Στην Επιτροπή Δεοντολογίας των Δικηγορικών Συλλόγων
της Ευρώπης (CCBE), στην οποία συμμετέχω ως τακτικό μέλος για λογαριασμό
της Ολομέλειας των Ελληνικών Δικηγορικών Συλλόγων, τέθηκε πρόσφατα προς
συζήτηση το αποσταλέν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερωτηματολόγιο προς συμπλήρωση
επάνω στο ζήτημα της προστασίας του εκάστοτε πληροφοριοδότη, του οποίου η
έννομη προστασία είναι αναγκαία για να καταθέσει την μαρτυρία-καταγγελία του
σχετικά με κάτι παράνομο, που επέπεσε στην αντίληψή του.
Το νομικό καθεστώς της έννομης προστασίας του
πληροφοριοδότη κάποιας παράνομης ενέργειας αποτελεί ζητούμενο για την Ένωση και
έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση ήδη από την 3.3.2017 .Το συνταχθέν από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερωτηματολόγιο απεστάλη σε διάφορους αποδέκτες (δημόσιες αρχές, δικαστικές-εισαγγελικές αρχές, κοινοτικές υπηρεσίες, ευρωπαϊκούς θεσμούς, διεθνείς οργανώσεις, επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις, ιδιωτικές εταιρείες κλπ) με κεντρικό στόχο την συλλογή απόψεων σχετικά με το θέμα της ανάγκης ή μη θέσπισης νομοθεσίας για την προστασία του πληροφοριοδότη σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Το ερωτηματολόγιο αυτό περιλάμβανε τρία ερωτήματα, που συνδέονται με το αντικείμενο της Επιτροπής Δεοντολογίας
και σχετίζονται με τον Δικηγόρο που ασκεί τα καθήκοντά του και κατά την άσκηση αυτών γίνεται γνώστης πράξης που παραβιάζει την δικαιϊκή τάξη.
Το σύνολο των Μελών της Επιτροπής διατύπωσε
αιτιολογημένες επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσον ο Δικηγόρος μπορεί να
αποτελέσει υποκείμενο έννομης προστασίας πληροφοριοδότη για κάθε τι που
πληροφορείται κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, καθότι ένα τέτοιο νομικό
ΚΑΘΗΚΟΝ έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με έτερο θεσμοθετημένο καθήκον, αυτού της επαγγελματικής εχεμύθειας και του απορρήτου. Η συμμόρφωση ενός δικηγόρου
στο
καθήκον μαρτυρίας και καταθέσεως πληροφοριών συγκρούεται με το νομικό καθήκον
της επαγγελματικής εμπιστευτικότητας, που διέπει την δικηγορική εντολή. Επάνω
σε αυτή την νομική βάση αποφασίστηκε ότι η Επιτροπή Δεοντολογίας της CCBE δεν
θα συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο , διότι η προστασία του πληροφοριοδότη δεν αποτελεί
αντικείμενο αναφοράς για τον Δικηγόρο, αφού αυτός απαγορεύεται να καταθέσει
πληροφορίες για πράξεις , που λαμβάνει γνώση
στο πεδίο εκτέλεσης της
δικηγορικής εντολής λόγω δικηγορικού απορρήτου και
η άρνηση αυτή θα αποσταλεί
αιτιολογημένως προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Κατά την ανταλλαγή απόψεων των Μελών ενδιαφέρουσα ήταν
η τοποθέτηση
του Αντιπροσώπου της Ολλανδικής Αντιπροσωπείας , ο οποίος και
ενημέρωσε
πως πρόσφατα ψηφίστηκε στην χώρα του ένας Νόμος που θέσπισε μια
ανεξάρτητη υπηρεσία - το «Σπίτι των πληροφοριοδοτών» - η οποία είναι
μια
Δημόσια Αρχή, όπου οι πληροφοριοδότες αιτούνται προστασίας, ώστε να
καταγγείλουν ή να καταθέσουν επί παρανόμων πράξεων. Οι ιδιώτες και
επαγγελματίες που γνωρίζουν για παραβίαση της νομοθεσίας σε μια επιχείρηση,
δύναται
να τις καταγγείλουν χωρίς να μπορούν να απολυθούν.
Πληροφοριοδότες
προστατεύονται επίσης από την άποψη των διατάξεων
της εργατικής νομοθεσίας.
Κάθε εταιρεία με περισσότερους από 50 εργαζόμενους
πρέπει να έχουν καταστατικό
ως προς το πώς αντιμετωπίζει τους
πληροφοριοδότες. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο Νόμο Δικηγόροι και
Δικηγορικές
Εταιρείες
υπόκεινται επίσης στο προστατευτικό πεδίο του Νόμου για την μοναδική
περίπτωση
που αφορούν προσωπικές πράξεις του δικηγόρου και όχι επαγγελματικές
ενέργειες,
που σχετίζονται με τον εκάστοτε εντολέα.
Στο νεοψηφισθέντα ολλανδικό Νόμο προβλέπεται ότι όταν σε μια
κατηγορία
επαγγελματιών υπάρχει ένα συλλογικό όργανο εποπτείας (π.χ
Επιμελητήριο), τότε
αυτό το συλλογικό θεσμοθετημένο Όργανο θα πρέπει να
εξετάσει το πρώτον το
ζήτημα, προτού ο πληροφοριοδότης μεταβεί «στο
σπίτι πληροφοριοδότη» ζητώντας προστασία. Πρακτικά για τους Ολλανδούς
δικηγόρους και τις δικηγορικές
εταιρείες, αυτό σημαίνει ότι ο καταγγέλλων
δικηγόρος με την αναφορά του
απευθύνεται πρώτα στον κατά τόπον αρμόδιο
Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου και
εκείνος θα κρίνει με βάση την
σοβαρότητα και βασιμότητα του υλικού της
αναφοράς, εάν θα επιτρέψει την
μαρτυρία του Δικηγόρου ή θα κινήσει την έναρξη
της διαδικασίας της παροχής
έννομης προστασίας στο Σπίτι του Πληροφοριοδότη!!!!
Και με την τρέχουσα διαβούλευση επιχειρείται από
πλευράς Ευρωπαϊκής
Επιτροπής μία ακόμη κάμψη της επαγγελματικής εχεμύθειας
ενόψει μιας θολής
ανάγκης περιορισμού και καταστρατήγησης της αρχής αυτής χάριν
του γενικού
δημοσίου συμφέροντος εφαρμογής του Νόμου και της έννομης τάξης. Για
την
CCBE η επαγγελματική εμπίστευση και το απόρρητο συνιστούν τη λύδια
λίθο του
δικαιώματος στην υπεράσπιση και βασικό πυλώνα του Κράτους Δικαίου.
Η αρχή αυτή
βρίσκει όχι μόνο στον Κώδικα της CCBE αλλά και έτερα Νομικά
Κείμενα διεθνούς
ισχύος, όπως η ΕΣΔΑ, ο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της ΕΕ, η Κοινοτική Οδηγία
2013/48 /ΕΕ για το δικαίωμα επιλογής δικηγόρου
στην ποινική δίκη και στην
διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης. Σύμφωνα με τα νομικά αυτά εργαλεία
το επαγγελματικό απόρρητο
και η εμπιστευτικότητα, που διέπει την σχέση
δικηγόρου και εντολέα αποτελεί
το βασικό εχέγγυο κάθε Ευρωπαίου πολίτη στην
πρόσβαση στην δικηγορική
συμβουλή, την μετέπειτα πρόσβαση στην δικαιοσύνη και
στο ιερό δικαίωμα
για δίκαιη δίκη.
Με βάση όλα τα παραπάνω και τις διδαχές του
Συνταγματικού Δικαίου όταν
ατομικά δικαιώματα βρίσκονται σε σύγκρουση, τότε
γίνεται μια στάθμιση των
εννόμων αγαθών , που πλήττονται ή προσβάλλονται , και
στην προκείμενη
περίπτωση το δημόσιο συμφέρον για την καταγγελία μιας παράνομης
πράξης
και την αποκατάσταση του παραβιασθέντος Νόμου, δεν μπορεί να
υπερκεράσει
το επαγγελματικό απόρρητο, που διέπει την σχέση εντολέα και
εντολοδόχου
δικηγόρου, διότι η επαγγελματική εχεμύθεια αποτελεί το εχέγγυο
του πολίτη στην
προστασία του κατά την τριβή με το διωκτικό ή δικαστικό
σύστημα και ταυτόχρονα
ακρογωνιαίο λίθο στην λειτουργία του Κράτους
Δικαίου. Δυστυχώς την τελευταία
περίοδο πληθαίνουν τα κρούσματα
επίθεσης στο λειτούργημά μας μέσω της προβολής
μιας ανάγκης για
κατάργηση της επαγγελματικής εμπίστευσης χάριν ενός όψιμου
Κοινοτικού
δημοσίου συμφέροντος και προς βλάβη των συμφερόντων των πολιτών. Για
όλους
εμάς του Δικηγόρους ο περιορισμός του επαγγελματικού μας απορρήτου
καταργεί την φύση της δικηγορικής εντολής και μετατρέπει το λειτούργημα σε
επάγγελμα και γι’αυτό απαιτείται η διαρκής και σταθερή επαγρύπνηση
μας και
αγωνιστικότητα να μην βρει πεδίο εφαρμογής.