γεννιέται το δικαίωμα
αποζημίωσης, αλλά έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό του ποσού της
αποζημίωσης. Συνεπώς υφίσταται μία και όχι περισσότερες κατ' εξακολούθηση
(παράνομες) πράξεις (ΑΠ 317/1958).
Εξάλλου κατά
την έννοια της διατάξεως του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ η ευθύνη του Δημοσίου καλύπτει
κάθε θετική ή αποθετική ζημία του ζημιωθέντος από την παράνομη δραστηριότητα
των οργάνων του Δημοσίου καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2643/1998 ΕΔΚΑ
1998,347). Το Δικαστήριο δύναται αφού
εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά, το βαθμό του
πταίσματος, το είδος της προσβολής, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των
μερών κλπ και με βάση τους κανόνες της
κοινής πείρας και λογικής θα επιδικάσει τη
χρηματική ικανοποίηση, καθορίζοντας συγχρόνως και το ποσό που θεωρεί εύλογο (ΑΠ
1577/1988)
2.3.5.-Κατά
συνέπεια, από την εφαρμογή εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου διατάξεων της
πολεοδομικής νομοθεσίας αντίθετων στο άρθρο 24 του Συντάγματος, διατάξεων που
θεσπίζουν γενικώς τους όρους και τις προϋποθέσεις ανεγέρσεως των οικοδομών και
κατά τούτο εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά παραλλήλως παρέχουν και σε
κάθε ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να λάβει άδεια οικοδομής υπό τις προϋποθέσεις
και όρους που τάσσουν οι διατάξεις αυτές, γεννάται αξίωση σε βάρος του Δημοσίου
προς αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στο δικαιούχο από παράνομες
πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του (Σ.τ.Ε. 2829/2005, πρβ. και
1920/1993,1047/2007 ).
3.- Α) Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ
Β) Η ΑΞΙΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ
Γ) ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ :
Από τις
διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι το Δημόσιο
και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους
έχει ανατεθεί ευθύνονται, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή
ζημία, και σε χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της γενικής
διατάξεως του άρθρου 932 του ΑΚ, η οποία παρέχει χρηματική ικανοποίηση σε κάθε
περίπτωση ηθικής βλάβης, δηλαδή και όταν αυτή προέρχεται από οποιαδήποτε
αδικοπραξία, έστω και αν αυτή στρέφεται κατά της περιουσίας (Ολ.ΑΠ812/1980).
Εξάλλου, οι διατάξεις για την προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας των
άρθρων 57 και 59 του ΑΚ ορίζουν ότι ο προσβαλλόμενος παράνομα στην
προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην
επαναληφθεί στο μέλλον, χωρίς να αποκλείεται να αξιώσει και αποζημίωση[19], σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Ειδικοτερα:
3.1- Η
προσωπικότητα αποτελεί το πλέγμα των
αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση ενός προσώπου, με το οποίο αυτά είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα
(Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Αστ. Κωδιξ Γεν Αρχαί αρθ 57 Ι αριθμό. 1 σελ 99) Η προσωπικότητα προστατεύεται από το άρθρο 5
παράγραφος1 του Συντάγματος Δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση
της πίστεως, της υπολήψεως, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών άυλων
αγαθών που του αναγνωρίζονται έχει και το νομικό πρόσωπο (Σημαντήρας
Γεν Αρχ. Ημιτ Α αρ 538. ΑΠ 182/1967 ΝοΒ 16, 46 ΕΑ 6338/1981 ΝοΒ 29 1412)
και συνεπώς σε περίπτωση προσβολής της
προσωπικότητας του σε οποιαδήποτε από αυτές
τις εκφάνσεις με κάποια παράνομη ενεργεία, δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, να απαιτήσει την
άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον (Ολ ΑΠ 812/1980 ΝοΒ 29.79
)χωρίς να απαιτείται η συνδρομή υπαιτιότητας του προσβάλλοντος (ΕΑ 3962/1982
Ελλ.Δ 23.489) καθώς και με συνδρομή και του στοιχείου της υπαιτιότητας του τελευταίου,
την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης , την
οποία υπέστη από την παράνομη προσβολή (ΑΠ 849/1985 ΝοΒ 34, 836 ΕΑ 401/1986
Ελλ.Δ 27, 508 ΕΑ 6338/1981 βλ ανωτ.) που μπορεί να συνίσταται εκτός από
δημοσίευμα ή οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται
από τις περιστάσεις και σε πληρωμή χρηματικού ποσού (ΕΑ 6338/1981)Εξάλλου, η
χρηματική ικανοποίηση, που προβλέπεται από το νόμο σε ορισμένες μόνο
περιπτώσεις ,μεταξύ των οποίων και επί της
κατά τα άνω παράνομης και
υπαίτιας προσβολής της
προσωπικότητας (άρθρο 59 ΑΚ) ως
μορφή αποζημιώσεως προς
αποκατάσταση της επερχόμενης στην ηθική
πνευματική και σωματική συγκρότηση του βλαβέντος ηθικής ζημίας, μολονότι είναι
και αυτή" αποζημίωση" χαρακτηρίζεται ως χρηματική ικανοποίηση[20] προς διάκριση
της από την αποζημίωση για την αποκατάσταση
της υλικής ζημίας, η οποία επέρχεται στην περιουσία του βλαβέντος (Βλ:Παν
Ζεπου Ενοχ. Δικ Γεν .Μέρος 1975 άρθρο 932, 933 παρ. 4 σελ 917-918)
3.2.-Κατά μεν
το άρθρο 299 Α.Κ., για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση του παθόντος[21] , στις
περιπτώσεις[22] που ορίζει
ο νόμος, κατά δε το άρθρο 932 Α.Κ. «Σε
περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα
από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να
επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας
του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική
αυτή ικανοποίηση μπορεί να
επιδικαστεί στην οικογένεια του
θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.»
Από τις
ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι καθιερώνεται γενική αρχή του δικαίου
εφαρμοζόμενη από τα δικαστήρια πάσης δικαιοδοσίας. Επί πλέον δε ότι η σχετική
αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεξάρτητη από την
αντίστοιχη αξίωση προς αποζημίωση του παθόντος. Ο παθών μπορεί, κατ’ επιλογήν
του,[23] ν’
ασκήσει μόνο το δικαίωμα του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης[24]
Ηθική βλάβη
είναι ή μη περιουσιακή βλάβη ή επερχόμενη στην ηθική, πνευματική και σωματική
συγκρότηση του αδικηθέντος.[25] Ψυχική
οδύνη ,αποτελεί μορφή της ηθικής βλάβης και πρόκειται για τον ψυχικό πόνο που
υφίσταται το άτομο από την προσβολή εννόμου αγαθού δικού του ή τρίτου προσώπου
μετά του οποίου συνδέεται στενά
Προϋποθέσεις
της δυνατότητος επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι:
α)αδικοπραξία
β) ηθική βλάβη γ)αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος και της
αδίκου συμπεριφοράς του αδικάσαντος[26].
Έτσι: Ι)αποζημίωση χωρεί ,γενικώς, όπου υπάρχει
παράβαση του νόμου (υπαίτιος ή αντικειμενική (ΑΚ 914ΑΚ[27] επ).
ΙΙ)χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης χωρεί μόνον σε κείνες τις περιπτώσεις που ρητά μνημονεύονται από τον νόμο, όπως στα άρθρα57,58, 59[28]60
,299,914,929,930,932ΑΚ κλπ[29]
Το δικαστήριο
για τον υπολογισμό της χρηματικής
ικανοποιήσεως; θα λάβει ύπ' όψει του το σύνολον των περιστατικών της συγκεκριμένης
περιπτώσεως. (Βλ. Ζέπο, ΈνΔ II σ. 758/9).
4.-Η ευθύνη
του Κράτους από τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ έχει χαρακτηρισθεί ως «ειδική
αδικοπραξία» και κατά το άρθρον 932ΑΚ και στην περίπτωση αυτή χωρεί χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως παγίως δέχεται η νομολογία:[30]
4.1.-Απόφαση:
1042/2007 ΣΤΕ Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ.
Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης. Μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης διοικητικής
πράξης ή μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου. Επιδίκαση στο
ζημιωθέντα εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.
Η κρίση του δικαστηρίου για την επέλευση της ηθικής βλάβης και ο προσδιορισμός
του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης δεν ελέγχονται αναιρετικά. Θανάτωση
προσώπου από αστυνομικό όργανο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Η σχετική
πράξη είναι παράνομη και το Δημόσιο, οφείλει να καταβάλει στην οικογένεια του
θύματος χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.
4.2.-
Απόφαση: 1915/2007 ΣΤΕ: Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του
ΕισΝΑΚ. Τι περιλαμβάνει η αποζημίωση. Βλάβη του σώματος ή της υγείας φυσικού
προσώπου. Δικαιούχος της αποζημίωσης και τι αυτή περιλαμβάνει. Τι λογίζεται ως
διαφυγόν κέρδος και πότε είναι ορισμένη η σχετική αγωγή. Πρόσθετη αποζημίωση
κατά το άρθρο 931 ΑΚ. Πότε έχει αξίωση αποζημίωσης ο εμμέσως ζημιωθείς.
Επιδίκαση στον παθόντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Πότε η
σχετική κρίση του δικαστηρίου ελέγχεται αναιρετικά και έκταση του ελέγχου. Ο εμμέσως
ζημιωθείς τρίτος δεν έχει τέτοια αξίωση. Τραυματισμός στρατιώτη κατά την
εκτέλεση οικοδομικών εργασιών σε στρατιωτική Λέσχη. Περιστατικά. Ανεπαρκώς
αιτιολογημένη η απόρριψη του κονδυλίου για διαφυγόντα κέρδη του παθόντος, αφού
δεν συνεκτιμήθηκαν τα πτυχία που αυτός κατείχε. Για την έναρξη της τοκογονίας
αρκεί η γένεση επιδικίας με την άσκηση αγωγής, αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής.
Δεν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οι γονείς του παθόντος
4.3.-
Απόφαση: 1081/2007 ΔΕΦ.ΑΘ: Ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ σε αποζημίωση κατά
τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης. Σε τι
συνίσταται η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές
αποφάσεις του ΣτΕ ή του Διοικητικού Εφετείου. Κρίσιμο το αντικείμενο της
απαγγελομένης ακύρωσης. Αν η διοικητική πράξη ακυρώθηκε για πλημμέλειες της
αιτιολογίας, η Διοίκηση μπορεί να επαναλάβει την κρίση της αναδρομικά και να εκδώσει
όμοια πράξη νόμιμα αιτιολογημένη. Η νέα κρίση της Διοίκησης πρέπει να μην
έρχεται σε αντίθεση με τις κρίσεις της ακυρωτικής απόφασης και εκφέρεται ενόψει
όσων ίσχυαν κατά το χρόνο που εκδόθηκε η πράξη που ακυρώθηκε. Η ανωτέρω ευθύνη
για αποζημίωση είναι αντικειμενική και συνίσταται σε αποκατάσταση θετικής ή
αποθετικής ζημίας και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με τις
αναφερόμενες στην ένδικη υπόθεση αποφάσεις του ΣτΕ και του Διοικητικού Εφετείου
ακυρώθηκαν κατ` επανάληψη οι αποφάσεις του ΟΑΕΔ, με τις οποίες προήχθησαν σε
θέση Διευθυντή και προϊσταμένου συνάδελφοι του, κατά παράλειψη του ιδίου, χωρίς
όμως να διαπιστωθεί υπέρβαση των άκρων ορίων διακριτικής ευχέρειας από τη
διοίκηση του Οργανισμού. Δεν προκύπτει άρνηση ή παράλειψη της Διοίκησης να
συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις και εκδίδονταν νέες πράξεις με όμοιο
προς τις ακυρωθείσες περιεχόμενο με αναδρομική ισχύ. Δεν τεκμηριώνεται
παρανομία των οργάνων του ΟΑΕΔ και υποχρέωση προς αποζημίωση, και ορθά
απερρίφθη η αγωγή.
4.4.-
Απόφαση: 1445/2007 ΔΠΡ.ΑΘ.(ΔΔΙΚΗ 2007/514)Δικαστικοί λειτουργοί και αποδοχές
αυτών κατά τα οριζόμενα στο σύνταγμα. Χορήγηση στον πρόεδρο της εθνικής
επιτροπής τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων αποδοχών ανώτερων αυτών που
καταβάλλονταν στους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων. Υπολογισμός της
διαφοράς των αποδοχών που πρέπει να καταβληθεί στους δικαστικούς λειτουργούς
ώστε να εξισωθούν με αυτές του προέδρου της ΕΕΤΤ. Η παραγραφή της σχετικής
αξίωσης των δικαστικών λειτουργών είναι πενταετής και όχι διετής. Εναρξη της
παραγραφής. Ασκηση αναγνωριτικής αγωγής και υπολογισμός τόκων υπερημερίας.
Εφαρμοστέο το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και όχι το προβλεπόμενο στο
άρθρο 21 του ΚΝΔΔ. Παρανομία των οργάνων του δημοσίου και επιδίκαση στο
ζημιωθέντα και εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής προσωπικότητας.
Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη
4.5.- Απόφαση:
1410/2006 ΣΤΕ-Ασφάλιση κοινωνική. Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων.
Προϋποθέσεις χορήγησης στους ασφαλισμένους εφάπαξ βοηθήματος. Τα αρμόδια όργανα
δεσμεύονται από την πράξη κανονισμού της σύνταξης και τις οριστικές αποφάσεις
του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς το χρόνο, τη φύση της υπηρεσίας, το ύψος των
αποδοχών και τον τερματισμό της συντάξιμης υπηρεσίας. Ανακαθορισμός της
σύνταξης με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ανακαθορισμός και του εφάπαξ.
Αν τα ασφαλιστικά όργανα αρνηθούν ή καθυστερούν να εκδώσουν τη σχετική πράξη
ανακαθορισμού, ο ασφαλισμένος μπορεί να απαιτήσει και διαφυγόν κέρδος, όπως η
απώλεια τόκων από την κατάθεση του συμπληρωματικού ποσού σε τράπεζα. Επιδίκαση
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και προσβολή της προσωπικότητας του
ασφαλισμένου. Η κρίση ότι ο αναιρεσείων δεν είχε υποστεί ηθική βλάβη δεν
ελέγχεται αναιρετικά
4.6.-
Απόφαση: 2796/2006 ΣΤΕ-Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και
106 του ΕισΝΑΚ. Οι αναφυόμενες διαφορές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας και
υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εκτός αν οι πράξεις ή
παραλείψεις ή οι υλικές ενέργειες συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του
Δημοσίου κλπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του
κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο άμεσα
ζημιωθείς. Τί περιλαμβάνει η αποζημίωση. Ο έμμεσα ζημιωθείς δικαιούται
αποζημίωση μόνο αν αυτό προβλέπεται ειδικά από διάταξη νόμου. Επιδίκαση
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας
για το ύψος της αποζημίωσης αυτής δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επιδίκαση αυτής
μόνον στον ίδιο τον παθόντα. Βαρύτατος τραυματισμός προσώπου και ευθύνη του πανεπιστημίου, αφού η
εποπτεύουσα το εργαστήριο δεν της είχε επισημάνει τον κίνδυνο έκρηξης και δεν
ήταν παρούσα όταν γινόταν το πείραμα. Συντρέχον πταίσμα και της παθούσας.
Περιστατικά. Δεν υποχρεούται ο νομοθέτης να θεσπίσει αποζημίωση της έμμεσης
ηθικής βλάβης των γονέων σε περίπτωση τραυματισμού του ενήλικου τέκνου τους.
Δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη του Συντάγματος ή Διεθνών Συμβάσεων. Δεν
επιδικάζεται αποζημίωση στη μητέρα της παθούσας για τη διακοπή λειτουργίας του
καταστήματός της κατά τη διάρκεια νοσηλείας της κόρης της.
4.7.-
Απόφαση: 13/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘΡΟΥ ΠΑΡ 2 Σ(ΝΟΒ 2007/471) Δικαιοδοσία του για
εκδίκαση διαφορών που ασκούνται μετά την 7.8.2002. Εξομοίωση των αποδοχών των
προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων με τις αποδοχές του Προέδρου της
Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, χωρίς να απαιτείται
αντιστοιχία των προϋποθέσεων και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους.
Ευθύνη του Δημοσίου λόγω της παράλειψης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να
θεσπίσει ρύθμιση σχετικά με το ύψος των αποδοχών των τριών Προέδρων. σύμφωνα με
το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, «Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που
τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η
παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο,
με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Κατά την
έννοια της διατάξεως αυτής για τη γέννηση της αξιώσεως προς αποζημίωση
απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, να
είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο
προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Υφίσταται δε αντικειμενική ευθύνη του Δημοσίου προς
αποζημίωση, κατ` εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού
Κώδικα, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση δια των αρμοδίων,
κατά το Σύνταγμα, οργάνων της ή εκ της παραλείψεως των οργάνων αυτών να
νομοθετήσουν, όταν από τη νομοθέτηση ή μη, γεννάται αντίθεση προς τους
υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι διεθνείς Συνθήκες και οι διατάξεις
του Συντάγματος (ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999, 5/2001, Απόφ. 1/2005 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του
Συντ.).
4.8.-
Απόφαση: 70/2006 ΔΠΡ.ΡΟΔ.-ΙΚΑ. Διαδοχική ασφάλιση. Αγωγή κατ΄ αρ. 105-106
ΕισΝΑΚ επιδίκασης μη απονεμομένων συντάξεων. Επιδικάζεται ως αποζημίωση το ποσό
σύνταξης που το ΙΚΑ όφειλε λόγω θανάτου να καταβάλλει, μετά την παραπομπή του
συνταξιοδοτικού φακέλου από το ΝΑΤ που ήταν ο κατ΄ αρχήν απονέμων τη σύνταξη
ασφαλιστικός οργανισμός καθώς επίσης και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη
της συζύγου και του ανηλίκου τέκνου του θανόντος ασφαλισμένου.
4.9.-
Απόφαση: 2192/2006 ΔΠΡ.ΑΘ(ΔΔΙΚΗ 2006/1465)Αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105
του ΕισΝΑΚ. Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης και ζημία που αποκαθίσταται.
Πότε υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ζημίας και παράνομης πράξης ή παράλειψης.
Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η σύλληψη και η κράτηση του ενάγοντα
ήταν παράνομες, αφού οι δικαστικές αποφάσεις των οποίων έγινε επίκληση δεν
μπορούσαν να εκτελεστούν, λόγω χορήγησης αναστολής εκτέλεσης. Μη ενημέρωση του
φακέλου του ενάγοντα και παρανομία της διοίκησης. Δεν αίρεται ούτε μειώνεται η
ευθύνη του δημοσίου από τη μη προσκόμιση των αποφάσεων αναστολής από τον ίδιο
τον ενάγοντα. Επιδίκαση ποσού για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης..
4.10.-
Απόφαση: 3441/2006 ΔΠΡ.ΑΘ. Αστική ευθύνη Δημοσίου για τις παράνομες παραλείψεις
της ΕΛ. ΑΣ.Πλημμελής σωματικός έλεγχος των εισερχομένων στο γήπεδο οπαδών από
την ΕΛ. ΑΣ. Αποζημίωση φιλάθλου για τον τραυματισμό του από φωτοβολίδα.
Επιπλέον, επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για υλική και ηθική βλάβη που
υπέστη από την απώλεια κατά 80% της όρασής του στον έναν οφθαλμό.
4.11.-
Απόφαση: 1732/2005 ΣΤΕ-Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105
του ΕισΝΑΚ. Η ευθύνη αυτή καλύπτει κάθε θετική ή αποθετική ζημία καθώς και
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Πότε δικαιούνται να ζητήσουν
χρηματική ικανοποίηση τα νομικά πρόσωπα. Δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται
η ηθική βλάβη όταν από τη φύση της πράξης είναι δυνατόν να επέλθει τέτοια
βλάβη. Εκπτωση της αιτούσας εταιρείας από τη σύμβαση με το Δημόσιο για την
εκτέλεση ορισμένων εργασιών. Η έκπτωση είναι δυνατόν να έχει αντίκτυπο στην
πίστη, στο κύρος και στη φήμη της εταιρείας και δεν απαιτείται για τη θεμελίωση
της ηθικής βλάβης η επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών
4.12.-Απόφαση:
2819/2005 ΣΤΕ-Ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ για αποζημίωση κατά τους όρους
του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Τα δικαστήρια μπορούν να επιδικάσουν και χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η κρίση περί του ύψους της οποίας δεν ελέγχεται
αναιρετικά. Τραυματισμός πυροσβέστη λόγω κατακρήμνισης σε κοίτη ποταμού
οχήματος της πυροσβεστικής υπηρεσίας, από υπαιτιότητα του οδηγού. Αιτιολογημένα
επιδικάσθηκε το ποσό ευρώ για την αιτία αυτή. Η προαγωγή που δόθηκε δεν ασκεί
καμία επιρροή στο ύψος του επιδικαζομένου ποσού. Απορρίπτεται η αναίρεση για
έλλειψη αιτιολογίας
4.13.-
Απόφαση: 3594/2005 ΣΤΕ(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης που
αφορά σε αγωγή***, με την οποία ζήτησε από ***νπδδ (νοσοκομείο) χρηματική
ικανοποίηση προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης που υπέστη από την εκ μέρους των
οργάνων του νοσοκομείου μη νόμιμη εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την
πειθαρχική δίωξη, την απόσπαση, την επιλογή και την τοποθέτηση σε θέση
διευθυντή.
4.14.-Απόφαση:
627/2005 ΔΕΦ.ΑΘ(ΔΔΙΚΗ 2006/1530)Ευθύνη του δημοσίου σε αποζημίωση κατά το άρθρο
105 του ΕισΝΑΚ. Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης. Η αποζημίωση μπορεί να
συνίσταται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τι περιλαμβάνει η
αποζημίωση. Πότε αποκαθίσταται η μελλοντική ζημία. Ο κληρονόμος από την επαγωγή
της κληρονομίας αποκτά την κυριότητα των στοιχείων της κληρονομίας, με τη
νομική αίρεση της μεταγραφής της αποδοχής κληρονομίας. Κάθε διάθεση που γίνεται
πριν από τη μεταγραφή δεν επιφέρει αποτελέσματα. Μεταγενέστερη μεταγραφή της
αποδοχής κυρώνει αναδρομικά τη διάθεση των στοιχείων της κληρονομίας. Η άρνηση
του αρμοδίου οργάνου του υποθηκοφυλακείου να μεταγράψει το πωλητήριο συμβόλαιο,
με την αιτιολογία ότι δεν είχαν μεταγραφεί δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας είναι
μη νόμιμη και ορθή. Ο εκκαλών δεν υπέστη ζημία από την άρνηση αυτή, αλλά υπέστη
ηθική βλάβη και τον επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση.
4.15.-Απόφαση:
186/2005 ΔΠΡ.ΗΡΑΚΛ-Αδικοπραξία οργάνων του δημοσίου. Αυτοκινητικό ατύχημα.
Πρόσκρουση μοτοσυκλέτας σε κορμό δέντρου που ευρίσκετο εντός του οδοστρώματος.
Παράλειψη των οργάνων του δήμου να αφαιρέσουν το δέντρο από το δρόμο ή έστω να
τοποθετήσουν ειδική σήμανση ώστε να είναι ορατό από τους οδηγούς και να
ηλεκτροφωτίσουν το σημείο. Οι παραλείψεις αυτές ήταν ικανές αφ` εαυτού να
προκαλέσουν το ατύχημα, παρόλο που τον οδηγό θάμπωσαν και τα φώτα αντιθέτως
ερχόμενου οχήματος. Δεν απαιτείται να αποδειχθεί υπαιτιότητα των αρμόδιων
οργάνων. Σοβαρός τραυματισμός ανηλίκου στο κεφάλι. Εύλογη αποζημίωση της ηθικής
βλάβης ποσού ύψους ****ευρώ.
4.16.-
Απόφαση: 268/2005 ΔΠΡ.ΡΟΔ-Τροχαίο ατύχημα με όχημα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση κατ΄ άρ. 105 ΕισΝΑΚ.
Υπαιτιότητα του οδηγού του οχήματος της Π.Υ. σε ποσοστό 70%, λόγω οπισθοπορείας
με περιορισμένη ορατότητα χωρίς βεβαίωση, ότι μπορούσε να το πράξει με
ασφάλεια. Συνυπαίτιος ο ενάγων, διότι ενώ αντιλήφθηκε το υπηρεσιακό όχημα στη
στροφή διέσχισε τη διασταύρωση και ακινητοποίησε το Ι.Χ. πίσω από αυτό χωρίς
επαρκή απόσταση ασφαλείας. Επιδίκαση θετικών ζημιών. Ηθική βλάβη. Επιδικάζεται
και αν προκαλείται μόνο υλική ζημία.
4.17.-
Απόφαση: 3751/2005 ΔΠΡ.ΑΘ(ΝΟΒ 2006/1165)Αστική ευθύνη νοσοκομείου από παράνομη
πράξη ιατρού. Ρήξη οισοφάγου κατά τη διάρκεια γαστροσκόπησης λόγω λανθασμένου
χειρισμού εργαλείου. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Λήψη υπόψη του
νεαρού της ηλικίας της ενάγουσας.
4.18.-
Απόφαση: 2732/2004 ΣΤΕ(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση
κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Σφράγιση του δικηγορικού γραφείου για τέσσερις εργάσιμες ημέρες εξαιτίας
ληξιπροθέσμων χρεών του προς το Δημόσιο. Ακύρωση της σχετικής υπουργικής
απόφασης και επιδίκαση.χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο
προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης ανήκει στην κυριαρχική
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Απορρίπτεται η αναίρεση
4.19.-
Απόφαση: 3463/2004 ΣΤΕ-Τραυματισμός προσώπου από υπαιτιότητα οργάνου του
Δημοσίου με συνέπεια την αναπηρία. Αυτοτελής αξίωση για αποζημίωση, αν η
αναπηρία επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος. Ο διορισμός του παθόντος,
μετά τον τραυματισμό του, στο Δημόσιο ως μόνιμος υπάλληλος, είναι στοιχείο που
λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της χρηματικής ικανοποίησης.
4.20.-
Απόφαση: 1721/2004 ΔΕΦ.ΠΕΙΡ.(ΠΕΙΡΝΟΜ 2006/186)Αστική Ευθύνη Δημοσίου. Ηθική
βλάβη. Αστική ευθύνη του Δημοσίου από υλική ενέργεια. Αυτοκινητιστικό ατύχημα
προκληθέν από όχημα που ανήκει στο Δημόσιο. Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται και
η ηθική βλάβη καθώς και η μείωση της εμπορικής αξίας του άλλου οχήματος.
Κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της αποζημίωσης.
4.21.-Αποφαση
1696/2003 ΣτΕ: καταδίκη σε ηθική βλάβη υπέρ
χήρας και τέκνων συνταξιούχου που ανέμεναν επί 13 έτη από του θανάτου του την συνταξιοδότηση τους
από το ΙΚΑ
5.-ΤΑ
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ:
5.1.-ΟΙ
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ:
Δικαιούχος
της χρηματικής Ικανοποιήσεως είναι εκείνος
που άμεσα[31] υπέστη την ηθική βλάβη.(βλ.:1915/2007 ΣΤΕ[32] 2796/2006
ΣΤΕ[33] Καυκάς Ενοχικό
Δίκαιο:932-933 § 2, Τριανταφυλλόπουλος, ΝΔ 6, 5, Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο σ. 689,
ΑΠ 273/1954 ΝοΒ 2, 1285, ΑΠ 243/1957 ΝοΒ 16, 65, ΑΠ 384/1963 ΝοΒ 12, 46, ΑΠ
350/1972 ΝοΒ 20, 978,ΑΠ 501/1974 ΝοΒ 22, 1321. Δικαιούχος χρηματικής
ικανοποιήσεως, μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο (βλ: σε Ζέπο, Ενοχικό Δίκαιο
σ:759, Τριανταφυλλόπουλος, ΝΔ 6, 5, Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο σ. 689/90, ΑΠ
621/1971 ΑρχΝ 23, 463, ΑΠ 204/1965 ΑρχΝ 17, 152, ΑΠ 182/1967 ΝοΒ 16, 46, ΑΠ
479/1968 ΝοΒ 17, 597,36/2007 ΜΠΡ ΞΑΝΘ[34],)
Σε περίπτωση
θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση[35] μπορεί να
επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Ο ορισμός της έννοιας
της οικογενείας δεν παρέχεται από καμιά διάταξη του ΑΚ. Συνεπώς ο προσδιορισμός
των προσώπων που υπάγονται στην οικογένεια της ΑΚ 932 ανήκει στη θεωρία και στη
νομολογία. Στην οικογένεια κατά κανόνα περιλαμβάνονται τα πρόσωπα που
συνδέονταν με το θύμα με δεσμούς στενής συγγένειας και αγάπης, έστω κι αν δεν
συγκατοικούσαν μ` αυτό. Πάντως σ` αυτήν δεν συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων,
και οι σύζυγοι των αδελφών του θανόντος όπως και οι κουνιάδοι (αδελφοί του ή
της συζύγου του θανόντoς) ακόμη και όταν η θανάτωση του συγγενούς τους γίνεται
ενώπιον τους(ΑΠ 874/2007).
5.2.-Η ΑΡΧΗ
ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΟΣ:
5.2.1. Η αρχή
της αναλογικότητας έχει αναγνωρισθεί από το Δ.Ε.Κ. ως «γενικώς αποδεκτός
κανόνας δικαίου» και ως «γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου» Η κοινοτική αρχή
της αναλογικότητας επιβάλλει τόσο στα κοινοτικά όργανα όσο και στα κράτη μέλη έναν περιορισμό στην άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο, απαιτώντας τα μέτρα
που υιοθετούνται να βρίσκονται σε εύλογη σχέση, δηλαδή σε αναλογία, προς το
επιδιωκόμενο από αυτά αποτέλεσμα.
Η εν λόγω
κοινοτική αρχή τηρείται, όταν το υιοθετούμενο μέτρο είναι κατάλληλο (πρόσφορο)
ενόψει του επιδιωκόμενου από αυτό σκοπού, είναι αναγκαίο για την επίτευξη του
επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή είναι απολύτως επιβεβλημένο ή απαραίτητο προς
επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν υπάρχει λιγότερο επαχθές μέτρο μεταξύ
εκείνων που δύνανται να επιτύχουν το αυτό αποτέλεσμα. Στην τελευταία περίπτωση,
όπου υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων μέτρων, πρέπει να
εξετάζεται το υιοθετούμενο μέτρο εν συγκρίσει προς τα άλλα επίσης καταρχήν
κατάλληλα μέτρα, ώστε να διαπιστωθεί μήπως τα μειονεκτήματα που επέρχονται
είναι μεγαλύτερα από τα πλεονεκτήματα.
Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του
Συντάγματος ορίζεται ότι: «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την
προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή
της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το
Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη», σκοπείται δε με αυτή η κατοχύρωση της ελεύθερης
ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου, που αποτελεί το κύριο περιεχόμενο
της αξιοπρέπειάς του και πραγματώνεται με την ελευθερία του ατόμου για την
αδέσμευτη, μέσα στα όρια που ορίζονται με τη διάταξη, επιχείρηση ενεργειών που
αναφέρονται στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητά του (Ολ. ΑΠ
2/1997). Η με τη διάταξη αυτή καθιερούμενη προστασία της οικονομικής και
επαγγελματικής ελευθερίας δεν είναι απόλυτη και είναι δυνατόν να επιβάλλονται
νομοθετικοί περιορισμοί, εφόσον αυτοί είναι αντικειμενικοί και δικαιολογούνται
από λόγους γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος. Όρο παραδοχής των
περιορισμών αυτών αποτελεί και ο υπό τούτων σεβασμός της αρχής της
αναλογικότητας[36]. Η αρχή αυτή, αναγνωριζόμενη παγίως ως ισχύουσα από τη νομολογία των
δικαστηρίων και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την
αναθεώρηση του Συντάγματος από τη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή την 18.4.2001 (άρθρο 25
παρ. 1 εδ. β΄), απαιτεί όπως οι από το νομοθέτη ή τη διοίκηση επιβαλλόμενοι
περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων οριοθετούνται με βάση τα
εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου
μέτρου και της αναλογίας[37] του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό.(ΑΠ 10/2003 Ολ) –
Αμφισβητείται[38] αν ή κρίση
του δικαστηρίου περί του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως υπόκειται στον
αναιρετικό έλεγχο.( Βλ. καταφατικά. σε Ζέπο, Ενοχικό Δίκαιο σ. 759, αρνητικά
σε. Καυκά, Ενοχικό Δίκαιο 932-933 § 2 σημ. 4, Φίλιο Ενοχικό Δίκαιο 693, ΑΠ
Ολομ. 444/1964 ΝοΒ 12, 1075, ΑΠ 582/1967 ΝοΒ 16, 177, ΑΠ 355/ 1966 ΝοΒ 15, 120,
ΑΠ 555/1974 ΝοΒ 23, 144, ΑΠ 440/1975 ΝοΒ 23, 1228, ΑΠ 856/1976 ΝοΒ 25, 205, ΑΠ
1336/1976 ΝοΒ 25, 935.)και μάλιστα σε εφαρμογή της «αρχής της αναλογικότητας»,
5.2.2. Η
νομολογία .για τον προσδιορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως
σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας:
5.2.2.1.- Ο
προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην
ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου
Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ.
1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να
νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου ή παράβαση
διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Κατά την
μέχρι σήμερα κρατούσα άποψη : Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν
υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο(βλ ΣΤΕ 1042/2007)ούτε και από άποψη παραβιάσεως
ή μη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη
του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της
τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της
συνταγματικότητας διατάξεως νόμου και συγκεκριμένα αν ο νομοθετικός περιορισμός
ενός συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος σέβεται ή όχι την αρχή της
αναλογικότητας. Δηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται
μεταξύ αφενός μεν της συνταγματικής διατάξεως, που προστατεύει κάποιο δικαίωμα,
αφετέρου δε της νομοθετικής διατάξεως, που το περιορίζει. Έξω, όμως, από το
πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανά δεν έχουν εξουσία να εφαρμόζουν απευθείας την
αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε
συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά εφαρμόζουν την οικεία διάταξή του νόμου, ο οποίος
αναθέτει σε αυτά ν` αποφασίζουν. Επομένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε
συγκεκριμένη περίπτωση στον προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής αποζημιώσεως
του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά
είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα, με βάση τους
κανόνες που το ίδιο άρθρο, θέτει, και στα πλαίσια, που οι ρυθμίζουσες τα ένδικα
μέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο (ΑΠ 163/2007, 1670/2006).
5.2.2.2.-
Όμως, κατά άλλη άποψη : το καθορισθέν από το δικαστήριο της ουσίας ποσό
χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον δεν
διαπιστώνεται υπέρβαση απ` αυτό των ακραίων ορίων της διακριτικής του
ευχέρειας, δεν ελέγχεται για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του
άρθρου 932 ΑΚ (ΑΠ 1255/2007. Αντίθετα εκείνος που εμμέσως ζημιώθηκε από την
παράνομη ενέργεια ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου έχει αξίωση αποζημιώσεως
μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπεται ειδικώς από διάταξη νόμου (άρθρα
928 εδαφ. β` και 929 εδαφ. β` Α.Κ.) (βλ. ΣτΕ 2796/2006 7μ., Α.Π. 18/2004 Ολ, 61
και 900/1991). Περαιτέρω, ο αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη πράξη ή παράλειψη
των οργάνων του Δημοσίου, δικαιούται επί πλέον και εύλογη χρηματική ικανοποίηση
λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη, κατά την ουσιαστική, περί του
ζητήματος τούτου, κρίση των δικαστηρίων της ουσίας, η οποία δεν ελέγχεται κατ`
αναίρεση, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς την
υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη
εφαρμογή του νόμου (ΣτΕ. 2256/2006, 2727/2003, 1222,1223/2002, 740/2001,
2463/1998). Ελέγχεται, όμως, κατ` αναίρεση η κρίση των δικαστηρίων της ουσίας
αν, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, ελήφθησαν
υπόψη περιστατικά που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για τον σχηματισμό
της κρίσης αυτής ή αν δεν συνεκτιμήθηκαν γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί υπόψη
τους και τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής
ικανοποιήσεως (ΣτΕ 2796/2006 7μ).
Επίσης, η
σχετική κρίση των δικαστηρίων της ουσίας ελέγχεται και ως προς το εάν είναι
σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι τα δικαστήρια της
ουσίας δεν πρέπει ούτε να υποβαθμίζουν την απαξία της παράνομης πράξεως,
παραλείψεως, υλικής ενέργειας ή παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας με
την επιδίκαση ασήμαντα χαμηλών ποσών, ούτε να καταλήγουν με ακραίες εκτιμήσεις,
στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους. (Σ.τ.Ε. 2256/2006. πρβλ. Α.Π.
43/2005). Τέτοια αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, δεν έχει ο
εμμέσως ζημιωθείς τρίτος (Σ.τ.Ε. 2796/2006 7μ., Α.Π. 18/2004 Ολ.)
.
5.2.2.3.-Κατ’
άλλη άποψη: το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την
αρχή της αναλογικότητας[39], επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά
την στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη
τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του
επιδιωκομένου σκοπού. Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο της ουσίας δεν
πρέπει ούτε να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας ασήμαντα χαμηλό
ποσό[40], ούτε να
καταλήγει, με ακραίες εκτιμήσεις, στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους,
διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτου που απέβλεψε στην αποκατάσταση
της τρωθείσης με την αδικοπραξία κοινωνικής ειρήνης (βλ ΣΤΕ 3256/2006. Α.Π.
43/2005[41] Βλ και
:Α.Κλειδωνοπουλος (Δ/ΝΗ 2007/1607)Η Αρχή
της Αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντ): Ελέγχονται αναιρετικά οι
δικαστικές αποφάσεις για τη μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και μάλιστα
με απ΄ευθείας εφαρμογή της και ειδικότερα για το "εύλογο" ως προς το
ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932
ΑΚ).~Σχετική .Νομολογία.: ΑΠ 132/2006, ΑΠ (ΟΛΟΜ) 43/2005, ΣΤΕ 2938/2005,.).
5.2.2.4.- Ήδη
η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με
την 41/2007 Απόφαση της παρέπεμψε στη πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το
ζήτημα αν η αναλογικότητα, ως υπερνομοθετική αρχή, ιδρύει τους αναιρετικούς
λόγους του άρθρου 559 αριθμού. 1 και 19 ΚΠολΔ, ώστε να ελέγχεται αναιρετικά η
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το εύλογο ή όχι του ποσού της χρηματικής
ικανοποίησης που επιδικάσθηκε ή η αναλογικότητα είναι ερμηνευτική αρχή, οπότε
δεν ιδρύεται μ΄ αυτή λόγος αναίρεσης.
5.2.2.5.- Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την με αριθμό 11-1/2007 ΕΔΔΑ
απόφαση του (Υπόθεση Μαμιδάκης κατά Eλλάδος) έκρινε (ΒΛ ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2007/855) ότι : Η επιβολή στον προσφεύγοντα διοικητικού προστίμου για λαθρεμπορία, προβλεπομένου από του τελωνειακού κώδικα. Επικύρωση προστίμου από τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια. Απόρριψη αιτίασης του προσφεύγοντος ότι τα διοικητικά δικαστήρια που τον έκριναν δεν έλαβαν υπόψη τις θεμελιώδιες εγγυήσεις που καθιερώνει το άρθρο 6 της σύμβασης, μεταξύ των οποίων και το τεκμήριο της αθωότητας, εφόσον ο προσφεύγων έτυχε μιας κατ` αντιμωλίαν διαδικασίας και προέβαλε όλα τα κατ` εκείνον προσήκοντα επιχειρήματα, το γεγονός δε ότι δεν ελήφθη υπόψη η μη άσκηση ποινικής δίωξης για την ίδια παράβαση δεν συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Κρίση όμως ότι η επιβολή του προστίμου έθιξε σε τέτοιο βαθμό την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος, που απετέλεσε δυσανάλογο μέτρο ως προς τον επιδιωκόμενο οικονομικό σκοπό και έτσι παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας(.Αριθμός προσφυγής 35533/2004).
5.2.2.6.-
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δεύτερο Τμήμα)Υπόθεση
ΔΕΚ C-348/04Απόφαση
της 26.4.2007 (Boehringer Ingelheim KG κ.λπ. κατά Swingward Ltd)
Εκρινε ότι «..Επίσης, εθνικό μέτρο δυνάμει του
οποίου, στην περίπτωση που ο παράλληλος εισαγωγέας, ο οποίος διέθεσε στο
εμπόριο προϊόντα που δεν είναι πλαστά χωρίς να ειδοποιήσει προηγουμένως τον
δικαιούχο του σήματος, έχει αξίωση χρηματικής αποζημιώσεως υπό τις ίδιες
περιστάσεις όπως στην περίπτωση πλαστών προϊόντων, δεν φαίνεται, καθεαυτό, να
αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, εναπόκειται στον εθνικό
δικαστή να καθορίσει κατά περίπτωση, αφού λάβει υπόψη την έκταση της ζημίας που
προξένησε στον δικαιούχο του σήματος η παράβαση του παράλληλου εισαγωγέα και
τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας, το ύψος της χρηματικής αποζημίωσης.»
5.2.2.7.- Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων
δικαιωμάτων με την με αριθμό
27-7/2006 Απόφαση ΕΔΔΑ Υπόθεση 36998/02 Υπόθεση
Ευσταθίου κ.ά. κατά Ελλάδος)(ΝΟΒ 2006/1170) Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της
Σύμβασης αναφορικά με το δικαίωμα των προσφευγόντων να έχουν πρόσβαση σε
δικαστήριο, εφόσον η κήρυξη του απαραδέκτου των αναιρετικών λόγων με την
αιτιολογία ότι ο προσφεύγοντες "δεν είχαν εκθέσει στην αίτηση αναίρεσης
όσα είχε δεχθεί το Εφετείο επί της ουσίας", αποτελεί μία προσέγγιση
υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
Έννοια ευλόγου χαρακτήρα της διάρκειας μιας δίκης: «Το Δικαστήριο υπενθυμίζει
την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία δεν έχει σκοπό να υποκαταστήσει
τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Η ερμηνεία της εσωτερικής νομοθεσίας ανήκει κατά
κύριο λόγο στις εθνικές αρχές και κατεξοχήν στα δικαστήρια (βλ. μεταξύ πολλών
άλλων, Garcia Mani-bardo κατά Ισπανίας, αρ. 38695/97, §36, CEDH 2000-II).
Εξάλλου, το "δικαίωμα σε δικαστήριο", του οποίου ιδιαίτερη πτυχή
αποτελεί το δικαίωμα πρόσβασης, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε έμμεσους
περιορισμούς, κυρίως ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής, διότι
προαπαιτεί λόγω της ίδιας του της φύσης μία ρύθμιση από το Κράτος, το οποίο
διαθέτει ως προς αυτό το σημείο ένα περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης. Πάντως,
αυτοί οι περιορισμοί δεν μπορούν να παρεμποδίζουν την ελευθερία πρόσβασης ενός
αιτούντος κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα σε δικαστήριο να
βλάπτεται ουσιωδώς. Εντέλει, οι περιορισμοί δεν είναι σύμφωνοι με το άρθρο 6 §
1 παρά μόνο εάν εξυπηρετούν δικαιολογημένο σκοπό και αν υπάρχει εύλογη σχέση
αναλογικότητας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και τον επιδιωκόμενο σκοπό
(βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Edificationes March Gallego S.A. κατά Ισπανίας,
απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Recueil des arrets et docisions 1998-1, p. 290, §34). Πράγματι, το
δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο παραβιάζεται όταν η εθνική ρύθμιση δεν
εξυπηρετεί πλέον τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής
της δικαιοσύνης, αλλά αποτελεί ένα είδος εμποδίου για τον αιτούντα ως προς το
να κριθεί στην ουσία της η διαφορά από το αρμόδιο δικαστήριο.»
6.ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ
ΑΠΟ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ
Σύμφωνα με την
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση
με το Ν.Δ. 537/1974 και έχει, σύμφωνα με το 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των
κοινών νόμων ,αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1Σ σε συνδυασμό προς 4 Σ που
επιτάσσει ισότητα διαδικαστική μεταξύ των διαδίκων. Κατόπιν τούτων με την
επίκληση του «δημοσίου συμφέροντος» [42] δεν δικαιολογείται η διατήρηση διαφορετικών διαδικαστικών προϋποθέσεων
και ρυθμισεων [43] ή προθεσμιών οποιασδήποτε φύσεως και σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον
διοικητικής αρχής ή Δικαστηρίου υπέρ του Δημοσίου έναντι εκείνων που ισχύουν για τους αντιδίκους τους. Επί
μακρόν το Κράτος νομοθετούσε, θέτοντας το Ελληνικό Δημόσιο εκτός των
δικονομικών πλαισίων που ισχύουν για όλους τους λοιπούς διαδίκους. Η σχετική
νομοθεσία είναι μάλιστα διάσπαρτη σε πληθώρα νομοθετικών κειμένων με κυριότερο
το κωδικοποιημένο διάταγμα της 26.6/10.7.1944 "Περί κώδικος των νόμων περί
δικών του Δημοσίου[44]", Σύμφωνα
μάλιστα με το άρθρο 96 του ν. 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» η
ένσταση παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη
αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια - ενώ βάσει του άρθρου 52§3 του ν. 496/1974
«Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» το ίδιο προνομιακό
καθεστώς ισχύει και για τα ν.π.δ.δ.[45]
- με αποτέλεσμα μάλιστα να μεταφέρεται η σχετική ένσταση και στο εφετείο
ανεξαρτήτως του αιτήματος της έφεσης[46].
Αντιθέτως, οι αντίδικοι του Δημοσίου ιδιώτες οφείλουν να προτείνουν οι ίδιοι
την ένσταση παραγραφής των εναντίων τους αξιώσεων του Δημοσίου[47].
Έως προσφάτως η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δεχόταν σε γενικές
γραμμές αβασάνιστα τα δικονομικά προνόμια του δημοσίου με σκοπο την θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος, το
οποίο εδώ προφανώς συνίσταται στο συμφέρον που έχει το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. να
νικήσουν στη δίκη, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ζημιωθεί η περιουσία
τους και θα επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός τους, τον οποίο στηρίζουν οι έλληνες
φορολογούμενοι με την καταβολή των φόρων τους[48].
Τα πράγματα
άρχισαν ν’ αλλάζουν στη νομολογία με την
απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση
Πλατάκου κατά Ελλάδας της 11ης Ιανουαρίου 2001 [49]. Το ΕΔΔΑ,
κατέληξε ότι αν το δικονομικό προνόμιο αναστολής των προθεσμιών κατά τις
δικαστικές διακοπές εφαρμοζόταν και υπέρ του ιδιώτη διαδίκου, με τηναποφαση αυτή κριθηκε «η προσφεύγουσα αντιμετωπίστηκε κατά τρόπο
καθαρά μειονεκτικό έναντι του Δημοσίου». Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το
Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της ισότητας των όπλων συνιστά έννοια
ευρύτερη από αυτή της δίκαιης δίκης. Συνεπάγεται την υποχρέωση να δίδεται σε
κάθε διάδικο μέρος η εύλογη δυνατότητα να αξιολογηθούν τα επιχειρήματα του υπό
συνθήκες που δεν το θέτουν σε μειονεκτική θέση με τρόπο αισθητό σε σχέση και με
το αντίδικο μέρος»[50].
Ακολουθώντας την απόφαση αυτή[51], τα ανώτατα
δικαστήρια σε μια σειρά αποφάσεων τους (ΣτΕ 2606/2001[52], 497/2002[53], ΑΠ 12/2002[54])
αναγνωρίζουν πλέον την πλήρη αντίθεση του προνομίου της αναστολής των
προθεσμιών με τα αρ.4§1 του Συντάγματος και 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.. Η Απόφαση 11/2003 ΟλΑΠ[55]
δεν δέχτηκε ότι προσκρούει στην αρχή της ισότητας των διαδίκων, όπως προκύπτει
από το άρ. 4§1 Σ, και στο δικαίωμα για χρηστή δίκη, που πηγάζει από τα άρ. 20 Σ
και 6§1 ΕΣΔΑ, η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της ενστάσεως παραγραφής των αξιώσεων
κατά του Δημοσίου. Ενώ, ακόμη και ως προς τα ουσιαστικού δικαίου προνόμια, όπως
είναι το χαμηλότερο ύψος νόμιμου τόκου που υποχρεούται να καταβάλλει το Δημόσιο
βάσει του άρ. 21 β.δ. της 26.6/10.7.1944 («Κώδικας νόμων περί δικών του
Δημοσίου»)[56],
τα Ανώτατα Δικαστήριά μας έλαβαν αντίθετες μεταξύ τους αποφάσεις[57]
Παραβίαση
έκδηλη της αρχής της ισότητας αλλά και της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και στο Σύνταγμα εμφανίζει η ρύθμιση υπέρ του Δημοσίου του
τόκου υπερημερίας ή της παραγραφής των αξιώσεων. Είναι προφανές ότι δεν
δικαιολογείται διαφορετικός υπολογισμός τόκου υπερημερίας από εκείνον που
ισχύει σε βάρος των αντιδίκων του. Ούτε πολύ περισσότερο αποκλεισμός του σε
περίπτωση τροπής καταψηφιστικού αιτήματος αγωγής κατά του Δημοσίου σε
αναγνωριστικό. Ειδικότερα:
6.1.-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
ΑΞΙΩΣΕΩΣ -
6.1.1.Σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 247, 251, 298 και 937 παρ. 1 ΑΚ, σε περίπτωση
αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, με οποιαδήποτε μορφή
ζημίας, θετικής ή αποθετικής, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως
για όλη τη ζημία, παρούσα και μέλλουσα, εάν αυτή είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη
πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική επιδίωξη είναι δυνατή, αρχίζει η
παραγραφή της σχετικής αξίωσης, η οποία είναι πενταετής, από τότε που ο
ζημιωθείς έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Τρέχει δε από τότε ο
χρόνος της παραγραφής για όλες τις επελθούσες και μέλλουσες ζημιές, εκτός από
εκείνες των οποίων δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων(ΑΠ Ολομ24/2003). Στην παραπάνω παραγραφή υπόκειται και η αξίωση
χρηματικής ικανοποιήσεως που οφείλεται για μη περιουσιακή ζημία (άρθρα 299, 932
ΑΚ)(Βλ ΑΠ 72/2007
Με το άρθρο 90
παραγρ.3 του νέου Ν.2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού» ορίζεται ότι: «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί
σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε
αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν
βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου
πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Η διάταξη
αυτή, αποτελεί ουσιαστικά αναδιατύπωση της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 91
παρ. 3 του ΝΔ 321/1969 Με την αναδιατύπωση αυτή ο νομοθέτης επιδίωξε την
κατάργηση της νομολογιακά παγιωμένης,
υπό το καθεστώς του ΝΔ 321/1969, διάκρισης μεταξύ ευθείας και αποζημιωτικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 1471/77), η
οποία (διάκριση) υπό το ισχύον δίκαιο (Ν.2362/95) δεν έχει πλέον πεδίο
εφαρμογής, καθώς όλες οι αξιώσεις που αφορούν σε αποδοχές των, επί σχέση
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλων του Δημοσίου υπόκεινται πλέον συλλήβδην
στην ως άνω ειδική βραχυπρόθεσμη διετή
παραγραφή, η οποία, κατά τη σαφή διάταξη του άρθρου 91 εδ. α΄ του ίδιου Νόμου,
αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν
δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής (ΑΠ 1726/2002
6.1.2.-Η νομολογία άρχισε να διαφοροποιείται τελευταίως στο ζήτημα της παραγραφής. Κρίθηκε με
την 1/2005Ειδ Δικ άρθρου 88παρ 2 Σ[58])(βλ απόφαση σε ΕΔΚΑ 2005/892, ΑΡΧΝ 2006/78, Δ/ΝΗ 2006/6). ότι οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ 3, ν. 2362/95 είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αφού θεσπίζουν αδικαιολόγητα σε βάρος των Ελλήνων Πολιτών ρυθμίσεις. Με τις ανωτέρω διατάξεις διαμορφώθηκε ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Δημοσίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 89 παρ 2 του ν 2362/95 «Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήψη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή έννοια και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη.» ενώ αντίθετα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 η απαίτηση υπαλλήλων του Δημοσίου, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται, μετά διετία από της γενέσεώς της. Η διάταξη αυτή, που είναι γενική, και με τη ρύθμιση αυτή δημιουργείται προφανέστατη άνιση μεταχείριση των ιδιωτών διαδίκων έναντι του Δημοσίου. Επειδή, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία οργάνων του Δημοσίου αποτελούν περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, τα οποία, επομένως, προστατεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., θεμελιώνονται δε επιπλέον στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της αλληλέγγυας αναλογικής ισότητας στην ανάληψη των δημοσίων βαρών και της νομιμότητας. Συνεπώς, κάθε διάταξη νόμου, η οποία, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη σχετική ρύθμιση με βάση πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας, αίρει ή περιορίζει (άμεσα ή έμμεσα) την ευθύνη του Δημοσίου, με αποτέλεσμα η καταβαλλόμενη αποζημίωση να μην είναι πλήρης, αντίκειται στις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές (βλ. Μπέης σε Δίκη 26, σελ. 348). Έτσι, βάσει των εν λόγω ρυθμίσεων του ν. 2362/1995, για την παραγραφή των αξιώσεων για μεν το Δημόσιο η προθεσμία σε βάρος του ολοκληρώνεται σε πέντε χρόνια ενώ σε βάρος των ιδιωτών για τις αξιώσεις τους σε βάρος του δημοσίου συμπληρώνεται σε δύο χρόνια και πρέπει να κριθεί ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας .αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1 ,2ο παρ 1,25 παρ 1του Συντάγματος,6,13,14 της ΕΣΔΑ(νδ 53/1974) και 2παρ3 α,β,14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν 462/97) για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής δέον να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής κατ’ άρθρο 250,937 ΑΚ.»(βλ: 1/2005Ειδ Δικ άρθρου 88παρ 2 Σ)
6.1.4.-Το
ζήτημα της διετούς παραγραφής[59] των αξιώσεων των υπαλλήλων
νπδδ κρίθηκε πρόσφατα με απόφαση της
31/2007 Ολομέλειας του ΑΠ ,ότι δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας ,ούτε στα άρθρο 6 παρ 1ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
6.1.5.-Με την
199/2007 Απόφαση ΣΤΕ κρίθηκε ότι απαιτήσεις από καθυστερούμενες αποδοχές ή
άλλης φύσεως απολαβές των υπαλλήλων του ΙΚΑ υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή.
7.-ΤΟΚΟΓΟΝΙΑ:
7.1.-Από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345, 346 του Α.Κ., 75 παρ. 3 του
Κ.Διοικ.Δ. (ν. 2717/1999, Α΄ 90) και 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Κώδιξ
Δικών Δημοσίου), που ορίζει ότι "ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος
πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6%[60] ετησίως, πλην αν
άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της
επιδόσεως της αγωγής", προκύπτει ότι η υποχρέωση προς καταβολή τόκων[61] επί των
οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της
σχετικής αγωγής[62].
7.1.1.-Ήδη η νομολογία έχει αρχίσει να διαφοροποιείται στο ύψος της εκ τόκων οφειλής
όπως κρίθηκε με την 1/2005Ειδ Δικ άρθρου 88παρ 2 Σ(βλ Αποφαση σε ΕΔΚΑ 2005/892, ΑΡΧΝ 2006/78, Δ/ΝΗ 2006/6) η διάταξη21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 περί του ύψους του νόμιμου και της υπερημερίας τόκου πάσης του δημοσίου οφειλής σε 6% ετησίως, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ 1 και 20 παρ 1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ 3α και β ,14 παρ 1 και 26 του διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν2462/97), διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 252/2005, ΣτΕ3651/2002). 802/2007 ΣΤΕ (ΕΔΚΑ 2007/240)
7.1.2.- Με
την Απόφαση ΣΤΕ 1915/2007 κρίθηκε ότι για την
έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση επιδικίας με την άσκηση αγωγής,
αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής[63]. Με την 802/2007 ΣΤΕ ΕΔΚΑ 2007/240) κρίθηκε ότι :Ο νόμιμος τόκος και ο
τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του δημοσίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του
κώδικα νόμων περί δικών του δημοσίου, που ορίζεται σε 6% ετησίως, αντίκειται
στο σύνταγμα και την ΕΣΔΑ το ζήτημα παραπέμφθηκε στην ολομέλεια του. Όπως
κρίθηκε και με όμοια απόφαση 3428/2008 ΣΤΕ (7μ)
7.1.3.- Με
την Απόφαση 231/2005 ΑΠ (Δ/νη 2006/837)επί των οφειλών του ΟΓΑ ο οφειλόμενος τόκος
υπερημερίας κριθηκε οτι είναι ο οριζόμενος σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ και δεν
απολαμβάνει ο ΟΓΑ των προνομίων του
δημοσίου ως προς το ποσοστό του τόκου. Όπως όμως έκρινε
η 242/2004 Απόφαση ΑΠ. Το Δημόσιο οφείλει τόκους
νόμιμοι και υπερημερίας σε ποσοστό 6% από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής
εναντίον του.
7.1.4.-Όπως
κρίθηκε η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 3
του ισχύοντος καταστατικού του Ταμείου Ασφάλισης Εμπόρων, σύμφωνα με την οποία
ο τόκος πάσης οφειλής του ταμείου ορίζεται σε 6% ετησίως, αντίκειται στα άρθρα
4 και 20 και 25, του συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Εφαρμογή των
σχετικών διατάξεων που ισχύουν και για τους ιδιώτες οφειλέτες (βλ :3763/2005 ΕΦ
ΑΘ ,(Δ/ΝΗ 2005/1147) ).
Όπως φαίνεται το ζήτημα θα επιλυθεί
οριστικά από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων και τελικά σε περίπτωση αντίθετων αποφάσεων
από το ΑΕΔ.-
8.ΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΤΙΚΗΣ ΣΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ
ΑΓΩΓΗ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ:
8.1.-Η με αριθμό 23/2004 ΑΠ (ΟΛΟΜ)
(ΕΔΚΑ 2004/616, ΕΕΡΓΔ 2005/17, ΝΟΒ 2005/74, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2004/633, ΧΡΙΔ 2004/914)
έκρινε για ζήτημα, εάν η τροπή της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική
συνεπάγεται υποχρέωση τοκοφορίας ή όχι.. Όταν ο ΟΣΕ είναι εναγόμενος, οφείλει
τόκους από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής μόνον. Κρίση ότι η
συγκεκριμένη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στην αρχή της ισότητας
των διαδίκων), εφόσον δεν συνάδει με την υφιστάμενη νομική φύση του ΟΣΕ ως ΑΕ.
Τόκοι οφείλονται και από την επίδοση της αναγνωριστικής αγωγής.
8.2.- Κρίθηκε με την 1/2005Ειδ Δικ άρθρου 88παρ 2 Σ[64]) ότι: Από τη διάταξη του
άρθρου 21 του ισχύοντος Κώδικα Δικών Δημοσίου, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής και τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 3 και 197 του Κ.Διοικ.Δ. που ορίζουν ότι το αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό και ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο, συνάγεται, ότι με την ασκούμενη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωριστική αγωγή, η οποία έχει αντικείμενο την αυθεντική διάγνωση κάποιας χρηματικής αξιώσεως από σχέση δημοσίου δικαίου κατά το άρθρο 71 του Κ.Διοικ.Δ. παρέχεται από τον Κ.Διοικ.Δ. ισότιμη προστασία με εκείνη της καταψηφιστικής αγωγής. Και τούτο, διότι η αναγνωριστική αγωγή δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της καταψηφιστικής (Κεραμέως, Σχέσεις αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής, Τιμητικός Τόμος Μιχαηλίδη-Νουάρου, 1987, τομ. Α΄, σελ. 502 εφ.), η κατάθεσή της διακόπτει την παραγραφή της αξιώσεως (άρθρο 75 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ.) και τέμνεται η διαφορά με δύναμη δεδικασμένου και έτσι, η ασφάλεια του δικαίου, στην οποία εκτός των άλλων αποβλέπει η δίκη, πραγματώνεται πλήρως και με την απλή αναγνώριση της χρηματικής αξιώσεως. Το γεγονός ότι επί αναγνωριστικής αγωγής δεν αποκτάται τίτλος εκτελεστός δεν αναιρείται, αφού η απόφαση αποτελεί δεδικασμένο για το δικαστήριο που θα επιληφθεί της καταψηφιστικής αγωγής. Εξ άλλου δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (Ολ. ΑΠ,13/1994).
8.3.-Οι αξιώσεις των συνταξιούχων
από καθυστερούμενες συντάξεις και παντός είδους επιδόματα ή βοηθήματα τα οποία
ορίζονται και οφείλονται απευθείας από τον Νόμο και των οποίων την πληρωμή
αρνείται ή καθυστερεί το ***για οποιονδήποτε λόγο, υπόκεινται σε διετή
παραγραφή[65], η οποία
αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση
και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Η πενταετής παραγραφή, αντιθέτως,
ισχύει όταν για την πληρωμή των συνταξιοδοτικών παροχών ή των πάσης φύσεως
επιδομάτων ή βοηθημάτων στον ασφαλισμένο απαιτείται η έκδοση πράξης του
Ταμείου, την οποία παρανόμως παραλείπουν να εκδώσουν τα όργανά του, δηλαδή όταν
δεν πρόκειται για ευθεία αγωγή λόγω άρνησης ή καθυστέρησης καταβολής ήδη
καθορισμένων συντάξεων κ.λπ., αλλά για αγωγή αποζημίωσης λόγω παράλειψης
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106
ΕισΝΑΚ (πρβλ. ΣτΕ 2968/1994, 983/1998,1921.2007).
ΑΝΤΩΝΗΣ
Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
Δικηγόρος
21/2/2008
[2] Πρόκειται περί «ειδικής»
αδικοπραξίας και είναι δυνατόν να
υποχρεωθεί το Κράτος ,ανεξαρτήτως της αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης (βλ ΕρμΑΚ αρθρο 105 παρ68: Η. Κυριακοπουλος.)
[3] Κατά Μπαλή: «όργανον ο
νόμος θεωρεί πάντα υπάλληλο νομίμως διατελούντα εν τη υπηρεσία εν η διατελεί»
[4] Η διάταξη αποβλέπει στην προστασία του
γενικού συμφέροντος (πχ εσχάτης προδοσίας, στάσεως κλπ)βλ εκτενώς Α.Τσαμπάση :
«Η έννοια του γενικού συμφέροντος κατά
την εφαρμογή των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ»,ΕΚΔΑ1990,659.
[5] Βλ
Απόφαση : 62/2007 ΑΠ Τα Ν.Π.Δ.Δ. για
παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους κατά την άσκηση της δημόσιας
εξουσίας που του έχει ανατεθεί, ευθύνονται, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για
την περιουσιακή ζημία, και σε χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, βάσει
της γενικής διατάξεως του άρθρου 932 του ΑΚ..O προσβαλλόμενος στην προσωπικότητά του υπάλληλος ΝΠΔΔ, συνεπεία
παράνομης παραλείψεως των οργάνων του να τον τοποθετήσουν στους πίνακες
επιλογής προσωπικού, ώστε να κριθεί στη συνέχεια από τα αρμόδια όργανα εάν
πρέπει να προαχθεί σε ανώτερη από εκείνη που κατέχει θέση, δικαιούται να
ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που έχει τυχόν υποστεί,
εφ΄ όσον, μεταξύ των άλλων στοιχείων, επικαλεστεί και αποδείξει, ότι η ως άνω
παράλειψη οφείλεται σε υπαιτιότητα των οργάνων του ΝΠΔΔ
[6] Η
αποζημίωση εκ του άρθρου104- 105ΕισΝΑΚ
είναι «αποζημίωση δημοσίου
δικαίου» (βλ ΕρμΑΚ άρθρο 105 παρ71: Η.Κυριακοπουλος.)
[7] Όπως
προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, ο προσδιορισμός του εύλογου ποσού
της χρηματικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας
και η σχετική κρίση αυτού δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού
σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του
πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του
νόμου, είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου(ΑΠ 1177/2002).
[8] Βλ ΣτΕ
1042/2007 αντιθέτως όμως :στην ΑΠ
132/2006 ,σύμφωνα με την οποία δέχεται μεν, ότι ο προσδιορισμός του ποσού της
εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφήνεται στην ελεύθερη
εκτίμηση του δικαστηρίου ,που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη ,περαιτέρω θέτει ότι ο
Άρειος Πάγος ερευνά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ,ως προς το ύψος
της αποζημιώσεως. Με έντονη επιστημονική κριτική για τη ορθότητα της βλ
Στ.Πατεράκη : «Ζητήματα ηθικής βλάβης από τα αδικήματα τελούμενα δια των μέσων
μαζικής επικοινωνίας» ΕλλΔνη 48,12.
[9] Βλ:1)
Παυλόπουλος Π:Η αστική ευθύνη του Δημοσίου ,1986,19898 τομΙ-ΙΙ- 2)Βεγλερής Φ.Η
διοικητική δικαιοσύνη υπό το Σύνταγμα
,1960- 3)Καρακωστας Β «Η ηθική βλάβη στην πολιτειακή αποζημίωση» (ΔΦΟΡΝ
2004/17)
[10] Παράνομη
είναι κάθε πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου και στην αρχή της νομιμότητας (ΣτΕ 3587/97,2727/2003
[11]
Απαιτείται διοικητική ατομική πράξη δυσμενής
ή ευμενής που ανακλήθηκε (βλ αναλυτικά : σε Επαμ Σπηλιωτόπουλο Εγχειρίδιο 2000,ΝΟ217 και
Νικ..Σοιλεντακη «Η αγωγή στη Διοικητική
Διαδικασία σελ 222 επ)
[12] 1)Σε
παράλειψη έκδοσης διοικητικής πράξης 2)στην παράλειψη διενεργείας υλικής πράξης.
βλ εκτενώς σε Π. Παυλόπουλου :«Η αστική ευθύνη
του Δημοσίου» σελ 42 επ
[15] Bλ Για την περίπτωση
διαφθοράς των οργάνων του Δημοσίου Βλ σε
Δ .Ράϊκου» Η αστική ευθύνη του Δημοσίου
των νπδδ και των οργάνων τους, για πράξεις διαφθοράς,» Τιμ Τομ Κ.Μπέη
,τομ 5ος σελ 3784-5
[16] Βλ
«Δικαιούχοι αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ» Μελέτη του Κωνσταντίνου Β.
Χιώλου, Δ.Ν., δημοσιευμένη στο ΑΡΧΝ 2006, 567.
[18] ΒΛ
την ΣτΕ;909/2007 :Ευθύνη του δημοσίου σε αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.
Προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης σε περίπτωση ψήφισης νόμου ή παράλειψης
νομοθέτησης από τα αρμόδια όργανα. Κύρωση της διεθνούς σύμβασης για την οδική
σήμανση και σηματοδότηση που υπεγράφη στη Βιέννη το 1968, με το ν. 1604/1986.
Οι διατάξεις των εδ. γ` και δ` της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999,
επιτρέπουσες κατ` αρχήν την εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και
των πεζοδρομίων οδών εντός κατοικημένων περιοχών, αντίκεινται στην ανωτέρω
Διεθνή Σύμβαση και είναι ανίσχυρες. Υποχρέωση των ΟΤΑ και της κρατικής
Διοίκησης για αφαίρεση, εξάλειψη ή θέση εκτός λειτουργίας παράνομων
διαφημιστικών πινακίδων. Θανάσιμος τραυματισμός οδηγού αυτοκινήτου λόγω
πρόσκρουσης αυτού στην τσιμεντένια βάση διαφημιστικής πινακίδας. Περιστατικά.
Μη νόμιμη η κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η πινακίδα αυτή είχε νόμιμα
τοποθετηθεί και δεν υπήρχε ευθύνη του δημοσίου σε αποζημίωση.
[21] Βλ: Σ.ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ (Δ/ΝΗ
2007/1)Ζητήματα ηθικής βλάβης από αδικήματα τελούμενα δια των μέσων μαζικής
επικοινωνία
[25] Κατά τον Α. Γεωργιάδη στο
Ενοχικό δίκαιο ,γενικό μέρος,1999,σελ611: Ηθική βλάβη είναι η μη απομιμητή σε χρήμα ζημία ,που
υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των εννόμων αγαθών του ,τόσο περιουσιακών
,όσο και μη περιουσιακών, δηλαδή αγαθών της προσωπικότητας του.
[26] Που αποτελεί στοιχείο που κρίνει κατά παγία νομολογία το δικαστήριο της ουσίας
και όχι ο αναιρετικός δικαστής .Βλέπε όμως στην ΣτΕ 909/2007 «..Ούτε είναι
νόμιμη η σκέψη περί αποκλεισμού του αιτιώδους συνδέσμου, δεδομένου ότι η
παράνομη παράλειψη της διοικήσεως να απομακρύνει την διαφημιστική πινακίδα και
η διατήρηση αυτής στη συγκεκριμένη θέση (και συναφώς η πρόσκρουση) αποτελεί
πρόσφορη αιτία για την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος..»
[27] Κατά τη διάταξη 914 ΑΚ « ο παρά τον νόμον
ζημιώσας άλλον υπαιτιως δικαιούται εις αποζημίωσαν» βλ ΕρμΑΚ Εις(Λυτζερόπουλον) υπ’ αρθ 297-300,Μπαλήν
.Γεν Αρχ.παρ 171)
[28] Από
τα άρθρα 57 εδ. α΄, 59 εδ. α΄ και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 361,
362, 363 και 367 ΠΚ, συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην
προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ.
1) πλέγμα των αξιών που απαρτίζουν την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, και
ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 2 και
9 παρ. 1), από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, ν.δ.
53/1974, άρθρ. 8) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, ν. 2462/1997, άρθρα 17 και 22), τιμή του ή την υπόληψή του
και μάλιστα εκείνη που σχετίζεται με την ιδιωτική ή την οικογενειακή ζωή του,
με συκοφαντία ή δυσφήμηση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να ζητήσει να αρθεί η
προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση που προαναφερόμενη
προσβολή υπήρξε και υπαίτια, το δικαστήριο μπορεί επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το
είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική
βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί(ΑΠ 854/2002, περιοδικό :Σύνταγμα 1/2003)
[31] Επιδικάζεται ως αποζημίωση το ποσό σύνταξης που το ΙΚΑ όφειλε λόγω θανάτου να καταβάλλει, μετά την
παραπομπή του συνταξιοδοτικού φακέλου από το ΝΑΤ που ήταν ο κατ΄ αρχήν απονέμων τη σύνταξη ασφαλιστικός
οργανισμός καθώς επίσης και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη της συζύγου και του ανηλίκου τέκνου του
θανόντος ασφαλισμένου(70/2006 ΔΠΡ ΡΟΔ )
[32] Ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος δεν έχει
τέτοια αξίωση. Τραυματισμός
στρατιώτη κατά την εκτέλεση
οικοδομικών εργασιών σε στρατιωτική Λέσχη.. Δεν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
οι γονείς του παθόντος
οικοδομικών εργασιών σε στρατιωτική Λέσχη.. Δεν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
οι γονείς του παθόντος
[33] Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο άμεσα ζημιωθείς. Τί περιλαμβάνει η αποζημίωση. Ο έμμεσα ζημιωθείς
δικαιούται αποζημίωση μόνο αν αυτό προβλέπεται ειδικά από διάταξη νόμου. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης
λόγω ηθικής βλάβης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ύψος της αποζημίωσης αυτής δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Επιδίκαση αυτής μόνον στον ίδιο τον παθόντα. Βαρύτατος τραυματισμός της αναιρεσίβλητης και ευθύνη του πανεπιστημίου
. Δεν υποχρεούται ο νομοθέτης να θεσπίσει αποζημίωση της έμμεσης ηθικής βλάβης των γονέων σε περίπτωση τραυματισμού του ενήλικου τέκνου τους. Δεν επιδικάζεται αποζημίωση στη μητέρα της παθούσας για τη διακοπή λειτουργίας του καταστήματός της κατά τη διάρκεια νοσηλείας της κόρης της.
[34] επί. αγωγής κατά δημοτικής επιχείρησης εκμετάλλευσης camping. Δήμου και δημάρχου από τους γονείς ανήλικου
τέκνου το οποίο έπεσε σε βόθρο στο camping ζητώντας αποζημίωση και ηθική βλάβη του τέκνου τους καθώς και δική
τους. Απορρίπτει αγωγή α) ως προς το δήμο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Απορρίπτει κονδύλιο για την αποκατάσταση
ηθικής βλάβης των γονέων. Δικαιούχος μόνο ο ανήλικος.
[35] Με την 1042/2007 ΣΤΕ κρίθηκε ότι: Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά που θέτουν υπ’ όψιν του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υποχρέου, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, κ.λπ.) και με βάση τους κοινούς κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθώς και ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (βλ. Α.Π. 1586/2002, 777/2003, 674, 1974/2004)
[36] Αποδεικτικές απαγορεύσεις
και αρχή της αναλογικότητας.~ Σχετ.Νομολ.: ΑΠ (ΟΛΟΜ) 1/2001, ΑΠ 42/2004Μελέτη
του Γεωργίου Ν. Τριανταφύλλου, Λέκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών, δημοσιευμένη στα
ΠΟΙΝΧΡ 2007, 295.
[39] Βλ :24-11/2005 ΕΔΔΑ (Προσφυγή υπ΄ αριθμ. 32730/2003)Η άρνηση της
Κυβέρνησης, αλλά και των Δικαστηρίων της Ελλάδος να χορηγήσουν στην αιτούσα
ειδική αποζημίωση για τη μείωση της αξίας του ακινήτου της εξαιτίας του έργου
της διάνοιξης της Εγνατίας Οδού, κατά το άρθρο 1 του ν. 653/1977, αντίκειται
στο άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα
του ανθρώπου-αρχή αναλογικοτητας.
[40] Βλ: 132/2006
ΑΠ ΑΡΜ 2006/757, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ
2006/96)Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης Κατά τον προσδιορισμό του
ποσού, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η απαξία της πράξης ούτε όμως η επιδίκαση
ιδιαίτερα υψηλού ποσού να οδηγεί στην εξουθένωση του ενός μέρους και στον
υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου. Η επιδίκαση υπέρμετρα ασυνήθιστης χρηματικής
ικανοποίησης, παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας
και ιδρύει τον υπ΄ αρ. 559 αρ. 1 λόγο αναίρεσης
[41] Έτσι ο αναιρετικός
δικαστικής μεταβάλλεται σε δικαστή ουσίας και καταλύεται η αναιρετική
διαδικασία και ανατρέπεται η πάγια και σταθερή νομολογία των δικαστηρίων.
[42] Βλ αναλυτικά τα προνόμια του Δημοσίου σε
Κωνσταντίνο Μπακάλη ,Πρόεδρο ΝΣΚ «Το Δημόσιο
και Πολιτική Δίκη ,2005»
[43] Όπως το άρθρου 126 ΚΠολΔ για τις επιδόσεις στο
δημόσιο, ,του άρθρου 8 του αν 1539/38 για την αίτηση θεραπείας επί εμπραγμάτων
αγωγών κατά του δημοσίου κα το άρθρο 12 του ν 3693/1957
[44] Το νομοθέτημα αυτό
αποτελεί την χαρακτηριστική προνομιακή ρύθμιση-ανισότητα των θέσεων των
διαδίκων στη δίκη ,όπως στα άρθρα 9,10,21
[46] Β. Ρήγας, Η δικανική ισότητα κατά την
ΕΣΔΑ και τα δικονομικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, ΕλΔ/νη 2003,311, Ν. Νίκας, Η αρχή της ισότητας των όπλων
και τα δικονομικά προνόμια του δημοσίου στην πολιτική δίκη, Αρμ. 2004, 330
[49] ΝοΒ
2001, 765 επ. Εν
συντομία το ιστορικό αυτής της υπόθεσης έχει ως εξής : Η Πλατάκου είχε στην
κυριότητά της ένα οικόπεδο με ένα νεοκλασικό κτίσμα στην Σπάρτη. Το Δημόσιο
προχώρησε σε αναγκαστική απαλλοτρίωση αυτού προκειμένου να στεγάσει το μουσείο
Σπάρτης. Το δικαστήριο όρισε πολύ μικρή προσωρινή τιμή μονάδος και στη συνέχεια
η Πλατάκου προσέφυγε ενώπιον του Εφετείου ζητώντας οριστικό προσδιορισμό. Από
λάθος, όμως, του δικαστικού επιμελητή η αίτησή της κοινοποιήθηκε εκπρόθεσμα
στους αντίδικους με αποτέλεσμα να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αντίστοιχα
απορρίφθηκε και η αίτηση του Δημοσίου για οριστικό προσδιορισμό, αλλά για το
Δημόσιο αναγνωρίστηκε ότι η προθεσμία είχε ανασταλεί κατά τις δικαστικές
διακοπές. Στη συνέχεια τόσο ο Άρειος Πάγος όσο και το Εφετείο απέρριψαν για
τυπικούς λόγους την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Ακολούθως η Πλατάκου προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, το οποίο, αφού εξέτασε και τους
λοιπούς ισχυρισμούς της, τη δικαίωσε με την εν λόγω απόφασή του.
[51] Για
το ζήτημα της συμμόρφωσης των εθνικών δικαστηρίων, και ιδίως των ελληνικών,
στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ βλ. P.H. Imbert, Η εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – η συνεισφορά του εθνικού δικαστή, ΕΕΕυρΔ 2002, 1-25
και ιδίως σ. 18-23, Γ. Παραράς, Δικονομικά
προνόμια του Δημοσίου και ΕΣΔΑ, Σχόλιο στην ΟλΑΠ 12/2002, ΔτΑ 2003, 277 επ.
[56] Γ. Κτιστάκις, Το ανίσχυρο του χαμηλού
επιτοκίου για την περίπτωση υπερημερίας του δημοσίου, Δίκη 2001, 26-29.
[58] Που ακολούθησε η 1445/2007 ΔΠΑΘ που έκρινε
ότι: Η παραγραφή της σχετικής αξίωσης των δικαστικών λειτουργών είναι πενταετής
και όχι διετής. Έναρξη της παραγραφής. Άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και
υπολογισμός τόκων υπερημερίας. Εφαρμοστέο το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο
υπερημερίας και όχι το προβλεπόμενο στο άρθρο 21 του ΚΝΔΔ.
[59] Βλ
Απόφαση 588/2007 ΑΠ Διετής η παραγραφή των απαιτήσεων οποιουδήποτε των επί
σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή
στρατιωτικών, κατ΄ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές
αυτών ή αποζημιώσεις, ακόμη και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του
Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Η ως άνω παραγραφή, ο
χρόνος της οποίας είναι μικρότερος ή και μεγαλύτερος από το χρόνο παραγραφής
παρόμοιων αξιώσεων και μικρότερος από το χρόνο παραγραφής των αξιώσεων του
Δημοσίου κατά τρίτων, είναι συνταγματικώς θεμιτή και δεν αντίκειται ούτε στην
αρχή της ισότητας ούτε προσκρούει στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στις
διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
[60] Βλ: Μελέτη του
Κωνσταντίνου Β. Χιώλου, Δ.Ν., δημοσιευμένη στο ΑΡΧΝ 2007, 415.( Σχετική.
Νομολογία .: ΣΤΕ 802/2007).
[61] Βλ
Απόφαση :277/2007 ΑΠ Αγωγή υπαλλήλου
κατά ΟΓΑ για την καταβολή μισθών. Δήλη ημέρα καταβολής του μισθού. Δεκτή η
αγωγή. Υπολογίστηκαν τόκοι με το μειωμένο επιτόκιο και από την επίδοση της
αγωγής γιατί ο ΟΓΑ απολαμβάνει τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου. Παραπέμπει
στην Ολομέλεια για να κριθεί αν στα δικαστικά προνόμια περιλαμβάνονται και τα
ουσιαστικά προνόμια της καταβολής μειωμένου επιτοκίου και της ενάρξεως της
οφειλής από την επίδοση της αγωγής
[62] Βλ
Απόφαση 3202/2006, 2555/2007 ΣΤΕ Αρκεί η άσκηση και η
επίδοση της αγωγής, αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής. Ορθά επιδικάσθηκαν τόκοι
από την επίδοση της αναγνωριστκής αγωγής, οπότε γεννήθηκε η επιδικία ως προς
την απαίτηση.
[64] Που ακολούθησε η 1445/2007 ΔΠΑΘ που έκρινε
ότι: Η παραγραφή της σχετικής αξίωσης των δικαστικών λειτουργών είναι πενταετής
και όχι διετής. Έναρξη της παραγραφής. Άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και
υπολογισμός τόκων υπερημερίας. Εφαρμοστέο το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο
υπερημερίας και όχι το προβλεπόμενο στο άρθρο 21 του ΚΝΔΔ.
[65]
Σύμφωνα δε με το άρθρο 107 παρ. 1 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού»
(Α` 247) «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί
απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξιν της ισχύος του. Όσον αφορά όμως την
αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος
εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την ισχύ αυτού, εάν
τα επαγόμενα την αναστολή η διακοπή γεγονότα έχουν συντελεσθεί μετά την ισχύ
αυτού». Με το άρθρο 119 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι «Ο νόμος αυτός αρχίζει να
ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1996, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί
μέρους διατάξεις». Περαιτέρω, στο άρθρο 90 του ίδιου νόμου ορίζει στην παρ. 1
αυτού ότι «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία,
εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος
παραγραφής αυτής», και στην παρ. 5 ότι «Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των
συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων
αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών,
και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις,
βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση, το πρώτο πράξεων ή αποφάσεων
κανονισμού συντάξεως ή βοηθήματος παραγράφονται σε δύο χρόνια, που αρχίζουν
μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία εκδόσεως της σχετικής πράξεως ή
αποφάσεως». Τέλος, το άρθρο 91 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζει ότι
«Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή
οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού
έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτή. ...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου