Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Πράξεις κύρωσης δασικών χαρτών: Εμπρόθεσμο αιτήσεως ακυρώσεως – Παραδεκτό λόγων [ΣτΕ Ε΄ Τμ. 1810/2018 επταμ.]


Κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 3889/2010, το οποίο επιτρέπει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των αποφάσεων κύρωσης δασικών χαρτών κατά το μη αμφισβητηθέν με αντιρρήσεις μέρος τους, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ίδιου νόμου, που προβλέπει διατυπώσεις ευρείας δημοσιότητας για την ανάρτηση των δασικών χαρτών προτού αυτοί κυρωθούν, ώστε να ασκηθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου τους, οι ενδιαφερόμενοι τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν την ανάρτηση των δασικών χαρτών και, επομένως, την επικείμενη κύρωσή τους κατά το μέρος που δεν θα αποτελέσει αντικείμενο αντιρρήσεων, ήδη από την ολοκλήρωση των ανωτέρω διατυπώσεων δημοσιότητας.
Ως εκ τούτου, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της κύρωσης του μη αμφισβητηθέντος με αντιρρήσεις δασικού χάρτη, η κατάρτιση και ανάρτηση του οποίου είναι γνωστή στον ενδιαφερόμενο, λόγω της προηγηθείσης δημοσιότητας, κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο χάρτης αναφέρεται σε σημαντικού εμβαδού και ευρεία έκταση.
Δεν ασκεί δε επιρροή ότι το τμήμα της έκτασης στο οποίο αφορά η κάθε αίτηση ακυρώσεως είναι, ενδεχομένως, μικρό και εντοπισμένο.
Άλλως έχει το ζήτημα στην περίπτωση που οι διατυπώσεις δημοσιότητας της ανάρτησης των δασικών χαρτών δεν έχουν τηρηθεί ή υπήρξαν ελλιπείς ή μη προσήκουσες, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί τεκμήριο πλήρους γνώσης του περιεχομένου των χαρτών και να κινηθεί η προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων.
Άλλως, επίσης, έχει το ζήτημα όταν εκτάσεις εμπίπτουσες σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή πολεοδομικές μελέτες ως δομήσιμες, οπότε ο ενδιαφερόμενος, γνωρίζοντας ότι το ακίνητό του ευρίσκεται εντός πολεοδομημένης περιοχής, ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη, περιλαμβάνονται εν τούτοις στο χάρτη ως δασικές, όταν, δηλαδή, και ο νομοθέτης θεωρεί περιττή την υποβολή αντιρρήσεων.
Σε αμφότερες τις εν λόγω περιπτώσεις η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη (άρθρο 17) δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου
(Β) Η νομοθετική πρόβλεψη σταδίου αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη, ο οποίος καλύπτει ευρεία περιοχή και καταλαμβάνει ήδη (άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3889/2010, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 153 παρ. Α’ του ν. 4389/2016), ως τεχνική και διοικητική μονάδα κατάρτισης, ολόκληρη τοπική ή δημοτική ενότητα (ν. 3852/2010), αποσκοπεί στην παροχή προς κάθε ενδιαφερόμενο της ευχέρειας να προβάλει ενώπιον ειδικώς κατεστημένου οργάνου ειδικούς ισχυρισμούς για την αμφισβήτηση του δασικού χαρακτήρα συγκεκριμένου τμήματος της χαρτογραφηθείσης περιοχής, συνοδευόμενους από τα αναγκαία για την υποστήριξή τους στοιχεία, προκειμένου οι ισχυρισμοί αυτοί να αξιολογηθούν από το εν λόγω όργανο, που διαθέτει τις αναγκαίες για το σκοπό αυτό τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες, αλλά και μέσα (αναλογικά και ψηφιακά αντίγραφα δασικών χαρτών, ορθοφωτοχάρτες, αεροφωτογραφίες και αεροφωτογραφικές αναφορές κ.λπ.).
