Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

ΜονΠρΧαν 32/18 : Τράπεζες - Επενδυτικά προϊόντα. Κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα - Ανώμαλη παρακαταθήκη. Επενδυτικά προϊόντα - Υποχρεώσεις τράπεζας κατά τη σύναψη των συμβάσεων - Ευθύνη από αδικοπραξία.



Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πιστωτικός συνεταιρισμός είχε μέσω του υπαλλήλου του, την υποχρέωση να παρουσιάσει στον ενάγοντα αναλυτικά τους κινδύνους, που ενείχαν οι  επενδύσεις, στις οποίες του πρότεινε να ενταχθεί και, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής καμία ειδική πληροφόρηση του παρείχε, προκειμένου να αντιληφθεί και να κατανοήσει τους πραγματικούς κινδύνους που επάγονταν, καθώς επίσης και της αδυναμίας ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων, οι οποίοι (κίνδυνοι) μάλιστα επήλθαν με την επιβολή των capital controls  το 2015, με συνέπεια ο εναγών να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου του. Περαιτέρω, προκύπτει ότι κανένα συντρέχον πταίσμα δεν μπορεί να καταλογιστεί στο πρόσωπο του ενάγοντος, δεδομένου ότι δεν διέθετε τις απαιτούμενες γνώσεις να αντιληφθεί τους κινδύνους που επεφύλασσαν τα επενδυτικά προϊόντα στα οποία εντάχθηκε. Απορρίπτει ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβαλλόμενη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος. Δέχεται την αγωγή κι επιπρόσθετα επιδικάζει και αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 32/2018

Πρόεδρος: Σ. Ασημακοπούλου, Πρωτόδικης

Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν 5638/1932, όπως ισχύει μετά το ΝΔ 951/1971 και του άρθρου 2 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ» ρυθμίζουν τα θέματα της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες υπέρ τρίτου και σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, ορίζοντας ταυτόσημα ότι αυτοί για τους οποίους έγινε η κατάθεση γίνονται, αμέσως μετά απ’ αυτήν, δικαιούχοι των χρημάτων που κατατέθηκαν. Αντίστοιχα, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 3601/2007 πριν την κατάργησή του με το άρθρο 166 του Ν 4261/2014, ορίζεται ότι πιστωτικό ίδρυμα συνιστά η επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων για λογαριασμό της, ενώ κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας ή με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν 1667/1986. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και κατάθεσης, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας Τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α’ και 827 του ΑΚ), αφετέρου δε να καταβάλει νομίμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής (ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 1402/2012 Nomos, ΕφΛαρ Π/2017 Ισοκράτης). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 345/2017, ΑΠ 93/2016 Nomos). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και Τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης, η οποία απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197-198 και 288 ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη, αφενός μεν κυρίως του πελάτη της Τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητάς του, αφετέρου της ίδιας της Τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, διαρκούσης της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην Τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβληθέντος πελάτη της, αλλά και της πρόταξης, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τεύχος Γενικό Μέρος (2008), σελ. 34-37).
Περαιτέρω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την Τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της Τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004, σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, έκδ. 1999, σελ. 599-600) και 25 Ν 3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικός, ακολούθως να αξιολογήσει τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην Τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής Τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΕφΛαρ 120/2017 Ισοκράτης, ΠΠρΑθ 1887/2017, ΠΠρΑθ 1470/2017, ΠΠρΠαιρ244/2015, ΠΠρΛαρ 35/2015, ΠΠρΗρ 159/2014 Nomos, ΠΠρΑθ 1512/2012 ΝοΒ 2012, 1412). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαίτιος κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, 6) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) τo αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.

Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντας υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προΰφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντας υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 631/2015 Nomos, ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69, 613, ΕφΛαρ 120/2017, ό.π., ΕφΑνΚρ 70/2017 Nomos, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005, 1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003, 419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999, 1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία (βλ, ΑΠ 1028/2015, ό.π., ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΛαρ 120/2017, ό.π., ΕφΑνΚρ 70/2017, ό.π., ΕφΑθ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011, 251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., ΕφΘεσ 147/2005 ΕπισκΕΔ 2005, 168, ΕφΑθ 2214/2001 ΔΕΕ 2001, 620, ΕφΑθ 5025/1990 ΕλλΔνη 1992, 193). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1738/2013 Nomos) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είχε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε Ν 3600/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να Λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.
Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις, Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με ας γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η Απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η Τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση ίων διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον λοιπόν η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωθώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 631/2015, ΑΠ 1738/2013, ΕφΑθ 4841/2014 Nomos, ΕφΛαρ 120/2017, ό.π., ΠΠρΑθ 1887/2017, ό.π., ΠΠρΑθ 1470/2017, ό.π., ΠΠρΑθ 493/2012, ΝοΒ 2013, 2136 - βλ. Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, 867-868).
Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκαν οι αναφερόμενες στο εισαγωγικό δικόγραφο συμβάσεις, οι οποίες κατά τις διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου του εναγόμενου αποτελούσαν προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς κίνδυνο και με υψηλές αποδόσεις, σε εκπλήρωση των οποίων ο εναγών κατέθεσε τα αναφερόμενα ποσά. Ότι μετά τον Ιούνιο του έτους 2015, ο ίδιος διαπίστωσε ότι το 90% των καταθέσεων του είχε μετατραπεί σε συνεταιριστικές μερίδες του εναγόμενου, η αξία των οποίων μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών εκμηδενίστηκε.
Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι οι όροι των αναφερόμενων συμβάσεων διατυπώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίζονται ως καταθετικά προϊόντα, και όχι επενδυτικά, ιδίως επειδή η εναγόμενη Τράπεζα ρητώς αναλάμβανε την υποχρέωση να του αποδώσει το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο κατατεθέν χρηματικό ποσό. Ότι, εντούτοις, ο πιστωτικός συνεταιρισμός δεν ανταποκρίθηκε στην από 1.12.2015 αίτηση του ενάγοντας περί ρευστοποίησης και απόδοσης του εκ μέρους του κατατεθειμένου ποσού των 45.500 ευρώ. Ότι σε κάθε περίπτωση ο προστηθείς υπάλληλος του εναγόμενου, ο οποίος δεν διέθετε το απαιτούμενο πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της πρόνοιας των συναλλασσόμενων, δεν τον ενημέρωσε ούτε τον διαφώτισε, ως όφειλε, για τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των επενδυτικών προϊόντων που έλαβε, ούτε αξιολόγησε την καταλληλότητα και συμβατότητα αυτών. [...]
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι α ενάγων, ηλικίας 30 ετών, εργολάβος οικοδομών, πτυχιούχος Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, επισκέφθηκε στις αρχές του έτους 2013 το κατάστημα που διατηρεί ο εναγόμενος στο ... προκειμένου να διερευνήσει για τυχόν καλύτερο επιτόκιο, ώστε να επενδύσει το χρηματικό ποσό που διατηρούσε σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Στο ανωτέρω υποκατάστημα εξυπηρετήθηκε από τον υπάλληλο του εναγόμενου ο οποίος του πρότεινε το επενδυτικό προϊόν «Χρυσή Επένδυση», ενημερώνοντάς τον ότι πρόκειται για αποταμιευτική επιλογή συμβατή με το συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ, εκθέτοντας του ότι δεν επρόκειτο να θέσει σε κίνδυνο το κεφάλαιό του, αλλά αναθέτως, ότι τα χρήματά του θα ήταν τοποθετημένα σε μια ασφαλή κατάθεση, η οποία θα απέδιδε ένα σταθερό κέρδος, ανώτερο από εκείνο που θα αποκόμιζε από οποιοδήποτε επιτόκιο προθεσμιακής κατάθεσης.
Η ανωτέρω πρακτική του υπαλλήλου της ... συνιστά παροχή επενδυτικής υπηρεσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. ε του Ν 3606/2007, δεδομένου άτι πρόκειται για σύσταση δοθείσα σε συγκεκριμένο πελάτη-επενδυτή, ο οποίος διατηρούσε μάλιστα συντηρητικό προφίλ, αποβλέποντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του. Το συντηρητικό αυτό επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος καταδεικνύεται ιδίως από το ιστορικό των Τραπεζικών ίου συναλλαγών, οι οποίες μέχρι τότε περιορίζονταν σε ασφαλείς καταθέσεις αποταμίευσης. Τα χαρακτηριστικά του ως άνω επενδυτικού προγράμματος της «Χρυσής Επένδυσης», όπως παραπάνω αναλυτικά περιγράφονται, το καθιστούσαν ιδιαίτερα ελκυστικό τραπεζικό προϊόν, καθώς η δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης των εταιρικών μερίδων σε συνδυασμό με την εγγυημένη απόδοση της «χρυσής κατάθεσης», η οποία συναρτάτο με στοιχεία που παρέπεμπαν σε προθεσμιακή κατάθεση, δημιουργούσε την εντύπωση στους επενδυτές, όπως άλλωστε και στον ενάγοντα, ότι δεν τίθετο οποιοδήποτε ζήτημα διακινδύνευσης του κεφαλαίου των αποταμιεύσεων τους.

Επιπλέον, οι υπάλληλοι του εναγόμενου, κατά την παροχή των συστάσεων, παρουσίαζαν μόνο τα πλεονεκτήματα και οφέλη του προϊόντος, τονίζοντας μάλιστα την καταθετική φύση της επένδυσης, εγγυώμενοι την ασφάλεια του κεφαλαίου, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στον κίνδυνο που αναλάμβαναν από την ένταξη του μεγαλύτερου μέρους των χρημάτων τους σε συνεταιριστικές μερίδες, και τους κατεύθυναν ανάλογα, ώστε να τοποθετήσουν το κεφάλαιό τους στο φερόμενο ως συγκριτικά επωφελέστερο για αυτούς προϊόν, το οποίο ήταν, κατά τα λεγάμενα των υπαλλήλων της εναγόμενης Τράπεζας, ίσης εξασφάλισης με τις προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά παρείχε μεγαλύτερη και εγγυημένη απόδοση.
Τα ανωτέρω άλλωστε, ενισχύονται και από τα ενημερωτικά φυλλάδια που παρουσίαζαν το εν λόγω προϊόν αλλά και από τις πληροφορίες που είχαν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του εναγόμενου, στις οποίες επισημαίνεται αφενός η ασφαλής φύλαξη αποταμιεύσεων με ελάχιστη εγγυημένη απόδοση μεγαλύτερη των προθεσμιακών καταθέσεων και αφετέρου η απουσία επενδυτικού κινδύνου. Ο παραπάνω υπάλληλος και προστηθείς του εναγόμενου, δεν ενημέρωσε τον ενάγοντα για τους παράγοντες κινδύνου που ενυπήρχαν στα προωθούμενα προϊόντα, και συγκεκριμένα αναφορικά με το ότι η Τράπεζα ως χρηματοπιστωτικός οργανισμός, επηρεαζόταν από τις ευρύτερες διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις αλλά και τη σοβούσα ελληνική δημοσιονομική κρίση, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αδυναμία συγκέντρωσης των απαιτούμενων κεφαλαίων και την ενδεχόμενη επακόλουθη απώλεια του επενδεδυμένου κεφαλαίου του από τη μείωση της τρέχουσας αξίας διάθεσης των συνεταιριστικών μερίδων.
Περαιτέρω, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, μετά την ισχύ του Κανονισμού 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Kανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012, με έναρξη ισχύος την 1.1.2014, συνεταιριστική Τράπεζα που θα εγγυόταν απόδοση για συνεταιριστικές μερίδες δεν θα επιτρεπόταν να συνυπολογίζει τις μερίδες αυτές στα ίδια εποπτικά της κεφάλαια. Ειδικότερα, η πρόβλεψη διασφάλισης ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης για το σκέλος της επένδυσης που ενέτασσε τις συνεταιριστικές μερίδες και η συνακόλουθη κάλυψη τυχόν διαφοράς, εφόσον η πραγματική απόδοση υπολειπόταν της ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης του προγράμματος «χρυσή επένδυση» ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 26-29 του Kανονισμού 575/2013 (ΕΕ) αναφορικά με τις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό κεφαλαιακών μέσων ως μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Επιπρόσθετα, η ... δεν πληρούσε την προϋπόθεση της αδυναμίας μείωσης ή εξόφλησης του συνεταιριστικού κεφαλαίου (άρθρο 28 παρ. 1 στ), αφού κατά τα ανωτέρω είχε αναλάβει συμβατικά την υποχρέωση ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων. Ως εκ τούτου, ήταν γνωστό στον εναγόμενο, ήδη από τέλη Ιουνίου 2013 ότι οι συνεταιριστικές μερίδες που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Χρυσή Επένδυση», δεν θα μπορούσαν από 1.1.2014 και εφεξής να συνυπολογισθούν στο εποπτικό κεφάλαιο, εφόσον οι συμβατικές του υποχρεώσεις αναφορικά με τη δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης και την απόδοση της ονομαστικής αξίας όλων των ρευσιοποιούμενων συνεταιριστικών μερίδων παρέμεναν ενεργές.
Όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, ο εναγόμενος, προκειμένου να αντιμετωπίσει το μείζον αυτό ζήτημα της κεφαλαιακής της επάρκειας, αλλά και να αποφύγει να καταστεί αφερέγγυος προς τους συνεταίρους του, αποφάσισε αφενός να καταργήσει το πρόγραμμα «Χρυσή Επένδυση» και αφετέρου να θέσει σε ισχύ το νέο τραπεζικό προϊόν «Αποδίδω», κατά τους όρους του οποίου, οι συνεταιριστικές μερίδες των επενδυτών αποσυνδέονταν πλήρως με οποιαδήποτε εγγύηση απόδοσης, ούτως ώστε να μην απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών.
Ο παραπάνω υπάλληλος του εναγόμενου, το Νοέμβριο του έτους 2013, με δική του πρωτοβουλία στο πλαίσιο οδηγιών του εναγόμενου, χωρίς να έχει την κατάλληλη πιστοποίηση ώστε να παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν 3606/2007, κάλεσε τον ενάγοντα, προκειμένου να τον ειδοποιήσει για την κατάργηση του ισχύοντος προγράμματος και ταυτόχρονα του παρουσίασε το νέο πρόγραμμα ειδικού Λογαριασμού κατάθεσης «Αποδίδω», ως συνέχεια του προηγούμενου, με όμοια χαρακτηριστικά, και ως κατάλληλο για αυτόν, προβαίνοντας με αυτό τον τρόπο σε παροχή επενδυτικής συμβουλής κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε’ Ν 3606/2007, δεδομένου ότι τον προέτρεψε να επενδύσει σε αυτό, ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για απόλυτα ασφαλή επένδυση. [...]
Με τον τρόπο αυτό, δεν είχαν τεθεί υπόψη του ενάγοντας όλα τα δεδομένα, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί και να αξιολογήσει την ανάληψη του κινδύνου που εγκυμονούσε η συμμετοχή του στο πρόγραμμα «αποδίδω». Ο ίδιος δεν ήταν δυνατό να διαβλέψει ότι το νέο προωθούμενο προϊόν εξυπηρετεί τον ως άνω σκοπό της Τράπεζας, καθώς δεν ενημερώθηκε σχετικά από τους υπαλλήλους της τελευταίας, ενώ η αντίληψη και κατανόηση των σχετικών όρων προϋπέθετε εξειδικευμένες γνώσεις οικονομικής επιστήμης και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, τις οποίες δεν διέθετε. [...]
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι λόγω των ιδιαίτερων οικονομικών συγκυριών και της τεταμένης ανασφάλειας του πρώτου εξαμήνου του έτους 2015 και την επακόλουθη επιβολή των capital controls με την από 28.6.2015 πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η εναγόμενη δυνάμει σχετικής Απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της κατά τη συνεδρίαση της 27.6.2015, προέβη στην προσωρινή αναστολή της ρευστοποίησης και εξόφλησης συνεταιριστικών μερίδων της Τράπεζας, ώστε να αποτραπεί η ανέλεγκτη εκροή ίδιων κεφαλαίων και να μην υπάρξει κίνδυνος σχετικά με την κεφαλαιακή της επάρκεια, Εξάλλου, μετά την ισχύ του άρθρου 149 του Ν 4261/2014, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι για την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, η οποία συνεπάγεται μείωση, εντός της οικονομικής χρήσης, μεγαλύτερη του 2% των ιδίων κεφαλαίων συνεταιριστικής Τράπεζας, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μέχρι και σήμερα δεν έχει χορηγήσει τέτοια έγκριση (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. .../7.6.2016 επιστολή της Τράπεζας της Ελλάδος). Επιπλέον, με Απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μελών της 24.11.2015, στο πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης προκειμένου να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που απαιτούνταν για την αποκατάσταση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 8%, και με σκοπό την επιτυχή ολοκλήρωση της αύξησης του συνεταιριστικού κεφαλαίου, ο εναγόμενος προέβη στην αναπροσαρμογή της ονομαστικής αξίας της συνεταιριστικής μερίδας από 12 σε 3 ευρώ, ενώ μετά και την επιτυχή αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου και την κάλυψη του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που είχε θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΔΣ του εναγόμενου με την υπ΄ αριθμ. .../29.02.2016 απόφασή του καθόρισε τη συνολική τιμή διάθεσης της συνεταιριστικής μερίδας από 35 σε 14 ευρώ, με αποτέλεσμα να μειωθεί αντίστοιχα και το κεφάλαιο που επένδυσε ο ενάγων. Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο εναγόμενος πιστωτικός συνεταιρισμός είχε μέσω του υπαλλήλου του, την υποχρέωση να παρουσιάσει στον ενάγοντα αναλυτικά τους κινδύνους, που ενείχε η επένδυση αρχικό στο επενδυτικό πρόγραμμα «Χρυσή Επένδυση» και στη συνέχεια στον ειδικό λογαριασμό «Αποδίδω», στα οποία του πρότεινε να ενταχθεί και, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδεμία ειδική πληροφόρηση του παρείχε, προκειμένου να αντιληφθεί και να κατανοήσει τους πραγματικούς κινδύνους που επάγονταν, ιδίως ως προς την οικονομική θέση του ίδιου του εναγόμενου συνεταιρισμού και της συνεπαγόμενης απομείωσης της αξίας των μερίδων, καθώς επίσης και της αδυναμίας ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων, οι οποίοι (κίνδυνοι) μάλιστα επήλθαν κατά τα προεκτεθέντα, με συνέπεια ο εναγών να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου του, αντιθέτως δε, έδιδε έμφαση στα πλεονεκτήματα των προωθούμενων επενδυτικών προγραμμάτων, επισημαίνοντας την ασφάλεια και την εγγυημένη απόδοση του κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, ο ως άνω υπάλληλος του εναγόμενου, αν και γνώριζε ότι το μοναδικό επενδυτικό ιστορικό του ενάγοντος ήταν αυτό των βραχυπρόθεσμων προθεσμιακών καταθέσεων, ουδόλως έλαβε υπόψη τις ανάγκες του, τις οποίες είχε διατυπώσει στον ίδιο προφορικά, περί ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του και περαιτέρω για μία ικανοποιητική απόδοση κέρδους, χωρίς να είναι στους στόχους του να καταστεί συνεταίρος της Τράπεζας και συγχρόνως, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 6 και 7 του καταστατικού της, εις ολόκληρον συνυπόχρεος με αυτήν μέχρι της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων του, πολλώ δε μάλλον, να δεσμεύσει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου του σε συνεταιριστικές μερίδες, τις οποίες να μην μπορεί ελεύθερα να ρευστοποιήσει. Εξάλλου, αν είχε ενημερωθεί πλήρως για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των ανωτέρω προϊόντων καθώς και τους κινδύνους που αυτά επεφύλασσαν, δεν θα εντασσόταν σε ένα πρόγραμμα που εγγυόταν ένα ελάχιστο επιτόκιο για το 10% του κεφαλαίου του, χωρίς καμία περαιτέρω εγγύηση για το υπόλοιπο ποσό (που αντιστοιχούσε στο 90% του κεφαλαίου) και την αξία των προαιρετικών μερίδων που αποκτούσε, με την επιβολή μάλιστα περιορισμών στη δυνατότητα ρευστοποίησης του συνόλου των μερίδων, που τέθηκαν αρχικά με το άρθρο 28 του Ν 4141/2013 και στη συνέχεια με τη διάταξη του άρθρου 149 του Ν 4261/2014, και κατ’ επέκταση δεν θα επέλεγε να προβεί στην τοποθέτηση των χρημάτων του σε αυτά.
Με τον τρόπο που ενήργησε ο εναγόμενος, διά του προστηθέντος υπαλλήλου του, παραβίασε τις συναλλακτικές του υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή του εναγόμενου ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν 3606/2007 υποχρεώσεων του, η δε επιδειχθείσα εν προκειμένω αμελής συμπεριφορά πληροί το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ καθώς και των σχετικών διατάξεων του Ν 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών (του οποίου ο εναγόμενος δεν ανέτρεψε το τεκμήριο, αφού δεν αποδείχθηκε η έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας), καθόσον συνιστά υπαίτια και παράνομη πλημμελή εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, που συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, με αποτέλεσμα α τελευταίος να θεμελιώνει δικαίωμα αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερόμένα, ουδέν συντρέχον πταίσμα μπορεί να καταλογιστεί στο πρόσωπο του ενάγοντος αναφορικά με την επέλευση και επίταση της ζημίας του, δεδομένου ότι δεν διέθετε τις απαιτούμενες γνώσεις να αντιληφθεί τους κινδύνους που επεφύλασσαν τα επενδυτικά προϊόντα στα οποία εντάχθηκε, ούτε είχε τη δυνατότητα να ενημερωθεί γι’ αυτούς, καθώς ουδέποτε του δόθηκαν οι απαιτούμενες διασαφήσεις για τη φύση και λειτουργία των εν λόγω προϊόντων, η δε έλλειψη ενημέρωσης, διήρκεσε και εξακολούθησε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την υπογραφή της αρχικής σύμβασης, δυνάμει της οποίας εντάχθηκε στο επενδυτικό πρόγραμμα «Χρυσή Επένδυση» μέχρι και την ημερομηνία κατά την οποία έκλεισαν οι λογαριασμοί που είχαν ανοιχθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Αποδίδω», ενώ ήδη είχε μεσολαβήσει, η από 27.6.2015 Απόφαση του ΔΣ, του εναγόμενου, περί αναστολής της ρευστοποίησης και εξόφλησης των συνεταιριστικών μερίδων που είχαν εκδοθεί. Επομένως, η σχετική προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση περί συντρέχοντας πταίσματος του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Για τους ίδιους ως άνω λόγους, δεν αποδείχτηκε ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος αντίκειται και δη προφανώς στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη, στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, καθώς η από μέρους του επιδίωξη ικανοποίησης της ένδικης αξιώσεώς του κατά της εναγόμενης Τράπεζας διά της κρινόμενης αγωγής, πέραν του ότι δεν υποδεικνύεται ότι έχει επιζήμιο και δυσανάλογο αντίκτυπο στα συμφέροντα του εναγόμενου, καθ’ υπέρβαση των παραπάνω όρων που θέτει η διάταξη του άρθρου 2S1 ΑΚ, δεν έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του ίδιου (venire contra factum proprium), διότι, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αυτός εντασσόμενος στο πρόγραμμα «Χρυσή Επένδυση» δεν ανέλαβε συνειδητά και με επίγνωση τους ως άνω κινδύνους που συνεπάγεται η απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων, αλλά η απόφασή του ήταν απότοκος της προηγούμενης αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και η προβαλλόμενη από τον τελευταίο ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος. Εξαιτίας της ως άνω αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, ο ενάγων υπέστη περιουσιακή ζημία ισόποση των χρημάτων που τοποθέτησε για την απόκτηση των συνεταιριστικών μερίδων που δεν κατέστη δυνατό να ρευστοποιήσει, και συγκεκριμένα το ποσό των (20.300 + 840 + 15.785 + 28.945 =) 65.870 ευρώ, που αντιστοιχεί στις (580 + 24 + 451 + 827 =) 1.882 συνεταιριστικές μερίδες που απέκτησε κατά τα ανωτέρω, μείον του ποσού των (3.290 + 1.820 + 6.650 + 8.610 =) 20.370 ευρώ, που αντιστοιχεί στις (94 + 52 + 190 + 246 =) 582 συνεταιριστικές μερίδες που διέγραψε κατά τα προεκτεθέντα, επομένως το συνολικό ποσό των (68.870 - 20.370 =) 45.500 ευρώ.
Τέλος, αποδείχθηκε ότι συνέπεια της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου, ο ενάγων υπέστη επιπροσθέτως ηθική βλάβη ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε εξαιτίας της προειρημένης απώλειας του ως άνω κεφαλαίου του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύφος της οποίας το Δικαστήριο καθορίζει, στο εύλογο, κατά την κρίση του, ποσό των 1.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις προμνημονευθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χωρά η ένδικη αδικοπραξία του εναγόμενου, το είδος και την έκταση της εντεύθεν ζημίας του ενάγοντος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγόμενου και το βαθμό του πταίσματος του προστηθέντος υπαλλήλου του, το βαθμό της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας του ενάγοντος και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή, να γίνε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (45.500 + 1.000 =) 46.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η Απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, καθώς η καθυστέρηση στην εκτέλεσή της μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον ενάγοντα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚπολΔ).

(Δέχεται την αγωγή.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου