Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

"Καθεστώς προστασίας του Πληροφοριοδότη (Whistleblower Protection) & Επαγγελματικό Απόρρητο Δικηγόρου" [ Νικόλαος Β. Κουτκιάς, Δικηγόρος, Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Α]


Στην Επιτροπή Δεοντολογίας των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE),                   στην οποία συμμετέχω ως τακτικό μέλος για λογαριασμό της Ολομέλειας των                   Ελληνικών Δικηγορικών Συλλόγων, τέθηκε πρόσφατα προς συζήτηση το αποσταλέν           από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερωτηματολόγιο προς συμπλήρωση επάνω στο ζήτημα           της προστασίας του εκάστοτε πληροφοριοδότη, του οποίου η έννομη προστασία             είναι αναγκαία για να καταθέσει την μαρτυρία-καταγγελία του σχετικά με κάτι             παράνομο, που επέπεσε στην αντίληψή του.

Το νομικό καθεστώς της έννομης προστασίας του πληροφοριοδότη κάποιας                 παράνομης ενέργειας αποτελεί ζητούμενο για την Ένωση και έχει τεθεί σε                 δημόσια διαβούλευση ήδη από την 3.3.2017 .Το συνταχθέν από την Ευρωπαϊκή             Επιτροπή ερωτηματολόγιο απεστάλη σε διάφορους αποδέκτες (δημόσιες                       αρχές, δικαστικές-εισαγγελικές αρχές, κοινοτικές υπηρεσίες, ευρωπαϊκούς                     θεσμούς, διεθνείς οργανώσεις, επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις,               ιδιωτικές εταιρείες κλπ) με κεντρικό στόχο την συλλογή απόψεων σχετικά με το               θέμα της ανάγκης ή μη θέσπισης νομοθεσίας για την προστασία του πληροφοριοδότη           σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Το ερωτηματολόγιο αυτό περιλάμβανε τρία             ερωτήματα, που συνδέονται με το αντικείμενο της Επιτροπής Δεοντολογίας 
και σχετίζονται με τον Δικηγόρο που ασκεί τα καθήκοντά του και κατά την άσκηση            αυτών γίνεται γνώστης πράξης που παραβιάζει την δικαιϊκή τάξη.

Το σύνολο των Μελών της Επιτροπής διατύπωσε αιτιολογημένες επιφυλάξεις σχετικά           με το κατά πόσον ο Δικηγόρος μπορεί να αποτελέσει υποκείμενο έννομης                 προστασίας πληροφοριοδότη για κάθε τι που πληροφορείται κατά την άσκηση                  του λειτουργήματός του, καθότι ένα τέτοιο νομικό ΚΑΘΗΚΟΝ έρχεται σε                         ευθεία σύγκρουση με έτερο θεσμοθετημένο καθήκον, αυτού της                             επαγγελματικής εχεμύθειας και του απορρήτου. Η συμμόρφωση ενός δικηγόρου
στο καθήκον μαρτυρίας και καταθέσεως πληροφοριών συγκρούεται με το νομικό         καθήκον της επαγγελματικής εμπιστευτικότητας, που διέπει την δικηγορική εντολή.         Επάνω σε αυτή την νομική βάση αποφασίστηκε ότι η Επιτροπή Δεοντολογίας της         CCBE δεν θα συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο , διότι η προστασία του         πληροφοριοδότη δεν αποτελεί αντικείμενο αναφοράς για τον Δικηγόρο, αφού               αυτός απαγορεύεται να καταθέσει πληροφορίες για πράξεις , που λαμβάνει γνώση
στο πεδίο εκτέλεσης της δικηγορικής εντολής λόγω δικηγορικού απορρήτου και 
η άρνηση αυτή θα αποσταλεί αιτιολογημένως προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Κατά την ανταλλαγή απόψεων των Μελών ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση
του Αντιπροσώπου της Ολλανδικής Αντιπροσωπείας , ο οποίος και ενημέρωσε
πως πρόσφατα ψηφίστηκε στην χώρα του ένας Νόμος που θέσπισε μια 
ανεξάρτητη υπηρεσία - το «Σπίτι των πληροφοριοδοτών» - η οποία είναι 
μια Δημόσια Αρχή, όπου οι πληροφοριοδότες αιτούνται προστασίας, ώστε να 
καταγγείλουν ή να καταθέσουν επί παρανόμων πράξεων. Οι ιδιώτες και 
επαγγελματίες που γνωρίζουν για παραβίαση της νομοθεσίας σε μια επιχείρηση, 
δύναται να τις καταγγείλουν χωρίς να μπορούν να απολυθούν. 
Πληροφοριοδότες προστατεύονται επίσης από την άποψη των διατάξεων 
της εργατικής νομοθεσίας. Κάθε εταιρεία με περισσότερους από 50 εργαζόμενους 
πρέπει να έχουν καταστατικό ως προς το πώς αντιμετωπίζει τους 
πληροφοριοδότες. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο Νόμο Δικηγόροι και Δικηγορικές 
Εταιρείες υπόκεινται επίσης στο προστατευτικό πεδίο του Νόμου για την μοναδική 
περίπτωση που αφορούν προσωπικές πράξεις του δικηγόρου και όχι επαγγελματικές 
ενέργειες, που σχετίζονται με τον εκάστοτε εντολέα

Στο νεοψηφισθέντα ολλανδικό Νόμο προβλέπεται ότι όταν σε μια 
κατηγορία επαγγελματιών υπάρχει ένα συλλογικό όργανο εποπτείας (π.χ 
Επιμελητήριο), τότε αυτό το συλλογικό θεσμοθετημένο Όργανο θα πρέπει να 
εξετάσει το πρώτον το ζήτημα, προτού ο πληροφοριοδότης μεταβεί «στο 
σπίτι πληροφοριοδότη» ζητώντας προστασία. Πρακτικά για τους Ολλανδούς 
δικηγόρους και τις δικηγορικές εταιρείες, αυτό σημαίνει ότι ο καταγγέλλων 
δικηγόρος με την αναφορά του απευθύνεται πρώτα στον κατά τόπον αρμόδιο 
Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου και εκείνος θα κρίνει με βάση την 
σοβαρότητα και βασιμότητα του υλικού της αναφοράς, εάν θα επιτρέψει την 
μαρτυρία του Δικηγόρου ή θα κινήσει την έναρξη της διαδικασίας της παροχής 
έννομης προστασίας στο Σπίτι του Πληροφοριοδότη!!!!

Και με την τρέχουσα διαβούλευση επιχειρείται από πλευράς Ευρωπαϊκής 
Επιτροπής μία ακόμη κάμψη της επαγγελματικής εχεμύθειας ενόψει μιας θολής 
ανάγκης περιορισμού και καταστρατήγησης της αρχής αυτής χάριν του γενικού 
δημοσίου συμφέροντος εφαρμογής του Νόμου και της έννομης τάξης. Για την 
CCBE η επαγγελματική εμπίστευση και το απόρρητο συνιστούν τη λύδια 
λίθο του δικαιώματος στην υπεράσπιση και βασικό πυλώνα του Κράτους Δικαίου. 
Η αρχή αυτή βρίσκει όχι μόνο στον Κώδικα της CCBE αλλά και έτερα Νομικά 
Κείμενα διεθνούς ισχύος, όπως η ΕΣΔΑ, ο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων 
της ΕΕ, η Κοινοτική Οδηγία 2013/48 /ΕΕ για το δικαίωμα επιλογής δικηγόρου 
στην ποινική δίκη και στην διαδικασία εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος 
σύλληψης. Σύμφωνα με τα νομικά αυτά εργαλεία το επαγγελματικό απόρρητο 
και η εμπιστευτικότητα, που διέπει την σχέση δικηγόρου και εντολέα αποτελεί 
το βασικό εχέγγυο κάθε Ευρωπαίου πολίτη στην πρόσβαση στην δικηγορική 
συμβουλή, την μετέπειτα πρόσβαση στην δικαιοσύνη και στο ιερό δικαίωμα 
για δίκαιη δίκη.

Με βάση όλα τα παραπάνω και τις διδαχές του Συνταγματικού Δικαίου όταν 
ατομικά δικαιώματα βρίσκονται σε σύγκρουση, τότε γίνεται μια στάθμιση των 
εννόμων αγαθών , που πλήττονται ή προσβάλλονται , και στην προκείμενη 
περίπτωση το δημόσιο συμφέρον για την καταγγελία μιας παράνομης πράξης 
και την αποκατάσταση του παραβιασθέντος Νόμου, δεν μπορεί να 
υπερκεράσει το επαγγελματικό απόρρητο, που διέπει την σχέση εντολέα και 
εντολοδόχου δικηγόρου, διότι η επαγγελματική εχεμύθεια αποτελεί το εχέγγυο 
του πολίτη στην προστασία του κατά την τριβή με το διωκτικό ή δικαστικό 
σύστημα και ταυτόχρονα ακρογωνιαίο λίθο στην λειτουργία του Κράτους 
Δικαίου. Δυστυχώς την τελευταία περίοδο πληθαίνουν τα κρούσματα 
επίθεσης στο λειτούργημά μας μέσω της προβολής μιας ανάγκης για 
κατάργηση της επαγγελματικής εμπίστευσης χάριν ενός όψιμου Κοινοτικού 
δημοσίου συμφέροντος και προς βλάβη των συμφερόντων των πολιτών. Για όλους 
εμάς του Δικηγόρους ο περιορισμός του επαγγελματικού μας απορρήτου 
καταργεί την φύση της δικηγορικής εντολής και μετατρέπει το λειτούργημα σε 
επάγγελμα και γι’αυτό απαιτείται η διαρκής και σταθερή επαγρύπνηση 
μας και αγωνιστικότητα να μην βρει πεδίο εφαρμογής. 

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

ΠολΠρΑθ 217/17 : Μποϋκοτάζ - έννοια. Αναληθείς διαδόσεις - Ηθική βλάβη. Μποϋκοτάζ - Νόμιμο μέσο εργασιακού αγώνα ως συνοδευτικό μέτρο απεργίας


ΠολΠρΑθ 217/17 : Μποϋκοτάζ - έννοια. Αναληθείς διαδόσεις - Ηθική βλάβη.  Μποϋκοτάζ - Νόμιμο μέσο εργασιακού αγώνα ως συνοδευτικό μέτρο απεργίας. Το υπό κρίση, όμως, μποϋκοτάζ, αποδείχθηκε ότι εκπορεύεται από τους εναγόμενους, υποστηριζόμενο, για να πεισθούν οι καταναλωτές, από την εκ μέρους τους χρησιμοποίηση σκοπίμως αναληθών ανακοινώσεων με συκοφαντικό περιεχόμενο για την ενάγουσα, ως επιχείρηση - στόχο. Οι δύο συγκεκριμένες παράμετροι δε, ήτοι η έδραση σε ήδη αμετακλήτως κριθείσες ως παράνομες απεργίες και η συνοδεία από συκοφαντικούς ισχυρισμούς για την επιχειρηματική οργάνωση της ενάγουσας, καθιστούν την επίμαχη πρακτική συλλογικής κινητοποίησης, επί τη βάσει αξιολογικής στάθμισης των συναφών αντικρουόμενων εννόμων συμφερόντων υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, εκτός των ορίων θεμιτής άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων των εναγόμενων - εργαζόμενων και συνδικαλιστικών τους σωματείων. Δεκτή εν μέρει η αγωγή.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 217/2017

Πρόεδρος Πρωτοδικών: ΙΩΑΝΝΑ ΧΑΤΖΑΚΗ
Εισηγητής: ΧΑΡΑΛ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις των δυο προηγούμενων άρθρων (άρα και του 57), το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του τελευταίου. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου και συνιστούν συντελεστές και προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητάς του ως αυθύπαρκτου προσώπου. Τέτοιο αγαθό αποτελεί η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σε αυτόν από τους άλλους. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των ως άνω προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (βλ. ΑΠ 1897/06, ΧρΙΔ 2007, 410 και ΠΠρΑθ 6148/13, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζομένων σε αυτό άυλων αγαθών (βλ. ΑΠ 1265/10, ΕλλΔνη 2011, 1054). Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ, προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (που υπέστη από την προσβολή), η οποία μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού. Δικαίωμα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχει ο θιγόμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, εφόσον η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας συνιστά και αδικοπραξία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ΠΠρΑθ 6148/13, ο.π.). Μάλιστα, το νομικό πρόσωπο, ως ενάγον, την στο ίδιο πρόκληση ηθικής βλάβης πρέπει να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο στο πλαίσιο κύριας απόδειξης, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (βλ. ΕφΘεσ/κης 880/11, ΕπισκΕΔ 2011, 1026).

Β. Από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απείχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία (βλ. ΟλΑΠ 2/08, ΕΕμπΔ 2009, 898). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικό, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν «ειδήσεις». Επιπλέον, οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει, δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαιτίως (δηλαδή από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει. γ) Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγομένου φυσικού ή νομικού προσώπου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο. δ) Ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Τις ανωτέρω προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής διάταξης ο ενάγων πρέπει όχι μόνο να αναφέρει στην αγωγή του, αλλά και να τις αποδείξει (βλ. ΑΠ 1265/10, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία του άρθρου 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις. Η προαναφερθείσα διάταξη (ΑΚ 920) ρυθμίζει μία ειδική μορφή αδικοπραξίας, με σκοπό την προστασία της οικονομικής υπόστασης των προσώπων (φυσικών - νομικών) από ζημίες που θα μπορούσαν να προκληθούν με την υποστήριξη ή τη διάδοση αναληθών γεγονότων και ειδήσεων, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον τους. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 57 του ΑΚ, που ρυθμίζει την υπαίτια προσβολή του απολύτου δικαιώματος στην προσωπικότητα, αλλά η ως άνω ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία ώστε να μη δημιουργηθούν αμφισβητήσεις για το αν τα αγαθά που προστατεύονται από το άρθρο 920 του ΑΚ αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του γενικού αυτού και απολύτου δικαιώματος στην προσωπικότητα (βλ. ΑΠ 882/13, ΤΝΠ Νόμος).

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

"Πολλαπλή ανθρωποκτονία σε δημόσιο χώρο" [του Δρ. Παναγιώτη Παπαϊωάννου, δικηγόρου]


Τα  τελευταία πολυανθρωποκτόνα συμβάντα σε Orlando (“The Orlando night club shooting”) [1], Νίκαια (“The Nice Attack”)[2] και Μόναχο (“The Munich shooting”)[3] φέρνουν την εγκληματολογική κοινότητα προ μιας σειράς από κλασσικά ερωτήματα:

1) Πρόκειται για καινούριο φαινόμενο;
Οι πολλαπλές ανθρωποκτονίες σε δημόσιο χώρο άρχισαν να τυποποιούνται στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ιδίως μετά από ένα περιστατικό που κατά τραγική ειρωνεία έμεινε στην ιστορία ως η «Σφαγή στα McDonalds»[4]. O κατά συρροήν ανθρωποκτόνος των δεκαετιών του ’80 και του ’90[5], έχοντας πίσω του μια πορεία ζωής με βαθιά τραυματικά βιώματα, τα οποία κατά κανόνα θάλπονταν επί μακρόν από  κοινωνικές συμβάσεις (και συνήθως από την ανάγκη του ίδιου του μετέπειτα δράστη να αποκτήσει μια «κανονική» κοινωνική ζωή), φερόταν συνήθως ωθούμενος στο πολυανθρωποκτόνο του ξέσπασμα από ιδεοληψίες, πολλές φορές «κοπιαρισμένες» από ειδησειογραφικούς κώδικες των Μ.Μ.Ε. της εποχής του[6]. Επέλεγε συνήθως να αφήσει το φονικό του ξέσπασμα να “ενσκήψει” σε δημόσιoυς χώρους, εκεί όπου το έργο του γινόταν περισσότερο θανατηφόρο και –τούτο είναι κρίσιμο- δημόσια θεατό και αισθητό από κάθε άποψη : σε εστιατόρια, δημόσια κτίρια, κεντρικές οδούς, σχολεία. Πολυανθρωποκτόνα φαινόμενα τέτοιου τύπου, με κύρια γνωρίσματα τον «δημόσιο» χαρακτήρα του εγκλήματος, την επιλογή των θυμάτων μέσα από ένα πλέγμα ιδεοληψιών και εμμονών του δράστη και την εκτέλεση του χτυπήματος δίκην «στρατιωτικού τύπου» επιχείρησης[7], με τη χρήση συνήθως βαρέως οπλισμού, καταγράφονται στα εγκληματολογικά χρονικά από πολύ παλαιώτερα[8].
Όμως σήμερα, τουλάχιστον στις Η.Π.Α. είναι ξεκάθαρο : Με βάση τα δεδομένα μεταξύ 2013 και 2016, 7 στα 10 πολυανθρωποκτόνα επεισόδια συμβαίνουν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα (ιδίως σχολεία μέσης εκπαίδευσης) και σε εργασιακούς χώρους[9], ενώ από ποσοτική άποψη, τα επεισόδια με τέσσερις τουλάχιστον θανάτους έχουν τουλάχιστον στις Η.Π.Α. τετραπλασιαστεί από την δεκαετία του ’70[10]. Παράλληλα, οι δυνατότητες που παρέχουν στον κάθε χρήστη τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν προ πολλού ξεπεράσει τη θεασιμότητα της ανθρωποκτόνου δράσης την οποία κάποτε καθόριζε η παραδοσιακή «κάμερα του δελτίου ειδήσεων». Τα πολυφονικά κτυπήματα βιντεοσκοπούνται από τους ίδιους τους δράστες και τους «ανεβαίνουν» σε real time από τους ίδιους ή παρευρισκομένους. Οι ίδιοι, δε, οι δράστες συχνά διαθέτουν προφίλ σε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, με τις αναρτήσεις τους στα οποία έχουν τρόπον τινά «προειδοποιήσει» για το τί θα ακολουθήσει[11].

2) Είναι ευχερής η τυπολογική ένταξη των τριών γεγονότων από εγκληματολογική άποψη;
Το ανησυχητικό τα τελευταία χρόνια είναι η εμφάνιση ιδεολογικοποιημένων πολυφονικών χτυπημάτων, ιδίως τρομοκρατικών επιθέσεων σε δημόσιους χώρους, κατά κανόνα, με δράστες τους «μάρτυρες» ενός κεκυρηγμένου θρησκευτικού πολέμου, μεταξύ της «Δύσης» και του ISIS. Στην προκειμένη περίπτωση και οι τρεις υποθέσεις Orlando, Νίκαιας και Μονάχου θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συνιστούν ένα τυπολογικό υβρίδιο, καθώς τα κίνητρα των δραστών ενδεικνύουν μεν προς την περιοχή ενός ακραίου «εγκλήματος μίσους (hate crime)»[12], την ίδια ώρα που η μέθοδος τέλεσης, ο αριθμός των θυμάτων και η κατάληξη των δύο από τους τρεις δράστες (“suicide by cop”), είναι κλασσικά γνωρίσματα του δρώντα σε δημόσιο χώρο mass murderer[13].

3) Υπάρχει δυνατότητα πρόληψης και πάντως αντιμετώπισης ενός τέτοιου φαινομένου εν τη γενέσει του;
Όσο και αν έννοιες όπως «πρόληψη» και «αντιμετώπιση» ηχούν απλοϊκοί, παραμένουν το διαχρονικώς ζητούμενο σε κοινωνίες που αισθάνονται διαρκώς και μεγαλύτερη ανασφάλεια[14]. Κι ενώ η τεχνολογία, μονοδρομικά σχεδόν αξιοποιούμενη από την πολιτεία για την επίταση της επιτήρησης, αποδεδειγμένα δεν μειώνει το φόβο για το έγκλημα[15], διερωτάται κανείς πώς μπορούν οι δυτικές κοινωνίες να αποφύγουν τέτοια «τυφλά», απρόβλεπτα πολύνεκρα «κτυπήματα»[16]. Από μια πρώτη άποψη, όταν ένας οπλισμένος δράστης ξεκινά να πυροβολεί ξαφνικά σε μια πλατεία, ένα σχολείο, ή ένα τουριστικό θέρετρο, μοιάζει πρακτικώς αδύνατο το σχέδιό του να αποτραπεί χωρίς κανένα θύμα. Όπως αποδεικνύουν τόσο τα πρόσφατα όσο και παλαιώτερα τέτοια πολυφονικά συμβάντα[17] ο δράστης έχει προεπιλέξει, συχνά μετά από έρευνα, τον τόπο τέλεσης, ακριβώς με κριτήριο την γεωγραφία του χώρου (το κατά πόσο «αόρατο» μπορεί να τον καταστήσει λ.χ. ένα εμπορικό κέντρο ή πολυκατάστημα κατά την προπαρασκευή του ξεσπάσματός του και, στη συνέχεια, το πόσο δύσκολα εντοπίσιμο σε σχέση με το πλήθος) και οπωσδήποτε την αδύναμη και πάντως όχι αισθητή παρουσία αστυνομικής δύναμης στον τόπο. Από πλευράς Αστυνομικών Αρχών και δυνάμεων καταστολής υπάρχουν συγκεκριμένες ασκήσεις και πλάνα δράσεως (λ.χ. η αποστολή εξειδικευμένου διαπραγματευτή σε περίπτωση ομηρείας), τα οποία αποσκοπούν στην εκκένωση της περιοχής, την έγκαιρη απομάκρυνση και περίθαλψη τραυματιών και τον εγκλωβισμό και εξουδετέρωση του δράστη, όμως ο συγχρονισμός με τις ανάγκες ενός κάθε φορά ιδιότυπου συμβάντος καθιστά την αντίδραση αρκετά καθυστερημένη[18].

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

"Η μετατροπή της Ι.Κ.Ε. σε εταιρεία άλλης νομικής μορφής" [Βασίλειος Παπαβασιλείου Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.]


Εισαγωγικά στοιχεία

Η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (ΙΚΕ) είναι η εταιρική μορφή που δημιουργήθηκε με τον Ν.4072/2012. Αποτελεί μια νέου τύπου εταιρεία, που απευθύνεται κυρίως στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, παρέχει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης νέων μορφών σχέσεων στο εταιρικό σχήμα, προσφέρει ευελιξία, απλοποιημένη λειτουργία, χαμηλό κόστος και είναι προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες της αγοράς. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 43 - 120 του N.4072/2012 εισήχθη στο ελληνικό εμπορικό δίκαιο, η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (IKE), η οποία έχει νομική προσωπικότητα και είναι εμπορική, ακόμα κι όταν ο σκοπός της δεν είναι εμπορική επιχείρηση. Με τις διατάξεις του άρθρου 116 του ανωτέρω N.4072/2012 γίνεται προσαρμογή στις γενικές ρυθμίσεις της νομοθεσίας των κεφαλαιουχικών εταιρειών, προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτές και η νέα εταιρική μορφή της IKE.
Ασφαλώς το ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο, αλλά και η δυνατότητα συμμετοχής στο κεφάλαιο με μη χρηματικές εισφορές, όπως η υπόσχεση παροχής εργασίας, υπηρεσιών, έργου ή η υπόσχεση κάλυψης εταιρικών χρεών, η δυνατότητα μεταφοράς της πραγματικής έδρας εκτός Ελλάδας με παραμονή της καταστατικής έδρας στην Ελλάδα, κ.λπ. αποτελούν τα νεωτερικά χαρακτηριστικά της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας και δίνουν τη δυνατότητα στο εταιρικό σχήμα να γίνεται «κατά περίπτωση» περισσότερο κεφαλαιουχικό ή προσωπικό ανάλογα με τις επιδιώξεις των εταίρων.

Φορολογική αντιμετώπιση της IKE

Ως προς την φορολογική αντιμετώπιση της IKE, ορίζονται τα ακόλουθα: Με την παρ. 5 του άρθρου 116 του N.4072/2012 ορίζεται ότι οι νόμοι που παρέχουν κίνητρα για τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων (NA 1297/72 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων», N.2166/93 «Περί κινήτρων ανάπτυξης επιχειρήσεων και φοροαπαλλαγών» κ.λπ.) περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους και την IKE. Με την παρ. 11 του ίδιου άρθρου 116 του N.4072/2012 ορίζεται ότι οι εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις για τις EΠE εφαρμόζονται και στις IKE.

Η έννοια της μετατροπής

Η τροποποίηση του καταστατικού μίας εταιρείας με κοινή απόφαση των εταίρων ή των μετόχων της, ως προς το μέρος εκείνο του καταστατικού που προβλέπει τον τύπο του νομικού προσώπου, καλείται μετατροπή αυτού του νομικού προσώπου. Η μετατροπή του νομικού προσώπου, από νομικό πρόσωπο ενός τύπου σε νομικό πρόσωπο άλλου νομικού τύπου, συντελείται, χωρίς να επέρχεται πρώτα λύση, εκκαθάριση και περάτωση της εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, υπό τον αρχικό νομικό τύπο αυτού και στη συνέχεια σύσταση του νομικού προσώπου υπό τον νέο νομικό τύπο. Με τη μετατροπή, η νομική προσωπικότητα δεν καταλύεται, ούτε διακόπτεται, ούτε επέρχεται οποιαδήποτε διακοπή ή διαδοχή σε αυτήν. Αντίθετα, διατηρείται και συνεχίζεται η ίδια νομική προσωπικότητα με διαφορετικό νομικό τύπο (Απ. ΣτΕ 1656/2011).

Στάδια της μετατροπής

Οι διατάξεις του άρθρου 106 του N. 4072/2012 (όπως αντικαταστάθηκαν στην παρ. 2 αυτού, με την παρ. 4 του άρθρου 11 του N.4155/2013) ρυθμίζουν κατά ενιαίο τρόπο τη μετατροπή μιας IKE σε εταιρεία άλλης νομικής μορφής. Προς τούτο ξεχωρίζουν δύο στάδια:
α) Σε πρώτο στάδιο, η ΙΚΕ μπορεί να μετατραπεί σε εταιρεία άλλης μορφής με απόφαση των εταίρων. Ορίζεται ότι η απόφαση για τη μετατροπή λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων της μετατρεπόμενης IKE, όπως προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 72 του N. 4072/2012 και η παρ. 1 του άρθρου 106, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 68 του ίδιου νόμου. Στην απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνονται και όλοι οι όροι του καταστατικού του νομικού τύπου της εταιρείας που θα προέλθει από τη μετατροπή. Επίσης, στην απόφαση θα γίνεται μνεία της σύμβασης με εταίρο εξωκεφαλαιακής εισφοράς, αν υφίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 3 του Ν. 4072/2012.
β) Σε ένα δεύτερο στάδιο, η μετατροπή υλοποιείται με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για τη σύσταση της νέας εταιρικής μορφής. Κατά τα λοιπά, επέρχονται τα συνήθη αποτελέσματα της μετατροπής. Από την ημερομηνία καταχώρισης στο ΓEMH της απόφασης μετατροπής και του νέου καταστατικού, η μετατρεπόμενη IKE συνεχίζεται με τη νέα εταιρική μορφή. Η νομική προσωπικότητα της εταιρείας συνεχίζεται και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται επίσης στο όνομα της εται, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Τυχόν διοικητικές άδειες, που είχαν εκδοθεί στο όνομα της μετατρεπόμενης εταιρείας, μεταφέρονται στο όνομα της νέας. Η καταχώριση της μετατροπής στο ΓΕΜΗ γίνεται από την Υπηρεσία ΓΕΜΗ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν.3419/2005.

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

ΣτΕ (Δ') 150/17 : "Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Επεξεργασία δεδομένων διεύθυνσης κατοικίας από εταιρία – Επιμέτρηση προστίμου"


ΣτΕ (Δ') 150/17 : Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Επεξεργασία δεδομένων διεύθυνσης κατοικίας από εταιρία – Επιμέτρηση προστίμου. Αίτηση ακυρώσεως. Στο σώμα των αποφάσεων των συλλογικών διοικητικών οργάνων, όπως η ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), δεν απαιτείται να αναφέρονται τα ονόματα και η γνώμη των μελών που μειοψήφησαν. Με νόμιμη αιτιολογία η ΑΠΔΠΧ έκρινε ότι η αιτούσα εταιρεία προέβη σε επεξεργασία των δεδομένων που αφορούσαν τη διεύθυνση κατοικίας του Λ.Φ. και διαβίβαση αυτών στην πρώην σύζυγό του, για τη δε στοιχειοθέτηση της παράβασης δεν απαιτείται η επέλευση βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων. Το γεγονός ότι η πρώην σύζυγος του Λ.Φ., ενδεχομένως θα είχε δικαίωμα να λάβει γνώση των περιουσιακών στοιχείων του κατόπιν αιτήματός της ή εισαγγελικής παραγγελίας, δεν αναιρεί την τέλεση της παράβασης, διότι, πάντως, τέτοιο αίτημα δεν υπήρξε. Νομίμως αιτιολογημένη η επιμέτρηση του επίδικου προστίμου κατ' επίκληση της βαρύτητας της παράβασης, χωρίς να απαιτείται εκ του νόμου περαιτέρω εξειδίκευσή της, το δε επιλεγέν πρόστιμο ευρίσκεται εγγύς προς το κατώτερο όριο του δυναμένου να επιβληθεί και επομένως δεν παρίσταται δυσανάλογο. Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης.



ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
ΑΠΟΦΑΣΗ 150/2017

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Δημοσθένης Π. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ηλ. Μάζος, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 10ης Σεπτεμβρίου 2012 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο ΚΜ (Α.Μ....), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Κηφισίας 1-3), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 104/2012 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου M. Σωτηροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αιτούσας εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπα παραβόλου 3370660, 1270051/2012).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της πράξης 104/8.6.2012 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επεβλήθη στην εταιρεία «…» πρόστιμο ύψους 5.000 ευρώ.
3. Επειδή, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, η επωνυμία της εταιρείας, εις βάρος της οποίας είχε επιβληθεί το πρόστιμο, μεταβλήθηκε σε «…» (ΦΕΚ 12520/25.11.2011, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), η οποία παραδεκτώς ασκεί την κρινόμενη αίτηση. Περαιτέρω, η επωνυμία της εταιρείας μετεβλήθη εκ νέου σε «…» (ΦΕΚ 11150/10.11.2012, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), η οποία παραδεκτώς παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
4. Επειδή, στο άρθρο 19 παρ. 2 και 3 του ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), ορίζεται ότι «… Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων μελών της. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του. 3. [η οποία συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 παρ. 5 του ν. 2915/2001, Α΄ 109] Η Αρχή καταρτίζει τον κανονισμό λειτουργίας της, με τον οποίο ρυθμίζονται ιδίως η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της, η προηγούμενη ακρόαση των ενδιαφερομένων, θέματα πειθαρχικής διαδικασίας...». Κατ' επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδότησης του άρθρου 19 παρ. 3 του ν. 2472/1997 εκδόθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής 6/1997 (Β΄ 1095), ο οποίος ορίζει στο άρθρο 6 ότι «1. ... 6. Η Αρχή συνεδριάζει νομίμως όταν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστον μέλη της, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου. 7. ... 8. … 9. Με ευθύνη του Τμήματος Διοικητικών Υποθέσεων τηρούνται στενογραφημένα ή μαγνητοφωνημένα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων της Αρχής. ... Στα πρακτικά καταχωρίζονται τα θέματα που συζητήθηκαν, η άποψη που πλειοψήφησε και οι γνώμες των μελών που τυχόν μειοψήφησαν. ...» και στο άρθρο 7 παρ. 2 και 4 ότι «Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων μελών της. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου» και «Η ψηφοφορία είναι φανερή εκτός από περιπτώσεις αποφάσεων που αφορούν κωλύματα ή ασυμβίβαστα μελών της Αρχής, οπότε είναι μυστική. ...». Περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας ορίζει στο άρθρο 1 ότι «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου» και στο άρθρο 15 ότι «1. ... 4. Για τις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται, ιδίως, τα ονόματα και η ιδιότητα των παρισταμένων μελών, … τα θέματα που συζητήθηκαν..., η μορφή και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν. 5. Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που μειοψήφησαν, σε περίπτωση δε φανερής ψηφοφορίας και τα ονόματα τούτων. 6. ...». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 1662/2009), από τις διατάξεις αυτές ουδόλως προκύπτει ότι στο σώμα των αποφάσεων της Αρχής επιβάλλεται, επί ποινή ακυρότητας, να αναγράφεται αν ελήφθησαν ομοφώνως ή κατά πλειοψηφία, ούτε να καταχωρείται το περιεχόμενο των μειοψηφουσών γνωμών και τα ονόματα των μειοψηφούντων μελών, αλλά, αντιθέτως, η Αρχή υποχρεούται, σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 9 του Κανονισμού της, σε συνδυασμό και με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, να καταχωρεί στα συντασσόμενα πρακτικά συνεδριάσεων τις μειοψηφούσες γνώμες και, επί φανερών ψηφοφοριών, τα ονόματα των μειοψηφούντων μελών της.
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ληφθείσα κατά πλειοψηφία, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, διότι δεν αναφέρονται στο σώμα αυτής τα ονόματα και η γνώμη των μελών που μειοψήφησαν. Ο λόγος αυτός, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι, όπως έγινε δεκτό στην προηγούμενη σκέψη, τα στοιχεία αυτά δεν απαιτείται να αναφέρονται στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης. Απαραδέκτως δε η αιτούσα προβάλλει το πρώτον με το υπόμνημα που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ότι τα στοιχεία αυτά δεν αναφέρονται ούτε στα πρακτικά της συνεδρίασης της Αρχής, διότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, ο οποίος θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς μόνον με δικόγραφο προσθέτων λόγων.
6. Επειδή, στο άρθρο 2 του προαναφερθέντος ν. 2472/1997, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής, ορίζονται τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. … γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, … δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και το οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο. … ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. …». Στο δε άρθρο 4 παρ. 1 του αυτού νόμου προβλέπονται τα εξής: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) … γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση. δ) …». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του νόμου ορίζεται ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο. β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα. ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. 3. …». Εξάλλου, στο άρθρο 10 παρ. 3 και 4 του αυτού νόμου προβλέπονται τα εξής: «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας» (παρ. 3) και «Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπευθύνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολήν του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν» (παρ. 4). Σύμφωνα με το άρθρο 21 του νόμου, «1. 
Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: 
α) Προειδοποίηση, … β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. γ) Προσωρινή ανάκληση άδειας. δ) οριστική ανάκληση άδειας. … 2. Οι υπό στοιχεία β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ διοικητικές κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του. Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης που καταλογίζεται. Οι υπό στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής ή καθ' υποτροπήν παράβασης. …».

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

"Εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης και αναθεωρητική πρωτοβουλία" [Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου (Paris X), Μέλος του ΑΣΕΠ]


Η ομολογημένη σύνδεση της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας με την υπέρβαση των παθογενειών που χαρακτηρίζουν το σύστημα διακυβέρνησης στη χώρα μας εκβάλλει εξ αντικειμένου στην αιτιακή συσχέτιση των συνταγματικών θεσμών με τις συνθήκες της γέννησης αλλά και της υπέρβασης της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η προβληματική για μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική που θα εγκαθιδρύει ένα πιο ισορροπημένο σύστημα διακυβέρνησης, ως εργαλείο για τη συνολική ανάκαμψη της χώρας, καθιστά εκ νέου επίκαιρες τις υπόρρητες ή εκπεφρασμένες αντιλήψεις ή θεωρίες για την εξισορρόπηση του πολιτεύματος που γεννήθηκαν στον 18ο αιώνα. Συγκροτείται έτσι ένα νέο αντικείμενο μελέτης, που έγκειται στην επικαιροποιημένη πρόσληψη των θεσμικών αντιβάρων ως λύσης στα γενικευμένα αδιέξοδα ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση τόσο νομιμοποίησης όσο και αποτελεσματικής λειτουργίας σε συνθήκες κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση που θα ακολουθήσει εστιάζεται σε τρία κυρίως ζητήματα:
Πρώτον, πώς οι γνωστές θεωρίες του πρώιμου συνταγματισμού για τα checks and balances εντάσσονται στην τρέχουσα προβληματική για την αναθεώρηση του Συντάγματός μας.
Δεύτερον, πώς η ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη κατά την μεταπολιτευτική περίοδο έχει υποδεχθεί αυτές τις αντιλήψεις περί αντιβάρων.
Τρίτον, πώς οι εν λόγω αντιλήψεις κρύβονται πίσω από μια σειρά προτάσεων αναθεωρητικής πολιτικής που έχουν κατατεθεί στο δημόσιο διάλογο από εκπροσώπους κυρίως του επιστημονικού κόσμου, με “πολιτικές” πάντως ανησυχίες, είτε φιλελεύθερες είτε αριστερόστροφες.
Τέλος, θα υπαινιχθώ ότι υπό συνθήκες εντυπωσιακής  σύγκλισης στους κόλπους της θεωρίας για την εισαγωγή αντιβάρων στη λειτουργία των θεσμών μας, φαντάζει αδικαιολόγητη τόσο η αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην εξαγγελθείσα αναθεώρηση όσο και η μινιμαλιστική εκδοχή της, με τη διατύπωση μιας λιτής πρότασης ελαχίστων αλλαγών μόνο για “τα στοιχειώδη”. Αντιθέτως, ο αναθεωρητικός κοινός τόπος δείχνει πια τόσο ώριμος και τόσο μεγάλος, που υποδεικνύει το μέτρο της ευθύνης της επιστημονικής κοινότητας έναντι των κομμάτων, καθώς και το πλαίσιο όπου αυτή οφείλει να κινηθεί, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης της αναθεωρητικής πολιτικής συναίνεσης για την επανεκκίνηση των θεσμών μας.

Α. Φταίει το Σύνταγμα για την κρίση;
Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση (εφεξής σ.α.) στην παρούσα συγκυρία συνάπτεται συστηματικά με μια απόπειρα αποτίμησης της επιτυχημένης ή μη λειτουργίας του ισχύοντος Συντάγματος στις δεδομένες συνθήκες κρίσης. Έτσι, η σχετική προβληματική ανάγεται συνήθως σε μία αφετηριακή διάγνωση που συνδέει με λογικό ή αιτιακό τρόπο τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών αφενός με τη δημιουργία και αφετέρου με την υπέρβαση της κρίσης.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, εάν δηλαδή φταίει το Σύνταγμα για την κρίση, η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων ή των πολιτειολόγων έχει αντιδράσει με μια μεγάλη ποικιλία απόψεων, συχνά αντιφατικών και αλληλοαναιρούμενων. Η στάση αυτή αποτυπώνει και τη μεγάλη αμηχανία, την αμφιθυμία και συχνά τη σύγχυση που χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της συνταγματικής επιστήμης για το εάν και σε ποιο βαθμό η χρεοκοπία της χώρας μπορεί να καταλογιστεί στην αποτυχία του Συντάγματος, τη θεσμική μηχανική του (τα σχεδιαστικά του ελαττώματα) ή την κανονιστική του ανεπάρκεια. Δεν θα δυσκολευτεί κανείς να διακρίνει πληθώρα κειμένων όπου με απόσταση λίγων παραγράφων, το Σύνταγμα και φταίει και δεν φταίει για την κρίση… Αυτό εξηγείται και από έναν πρόσθετο λόγο: εάν όλοι συνέκλιναν στην εκτίμηση ότι το Σύνταγμα φταίει από λίγο έως καθόλου, θα αναιρούνταν εκ προοιμίου η ratio της σ.α. και συνακόλουθα η δυνατότητα παρέμβασής τους στο δημόσιο χώρο ως “τεχνολόγων της εξουσίας”…
Δε λείπουν βεβαίως και οι «καθαρές» περιπτώσεις όσων επιμένουν ότι «δεν φταίνε τα Συντάγματα (για τη δημοσιονομική κρίση), αλλά ο τρόπος που οι κοινωνίες προσλαμβάνουν τον εαυτό τους και τη θέση τους μέσα στην ιστορία» (Βενιζέλος) ή όσων που εκτιμούν πως «ούτε μια άριστη λειτουργία άριστων συνταγματικών θεσμών» (Δρόσος) δεν θα απέτρεπε την κρίση που οφείλεται σε ένα συνδυασμό ενδογενών και εξωγενών παραγόντων μη δυνάμενων να αναχθούν σε θεσμικά ή νομικά ζητήματα. Για μια εκδοχή μάλιστα αυτού του ρεύματος σκέψης, δεν νοείται “συνταγματική αποτυχία” ή “επιτυχία”, καθόσον τα Συντάγματα είναι το αντικειμενικοποιημένο προϊόν της εξέλιξης και του ιστορικά προσδιορισμένου συσχετισμού δυνάμεων που οδήγησε στη θέσπισή τους και όχι το εργαστηριακό προϊόν μιας διανοητικής τυπολογίας. Αυτή η απόπειρα να σχετικοποιηθεί ιστορικά η εργαλειακή ορθολογικότητα του συνταγματικού σχεδιασμού (Βενιζέλος) οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί εξ ορισμού να λύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης ή της λειτουργίας του Κράτους. Σ΄ αυτή τη λογική, ούτε καν η ρήτρα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού δεν θα ήταν σε θέση να αποτρέψει την κρίση, αφού και οι συναφείς κανόνες του Μάαστριχτ περί ανώτατου θεμιτού ορίου χρέους απέτυχαν να λειτουργήσουν ανασχετικά…
Για μια συγγενή συνταγματολογική αντίληψη, τα αίτια της κατάρρευσης του πολιτικού μας συστήματος δεν πρέπει να αναζητώνται σε συνταγματικούς κανόνες ή θεσμικές δυσλειτουργίες, αλλά σε «πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές που διέβρωσαν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος» (Σημίτης). Η τάση αυτή θεωρεί «κραυγαλέα άδικη και ανιστορική» την καταγγελία της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας «ως θερμοκηπίου της φαυλότητας και της διαφθοράς» και μεταθέτει την ευθύνη της χρεοκοπίας κυρίως στην απουσία ρυθμιστικών μηχανισμών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στην έλλειψη αξιόπιστων ελεγκτικών μηχανισμών στης Βρυξέλλες ή τις καταλυτικές συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (Αλιβιζάτος). Έτσι, οι καταστρεπτικές συνέπειες της κρίσης καταλογίζονται πρωτίστως στις κρατούσες «πρακτικές και νοοτροπίες», ενώ οι θεσμοί έχουν μερίδιο ευθύνης μόνο στο μέτρο που δεν λειτούργησαν ως μηχανισμοί εξισορρόπησης των αυθαίρετων πρακτικών των κυβερνώντων, δηλαδή ως μέσα προειδοποίησης της κοινωνίας και των πολιτών για την επερχόμενη καταστροφή και ως εργαλεία πιθανής έγκαιρης αντιστροφής της διαγνωσμένης τάσης.
Δεν λείπουν και οι προσεγγίσεις που ερμηνεύουν αυτή την προδιάθεση να αθωώνουμε τους θεσμούς για τα σημερινά δεινά μας στο πλαίσιο της αισιόδοξης «μεγάλης θεσμικής αφήγησης» της Μεταπολίτευσης (Βιδάλης) μέσα από μια αμυντική κυρίως ψυχολογική πεποίθηση, μια «εκλογίκευση» που οδηγεί συνήθως σε μετάθεση ευθυνών προς εξωγενείς παράγοντες, συγκαλύπτοντας τα αληθινά αίτια με ευλογοφανείς εξηγήσεις (Δρόσος).
Ανεξάρτητα, πάντως, από το κατά πόσον οι συνταγματικοί θεσμοί μένουν στο απυρόβλητο της κριτικής για την έλευση της κρίσης, η κρατούσα τάση αξιολογεί την αποτελεσματικότητα ενός Συντάγματος από το «κατά πόσον οι κανόνες του διευκολύνουν τη λήψη σημαντικών αποφάσεων από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές», λαμβάνοντας δηλαδή εκείνα τα «αναγκαία μέτρα» για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών (Αλιβιζάτος). Με αναγωγή στο ίδιο «μέτρο επιτυχίας» ενός Συντάγματος, διατυπώνεται ωστόσο και η ακριβώς αντίθετη άποψη ότι δηλαδή το πλειοψηφικό κοινοβουλευτικό σύστημα που καθιδρύει το Σύνταγμά μας παρήγαγε αδράνεια στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, καθόσον συνδέθηκε δομικά με το πελατειακό σύστημα και τις πολλαπλές εκφάνσεις του, οδηγώντας στη χρεοκοπία. Ορισμένοι, μάλιστα, ανάγονται στις εγγενείς αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, εκτιμώντας ότι αυτό από τη φύση του απολήγει, ως παραγωγός απραξίας και αβουλίας, σε ευνουχισμένες και άτολμες ηγεσίες, υποταγμένες σε κάθε είδους διαπλοκή (Διαμαντόπουλος).
Τέλος, υπάρχουν και οι απόψεις ότι τα δεινά της κλεπτοκρατίας, και στη συνέχεια της χρεοκρατίας, δεν τα προκάλεσαν οι συνταγματικοί θεσμοί, αλλά οι δομικές και ιστορικά προσδιορισμένες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, μπροστά στις οποίες το Σύνταγμα φάνηκε ανίσχυρο, πέφτοντας τελικά το ίδιο «θύμα» τους εξαιτίας της ανελέητης «καταστρατήγησης» που υπέστη στα χρόνια του Μνημονίου (Χρυσόγονος, Κατρούγκαλος). Για την άποψη αυτή, η λειτουργία των θεσμών εκλαμβάνεται ως παράγωγο των δομικών χαρακτηριστικών του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, με αποτέλεσμα οι θεσμικές διευθετήσεις να προσαρμόζονται παγίως και σε δεύτερο χρόνο στη δυναμική των πραγματικών αναγκών της οικονομίας ή των προτεραιοτήτων των διεθνών σχέσεων και να λειτουργούν παρακολουθηματικά ως προς αυτές.