Εάν οι εν λόγω αντιρρήσεις, με τις οποίες είναι, βεβαίως, δυνατή η προβολή και τεχνικής φύσεως ισχυρισμών, ασκηθούν και απορριφθούν, η νομιμότητα της απόρριψής τους μπορεί να αμφισβητείται με αίτηση ακυρώσεως κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη που θα διενεργηθεί κατά το άρθρο 19 του ν. 3889/2010, αφού η άσκηση αντιρρήσεων δεν επιτρέπει να συμπεριληφθούν οι αμφισβητούμενες εκτάσεις στο δασικό χάρτη που κυρώνεται κατά το άρθρο 17.
Αντικείμενο ελέγχου, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να είναι η αιτιολογία απορρίψεως των εν λόγω ισχυρισμών, η οποία θα προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το διοικητικό φάκελο που θα έχει σχηματισθεί κατά την εξέταση των αντιρρήσεων.
Εάν, αντιθέτως, ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος τεκμαίρεται, κατά τα προαναφερόμενα, ότι τελεί σε γνώση της ανάρτησης του δασικού χάρτη και της δυνατότητας άσκησης αντιρρήσεων κατ’ αυτού, επιλέξει να μην τις ασκήσει, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη έκταση που τον αφορά, να συμπεριληφθεί στην απόφαση κύρωσης του δασικού χάρτη κατά το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δικαιούται, μεν, να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης αυτής, με αυτήν, όμως, δεν είναι επιτρεπτή, από τη φύση του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου, η προβολή λόγων ακυρώσεως κατ’ επίκληση στοιχείων τεχνικής φύσεως σχετικών με τη βλάστηση της έκτασης, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί ενώπιον του αρμοδίου για την εξέταση των αντιρρήσεων διοικητικού οργάνου και να αξιολογηθούν από αυτό, τέτοιοι δε λόγοι ακυρώσεως είναι, ιδίως, οι προβαλλόμενοι κατ’ επίκληση εκθέσεων φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών κ.λπ.
Έχοντας την έννοια αυτή, οι ως άνω διατάξεις δεν καταλείπουν κενό δικαστικής προστασίας, διότι η αιτιολογία της τυχόν απορρίψεως των σχετικών λόγων από την οικεία Επιτροπή, εφόσον, βεβαίως, είχαν ασκηθεί οι προβλεπόμενες αντιρρήσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει περιεχόμενο παραδεκτού λόγου ακυρώσεως, εξεταστέου κατ’  ουσία.
Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται ευθέως ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου της αιτούσας κατ’ επίκληση ιδιωτικών εκθέσεων τεχνικού χαρακτήρα και εκθέσεων φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Δεν ασκεί, εξάλλου, επιρροή το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη με τη δεύτερη αίτηση ακυρώσεως τροποποιητική της αρχικής κυρώσεως του δασικού χάρτη απόφαση, ως προς την οποία και μόνο η παρούσα δίκη διατηρεί το αντικείμενό της, δεν υπεβλήθη καθ’ εαυτή στη διαδικασία των αντιρρήσεων, διότι οι προβαλλόμενοι λόγοι που αμφισβητούν το δασικό χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης δεν επικεντρώνονται στις επελθούσες με την προσβαλλόμενη τροποποιητική πράξη μεταβολές, η δε διαδικασία των αντιρρήσεων είχε τηρηθεί, χωρίς τη συμμετοχή της αιτούσας, ως προς την αρχική κύρωση, εν αναφορά προς το περιεχόμενο της οποίας προβάλλονται οι συγκεκριμένοι λόγοι.
Πηγή: https://dasarxeio.com

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

"Από την πρόσβαση στον Ιατρικό Φάκελο έως την Ακροαματική Διαδικασία" [Θάνου Πλεύρη, Δικηγόρου Αθηνών]


Η επεξεργασία ενός θέματος ιατρικού δικαίου με τίτλο «από την πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο έως την ακροαματική διαδικασία» παρουσιάζει την πρόκληση χειρισμού ενός θέματος περισσότερο πρακτικής άσκησης δικαιωμάτων ασθενούς, υποχρεώσεων ιατρού και δικηγορικής ενασχόλησης και λιγότερο θεωρητικής προσέγγισης. Όταν ο ασθενής θεωρήσει ότι πρέπει να διερευνηθεί ως προς την ιατρική της ορθότητα μια ιατρική πράξη θέλει να ξέρει ποια δικαιώματα έχει και πως θα τα ασκήσει και ιδίως, εάν αξίζει να μπει σε μια διαδικασία αναζήτησης ιατρικού λάθους, καθώς μια τέτοια διαδικασία είναι αρκετά φορτισμένη. Αντιστοίχως ο ιατρός θέλει να γνωρίζει πως θα προστατευθεί και τι πρέπει να πράξει. Σε αυτό το δίπολο πάντοτε κομβικός είναι ο ρόλος του δικηγόρου που είτε από την μία είτε από την άλλη πλευρά θα κληθεί να διασφαλίσει αυτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε, τι πράττουμε, από το πρώτο βήμα που είναι η πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο μέχρι να φθάσουμε στο ακροατήριο, οφείλουμε να εξετάσουμε τι ακριβώς αναζητούμε, όταν αναφερόμαστε σε ιατρική ευθύνη, ιατρική αμέλεια και ιατρικό λάθος. Η ιατρική πράξη συνδέεται άμεσα με τα εγκλήματα που αφορούν στην υγεία και στη σωματική ακεραιότητα του ατόμου. Η υγεία και η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου προστατεύονται ρητά από το Σύνταγμα (αρθ. 7 παρ. 2). Η συνταγματική αυτή επιταγή βρίσκει την έκφρασή της στα άρθρα ΠΚ 308 επ. Κατά την πάγια μάλιστα νομολογία και θεωρία η ιατρική πράξη που διενεργείται ενάντια στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis) και προκαλεί βλάβη στην υγεία ή σωματική κάκωση του ασθενούς συνιστά σωματική βλάβη δυνάμει των άρθρων 308 επ. ΠΚ[1]. Η ιατρική ευθύνη είναι ευθύνη επαγγελματική και ο ιατρός οφείλει να καταβάλλει την επιμέλεια που επιτάσσει το επάγγελμά του γενικά και η συγκεκριμένη πράξη ειδικά. Η επιμέλεια αυτή εξειδικεύεται τόσο στο αρ. 24 του ΑΝ 1565/39 όσο και στους γενικούς κανόνες επιμέλειας που ρυθμίζουν τον τρόπο ενέργειας των ιατρών σε συγκεκριμένη περίπτωση[2].  Ιδιαιτέρως σύμφωνα με το νέο κώδικα ιατρικής δεοντολογίας Ν.3418/05 η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργημα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής υγείας του ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφιση του από τον πόνο(αρ. 2 παρ. 1) και ο κάθε ιατρός ενεργεί με βάση τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης (αρ. 3 παρ. 2γ).  Ως ιατρικό σφάλμα χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά του ιατρού που αξιολογείται ως υπολειπόμενη της επιβαλλόμενης στο επάγγελμά του και στη συγκεκριμένη περίπτωση επιμέλειας. Η προσέγγιση αυτή έχει κατά κανόνα δυο θεωρήσεις, μια στενότερη, κατά την οποία το ιατρικό σφάλμα υπάρχει, όταν ο ιατρός παραβαίνει τους κανόνες και τις αρχές της ιατρικής επιστήμης (δεν ενεργεί lege artis) και μια ευρύτερη, κατά την οποία ιατρικό σφάλμα συνιστά κάθε αμελής συμπεριφορά, δηλαδή και αυτή που μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, χωρίς να είναι αναγκαία η αναγωγή στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. To ιατρικό σφάλμα που προκαλεί αιτιωδώς ζημία σε ένα πρόσωπο αναγνωρίζεται, κατά πάγια άποψη στο ελληνικό δίκαιο, ως περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 914.
Η ιατρική ευθύνη λοιπόν συνίσταται σε μια αντικειμενικά εσφαλμένη ενέργεια, που δημιουργεί μια απόκλιση από τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και πιο συγκεκριμένα μια παράβαση των ιατρικών κανόνων. Συνδέεται με ένα σύμφωνα με την επιστήμη ακατάλληλο μέτρο[3].  Η αντικειμενική αυτή εσφαλμένη ενέργεια συνδέεται με παράβαση από τον ιατρό των κανόνων της ιατρική επιστήμης, για τους οποίους δε μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση με παράλληλη προσβολή του καθήκοντος επιμέλειας[4] λ.χ. η εσφαλμένη διάγνωση (διαγνωστική πλάνη) που οδηγεί στην εσφαλμένη αντιμετώπιση του περιστατικού συνιστά εξωτερικά αμελή ιατρική παράλειψη και άρα ιατρικό σφάλμα. Περιπτώσεις τέτοιες είναι η ΣτΕ 727/09 (ρήξη οισοφάγου με αποζημίωση 125.000 ευρώ), η ΣτΕ 3081/03 απώλεια νεφρού με αποζημίωση 40.000.000 δραχμές), η ΣτΕ 3202/06 πρόκληση ηπίου καρκινώματος με αποζημίωση 52.000 ευρώ) και κάποιες με βαρύτερες συνέπειες, όπως μερική τύφλωση (ΣτΕ 2739/07 με 150.000 αποζημίωση) και μόνιμη εγκεφαλική βλάβη (525.000 αποζημίωση ΣτΕ 727/09). Πληθώρα αποφάσεων και του Αρείου Πάγου υπάρχει με κορυφαίες τις ΑΠ 529/00, 601/00, 1063/00, 1384/01, 1953/01, 797/02, 1644/02, 3016/03, 290/04 (ιδιαιτέρως σημαντική) 546/05, 183/06, 97/07, 801/07, 1484/08.
Το ιατρικό σφάλμα συνδέεται, λοιπόν, με τη θεραπευτική αστοχία που συνίσταται είτε στη λανθασμένη επιλογή της ιατρική μεθόδου είτε στην παράληψη του ιατρού να ενεργήσει έγκαιρα για την αποτροπή δυσμενών αποτελεσμάτων. Ως χαρακτηριστικές θεραπευτικές αστοχίες η νομολογία επισημαίνει 1. Το διαγνωστικό λάθος 2. Την εφαρμογή μη αναγνωρισμένης θεραπευτικής μεθόδου. 3. Τεχνικό σφάλμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων 4. Μη υποβολή σε χειρουργική επέμβαση 5. πλημμελής προεγχειρητικός έλεγχος και  6. Παράλειψη ιατρικής παρακολούθησης μετά το πέρας της επεμβάσεως (ΠοινΔικ 11/2004). Έχει δε κριθεί ότι δεν υπάρχει ιατρική αμέλεια όταν ο ιατρός δεν παραβιάζει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης[5].
Σχετικά δε με την ένταξη του ιατρικού σφάλματος στις προϋποθέσεις της παρανομίας και της υπαιτιότητας, επισημαίνονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, που πλέον πρέπει να θεωρείται κρατούσα στο ελληνικό δίκαιο, η συνδρομή της προϋπόθεσης της παρανομίας εξετάζεται με αναγωγή στη συμπεριφορά του δράστη, η οποία πρέπει καθεαυτή να αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, και όχι ενόψει του επιζήμιου αποτελέσματος. Με αυτή την έννοια, στην ιατρική ευθύνη για ιατρικό σφάλμα, η προϋπόθεση της παρανομίας θεμελιώνεται α) με αναγωγή σε συγκεκριμένες διατάξεις, στις οποίες θεωρείται ότι αντιβαίνει η αμελής και αντιεπιστημονική συμπεριφορά του γιατρού και β) στην παράβαση των γενικών (άγραφων) κανόνων επιμέλειας, που ρυθμίζουν τον τρόπο ενέργειας των ιατρών. Ειδικότερα, όπως είναι γνωστό, παρανομία δεν συνιστά μόνο η συμπεριφορά προσώπου που αντίκειται σε ειδική διάταξη νόμου, αλλά και αυτή που παραβιάζει τις υποχρεώσεις επιμέλειας την οποία οφείλει να επιδεικνύει κάθε κοινωνός προς το σκοπό της αποφυγής πρόκλησης ζημίας σε αγαθά άλλων προσώπων. Το δίκαιο, με άλλες λέξεις, απαγορεύει την αμελή συμπεριφορά και το ιατρικό σφάλμα συνιστά μια τέτοια συμπεριφορά .

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΠλημΑιγ 322/18 : "Αξιόποινη η πράξη της δημόσιας προτροπής ή υποκίνησης σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισμό κλπ"


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΙΓΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 322/2018

Πρόεδρος: Ξ. Σταμάτη, Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης
Εισαγγελέας: Ε. Αργυροπούλου, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών (κωλυομένης Εισαγγελέως)

[...] Η Ελλάδα με την επικύρωση, με το ΝΔ 494/1970, της υπογραφείσης στις 7 Μαρτίου 1966 Διεθνούς Συμβάσεως περί καταργήσεως κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, ανέλαβε την υποχρέωση όπως, αφενός μεν καταδικάσει κάθε φυλετική διάκριση, αφετέρου δε προβεί στη λήψη και εφαρμογή μέτρων, τα οποία απαιτούνται για την πραγματοποίηση των επιδιωκομένων με την ως άνω Σύμβαση σκοπών για την καταπολέμηση ενεργειών που αποσκοπούν στη διάδοση ιδεών ή θεωριών περί ανωτερότητας μιας φυλής ή ομάδας προσώπων ενός χρώματος ή που προκαλούν φυλετικό μίσος και διακρίσεις, καθώς και την εξάλειψη κάθε φυλετικής διάκρισης, όπως, διαλαμβάνεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου 927/1979 της 22/26 Ιουνίου 1979 (ΦΕΚ Α΄ 139) «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικός διακρίσεις». Έτσι, με τον νόμο 927/1979 κατέστη αξιόποινη συμπεριφορά που στοχοποιούσε άτομα ή ομάδες βάσει της φυλετικής τους ή εθνικής τους καταγωγής, αργότερα με την τροποποίηση που επήλθε με τον νόμο 1419/1984 και βάσει του θρησκεύματος και με τον νόμο 4285/2014 το αξιόποινο επεκτάθηκε και στις διακρίσεις βάσει του χρώματος, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας του φύλου και της αναπηρίας προστιθεμένων των λέξεων «χαρακτηριστικά φύλου» με τον νόμο 4491/2017. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 1 του Ν 927/1979, όπως ισχύει, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου «χαρακτηριστικά φύλου» ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 - 20.000) ευρώ.»
Με την ως άνω διάταξη προβλέπεται, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα διαδικασία πεδίο εφαρμογής αυτής, το τιμωρούμενο σε βαθμό πλημμελήματος έγκλημα της δημόσιας προκλήσεως σε πράξεις ή ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος και βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κατά τρόπο που ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρώνεται όταν κάποιος προτρέπει άλλον ή άλλους σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία εναντίον προσώπων εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους, κατά τρόπο που ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων αυτών (Ολ ΑΠ 3/2010 (ΠΟΙΝ), ΠοινΔ/νη 2010, 533).
Η «προτροπή» αυτή πρέπει να είναι δημόσια, με την έννοια ότι μπορεί να εισακουστεί και να επηρεάσει οποιονδήποτε δέκτη, ανεξαιρέτως αν τελείται σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με δημόσιο ή ιδιωτικό μέσο, όπως είναι ο έντυπος τύπος. Δεν συνιστά «προτροπή» η απλή έκφραση γνώμης ορμώμενη, όπως στην εξεταζόμενη περίπτωση, από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις έστω και δυσάρεστης ή επικριτικής για τα μέλη μιας ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η «προτροπή» ενέχει παρότρυνση, παρόρμηση, διέγερση, ενθάρρυνση και παρακίνηση για την τέλεση πράξεων ή ενεργειών, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν αποβλέπει δι’ αυτής το υποκείμενο της προτροπής στην αποδοχή και μόνον των απόψεών του (Ολ ΑΠ 3/2010 ό.π., βλ. και Ε. Συμεωνίδου - Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρ 2015, 729). Οι πράξεις και ενέργειες, στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και πρόσφορες να προκαλέσουν «διακρίσεις, μίσος ή βία», χωρίς να απαιτείται και να προκληθούν. Το αποτέλεσμα της προσφόρου προκλήσεως «διακρίσεων, μίσους ή βίας» πρέπει να έχει ως βάση και αιτία αλλά και να συνδέεται μέσω της αναφοράς του υποκειμένου των προτροπών στον σεξουαλικό προσανατολισμό των προσώπων που αποτελούν το αντικείμενο του εγκλήματος, μετά και την εν μέρει στενότερη διατύπωση του νόμου, μετά την τροποποίησή του με τον νόμο 4285/2014, σε σχέση με την αρχική του διατύπωση (βλ. και Ε. Συμεωνίδου - Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρ 2015, 729). Δοθέντος ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό της διατάξεως είναι η δημόσια τάξη ή/και τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας, εν προκειμένω, η κατά τα ανωτέρω κολάσιμη συμπεριφορά αρκεί να θέτει σε κίνδυνο κάποιο από τα προαναφερόμενα ατομικά αγαθά, ήτοι της ζωής, της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται και στοχοποιούνται με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η ως άνω αξιόποινη πράξη τελείται από δόλο (ΠΚ 26 παρ. 1), υποκειμενική υπόσταση η οποία πληρούται με τη γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως.
Στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 του νόμου 927/1979, όπως ισχύει, προβλέπεται ως επιβαρυντική περίσταση της πράξης, η τέλεση αυτής από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 του νόμου 927/1979, όπως ισχύει.
Οι διατάξεις του νόμου 927/1979 πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 5 παρ. 1, 2, 13 παρ. 1, 14 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 9 και 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες κατοχυρώνεται η ελευθερία της έκφρασης των στοχασμών του ατόμου (προφορικά, γραπτά και δια του τύπου) καθώς και η ελευθερία της εκδήλωσης της θρησκευτικής πεποίθησης ως και της άσκησης και υπηρέτησης των θρησκευτικών καθηκόντων στους κατέχοντες θέση στην ιεραρχία της Εκκλησίας, όπως, πέραν των άλλων, προδιαγράφονται και στους κανόνες της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΟλΑΠ 3/2010 ό.π.).
Περαιτέρω, όσον αφορά στην κατάχρηση του εκκλησιαστικού αξιώματος, πράξη του κατ’ άρθρο 196 ΠΚ εγκλήματος είναι η πρόκληση ή η διέγερση, υπαλλακτικά (ή διαζευκτικά) προβλεπόμενες, σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων πολιτών. Υποκείμενο του εγκλήματος είναι μόνο το πρόσωπο που έχει ιδιότητα «θρησκευτικού λειτουργού» και όχι οποιοσδήποτε άνθρωπος. Η ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού κρίνεται κατά τους κανόνες της θρησκείας του, που πρέπει να είναι γνωστή στη Ελλάδα. Κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησία ως λειτουργοί θεωρούνται εκείνοι που δέχτηκαν χειροτονία στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης: διάκονου, πρεσβύτερου και επισκόπου, συμπεριλαμβανομένων των ιερομονάχων και ιεροδιακόνων (βλ. I. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης - 2η έκδοση, Άρθρα 183-197 ΠΚ, σελ. 234). Η αντικειμενική υπόσταση πληρούται με τη διέγερση έντονων συναισθημάτων που εκφράζονται με τον όρο «εχθροπάθεια», απαιτείται δηλαδή η εξωτερίκευση αυτών των συναισθημάτων με κραυγές, συνθήματα, αναθέματα κ.λπ. (βλ. I. Μανωλεδάκης, ό.π. σελ. 234). Έτσι, το κατά το άρθρο 196 ΠΚ έγκλημα θα πρέπει να θεωρηθεί ως έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης για το προστατευόμενο από αυτό έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης (βλ. I. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 239). Το εν λόγω έγκλημα τιμωρείται μόνο όταν τελείται με πρόθεση (δόλο) και όχι όταν τελείται από αμέλεια.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

ΑΠ 252/2018 [Α2' Πολιτικό Τμήμα ] : Προϋποθέσεις για προσκόμιση ποινικής απόφασης σε αστική υπόθεση - προσωπικά δεδομένα


Αριθμός 252/2018 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 64/2017 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Δήμητρας Παπαντωνοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αβροκόμη Θούα και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Β. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου. 
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Λ. του Ε., κατοίκου ..., 2) Β. Π. του Α., κατοίκου ... και 3) Ι. Σ. του Θ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-7-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 207/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 22/ΕΡ-ΔΙ/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-6-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 § 4 και 576 §§ 1-2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, επί ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς το διάδικο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο δεν εμφανίσθηκαν ούτε παραστάθηκαν νόμιμα οι αναιρεσίβλητοι. Προς απόδειξη της κλητεύσεώς τους ο αναιρεσείων προσκομίζει τις υπ' αριθμ. ... ... και ... από 18-1-2017 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Χ. Α., από τις οποίες αποδεικνύεται ότι, μετά από παραγγελία του ιδίου, ακριβές αντίγραφο της από 21 Ιουνίου 2016 αιτήσεώς του για αναίρεση της 22/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σε καθέναν από τους αναιρεσίβλητους. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, παρά την απουσία των τελευταίων.
ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, απορριπτική της από 7-7-2015 εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 207/2015 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Βεροίας, που είχε δεχθεί εν μέρει κατ' ουσίαν την από 1-7-2014 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον καθένα τους χρηματικό ποσό λόγω ηθικής βλάβης που είχαν υποστεί από τη συμπεριφορά του, που στοιχειοθετούσε εις βάρος τους το αδίκημα του άρθρου 22 § 4 του ν. 2472/1997. 
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2016 και έχει εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου..., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος..., 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την αμέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει, ότι η απαρίθμηση των λόγων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναιρέσεως είναι μόνο έξι και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναιρέσεως που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος, όταν το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, όταν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και όταν δεν κήρυξε παρά το νόμο ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Οι λόγοι, επομένως, της αναιρέσεως, με τους οποίους, υπό την επίκληση των αριθμών 10 και 11 περίπτ. γ', αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλονται οι πλημμέλειες, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις) που ο αναιρεσείων προσκόμισε και ότι δέχθηκε πράγματα (δηλ. ότι οι αντίδικοί του υπέστησαν ηθική βλάβη, καθώς επίσης ότι δεν ήταν ευρεία η δημοσιοποίηση της αναφερόμενης ποινικής αποφάσεως) ως αληθινά χωρίς απόδειξη, ακολούθως δε να δεχθεί την ένδικη αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, επικυρώνοντας, έτσι, κατά το κύριο μέρος της την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. 
IV. Επειδή, κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 "προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως : α) "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων ", β).., γ).., δ) "επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή", ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την § 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο") κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια", στ)..., ζ) "υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", η) ..., θ) ..., ι) "αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι".... Εξ ετέρου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 ε' του ίδιου νόμου, "Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 § 2 γ` του Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, "Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ... γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου". Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Κατά το άρθρο 7Α § 1 περίπτ. ε' του ίδιου νόμου, ως αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθρο 23 § 1 του Ν. 3471/2006, "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: ...ε) . Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές ή εταιρείες των προσώπων αυτών και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς πελάτες τους, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας και τα μέλη των εταιρειών δεσμεύονται από υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει νόμος, και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη". Τέλος, στο άρθρο 22 § 4 του ίδιου Ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, ενώ στη μεν § 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο "αστική ευθύνη" ορίζεται, ότι "φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον", στη δε § 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ' ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ' του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.
Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο καθοριζόμενο από αυτήν ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως, όχι κρίνοντας αυτήν ως εύλογη, αλλά θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011).