ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 24o MONOΜΕΛΕΣ
Sυνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11.10.2018
γ ι α να δικάσει την αγωγή
τ ω ν: ........................
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), νομίμως
εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο
133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου........
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη
δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ
ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
1. Επειδή, με την
κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής
δικαστικού ενσήμου (274 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.), οι ενάγοντες, συνταξιούχοι δικαστικοί
λειτουργοί, συνταξιούχοι του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ)-ΤΕΑΔ του Ενιαίου
Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) (πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα
Απασχολούμενων-Ε.Τ.Α.Α.), ζητούν, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος
ασφαλιστικός φορέας να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105
και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), νομιμοτόκως, από την
επίδοση της αγωγής, στο μεν πρώτον από αυτούς το ποσό των 4.594,29 ευρώ, στη
δεύτερη δε από αυτούς το ποσό των 5.832,05 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας,
την οποία φέρεται ότι υπέστησαν από τις περικοπές που επιβλήθηκαν στην κύρια
σύνταξη γήρατος που ελάμβαναν, αρχικώς, από το Ε.Τ.Α.Α και, στη συνέχεια, από
τον ΕΦΚΑ, ο μεν πρώτος ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως
31.07.2018, η δεύτερη δε ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 01.03.2015 έως
31.07.2018, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.4051/2012 και του
άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, κατά τους ισχυρισμούς
τους, αντικειμένων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
2. Επειδή, προς εφαρμογή του, εγκριθέντος κατά το έτος 2012,
δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (Ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος,
δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω –μετά διαδοχικές περικοπές -
περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο Ν. 4051/2012 (Α΄40), με το άρθρο
6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν
τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως
(10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου
200 ευρώ, καθώς και ο Ν. 4093/2012 (Α΄222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ΄
ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε
πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000
ευρώ αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα
και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν
λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη
των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες
της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών
φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων
κοινωνικής ασφάλισης…». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για
την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών
προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη
«επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα
επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του
μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν
τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική
προσαρμογή θα έπρεπε κατ΄ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των
συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (ΣτΕ Ολομ.
2287/2015).
3. Επειδή, οι διατάξεις αυτές ψηφίσθηκαν, όταν είχε πλέον
παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού, εν
τω μεταξύ, είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή
της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή
φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης
δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς
ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να
προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει
τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές
συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της
κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την
προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής,
όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων
που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των
ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της
διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών
–όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων
κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η
συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του
βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων
με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να
κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της
διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις
συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική
ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη
δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης
έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την
αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και
συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους
δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών
οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου
ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο
νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές
συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να
εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των
περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις
επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι
αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με
τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου
(κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή
της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών
υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων
κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του
κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει
ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν
δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω
συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες
προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων
απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική
προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των
ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως,
είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους,
χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της
οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων)
και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του
υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα
εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική
ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο
ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει
απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να
συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η
υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς
και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους
ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη
μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται
στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες
και μη εφαρμοστέες∙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά
στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Διότι ο
υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία
παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία
αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΟλΣτΕ
5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί
υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας –δια της
χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους
φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων
ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο
είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω
δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί
τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής
κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική
διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των
ελλειμμάτων τους. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις
και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων,
κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε
και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε
ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά
Γεωργίας, ό.π., σκ. 71) και αναγκάστηκαν αυτοί να υποστούν ένα υπερβολικό
ατομικό βάρος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ.72), κι ως εκ τούτου, με
τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΟλΣτΕ 2287/2015).