Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

ΠολΠρΑθ 1260/17 : Άρση τραπεζικού απορρήτου - Διενέργεια ανάκρισης για κακούργημα. Προσωπικά δεδομένα


ΠολΠρΑθ 1260/17 : Άρση τραπεζικού απορρήτου - Διενέργεια ανάκρισης για κακούργημα. Προσωπικά δεδομένα. Υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να συνεργάζονται με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και γι' αυτό το λόγο αίρεται το απόρρητο για την παροχή πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την ανίχνευση κακουρηματικών πράξεων. Εν προκειμένω η τράπεζα, βασιζόμενη στο έγγραφο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, καλόπιστα προέβη στη γνωστοποίηση των αιτούμενων πληροφοριών, μετά από άρση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου του ενάγοντος και του τραπεζικού απορρήτου της συζύγου του που διατηρούσε κοινούς λογαριασμούς με αυτόν, εφόσον κατ’ εντολή του ως άνω δικαστικού λειτουργού ζητήθηκαν οι χορηγηθείσες πληροφορίες, λόγω της διενέργειας ανάκρισης για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα , ενώ η χορήγηση των πληροφοριών αυτών  δεν αντίκειται στις διατάξεις περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Απορρίπτει τις αγωγές.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1260/2017

Δικαστές: Χ. Ζώη, Π. Μελανούρης, Ν. Ξελυσσακτή (Εισηγήτρια)

[...] Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση α) η από 25.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .... αγωγή και η από 5.3.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .... ανακοίνωση δίκης, β) η από 26.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .... αγωγή και η από 5.3.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ...ανακοίνωση δίκης, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, διότι αφενός μεν είναι συναφείς, υπάγονται στην αρμοδιότητα του ίδιου Δικαστηρίου και στην ίδια διαδικασία, αφετέρου δε από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 285 εδ. α’ του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΝΔ 1059/1971 οι κάθε μορφής καταθέσεις είναι απόρρητες. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2, 5 και 9 του Συντάγματος, 57, 361 και 288 ΑΚ, προκύπτει ότι η Τράπεζα είναι υποχρεωμένη, με απειλή ποινικής κύρωσης των υπευθύνων φυσικών προσώπων της, να τηρεί το απόρρητο των πάσης φύσης καταθέσεων και λογαριασμών και όχι μόνον των σε χρήμα καταθέσεων των πελατών της, έναντι παντός τρίτου και απαγορεύεται η παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας ή γνωστοποίησης σχετικά με τις εν λόγω καταθέσεις και λογαριασμούς (βλ. ΑΠ Ολ 3/1993 ΕλλΔνη 34, 1459, ΕφΑθ 1664/2001 ΕλλΔνη 43, 1703). Από την γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 του ΝΔ 1059/1971 προκύπτει ότι αντικείμενο του ειδικού απορρήτου αποτελούν «οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα». Συνεπώς μπορούν να θεωρηθούν ως αντικείμενο του ειδικού απορρήτου όλες οι συμβάσεις κατάθεσης με τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης (άρθρο 830 εδ. α’ ΑΚ), οι οποίες συνάπτονται μεταξύ τραπεζών και πελατών, δοθέντος ότι αυτό (δηλαδή το της ανώμαλης παρακαταθήκης) είναι το τρέχον εννοιολογικό περιεχόμενο της σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης, το οποίο έχει επικρατήσει στο τραπεζικό δίκαιο, ήτοι έχει επικρατήσει όπως η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον παρακαταθέτη πελάτη - σε περίπτωση αμφιβολίας - λογίζεται ως δάνειο εφόσον η θεματοφύλακας τράπεζα έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, με παράλληλη υποχρέωση της τράπεζας για απόδοση στον καταθέτη των αξιών αυτών με τους συμφωνημένους τόκους (άρθρο 830 ΑΚ σε συνδ. με άρθρα 806-809 ΑΚ). Καταλαμβάνονται από το ειδικό απόρρητο αφ’ ενός μεν οι πάσης φύσης χρηματικές καταθέσεις [ελεύθερες ή δεσμευμένες, όψεως, ταμιευτηρίου, προθεσμιακές ή σε τρεχούμενο λογαριασμό], αφ’ ετέρου δε και οποιαδήποτε άλλη κατάθεση τίτλων, δηλαδή κινητών αξιών (λ.χ. μετοχών, ομολογιών, άλλων χρεογράφων) πραγματοποιηθείσα πάντοτε με την μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης (βλ. ΣυμβΠλημΠειρ 390/2006 ΠοινΧρ ΝΖ’, 2007, 175, ΣυμβΠλημΛιΒαδ 19/2001, ΠοινΧρ ΝΒ’, 2002, 71). Συνακόλουθα δεν εμπίπτουν στη μείζονα προστασία του ειδικού απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων σύμφωνα με το ΝΔ 1059/1971 εκείνες οι συμβάσεις με Τράπεζες που έχουν τον χαρακτήρα ομαλής παρακαταθήκης, έστω και αν οι συμβάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από τα μέρη ή από την συναλλακτική πρακτική ως καταθέσεις. Έτσι δεν υπάγονται στο ειδικό απόρρητο του ΝΔ 1059/1971 αλλά στα ισχύοντα περί γενικού απορρήτου - ενδεικτικά - οι περιπτώσεις όπου η τράπεζα φυλάττει με την ιδιότητα του θεματοφύλακα τίτλους μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου κατά τα άρθρο 3 αρ. 3, 8, 12 παρ. 3 περ. β’ του Ν 3283/2004, καθόσον τα μερίδια των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες απλώς φυλάσσονται από την τράπεζα ως θεματοφύλακα για λογαριασμό των δικαιούχων - κομιστών των μεριδίων ως παρακαταθετών, χωρίς η τράπεζα να έχει εξουσία χρήσης των μεριδίων αυτών. 
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ 1059/1971, όπως αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν 1858/1989 και μεταγενέστερα από τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του Ν 1868/1989, προκύπτει ότι το απόρρητο των καταθέσεων σε ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, επιτρέπεται εξαιρετικά να αρθεί για την παροχή πληροφοριών των ευρισκόμενων χρηματικών ή άλλης μορφής καταθέσεων σε αυτά, κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης παραγγελίας ή αίτησης ή απόφασης του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου, διά του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου, στην έδρα του οποίου διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος. Γίνεται δεκτό ότι η άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων ορισμένου προσώπου περιλαμβάνει και τις καταθέσεις του σε κοινό λογαριασμό με άλλα άσχετα περί το διερευνούμενο κακούργημα άτομα, τα οποία ως αναγκαστικώς εμπλεκόμενα δεν δικαιούνται να αντιταχθούν στο άνοιγμα του λογαριασμού. Αντίθετη εκδοχή θα επέτρεπε την καταστρατήγηση των διατάξεων και του σκοπού του νόμου, διότι έτσι η άρση του απορρήτου θα γινόταν μόνο στην απίθανη περίπτωση που όλοι οι συνδικαιούχοι συγκέντρωναν τις νόμιμες προϋποθέσεις άρσης του, ενώ ο ενδιαφερόμενος για να αποφύγει την αποκάλυψη του κακουργήματος θα μπορούσε να ανοίξει κοινό λογαριασμό στο όνομα περισσοτέρων ατόμων αμέτοχων στο έγκλημα και αγνοούντων ενδεχομένως το λογαριασμό, αφού ο κοινός λογαριασμός μπορεί να ανοιχθεί χωρίς την παρουσία όλων των συνδικαιούχων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν 5638/1932, όπως αντικ. με το άρθρο 1 ΝΔ 956/1977, σε συνδ. με άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α ΝΔ της 17/6 - 13.8.1923 (βλ. ΣυμβΠλημΚατερ 27/2011 Nomos, ΣυμβΠλημΡόδου 5/2005 Nomos, ΣυμβΠλημΚαΒ 161/1996).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 55 του Ν 2396/1996, όπως στο άρθρο 55 προστέθηκε η παρ. 5 με το άρθρο 20 του Ν 2733/1999, καθιερώνεται ειδικά το απόρρητο των καταχωρίσεων που αφορούν στις άυλες μετοχές των ελληνικών ανωνύμων εταιριών, οι οποίες εταιρίες είναι εκάστοτε εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ΑΕ και οι μετοχές τους έχουν καταχωρισθεί ηλεκτρονικά στα αρχεία που διαχειρίζεται η ανώνυμη εταιρία «Κεντρικό Αποθετήριο αξιών ΑΕ» (ΑΕΑΠΟΘ). Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 55 του Ν 2396/1996, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις απόρρητες καταχωρίσεις στα αρχεία της ΑΕΑΠΟΘ που αφορούν σε άυλες μετοχές, μόνον σε εκείνες τις ειδικές περιπτώσεις και - προφανώς - με την ίδια διαδικασία που προβλέπεται εκάστοτε στην κείμενη νομοθεσία ότι επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις καταθέσεις σε τράπεζες. Δηλαδή επιτρέπεται η άρση του απορρήτου εφόσον η παροχή των εν λόγω πληροφοριών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος και κατόπιν έκδοσης σχετικού βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου ή απόφασης του δικαστηρίου, ήτοι σε εκείνες μόνον τις περιπτώσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που διαγράφεται στη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ 1059/1971 (βλ. ΣυμβΠλημΣύρου 47/2008 Nomos). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί καθώς και οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη τους οφείλουν να συνεργάζονται πλήρως με τις αρχές τις υπεύθυνες για το ξέπλυμα χρημάτων αφενός ενημερώνοντας τις αρχές αυτές, με δική τους πρωτοβουλία, για κάθε γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη για κάτι τέτοιο και αφετέρου παρέχοντας σε αυτές, ύστερα από αίτησή τους, τις απαιτούμενες πληροφορίες ακολουθώντας τις διαδικασίες που προβλέπεται η εθνική νομοθεσία. Ο Έλληνας νομοθέτης ενσωμάτωσε πλήρως την παραπάνω διάταξη της οδηγίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 4 του Ν 2331/1995, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με το Ν 3691/4.8.2008 (ΦΕΚ Α 166/5.8.2008), «Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον αρμόδιο φορέα, στην εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφου 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δήμευσης, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας. Αλλιώς τίθεται στο αρχείο και παραμένει μυστική». Επιπλέον, στην παρ. 15 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι «Η γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, όταν γίνεται καλόπιστα, δεν αποτελεί άδικη ή αντισυμβατική πράξη και δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιουδήποτε είδους ευθύνη».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 2331/1995, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν 3691/2008, οι διατάξεις των παρ. 9 επ. του άρθρου 4 του ως άνω νόμου εφαρμόζονται ανάλογα και ως προς τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών καθώς και ως προς τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (βλ. και άρθρο 1 στοιχ. ε’ του Ν 2331/1995). Η γνωστοποίηση αρμοδίως πληροφοριών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από υπάλληλο ή διευθυντικό στέλεχος, κατά τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 4 του ως άνω νόμου, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής, νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης ανακοίνωσης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, και για τους υπαλλήλους ή τα διευθυντικά στελέχη τους εκτός αν αυτοί ενήργησαν κακόβουλα (βλ. άρθρο 8 του Ν 2331/1995, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν 3691/4.8.2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 2331/1995 (για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν 3424/2005, προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της νομιμοποίησης αποτελεί η προγενέστερη τέλεση άλλου εγκλήματος που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα) [εγκληματικές δραστηριότητες στη διάταξη του άρθρου 1 στοιχ. α’ του Ν 2331/1995], από το οποίο κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (όπως είναι και το χρήμα σε υλική ή άυλη μορφή). Όταν ο αυτουργός της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι το ίδιο πρόσωπο με τον δράστη του βασικού εγκλήματος, γεγονός που δεν αποκλείεται από καμία διάταξη νόμου (εκτός από την περίπτωση που το πρώτον τελείται με παροχή συνδρομής προς πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, οπότε εννοιολογικά αποκλείεται η ταυτοπροσωπία) [βλ. ΕφΑθ 349/2015 Nomos], τα δύο εγκλήματα (έγκλημα νομιμοποίησης και βασικό έγκλημα) συρρέουν πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα με διακριτή και χωριστή απαξία το καθένα. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ’ εδ. α’ και β’ του Ν 3424/2005, ορίζεται ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α’, β’ και γ’ της παραγράφου αυτής (δηλαδή του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 2331/1995, όπως αντικ. με το άρθρο 3 παρ. 1 Ν 3424/2005), καθώς και ότι στις περιπτώσεις αυτές ο υπαίτιος (του βασικού εγκλήματος) τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των εν λόγω πράξεων (νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στον συνολικό σχεδιασμό δράσης. Ειδικότερα, με τη μεταγενέστερη ποινική διάταξη αυτή δε θεσπίστηκε για πρώτη φορά, ως προς τον φυσικό ή ηθικό αυτουργό του βασικού εγκλήματος, ιδιώνυμη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 2331/1995. Αντίθετα, κατά την έννοια της σχετικής διάταξης, απλώς τάσσεται ως πρόσθετος όρος, για την τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 2331/1995 και από τον φυσικό ή ηθικό αυτουργό του βασικού εγκλήματος, αυτός να είχε εντάξει την τέλεση του σχετικού εγκλήματος (της νομιμοποίησης ...) στο συνολικό σχεδιασμό της εγκληματικής δράσης του. Πρόκειται δηλαδή για διάταξη, η οποία, επειδή θέτει πρόσθετο όρο (επιπλέον εκείνων του άρθρου 2 παρ. 1 Ν 2331/1995) για τον κολασμό του δράστη του βασικού εγκλήματος, είναι ηπιότερη από την προγενέστερη και, κατά το άρθρο 2 ΠΚ, έχει αναδρομική εφαρμογή και για τις πράξεις νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων που τελέστηκαν πριν από τη θέσπιση του Ν 3424/2005 (βλ. ΑΠ 454/2016 Nomos).
Από τη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ 1059/1971 σαφώς προκύπτει ότι καθιερώνεται μεν η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να τηρούν το απόρρητο των πάσης φύσης καταθέσεων των πελατών τους, πλην όμως η προστασία αυτή του απορρήτου κάμπτεται και το απόρρητο αίρεται για την παροχή πληροφοριών από μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι απολύτως αναγκαίες για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος. Το αυτό ισχύει και για το χρηματιστηριακό απόρρητο, κατά τα προαναφερόμενα και ειδικότερα για την παροχή πληροφοριών σχετικά με μετοχές τους έχουν καταχωρισθεί ηλεκτρονικά στα αρχεία που διαχειρίζεται η ανώνυμη εταιρία «Κεντρικό Αποθετήριο αξιών ΑΕ». Στις περιπτώσεις αυτές η άρση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου γίνεται κατόπιν βουλεύματος ή απόφασης, η έκδοση των οποίων έχει προκληθεί με τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους. Όταν όμως πιθανολογείται (κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής) [βλ. την προρρηθείσα παρ. 13 του άρθρου 4 του Ν 2331/1995) ότι οι συναλλαγές με πιστωτικό ίδρυμα ή/και με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δήμευσης, το απόρρητο (τραπεζικό και χρηματιστηριακό) αίρεται με απλούστερη διαδικασία, και συγκεκριμένα, κατόπιν αιτήματος του αρμόδιου φορέα, της εισαγγελικής αρχής, του ανακριτή και του δικαστηρίου. Υπό τις παραπάνω περιστάσεις, η αλληλογραφία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και εταιριών διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων και των ανωτέρω αρχών είναι διαβαθμισμένη (απόρρητη), αλλά αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας, εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση η αλληλογραφία καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία της υπόθεσης παραμένουν στο αρχείο ως απόρρητα. Τέλος, η κατά τα ανωτέρω παροχή πληροφοριών από την τράπεζα ή τους ανωτέρω χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όταν γίνεται καλόπιστα, δεν μπορεί να θεμελιώσει εναντίον της ούτε συμβατική, ούτε αδικοπρακτική ευθύνη (βλ. ΠΠρΑθ 484/2014, αδημ.).
Με τις ανωτέρω διατάξεις, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να συνεργάζονται με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, συνδυάζεται με την άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου που καλύπτει τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες τους. Η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να συνεργάζονται με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, συνδυάζεται με την άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου που καλύπτει τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητές τους. Η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών για συνεργασία περιλαμβάνει το παθητικό σκέλος της υποχρέωσης διαβίβασης στις αρμόδιες αρχές των αιτούμενων πληροφοριών. Η κάμψη του τραπεζικού απορρήτου προς χάρη της ως άνω συνεργασίας «αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα τον ακρογωνιαίο λίθο της οδηγίας», όπως σημειώνεται στην πρώτη έκθεση της επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής αυτής πράξης για τη νομιμοποίηση των εσόδων. Η αρχή αυτή της άρσης του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου προς το συμφέρον της ποινικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της καταπολέμησης του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος υιοθετήθηκε πλήρως από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ακόμη και στα κράτη εκείνα, όπου υπάρχει ισχυρή παράδοση στον τομέα του τραπεζικού απορρήτου (βλ. Γ. Ε. Τραγάκη, οργανωμένο έγκλημα και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος money laundering, 1996, σελ. 335, 336). Επιπροσθέτως, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 70 Ν 3994/2011, με την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 ΝΔ 144/1942 καθιερώνεται και ως προς τις αναγνωριστικές αγωγές η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, σε αντίθετη δε περίπτωση επέρχεται πλασματική ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 72 παρ. 14 του ως άνω νόμου: «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Με βάση την ως άνω διάταξη, που είναι ειδικότερη σε σχέση με τη γενική μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 Ν 3994/2011 («Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο»), κομβικό σημείο για την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών αποτελεί ο χρόνος άσκησής τους, ώστε να μην υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή όσες ασκήθηκαν προ της 25ης Ιουλίου 2011 (χρόνος έναρξης ισχύος του Ν 3994/2011). Είχε, μάλιστα, κριθεί νομολογιακά ότι η ως άνω λύση αφορά τόσο τις αγωγές που είχαν εξαρχής ασκηθεί ως αναγνωριστικές όσο κι εκείνες που είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές προ της έναρξης ισχύος του Ν 3994/2011 αλλά τράπηκαν μετά την ισχύ του σε αναγνωριστικές, καθώς δεν υπήρχε κανένας λόγος για τη διαφορετική αντιμετώπισή τους. Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 Ν 4055/2012 ορίστηκαν τα εξής: «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του Ν 3994/2011 δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού». Με αυτή την μάλλον πρόχειρη (αφού δεν μνημονεύεται στην Εισηγητική Έκθεση) και πρωτοφανή (αφού τροποποιεί μεταβατική διάταξη ήδη ισχύοντος νόμου) νομοθετική επιλογή, η τροποποίηση του άρθρου 7 παρ. 3 ΝΔ 144/1942 με το άρθρο 70 Ν 3994/2011 (ήτοι η επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές), ειδικά για εκείνες που είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές προ της έναρξης ισχύος του Ν 3994/2011 αλλά τράπηκαν μετά την ισχύ του σε αναγνωριστικές, από άποψη διαχρονικού δικαίου δεν καταλαμβάνεται πλέον από την καταργημένη (μόνο ως προς αυτές) μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 Ν 3994/2011, αλλά από τη γενική μεταβατική διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω νόμου, με βάση την οποία στις δίκες που κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του νέου αυτού νόμου (πρβλ. ΠΠρΑθ 3110/2015, ΤΝΠ Ισοκράτης). Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία καταψηφιστική αγωγή προς της έναρξης ισχύος του Ν 3994/2011 και την έτρεψε, ολικά ή έν μέρει, σε αναγνωριστική κατά τη συζήτησή της που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος, διότι αφενός εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να ασκήσουν εξαρχής αναγνωριστική αγωγή και όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή με πρόθεση, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους παρείχε ο νόμος, να την τρέψουν εγκαίρως σε αναγνωριστική, αφετέρου δυσχεραίνει το δικαίωμά τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα (βλ. ΠΠρΝαυπλίου 150/2013 Nomos).
Εξάλλου, η υιοθέτηση αυτής της λύσης αντιβαίνει ευθέως στον πάγιο νομολογιακό κανόνα ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (βλ. ΑΠ 1126/2010 Nomos). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την από 25.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11969/2010 αγωγή της εκθέτει ότι είχε συνάψει με την «Τράπεζα ...» σύβαση του αναφερόμενου στο δικόγραφο της αγωγής κοινού μετά του συζύγου της, Γ., λογαριασμού ταμιευτηρίου καθώς και σύμβαση των κοινών, μετά του συζύγου της, αναφερόμενων στην αγωγή λογαριασμών προθεσμιακής κατάθεσης. Ότι ασκήθηκε κατά του συζύγου της ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, της παθητικής δωροδοκίας δικαστού και της συγκρότησης συμμορίας σε βαθμό πλημμελήματος. Ότι ο τελευταίος με το υπ’ αριθμ. 27007/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απαλλάχτηκε αμετάκλητα για τις πράξεις της δωροδοκίας δικαστή, της συγκρότησης συμμορίας και για τις 10 από τις 16 παραβάσεις καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, για τις οποίες είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος και παραπέμφθηκε για να δικαστεί ως υπαίτιος του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, βαθμό πλημμελήματος για 6 περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, λόγω του ότι οι συγκατηγορούμενοί του βαρύνονταν με κακουργημάτων πράξεις. Ότι ο σύζυγός της με απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου στις 17.11.2010 κρίθηκε αθώος της ως άνω αξιόποινης πράξης κατ’ εξακολούθηση που του αποδιδόταν. Ότι κατά της ενάγουσας δεν ασκήθηκε ποτέ ποινική δίωξη και δεν κατέστη με οποιοδήποτε τρόπο εμπλεκόμενη στην ως άνω υπόθεση του συζύγου της και δεν της αποδόθηκε καμία κατηγορία. Ότι με σχετικό έγγραφο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή που απεστάλη στην ως άνω τράπεζα ζητήθηκε η παροχή στοιχείων σχετικά με απόρρητες τραπεζικές καταθέσεις της ενάγουσας. Ότι σε απάντηση του ως άνω εγγράφου η ανωτέρω τράπεζα απέστειλε, μετά από σχετική έρευνα στα διαθέσιμα αρχεία της, κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ του τμήματος κανονιστικής συμμόρφωσης της διεύθυνσης διαχείρισης κινδύνων - υποδιεύθυνσης λειτουργικού κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσής της και του καταστήματός της στα Σπάτα Αττικής, το από 3.11.2005 έγγραφό της προς το Εφετείο Αθηνών, στο Γραφείο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή. Ότι με το τελευταίο έγγραφο η ως άνω τράπεζα προέβη σε γνωστοποίηση στοιχείων που αφορούσαν τις εν γένει συναλλαγές της ενάγουσας και τις κινήσεις για το χρονικό διάστημα από 8.7.1998 έως και 12.4.2002 των ως άνω τραπεζικών λογαριασμών της που τηρούσε σε αυτήν μετά του συζύγου της. Ότι η προρρηθείσα γνωστοποίηση, έγινε παρά το νόμο για το τραπεζικό απόρρητο, συνιστούσε επεξεργασία παρά το νόμο προσωπικών της δεδομένων, υπαίτια πράξη των προστηθέντων της ως άνω τράπεζας, κατά παράβαση και του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών καθώς και κατά παράβασης της επαγγελματικής εχεμύθειας. Ότι, ειδικότερα, η ως άνω γνωστοποίηση έγινε, κατόπιν αίτησης του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή στην ανωτέρω τράπεζα που επιλήφθηκε κύριας ανάκρισης κατά του συζύγου της για τις ανωτέρω πλημμεληματικού χαρακτήρα αξιόποινες πράξεις, η οποία δεν υπείχε θέση αιτιολογημένης παραγγελίας ή αίτησης ή απόφασης του αρμοδίου για την άσκηση της ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου διά του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος. Ότι τα ανωτέρω γνωστοποιηθέντα στοιχεία από την ως άνω τράπεζα αποτέλεσαν μέρος της δικογραφίας που σχηματίστηκε σε βάρος του συζύγου της ενάγουσας και δε λήφθηκαν υπόψη ως παρανόμως ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, μετά από αποδοχή σχετικής ένστασης του συζύγου της ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Ότι η παροχή πληροφοριών από μέρους της ως άνω τράπεζας προς τον Ειδικό Εφέτη - Ανακριτή θεμελιώνει ευθύνη αυτής λόγω αδικοπραξίας. Ότι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας πράξης της εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς της στην επαγγελματική και κοινωνική έκφανση αυτής, καθώς εμφανίστηκε, όντας διευθύντρια του υποκαταστήματος του ΙΚΑ, ως ύποπτη τέλεσης αδικημάτων κακουργηματικού χαρακτήρα στους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας, στους υπαλλήλους της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, στο γραμματέα του Ειδικού Εφέτη - Ανακριτή καθώς και στα μέλη (Δικαστές και Γραμματείς) των συνθέσεων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Με βάση τα περιστατικά αυτά, η ενάγουσα - κατόπιν περιορισμού, κατά το ποσό των 75.000 ευρώ, του αρχικού αιτήματος της αγωγής της και τροπής του υπολοίπου αιτηθέντος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις έγγραφες νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραιτούμενη και από παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, ζητεί να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη, ως ειδική διάδοχος της ως άνω τράπεζας, η οποία τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης μετά την άσκηση της αγωγής, οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφλησή της. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισάγεται για εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 18 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που λήφθηκε στη συνεδρίαση 46/27.7.2012 (ΦΕΚ Β΄ 2208/27.7.2012), ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της αρχικά εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζας ...» και τέθηκε αυτή υπό ειδική εκκαθάριση, ορίστηκε δε ειδικός εκκαθαριστής ο Ν. Μ. (βλ. άρθρο 68 του Ν 3601/2007 [όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του Ν 4021/2011 και πριν καταργηθεί με το άρθρο 166 παρ. 1 Ν 4261/2014]). Με απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος που λήφθηκε στη συνεδρίαση 4/27.7.2012 (ΦΕΚ Β΄ 2209/27.7.2012), δόθηκε εντολή στον πιο πάνω εκκαθαριστή να μεταβιβάσει στην εναγόμενη τα περιουσιακά στοιχεία της «Τράπεζας ...» [βλ. και άρθρα 63Δ, 63Ε Ν 3601/2007 (όπως αυτά είχαν προστεθεί με το άρθρο 4 Ν 4021/2011 και πριν καταργηθούν με το άρθρο 166 παρ. 1 Ν 4261/2014)]. Στην παρ. 1 του παραρτήματος της ανωτέρω απόφασης ορίσθηκε ότι στην εναγόμενη μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις της υπό ειδική εκκαθάρισης αρχικής εναγόμενης «Τράπεζας ...» με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως η εναγόμενη, καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της αρχικά εναγόμενης (δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α έως και ιστ, που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία». Στην παρ. 1 του παραρτήματος της ως άνω απόφασης ορίστηκε ότι στα περιουσιακά στοιχεία που θα μεταβιβαστούν στην εναγόμενη συγκαταλέγονται στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιδίως υπό στοιχ. ιγ’ και οι έννομες σχέσεις που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών και οι υποχρεώσεις της αρχικά εναγόμενης από κάθε είδους καταθέσεις πελατών σε αυτήν. Κατ’ ακολουθίαν, η εναγόμενη, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 38 του άρθρου 2 του Ν 4335/2015 [μετά από κατάργηση της παρ. 5 του άρθρου 68Δ του Ν 3601/2007, της παρ. 5 του άρθρου 141 του Ν 4261/2014], συνεχίζει την παρούσα δίκη που σχετίζεται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία σε αυτήν, χωρίς να επέρχεται διακοπή αυτής και χωρίς να απαιτείται δήλωση επανάληψής της. Η δε εναγόμενη νομιμοποιείται παθητικά, εφόσον η επίδικη αξίωση της ενάγουσας κατά της αρχικά εναγόμενης αφορά καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, συνδεόμενη με το προαναφερόμενο μεταβιβασθέν στοιχείο στην εναγόμενη, τραπεζικές καταθέσεις πελατών της αρχικά εναγόμενης και δεν αναφέρεται ως μη μεταβιβασθέν στοιχείο στην παρ. 2 υπό στοιχεία α έως και ιστ του παραρτήματος της ως άνω απόφασης [βλ. εξ αντιδιαστολής το υπό στοιχεία ζ) της παρ. 2 του παραρτήματος]. Η κρινόμενη αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του ΝΔ 1059/1071, 2 του Ν 2472/1997, 8 του Ν 2251/1994, 57, 59, 299, 330, 346, 914, 922, 932 ΑΚ, 70, 176 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου μετά την τροπή του συνόλου του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, καθόσον η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε προ της έναρξης ισχύος του Ν 3994/2011 (25.7.2011) που επέβαλε τη σχετική υποχρέωση και στις αναγνωριστικές αγωγές.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τάσσονται ως αντικειμενικά κριτήρια άσκησης των δικαιωμάτων: α) η καλή πίστη, δηλαδή η στον έντιμο και εχέφρονα άνθρωπο υπαγορευόμενη συμπεριφορά, β) ή τα χρηστά ήθη, δηλαδή οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη ηθικού και συνετού, μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γ) ή ο εγκείμενος στο δικαίωμα κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του και απαγορεύεται η άσκησή του, όταν υπερβαίνει ολοφάνερα τα τασσόμενα με τα κριτήρια αυτά ακραία όρια, είτε διότι προηγήθηκε μακρά αδράνεια του δικαιούχου που δημιούργησε εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα είχε ασκηθεί το δικαίωμα, του οποίου η άσκηση πλέον συνεπάγεται δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία για τον δικαιούχο από την ωφέλεια που προσδοκά από την άσκησή του ο υπόχρεος (βλ. ΑΠ Ολ 2101/1984), είτε διότι η προηγηθείσα της άσκησης του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου καθ’ εαυτή και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, από την οποία προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης (βλ. ΑΠ Ολ 62/1990), είτε για άλλους λόγους, εφόσον τα προσβαλλόμενα και αποδεικνυόμενα με αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις υπερβάσης των ανεκτών από το νόμο ορίων άσκησης του δικαιώματος (πρβλ. ΑΠ Ολ 472/1983). Σημειωτέον, ωστόσο, δε ότι δεν αποτελεί ισχυρισμό (δικαιοκωλυτική ένσταση) κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η αμφισβήτηση της ύπαρξης αυτού καθ’ εαυτού του δικαιώματος του ενάγοντος λόγω είτε μη επέλευσης των σχετικών δικαιογόνων πραγματικών περιστατικών ή λόγω επέλευσης δικαιοφθόρων (αποσβεστικών περιστατικών), καθόσον η διάταξη αυτή του άρθρου 281 ΑΚ δεν δύναται να αντιταχθεί κατά δικαιωμάτων αλλά του τρόπου άσκησής τους κατά τις προμνησθείσες προϋποθέσεις (βλ. ΕφΘεσ 601/2005 ΝοΒ 53, 1119), ήτοι η εφαρμογή της προϋποθέτει ότι ο ενιστάμενος καταφάσκει την ύπαρξη του δικαιώματος, διότι σε περίπτωση παντελούς έλλειψης δικαιώματος δε νοείται και καταχρηστική άσκησή του, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί (βλ. ΑΠ Ολ 17/1995 ΕλλΔνη 1995, 1531, ΕφΘεσ 721/2010 Αρμ 2011, 951). Έτσι δε δύναται να στοιχειοθετηθεί ένσταση κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, με βάση προγενέστερα της γέννησης του επίδικου δικαιώματος πραγματικά περιστατικά, αντιθέτως, η νόμιμη προβολή ένστασης κατά το προρρηθέν άρθρο του ΑΚ απαιτείται να έχει ως ιστορική βάση αυτής επιγενόμενα της γέννησης του δικαιώματος πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 1096/2005 ΝοΒ 54, 191, ΑΠ 119/2001 αδ., ΑΠ 1257/1998 ΕλλΔνη 1999, 91). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την κρινόμενη αγωγή ισχυριζόμενη ότι η αρχικά εναγόμενη τράπεζα προέβη σε άρση του τραπεζικού απορρήτου της ενάγουσας, δυνάμει αιτημάτων που της υποβλήθηκαν από τις δικαστικές αρχές, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 13 του Ν 2331/1995, ότι γνωστοποίησε τις αιτούμενες πληροφορίες στις δικαστικές αρχές, σύμφωνα με το Ν 2331/1995, καλόπιστα, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στις ένδικες προτάσεις της, και ότι δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη για τη γνωστοποίηση των αιτούμενων στοιχείων στις δικαστικές αρχές που αφορούσαν τις κοινές τραπεζικές καταθέσεις της ενάγουσας μετά του συζύγου της, Γ.Δ. Περαιτέρω, η εναγόμενη, αρνούμενη την αγωγή και την αποδιδόμενη στην αρχικά εναγόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, με την οποία η ενάγουσα συνδέει την προκληθείσα σε αυτήν ηθική βλάβη, ισχυρίζεται ότι τα γνωστοποιηθέντα στοιχεία από την αρχικά εναγόμενη στις δικαστικές αρχές βοήθησαν στην αθώωση του συζύγου της ενάγουσας και ως εκ τούτου η αγωγική αξίωση της ενάγουσας ασκείται καταχρηστικά, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ. Ο τελευταίος ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι με τα αναφερόμενα στον ως άνω ισχυρισμό της η εναγόμενη δεν καταφάσκει την ύπαρξη του δικαιώματος της ενάγουσας και τα όσα ισχυρίζεται, και αν θεωρηθούν αληθή, δεν θεμελιώνουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ αλλά στοιχειοθετούν μέρος της προταθείσας από αυτήν άρνησης της κρινόμενης αγωγής και του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας.
Η ανακοίνωση δίκης αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και αποβλέπει συνήθως στην παρότρυνση του τρίτου να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. Σε αντίθεση προς την προσεπίκληση, η ανακοίνωση δε συνιστά αίτηση παροχής έννομης προστασίας, δεν διατυπώνει αίτημα κατά του τρίτου, δεν ανοίγει νέα διαδικασία, ούτε διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης και δε δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτής, ούτε υποχρέωση του λήπτη της ανακοίνωσης να απαντήσει στην ιστορική της βάση. Εκείνος προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση της δίκης, αν δεν ασκήσει παρέμβαση, δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου. Στα πλαίσιο άλλης δίκης, μεταξύ του ανακοινούντος και του προς ον η ανακοίνωση, θα ερευνηθεί αν αυτή ήταν έγκυρη και προκάλεσε την έκπτωση του προς ον η ανακοίνωση από τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα της τριτανακοπής (βλ. ΑΠ 1012/1991 Δίκη 1992, 459, ΕφΔωδ 5/2014 Nomos, ΕφΠατρ 842/2007 ΑχΝομ 2008, 420, ΠΠρΘεσ 12582/2015 Nomos, ΠΠρΑθ 260/2014 Nomos). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη της ως άνω κύριας αγωγής, ως ειδική διάδοχος της αρχικά εναγόμενης «Τράπεζας ...», με την από 5.3.2013 με αριθμ. Έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …. ανακοίνωσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου εκκρεμούσε η παραπάνω (ανακοινούμενη) δίκη και επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. τη με αριθμ. …. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Π. Α., και τη με αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Μ.Δ.), εκθέτει ότι εις βάρος της ασκήθηκε η κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει αυτολεξεί, ανακοινώνει δε την, μεταξύ αυτής και της κυρίως ενάγουσας, εκκρεμή δίκη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της στην παρέμβαση υπέρ αυτής του Ελληνικού Δημοσίου. Η εν λόγω ανακοίνωση ασκείται παραδεκτώς (άρθρο 91 ΚΠολΔ), ερήμην του προς ον η ανακοίνωση Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, αφού δεν συμμετείχε στη δίκη διά άσκησης παρέμβασης, δεν κατέστη διάδικος. Ένεκα δε της μη συμμετοχής στη δίκη του λήπτη της ανακοίνωσης, το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με την ως άνω ανακοίνωση, ούτε θα συμπεριλάβει σχετική με αυτήν σκέψη ή διάταξη στην παρούσα, σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί σε προηγούμενη σκέψη. Τα δε δικαστικά έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε η εναγόμενη - ανακοινώσασα τη δίκη, οφείλονται σε υπερβάλλουσα της ιδίας πρόνοια και ως τέτοια δεν θα της αποδοθούν (άρθρο 189 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ).
Ο ενάγων, με την από 26.11.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ….. αγωγή του εκθέτει ότι είχε συνάψει με την «Τράπεζα ...» (πρώτη αρχικά εναγόμενη) σύμβαση του αναφερόμενου στο δικόγραφο της αγωγής κοινού μετά της συζύγου της, ..., λογαριασμού ταμιευτηρίου καθώς και σύμβαση των κοινών, μετά της συζύγου του, αναφερόμενων στην αγωγή λογαριασμών προθεσμιακής κατάθεσης. Ότι με την «... Χρηματιστηριακή Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Υπηρεσιών» (δεύτερη αρχικά εναγόμενη) είχε συνάψει σύμβαση χρηματιστηριακού λογαριασμού καθώς διατηρούσε χαρτοφυλάκιο σε αυτήν με το κωδικό που αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι ήταν μεριδιούχος των υπό διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων της «... Ανώνυμης Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων» (τρίτης αρχικά εναγόμενης). Ότι ασκήθηκε κατά αυτού ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, της παθητικής δωροδοκίας δικαστού και της συγκρότησης συμμορίας σε βαθμό πλημμελήματος. Ότι ο τελευταίος με το υπ’ αριθμ. 2707/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απαλλάχτηκε αμετάκλητα για τις πράξεις της δωροδοκίας δικαστή, της συγκρότησης συμμορίας και της 10 από τις 16 παραβάσεις καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, για τις οποίες είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος και παραπέμφθηκε για να δικαστεί ως υπαίτιος του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, σε βαθμό πλημμελήματος για 6 περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, λόγω του ότι οι συγκατηγορούμενοί του βαρύνονταν με κακουργηματικές πράξεις. Ότι ο ενάγων με απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου στις 17.11.2010 κρίθηκε αθώος της ως άνω αξιόποινης πράξης κατ’ εξακολούθηση που του αποδιδόταν. Ότι με σχετικό έγγραφο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή που απεστάλη στην «Τράπεζα ...» ζητήθηκε η παροχή στοιχείων σχετικά με απόρρητες τραπεζικές καταθέσεις και χρηματιστηριακές συναλλαγές του ενάγοντος. Ότι σε συμμόρφωση με το ως άνω αίτημα, η ως άνω τράπεζα με το από 13.10.2010 έγγραφό της που απέστειλε, διά του τμήματος κανονιστικής συμμόρφωσης της διεύθυνσης διαχείρισης κινδύνων - υποδιεύθυνσης λειτουργικού κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσής της, στο κατάστημά της στα Σπάτα Αττικής, κατόπιν παράθεσης των συναλλαγών του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 8.7.1998 έως 12.4.2002, όσον αφορά τους ανωτέρω τραπεζικούς λογαριασμούς του, αιτήθηκε να της χορηγηθούν τα πλήρη στοιχείων των προσώπων που διενέργησαν τις παρατιθέμενες στον ως άνω έγγραφο συναλλαγές καθώς και φωτοαντίγραφα των σχετικών παραστατικών. Ότι η «... Χρηματιστηριακή Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Υπηρεσιών» με το από 21.7.2005 έγγραφό της γνωστοποίησε στην ως άνω τράπεζα, κατόπιν αιτήματός της, στοιχεία που αφορούν τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος, την εικόνα του χαρτοφυλακίου του, τις χρηματιστηριακές κινήσεις του ενάγοντος, από το έτος 2000 έως την 21.7.2005. Ότι η «... Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων» με το από 21.7.2005 έγγραφό της, παρείχε στην ως άνω τράπεζα, κατόπιν αιτήματός της, πληροφορίες σχετικά με την κίνηση του μητρώου του ενάγοντος, ως μεριδιούχου των υπό διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων της. Ότι, ακολούθως, η ως άνω τράπεζα, αφού έλαβε με το από 18.10.2010 έγγραφο του καταστήματός της στα Σπάτα Αττικής τις αιτούμενες από αυτήν πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές του ενάγοντος, όσον αφορά τους ανωτέρω τραπεζικούς λογαριασμούς και τα παραστατικά των συναλλαγών αυτών, και περισυνέλεξε τα στοιχεία που αφορούσαν τις χρηματιστηριακές συναλλαγές του ενάγοντος και την κίνηση του μητρώου του ως μεριδιούχου των υπό διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, από τις ανωτέρω εταιρίες (δεύτερη και τρίτη εκ των αρχικά εναγόμενων), με το από 3.11.2005 έγγραφό της προς το Εφετείο Αθηνών, στο Γραφείο Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, γνωστοποίησε τα αιτούμενα από αυτόν στοιχεία. Ότι με το τελευταίο έγγραφο η ως άνω τράπεζα προέβη σε γνωστοποίηση στοιχείων που αφορούσαν τις εν γένει συναλλαγές του ενάγοντος, τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του, του χρηματιστηριακού λογαριασμού του, καθώς και του μητρώου αμοιβαίων κεφαλαίων του. Ότι η προρρηθείσα γνωστοποίηση, η οποία έγινε από την ως άνω τράπεζα, διά μέσω εσωτερικής αλληλογραφίας από κοινού και με τις λοιπές ως άνω αρχικά εναγόμενες, έγινε παρά το νόμο για το τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο, συνιστούσε επεξεργασία παρά το νόμο προσωπικών του δεδομένων, υπαίτια πράξη των προστηθέντων των εναγόμενων, κατά παράβαση και του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών καθώς και κατά παράβασης της επαγγελματικής εχεμύθειας. Ότι, ειδικότερα, η ως άνω γνωστοποίηση έγινε, κατόπιν αίτησης του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή στην ανωτέρω τράπεζα που επιλήφθηκε κύριας ανάκρισης κατά του ενάγοντος για τις ανωτέρω πλημμεληματικού χαρακτήρα αξιόποινες πράξεις, η οποία δεν υπείχε θέση αιτιολογημένης παραγγελίας ή αίτησης ή απόφασης του αρμοδίου για την άσκηση της ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου διά του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία για ανίχνευση και κολασμό κακουργήματος. Ότι τα ανωτέρω γνωστοποιηθέντα στοιχεία από την ως άνω τράπεζα, κατόπιν εσωτερικής αλληλογραφίες με τις λοιπές ως άνω αρχικά εναγόμενες, αποτέλεσαν μέρος της δικογραφίας που σχηματίστηκε σε βάρος του ενάγοντος και δε λήφθηκαν υπόψη ως παρανόμως ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, μετά από αποδοχή σχετικής ένστασής του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Ότι η παροχή πληροφοριών από μέρους των αρχικά εναγόμενων προς τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή θεμελιώνει ευθύνη αυτών λόγω αδικοπραξίας. Ότι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας πράξης των ως άνω εναγόμενων, ο ενάγων υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του στην επαγγελματική και κοινωνική έκφανση αυτής, καθώς εμφανίστηκε, όντας Δικαστής και στη θέση του Προέδρου του Συμβουλίου της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως ύποπτος τέλεσης αδικημάτων κακουργηματικού χαρακτήρα στους υπαλλήλους των εναγόμενων, στους υπαλλήλους της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, στο γραμματέα του Ειδικού Εφέτη - Ανακριτή καθώς και στα μέλη (Δικαστές και Γραμματείς) των συνθέσεων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ο ενάγων - κατόπιν περιορισμού, κατά το ποσό των 100.000 ευρώ, του αρχικού αιτήματος της αγωγής του και τροπής του υπολοίπου αιτηθέντος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις έγγραφες νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρο 223, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραιτούμενος και από παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, ζητεί να αναγνωριστεί ότι α) η πρώτη εναγόμενη («Τράπεζα ...»), ως ειδική διάδοχος της ως άνω τράπεζας [πρώτης αρχικά εναγόμενης], η οποία τέθηκε μετά την άσκηση της αγωγής σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και προ της θέσης της σε ειδική εκκαθάριση, είχε καταστεί καθολική διάδοχος διά συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης αρχικά εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, και β) η δεύτερη εναγόμενη [...], ως καθολική διάδοχος της συγχωνευθείσας με αυτήν διά απορρόφησης τρίτης αρχικά εναγόμενης, εις ολόκληρον, οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισάγεται για εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 18 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Η πρώτη εναγόμενη [Τράπεζα ...], κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 38 του άρθρου 2 του Ν 4335/2015 [μετά από κατάργηση της παρ. 5 του άρθρου 68Δ του Ν 3601/2007, της παρ. 5 του άρθρου 141 του Ν 4261/2014], συνεχίζει την παρούσα δίκη που σχετίζεται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία σε αυτήν, στη θέση της πρώτης αρχικά εναγόμενης, χωρίς να επέρχεται διακοπή αυτής και χωρίς να απαιτείται δήλωση επανάληψής της και νομιμοποιείται παθητικά, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν στην εξέταση του παραδεκτού της έτερης συνεκδικαζόμενης κύριας αγωγής. Προκύπτει δε ότι προ της ως άνω μεταβίβασης και της θέσης σε ειδική εκκαθάριση της πρώτης αρχικά εναγόμενης, η τελευταία είχε καταστεί καθολική διάδοχος της δεύτερης αρχικά εναγόμενης, εφόσον συγχωνεύθηκε με αυτή διά απορρόφησής της δεύτερης εναγόμενης (βλ. το με αριθμ. …. Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ & Γενικού Εμπορικού Μητρώου και άρθρο 75 ΚΝ 2190/1920). Συνεπώς, η πρώτη εναγόμενη νομίμως συνεχίζει τη δίκη και στη θέση και της δεύτερης εναγόμενης. Η δεύτερη εναγόμενη νομίμως συνεχίζει τη δίκη στη θέση της τρίτης αρχικά εναγόμενης και νομιμοποιείται παθητικά, ως καθολική διάδοχος αυτής, εφόσον συγχωνεύθηκε με αυτήν διά απορρόφησης της τρίτης αρχικά εναγόμενης (βλ. το με αριθμ…. Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ & Γενικού Εμπορικού Μητρώου και άρθρο 75 ΚΝ 2190/1920). Η κρινόμενη αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του ΝΔ 1059/1071, 2 του Ν 2472/1997, 8 του Ν 2251/1994, 55 του Ν 2396/1996, 57, 59, 299, 330, 346, 914, 922, 926, 481, 932 ΑΚ, 70, 176 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα νομική σκέψης της παρούσας απόφασης, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου μετά την τροπή του συνόλου του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, καθόσον η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε προ της έναρξης ισχύος του Ν 3994/2011 (25.7.2011) που επέβαλε τη σχετική υποχρέωση και στις αναγνωριστικές αγωγές.
Οι εναγόμενες αρνούνται αιτιολογημένα την κρινόμενη αγωγή ισχυριζόμενες ότι η πρώτη αρχικά εναγόμενη, εφόσον συνέλεξε στοιχεία που της χορηγήθηκαν από τις λοιπές αρχικά εναγόμενες, προέβη σε άρση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου του ενάγοντος δυνάμει αιτημάτων που υποβλήθηκαν σε αυτήν από τις δικαστικές αρχές, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 13 του Ν 2331/1995. Ότι γνωστοποιήθηκαν από την πρώτη αρχικά εναγόμενη οι αιτούμενες πληροφορίες στις δικαστικές αρχές, σύμφωνα με το Ν 2331/1995, καλόπιστα, κατόπιν συνεργασίας και εσωτερικής αλληλογραφίας αυτής με τις λοιπές αρχικά εναγόμενες, σε συμμόρφωση με τον ως άνω νόμο αλλά και με την υποχρέωση της τρίτης αρχικά εναγόμενης να παρέχει στην πρώτη αρχικά εναγόμενη τις αιτούμενες πληροφορίες που της ζητήθηκαν, βάσει της μεταξύ τους σχέσης θεματοφυλακής και αντιπροσώπευσης αμοιβαίων κεφαλαίων και δυνάμει των διατάξεων του Ν 3283/2004, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στις ένδικες προτάσεις των εναγόμενων, και ότι οι αρχικά εναγόμενες δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη για τη γνωστοποίηση των αιτούμενων στοιχείων στις δικαστικές αρχές από την πρώτη αρχικά εναγόμενη. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη, αρνούμενη την αγωγή και την αποδιδόμενη στις δύο πρώτες αρχικές εναγόμενες παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, με την οποία ο ενάγων συνδέει την προκληθείσα σε αυτόν ηθική βλάβη, ισχυρίζεται ότι τα γνωστοποιηθέντα στοιχεία από την πρώτη αρχικά εναγόμενη στις δικαστικές αρχές βοήθησαν στην αθώωση του ενάγοντος και ως εκ τούτου η αγωγική αξίωση του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικά, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ. Ο τελευταίος ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη που προηγήθηκε της απόρριψης του αντίστοιχου ισχυρισμού της εναγόμενης της έτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, διότι με τα αναφερόμενα στον ως άνω ισχυρισμό της η πρώτη εναγόμενη δεν καταφάσκει την ύπαρξη του δικαιώματος του ενάγοντος και τα όσα ισχυρίζεται, και αν θεωρηθούν αληθή, δε θεμελιώνουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ αλλά στοιχειοθετούν μέρος της προταθείσας από αυτήν άρνησης της κρινόμενης αγωγής και του αγωγικού δικαιώματος του ενάγοντος.
Η τρίτη αρχικά εναγόμενη και η πρώτη εναγόμενη της ως άνω κύριας αγωγής, στη θέση των δύο πρώτων αρχικά εναγόμενων, ως ειδική διάδοχος της πρώτης αρχικά εναγόμενης, η οποία κατέστη μετά την άσκηση της αγωγής καθολική διάδοχος διά συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης αρχικά εναγόμενης, με την από 5.3.2013 με αριθμ. Έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …. ανακοίνωσή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου εκκρεμούσε η παραπάνω (ανακοινούμενη) δίκη και επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. τη με αριθμ. …. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Π. Α. και τη με αριθμ. …. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Μ. Δ.), εκθέτουν ότι εις βάρος τους ασκήθηκε η κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν αυτολεξεί, ανακοινώνουν δε την, μεταξύ αυτών και του κυρίως ενάγοντος, εκκρεμή δίκη, επικαλούμενες έννομο συμφέρον τους στην παρέμβαση υπέρ αυτών του Ελληνικού Δημοσίου. Η εν λόγω ανακοίνωση ασκείται παραδεκτώς (άρθρο 91 ΚΠολΔ), ερήμην του προς ον η ανακοίνωση Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, αφού δεν συμμετείχε στη δίκη διά άσκησης παρέμβασης, δεν κατέστη διάδικος. Ένεκα δε της μη συμμετοχής στη δίκη του λήπτη της ανακοίνωσης, το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με την ως άνω ανακοίνωση, προτάσεις για την οποία κατέθεσε στη θέση της τρίτης αρχικά εναγόμενης, ως καθολική διάδοχος αυτής η δεύτερη εναγόμενη, ούτε θα συμπεριλάβει σχετική με αυτήν σκέψη ή διάταξη στην παρούσα, σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί σε προηγούμενη σκέψη. Τα δε δικαστικά έξοδα, στα οποία υποβλήθηκαν οι εναγόμενες - ανακοινώσασες τη δίκη, οφείλονται σε υπερβάλλουσα των ιδίων πρόνοια και ως τέτοια, δεν θα τους αποδοθούν (άρθρο 189 παρ. 2 εδ. β του ΚΠολΔ).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, (τυχόν μνεία παρακάτω ορισμένων από αυτά είναι απλώς ενδεικτική, διότι κανένα από αυτά δεν παραλείφθηκε να συνεκτιμηθεί), λαμβάνοντας υπόψη και εκτιμώντας ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (340 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα κάτωθι :
Την 1.7.2005 απεστάλη στην ένωση ελληνικών τραπεζών το με αριθμ. Πρωτ. ... έγγραφο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, Ι.Σ., που έφερε την ένδειξη εξαιρετικά επείγον. Με το τελευταίο έγγραφο ο ως άνω δικαστικός λειτουργός, αναφέροντας σε αυτό ότι ενεργούσε κύρια ανάκριση, προς διερεύνηση πράξεων εγκληματικής δραστηριότητας, που αναφέρονται στα άρθρα 1 επ. του Ν 2331/1995, ζητούσε κατόπιν ενημέρωσης των τραπεζών μελών της ως άνω ένωσης, να του παρασχεθούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 13 του ως άνω νόμου, εγγράφως οι απαιτούμενες πληροφορίες για τις κάθε μορφής καταθέσεις, μεταξύ άλλων, και του ενάγοντος της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, Γ.Δ., συζύγου της ενάγουσας της πρώτης συνεκδικαζόμενης αγωγής. Ειδικότερα, με το ως άνω έγγραφο ζητείτο η γνωστοποίηση των κάθε μορφής καταθέσεων που τυχόν υφίστανται σε μέλη της ένωσης ελληνικών τραπεζών για το χρονικό διάστημα από 16.9.1997 έως και το χρόνο αποστολής του ως άνω εγγράφου, με αποστολή συνημμένως των αντιγράφων κινήσεων των λογαριασμών αυτών καθώς και αντιγράφων των οικείων παραστατικών καταθέσεων, στα οποία θα πρέπει να αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των καταθετών. Το ως άνω έγγραφο διαβιβάστηκε και περιήλθε σε γνώση της «Τράπεζας ...» [πρώτης αρχικά εναγόμενης], με το με αριθμ. Πρωτ. ... έγγραφο της ένωσης ελληνικών τραπεζών, με ένδειξη επείγον - εμπιστευτικό. Η ως άνω τράπεζα με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ... έγγραφό της, με ένδειξη επείγον εμπιστευτικό, το οποίο απέστειλε στους διευθύνοντες συμβούλους των θυγατρικών της εταιριών, «...Χρηματιστηριακής Ανώνυμης Εταιρίας Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και της «... Ανώνυμης Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων» [δεύτερης και τρίτης εκ των αρχικά εναγόμενων], ζήτησε, σε συμμόρφωση με το ως άνω αίτημα που της υποβλήθηκε από τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, για τη συλλογή και αποστολή σε αυτόν των αιτούμενων πληροφοριών και στοιχείων για κάθε μορφής καταθέσεων του ενάγοντος της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, να ενημερωθεί εγγράφως, με εμπιστευτική αλληλογραφία, μετά τη διενέργεια έρευνας, για την ύπαρξη κάθε μορφής χρηματοοικονομικών προϊόντων (ενεργών ή μη, ατομικών ή κοινών), μεταξύ άλλων και του ενάγοντος της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, την αποστολή της κίνησης αυτών για το χρονικό διάστημα από 16.9.1997 έως το χρόνο αποστολής του ως άνω εγγράφου, καθώς και των παραστατικών κινήσεων, το τρέχον υπόλοιπό του ενάγοντος, καθώς και αντίγραφα των παραστατικών καταθέσεων για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, στα οποία να αναφέρονται τα ονόματα των καταθετών. Η έρευνα αυτή ήταν αναγκαία για τη χορήγηση των αιτούμενων πληροφοριών, δεδομένου ότι η ως άνω τράπεζα, παρείχε στους πελάτες της χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία συνδέονταν, κατά κύριο λόγο, με τους λογαριασμούς καταθέσεων των πελατών της.
Περαιτέρω, προκύπτει ότι η τρίτη αρχικά εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, είχε ορίσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του Ν 3283/2004, δυνάμει του από 26.7.2001 ιδιωτικού συμφωνητικού (άρθρο 1 αυτού), την ως άνω τράπεζα ως θεματοφύλακα, για τη φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού κάθε αμοιβαίου κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, δυνάμει του άρθρου 3 του προαναφερόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 4 του Ν 3283/2004, η ως άνω τράπεζα είχε αναλάβει και καθήκοντα αντιπροσώπου διάθεσης στο ελληνικό κοινό μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που η τρίτη αρχικά εναγόμενη διαχειριζόταν, υπό την έννοια ότι τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων διατίθεντο στους ενδιαφερόμενους επενδυτές μέσω των υποκαταστημάτων της ως άνω τράπεζας. Σε απάντηση του από …. εγγράφου της ως άνω τράπεζας, η «...Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων» [τρίτη αρχικά εναγόμενη] απέστειλε σε αυτήν (πρώτη αρχικά εναγόμενη) με ένδειξη επείγον - εμπιστευτικό το με αριθμ. Πρωτ. ... έγγραφό της, στο οποίο αναφέρει ότι εντοπίστηκε ένα μη ενεργό μητρώο που ανταποκρίνεται στα στοιχεία του ονοματεπώνυμου, πατρώνυμου και ΑΦΜ του τέταρτου κατά σειρά ελεγχόμενου προσώπου, ήτοι του ενάγοντος της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, κατονομαζόμενου στο από ... έγγραφο της ως άνω τράπεζας. Η ως άνω ανώνυμη εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων απέστειλε, διά του αρμοδίου διευθυντικού στελέχους της, στην ως άνω τράπεζα, συνημμένα με το ανωτέρω έγγραφό της, και τα πλήρη προσωπικά στοιχεία και τις πλήρεις κινήσεις του μητρώου του ενάγοντος προκειμένου να διερευνηθεί η συσχέτισή τους με τον προρρηθέντα. Περαιτέρω, η «... Χρηματιστηριακή Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» [δεύτερη αρχικά εναγόμενη], σε απάντηση του από ... εγγράφου της ως άνω τράπεζας, απέστειλε σε αυτήν, με την ένδειξη εμπιστευτικό, το με αριθμό πρωτ. ... έγγραφό της, διά του αρμοδίου στελέχους της, με το οποίο γνωστοποιούσε σε αυτήν ότι ο ενάγων της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής διαθέτει τίτλους στο χαρτοφυλάκιό του και μηδενικό χρηματικό υπόλοιπο στο χρηματιστηριακό λογαριασμό του και συνημμένα στο ανωτέρω έγγραφό της απέστειλε στην ως άνω τράπεζα, εκτύπωση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος από το ΣΑΤ, εκτύπωση της εικόνας του χαρτοφυλακίου του την 21.7.2005 και των προηγούμενων ετών, την κίνηση της χρηματικής καρτέλας του από το έτος 2000 έως το χρόνο σύνταξης του ως άνω εγγράφου καθώς και τις χρηματιστηριακές κινήσεις κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Ακολούθως, η ως άνω τράπεζα, με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. …. έγγραφό της, με ένδειξη επείγον - εμπιστευτικό, έθεσε, διά του αρμοδίου διευθυντικού στελέχους της, υπόψη του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, σε απάντηση του προαναφερόμενου με αριθμ. Πρωτ. …. εγγράφου του, τις αιτούμενες πληροφορίες σε σχέση με τον ενάγοντα που αφορούσαν τους κοινούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου και προθεσμιακών καταθέσεων που διατηρούσε στην ως άνω τράπεζα, μετά της συζύγου του, ενάγουσας της πρώτης συνεκδικαζόμενης αγωγής, τους λογαριασμούς διαχείρισης χρηματικών ενταλμάτων του καθώς και γνωστοποίησε ότι ο ενάγων ήταν μεριδιούχος αμοιβαίων κεφαλαίων στην τρίτη αρχικά εναγόμενη, με τον κωδικό που αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο, ενώ συνημμένα στο τελευταίο έγγραφο απεστάλησαν και τα προαναφερόμενα έγγραφα της εσωτερικής αλληλογραφίας της ως άνω τράπεζας με τις λοιπές αρχικά εναγόμενες εταιρίες της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής. Όσον αφορά την κίνηση των ως άνω λογαριασμών του ενάγοντος απεστάλησαν οι κινήσεις για τους αναφερόμενους στο ανωτέρω έγγραφο κωδικούς (με ένδειξη κατάθεση μετρητών εκτός μισθοδοσίας και κατάθεση επιταγών) για το χρονικό διάστημα από 1.4.1999 έως 31.6.2005.
Ακολούθως, με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ... έγγραφο του ίδιου προαναφερόμενου Ειδικού Εφέτη Ανακριτή προς την ως άνω τράπεζα, σε συνέχεια του από …. εγγράφου αυτής, με το οποίο διαβιβάστηκαν στον προρρηθέντα δικαστικό λειτουργό οι κινήσεις των λογαριασμών ταμιευτηρίου του ενάγοντος που τηρούνται στην ως άνω τράπεζα, ζητήθηκαν να αποσταλούν και τα παραστατικά, τα οποία αναφέρονται στα συνημμένα στο ανωτέρω έγγραφο του ανακριτή αντίγραφα κίνησης των λογαριασμών του ενάγοντος και φέρουν υπογράμμιση. Η ως άνω τράπεζα με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. …. έγγραφό της, διά του αρμοδίου διευθυντικού στελέχους, του τμήματος κανονιστικής συμμόρφωσης, της διεύθυνσης διαχείρισης κινδύνων - υποδιεύθυνσης λειτουργικού κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσής της προς το κατάστημά της στα Σπάτα Αττικής, με ένδειξη εξαιρετικά επείγον - εμπιστευτικό, ζήτησε να της αποσταλούν, με εμπιστευτική αλληλογραφία, τα πλήρη στοιχεία των προσώπων που διενήργησαν τις παρατιθέμενες στο ως άνω έγγραφο συναλλαγές καθώς και φωτοαντίγραφα των σχετικών παραστατικών. Οι συναλλαγές αφορούσαν κίνηση του με αριθμό ... κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου του ενάγοντος μετά της συζύγου του, ενάγουσας της πρώτης συνεκδικαζόμενης αγωγής, καθώς και την κίνηση των με αριθμούς ... κοινών λογαριασμών προθεσμιακής κατάθεσης των εναγόντων των συνεκδικαζόμενων αγωγών, για το χρονικό διάστημα από 8.7.1998 έως και 12.4.2002. Σε απάντηση του από …. εγγράφου το κατάστημα της ως άνω τράπεζας στα Σπάτα Αττικής με το υπ’ αριθμ. Πρωτ…. έγγραφό του, προς το τμήμα κανονιστικής συμμόρφωσης της διεύθυνσης διαχείρισης κινδύνων - υποδιεύθυνσης λειτουργικού κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσης της ως άνω τράπεζας, διά του διευθυντή του με ένδειξη εμπιστευτικό απέστειλε φωτοτυπίες των αιτούμενων σχετικών παραστατικών. Τα στοιχεία δε που συνέλεξε η ως άνω τράπεζα από το κατάστημά της στα Σπάτα Αττικής και αφορούσαν την κίνηση των ως άνω λογαριασμών των εναγόντων καθώς και τα σχετικά παραστατικά των συναλλαγών αυτών απεστάλησαν με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. ….. έγγραφο της ως άνω τράπεζας στον προρρηθέντα Ειδικό Εφέτη Ανακριτή. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προκύπτει ότι η ως άνω τράπεζα, κατόπιν εσωτερικής εμπιστευτικής αλληλογραφίας με το κατάστημά της στα Σπάτα Αττικής και τις λοιπές αρχικά εναγόμενες (της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής) θυγατρικές εταιρίες της, καθώς και μετά από έρευνα για την ύπαρξη κάθε μορφής καταθέσεων του ενάγοντος, προέβη στην γνωστοποίηση των αιτούμενων πληροφοριών στον προρρηθέντα Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, με εμπιστευτική αλληλογραφία, σε συμμόρφωση με το με αριθμ. Πρωτ. …. έγγραφό του που απεστάλη στην ένωση ελληνικών τραπεζών και τέθηκε υπόψη της ως άνω τράπεζας αλλά και του με αριθμ. ... εγγράφου του ως άνω δικαστικού λειτουργού που απεστάλη στην ως άνω τράπεζα. Σύμφωνα, με όσα αναφέρονται στην πρώτη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αποδεικνύεται ότι η ως άνω τράπεζα ενήργησε σύμφωνα με το νόμο, δεδομένου ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. Πρωτ…. εγγράφου του ως άνω Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, της γνωστοποιήθηκε από αυτόν ότι διενεργείται κύρια ανάκριση προς διερεύνηση των πράξεων εγκληματικής δραστηριότητας, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 επ. του Ν. 2331/1995, και ζητήθηκαν οι αιτούμενες πληροφορίες για κάθε μορφής καταθέσεις του ενάγοντος, κατ’ επέκταση και της ενάγουσας της πρώτης συνεκδικαζόμενης αγωγής, συζύγου του, η οποία διατηρεί τους προαναφερόμενους κοινούς λογαριασμούς μετά αυτού στην ως άνω τράπεζα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 13 του ως άνω νόμου, η οποία διάταξη αναφέρεται ρητώς στο προαναφερόμενο έγγραφο του ως άνω δικαστικού λειτουργού. Στην περίπτωση δε αυτή, κατά την οποία από την αρμόδια αρχή - εν προκειμένω από τον ανακριτή - πιθανολογείται ότι οι συναλλαγές με πιστωτικό ίδρυμα σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η διαδικασία άρσης του τραπεζικού απορρήτου απλουστεύεται και έτσι, αρκούσε το αίτημα του αρμόδιου φορέα, που εν προκειμένω ήταν ο Ειδικός Εφέτης Ανακριτής, χωρίς να απαιτείται η έκδοση βουλεύματος ή δικαστικής απόφασης, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Μάλιστα, με το ως άνω υπ’ αριθμ. Πρωτ. ... έγγραφο, που τέθηκε σε γνώση της ως άνω τράπεζας, της γνωστοποιούνταν ότι διενεργείται κύρια ανάκριση προς διερεύνηση πράξεων του άρθρου 1 επ. του Ν 2331/1995, συνεπώς και ότι πιθανολογείται, κατά την κρίση του ανακριτή ότι οι συναλλαγές των ελεγχόμενων προσώπων, μεταξύ αυτών και του ενάγοντος, με τα πιστωτικά ιδρύματα σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Γι’ αυτό και η άρση του απορρήτου και οι αιτούμενες πληροφορίες ζητούνται κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 13 του Ν 2331/1995, ειδικότερου νόμου για τη διαδικασία της άρσης του απορρήτου σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ 1059/1971 και της παρ. 4 του άρθρου 55 του Ν 2396/1996. Για την υποβολή δε του ως άνω αιτήματος από τον προαναφερόμενο δικαστικό λειτουργό που αφορούσε την άρση του απορρήτου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 13 του ως άνω νόμου, δεν απαιτείτο να αναφέρονται στο ως άνω έγγραφό του τα πρόσθετα στοιχεία που παραθέτουν οι ενάγοντες στην προσθήκη των ένδικων προτάσεών τους, εφ’ όσον εκ του νόμου προκύπτει ότι αρκεί, κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος, η πιθανολόγηση, κατά την κρίση του αρμόδιου φορέα, ότι συναλλαγές του ελεγχόμενου προσώπου (εν προκειμένω του ενάγοντος) σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Άλλωστε, τα απαιτούμενα στοιχεία, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 13 του ως άνω νόμου, μπορούν να ζητηθούν και πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά του ελεγχόμενου προσώπου.
Προκύπτει δε ότι η ως άνω τράπεζα, βασιζόμενη στο ως άνω έγγραφο του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, καλόπιστα προέβη στη γνωστοποίηση των αιτούμενων πληροφοριών, μετά από άρση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου του ενάγοντος και του τραπεζικού απορρήτου της συζύγου του που διατηρούσε κοινούς λογαριασμούς με αυτόν, εφόσον κατ’ εντολή του ως άνω δικαστικού λειτουργού ζητήθηκαν οι χορηγηθείσες πληροφορίες, λόγω της διενέργειας ανάκρισης για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που αναφέρονται στα άρθρα 1 επ. του Ν 2331/1995, κατόπιν πιθανολόγησης από τον ως άνω δικαστικό λειτουργό της τέλεσης από τον ενάγοντα του εγκλήματος της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, ως αυτουργού του βασικού εγκλήματος εγκληματικής δραστηριότητας και του εγκλήματος της νομιμοποίησης, και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 13 του ως άνω νόμου. Σε κάθε περίπτωση η γνωστοποίηση των ως άνω πληροφοριών στον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, δεν αποδείχθηκε ότι έγινε από την ως άνω τράπεζα, διά των αρμοδίων διευθυντικών στελεχών της, κακόβουλα, εφόσον ουδέν περιστατικό περί κακόβουλης ενέργειας των υπαλλήλων και των διευθυντικών στελεχών της ως άνω τράπεζας σε βάρος των εναγόντων δεν προέκυψε, κατά το χρόνο χορήγησης των ως άνω στοιχείων. Οι δε λοιπές αρχικά εναγόμενες προέβησαν σε παροχή των αιτούμενων πληροφοριών στην ως άνω τράπεζα, με εμπιστευτική εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ αυτών και της πρώτης αρχικά εναγόμενης τράπεζας της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής και ουδέποτε γνωστοποίησαν με δική τους πρωτοβουλία τις χορηγούμενες πληροφορίες που αφορούσαν τον ενάγοντα σε τρίτους. Και αν ακόμα θεωρηθεί ότι η χορήγηση των αιτούμενων πληροφοριών από τις ανωτέρω εταιρίες στη μητρική τους εταιρία, πρώτη αρχικά εναγόμενη, αποτέλεσε, αναγκαία συνδρομή για τη χορήγηση των ως άνω πληροφοριών σε τρίτο, εν προκειμένω τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, οι ως άνω πληροφορίες, ομοίως, συννόμως χορηγήθηκαν, με τη συνδρομή των προαναφερόμενων εταιριών, εφόσον αυτές, διά απόρρητης - εμπιστευτικής αλληλογραφίας, όφειλαν να χορηγήσουν, ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, τις αιτούμενες πληροφορίες στον ως άνω δικαστικό λειτουργό, εφόσον καλύπτονται και αυτές από το ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του προρρηθέντος άρθρου 4 παρ. 13 του Ν 2331/1995 και είχε προηγηθεί η αποστολή στην ως άνω τράπεζα (μητρική τους εταιρία) του με αριθμό πρωτ. … εγγράφου του προρρηθέντος δικαστικού λειτουργού. Η δε τρίτη εναγόμενη χορήγησε τις ως άνω πληροφορίες στην ως άνω τράπεζα, και στο πλαίσιο της υποχρέωσής της να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία στην ως άνω τράπεζα, ως θεματοφύλακα των αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειριζόταν. Σε κάθε περίπτωση, και η δεύτερη και η τρίτη εκ των αρχικά εναγόμενων της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής καλόπιστα χορήγησαν τις ως άνω αιτούμενες πληροφορίες στην πρώτη αρχικά εναγόμενη, εφόσον ουδέν περιστατικό περί κακόβουλης ενέργειας των υπαλλήλων τους και των διευθυντικών στελεχών τους δεν αποδείχθηκε, κατά το χρόνο χορήγησης των αιτούμενων πληροφοριών στην ως άνω τράπεζα. Το γεγονός ότι από το προσκομισθέν από τους ενάγοντες με αριθμό 2707/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν προκύπτει ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη και ότι αποδόθηκε στον ενάγοντα κατηγορία για το αδίκημα της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δε θεμελιώνει ευθύνη των αρχικά εναγόμενων και ως μεταγενέστερο γεγονός της χορήγησης των αιτούμενων πληροφοριών δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κακοβουλία τους. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στις αρχικά εναγόμενες αμφότερων των συνεκδικαζόμενων αγωγών για τη συμπερίληψη του αποδεικτικού υλικού που ελήφθη, κατόπιν των γενόμενων από την ως άνω τράπεζα γνωστοποιήσεων, στη δικογραφία για την οποία τελικώς παραπέμφθηκε να δικαστεί ο ενάγων της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, ήτοι για αδικήματα διάφορα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν 2472/1997, ως δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα ορίζεται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, κατ’ εξαίρεση δε επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεσή του όταν η επεξεργασία είναι αναγκαία, μεταξύ άλλων, «για την εκπλήρωση υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο». Τέτοια υποχρέωση είναι και η χορήγηση πληροφοριών στον ανακριτή, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 13 του Ν 2331/1995.
Συνεπώς, η χορήγηση των πληροφοριών που εν προκειμένω έγινε από την ως άνω τράπεζα προς τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή δεν αντίκεται προς τις διατάξεις του παραπάνω νόμου «περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», αντίθετα από όσα ισχυρίζονται οι ενάγοντες των συνεκδικαζόμενων αγωγών. Άλλωστε, η καλόπιστη και όχι κακόβουλη γνωστοποίηση αρμοδίως πληροφοριών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής, νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής ανακοίνωσης πληροφοριών και δε συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, και για τους υπαλλήλους ή τα διευθυντικά στελέχη τους. Συνεπώς, οι αρχικά εναγόμενες δεν ευθύνεται ούτε κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών». Οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την προσθήκη των προτάσεών τους ότι κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 253Α παρ. 5 του ΚΠΔ η τήρηση των προϋποθέσεων έκδοσης διάταξης και βουλεύματος ή απόφασης για την άρση του απορρήτου εφαρμόζεται και για τις έρευνες που διατάσσονται με βάση ειδικούς ποινικούς νόμου, όπως είναι και ο Ν 2331/1995. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το άρθρο 253Α ΚΠΔ αναφέρεται σε ανακριτικές πράξεις για τη διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 ΠΚ και των αξιόποινων πράξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187Α ΠΚ [βλ. Λάμπρου Μαργαρίτη, ΕρμΠΚ, τόμος Ι, σελ. 939, 940). Στην τελευταία παράγραφο του άρθρου αυτού ορίζεται ότι «οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και κατά τη διενέργεια των αντίστοιχων ερευνών που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους των οποίων οι ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος». Παρ’ όλο όμως που το άρθρο 253Α περιλαμβάνει την άρση απορρήτου (εδ. γ’ παρ. 1), ωστόσο δεν επεκτείνεται και στην άρση του τραπεζικού απορρήτου [ή του χρηματιστηριακού απορρήτου], που είναι ήδη γνωστή και προβλέπεται ως μέτρο διευκόλυνσης της ανακριτικής έρευνας εγκλημάτων στα οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι παρ. 13, 14 του άρθρου 4 του Ν 2331/1995 (βλ. Αθ. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Δ’ έκδοση, άρθρο 253 Α, σελ. 1632). Πρέπει συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόντων να απορριφθεί. Κατόπιν όλων των παραπάνω, πρέπει αμφότερες οι συνεκδικαζόμενες αγωγές να απορριφθούν στο σύνολό τους, εφόσον δεν αποδείχθηκε αδικοπρακτική συμπεριφορά των αρχικά εναγόμενων σε βάρος των εναγόντων και κατά συνέπεια ευθύνη των εναγόμενων των ενδίκων αγωγών, ως διαδόχων των προρρηθέντων αρχικά εναγόμενων εταιριών. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης της πρώτης συνεκδικαζόμενης αγωγής και τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων της δεύτερης συνεκδικαζόμενης αγωγής, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) εις βάρος της ενάγουσας και του ενάγοντος των συνεκδικαζόμενων αγωγών, αντιστοίχως, λόγω της ήττας των τελευταίων στη δίκη αυτή (άρθρα 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

Για τους λόγους αυτούς [...]
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων [...].
Απορρίπτει τις αγωγές [...].
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου