Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΔΠρωτΑθ 391/2019 : Αγωγή για αναδρομική καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών - πενταετής παραγραφή - ένδικο χρονικό διάστημα 01.03.2015 έως 31.07.2018




ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 24o MONOΜΕΛΕΣ
Sυνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11.10.2018
γ ι α να δικάσει την αγωγή
τ ω ν: ........................
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου........

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.

Η   κ ρ ί σ η   τ ο υ   ε ί ν α ι   η   ε ξ ή ς:

1. Επειδή,  με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (274 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.), οι ενάγοντες, συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, συνταξιούχοι του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ)-ΤΕΑΔ του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) (πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων-Ε.Τ.Α.Α.), ζητούν, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στο μεν πρώτον από αυτούς το ποσό των 4.594,29 ευρώ, στη δεύτερη δε από αυτούς το ποσό των 5.832,05 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία φέρεται ότι υπέστησαν από τις περικοπές που επιβλήθηκαν στην κύρια σύνταξη γήρατος που ελάμβαναν, αρχικώς, από το Ε.Τ.Α.Α και, στη συνέχεια, από τον ΕΦΚΑ, ο μεν πρώτος ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 31.07.2018, η δεύτερη δε ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 01.03.2015 έως 31.07.2018, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντικειμένων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).

2. Επειδή, προς εφαρμογή του, εγκριθέντος κατά το έτος 2012, δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (Ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω –μετά διαδοχικές περικοπές - περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο Ν. 4051/2012 (Α΄40), με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο Ν. 4093/2012 (Α΄222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ΄ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ΄ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).

3. Επειδή, οι διατάξεις αυτές ψηφίσθηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού, εν τω μεταξύ, είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών –όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΟλΣτΕ 5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας –δια της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, ό.π., σκ. 71) και αναγκάστηκαν αυτοί να υποστούν ένα υπερβολικό ατομικό βάρος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ.72), κι ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΟλΣτΕ 2287/2015).

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

ΜονΠρΑθ 1523/18 : Ηχορύπανση - Προσβολή προσωπικότητας. Προσβολή μπορεί να προκαλείται και όταν διαταράσσεται η ωφέλεια από την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος με την εκπομπή ρύπων (ηχορύπανση).


Ο κύριος ακινήτου δεν έχει υποχρέωση να ανέχεται εκπομπές θορύβου από άλλο γειτονικό ακίνητο, εφόσον παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του και δεν προέρχονται από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής. Η προστασία στην περίπτωση αυτή χωρεί, είτε με τακτική αγωγή περί διατάραξης κυριότητας κατά το άρθρο 1108 ΑΚ (αρνητική αγωγή) ή περί διατάραξης νομής κατά το άρθρο 989 ΑΚ, είτε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Εν προκειμένω, πιθανολογείται ότι οι θόρυβοι που προκαλούνται από τη λειτουργία της βιοτεχνίας του καθ’ ου εκφεύγουν από τα ανεκτά όρια και παρεμποδίζουν το δικαίωμα των αιτούντων να απολαμβάνουν ένα ήρεμο περιβάλλον στην οικία τους κατά τη διάρκεια του ύπνου τους. Δεκτή η αίτηση προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης.



ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1523/2018

Πρόεδρος: Ε. Νικολάου

I. Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ «όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον ... Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται ...». Το εν λόγω ιδιωτικό δικαίωμα στην προσωπικότητα έχει διαπλασθεί από το νόμο ως ένα δικαίωμα - πλαίσιο με επί μέρους αυτοτελείς εκφάνσεις που αποτελούν ειδικότερα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τιμή κ.ο.κ. (Καράκωστας, Περιβάλλον και Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 172). Η προσωπικότητα του ανθρώπου γεννάται και αναπτύσσεται ακώλυτα μέσα σε ένα ζωτικό χώρο που αποτελείται κατ' αρχήν από τα εκτός συναλλαγής πράγματα, δηλαδή κατά το άρθρο 966 ΑΚ, α) τα κοινά σε όλους (η ατμόσφαιρα και η θάλασσα), β) τα κοινόχρηστα (όπως, ενδεικτικώς κατ' άρθρο 967 ΑΚ, τα ελευθέρως και συνεχώς ρέοντα, νερό, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι αιγιαλοί κ.λπ.) και γ) τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Η ακώλυτη απόλαυση της χρήσης και της ωφέλειας των αγαθών που συναποτελούν τον ζωτικό περιβαλλοντικό χώρο για την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας συνιστά αυτοτελή έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας που προστατεύεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ.

Προσβολή της ειδικότερης αυτής πλευράς του δικαιώματος επί της προσωπικότητας επέρχεται όταν διαταράσσεται στοιχείο του ζωτικού χώρου από τα ανωτέρω αναφερόμενα κατά τέτοιο τρόπο ώστε: α) καταργείται εξ ολοκλήρου ή αλλοιώνεται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου αγαθού, είτε β) καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού ή άλλου συνδεομένου προς αυτό (ΑΠ 286/1987 ΕλλΔνη 29, 1365 και Καράκωστα, ό.π. σ. 173 και 176). Τέτοια προσβολή είναι απαγορευμένη κατά το άρθρο 57 ΑΚ και αναδίδει τις εκεί καθοριζόμενες αξιώσεις εφόσον είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, κατά την κρατούσα άποψη, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμου (ΑΠ 718/2001 ΕλλΔνη 42, 942), ενώ κατ’ άλλη άποψη και όταν υπάρχει οποιαδήποτε κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στη σφαίρα του συγκεκριμένου κάθε φορά αγαθού, η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς προς τούτο δικαίωμα ή με την άσκηση μεν δικαιώματος, που όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας από το προσβαλλόμενο είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική κατ' άρθρο 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Σ (ΕφΑθ 1688/1998 ΕλλΔνη 39, 667, 12154/1990 ΕλλΔνη 32, 1673 και Καράκωστα, ό.π., σ. 177-178), δηλαδή δεν απαιτείται να είναι η προσβάλλουσα το αγαθό συμπεριφορά απαγορευμένη από ειδική διάταξη νόμου αλλά αρκεί το ότι είναι βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη και μόνο. Η παράνομη προσβολή δεν απαιτείται να είναι επιπλέον και υπαίτια (βλ. Καράκωστα, ό.π. σ. 175 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές).

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η απόλαυση ενός ήρεμου περιβάλλοντος ελεύθερου από ρύπους είναι και αυτή μία έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας. Προσβολή ως προς αυτή την πλευρά του όλου δικαιώματος μπορεί να προκαλείται και όταν διαταράσσεται η ωφέλεια από την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος όσον αφορά την ατμόσφαιρα με την εκπομπή ρύπων όπως καπνού, αναθυμιάσεων αλλά και θορύβων (ηχορύπανση). Εάν η εκπομπή είναι τόσο ισχυρή, ώστε να απειλεί και την υγεία των κοινωνών, τότε επέρχεται προσβολή και ως προς μία επιπλέον έκφανση του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας, εκείνης που αφορά το ειδικότερο δικαίωμα στην υγεία. Οι προσβολές που επέρχονται με εκπομπή θορύβων είναι πάντα παράνομες όχι μόνο ως κοινωνικά απρόσφορες βλαπτικές πράξεις αλλά και ως αντικείμενες σε ειδικότερες ρητές απαγορευτικές διατάξεις του νόμου και μάλιστα στο άρθρο 417 ΠΚ περί διαταράξεως ησυχίας, στα άρθρα 1 και 3 του ΑΝ 2520/1940, στην Υγειονομική διάταξη Α5/3010/14.8.1985 (ΦΕΚ Β' 593) και στην Αστυνομική διάταξη 1023/2/3710/1996 (ΑΠ 718/2001 ό.π.). Από τις ανωτέρω μάλιστα διατάξεις συνάγεται ότι, όποιος σε αστική περιοχή, διαταράσσει με θορύβους και φωνασκίες την ησυχία των κατοίκων κατά τις ώρες κοινής ησυχίας ενεργεί παράνομα.

Περαιτέρω τις αξιώσεις εκ του άρθρου 57 ΑΚ επί προσβολής της προσωπικότητας μπορεί να ασκήσει ο προσβαλλόμενος όχι μόνο με τακτική αγωγή αλλά και με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης κατά τα άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ (ΠΠρΑθ 702/1981 ΝοΒ 29, 1301, ΜΠρΡοδ 500/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΧαλ 91/2004 ΝοΒ 2005, 320, όπου και λοιπές νομολογιακές και θεωρητικές παραπομπές και Τζίφρας, Ασφ. Μέτρα 1985, σ.273 επ.). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 1003 ΑΚ, ο κύριος ακινήτου δεν έχει υποχρέωση να ανέχεται εκπομπές θορύβου κ.λπ. από άλλο γειτονικό ακίνητο και συνεπώς έχει δικαίωμα να ζητήσει να απαγορευθούν αυτές (αξίωση για άρση της προσβολής και παράλειψη στο μέλλον), εφόσον παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του και δεν προέρχονται από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής. Το παράνομο αίρεται αν η εκπομπή προέρχεται από χρήση συνηθισμένη για τα ακίνητα της περιοχής.

Στην περίπτωση αυτή ο κύριος έχει υποχρέωση να ανέχεται την εν λόγω εκπομπή (ΜΠρΠειρ 629/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ). Η προστασία στην περίπτωση αυτή χωρεί είτε με τακτική αγωγή περί διατάραξης κυριότητας κατά το άρθρο 1108 ΑΚ (αρνητική αγωγή) ή περί διατάραξης νομής κατά το άρθρο 989 ΑΚ, είτε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή προστασία της νομής του προσβαλλομένου λόγω διατάραξης. Η μορφή της προστασίας αυτής οργανώνεται παράλληλα με εκείνη που δίδεται εκ του ότι οι εν λόγω εκπομπές συνήθως συναστούν και προσβολή της προσωπικότητας υπό την ανωτέρω έννοια, (βλ. παρατηρήσεις Γ. Ιατρού στην ΑΠ 718/2001 ΧρΙΔ 511 επ. και ΜΠρΧαλ 91/2004, ό.π.). Πάντως, όταν προσβάλλεται η προσωπικότητα του γείτονα, δεν έχει ισχύ η υποχρέωση ανοχής (για εκπομπές από συνηθισμένη χρήση) που προβλέπει το άρθρο 1003 ΑΚ, διότι πρόκειται για προσβολή διαφορετικών εννόμων αγαθών (ΑΠ 718/2001, ό.π.).

II. Κατά το άρθρο 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει, να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση. Με τη διάταξη αυτή, η ρύθμιση της οποίας υπαγορεύεται από τη φύση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, τίθεται απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το δικαστήριο, κατά τον οποίο τα ασφαλιστικά μέτρα, δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η, με τα ασφαλιστικά μέτρα, δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, έτσι που να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης δίνεται η εντύπωση, ότι αυτή δεν καλύπτει όλους τους στόχους των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης, αλλά μόνον τους δύο πρώτους. Όμως, ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο δεν διαφέρει, κατά το σκοπό του, από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα, που πρέπει, να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας, έως την περάτωση της κύριας διαγνωστικής δίκης, αμετάκλητων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πραγματικό σκοπό της δίκης αυτής.

Η διακριτική ευχέρεια που δίνει το άρθρο 732 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο το δικαστήριο δικαιούται, να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο, που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση από τον προαναφερόμενο απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, αλλά ο κανόνας αυτός αποτελεί οριοθέτηση της παρεχόμενης στο δικαστήριο, με το άρθρο 782 ΚΠολΔ, διακριτικής ευχέρειας. Ο κανόνας του άρθρου 692 παρ. 4 υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικώς (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και όχι απλώς περιουσιακών ζημιών (ΜΠρΑθ 4629/2004 Αρμ 2005, 250, ΜΠρΑθ 1377/2004 ΝοΒ 2005, 305, ΜΠρΠειρ 2524/1999 ΕλλΔνη 1999, 1627, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σελ. 58-59). Η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής, χωρίς να υπάρχει μία διαρκής έννομη σχέση που μπορεί να ρυθμιστεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος οδηγούν σε ικανοποίηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και συνεπώς σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια των άρθρων 692 παρ. 4 και 731-732 ΚΠολΔ (ΠΠρΑθ 17/1984 Δ 1986, 252, ΜΠρΑθ 1377/2004 ΝοΒ 2005, 305, ΜΠρΑθ 11923/1998 ΝοΒ 46, 1480).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει, ότι, σε περίπτωση προσβολής απόλυτων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της προσωπικότητας, δεν αποκλείεται η καταδίκη του καθ’ ου προς προσωρινή άρση της προσβολής, χωρίς να παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, αφού η προστασία της προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς έννομης σχέσης, η οποία, όταν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία, χωρίς με αυτό να κινδυνεύει να ματαιωθεί ο σκοπός της κύριας δίκης, εφόσον σε περίπτωση που τυχόν ο καθ’ ου δικαιωθεί στην κύρια δίκη, θα δικαιούται στο μέλλον να επαναλάβει τις πράξεις που κρίθηκαν σε προσωρινό στάδιο αθέμιτες (ΠΠρΣαμ 58/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 1847/2012 Αρμ 2014, 57, ΜΠρΚορ 2449/2008 ΧρΙΔ 2009, 122, ΜΠρΗρακλ 3064/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι ο καθ’ ου εκμεταλλεύεται, στο διπλανό ακίνητο εκείνου στο οποίο οι ίδιοι κατοικούν, μία βιοτεχνία παραγωγής πιτών, η οποία λειτουργεί από τον Απρίλιο του 2017 καθημερινώς, πλην Κυριακής, αποκλειστικώς κατά τις νυκτερινές ώρες, μεταξύ 3.30 και 7.00 και ότι εξαιτίας εκπομπών ήχου και κραδασμών, πέραν των ανεκτών ορίων και σε ώρες κοινής ησυχίας, έχει υποστεί βλάβη η ψυχική υγεία του πρώτου εξ αυτών και τέθηκε σε κίνδυνο η κύηση της δεύτερης εξ αυτών, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται παράνομα η προσωπικότητά τους. Ζητούν, δε, επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο για την υγεία των ίδιων και του κυοφορούμενου κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης (ήδη γεννηθέντος, κατά την ημερομηνία συζήτησης αυτής) εμβρύου να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθ’ ου να παύσει να θέτει σε λειτουργία τα μηχανήματα της επιχείρησής του κατά τη διάρκεια όλων των νυκτερινών ωρών της κοινής ησυχίας, δηλαδή από τις 22.00 έως τις 7.30 τη χειμερινή περίοδο (Οκτώβριο έως Μάρτιο) και από τις 23.00 έως τις 7.00 τη θερινή περίοδο (Απρίλιο έως Σεπτέμβριο), με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη τους σε βάρος του.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι αρμόδιο τόσο καθ’ ύλην, κατ’ άρθρο 683 § 1 ΚΠολΔ, όσο και κατά τόπον, κατ’ άρθρο 22 ΚΠολΔ. Εκτιμάται, δε, ειδικότερα, ότι δεν πρόκειται για διαφορά από τους περιορισμούς του γειτονικού δικαίου (άρθρα 1003 επ. ΑΚ), για την οποία αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο (άρθρο 15 αριθ. 3 ΚΠολΔ), αλλά για διαφορά από την προσβολή της προσωπικότητας που ανήκει στην υλική αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου (άρθρο 18 ΚΠολΔ) και άρα τα ανάλογα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από το μονομελές πρωτοδικείο (683 παρ. 1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με την υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη που προηγήθηκε. Είναι δε επαρκώς ορισμένη (ως προς την έκθεση του στοιχείου της επείγουσας περίπτωσης, συνιστάμενης στον άμεσο κίνδυνο βλάβης της υγείας των αιτούντων και του κυοφορούμενου και πλέον ήδη γεννηθέντος, τέκνου τους, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση αναφερόμενα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του καθ’ ου) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 § 1 εδ. α΄ ΑΚ, 2 § 1, 5 §§ 1, 2 και 5 και 25 του Συντάγματος και 731, 732, 700 § 1, 947 § 1 εδ. α' και 176 ΚΠολΔ, χωρίς παράλληλα τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα που ρυθμίζουν το θέμα να προσκρούουν στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ (απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του καθ’ ου), αφού από τη λήψη των μέτρων αυτών δεν δημιουργούνται αμετάκλητες καταστάσεις που να οδηγούν στην πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ήδη διώκεται η εξασφάλιση, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο (II) νομική σκέψη που προηγήθηκε. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενόψει του ότι για το παραδεκτό της άσκησής της, της παράστασης κατά τη συζήτησή της και της κατάθεσης σημειώματος εκ μέρους των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων προσκομίσθηκαν το υπ' αριθ. Π ..., Π ..., Π ... και Π ... γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ, κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 γ Ν 4205/2013.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Appeals Court Holds that Government Official Who Blocked Critic from Facebook Page Violated First Amendment


A county official who blocked a critic from her Facebook Page violated the First Amendment, the U.S. Court of Appeals for the Fourth Circuit affirmed today, in the first decision by an appellate court addressing the applicability of the First Amendment to social media accounts run by public officials. The Knight First Amendment Institute at Columbia University argued the appeal on behalf of Brian Davison, a Virginia resident who had been temporarily banned from the Facebook Page of the chair of the Loudoun County Board of Supervisors.
“Today’s decision confirms that the First Amendment prohibits government censorship on new communications platforms,” said Katie Fallow, senior staff attorney at the Knight Institute, who argued the case on appeal. “Public officials, who increasingly use social media accounts as public forums to foster speech and debate among their constituents, have no greater license to suppress dissent online than they do offline.” 
Brian Davison filed a First Amendment lawsuit in 2016, after Board of Supervisors Chair Phyllis Randall blocked him for posting comments that criticized members of the county school board. Davison won that lawsuit, with the trial court ruling that Randall had unconstitutionally barred him from her Facebook Page based on viewpoint. Randall appealed to the Fourth Circuit Court of Appeals, which heard oral arguments in the case in September 2018.
In its opinion, the court of appeals affirmed the trial court’s ruling that aspects of Randall’s Facebook Page “bear the hallmarks of a public forum” and that her decision to ban Davison constituted “black-letter viewpoint discrimination.”
This is the first court of appeals ruling on whether the First Amendment applies to government-run social media sites.  In May 2018, a federal trial court in New York held in a case brought by the Knight Institute that President Trump’s blocking of critics from his Twitter account violated the First Amendment. The Trump administration has appealed that decision, and the case is currently pending before the U.S. Court of Appeals for the Second Circuit.
“The First Amendment forecloses government officials from suppressing speech on the basis of viewpoint,” said Jameel Jaffer, the Knight Institute’s Executive Director. “With so many public officials using social media as a means of communicating with their constituents, the Fourth Circuit’s thoughtful ruling will undoubtedly have broad impact.”
Read the decision here

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

«Ποινικό δεδικασμένο και διοικητική δίκη: το άρθρο 5 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας πριν και μετά την έναρξη ισχύος του ν.4446/2016 και οι ιδιαίτερες δικονομικές του όψεις»1 [Β. Μπουκουβάλα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.-Δ.Ν.]






Ι. Δεδικασμένο ή δεσμευτική ενέργεια των ποινικών (καταδικαστικών και αθωωτικών) αποφάσεων για τα διοικητικά δικαστήρια; Διαχρονική θεώρηση 

Πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ρύθμιση περί της δέσμευσης ή του δεδικασμένου που δημιουργεί η αμετάκλητη (καταδικαστική) απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για τα διοικητικά δικαστήρια υπήρχε στο άρθρο 120 παρ.3 του προϊσχύοντος Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Κ.Φ.Δ.)2. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, που είχε περιληφθεί συστηματικά στις διατάξεις περί δεδικασμένου, «δεδικασμένο αποτελούν και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή και τις ποινές που επιβλήθηκαν».
Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δημιουργούν δεδικασμένο, για τις αντίστοιχες κατ’ ουσίαν διαφορές, ενώπιον των τότε φορολογικών και μετέπειτα Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Τ.Δ.Δ.). Αντίθετα, όπως προκύπτει, εξ αντιδιαστολής, οι αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις δεν δημιουργούν δεδικασμένο για τον διοικητικό δικαστή.
Παρόλα αυτά, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ είχε κριθεί ότι, ναι, μεν, οι (αμετάκλητες) αθωωτικές ποινικές αποφάσεις δεν δημιουργούν δεδικασμένο για τα διοικητικά δικαστήρια, ωστόσο, ο διοικητικός δικαστής υποχρεούται να τις λάβει υπόψη του και να τις συνεκτιμήσει προς διαμόρφωση της κρίσης του3.

Η ανωτέρω υποχρέωση του διοικητικού δικαστή ερμηνεύθηκε άλλοτε διασταλτικά και άλλοτε συσταλτικά στη νομολογία, στο πλαίσιο εφαρμογής της ανωτέρω ρυθμίσεως. Έτσι, κατά την παλαιότερη νομολογία, θα πρέπει το διοικητικό δικαστήριο να προβεί σε συγκεκριμένη συνεκτίμηση της ποινικής αθωωτικής αποφάσεως και των στοιχείων στα οποία αυτή στηρίχθηκε4. Μ’ αυτή την έννοια, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να διαλαμβάνει ειδική αιτιολογία, άλλως καθίσταται αναιρετέα5. Κατά μία δε πιο διευρυμένη ερμηνεία, η οποία, όμως, τελικώς δεν επικράτησε, δεν αρκεί η τυπική μνεία της αποφάσεως, δηλαδή, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ότι συνεκτιμήθηκε η ποινική απόφαση, αλλά θα πρέπει η τελευταία να αντικρούεται ως προς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ιδίως, αν η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου αποκλίνει σε σχέση με τα κριθέντα από αυτή. Επομένως, θα πρέπει στην απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου να λαμβάνει χώρα συνοπτική παράθεση του ουσιώδους περιεχομένου του σκεπτικού της ποινικής αποφάσεως και αντίκρουση των γενομένων δεκτών, ώστε να προκύπτει ότι αξιολογήθηκαν οι ουσιαστικές και νομικές κρίσεις του ποινικού δικαστή και «μετά λόγου απεκρούσθησαν»6.
Τελικώς, κατά τη νομολογία που επικράτησε, αρκεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ότι εκτιμήθηκε η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και δεν απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της περί του αντιθέτου κρίσεως7. Υπό την ίδια λογική, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν καθίσταται αναιρετέα, εάν ο αναιρεσείων δεν προβάλει τι θα προσέθετε η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και πως θα κλόνιζε την κρίση του διοικητικού δικαστή8.

Μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ., η ανωτέρω ρύθμιση εντάχθηκε στο άρθρο 5 παρ.2 του ως άνω Κώδικα. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Κ.Δ.Δ. επί του ανωτέρω άρθρου «έγινε κατά βάση δεκτό να μεταφερθούν, περίπου ως είχαν, οι ρυθμίσεις του άρθρου 120 ΚΦορΔ. Κρίθηκε δε ότι έπρεπε το σχετικό άρθρο να τεθεί στο κεφάλαιο για τη “Δικαιοδοσία”, αφού αναφέρεται σε δεσμεύσεις του δικαστηρίου κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής αρμοδιότητάς του».
Ενόψει της ως άνω συστηματικής ένταξης της ανωτέρω ρυθμίσεως και των όσων αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του Κ.Δ.Δ. υποστηρίχθηκε στη θεωρία ότι η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις δεν αποτελεί πλέον δέσμευση πηγάζουσα από το δεδικασμένο, αλλά πρόκειται για μία διαδικαστική δέσμευση, για την αποκληθείσα δεσμευτικότητα ή δεσμευτική ενέργεια των κριθέντων μεταξύ των δικαιοδοσιών9. Πάντως, το ΣτΕ συνέχισε να χρησιμοποιεί την έννοια του δεδικασμένου, για να αντανακλάσει ή να αναπαραστήσει νομικά τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις. Έτσι, έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., «μόνο οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο στα πλαίσια της διοικητικής δίκης ως προς την ενοχή του δράστη»10. Επίσης, ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. είναι αντίστοιχες με αυτές του άρθρου 120 παρ.3 του Κ.Φ.Δ.11.
Εξάλλου, αν θεωρήσουμε ότι οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο αλλά απλώς δεσμευτική ενέργεια ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων για όσα πραγματικά ζητήματα και νομικά ζητήματα κρίθηκαν με αυτές, τότε δεν θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε στην περίπτωση αυτή την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ.4 του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη το δεδικασμένο, αν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Αντιθέτως, παγίως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει ότι το διοικητικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το δεδικασμένο αυτό, ήτοι τον αμετάκλητο χαρακτήρα της ποινικής (καταδικαστικής) αποφάσεως, αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας12.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. αναγνωρίζει το ποινικό δεδικασμένο που δημιουργείται από την αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, το οποίο δεσμεύει τον διοικητικό δικαστή να μην αποστεί απ’ όσα κατέγνωσε το δικαστήριο αυτό αναφορικά με την ενοχή του δράστη. Τούτο σημαίνει και συνεπάγεται ότι ο διοικητικός δικαστής δεσμεύεται από την αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση ως προς την κρίση της περί της πλήρωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης ενός ποινικού αδικήματος που αποτελεί ταυτόχρονα υπό τα ίδια πραγματικά και νομικά περιστατικά την ελεγχόμενη από αυτόν διοικητική παράβαση, κι ως εκ τούτου, δεν έχει εξουσία επανεκτίμησης ή διαφορετικής εκτίμησης από το ποινικό δικαστήριο13 ή το σχετικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο την ενοχή του δράστη και τις κατεγνωσθείσες ποινές14;

Κατά την ορθότερη έννοια, η δέσμευση αυτή κωλύει το Τ.Δ.Δ. να κρίνει περί της ενοχής του διοικουμένου-παραβάτη, αφού αυτή έχει αποδειχθεί, κι ως εκ τούτου, αποκλείει από το δικαστήριο να κρίνει όσα πραγματικά ή νομικά ζητήματα επιλύθηκαν συναφώς στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικά από το ποινικό δικαστήριο. Έτσι, το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται μόνον από το διατακτικό της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, αλλά και από τα στοιχεία του αιτιολογικού με τα οποία αυτό δένεται, από τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα που επιλύθηκαν δεσμευτικά με τη συγκεκριμένη ποινική απόφαση, εφόσον (τα ζητήματα) αυτά ασκούν πραγματική ή νομική επιρροή στο πλαίσιο της δικής του δικαιοδοσίας15.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη νομολογία επί της ανωτέρω ρυθμίσεως, πρέπει να γίνει μία διάκριση μεταξύ των αμετάκλητων αθωωτικών ποινικών αποφάσεων και των μη αμετάκλητων, ενόψει και της ανάγκης σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας. Όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική αθωωτική απόφαση, ο διοικητικός δικαστής πρέπει να συνεκτιμά την απόφαση αυτή και τούτο να προκύπτει από ειδική αιτιολόγηση στο σκεπτικό της απόφασής του, αν δε αποκλίνει από αυτή, θα πρέπει να συντάξει τον δικανικό του συλλογισμό με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη θέτει σε αμφισβήτηση την απαλλακτική κρίση του ποινικού δικαστή16. Αντιθέτως, οι ποινικές αθωωτικές αποφάσεις που δεν έχουν καταστεί ή έστω δεν προκύπτει ότι έχουν καταστεί αμετάκλητες, απλώς συνεκτιμώνται από το διοικητικό δικαστήριο, με τρόπο γενικό και χωρίς ειδική μνεία17.
Επομένως, δημιουργείται μία πρόσθετη υποχρέωση στον διοικητικό δικαστή να αιτιολογήσει επαρκώς και ειδικότερα την απόκλισή του από την (αμετάκλητη αθωωτική) κρίση του ποινικού δικαστή είτε μέσω της στήριξής της σε νέα αποδεικτικά μέσα ή σε κοινά αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, όμως, διαφορετικά18 είτε στον διαφορετικό βαθμό απόδειξης που ισχύει στη διοικητική δίκη σε σχέση με τον βαθμό απόδειξης τέλεσης της παράβασης που ισχύει στην ποινική δίκη19.
Ως εκ τούτων, η νομολογία δεν εγκλωβίστηκε στην έννοια του δεδικασμένου- που η ανωτέρω διάταξη, καταρχήν, ήθελε να κατοχυρώσει- αλλά μετέβη στην έννοια της οριακής δεσμεύσεως εν γένει του διοικητικού δικαστηρίου από τα κριθέντα της ποινικής αποφάσεως, ακόμη κι αν αυτή είναι αθωωτική.

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

ΜονΠρΧαν 32/18 : Τράπεζες - Επενδυτικά προϊόντα. Κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα - Ανώμαλη παρακαταθήκη. Επενδυτικά προϊόντα - Υποχρεώσεις τράπεζας κατά τη σύναψη των συμβάσεων - Ευθύνη από αδικοπραξία.



Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πιστωτικός συνεταιρισμός είχε μέσω του υπαλλήλου του, την υποχρέωση να παρουσιάσει στον ενάγοντα αναλυτικά τους κινδύνους, που ενείχαν οι  επενδύσεις, στις οποίες του πρότεινε να ενταχθεί και, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής καμία ειδική πληροφόρηση του παρείχε, προκειμένου να αντιληφθεί και να κατανοήσει τους πραγματικούς κινδύνους που επάγονταν, καθώς επίσης και της αδυναμίας ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων, οι οποίοι (κίνδυνοι) μάλιστα επήλθαν με την επιβολή των capital controls  το 2015, με συνέπεια ο εναγών να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου του. Περαιτέρω, προκύπτει ότι κανένα συντρέχον πταίσμα δεν μπορεί να καταλογιστεί στο πρόσωπο του ενάγοντος, δεδομένου ότι δεν διέθετε τις απαιτούμενες γνώσεις να αντιληφθεί τους κινδύνους που επεφύλασσαν τα επενδυτικά προϊόντα στα οποία εντάχθηκε. Απορρίπτει ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβαλλόμενη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος. Δέχεται την αγωγή κι επιπρόσθετα επιδικάζει και αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 32/2018

Πρόεδρος: Σ. Ασημακοπούλου, Πρωτόδικης

Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν 5638/1932, όπως ισχύει μετά το ΝΔ 951/1971 και του άρθρου 2 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ» ρυθμίζουν τα θέματα της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες υπέρ τρίτου και σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, ορίζοντας ταυτόσημα ότι αυτοί για τους οποίους έγινε η κατάθεση γίνονται, αμέσως μετά απ’ αυτήν, δικαιούχοι των χρημάτων που κατατέθηκαν. Αντίστοιχα, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 3601/2007 πριν την κατάργησή του με το άρθρο 166 του Ν 4261/2014, ορίζεται ότι πιστωτικό ίδρυμα συνιστά η επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων για λογαριασμό της, ενώ κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας ή με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν 1667/1986. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και κατάθεσης, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας Τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α’ και 827 του ΑΚ), αφετέρου δε να καταβάλει νομίμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής (ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 1402/2012 Nomos, ΕφΛαρ Π/2017 Ισοκράτης). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 345/2017, ΑΠ 93/2016 Nomos). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και Τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης, η οποία απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197-198 και 288 ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη, αφενός μεν κυρίως του πελάτη της Τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητάς του, αφετέρου της ίδιας της Τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, διαρκούσης της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην Τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβληθέντος πελάτη της, αλλά και της πρόταξης, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τεύχος Γενικό Μέρος (2008), σελ. 34-37).
Περαιτέρω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την Τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της Τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004, σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, έκδ. 1999, σελ. 599-600) και 25 Ν 3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικός, ακολούθως να αξιολογήσει τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην Τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής Τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΕφΛαρ 120/2017 Ισοκράτης, ΠΠρΑθ 1887/2017, ΠΠρΑθ 1470/2017, ΠΠρΠαιρ244/2015, ΠΠρΛαρ 35/2015, ΠΠρΗρ 159/2014 Nomos, ΠΠρΑθ 1512/2012 ΝοΒ 2012, 1412). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαίτιος κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, 6) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) τo αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Council of Europe European Commission for the efficiency of justice (CEPEJ)

Special file publication 2018 Edition of the CEPEJ report: "European judicial systems - Efficiency  and quality of justice" 2018 Edition (2016 data)

Publication of the CEPEJ report "European judicial systems - efficiency and quality of justice": what impact in the European press?

The publication of the 2018 edition of the CEPEJ report entitled "European judicial systems - efficiency and quality of justice" which provides a complete picture of the functioning of justice in terms of budget, timeframes, equal opportunities, access to justice, court performance, information technology within the judicial systems of 45 Council of Europe Member States and two CEPEJ observer States, has led to numerous media publications.

By consulting the regularly-updated press review, you can discover (according to country) the themes analysed in the report that prompted reactions or discussions.