Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΔΠρωτΑθ 391/2019 : Αγωγή για αναδρομική καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών - πενταετής παραγραφή - ένδικο χρονικό διάστημα 01.03.2015 έως 31.07.2018




ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 24o MONOΜΕΛΕΣ
Sυνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11.10.2018
γ ι α να δικάσει την αγωγή
τ ω ν: ........................
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου........

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.

Η   κ ρ ί σ η   τ ο υ   ε ί ν α ι   η   ε ξ ή ς:

1. Επειδή,  με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (274 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.), οι ενάγοντες, συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, συνταξιούχοι του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ)-ΤΕΑΔ του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) (πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων-Ε.Τ.Α.Α.), ζητούν, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στο μεν πρώτον από αυτούς το ποσό των 4.594,29 ευρώ, στη δεύτερη δε από αυτούς το ποσό των 5.832,05 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία φέρεται ότι υπέστησαν από τις περικοπές που επιβλήθηκαν στην κύρια σύνταξη γήρατος που ελάμβαναν, αρχικώς, από το Ε.Τ.Α.Α και, στη συνέχεια, από τον ΕΦΚΑ, ο μεν πρώτος ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 31.07.2018, η δεύτερη δε ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 01.03.2015 έως 31.07.2018, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντικειμένων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).

2. Επειδή, προς εφαρμογή του, εγκριθέντος κατά το έτος 2012, δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (Ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω –μετά διαδοχικές περικοπές - περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο Ν. 4051/2012 (Α΄40), με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο Ν. 4093/2012 (Α΄222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ΄ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ΄ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).

3. Επειδή, οι διατάξεις αυτές ψηφίσθηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού, εν τω μεταξύ, είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών –όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΟλΣτΕ 5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας –δια της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, ό.π., σκ. 71) και αναγκάστηκαν αυτοί να υποστούν ένα υπερβολικό ατομικό βάρος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ.72), κι ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΟλΣτΕ 2287/2015).


4. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α΄ 58) «Διοικητική και Οργανωτική Μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις», ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ. 2 αυτού, ισχύει από τη δημοσίευσή του, στις 03.04.2008, ορίζεται ότι: «Α. Παραγραφή απαιτήσεων υπέρ των Φ.Κ.Α. 1. Κάθε απαίτηση των Φ.Κ.Α. παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μετά πέντε (5) έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη. ... Β. Παραγραφή απαιτήσεων κατά των Φ.Κ.Α. 1. Η παραγραφή αξιώσεων κατά των ΦΚΑ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά των Φ.Κ.Α. είναι πέντε (5) έτη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το παρόν άρθρο. ... Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων και βοηθηματούχων των Φορέων και των κληρονόμων τους από καθυστερούμενες συντάξεις, μερίσματα, επιδόματα και εφάπαξ βοηθήματα είναι πέντε (5) έτη, έστω και αν εκδόθηκε εντολή πληρωμής που πάσχει κατά τον τύπο, αλλά στηρίζεται σε νόμιμη αξίωση. …».

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την  πράξη του Αναπληρωτή Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α./Τ.Α.Ν. απονεμήθηκε στον πρώτο ενάγοντα, επίτιμο Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, βάσει συνολικού συντάξιμου χρόνου 46 ετών, 3 μηνών και 16 ημερών, κύρια σύνταξη γήρατος, ποσού μηνιαίως, από 01.07.2014,  ενώ, με την πράξη της Διευθύντριας Παροχών του Ε.Τ.Α.Α./Τ.Α.Ν. απονεμήθηκε στη δεύτερη ενάγουσα, επίτιμη Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, βάσει συνολικού συντάξιμου χρόνου 45 ετών, 1 μηνός και 25 ημερών, κύρια σύνταξη γήρατος, ποσού ευρώ μηνιαίως, από 30.11.2013 Επί των ως άνω ποσών σύνταξης εφαρμόσθηκαν οι μειώσεις-περικοπές, αφ’ ενός, του ν.4051/2012, ανερχόμενες στο ποσό των 40,11 ευρώ, μηνιαίως, για τον πρώτο ενάγοντα και στο ποσό των 44,06 ευρώ, μηνιαίως (από 01.03.2015 έως 31.05.2015), και, ακολούθως, 42,82 ευρώ,  μηνιαίως (από 01.06.2015 έως 31.07.2018), για τη δεύτερη ενάγουσα, αφ’ ετέρου, του ν.4093/2012, ποσού 84,06 ευρώ, μηνιαίως, για τον πρώτο ενάγοντα, και ποσού 92,49 ευρώ, μηνιαίως (από 01.03.2015 έως 31.05.2015) και, ακολούθως, 92,74 ευρώ, μηνιαίως (από 01.06.2015 έως 31.07.2018), για τη δεύτερη ενάγουσα, ήτοι, συνολικώς,  ποσού 124,17 ευρώ, μηνιαίως, για τον πρώτο ενάγοντα (για το σύνολο του ένδικου, ως προς αυτόν, χρονικού διαστήματος, ήτοι από 01.07.2015 έως 31.07.2018) και ποσού 136,55 ευρώ, μηνιαίως (από 01.03.2015 έως 31.05.2015), και 135,56 ευρώ, μηνιαίως (από 01.06.2015 έως 31.07.2018), για τη δεύτερη ενάγουσα  (βλ. σχετ. τα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων των εναγόντων, που αφορούν στα ένδικα, αντιστοίχως, χρονικά διαστήματα, καθώς και την 1140743/27.09.2018 έκθεση απόψεων του Τμήματος Συντάξεων της Περιφερειακής Διεύθυνσης Παροχών Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΦΚΑ).  Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι μη νομίμως διενεργήθηκαν οι ανωτέρω περικοπές στη σύνταξή τους, επικαλούμενοι αντίθεση των προαναφερθεισών διατάξεων των ν.4051/2012 και 4093/2012 στις διατάξεις 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 5, 21 παρ.3, 22 παρ.5, 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ζητούν δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στο μεν πρώτο από αυτούς το ποσό των 4.594,29 ευρώ, στη δεύτερη δε από αυτούς το ποσό των 5.832,05 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία  ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από τις, κατά τα ανωτέρω, επιβληθείσες περικοπές της κύριας σύνταξης γήρατος που ελάμβαναν, ο μεν πρώτος ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 31.07.2018, η δεύτερη δε ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 01.03.2015 έως 31.07.2018. Εξ άλλου, ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας, με την ως άνω έκθεση απόψεών του, συνομολογεί τη διενέργεια των ανωτέρω περικοπών-μειώσεων δυνάμει των ν.4051/2012 και 4093/2012, υποστηρίζει ότι έχει αποσταλεί ερώτημα στο Υπουργείο αναφορικά με την εφαρμογή των 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι πάντως οι δικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν ισχύ μεταξύ των προσώπων που ήταν διάδικοι στις συγκεκριμένες δίκες και ότι οι σχετικές κρατήσεις διενεργούνται στις συντάξεις βάσει διατάξεων νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν. Τέλος, με το, νομίμως κατατεθέν στις 15.10.2018, υπόμνημά του, ο εναγόμενος φορέας υποστηρίζει ότι οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων, οι οποίες ανάγονται στο χρονικό διάστημα προ του Ιουλίου του 2016 έχουν, σε κάθε περίπτωση, υποπέσει στην, εφαρμοστέα εν προκειμένω, διετή από τη γένεσή τους παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995).

6. Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 3 της παρούσας απόφασης, οι μειώσεις που επήλθαν στην κύρια σύνταξη εκάστου των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κρίνει ότι μη νομίμως περικόπηκαν κατά τα αντίστοιχα, ως άνω αναφερόμενα, ποσά οι κύριες συντάξεις που έλαβαν τόσο ο πρώτος, όσο και η δεύτερη, ενάγοντες από το Ε.Τ.Α.Α. και, ακολούθως, από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με το δικόγραφο της αγωγής. Ως εκ τούτου, εξ αιτίας των παράνομων αυτών μειώσεων, το εναγόμενο ν.π.δ.δ. υπέχει ευθύνη να αποζημιώσει τους ενάγοντες, σύμφωνα με τα άρθρα 105-106 του Εισ.Ν.ΑΚ., και, συγκεκριμένα, να καταβάλει σε αυτούς τις διαφορές συντάξεων για τα αντίστοιχα ένδικα χρονικά διαστήματα (από 01.07.2015 έως 31.07.2018 για τον πρώτο ενάγοντα και από 01.03.2015 έως 31.07.2018 για τη δεύτερη ενάγουσα), εν όψει του ότι οι ένδικες αξιώσεις των δεν έχουν παραγραφεί, εφαρμοζομένης εν προκειμένω της πενταετούς, αρχόμενης από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατέστησαν αυτές δικαστικώς επιδιώξιμες, κατ’ άρθρο 137 Β παρ. 1 του ν. 3655/2008, παραγραφής, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης του εναγομένου ως αβάσιμης (πρβλ.  ΑΠ 1440/2017, Δ.Ε.Α. 5/2017). Ειδικότερα, το ποσό, το οποίο οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεών του, και δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο, είναι [40,11 ευρώ (μείωση βάσει του ν.4051/2012) Χ 37 μήνες + 84,06 ευρώ (μείωση βάσει του ν.4093/2012) Χ 37 μήνες], ήτοι, συνολικώς, 4.594,29 ευρώ, και το ποσό, το οποίο οφείλεται στη δεύτερη ενάγουσα, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεών της, και δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο, είναι [44,06 ευρώ Χ 3 μήνες  (μείωση βάσει του ν. 4051/2012) + 42,82 ευρώ Χ 38 μήνες (μείωση βάσει του ν. 4051/2012)] + [92,49 ευρώ Χ 3 μήνες (μείωση βάσει του ν. 4093/2012)  + 92,74 ευρώ Χ 38 μήνες (μείωση βάσει του ν. 4093/2012)], ήτοι, συνολικώς, 5.560,93 ευρώ,  τα δε ως άνω ποσά πρέπει να καταβληθούν στον καθένα από τους ενάγοντες νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στις 17.09.2018.

7. Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν όλω δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και εν μέρει δεκτή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στο μεν πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.594,29 ευρώ, στη δεύτερη δε ενάγουσα το ποσό των 5.560,93 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (17.09.2018). Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο ε΄ του Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται εν όλω την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και εν μέρει ως προς τη δεύτερη ενάγουσα.
Υποχρεώνει το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακόσιων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (4.594,29 ευρώ) και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών  (5.560,93 ευρώ), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (17.09.2018).
Απαλλάσσει το εναγόμενο ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων.
H απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριο του στις 17.01.2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου