Αριθμός 17/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βιολέττα Κυτέα, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ασπασία Καρέλλου - Εισηγήτρια, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου, Δήμητρα Κοκοτίνη και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 23 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
.................................................
(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθμ. 1320/2013 ομόφωνη απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ του Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 1756/1988, όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, οι από το άρθρο 560 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναίρεσης, της από 27-4-2011 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 42/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 1,2 και 13 του Ν. 2738/1999 και 14 του Ν. 3016/2002, με το να δεχθεί ότι μοναδική προϋπόθεση για τη χορήγηση της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, είναι η υπαγωγή τους στο ενιαίο μισθολόγιο της Δημόσιας Διοίκησης. Ειδικότερα, παραπέμπεται στην παρούσα πλήρη Ολομέλεια το ζήτημα, αν κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, επεκτείνεται η χορήγηση της παροχής των 176 ευρώ σε κατηγορίες υπαλλήλων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο της Δημόσιας Διοίκησης και αμείβονται σύμφωνα με αυτό, ως μόνη προϋπόθεση για τη χορήγηση της παροχής αυτής, εξομοιούμενης με προσαύξηση του μισθού, χωρίς διάκριση σε χαμηλόμισθους ή μη υπαλλήλους ή η χορήγησή της εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, καθόσον το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι αφορά μεγάλη κατηγορία εργαζομένων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. που έχει γενική εφαρμογή, "Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση σημειώνει στο πινάκιο αν η συζήτηση έγινε κατ’ αντιμωλία ή ερήμην ή αναβλήθηκε ή ματαιώθηκε. Αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής επί διαδοχικών αναβολών, εκάστη εκ του πινακίου αναβολή ισχύει ως κλήτευση παντός διαδίκου για τη νέα, μετ’ αναβολή δικάσιμο, χωρίς να χρειάζεται επανάληψη της κλήτευσης του απολειπομένου διαδίκου κατά τη δικάσιμο στην οποία δόθηκε η αναβολή, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός είτε είχε κλητευθεί νομίμως για να παρασταθεί στην αρχική δικάσιμο είτε, σε περίπτωση που δεν είχε κλητευθεί νομίμως, είχε παρασταθεί προσηκόντως κατά την αρχική δικάσιμο, χωρίς να προβάλει την έλλειψη ή την ελαττωματικότητα της κλήτευσής του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 576 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι.
Στην προκείμενη περίπτωση η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είχε προσδιοριστεί αρχικώς για τη δικάσιμο της 16-10- 2014. Κατά την ίδια δικάσιμο προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν, με επιμέλεια των παρεμβαινόντων, οι ασκηθείσες το πρώτον ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δύο πρόσθετες παρεμβάσεις, ήτοι, α) η από 25 - 9 - 2014 του σωματείου με την επωνυμία "Σωματείο Εργαζομένων Οργανισμού Εργαζομένων Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων" και β) από 6-10-2014 του σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Αλίμου". Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων παρεμβάσεων αναβλήθηκε, με αίτηση των αναιρεσιβλήτων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, για τη δικάσιμο της 18-12-2014 και στη συνέχεια, αναβλήθηκε εκ νέου η συζήτηση, λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (23-4-2015). Κατά τη δικάσιμο αυτή δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση, ούτε πήραν μέρος με νόμιμο τρόπο (άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) οι προσθέτως υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβαίνοντες. Εφόσον, λοιπόν, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες, με επιμέλεια των οποίων προσδιορίστηκε η συζήτηση των παρεμβάσεων, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, παρέστησαν κατ’ αυτή (16-10-2014) και ζήτησαν αναβολή για τη δικάσιμο της 18-12-2014, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, πρέπει η υπόθεση να συζητηθεί σαν και αυτοί να ήταν και αυτοί παρόντες. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι, "Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν", προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως, αυτά είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (Ολ. ΑΠ 12/2013, 9/2012,14/2008). Η προϋπόθεση αυτή, γενικώς υφίσταται υπέρ των συνδικαλιστικών ενώσεων οιουδήποτε βαθμού, οι οποίες και αυτοτελώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 669 ΚΠολΔ, θα μπορούσαν να ασκήσουν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης, όχι όμως και υπέρ άλλων επαγγελματικών σωματείων στα οποία ούτε μετέχουν ούτε και θα μπορούσαν να μετέχουν οι διάδικοι της κύριας δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης άσκησαν με δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των αναιρεσιβλήτων, το πρώτον ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τα σωματεία με την επωνυμία, α) "Σωματείο Εργαζομένων Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων που εδρεύει στην Αθήνα και 2) "Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Αλίμου", που εδρεύει στον ‘Αλιμο Αττικής, επικαλούμενα ότι τα μέλη της έχουν ασκήσει αγωγές με τις οποίες ζητούν την παροχή των 176 ευρώ, με βάση την αρχή της ισότητας, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, ότι τυχόν απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης θα επηρεάσει την πορεία των αγωγών των μελών τους, αφού το ζήτημα αυτό μπορεί να κριθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Οι πρόσθετες παρεμβάσεις είναι απαράδεκτες για έλλειψη άμεσου εννόμου συμφέροντος των παρεμβαινόντων, εφόσον η έκβαση της δίκης δεν θα θίξει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντα των μελών τους, ούτε οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες είναι μέλη, ούτε θα μπορούσαν να είναι μέλη των ως άνω επαγγελματικών σωματείων. Επειδή η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι "οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Η παροχή όμως αυτή θα πρέπει να είναι νόμιμη, διότι εάν αυτή χορηγήθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος, των νόμων ή της δι’ αυτών χορηγούμενης εξουσιοδότησης προς τη Διοίκηση, επέκταση αυτής και σε άλλη κατηγορία μισθωτών δεν είναι επιτρεπτή, διότι ισότητα στην παρανομία δεν νοείται. Ειδικότερα, όταν παρέχεται από το νόμο εξουσία στη διοικητική αρχή να ρυθμίζει θέματα με την έκδοση κανονιστικής πράξης, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατ’ αρχήν, δεν υφίσταται, διότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την έκδοση ή μη κανονιστικής πράξης και για το χρόνο έκδοσης αυτής, ανήκει στην ανέλεγκτη από το δικαστή κρίση της Διοίκησης. Εξαίρεση από την αρχή αυτή υπάρχει, είτε όταν η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Εξάλλου, με τις διατάξεις του Ν. 2738/1999 (Κεφάλαιο Α’ ) εισήχθη ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη Δημόσια Διοίκηση. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του νόμου αυτού, η συλλογική σύμβαση εργασίας ρυθμίζει τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων για τα θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται και θέματα μισθών. Στο άρθρο 13 με τον τίτλο, "Συλλογικές συμφωνίες" προβλέπονται στις παρ.1 και 2 τα ακόλουθα : "1.Συλλογική διαπραγμάτευση για τη ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως είναι ιδίως ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού, κ.λ.π.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α., α ) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β ) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση ". Στη συνέχεια με το άρθρο 14 με τον τίτλο "Υλοποίηση συλλογικών συμφωνιών" του ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις", ορίσθηκαν τα εξής : "1.Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001.2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ( ΝΠΔΔ) που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και το προσωπικό των λοιπών ΝΠΔΔ περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα : α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... 5. 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός, δεν είχαν υποχρέωση, αλλ’ απλώς διακριτική ευχέρεια να εκδώσουν, μετά από εκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, κοινές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες να επεκτείνουν εν όλω ή εν μέρει, τις ευνοϊκές μισθολογικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από κοινές υπουργικές αποφάσεις, εκδιδόμενες δυνάμει συλλογικών συμφωνιών κατά την παράγραφο 1 και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που δεν συμμετείχαν στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών. Σε περίπτωση δε επέκτασης των ευνοϊκών αυτών μισθολογικών ρυθμίσεων, οι ανωτέρω Υπουργοί είχαν περαιτέρω διακριτική ευχέρεια, κατ’ εκτίμηση, επίσης, της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας να καθορίσουν το ύψος της πρόσθετης μισθολογικής παροχής, η οποία πάντως δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ποσό των εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ. Δηλαδή, προϋπόθεση για τη χορήγηση πρόσθετης μισθολογικής παροχής, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης ήταν, ενόψει των οριζομένων στην παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και του σκοπού της ρύθμισης, που συνίστατο, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισηγητική έκθεση, στην ενίσχυση των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, να μη λαμβάνει ο υπάλληλος οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή, ίση ή ανώτερη με το ανωτέρω ποσό. Σε περίπτωση δε υπαλλήλων που ελάμβαναν άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή, μικρότερη από το ποσό αυτό (των 176 ευρώ ), ήταν επιτρεπτό να χορηγηθεί, με τις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις, μόνον η διαφορά έως το εν λόγω ποσό. Ενόψει των ανωτέρω δεν συνιστά παραβίαση των προαναφερομένων διατάξεων η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές κανονιστική αρμοδιότητα, με την έκδοση υπουργικής απόφασης για την επέκταση της χορήγησης της ένδικης παροχής και, πάντως, δεν ήταν επιτρεπτή η χορήγηση σε υπαλλήλους, οι οποίοι ελάμβαναν οποιουδήποτε είδους άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή, ίση ή ανώτερη με το ποσό των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ (Ολ. ΣτΕ 95/2013). Η δε τυχόν κατά παράβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 2, 3 και 4 του Ν. 3016/2002, συστηματική έστω, έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων, για τη χορήγηση της ειδικής παροχής των 176 ευρώ σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων, του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, συνιστά μη επιτρεπόμενη από το Σύνταγμα τροποποίηση των εξουσιοδοτικών ως άνω διατάξεων εκ μέρους της Διοίκησης και δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση της ειδικής αυτής παροχής, σε γενική προσαύξηση των αποδοχών όλων των ανωτέρω υπαλλήλων. Εάν ο νομοθέτης ήθελε την παροχή αυτή ως γενική προσαύξηση των αποδοχών όλων των υπαλλήλων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο της Δημόσιας Διοίκησης θα το όριζε ρητά και δεν θα παρείχε σ’ αυτή, με εξουσιοδοτικές διατάξεις τυπικού νόμου, τη διακριτική ευχέρεια, υπό τις προεκτεθείσες και μόνο προϋποθέσεις, να εκδώσει κανονιστικές πράξεις για τη χορήγησή της. Ακολούθως, με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 3205 /2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", καταργήθηκε από 1-1-2004 (άρθρο 56 του νόμου αυτού), εκτός των άλλων, "το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α’ 110) και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του". Με το άρθρο 24 παρ. 3 του ίδιου νόμου 3205/2003 ορίσθηκε ότι τα θέματα που ρυθμίζονται με το νόμο αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και ότι η χορήγηση οποιωνδήποτε άλλων παροχών ή αποζημιώσεων εν γένει, πέραν των προβλεπομένων στο νόμο αυτόν, επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεών του και με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι, "...ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016 / 2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου... Μετά την 31-12-2003 δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις...". Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι με την κατάργηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών ΚΥΑ, για να μη χειροτερεύσει η μισθολογική κατάσταση των χαμηλόμισθων υπαλλήλων από 1-1-2004, οι οποίοι ελάμβαναν μέχρι την 31-12-2003 την ειδική παροχή των 176 ευρώ, με βάση κοινές υπουργικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί, διατηρήθηκε η ειδική αυτή παροχή, ως προσωπική διαφορά για τους υπαλλήλους αυτούς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν ελάμβαναν άλλη πρόσθετη παροχή ίση ή μεγαλύτερη του ποσού των 176 ευρώ, η οποία συμψηφιζόταν με την παροχή αυτή, μειούμενη σε περίπτωση χορήγησης οποιασδήποτε μελλοντικής παροχής ή νέου επιδόματος ή αποζημιώσεως ή αύξησης του κινήτρου απόδοσης. Με βάση την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του Ελληνικού Δημοσίου των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ., χωρίς να εξαρτάται η χορήγηση της παροχής αυτής από τη μη καταβολή πρόσθετων μισθολογικών παροχών. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, προσλήφθηκαν από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, με την αναφερόμενη ειδικότητα ο καθένας, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, κατά τα εις την αγωγή αναφερόμενα χρονικά διαστήματα (από 2-1-2002 έως 31-12-2006) και εργάσθηκαν στην Υπηρεσία Νεώτερων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Ηπείρου του Υπουργείου Πολιτισμού, αμειβόμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης (αρχικά του Ν. 2470/1997 και από 1-1-2004 του Ν. 2305/2003). Η επίδικη παροχή (των 176 ευρώ) που έχει χορηγηθεί, με την έκδοση μεγάλου αριθμού ΚΥΑ, σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών, του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, που συνδέονται με αυτά με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του Ν.2470/1997 και στη συνέχεια του Ν. 2305/2003, αδιακρίτως του φορέα της φύσης, του είδους και των συνθηκών εργασίας τους, αποτελεί στην πραγματικότητα γενική αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, αφού εξέλιπε ο αρχικός δικαιολογητικός λόγος ενίσχυσης των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, η δε κατ’ εξαίρεση μη χορήγηση της παροχής αυτής σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, αν και συνέτρεχε η μοναδική προϋπόθεση χορήγησης της (υπαγωγή στο μισθολόγιο του Ν. 2470/1997 και 2305/2003) οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Επομένως, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν την επίδικη παροχή των 176 ευρώ του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, που χορηγήθηκε, με την 2/40326/0022 (ΦΕΚ Β’ 1242/23-9-2002) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Πολιτισμού σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους, καθώς και στους υπαλλήλους με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Υπουργείου Πολιτισμού, που τελούσαν υπό όμοιες πραγματικές Συνθήκες εργασίας με τους ενάγοντες. Κατέληξε δε το Πρωτοδικείο στην κρίση ότι η μη χορήγηση στους ενάγοντες της παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, οι οποίοι πληρούσαν τη μόνη ως άνω προϋπόθεση για τη χορήγησή της, ήτοι την υπαγωγή τους στο ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, συνιστά ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου, που είχε δεχθεί εν μέρει την ένδικη αγωγή και είχε υποχρεώσει το αναιρεσείον να καταβάλει σ’ αυτούς την επίδικη παροχή.
Στην προκείμενη περίπτωση η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είχε προσδιοριστεί αρχικώς για τη δικάσιμο της 16-10- 2014. Κατά την ίδια δικάσιμο προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν, με επιμέλεια των παρεμβαινόντων, οι ασκηθείσες το πρώτον ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δύο πρόσθετες παρεμβάσεις, ήτοι, α) η από 25 - 9 - 2014 του σωματείου με την επωνυμία "Σωματείο Εργαζομένων Οργανισμού Εργαζομένων Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων" και β) από 6-10-2014 του σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Αλίμου". Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων παρεμβάσεων αναβλήθηκε, με αίτηση των αναιρεσιβλήτων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, για τη δικάσιμο της 18-12-2014 και στη συνέχεια, αναβλήθηκε εκ νέου η συζήτηση, λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (23-4-2015). Κατά τη δικάσιμο αυτή δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση, ούτε πήραν μέρος με νόμιμο τρόπο (άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) οι προσθέτως υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβαίνοντες. Εφόσον, λοιπόν, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες, με επιμέλεια των οποίων προσδιορίστηκε η συζήτηση των παρεμβάσεων, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, παρέστησαν κατ’ αυτή (16-10-2014) και ζήτησαν αναβολή για τη δικάσιμο της 18-12-2014, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, πρέπει η υπόθεση να συζητηθεί σαν και αυτοί να ήταν και αυτοί παρόντες. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι, "Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν", προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως, αυτά είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (Ολ. ΑΠ 12/2013, 9/2012,14/2008). Η προϋπόθεση αυτή, γενικώς υφίσταται υπέρ των συνδικαλιστικών ενώσεων οιουδήποτε βαθμού, οι οποίες και αυτοτελώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 669 ΚΠολΔ, θα μπορούσαν να ασκήσουν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης, όχι όμως και υπέρ άλλων επαγγελματικών σωματείων στα οποία ούτε μετέχουν ούτε και θα μπορούσαν να μετέχουν οι διάδικοι της κύριας δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης άσκησαν με δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των αναιρεσιβλήτων, το πρώτον ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τα σωματεία με την επωνυμία, α) "Σωματείο Εργαζομένων Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων που εδρεύει στην Αθήνα και 2) "Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Αλίμου", που εδρεύει στον ‘Αλιμο Αττικής, επικαλούμενα ότι τα μέλη της έχουν ασκήσει αγωγές με τις οποίες ζητούν την παροχή των 176 ευρώ, με βάση την αρχή της ισότητας, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, ότι τυχόν απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης θα επηρεάσει την πορεία των αγωγών των μελών τους, αφού το ζήτημα αυτό μπορεί να κριθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Οι πρόσθετες παρεμβάσεις είναι απαράδεκτες για έλλειψη άμεσου εννόμου συμφέροντος των παρεμβαινόντων, εφόσον η έκβαση της δίκης δεν θα θίξει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντα των μελών τους, ούτε οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες είναι μέλη, ούτε θα μπορούσαν να είναι μέλη των ως άνω επαγγελματικών σωματείων. Επειδή η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι "οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Η παροχή όμως αυτή θα πρέπει να είναι νόμιμη, διότι εάν αυτή χορηγήθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος, των νόμων ή της δι’ αυτών χορηγούμενης εξουσιοδότησης προς τη Διοίκηση, επέκταση αυτής και σε άλλη κατηγορία μισθωτών δεν είναι επιτρεπτή, διότι ισότητα στην παρανομία δεν νοείται. Ειδικότερα, όταν παρέχεται από το νόμο εξουσία στη διοικητική αρχή να ρυθμίζει θέματα με την έκδοση κανονιστικής πράξης, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατ’ αρχήν, δεν υφίσταται, διότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την έκδοση ή μη κανονιστικής πράξης και για το χρόνο έκδοσης αυτής, ανήκει στην ανέλεγκτη από το δικαστή κρίση της Διοίκησης. Εξαίρεση από την αρχή αυτή υπάρχει, είτε όταν η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Εξάλλου, με τις διατάξεις του Ν. 2738/1999 (Κεφάλαιο Α’ ) εισήχθη ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη Δημόσια Διοίκηση. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του νόμου αυτού, η συλλογική σύμβαση εργασίας ρυθμίζει τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων για τα θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται και θέματα μισθών. Στο άρθρο 13 με τον τίτλο, "Συλλογικές συμφωνίες" προβλέπονται στις παρ.1 και 2 τα ακόλουθα : "1.Συλλογική διαπραγμάτευση για τη ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως είναι ιδίως ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού, κ.λ.π.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α., α ) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β ) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση ". Στη συνέχεια με το άρθρο 14 με τον τίτλο "Υλοποίηση συλλογικών συμφωνιών" του ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις", ορίσθηκαν τα εξής : "1.Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001.2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ( ΝΠΔΔ) που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και το προσωπικό των λοιπών ΝΠΔΔ περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα : α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... 5. 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός, δεν είχαν υποχρέωση, αλλ’ απλώς διακριτική ευχέρεια να εκδώσουν, μετά από εκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, κοινές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες να επεκτείνουν εν όλω ή εν μέρει, τις ευνοϊκές μισθολογικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από κοινές υπουργικές αποφάσεις, εκδιδόμενες δυνάμει συλλογικών συμφωνιών κατά την παράγραφο 1 και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που δεν συμμετείχαν στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών. Σε περίπτωση δε επέκτασης των ευνοϊκών αυτών μισθολογικών ρυθμίσεων, οι ανωτέρω Υπουργοί είχαν περαιτέρω διακριτική ευχέρεια, κατ’ εκτίμηση, επίσης, της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας να καθορίσουν το ύψος της πρόσθετης μισθολογικής παροχής, η οποία πάντως δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ποσό των εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ. Δηλαδή, προϋπόθεση για τη χορήγηση πρόσθετης μισθολογικής παροχής, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης ήταν, ενόψει των οριζομένων στην παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και του σκοπού της ρύθμισης, που συνίστατο, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισηγητική έκθεση, στην ενίσχυση των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, να μη λαμβάνει ο υπάλληλος οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή, ίση ή ανώτερη με το ανωτέρω ποσό. Σε περίπτωση δε υπαλλήλων που ελάμβαναν άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή, μικρότερη από το ποσό αυτό (των 176 ευρώ ), ήταν επιτρεπτό να χορηγηθεί, με τις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις, μόνον η διαφορά έως το εν λόγω ποσό. Ενόψει των ανωτέρω δεν συνιστά παραβίαση των προαναφερομένων διατάξεων η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές κανονιστική αρμοδιότητα, με την έκδοση υπουργικής απόφασης για την επέκταση της χορήγησης της ένδικης παροχής και, πάντως, δεν ήταν επιτρεπτή η χορήγηση σε υπαλλήλους, οι οποίοι ελάμβαναν οποιουδήποτε είδους άλλη πρόσθετη μισθολογική παροχή, ίση ή ανώτερη με το ποσό των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ (Ολ. ΣτΕ 95/2013). Η δε τυχόν κατά παράβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 2, 3 και 4 του Ν. 3016/2002, συστηματική έστω, έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων, για τη χορήγηση της ειδικής παροχής των 176 ευρώ σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων, του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, συνιστά μη επιτρεπόμενη από το Σύνταγμα τροποποίηση των εξουσιοδοτικών ως άνω διατάξεων εκ μέρους της Διοίκησης και δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση της ειδικής αυτής παροχής, σε γενική προσαύξηση των αποδοχών όλων των ανωτέρω υπαλλήλων. Εάν ο νομοθέτης ήθελε την παροχή αυτή ως γενική προσαύξηση των αποδοχών όλων των υπαλλήλων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο της Δημόσιας Διοίκησης θα το όριζε ρητά και δεν θα παρείχε σ’ αυτή, με εξουσιοδοτικές διατάξεις τυπικού νόμου, τη διακριτική ευχέρεια, υπό τις προεκτεθείσες και μόνο προϋποθέσεις, να εκδώσει κανονιστικές πράξεις για τη χορήγησή της. Ακολούθως, με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 3205 /2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", καταργήθηκε από 1-1-2004 (άρθρο 56 του νόμου αυτού), εκτός των άλλων, "το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α’ 110) και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του". Με το άρθρο 24 παρ. 3 του ίδιου νόμου 3205/2003 ορίσθηκε ότι τα θέματα που ρυθμίζονται με το νόμο αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και ότι η χορήγηση οποιωνδήποτε άλλων παροχών ή αποζημιώσεων εν γένει, πέραν των προβλεπομένων στο νόμο αυτόν, επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεών του και με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι, "...ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016 / 2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου... Μετά την 31-12-2003 δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις...". Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι με την κατάργηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών ΚΥΑ, για να μη χειροτερεύσει η μισθολογική κατάσταση των χαμηλόμισθων υπαλλήλων από 1-1-2004, οι οποίοι ελάμβαναν μέχρι την 31-12-2003 την ειδική παροχή των 176 ευρώ, με βάση κοινές υπουργικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί, διατηρήθηκε η ειδική αυτή παροχή, ως προσωπική διαφορά για τους υπαλλήλους αυτούς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν ελάμβαναν άλλη πρόσθετη παροχή ίση ή μεγαλύτερη του ποσού των 176 ευρώ, η οποία συμψηφιζόταν με την παροχή αυτή, μειούμενη σε περίπτωση χορήγησης οποιασδήποτε μελλοντικής παροχής ή νέου επιδόματος ή αποζημιώσεως ή αύξησης του κινήτρου απόδοσης. Με βάση την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του Ελληνικού Δημοσίου των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ., χωρίς να εξαρτάται η χορήγηση της παροχής αυτής από τη μη καταβολή πρόσθετων μισθολογικών παροχών. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, προσλήφθηκαν από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, με την αναφερόμενη ειδικότητα ο καθένας, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, κατά τα εις την αγωγή αναφερόμενα χρονικά διαστήματα (από 2-1-2002 έως 31-12-2006) και εργάσθηκαν στην Υπηρεσία Νεώτερων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Ηπείρου του Υπουργείου Πολιτισμού, αμειβόμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης (αρχικά του Ν. 2470/1997 και από 1-1-2004 του Ν. 2305/2003). Η επίδικη παροχή (των 176 ευρώ) που έχει χορηγηθεί, με την έκδοση μεγάλου αριθμού ΚΥΑ, σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών, του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, που συνδέονται με αυτά με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του Ν.2470/1997 και στη συνέχεια του Ν. 2305/2003, αδιακρίτως του φορέα της φύσης, του είδους και των συνθηκών εργασίας τους, αποτελεί στην πραγματικότητα γενική αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, αφού εξέλιπε ο αρχικός δικαιολογητικός λόγος ενίσχυσης των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, η δε κατ’ εξαίρεση μη χορήγηση της παροχής αυτής σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, αν και συνέτρεχε η μοναδική προϋπόθεση χορήγησης της (υπαγωγή στο μισθολόγιο του Ν. 2470/1997 και 2305/2003) οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Επομένως, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν την επίδικη παροχή των 176 ευρώ του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, που χορηγήθηκε, με την 2/40326/0022 (ΦΕΚ Β’ 1242/23-9-2002) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Πολιτισμού σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους, καθώς και στους υπαλλήλους με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Υπουργείου Πολιτισμού, που τελούσαν υπό όμοιες πραγματικές Συνθήκες εργασίας με τους ενάγοντες. Κατέληξε δε το Πρωτοδικείο στην κρίση ότι η μη χορήγηση στους ενάγοντες της παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, οι οποίοι πληρούσαν τη μόνη ως άνω προϋπόθεση για τη χορήγησή της, ήτοι την υπαγωγή τους στο ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, συνιστά ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου, που είχε δεχθεί εν μέρει την ένδικη αγωγή και είχε υποχρεώσει το αναιρεσείον να καταβάλει σ’ αυτούς την επίδικη παροχή.
Με την κρίση του αυτή και με βάση τα προεκτεθέντα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 14 του Ν. 3016/2002 και 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003, καθόσον η παροχή του άρθρου 14 δεν συνιστά (προβλεπόμενη από τον νόμο) ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών όλων των υπαλλήλων (των με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, με μόνη προϋπόθεση την υπαγωγή αυτών στο ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αλλά παρέχεται μόνο, εάν η Διοίκηση ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια, μετά συνεκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, να εκδώσει κανονιστική πράξη για επέκταση της χορήγησης της παροχής αυτής σε υπαλλήλους, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002, ανεξαρτήτως αν η παροχή αυτή χορηγείται παρανόμως σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, διότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη συνταγματική αρχή της ισότητας δικαίωμα των διοικουμένων και αντίστοιχη υποχρέωση της Διοίκησης για την επέκταση μη νόμιμης δράσης της Διοίκησης, αδιαφόρως αν αυτή ασκείται με ατομικές ή κανονιστικές πράξεις.
Προσθέτως, οι αναιρεσίβλητοι αιτούνται να τεθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΔΕΕ με το ακόλουθο περιεχόμενο : "Αντίκειται στη ρήτρα 4 παρ. 1 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα της Οδηγίας 1999/70 του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES την UNICE και την CEEP (EEL 175.643) κανονιστική διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας (2/40326/002, ΦΕΚΒ’ 1242/23-9-2002 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Πολιτισμού και ακολούθως από 1-1-2004 διάταξη τυπικού νόμου της ελληνικής νομοθεσίας (άρθρο 24 παρ. 2 Ν. 3205/2003 και 2 παρ. 3 Ν.3336/2005), σύμφωνα τον οποίο εξαιρούνται από τη χορήγηση της παροχής των 176 ευρώ, η οποία χορηγείται στους εργαζομένους στο ΥΠΠΟ με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, οι εργαζόμενοι στην ίδια υπηρεσία υπό τις αυτές συνθήκες, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες με μόνο λόγο ότι έχουν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου". Το αίτημα, όμως, αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς. Τούτο δε: α) Διότι δεν υφίστατο υποχρέωση της Διοίκησης να εκδώσει ΚΥΑ για τη χορήγηση της ένδικης παροχής στους ενάγοντες, αλλ’ απλώς διακριτική ευχέρεια, μετά συνεκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. β) Διότι το αν οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, αφού η χρονική διάρκεια της σύμβασης εργασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002, για τη χορήγηση ή μη της ένδικης παροχής. Επομένως, οι από το άρθρο 560 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ παραπεμφθέντες ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, συναφείς λόγοι αναίρεσης (δύο) είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί από την Ολομέλεια (580 άρθρο παρ. 3 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η ασκηθείσα από το αναιρεσείον έφεση, να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να ερευνηθεί η αγωγή, να απορριφθεί ως μη νόμιμη και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και δεύτερου βαθμού και της παρούσας δίκης, κατ’ άρθρο 179 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 42/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 771/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων.
Δικάζει επί της αγωγής.
Απορρίπτει αυτήν. Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά αυτών έξοδα του πρώτου και δεύτερου βαθμού και της παρούσας δίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αντιπρόεδρος
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου