Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

«Ποινικό δεδικασμένο και διοικητική δίκη: το άρθρο 5 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας πριν και μετά την έναρξη ισχύος του ν.4446/2016 και οι ιδιαίτερες δικονομικές του όψεις»1 [Β. Μπουκουβάλα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.-Δ.Ν.]






Ι. Δεδικασμένο ή δεσμευτική ενέργεια των ποινικών (καταδικαστικών και αθωωτικών) αποφάσεων για τα διοικητικά δικαστήρια; Διαχρονική θεώρηση 

Πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ρύθμιση περί της δέσμευσης ή του δεδικασμένου που δημιουργεί η αμετάκλητη (καταδικαστική) απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για τα διοικητικά δικαστήρια υπήρχε στο άρθρο 120 παρ.3 του προϊσχύοντος Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Κ.Φ.Δ.)2. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, που είχε περιληφθεί συστηματικά στις διατάξεις περί δεδικασμένου, «δεδικασμένο αποτελούν και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή και τις ποινές που επιβλήθηκαν».
Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δημιουργούν δεδικασμένο, για τις αντίστοιχες κατ’ ουσίαν διαφορές, ενώπιον των τότε φορολογικών και μετέπειτα Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Τ.Δ.Δ.). Αντίθετα, όπως προκύπτει, εξ αντιδιαστολής, οι αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις δεν δημιουργούν δεδικασμένο για τον διοικητικό δικαστή.
Παρόλα αυτά, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ είχε κριθεί ότι, ναι, μεν, οι (αμετάκλητες) αθωωτικές ποινικές αποφάσεις δεν δημιουργούν δεδικασμένο για τα διοικητικά δικαστήρια, ωστόσο, ο διοικητικός δικαστής υποχρεούται να τις λάβει υπόψη του και να τις συνεκτιμήσει προς διαμόρφωση της κρίσης του3.

Η ανωτέρω υποχρέωση του διοικητικού δικαστή ερμηνεύθηκε άλλοτε διασταλτικά και άλλοτε συσταλτικά στη νομολογία, στο πλαίσιο εφαρμογής της ανωτέρω ρυθμίσεως. Έτσι, κατά την παλαιότερη νομολογία, θα πρέπει το διοικητικό δικαστήριο να προβεί σε συγκεκριμένη συνεκτίμηση της ποινικής αθωωτικής αποφάσεως και των στοιχείων στα οποία αυτή στηρίχθηκε4. Μ’ αυτή την έννοια, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να διαλαμβάνει ειδική αιτιολογία, άλλως καθίσταται αναιρετέα5. Κατά μία δε πιο διευρυμένη ερμηνεία, η οποία, όμως, τελικώς δεν επικράτησε, δεν αρκεί η τυπική μνεία της αποφάσεως, δηλαδή, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ότι συνεκτιμήθηκε η ποινική απόφαση, αλλά θα πρέπει η τελευταία να αντικρούεται ως προς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ιδίως, αν η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου αποκλίνει σε σχέση με τα κριθέντα από αυτή. Επομένως, θα πρέπει στην απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου να λαμβάνει χώρα συνοπτική παράθεση του ουσιώδους περιεχομένου του σκεπτικού της ποινικής αποφάσεως και αντίκρουση των γενομένων δεκτών, ώστε να προκύπτει ότι αξιολογήθηκαν οι ουσιαστικές και νομικές κρίσεις του ποινικού δικαστή και «μετά λόγου απεκρούσθησαν»6.
Τελικώς, κατά τη νομολογία που επικράτησε, αρκεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ότι εκτιμήθηκε η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και δεν απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της περί του αντιθέτου κρίσεως7. Υπό την ίδια λογική, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν καθίσταται αναιρετέα, εάν ο αναιρεσείων δεν προβάλει τι θα προσέθετε η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και πως θα κλόνιζε την κρίση του διοικητικού δικαστή8.

Μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ., η ανωτέρω ρύθμιση εντάχθηκε στο άρθρο 5 παρ.2 του ως άνω Κώδικα. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Κ.Δ.Δ. επί του ανωτέρω άρθρου «έγινε κατά βάση δεκτό να μεταφερθούν, περίπου ως είχαν, οι ρυθμίσεις του άρθρου 120 ΚΦορΔ. Κρίθηκε δε ότι έπρεπε το σχετικό άρθρο να τεθεί στο κεφάλαιο για τη “Δικαιοδοσία”, αφού αναφέρεται σε δεσμεύσεις του δικαστηρίου κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής αρμοδιότητάς του».
Ενόψει της ως άνω συστηματικής ένταξης της ανωτέρω ρυθμίσεως και των όσων αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του Κ.Δ.Δ. υποστηρίχθηκε στη θεωρία ότι η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις δεν αποτελεί πλέον δέσμευση πηγάζουσα από το δεδικασμένο, αλλά πρόκειται για μία διαδικαστική δέσμευση, για την αποκληθείσα δεσμευτικότητα ή δεσμευτική ενέργεια των κριθέντων μεταξύ των δικαιοδοσιών9. Πάντως, το ΣτΕ συνέχισε να χρησιμοποιεί την έννοια του δεδικασμένου, για να αντανακλάσει ή να αναπαραστήσει νομικά τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις. Έτσι, έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., «μόνο οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο στα πλαίσια της διοικητικής δίκης ως προς την ενοχή του δράστη»10. Επίσης, ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. είναι αντίστοιχες με αυτές του άρθρου 120 παρ.3 του Κ.Φ.Δ.11.
Εξάλλου, αν θεωρήσουμε ότι οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο αλλά απλώς δεσμευτική ενέργεια ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων για όσα πραγματικά ζητήματα και νομικά ζητήματα κρίθηκαν με αυτές, τότε δεν θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε στην περίπτωση αυτή την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ.4 του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη το δεδικασμένο, αν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Αντιθέτως, παγίως η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει ότι το διοικητικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το δεδικασμένο αυτό, ήτοι τον αμετάκλητο χαρακτήρα της ποινικής (καταδικαστικής) αποφάσεως, αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας12.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. αναγνωρίζει το ποινικό δεδικασμένο που δημιουργείται από την αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, το οποίο δεσμεύει τον διοικητικό δικαστή να μην αποστεί απ’ όσα κατέγνωσε το δικαστήριο αυτό αναφορικά με την ενοχή του δράστη. Τούτο σημαίνει και συνεπάγεται ότι ο διοικητικός δικαστής δεσμεύεται από την αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση ως προς την κρίση της περί της πλήρωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης ενός ποινικού αδικήματος που αποτελεί ταυτόχρονα υπό τα ίδια πραγματικά και νομικά περιστατικά την ελεγχόμενη από αυτόν διοικητική παράβαση, κι ως εκ τούτου, δεν έχει εξουσία επανεκτίμησης ή διαφορετικής εκτίμησης από το ποινικό δικαστήριο13 ή το σχετικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο την ενοχή του δράστη και τις κατεγνωσθείσες ποινές14;

Κατά την ορθότερη έννοια, η δέσμευση αυτή κωλύει το Τ.Δ.Δ. να κρίνει περί της ενοχής του διοικουμένου-παραβάτη, αφού αυτή έχει αποδειχθεί, κι ως εκ τούτου, αποκλείει από το δικαστήριο να κρίνει όσα πραγματικά ή νομικά ζητήματα επιλύθηκαν συναφώς στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικά από το ποινικό δικαστήριο. Έτσι, το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται μόνον από το διατακτικό της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, αλλά και από τα στοιχεία του αιτιολογικού με τα οποία αυτό δένεται, από τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα που επιλύθηκαν δεσμευτικά με τη συγκεκριμένη ποινική απόφαση, εφόσον (τα ζητήματα) αυτά ασκούν πραγματική ή νομική επιρροή στο πλαίσιο της δικής του δικαιοδοσίας15.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη νομολογία επί της ανωτέρω ρυθμίσεως, πρέπει να γίνει μία διάκριση μεταξύ των αμετάκλητων αθωωτικών ποινικών αποφάσεων και των μη αμετάκλητων, ενόψει και της ανάγκης σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας. Όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική αθωωτική απόφαση, ο διοικητικός δικαστής πρέπει να συνεκτιμά την απόφαση αυτή και τούτο να προκύπτει από ειδική αιτιολόγηση στο σκεπτικό της απόφασής του, αν δε αποκλίνει από αυτή, θα πρέπει να συντάξει τον δικανικό του συλλογισμό με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη θέτει σε αμφισβήτηση την απαλλακτική κρίση του ποινικού δικαστή16. Αντιθέτως, οι ποινικές αθωωτικές αποφάσεις που δεν έχουν καταστεί ή έστω δεν προκύπτει ότι έχουν καταστεί αμετάκλητες, απλώς συνεκτιμώνται από το διοικητικό δικαστήριο, με τρόπο γενικό και χωρίς ειδική μνεία17.
Επομένως, δημιουργείται μία πρόσθετη υποχρέωση στον διοικητικό δικαστή να αιτιολογήσει επαρκώς και ειδικότερα την απόκλισή του από την (αμετάκλητη αθωωτική) κρίση του ποινικού δικαστή είτε μέσω της στήριξής της σε νέα αποδεικτικά μέσα ή σε κοινά αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, όμως, διαφορετικά18 είτε στον διαφορετικό βαθμό απόδειξης που ισχύει στη διοικητική δίκη σε σχέση με τον βαθμό απόδειξης τέλεσης της παράβασης που ισχύει στην ποινική δίκη19.
Ως εκ τούτων, η νομολογία δεν εγκλωβίστηκε στην έννοια του δεδικασμένου- που η ανωτέρω διάταξη, καταρχήν, ήθελε να κατοχυρώσει- αλλά μετέβη στην έννοια της οριακής δεσμεύσεως εν γένει του διοικητικού δικαστηρίου από τα κριθέντα της ποινικής αποφάσεως, ακόμη κι αν αυτή είναι αθωωτική.


ΙΙ. Η νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.

Με τη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 4446/2016 ορίστηκε ότι «τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται πλέον και από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, αλλά και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης».

Καταρχάς, σύμφωνα με νομολογία του ΣτΕ, η ανωτέρω νέα διάταξη, ως εισάγουσα δικονομική ρύθμιση, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ratione temporis στις υποθέσεις οι οποίες συζητήθηκαν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου πριν από την έναρξη της ισχύος της (22.12.2016), δεδομένου ότι, κατά γενική δικονομική αρχή, η νεότερη δικονομική ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τις υποθέσεις που είχαν εκδικασθεί/συζητηθεί, πριν από τον χρόνο έναρξης ισχύος της νεότερης διατάξεως20.
Εν προκειμένω ανακύπτει επιτακτικό το ερώτημα: για την επίτευξη ποιου σκοπού τέθηκε η ανωτέρω ρύθμιση; Γιατί ο νομοθέτης θέλησε να επεκτείνει τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων και από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων; Ποιες αρχές ή ποιους κανόνες ήθελε να προασπίσει με τη διάταξη αυτή; Η τελολογική ερμηνεία του νόμου μπορεί να οριοθετήσει το πεδίο εφαρμογής και το κανονιστικό περιεχόμενο της ανωτέρω διατάξεως σε σχέση, ιδίως, με τη δικονομική εφαρμογή της;
Στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρου νόμου επί του άρθρου αυτού υπάρχει παραπομπή στην απόφαση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας. Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αφορούσε στην παραβίαση ή μη του τεκμηρίου αθωότητας, κατά μία γνώμη που υποστηρίχθηκε, η νέα διάταξη τέθηκε, καταρχήν, προκειμένου να γίνει σεβαστό το τεκμήριο αθωότητας, κατ’ άρθρον 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α.21. Τούτο δε, κατά την ίδια άποψη, διότι με τη διάταξη αυτή δεν ορίστηκε ότι μετά την έκδοση αμετακλήτου αθωωτικής ή καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως παύει η διοικητική διαδικασία ή δίκη, με συνέπεια το διοικητικό δικαστήριο να οφείλει να τερματίσει την ενώπιον του διαφορά, ακυρώνοντας την καταλογιστική διοικητική πράξη, κι ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν αποσκοπούσε να κατοχυρώσει την αρχή ne bis in idem ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων22. 
Πράγματι, στις προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που συγκροτήθηκε για τη διαμόρφωση, μεταξύ άλλων, της εν λόγω διατάξεως, η προτεινόμενη ρύθμιση προέβλεπε ότι τα διοικητικά δικαστήρια «δεσμεύονται από τις αποφάσεις των [...] ποινικών δικαστηρίων ως προς την αθώωση ή την ενοχή του δράστη». Περαιτέρω, ότι «στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, προβλέπεται παράλληλα για την ίδια πράξη ή παράλειψη η επιβολή τόσο διοικητικής όσο και ποινικής κύρωσης, η έναρξη της διοικητικής διαδικασίας επιβολής της κύρωσης αποτελεί λόγο αυτεπάγγελτης αναβολής ή αναστολής της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας, καθώς και αναστολής της παραγραφής του σχετικού ποινικού αδικήματος. Για τον σκοπό αυτό, η οικεία διοικητική αρχή ενημερώνει αμέσως τα αρμόδια για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας όργανα ή, εάν η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί, το δικαστήριο στο οποίο αυτή εκκρεμεί. Η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας αίρεται με την αμετάκλητη απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της διοικητικής κύρωσης». Οι ανωτέρω, όμως, προταθείσες ρυθμίσεις δεν υιοθετήθηκαν από τον κοινό νομοθέτη.

Πάντως, κατ’ άλλη άποψη, η διάταξη τέθηκε, προκειμένου να επιλυθεί το νομικό ζήτημα της παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την αυτή πράξη, ενόψει της αρχής ne bis in idem23. Να αναφερθεί δε ότι στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της βουλής αναφέρεται ότι η ρύθμιση αυτή προτείνεται «[...]προς συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), τόσο ως προς το τεκμήριο αθωότητας, όσο και ως προς την αρχή ne bis in idem».
Η οριοθέτηση του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. είναι σημαντική, γιατί οριοθετεί και την ίδια εξουσία ελέγχου του δικαστή. Αν ο διάδικος προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής του ότι το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, την οποία και προσκομίζει, ενόψει του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., χωρίς να επικαλείται ρητώς την αρχή ne bis in idem ή το τεκμήριο αθωότητας, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τον εν λόγο ισχυρισμό υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι υπάγονται στο κανονιστικό περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου ή και αυτεπαγγέλτως, ειδικά, στις φορολογικές διαφορές όπου το δικαστήριο δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα, πλέον, με νομολογία του ΣτΕ, παρά την μη παράβαση του δεδικασμένου, την αντισυνταγματικότητα και την αντίθεση στο ενωσιακό δίκαιο24; Επιπλέον, αν ο σκοπός θέσπισης της ανωτέρω διατάξεως ήταν ο σεβασμός της αρχής ne bis in idem ή του τεκμηρίου αθωότητας ή και των δύο αρχών, το νόημά της δεν ανευρίσκεται και με ανανοηματοδότησή της προς τους σκοπούς αυτούς;


ΙΙΙ. Η αρχή ne bis in idem

Α. Η έννοια της αρχής
Η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 4 παρ.1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.25, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.1705/1987 (ΦΕΚ Α' 89).
Κατά την έννοια της αρχής αυτής, απαγορεύεται η δεύτερη δίωξη, δίκη και τιμωρία του ίδιου προσώπου, εφόσον για την ίδια παράβαση αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση δικαστηρίου26. Εξάλλου, η ίδια αρχή αποτυπώνεται και στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο προβλέπεται ότι: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο». Ως εκ τούτου, η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στη Σύμβαση, έχει ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο και στην ενωσιακή έννομη τάξη27.
Υπό την ανωτέρω έννοια, η Ε.Σ.Δ.Α. δεν απαγορεύει την παράλληλη ή ταυτόχρονη διεξαγωγή δύο «ποινικών» διαδικασιών, εφόσον καμία από αυτές δεν έχει περατωθεί αμετακλήτως28.
Για την εφαρμογή της ανωτέρω αρχής προϋποτίθεται ότι κινούνται παράλληλα δύο «ποινικές» διαδικασίες κατά του ίδιου προσώπου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο μία κατηγορία ποινικής φύσης, τεθείσα υπό τα ίδια ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά, οι οποίες αμφότερες οδηγούν στην επιβολή ποινής. Οι ανωτέρω έννοιες αποτελούν αυτόνομες έννοιες της Σύμβασης που ερμηνεύονται, καταρχήν, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το Ε.Δ.Δ.Α.29, δηλαδή ανεξαρτήτως των κατηγοριοποιήσεων και των αντίστοιχων εννοιών των συμβαλλόμενων κρατών. Έτσι, οι χαρακτηρισμοί μίας κύρωσης ως ποινής και μίας νομικής διαδικασίας ως ποινικής αφίστανται από την κλασική κατηγοριοποίηση του εθνικού δικαίου και προσδιορίζονται με βάση τα κριτήρια που έθεσε η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., με σκοπό την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης στο πλαίσιο των συμβαλλόμενων κρατών και την αποτελεσματική εφαρμογή της ανωτέρω αρχής.

Β. Η έννοια της κατηγορίας ποινικής φύσεως
Ειδικότερα, για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem θα πρέπει να πρόκειται για κατηγορία ποινικής φύσεως. Η έννοια της κατηγορίας ποινικής φύσεως καθορίζεται με τα κριτήρια που έθεσε η απόφαση Engels30. Θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση εάν η σχετική νομοθετική διάταξη που προβλέπει την παράβαση ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, η φύση της παράβασης και της επαπειλούμενης κύρωσης, καθώς και ο βαθμός σοβαρότητάς της31.
Τα κριτήρια για να χαρακτηρισθεί μία κύρωση ως ποινική κατά την πάγια νομολογία του δικαστηρίου είναι: i) ο νομικός χαρακτηρισμός της ως ποινικής από το εθνικό δίκαιο, ήτοι η κατάταξη της διάταξης που την προβλέπει στην ύλη του ποινικού δικαίου, ii) η φύση της παράβασης, ήτοι (α) αν με την πρόβλεψη της ποινής προστατεύεται ένα έννομο αγαθό που εμπίπτει στη σφαίρα προστασίας του ποινικού δικαίου32, (β) αν η παράβαση προβλέπεται από μία γενική διάταξη που απευθύνεται σε ένα ευρύτερο αριθμό προσώπων και όχι σε μία συγκεκριμένη και ειδική κατηγορία ατόμων33, με σκοπό όχι μόνον τιμωρητικό αλλά και αποτρεπτικό και ιιι) η βαρύτητα της επαπειλούμενης κύρωσης, η οποία δεν εξαρτάται από αυτή που εν τοις πράγμασι επιβλήθηκε, αλλά από αυτή που προβλέπεται στον νόμο34.
Το πρώτο ως άνω υποκριτήριο (i) όσον αφορά στον χαρακτηρισμό των διοικητικών κυρώσεων ως ποινικών δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού εξ ορισμού οι κυρώσεις αυτές δεν ανήκουν στην ύλη του ποινικού δικαίου35. Εξάλλου, όπως έκρινε το Ε.Δ.Δ.Α. ο νομικός χαρακτηρισμός από το εθνικό δίκαιο μίας παράβασης ως διοικητικής δεν αρκεί για να αποκλείσει την εφαρμογή της ανωτέρω αρχής36. Επιπροσθέτως, ο νομικός χαρακτηρισμός της διαδικασίας από τα συμβαλλόμενα κράτη δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο, για να χαρακτηρισθεί μία διαδικασία ως ποινική, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, αυτό θα οδηγούσε σε συνέπειες μη συμβατές με το αντικείμενο και τον σκοπό της Σύμβασης37.
Το δεύτερο και το τρίτο από τα ανωτέρω υποκριτήρια δεν απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά δεν αποκλείεται η σωρευτική εκτίμησή τους, ιδίως, όταν ο ερμηνευτής δεν καταλήγει σε ασφαλές συμπέρασμα από τη μεμονωμένη εκτίμηση των ανωτέρω κριτηρίων38.

Γ. Το κριτήριο του idem
Περαιτέρω, θα πρέπει να διώκεται με τις δύο διαδικασίες η ίδια πράξη (idem). Σύμφωνα με τη σύγχρονη νομολογία του δικαστηρίου, η ταυτότητα των αδικημάτων δεν εξαρτάται από τη νομοτυπική περιγραφή εκάστης παράβασης ή τον νομικό χαρακτηρισμό της στις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, αλλά από το εάν τυποποιούνται στο πραγματικό εκάστης διατάξεως τα ίδια ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης39. Ως εκ τούτου, το Ε.Δ.Δ.Α. επέλεξε το κριτήριο του idem factum και απέρριψε αυτό του idem crimen.

Δ. Η προϋπόθεση της έκδοσης αμετακλήτου αποφάσεως
Επιπλέον, θα πρέπει η μία διαδικασία να έχει περατωθεί με έκδοση απόφασης, κατά την ορολογία του Ε.Δ.Δ.Α., που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου40, ήτοι δεν υπόκειται πλέον σε κανένα τακτικό ένδικο μέσο41. Συνεπώς, όπως γίνεται δεκτό στην ελληνική έννομη τάξη, θα πρέπει η πρώτη απόφαση να έχει καταστεί αμετάκλητη. Αν η απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, τότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο διώκεται δύο φορές. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή αυτή δεν προστατεύει έναντι της εκκρεμοδικίας δύο διαδικασιών ή δικών που αφορούν στην ίδια παράβαση42.

Ε. Η προϋπόθεση της έκδοσης αποφάσεως που έκρινε επί της ουσίας τη διαφορά
Πρέπει να επισημανθεί ότι με την αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία περατώθηκε το πρώτον η μία ποινική διαδικασία, πρέπει να έχει προηγηθεί κρίση του δικαστηρίου σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, να έχει, δηλαδή, ερευνήσει και εκτιμήσει επαρκώς το δικαστήριο την ουσία της υπόθεσης και να έχει αποφανθεί για την τέλεση ή μη της παράβασης. Συνεπώς, υπό την έννοια αυτή, αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής του αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία «αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε» ο διωχθείς43, δεδομένου ότι τέτοιο βούλευμα ερείδεται στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης συνεπεία της παραγραφής και όχι σε εκτίμηση για τη διάπραξη ή μη του αδικήματος.

ΣΤ. Η προϋπόθεση της δίωξης και έκδοσης απόφασης για το ίδιο πρόσωπο
Εξάλλου, θα πρέπει οι δύο διαδικασίες να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω αρχής, όταν η μία διαδικασία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου και η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου του44.

Ζ. Συνέπειες της αρχής ne bis in idem
Καταρχήν, αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem και το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο την εκδίκαση της υποθέσεως, οφείλει να τερματίσει την ενώπιον του εκδικασθείσα διαφορά, ακυρώνοντας την καταλογιστική πράξη, αν πρόκειται για διοικητικό δικαστήριο, ή απαλλάσσοντας τον κατηγορούμενο, αν πρόκειται για ποινικό δικαστήριο, ανεξάρτητα αν η αμετάκλητη απόφαση είναι αθωωτική ή καταδικαστική45.
Και ενώ το Ε.Δ.Δ.Α. εφάρμοζε με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις συνέπειες εφαρμογής της εν λόγω αρχής, εξεδόθη η απόφαση Α και Β κατά Φιλανδίας, η οποία φαίνεται να ανατρέπει τα μέχρι τότε νομολογιακά δεδομένα.
Στην απόφαση αυτή, το δικαστήριο, καταρχάς, επεσήμανε ότι το άρθρο 4 παρ.1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου έχει πεδίο εφαρμογής μόνο στις εν στενή εννοία ποινικές διαδικασίες, κατοχύρωσε, δε, ένα απόλυτο δικαίωμα, το οποίο δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Επεσήμανε, επίσης, ότι η εφαρμογή της εν λόγω αρχής στο πεδίο των προβλεπόμενων διπλών κυρώσεων, διοικητικών και ποινικών, στα εθνικά δίκαια των συμβαλλόμενων κρατών, θα είχε ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες. Τόνισε την έλλειψη ενιαίας πρόβλεψης και εφαρμογής των κριτηρίων εφαρμογής της εν λόγω αρχής από τα συμβαλλόμενα κράτη, καθώς και την απροθυμία αυτών να δεσμευθούν από το 7ο πρωτόκολλο46, αλλά και το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν, προκειμένου να προσδιορίσουν το σύστημα των ποινικών κυρώσεών τους. Κατόπιν τούτων, το δικαστήριο κατέληξε ότι έπρεπε να οδηγηθεί σ’ ένα ευρύτερο φάσμα κριτηρίων εφαρμοσιμότητας της εν λόγω αρχής47.
Το δικαστήριο τόνισε ότι μπορούν να κινούνται ταυτόχρονα δύο «ποινικές» διαδικασίες κατά του ίδιου προσώπου, ακόμη κι αν η μία προέρχεται από διοικητική και η άλλη από ποινική αρχή, εφόσον συνδέονται μεταξύ τους από άποψη ουσίας και χρόνου48 και αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο.
Τούτο, πάντως, δεν επιτρέπεται, όταν οι δύο διαδικασίες είναι παντελώς αυτοτελείς και ανεξάρτητες, δεν συνεκτιμάται από τη μία αρχή η κύρωση που επιβλήθηκε από την άλλη, ούτε οι αρχές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ή συνεκτιμούν η μία τα στοιχεία και τις αξιολογήσεις της άλλης49.
Το δικαστήριο τόνισε την ελευθερία που απολαμβάνουν τα συμβαλλόμενα κράτη να οργανώνουν το νομικό τους σύστημα και τη διαδικασία απονομής της ποινικής τους δικαιοσύνης50. Έτσι, η Σύμβαση δεν απαγορεύει τη σώρευση διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την ίδια πράξη51. Θα πρέπει, όμως, να τηρείται μία δίκαιη ισορροπία, μεταξύ των συμφερόντων του προσώπου για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και του συμφέροντος της κοινότητας να είναι σε θέση να υιοθετεί μια βαθμονομημένη κανονιστική προσέγγιση στον εν λόγω τομέα.
Το δικαστήριο τόνισε ότι δεν κρίνει σκόπιμο ούτε αναγκαίο να απομακρυνθεί από τα κριτήρια που έθεσε στην απόφαση Zolotukhin για την έννοια της διαδικασίας ποινικής φύσεως52. Ωστόσο, στο σημείο αυτό έθεσε την ανωτέρω εξαίρεση: επεσήμανε, δηλαδή, ότι, αν οι δύο διαδικασίες συνδέονται στενά τόσο από άποψη ουσίας όσο και χρονικά μπορούν να διεξάγονται παράλληλα53. Θα πρέπει το ουσιαστικό και το χρονικό κριτήριο να συντρέχουν σωρευτικά54. Όσο δε πιο μεγάλη η χρονική απόσταση μεταξύ των διαδικασιών τόσο μεγαλώνει το βάρος απόδειξης του κράτους να δικαιολογήσει μία τέτοια χρονική ασυνδετότητα55. Επομένως, εάν το κράτος αποδείξει τη χρονική και ουσιαστική αυτή σύνδεση μεταξύ των δύο διαδικασιών, δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem56.
Όπως είχε κρίνει το δικαστήριο με παλαιότερες αποφάσεις του, εάν οι δύο διαδικασίες διεξάγονται και ολοκληρώνονται η μία ανεξάρτητα από την άλλη, οι δε κυρώσεις που επιβάλλονται είναι οι μεγαλύτερες που προβλέπονται στον νόμο, χωρίς η μία αρχή να εξετάζει και να συνεκτιμά την ποινή που επιβάλλεται από την άλλη, τότε παραβιάζεται η αρχή ne bis in idem57.
Τα κριτήρια, για να υπάρξει ή όχι η ουσιαστική αυτή σύνδεση, είναι η σχέση μεταξύ των δύο διαδικασιών, αν υπάρχει, δηλαδή, σύνδεση μεταξύ τους ή αν η μία εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς από την άλλη58, καθώς και αν το εκάστοτε δικαστήριο, εξετάζοντας τη βαρύτητα της κύρωσης, συνεκτιμά την επιβαλλομένη από το έτερο όργανο κύρωση, καθώς και τις εκτιμήσεις, διαπιστώσεις και αξιολογήσεις της έτερης αρχής59. Μ’ αυτή την έννοια, οι σκοποί και τα μέσα των δύο διαδικασιών πρέπει να είναι συμπληρωματικοί, αλλά και οι συνέπειες για το πρόσωπο από την εφαρμογή τους προβλέψιμες και αναλογικές60.
Έτσι, θα πρέπει οι εν λόγω διαδικασίες να επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς, ήτοι να επιδιώκουν όχι μόνον in absracto αλλά και in concreto να καταστείλουν, καταρχήν, διάφορες πτυχές της ίδιας παραβατικής συμπεριφοράς. Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφόσον ο νομοθέτης με τη θέσπιση των διοικητικών κυρώσεων επιδιώκει σκοπούς που δεν ταυτίζονται με τους σκοπούς των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων, καταρχήν, επιτυγχάνεται η συμπληρωματικότητα και η συνοχή μεταξύ των δύο διαδικασιών.
Περαιτέρω, θα πρέπει το πρόσωπο που υφίσταται τις κυρώσεις να μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες της πράξης του, ήτοι ότι αυτές επισύρουν την παράλληλη εφαρμογή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, από νομικής και πραγματικής απόψεως.
Επιπλέον, οι αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους κατά τη συλλογή και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, να ανταλλάσουν αποδεικτικά στοιχεία 61, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι αντιφάσεις περί της απόδειξης της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και της αξιολόγησης των νομικών περιστατικών62.
Τέλος, θα πρέπει κατά την επιβολή της ποινής από τη μία αρχή να συνυπολογίζεται και να συνεκτιμάται η επιβληθείσα από την έτερη αρχή ποινή, έτσι ώστε η επιβαλλόμενη συνολικώς στο πρόσωπο κύρωση να μην επάγεται για τον δράστη υπερβολικό βάρος και να μην πλήττεται η αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, τούτο συντρέχει, αναπόφευκτα, όταν στη σχετική νομοθεσία προβλέπεται διαδικασία αντισταθμίσεως της ποινής63.
Το ΣτΕ πριν από την απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας είχε εφαρμόσει την εν λόγω νομολογία. Η νέα αυτή διάσταση της αρχής ne bis in idem αποτυπώθηκε στην 108/2015 απόφαση του Β ́ τμήματος του ΣτΕ εν συμβουλίω. Το δικαστήριο στην απόφαση αυτή τόνισε ότι η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται, όταν οι δύο ποινικές διαδικασίες συνδέονται στενά μεταξύ τους κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, ώστε να πρόκειται ουσιαστικά όχι περί αυτοτελών διαδικασιών αλλά περί μιας ενιαίας κυρωτικής διαδικασίας64 ή, κατά μείζονα λόγο, όταν επιβάλλονται σωρευτικά (δύο ή περισσότερες) κυρώσεις στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Βέβαια, εν προκειμένω το δικαστήριο εφάρμοσε την εν λόγω αρχή σε περίπτωση σώρευσης δύο διοικητικών κυρώσεων.
Αναμένουμε να δούμε αν το Ε.Δ.Δ.Α. μεταβάλλει τη νομολογία του μετά την τροποποίηση του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., αφού πλέον η διοικητική διαδικασία και δίκη δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική, όπως υποστηριζόταν παγίως στη νομολογία του ΣτΕ, δεδομένου ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται πλέον τόσο από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, όσο και από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις και τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός αν η απαλλαγή στηρίχτηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης65. Πράγματι, το ΕΔΔΑ στην απόφαση Καπετάνιος είχε τονίσει ότι το ελληνικό δίκαιο δεν ακολουθεί την αρχή της αυστηρής αυτοτέλειας, αφού το ίδιο το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., ως ίσχυε τότε, προέβλεπε τη δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου66.
Πάντως, με την ΣτΕ 1728/2018, στην περίπτωση των λαθρεμπορικών παραβάσεων, το Δικαστήριο φαίνεται να απέκλεισε την εφαρμογή της νομολογίας Α και Β κατά Νορβηγίας. Τούτο δε, τονίζοντας ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους διεξάγεται ανεξάρτητα από την ποινική διαδικασία, με παραπομπή στις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. Μαμιδάκη κατά Ελλάδος, σκ.30 και Γιαννετάκης Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, σκ. 18-19.
Τόνισε, επίσης, ότι ένα από τα κύρια κριτήρια, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο επαρκής ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών, είναι η κύρωση που επιβάλλεται στην πρώτη ποινική διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα, να λαμβάνεται υπ' όψη στη διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον διωχθέντα υπέρμετρου βάρους. Στο πλαίσιο αυτό, παρέπεμψε στις αποφάσεις Καπετάνιος και Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας, ως παραδείγματα περιπτώσεων ελλείψεως τέτοιου ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνοντας ότι, στις εν λόγω υποθέσεις, παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαρειά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά, ενώ, επιπλέον, επεσήμανε και την ανάλογη έλλειψη χρονικού συνδέσμου, μεταξύ των δύο διαδικασιών.

Η. Η διάκριση των σκοπών των προβλεπόμενων κυρώσεων για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της κατηγορίας ποινικής φύσεως
Ο σκοπός θέσπισης εκάστης κύρωσης μπορεί να εξαρτήσει ή να προσδιορίσει τον ποινικό της χαρακτήρα;
Η διάκριση μεταξύ αποζημιωτικού ή επανορθωτικού σκοπού του κυρωτικού νόμου και σκοπού τιμωρητικού ή αποτρεπτικού, μπορεί να αποτελέσει εγγενές κριτήριο διάκρισης για την έννοια της ποινής ή της κατηγορίας ποινικής φύσεως, όπως έχει τονιστεί και από το Δ.Ε.Ε.67. Ειδικότερα, στην απόφαση Mensi το δικαστήριο τόνισε ότι θα πρέπει να εξακριβώνεται σε κάθε περίπτωση, εάν η επίμαχη κύρωση επιδιώκει, μεταξύ άλλων, κατασταλτικό σκοπό. Κατόπιν τούτου, κατέληξε ότι «κύρωση που επιδιώκει κατασταλτικό σκοπό έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη και το γεγονός και μόνον ότι επιδιώκει και προληπτικό σκοπό δεν δύναται να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό της ως ποινικής κυρώσεως68». Αντιθέτως, έκρινε ότι ένα μέτρο που περιορίζεται στην επανόρθωση της ζημίας την οποία προκάλεσε η οικεία παράβαση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα69.
Ενόψει των ανωτέρω, το εθνικό δικαστήριο μπορεί κάλλιστα να εκτιμήσει ότι η καταλογιστική διοικητική πράξη κατά το μέρος που καταλογίζει σε βάρος του διοικουμένου το ποσό των διαφύγοντων δασμών, τελών ή φόρων, έχει ως σκοπό την είσπραξη από το κράτος των ποσών αυτών και όχι σκοπό τιμωρητικό ή αποτρεπτικό για τον παραβάτη70, κι ως εκ τούτου, δεν πληρούται το κριτήριο της κατηγορίας ποινικής φύσεως για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem71. Τούτο καθίσταται πιο δύσκολο να αποδειχθεί για την επιβολή των προσαυξήσεων ή άλλων παρεπόμενων κυρώσεων που επιβάλλονται σε βάρος του παραβάτη, καθώς αυτές ενέχουν σε πολλές περιπτώσεις αποτρεπτικό ή κατασταλτικό σκοπό72, εκτός αν εκληφθούν ότι επιβάλλονται για τη ζημία που υφίσταται το κράτος λόγω της καθυστέρησης από την άμεση καταβολή και είσπραξη των φόρων73.
Ουσιαστικά, εφαρμογή των ανωτέρω συναντούμε στην απόφαση 951/2018 του ΣτΕ.
Στην απόφαση αυτή το δικαστήριο ναι, μεν, δεν ανέφερε ρητά ότι δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem στην περίπτωση των διοικητικών κυρώσεων που έχουν αποζημιωτικό ή επανορθωτικό σκοπό, αλλά τούτο συνάγεται έμμεσα από τις σκέψεις του.
Το δικαστήριο ερμήνευσε τη νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. και κατέληξε ότι η δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική, συντρέχει υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για την ίδια παράβαση και στις δύο διαδικασίες, ήτοι το πραγματικό των δύο διατάξεων, ποινικής και διοικητικής, είναι ταυτόσημο ή ουσιωδώς όμοιο. Το δικαστήριο τόνισε ότι η δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου αφορά στο αξιόποινο, κι ως εκ τούτου, δεν καλύπτει τη διοικητική πράξη ή το μέρος της διοικητικής πράξεως, με την οποία επιβάλλονται δασμοί και φόροι. Ρητώς δε το δικαστήριο έκρινε ότι με τέτοιο περιεχόμενο μία διοικητική πράξη δεν επιβάλλει ποινή. Επομένως, η δέσμευση του διοικητικού δικαστή και η υποχρέωσή του να ακυρώσει την πράξη, αφορά μόνο στο μέρος της διοικητικής πράξης που έχει σκοπό τιμωρητικό, αποτρεπτικό ή κατασταλτικό, σύμφωνα με τις επιταγές του ne bis in idem. Αντίθετα, για το μέρος της διοικητικής πράξεως που αναφέρεται στην επιβολή των δασμών ή φόρων, η αμετάκλητη ποινική απόφαση συνεκτιμάται, αλλά δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο.
Το διοικητικό δε δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά από το ποινικό, χωρίς να παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο δε, ενόψει των διαφορετικών κανόνων απόδειξης που θεσπίζονται στην ποινική και διοικητική δικονομία και του διαφορετικού βαθμού δικανικής πεποίθησης που πρέπει να θεμελιώσει ο διοικητικός δικαστής, υπό τον όρο ότι δεν τίθεται εν αμφιβόλω η απαλλακτική κρίση του ποινικού δικαστή. Μ’ αυτά τα νομικά δεδομένα, το δικαστήριο έκρινε ότι «στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς από την επιβολή στον προσφεύγοντα πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, καθώς και των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αντιστοιχούν στο αντικείμενό της, η αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, για την ίδια λαθρεμπορική παράβαση, παράγει δέσμευση όσον αφορά τη νομιμότητα του καταλογισμού σε βάρος του πολλαπλών τελών (καθώς και τη νομιμότητα της τυχόν κήρυξής του ως συνυπεύθυνου για την πληρωμή του συνολικού ποσού των επιβληθέντων πολλαπλών τελών), πράγμα που οδηγεί στην ακύρωσή τους από το διοικητικό δικαστήριο [...] Αντίθετα, σε σχέση με τον καταλογισμό των οφειλόμενων δασμών και φόρων, η τοιαύτη απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν παράγει δέσμευση, αλλά, πάντως, πρέπει να συνεκτιμάται από τον διοικητικό δικαστή και, δη, ειδικώς, [...] στο πλαίσιο δε αυτό, ο διοικητικός δικαστής κρίνει την ουσία της υπόθεσης βασιζόμενος στην ενώπιόν του αποδεικτική διαδικασία, η οποία διέπεται από διαφορετικούς κανόνες (βλ. άρθρα 144 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική (βλ. άρθρα 177 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη χρήση, τη σημασία και το περιεχόμενο του μέσου της εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο [...]».
Θ. Η νομολογία του Δ.Ε.Ε: H αρχή της αναλογικότητας των ποινών και η απόφαση 1887/2018 του ΣτΕ
Το Δ.Ε.Ε., με σειρά αποφάσεών του έχει αποφανθεί ότι, εφόσον για την ίδια πράξη κατά του ίδιου προσώπου κινούνται δύο ποινικές διαδικασίες, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, θα πρέπει με την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης για τη μία από αυτές, να τερματίζεται η δεύτερη διαδικασία, καθώς η συνέχισή της, ακόμη και για έναν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όπως η καταπολέμηση της δασμοφοροδιαφυγής και της είσπραξης των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
Ειδικότερα, το Δ.Ε.Ε. στην απόφαση Di Puma & Zecca έκρινε ότι όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν τα πραγματικά περιστατικά θεμελίωσης τέλεσης της παράβασης74, τότε η συνέχιση της δεύτερης ποινικής διαδικασίας θα αποτελούσε περιορισμό του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη75. Το δικαστήριο, όμως, έθεσε μία επιφύλαξη: την επιφύλαξη της δυνατότητας επαναλήψεως, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της ποινικής διαδικασίας, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της αποφάσεως γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υποθέσεως.
Μ’ αυτή την έννοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι εάν στη δεύτερη διαδικασία προκύψουν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή νεότεροι ισχυρισμοί που δεν λήφθηκαν υπόψη από το ποινικό δικαστήριο, μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να αποκλίνει από την κρίση του ποινικού δικαστή, χωρίς να καταστρατηγείται η αρχή ne bis in idem; Παραμένει ζητούμενο.
Εξάλλου, στην απόφαση Mensi το δικαστήριο έκρινε ότι μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην αρχή ne bis in idem βάσει του άρθρου 52 παράγραφος 1 του Χάρτη.
Μ’ αυτή την έννοια, η διάταξη του άρθρου 50 του Χάρτη κατοχυρώνει ένα δικαίωμα που μπορεί να περιοριστεί, υπό τον όρο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται σ’ αυτόν, πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται στα εν λόγω δικαιώματα και ελευθερίες μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.
Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να είναι δικαιολογημένη η σώρευση διώξεων και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, εφόσον αυτές (οι δύο κυρώσεις) επιδιώκουν διαφορετικούς και πρόσθετους σκοπούς που έχουν ως αντικείμενο, ενδεχομένως, διαφορετικές πλευρές της αυτής επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς76.
Ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, το δικαστήριο έκρινε ότι θα πρέπει η σώρευση των διπλών κυρώσεων να μην υπερβαίνει τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκονται με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επιβαρυντικό μέτρο, αν υφίσταται δυνατότητα επιλογής, και τα προκύπτοντα μειονεκτήματα να μην είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς77.
Επιπροσθέτως, οι ρυθμίσεις πρέπει να είναι κατάλληλες να επιτύχουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς και οι διπλές κυρώσεις να είναι προβλέψιμες από τον παραβάτη, με σαφείς και ακριβείς κανόνες78.
To δικαστήριο τονίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας τηρείται, όταν στην έννομη τάξη υπάρχουν κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν τον συντονισμό μεταξύ των αρχών, μέσω, προφανώς, μίας διαδικασίας αντιστάθμισης, προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται αυτή η σώρευση για τα οικεία πρόσωπα79.
Ουσιαστικά, όμως, το δικαστήριο τόνισε ότι η σώρευση κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα πρέπει να συνοδεύεται από κανόνες που να εξασφαλίζουν ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα της παραβάσεως. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλέπεται η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών, σε περίπτωση επιβολής δεύτερης κυρώσεως, να μεριμνούν, ώστε η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων να μην υπερβαίνει τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως80.
Επίσης, το δικαστήριο πρέπει να εξετάζει αν η εξακολούθηση της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της ρυθμίσεως, στον βαθμό που μόνη η ποινική καταδίκη δύναται να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό81, ήτοι υπό την προϋπόθεση ότι οι εναπομένουσες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές82.
Με βάση τα όσα προηγήθηκαν, ποιες είναι οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ της νομολογίας του Δ.Ε.Ε. και του Ε.Δ.Δ.Α. κατά την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem;
Κατά την άποψη του Δημητρακόπουλου η διαφορά μεταξύ της αποφάσεως Α και Β κατά Νορβηγίας και Menci έγκειται στο ότι το Δ.Ε.Ε. «περιόρισε την κανονιστική εμβέλεια της αρχής ne bis in idem, όχι δια του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της ratione materiae, μέσω της ερμηνείας και της εφαρμογής του bis (ήτοι της προϋπόθεσης περί ύπαρξης δύο “ποινικών” διαδικασιών), όπως είχε πράξει το ΕΔΔΑ στην Α και Β κατά Νορβηγίας, αλλά δια της εκτίμησης ότι το δικαίωμα ne bis in idem, που κατοχυρώνει το άρθρο 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, δεν είναι απόλυτο, αλλά δύναται να περιορισθεί83».
Αυτή είναι πράγματι η αφηρημένη δογματική διαφορά μεταξύ των δύο αποφάσεων. Η ουσιαστική, όμως, διαφορά φαίνεται να έγκειται στο ότι το Ε.Δ.Δ.Α. απαιτεί οι δύο ποινικές διαδικασίες να συνδέονται στενά από άποψη χρόνου και ουσίας, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, κι ως εκ τούτου, μία κατ’ ουσίαν διαδικασία που δεν πλήττει την αρχή ne bis in idem. Επιπλέον, θα πρέπει η δεύτερη αρχή που επιλαμβάνεται να συνυπολογίζει και να συνεκτιμά την κύρωση που επιβλήθηκε από την πρώτη αρχή, έτσι ώστε η επιβαλλόμενη συνολικώς στο πρόσωπο κύρωση να μην επάγεται για τον δράστη υπερβολικό βάρος, κατά κανόνα μέσω μίας προβλεπόμενης διαδικασίας αντισταθμίσεως. Δηλαδή, το Ε.Δ.Δ.Α. φαίνεται να υποστηρίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας τηρείται, όταν τόσο τα όργανα της διοικητικής διαδικασία όσο, επομένως, και τα δικαστήρια έχουν εξουσία επιμετρήσεως και μειώσεως της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη την ποινή που επιβλήθηκε από το πρώτο δικαστήριο. Αντίθετα το Δ.Ε.Ε. φαίνεται να αρκείται στον συντονισμό μεταξύ των δύο διαδικασιών, ώστε να περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, η επιπρόσθετη βλάβη του διοικουμένου από τη διπλή διαδικασία και κύρωση84. Το Δ.Ε.Ε. αν και έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας διασφαλίζεται αρκούντως, όταν το επιλαμβανόμενο στη συνέχεια δικαστήριο εξετάζει, συνεκτικά και συσταθμίζει την ποινή που επιβλήθηκε από το πρώτο, ακολούθως, έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας τηρείται εάν η βαρύτητα του συνόλου των επιβαλλόμενων ποινών αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παράβασης85.
Το ζήτημα είναι, αν τελικά υφίσταται απόκλιση μεταξύ της νομολογίας του Δ.Ε.Ε. και του Ε.Δ.Δ.Α., τι οφείλει το εθνικό δικαστήριο να πράξει στην περίπτωση αυτή. Αν απαντήσουμε καταφατικά στο πρώτο ερώτημα, τότε, σύμφωνα με την εισήγηση της Γενικής Εισαγγελέως στην απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Peter Pušká- παρότι το δικαστήριο δεν έλαβε θέση επί αντίστοιχου προδικαστικού ερωτήματος του δικαστηρίου της Σλοβακίας- το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόζει τη νομολογία του υπερεθνικού δικαστηρίου που προσφέρει την αποτελεσματικότερη προστασία στα δικαιώματα του διοικουμένου86.
Στην απόφαση 1887/2018 του ΣτΕ το δικαστήριο φαίνεται να απομακρύνθηκε από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και να υιοθέτησε τη νομολογία του Δ.Ε.Ε.
Το δικαστήριο στη μείζονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού ανέφερε τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου και παρέθεσε τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. για τα κριτήρια εφαρμογής της. Ακολούθως, ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 50 και 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., τα κριτήρια που ακολουθούνται από τη νομολογία του δικαστηρίου της Ένωσης για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας ποινικής φύσεως είναι όμοια με αυτά της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., επιπλέον, δε, ότι η διάταξη του άρθρου 50 του Χάρτη έχει όμοιο κανονιστικό περιεχόμενο με τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α.
Εφαρμόζοντας την ανωτέρω παρατιθέμενη νομολογία του Δ.Ε.Ε. και του Ε.Δ.Δ.Α., το ΣτΕ τόνισε ότι ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος της πρόληψης και καταστολής των φορολογικών παραβάσεων (ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών) συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της κανονιστικής εμβέλειας της απαγόρευσης ne bis in idem, τόσο κατά την Ε.Σ.Δ.Α. όσο και κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει ερμηνευθεί από τη μείζονα σύνθεση του Δ.Ε.Ε.
Το δικαστήριο τόνισε ότι η αρχή της διάκρισης των δικαιοδοσιών και η αρμοδιότητα που έχει απονεμηθεί από το Σύνταγμα στον διοικητικό δικαστή να κρίνει τη νομιμότητα των διοικητικών κυρώσεων, δεν απαγορεύουν στον νομοθέτη να θεσπίσει ρυθμίσεις με τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη, οι εν λόγω, όμως, ρυθμίσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Κατόπιν τούτων, το δικαστήριο έκρινε, εφαρμόζοντας τη νομολογία του Δ.Ε.Ε. ότι ναι, μεν, η αμετάκλητη έκδοση απόφασης από το ποινικό δικαστήριο οδηγεί στην ακύρωση της διοικητικής κύρωσης για την ίδια πράξη, αλλά, υπό την προϋπόθεση ότι η αμετακλήτως επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση, αυτοτελώς ορώμενη, είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και ανάλογη της σοβαρότητας της παράβασης. Ως εκ τούτων, το διοικητικό δικαστήριο, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση για την ίδια πράξη, δεν ακυρώνει άνευ ετέρου τη διοικητική κύρωση, αλλά εξετάζει εάν η επιβληθείσα από το ποινικό δικαστήριο ποινή μπορεί να εξυπηρετήσει τον ανωτέρω σκοπό.
Τα κριτήρια του διοικητικού δικαστή, προκειμένου να ελέγξει αν η κύρωση που επιβλήθηκε από το ποινικό δικαστήριο είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και αναλογική της παράβασης είναι, ενδεικτικά, μεταξύ άλλων: α. εάν η επιβληθείσα ποινή κινείται στα κατώτατα όρια της προβλεπόμενης στον νόμο, παρά τη σοβαρότητα της καταλογισθείσας παράβασης (από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών διάπραξής της), β. εάν επιβλήθηκε με αναστολή, καθώς και εάν είναι πολύ ελαφρύτερη της μεταγενεστέρως ορισθείσας στο νόμο ελάχιστης ποινής για παραβάσεις φοροδιαφυγής/ λαθρεμπορίας ανάλογης σοβαρότητας, γ. εάν ο νομοθέτης μετέβαλε επί το αυστηρότερο την ποινή,
συνεκτιμώντας την ως προσφορότερη και αναγκαία για την αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των σχετικών παραβάσεων. Ως εκ τούτου, εάν το διοικητικό δικαστήριο θεωρήσει ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση είναι εμφανώς υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την αποδοθείσα παράβαση, ώστε να μην πληρούται η προαναφερόμενη προϋπόθεση, τότε δεν δεσμεύεται από την αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση και, συνεπώς, δεν τερματίζει την ενώπιόν του διαδικασία, ακυρώνοντας τη διοικητική πράξη περί επιβολής πολλαπλών τελών, αλλά, εκφέρει ίδια και αυτοτελή κρίση επί της υπόθεσης, χωρίς να δεσμεύεται από τις οικείες αμετάκλητες (νομικές και ουσιαστικές) εκτιμήσεις του ποινικού δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να επιμετρηθεί/μεταρρυθμιστεί από το διοικητικό δικαστήριο η επιβληθείσα διοικητική κύρωση, εντός των ορίων που διαγράφει η οικεία νομοθεσία.

Ι. Αρχή ne bis in idem και δεδικασμένο:
Η αρχή ne bis in idem συνδέεται με την αρχή του ποινικού δεδικασμένου. Ειδικότερα, η αρχή αυτή αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του ουσιαστικού δεδικασμένου, με την έννοια της απαγορεύσεως νέας διώξεως, νέας διεξαγωγής δίκης και νέας τιμωρίας κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη (: ne bis in idem). Αντίθετα, θετική συνέπεια του ουσιαστικού δεδικασμένου είναι η δέσμευση ή ο επηρεασμός κάθε επόμενου δικαστηρίου από την προηγούμενη κρίση, όταν αυτό πρόκειται να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία βασίστηκε η πρώτη απόφαση87.
Μ’ αυτή την έννοια, το ποινικό δεδικασμένο, καταρχήν, δεν αναπτύσσει θετική λειτουργία· και τούτο διότι το δεδικασμένο αυτό εμποδίζει την εκ νέου άσκηση ποινικής διώξεως για την ίδια πράξη κατά του ίδιου προσώπου, χωρίς να αναπτύσσει θετική λειτουργία, χωρίς, δηλαδή, να παράγει αμάχητο τεκμήριο ορθότητας της κρίσεως του πρώτου δικαστηρίου.
Εξάλλου, η αρχή ne bis in idem βαίνει πέραν της έννοιας του δεδικασμένου. Και τούτο, διότι αν η ποινική αμετάκλητη απόφαση εκδόθηκε πριν από τη λήξη της διοικητικής διαδικασίας, η δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου δεν αποτελεί δέσμευση από το δεδικασμένο, αλλά δέσμευση από την αρχή του μη διώκειν για δεύτερη φορά το ίδιο πρόσωπο για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Εξάλλου, το δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.4 του Κ.Δ.Δ., λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, ενώ αντίθετα ο διάδικος πρέπει να επικαλεστεί την παραβίαση της αρχής του ne bis in idem.

IV. Το τεκμήριο αθωότητας
Α. Οι εγγυήσεις της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας είναι διακριτές μεταξύ τους; Διαφορές μεταξύ αρχής ne bis in idem και τεκμηρίου αθωότητας
(Ι) Η αρχή ne bis in idem, ως διαδικαστική εγγύηση υπέρ του προσώπου ή και δικαίωμά του88, κατά του οποίου στρέφονται δύο ποινικές διαδικασίες, ενεργοποιείται, ανεξάρτητα εάν αθωώθηκε ή καταδικάστηκε αμετάκλητα με την πρώτη αμετάκλητη απόφαση. Αντίθετα, το τεκμήριο αθωότητας εφαρμόζεται, μόνον εάν αθωώθηκε ο κατηγορούμενος. Και τούτο, λόγω της, καταρχήν, διαδικαστικής φύσης της πρώτης αρχής89 και της ουσιαστικής φύσης της δεύτερης, κατά τον σκοπό της, αφού πηγάζουσα από τις αρχές της δίκαιης δίκης επιτάσσει τον σεβασμό από τις εθνικές αρχές της προηγούμενης αθώωσης του ενδιαφερομένου, στο μέτρο που αυτή αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του.
(ΙΙ) Περαιτέρω, κατά μία άποψη που διατυπώθηκε, το ne bis in idem απαιτεί να υπάρχει προηγούμενη αμετάκλητη απόφαση, ενώ, αντίθετα, το τεκμήριο αθωότητας δεν απαιτεί η ποινική αθωωτική απόφαση να έχει καταστεί αμετάκλητη90. Πάντως, τούτο δεν γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΣτΕ, η οποία απαιτεί για την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας προηγούμενη αθωωτική απόφαση που έχει καταστεί αμετάκλητη91.

(ΙΙΙ) Για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem απαιτείται και οι δύο διαδικασίες που στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου να έχουν ποινικό χαρακτήρα. Αντίθετα, για τη δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από το τεκμήριο αθωότητας δεν απαιτείται η υποκείμενη δίκη να αφορά σε ποινή υπό την έννοια της Σύμβασης, αλλά αρκεί να συνδέεται επαρκώς με προηγηθείσα συναφή ποινική δίκη92. Έτσι, η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Αρκεί επομένως η σύνδεση με την ποινική απόφαση93. (IV) Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι η σύνδεση μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής δίκης στο τεκμήριο αθωότητας είναι χαλαρότερη, αφού δεν απαιτείται και στις δύο δίκες οι επίμαχες παραβάσεις να αφορούν στα ίδια ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά, αλλά αρκεί να συσχετίζονται τα πραγματικά περιστατικά των δύο διαδικασιών. Ωστόσο, το Ε.Δ.Δ.Α., σε υποθέσεις που αφορούν στο τεκμήριο αθωότητας έχει κρίνει ότι η σύνδεση αυτή μεταξύ των δύο διαδικασιών υπάρχει, όταν και οι δύο αφορούν στα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια συμπεριφορά94.
(V) Επιπλέον, η αρχή ne bis in idem λειτουργεί αμφίδρομα, ενώ το τεκμήριο αθωότητας μονόδρομα, ήτοι η πρώτη αρχή και από την ποινική προς τη διοικητική διαδικασία και δίκη και το αντίστροφο, ενώ η δεύτερη, καταρχήν, μόνον από την ποινική δίκη προς τη διοικητική.
(Vi) Επί της εφαρμογής της αρχήςne bis in idem το δικαστήριο δεν έχει δυνατότητα εκφοράς κρίσης, καταρχήν. Αν έχει λήξει η πρώτη διαδικασία με αμετάκλητη απόφαση οφείλει να ακυρώσει τη διοικητική πράξη, με την οποία επιβλήθηκε η «ποινή». Αντίθετα, κατά την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, το δικαστήριο πρέπει απλώς να συνεκτιμήσει την αθωωτική απόφαση, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην θέτει εν αμφιβόλω τη σχετική κρίση του ποινικού δικαστή. Οι δύο αρχές, πάντως, είναι διακριτές. Ως εκ τούτου, παρά το ότι διατυπώθηκε η αντίθετη άποψη στη νομολογία, ήτοι ότι ο επάλληλος ισχυρισμός της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας που προβάλλεται με αυτόν της παραβίασης της αρχής ne bis in idem, απορροφάται από τον δεύτερο ισχυρισμό, που, καταρχήν, προτάσσεται95, γιατί η παραβίαση της αρχής ne bis in idem οδηγεί σε τερματισμό της δεύτερης δίκης96, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει διακριτά τους εν λόγω ισχυρισμούς και να ελέγξει αυτοτελώς τη βασιμότητά τους εν προκειμένω. Το Ε.Δ.Δ.Α. στην απόφαση Καπετάνιος κατά Ελλάδας ήλεγξε τόσο την παραβίαση της αρχής ne bis in idem όσο και την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, καταλήγοντας ότι το ελληνικό εθνικό δικαστήριο παραβίασε και τις δύο διατάξεις.


V. Η παραδεκτή επίκληση του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής ne bis in idem στη διοικητική δίκη
Καταρχήν, σύμφωνα με μία άποψη, ο διάδικος πρέπει να επικαλείται την αρχή του ne bis in idem και, μάλιστα, παραδεκτώς, προκειμένου να εξεταστεί από το δικαστήριο97.
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του διαδίκου περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας δεν συμπεριλαμβάνει άνευ ετέρου και τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem98. Ως εκ τούτων, εάν ο διάδικος δεν προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ των υστέρων παραβίαση της Σύμβασης, αφού, ενόψει της μη προβολής του εν λόγω ισχυρισμού, δεν θα στοιχειοθετηθεί η εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων πριν από την άσκηση της ευρωπαϊκής προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1 και 4 της Σύμβασης99.
Στο πλαίσιο, επίσης, του τεκμηρίου αθωότητας θα πρέπει ο διάδικος με το δικόγραφο του να (από)δείξει τη σύνδεση του τεκμηρίου αθωότητας με την προκείμενη διαφορά, ήτοι ότι η ποινική αθωωτική απόφαση συνδέεται κατ’ ουσίαν με τη διοικητική δίκη.
Σύμφωνα με την ΣτΕ 175/2018, που πάντως εκδόθηκε υπό την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. πριν από την τροποποίησή της, θα πρέπει ο διάδικος να αποδείξει την κατ’ ουσία σύνδεση της ποινικής απόφασης με τη διοικητική δίκη. Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δείξει ότι η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς τη διοικητική διαδικασία και αντίστοιχη διοικητική δίκη. Επομένως, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., από την ανωτέρω άποψη, σε περίπτωση στην οποία το διοικητικό δικαστήριο αποφαίνεται επί υπόθεσης, η οποία δεν (προκύπτει ότι) είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη ή, έστω, συναφής με εκείνη στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται ο προσφεύγων ως σχετική. Η κρίση αυτή επαναλήφθηκε και στη ΣτΕ 951/2018.
Εξάλλου, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣτΕ, ο διάδικος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει καταστεί αμετάκλητη, ενώ αν προσκομίζει την αθωωτική απόφαση, χωρίς να επικαλείται ούτε να αποδεικνύει ότι αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εκδώσει προδικαστική απόφαση, προκειμένου να διαπιστώσει, αν αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη.
Το Ε.Δ.Δ.Α. στην απόφαση Καπετάνιος, αντίθετα, δέχθηκε ότι αν ο διάδικος επικαλεστεί ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ότι υπάρχει αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, οφείλει το διοικητικό δικαστήριο να εξετάσει με δική του πρωτοβουλία τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να επιφέρει στο πλαίσιο της εκκρεμούς διοικητικής διαδικασίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η μη συνεκτίμηση του στοιχείου της πρώτης «ποινικής διαδικασίας» θα ισοδυναμούσε με την εκούσια ανοχή μίας κατάστασης στην εσωτερική έννομη τάξη που ενδεχομένως να παραγνωρίζει την αρχή ne bis in idem100.
Πάντως, το ΣτΕ με την 2403/2015 απόφασή του, που δημοσιεύθηκε μετά την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. «Καπετάνιος κ.λπ. κατά Ελλάδας», έκρινε, όπως κρίνει παγίως μέχρι και σήμερα, ότι, όταν μεταξύ των στοιχείων του φακέλου περιλαμβάνεται απόφαση ποινικού δικαστηρίου και δεν προβάλλεται από τον διάδικο ούτε προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι αυτή κατέστη αμετάκλητη, το διοικητικό δικαστήριο καμία υποχρέωση δεν έχει να εκδώσει προδικαστική απόφαση, προκειμένου να διαπιστώσει αν κατέστη αμετάκλητη. Τονίζει δε ότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από την Ε.Σ.Δ.Α. και το ενωσιακό δίκαιο, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, σύμφωνα με την οποία απόκειται καταρχήν σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες κατ’ εφαρμογή των οποίων παρέχεται έννομη προστασία των προβλεπόμενων από το ευρωπαϊκό δίκαιο ουσιαστικών δικαιωμάτων των ιδιωτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί, αφενός, δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες ένδικες προσφυγές βάσει του εσωτερικού δικαίου και, αφετέρου, δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί το ευρωπαϊκό δίκαιο. Τόνισε δε το δικαστήριο ότι τούτο ισχύει, ιδίως, στο πεδίο των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, όπου η κατά το δυνατόν ταχεία επίλυσή τους από το δικαστή απαιτεί από τα κράτη μέλη τη θέσπιση δικονομικών ρυθμίσεων που να εξυπηρετούν την ανάγκη ταχείας και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και να προάγουν τη δημοσιονομική διαχείριση και την εν γένει οικονομική ζωή της χώρας101. Στη ΣτΕ 1993/2016, ομοίως, το δικαστήριο ενέμεινε ότι ο διάδικος φέρει το δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης της αμετακλήτου ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως.
To ΣτΕ έχει προβεί σε μία άρρητη διάκριση μεταξύ της υποχρέωσης του διοικητικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο, κατά την παρ.4 του άρθρου 5, και της δέσμευσης του από το περιεχόμενο αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως και ήδη και αθωωτικής, κατ’ άρθρον 5 παρ.2. Έτσι, δέχθηκε ότι το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο της αποφάσεως, αν τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Και τούτο, για να έχει καταστεί η απόφαση στοιχείο του φακέλου της δικογραφίας και να έχει λάβει γνώση της το αντίδικο μέρος, προκειμένου να αντιλέξει. Ωστόσο, αν δεν αποδεικνύεται ότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει καταστεί αμετάκλητη, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να το ερευνήσει, εκδίδοντας προδικαστική απόφαση, προκειμένου να ελεγχθεί, αν η πρωτόδικη απόφαση που προσκομίζεται έχει ήδη καταστεί και αμετάκλητη102. Τούτο δεν φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την Ε.Σ.Δ.Α., αφού το δικαστήριο έχει κρίνει στην υπόθεση Zigarella κατά Ιταλίας, ότι η αρχή ne bis in idem παραβιάζεται μόνο στην περίπτωση των διώξεων που διατάσσονται, ενώ οι αρχές γνωρίζουν την προηγούμενη άσκηση άλλων διώξεων ή την προηγούμενη καταδίκη, εκτός εάν ο προσφεύγων αποδείξει ότι υπέστη ζημία103.
Επιπλέον, το δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να προσκομίζεται προαποδεικτικώς, έως την προτεραία της συζητήσεως της υποθέσεως, άλλως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο104. Μόνο στην περίπτωση όπου η έγκαιρη προσκόμιση ήταν αδύνατη, το δικαστήριο δικαιούται να λάβει τη σχετική απόφαση αυτεπαγγέλτως υπόψη.
Τέλος, όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση που η αθωωτική ποινική απόφαση δεν είναι ή δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την ποινική απόφαση, αλλά απλώς οφείλει να τη συνεκτιμήσει, ακόμα και κατά τρόπο γενικό και δίχως πανηγυρική εξαγγελία περί τούτου, έχοντας σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να αποστεί από τις σχετικές ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, δοθέντος, μάλιστα, ότι τέτοια ποινική απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 57, παρ. 1 και 3, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας105.

Vi. Τεκμήριο αθωότητας και δέσμευση: το παράδειγμα της αγωγής αποζημιώσεως
Μετά την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., τίθεται το ζήτημα τι δικαιούται ή υποχρεούται να πράξει το διοικητικό δικαστήριο στις περιπτώσεις της αστικής ευθύνης, όπου η έννοια και θεμελίωση του παρανόμου, για την κατάφαση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, συνδέεται πολλές φορές, ειδικά στην περίπτωση των ιατρικών σφαλμάτων, με προβλεπόμενα ποινικά αδικήματα. Μπορεί να τεθεί στην περίπτωση αυτή ζήτημα δέσμευσης του διοικητικού δικαστηρίου από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου;
Υπό το προϊσχύον καθεστώς του άρθρου 120 παρ. 3 Κ.Φ.Δ. και του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., κατά τη νομολογία που είχε διαμορφωθεί, σε περίπτωση που προηγήθηκε ποινική καταδικαστική απόφαση για το όργανο του Δημοσίου που φέρεται να τέλεσε τη ζημιογόνο ενέργεια, αυτή δέσμευε τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ως προς την ενοχή του οργάνου αλλά και ως προς τα κριθέντα πραγματικά περιστατικά τέλεσης της παράβασης106. Η κρίση, πάντως, του ποινικού δικαστηρίου δεν αποτελούσε δεδικασμένο στη διοικητική διαφορά, καθώς δεν αφορά στα ίδια πρόσωπα, αφού η ποινική απόφαση αφορά φυσικά πρόσωπα, η δε αγωγή αποζημιώσεως στρέφεται κατά του κράτους ή άλλου ν.π.δ.δ.107. Εξάλλου, σε σχετικώς προταθέντα ισχυρισμό, ότι το δεδικασμένο καταδικαστικής για τον ιατρό ποινικής απόφασης δεν μπορεί να καταλαμβάνει το νοσηλευτικό ίδρυμα που δεν ήταν διάδικος στην ποινική δίκη, άλλως υφίσταται παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α., το δικαστήριο απάντησε ότι δεν πρόκειται για δεδικασμένο αλλά για δέσμευση από την κρίση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την τέλεση της παράβασης108.
Όσον αφορά στις αθωωτικές αποφάσεις, είχε κριθεί ότι η αθωωτική απόφαση δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αστικής ευθύνης, πλην, όμως, υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει προς μόρφωση της κρίσης του, η συνεκτίμηση δε αυτή αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου109. Έτσι, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την ενέργεια του οργάνου του Δημοσίου παράνομη, παρά την προηγηθείσα αθώωση του φυσικού προσώπου από το ποινικό δικαστήριο, εφόσον, όμως, αιτιολογήσει την κρίση του, και, ειδικώς, την απόκλισή του από τα κριθέντα με την ποινική απόφαση110.
Μετά την έναρξη ισχύος της νέας διατάξεως του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. και τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων και από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, έχει αλλάξει κάτι στη νομολογία;
Παράδειγμα εργασίας μας θα αποτελέσει η 112/2018 απόφαση του ΔΕφ Ιωαννίνων111. Στην απόφαση αυτή διατυπώθηκαν δύο γνώμες. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. «συμπορεύεται με την ερμηνεία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), της διάταξης του άρθρου 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας». Το δικαστήριο, δηλαδή, αν και δε το λέει ρητώς, έκρινε ότι το νέο άρθρο τέθηκε, προκειμένου να διασφαλίσει το τεκμήριο αθωότητας. Ενόψει τούτου, το δικαστήριο κατέληξε ότι εφόσον έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αθωωτική, λόγω μη τελέσεως συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, έπεται ότι η διαπιστωθείσα με αυτήν ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης περιλαμβάνεται στην έννοια της δεσμεύσεως κατά τη συναγωγή δικαστικής κρίσης ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, εφόσον πρόκειται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά στα οποία ερείδεται η αποδιδόμενη παρανομία και η αιτούμενη κατά τα άρθρα αυτά αξίωση προς αποζημίωση.
Το δικαστήριο, έτσι κρίνοντας, κατέληξε ότι εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, η ευθύνη του νοσοκομείου ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση στοιχειοθετείται κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ όταν όργανο αυτού, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του, ήτοι προαπαιτείται η διαπίστωση της επικαλούμενης παρανομίας των ιατρών χειρουργών, ενώ με την αθωωτική απόφαση που προσκομίσθηκε από τους διαδίκους τα όργανα αυτά αθωώθηκαν για τις επικαλούμενες ως παράνομες πράξεις, η απόφαση αυτή δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να κρίνει διαφορετικά.
Στην απόφαση αυτή διατυπώθηκε και μειοψηφία της Προέδρου. Σύμφωνα με τη μειοψηφία, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 εδ.β ́ του Κ.Δ.Δ., όπως προκύπτει από την έννοιά της και των όσων αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, επιδιώχθηκε η εναρμόνιση με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, όταν τίθεται ζήτημα παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων του αυτού προσώπου για την ίδια πράξη. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου ή νπδδ, κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, λόγω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο διοικητικός δικαστής δεν δεσμεύεται από προηγηθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου που αφορά το όργανο του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, αιτιολογώντας κατά τρόπο ειδικό την τυχόν διαφορετική του κρίση.
Η άποψη της πλειοψηφίας τείνει να καταστεί κρατούσα στη διαμορφωθείσα νομολογία των Τ.Δ.Δ. Με την ίδια έννοια, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, σε διαφορές αστικής ευθύνης για ιατρικό σφάλμα, εφαρμόζοντας τη νέα διάταξη περί δέσμευσης από την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, έκριναν ότι δεσμεύονται από αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, εφόσον με αυτές κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για τον ιατρό του εναγόμενου νοσοκομείου ή τον απάλλαξαν από τις σχετικές κατηγορίες112. Επίσης, σε άλλη απόφαση, το δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως ως βάση της απόφασης του το αμετάκλητο της σχετικής καταδικαστικής αποφάσεως, αφού το δεδικασμένο αυτό προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από την ίδια την απόφαση, κατέληξε δε ότι δεσμεύεται από αυτή και απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη113.
Καταρχάς, η αστική ευθύνη σημαίνει και συνεπάγεται την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη ένα πρόσωπο από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνου του Δημοσίου ή άλλου ν.π.δ.δ. Ως εκ τούτου, καταρχήν, το αντικείμενο της δίκης δεν έχει ποινικό χαρακτήρα ούτε ο αστικώς υπεύθυνος (ή το όργανο που τέλεσε την παράνομη πράξη) είναι κατηγορούμενος υπό την έννοια του άρθρου 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως κρίθηκε, κατ’ αναλογία από το Ε.Δ.Δ.Α. σε υποθέσεις αστικής ευθύνης φυσικών προσώπων. Τούτο, επιπροσθέτως, διότι η θεμελίωση της αστικής ευθύνης δεν προϋποθέτει την προηγούμενη ποινική καταδίκη του αδικοπραγήσαντος114. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά το Ε.Δ.Δ.Α., θα είχε ως συνέπεια το πρόσωπο που έχει υποστεί τη ζημία να μην μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του, αν έχει εκδοθεί προηγουμένως αθωωτική ποινική απόφαση, κάτι που θα συνιστούσε αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός προσφυγής του σε δικαστήριο κατά το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., αντιστοίχως, δε, θα απέδιδε στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του. Το δικαστήριο κατέληξε ότι, ναι, μεν, η αθωωτική ποινική απόφαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της εκδίκασης μίας υπόθεσης αστικής ευθύνης, τούτο, όμως, δεν αναιρεί τη δυνατότητα να θεμελιωθεί αστική ευθύνη, εφόσον το αρμόδιο δικαστήριο θεμελιώσει την κρίση του, με βάση τον δικό του βαθμό απόδειξης στη σχετική διαδικασία115.
Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για δέσμευση από το περιεχόμενο της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., αλλά για υποχρέωση συνεκτιμήσεως του περιεχόμενου της κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η κρίση του διοικητικού δικαστηρίου να μην θέτει σε αμφισβήτηση την απαλλακτική κρίση του ποινικού δικαστή116.
Ειδικότερα, το Ε.Δ.Δ.Α. με την απόφαση Ringvold κατά Νορβηγίας, έκρινε ότι «το ζήτημα της αποζημίωσης έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο διακριτής νομικής αξιολογήσεως (σε σχέση με την ποινική απόφαση), και να θεμελιωθεί σε κριτήρια και αποδεικτικά στοιχεία, που διαφέρουν σε πολλά και κύρια σημεία, σε σχέση με αυτά που ισχύουν στο πεδίο της ποινικής ευθύνης»117.
Μ’ αυτή την έννοια, και αξιοποιώντας κατ’ αναλογία τις ως άνω νομολογιακές παραδοχές του Ε.Δ.Δ.Α., κατά την ερμηνεία του άρθρου 5 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., θα καταλήξουμε ότι, ίσως, και στην περίπτωση των διαφορών του άρθρου 105 και 106 ΕισΝΑΚ, δεν αρμόζει μόνον η γραμματική ερμηνεία της ως άνω διατάξεως, σύμφωνα με την οποία, ο διοικητικός δικαστής δεσμεύεται απόλυτα από το περιεχόμενο της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως στην περίπτωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, αλλά η τελολογική της ερμηνεία, ήτοι κατά τελολογική της συστολή, που επιβάλλεται και από το Σύνταγμα, να έχει την έννοια ότι κάθε προηγούμενη αθωωτική απόφαση δεν δεσμεύει τον διοικητικό δικαστή, ο οποίος μπορεί να αποφασίσει και διαφορετικά από το ποινικό δικαστήριο, υπό τον όρο σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας και της επαρκούς αιτιολόγησης και θεμελίωσης της περί του αντιθέτου κρίσεώς του118.

------------------------------------------------------------------------------------

1 Η μελέτη αυτή αποτελεί αναθεωρημένη και επικαιροποιημένη γραπτή αποτύπωση της προφορικής εισηγήσεώς μου στο επιμορφωτικό σεμινάριο που διοργάνωσε η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών στη Θεσσαλονίκη στις 14 και 15 Ιουνίου 2018 με θέμα «ΣΧΕΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ & ΔΙΚΗ».
2 Ο Κ.Φ.Δ. κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.4125/1960 και μεταφέρθηκε στη δημοτική με το άρθρο μόνο του π.δ/ος 331/1985.
3ΣτΕ 4505/1988, 2950/1990, 2178/1992.
4ΣτΕ 1378/2006, 3900/1999.
5Πρβλ. ΣτΕ 3552/1998, 2905/1997, βλ. 4549/1997.
6ΣτΕ 5569/1996, παραπεμπτική στην επταμελή, η οποία, όμως, με την ΣτΕ 753/1997 επταμελούς συνθέσεως δεν επικράτησε.
7ΣτΕ 459/1999 (σκ.2, 4), 753/1997, 2034/1996, 3915/1995, 2563/1994.
8ΣτΕ 4091/1996.
9Ε.ΠΑΥΛΙΔΟΥ, Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2013, σ.59.
10ΣτΕ 2168/2003 (σκ.3), 1797/2006 (σκ.6), 2845/2007 (σκ.4), 3925/2012 (σκ.5).
11ΣτΕ 3606/2004 (σκ.4).
12ΣτΕ 2403/2015, 1067, 2951/2013, 1522/2010 7μ.
13ΣτΕ 1659/2004 (σκ.5), όπου κρίθηκε ότι δεν καθίσταται αναιρετέα απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι εφόσον προσκομίσθηκε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αυτό στερείτο της εξουσίας να εξετάσει εκ νέου την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της διοικητικής παράβασης, με την αιτιολογία ότι η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δέσμευε εν προκειμένω την κρίση του διοικητικού δικαστηρίου ως προς την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της αποδοθείσας στον αναιρεσείοντα λαθρεμπορίας.
14ΣτΕ 1004/1965, 1841/1991, 2487/2001.
15Ε.ΠΑΥΛΙΔΟΥ, Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας, ό.π., σ.59.
16ΣτΕ 1992/2016, 434/2017, καθώς και Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας στις υποθέσεις φορολογικών ή τελωνειακών παραβάσεων, κατόπιν των αποφάσεων ΣτΕ Β ́ Τμ. 1992/2016, 1993/2016, 434/2017, 680/2017», σ.1-23(5) σε http://www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/ne_bis_in_idem_%CF%84%CE%B5%CE %BA%CE%BC_%CE%B1%CE%B8%CF%89%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82_- _esdi_-_march_2017.pdf
17ΣτΕ 2503/2016.
18Πρβλ., ΣτΕ 2067/2011 επταμ., 1713/2014 (σκ.5), 2069/2014, 3968/2014, 6/2015, 1184/2015, 2403/2015, 434/2017 επταμ.
19 Με τελευταίες αποφάσεις του ΣτΕ κρίθηκε ότι ναι, μεν, η φορολογική διοίκηση φέρει το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την τέλεση της παράβασης, ενόψει, όμως, της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι «την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας και του τεκμηρίου αθωότητας και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της οποίας επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και το βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση», δεν υποχρεούται να αποδείξει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της, αλλά αρκεί (η τέλεση της παράβασης) να προκύπτει και «από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης». Βλ. ΣτΕ 884/2016, 1897/2016, 1992/2016, 1897/2018.
20ΣτΕ 951/2018, πρβλ. ΣτΕ 514/2017, 167-169/2017, 2467/2001, 3953/2007. 21Ι. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β ́του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)», σ.1-8(2) σε http://www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/%CE%B1%CF%81_5_%CE%9A%CE%9 4%CE%94_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%9D_4446-2016.pdf.
22 Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας στις υποθέσεις φορολογικών ή τελωνειακών παραβάσεων, ό.π., σ.97.
23Ν.ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Συνοπτικές παρατηρήσεις επί των πρόσφατων τροποποιήσεων του ΚΔΔ με τον ν. 4446/2016 - Α 240 (αφορά αποκλειστικώς στις διοικητικές διαφορές ουσίας)», ΔιΔικ, 1/2017, σ.33-37(33).
24Βλ. ΣτΕ 628/2017, σκ.5, 1438/2018, σκ.4, 2221/2018, σκ.4.
25Στην ελληνική έννομη τάξη δεν κατοχυρώνεται ρητώς η αρχή αυτή, παρά μόνον, καταρχήν, στο άρθρο 57 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.), στο οποίο ορίζεται ότι: «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στις ποινικές εν στενή εννοία διαδικασίες. Πάντως, υποστηρίχθηκε ότι η εν λόγω αρχή συνάγεται ερμηνευτικά από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και του κράτους δικαίου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. γ’ του Συντάγματος, Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Διοικητικές Κυρώσεις και Θεμελιώδη Δικαιώματα: Σύνταγμα – ΕΣΔΑ - Δίκαιο ΕΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σ.169
26Ε.Δ.Δ.Α., HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, 20.5.2014, (758/11), σκ.46.
27βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ., 1102-4/2018 επταμ., Δ.Ε.Ε. μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 60-62
28 HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, σκ.48.
29Για την έννοια και τη λειτουργία των αυτόνομων εννοιών, βλ. Λ.-Α. ΣΙΣΙΛΙΑΝΟ, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σ.5. 30Ε.Δ.Δ.Α., Engel κ.λπ κατά Κάτω Χωρών, 08.06.1976, (5100/71, 5101/71, 5102/71, 5354/72, 5370/72), σκ.82.
31Ε.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η αρχή ne bis in idem και οι αποκλίσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ και του Συμβουλίου Επικρατείας», ΔτΑ, 68/2016, σ.427-434(428).
32Ε.Δ.Δ.Α., Zolotukhin κατά Ρωσίας, 10.02.2009, (14939/03), σκ. 54-55.
33Ε.Δ.Δ.Α., Lauko κατά Σλοβακίας, 02.09.1998, (4/1998/907/1119), σκ. 58.
34Ε.Δ.Δ.Α., Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, 30.04.2015, (3453/12, 42941/12, 9028/13), σκ.55, Ε.Δ.Δ.Α., Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας, 09.06.2016, (66602/09 και 71879/12), σκ. 34.
35Α.ΘΕΟΧΑΡΗ/Δ.ΜΠΟΥΛΤΑΔΑΚΗ, «Η αρχή ne bis in idem στο πεδίο των διοικητικών κυρώσεων», ΘΠΔΔ, 12/2016, σ.1135-1150(1136).
36Ε.Δ.Δ.Α., Zolotukhin κατά Ρωσίας, ό.π., σκ. 54.
37Ε.Δ.Δ.Α., Zolotukhin κατά Ρωσίας, ό.π., σκ. 52.
38Ε.Δ.Δ.Α., HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, ό.π., σκ.38.
39Ε.Δ.Δ.Α., HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, ό.π., σκ.4, Zolotukhin κατά Ρωσίας, ό.π., σκ.82, Καπετάνιος κατά Ελλάδας, σκ.62. Για το ζήτημα αυτό, βλ. H. MOCK, «Ne bis in idem : Strasbourg en faveur de l’identité des faits », R.T.D.H., 2009, σ. 865-881.
40 Ε.Δ.Δ.Α., Καπετάνιος κατά Ελλάδας, ό.π, σκ.63.
41 Ε.Δ.Δ.Α., HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, ό.π., σκ.43.
42 Ε.Δ.Δ.Α., Lucky Dev κατά Σουηδίας, 27.11.2014, (7356/10), σκ. 59.
43ΣτΕ 1102/2018, 167/2017, Πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Marugs κατά Κροατίας, 27.5.2014,( 4455/10), σκ. 120-121, Δ.Ε.Ε., 10.03.2005, C-469/03, Miraglia, σκ. 35, μειζ. συνθ. 29. 06.2016, C-486/14, Kossowski, σκ.52-54.
44ΣτΕ 2067/2011, σκ.10, 3338/2013, σκ.12, 1992/2016, σκ.10, 479/2017, σκ.7, 175/2018, Ε.Δ.Δ.Α., Γιαννετάκη Ε. & Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, 06.12.2007, (29829/2005), σκ.36, Ε.Δ.Δ.Α., Pirttimaki κατά Φινλανδίας, 20.05.2014, (35232/11), σκ.51, Ε.Δ.Δ.Α., Heinanen κατά Φινλανδίας, 06.1.2015, (947/13), σκ.37, Δ.Ε.Ε., C-217/15 και C-350/15, Massimo Orsi (C-217/15), Luciano Baldetti (C-350/15), 05.04.2017, σκ.22-23.
45 ΣτΕ 2067/2011, σκ. 10.
46Το 7ο πρωτόκολλο κυρώθηκε από σαράντα δύο κράτη μέλη έναντι των σαράντα επτά κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Πορτογαλία και Ιταλία διατύπωσαν επιφυλάξεις ή δηλώσεις στις οικείες κυρωτικές πράξεις, βλ. A.GARIN, «Non bis in idem et Convention européenne des droits de l’homme. Du nébuleux au clair-obscur: état des lieux d’un principe ambivalent», R.T.D.C, 2016, σ. 402-410. Το Ε.Δ.Δ.Α., πάντως, έκρινε ανίσχυρες τις επιφυλάξεις αυτές, βλ. Ε.Δ.Δ.Α., Gradinger κατά Αυστρίας, 23.10.1995, (15963/90).
47Απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας, 15.11.2016, (24130/11 και 29758/11), σκ.106, 117. 48Ε.Δ.Δ.Α., Nilsson κατά Σουηδίας, 13.12.2005, (73661/01), Boman κατά Φιλανδίας, 17.02.2015, (41604/11).
49Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.114.
50Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.120.
51Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.123.
52Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.107.
53 Ε.Δ.Δ.Α., HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, ό.π., σκ.49, Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.130.
54 Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.125, 134.
55 Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.134.
56Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.130.
57Ε.Δ.Δ.Α., Lucky Dev κατά Σουηδίας, Nykänen κατά Φιλανδίας, 20.05.2014, (11828/11), Glantz κατά Φιλανδίας, 20.05.2014, Rinas κατά Φιλανδίας, 27.01.2015.
58Ε.Δ.Δ.Α.,, Lucky Dev κατά Σουηδίας, ό.π., σκ.61-62.
59Ε.Δ.Δ.Α., HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, ό.π., σκ.50.
60Ε.Δ.Δ.Α., Α και Β κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ.130.
61Ε.Δ.Δ.Α., Nykänen κατά Φιλανδίας, ό.π., σκ. 51.
62Ε.Δ.Δ.Α., Boman κατά Φινλανδίας, ό.π., σκ.43, όπου κρίθηκε ότι εφόσον η νομιμότητα της διοικητικής κύρωσης εξαρτάτο από την προηγούμενη καταδίκη του δράστη, χωρίς να επανεκτιμάται ο νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος ή η συνδρομή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, στοιχειοθετείται ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών. 63Στο πλαίσιο αυτό το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας απεφάνθη ότι το άθροισμα των δύο ποινών δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που προβλέπεται για κάθε ένα από τα αδικήματα, βλ. τις αποφάσεις του Συνταγματικού Συμβουλίου της 28ης Ιουλίου 1989, 89-260 DC, Loi relative à la sécurité et à la transparence des marchés financiers, σκ. 22, της 30ης Δεκεμβρίου 1997, 97-395 DC, Loi des finances pour 1998, σκ. 41. Βλ., επί του θέματος αυτού, D.GUTMANN, «Sanctions fiscales et Constitution », Les Nouveaux Cahiers du Conseil constitutionnel, 2011/4 (N° 33), σ.41-53.
64Στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει το κριτήριο του bis, αφού δεν πρόκειται για δεύτερη κυρωτική διαδικασία, ανεξαρτήτως εάν με αυτή επιβάλλεται διοικητική κύρωση που έχει τον χαρακτήρα ποινής, βλ. Ι. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ, «Ne bis in idem και επιβολή δεύτερου διοικητικού προστίμου (Σχόλιο στις αποφάσεις ΣτΕ 108/2015 εν συμβ. και ΣτΕ 1091/2015)», σ.1-6(2) σε http://www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/%CE%A3%CF%84%CE%95_108- 2015_%CE%B5%CE%BD_%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_1091- 2015_comment.pdf
65Δ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του ΕΔΔΑ της 15.11.2016 στην υπόθεση Α και Β κατά Νορβηγίας - Απομάκρυνση του Δικαστηρίου από την πρόσφατη κρίση του επί της Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος;», ΘΠΔΔ, 7/2017, σ.640-643(643), Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β ́του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)», σ.1-8(4) σε http://www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/%CE%B1%CF%81_5_%CE%9A%CE%9 4%CE%94_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%9D_4446-2016.pdf
66Ε.Δ.Δ.Α., Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, ό.π., σκ. 71.
67Το ίδιο κριτήριο γίνεται δεκτό και από το Ε.Δ.Δ.Α. Βλ., μεταξύ άλλων, Nykänen κατά Φινλανδίας, 20.05.2014, (11828/11), σκ. 40, HÄKKÄ κατά Φινλανδίας, σκ., ό.π., σκ.38-39. Πρόκειται για τις λεγόμενες «punitive administrative sanctions», καθώς έχουν κυρωτικό σκοπό, όπως και οι ποινικές κυρώσεις.
68Βλ. Δ.Ε.Ε, 05.06.2012, C-489/10, Bonda, σκ.39.
69Δ.Ε.Ε., μειζ. συνθ. 20.03.2018, C-524/15, Menci, σκ.31.
70Πρβλ. ΟλΣτΕ 1741/2015.
71Σε περίπτωση που ο σκοπός της κύρωσης είναι η χρηματική αποζημίωση του κράτους, τότε η κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., βλ. Ε.Δ.Δ.Α, Jussila κατά Φινλανδίας, 23.11.2006, (73053/01), σκ.38. Επίσης, κρίθηκε ότι οι καταλογιστικές των φόρων πράξεις και όλα τα διοικητικά μέτρα που στοχούν στην ανάκτηση των μη καταβληθέντων φόρων και την είσπραξη των τόκων υπερημερίας δεν έχουν, ανεξαρτήτως ποσού, ποινικό χαρακτήρα, Ε.Δ.Δ.Α., Finkelberg κατά Λεττονίας, 18.10.2001.
72Ε.Δ.Δ.Α., Zolotukhin κατά Ρωσίας, 10.02.2009, (14939/03), σκ.55, Maresti κατά Κροατίας, 25.06.2009, (55759/07), σκ.59.
73Συνταγματικό Συμβούλιο, 2011-124 QPC, 29.04.2011.
74Δ.Ε.Ε., 20.03.2018, C-596/16 και C-597/16, Enzo Di Puma, σκ.43.
75Ibidem, σκ.40.
76Δ.Ε.Ε., 20.03.2018, C-524/15, Luca Menci, σκ.44.
77Ibidem, σκ.46.
78Ibidem, σκ.49.
79Ibidem, σκ.53, Δ.Ε.Ε., 20.03.2018, Garlsson Real Estate SA,σκ.55.
80Μensi, σκ.55, Garlsson Real Estate SA,σκ.56.
81 Garlsson Real Estate SA, σκ.59.
82 Δ.Ε.Ε., 20.03.2018, C-617/10, Akerberg Fransson, σκ.36.
83Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις για την εφαρμογή του ne bis in idem στο πεδίο των φορολογικών παραβάσεων», σ.1-17(6) σε http://www.esdi.gr/nex/images/stories/pdf/epimorfosi/2018/dimitrakopoulos.pdf.
84Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ibidem, σ.8.
85 Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 34/18 Λουξεμβούργο, 20 Μαρτίου 2018 σε https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2018-03/cp180034el.pdf
86Ε.ΠΡΒΕΔΟΥΡΟΥ, «Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων – μη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – αρχή της αναλογικότητας – διάλογος ΣτΕ-ΔΕΕ και ΕΔΔΑ: ΣτΕ 3473/2017» σε https://www.prevedourou.gr/σωρευτική-επιβολή-διοικητικών-κυρώσ/
87Λ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, «Η παραβίαση του δεδικασμένου ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως (: άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ ́ ΚΠΔ), Pro Justitia 2/2016, σ.173-215(177).
88Για τη διττή όψη της αρχής, βλ. Ε.ΝΙΚΑ, «Η αρχή ne bis in idem στην διοικητική δίκη», Pro Justitia 2/ 2016, σ.216-221(216) σε http://epublications.web.auth.gr/sites/default/files/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%B1_%CE%97%20 %CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AE%20ne%20bis%20in%20idem%20%CF%83%CF%84%CE%B7%CE %BD%20%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE% 20%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B7.pdf
89 Ότι πρόκειται για αρνητική εσωδικαστική λειτουργία του δεδικασμένου που κωλύει την έναρξη της δεύτερης διαδικασίας ή δίκης, λόγω της αμετάκλητης περάτωσης της πρώτης για την ίδια πράξη, βλ. Χ.ΤΣΙΛΙΩΤΗ, «Πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας – Κριτήρια Engel», ΘΠΔΔ 12/2012, σ. 1157 επ.
90Π.ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ, «Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του Συμβουλίου της Επικρατείας», ΘΠΔΔ, 6/2015, σ.533-548(54046). Ο συγγραφέας αντλεί επιχείρημα από την απόφαση Allen, §85, «όπου το ΕΔΔΑ δεν αναφέρεται σε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, η οποία θα πρέπει να γίνει σεβαστή σε παρεπόμενες δικαστικές διαδικασίες», αλλά και την απόφαση Σταυρόπουλος, «όπου γίνεται δεκτό γενικά ότι το διατακτικό μιας αθωωτικής απόφασης πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε αρχή η οποία αποφαίνεται άμεσα ή έμμεσα σχετικά με την ποινική ευθύνη του ενδιαφερομένου (§39)».
91 ΣτΕ 1918/2013, σκέψη 6, 486/2014 (σκ.5), 1992,1993/2016, ΣτΕ 4593/2013 (σκ.7), ΣτΕ 671/2013, στην οποία κρίνεται ότι, ενώ σε ό,τι αφορά το ne bis in idem η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου θα πρέπει να έχει καταστεί αμετάκλητη, σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας, η «οικεία αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν αρκεί να είναι απλώς πρωτόδικη, αλλά πρέπει να έχει καταστεί τουλάχιστον τελεσίδικη» (σκ.8).
92Ε.Δ.Δ.Α., Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, 27.09.2007, (35522/04), σκ.28, Διαμαντίδης κατά Ελλάδας (No 2), 19.05.2005, (71563/01), σκ.34-35.
93Ibidem.
94 Ε.Δ.Δ.Α., Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, ό.π., σκ.31.
95 ΔΕφΑθ 401/2013, σκ.10, πρβλ.ΣτΕ 2067/2011, σκ.12.
96 ΣτΕ 1992/2016, σκ.14.
97Ε.ΝΙΚΑ, Η αρχή ne bis in idem στην διοικητική δίκη, ό.π., σ. 221.
98ΣτΕ 434/2017 (σκ.10).
99Ε.Δ.Δ.Α., Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας, σκ.30, Ε.Δ.Δ.Α., Topić κατά Κροατίας, 10.10.2013, (51355/10), σκ.50-54.
100Σκ.66.
101Για την απόφαση αυτή και τις παραδοχές της, βλ. Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ, «Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η “αχίλλειος πτέρνα” της απόφασης Καπετάνιος του ΕΔΔΑ: οι θεμελιώδεις αρχές της επικουρικότητας του ελέγχου του ΕΔΔΑ και της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών» σε http://www.humanrightscaselaw.gr/uploads/4/8/0/3/48039377/%CE%A3%CF%84%CE%95_2403- 2015_comment_subsidiarity.pdf
102ΟλΣτΕ 1552/2010.
103Ε.Δ.Δ.Α., Zigarella κατά Ιταλίας, 03.10.2002, (48154/99), Maresti κατά Κροατίας, 25.06.2009, (55759/07), σκ.66, Tomasoviç κατά Κροατίας, 18.11.2011, (53785/09), σκ.29.
104 ΣτΕ 3616/2011, 1747/2013, 1280/2014, 1758/2014, 1993/2016.
105ΣτΕ 486/2014, 2403/2015, 221/2015, 2928/2017.
106ΔΠρΠειρ 1139/2000, ΔιΔικ 2001, σ. 274, ΔΠρΣυρ 1/2004, ΔιΔικ 2008, σ. 220, ΔΠρΚαλ 156/2003, ΣτΕ 2091/2017.
107 ΣτΕ 3783/2009, 285/2011, 3839/2012, 710/2016.
108 ΣτΕ 3783- 3784/2009.
109ΣτΕ 1140/2017, 572/2013, 2026/2009, 2179/2007.
110ΣτΕ 2521/2008, 3380/2007.
111Με εισηγήτρια την εφέτη Δ.Δ. κ.Ταραβίρα Θεανώ, την οποία και ευχαριστώ για τις πολύτιμες υποδείξεις της επί του περιεχομένου της αποφάσεως.
112ΔΠρωτΑθηνών 9308/2018, 8174/2018, 3634/2018, ΔΠρωτΘεσ/ικης 2343/2018, ΔΠρωτΠατρών 635/2018.
113 ΔΕφΠατρ 780/2017.
114Ε.Δ.Δ.Α., Orr κατά Νορβηγίας, 15.05.2008, (31283/04), σκ.48, Ε.Δ.Δ.Α., N.A. κατά Νορβηγίας, 18.12.2014, (27473/11), σκ.40.
115Ε.Δ.Δ.Α., Ringvold κατά Νορβηγίας, 11.02.2003, (34964/97), σκ.38, Orr κατά Νορβηγίας, ό.π., σκ. 49.
116Ε.Δ.Δ.Α., Erkol κατά Τουρκίας, 19.04.2011, (50172/06), σκ.38.
117Σκ.38. Πρβλ., ΣτΕ 826/2017, 2543/2015, 1758/2014, 2978/2011, 2067/2011 επταμ., 1522/2010 επταμ., 2447/2009, 3560, 422, 990/2004 Ολ., 3900/1999, 837/1996.
118Πρβλ. Ι.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ, Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας στις υποθέσεις φορολογικών ή τελωνειακών παραβάσεων, ό.π., σ.11.


πηγή : https://www.ddikastes.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου