Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Ζητήματα κατάργησης της δίκης-ανάλυση του άρθρου 32 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 18/1989 (ΣτΕ Ολ 3175/2014, 1586/2016) [Ευγενία Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ]


Στο τελευταίο μάθημα της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου θα εξετασθούν ζητήματα του δικονομικού θεσμού της κατάργησης της δίκης, ειδικότερα δε της κατάργησης της ακυρωτικής δίκης ελλείψει αντικειμένου, λόγω μεταβολών, που επήλθαν κατά την εκκρεμοδικία και αφορούν την προσβαλλόμενη πράξη. Θα αναλυθεί το άρθρο 32 του πδ 18/1989, το οποίο προβλέπει την κατάργηση της δίκης σε περίπτωση ανάκλησης ή ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ή εξαφάνισης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης (παρ. 1) καθώς και σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης (παρ. 2). 
Θα μελετηθούν περαιτέρω οι περιπτώσεις συνέχισης της δίκης που προβλέπονται ειδικά στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 32. Η παράγραφος 2 αφορά τη συνέχιση της δίκης, παρά την παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, λόγω επίκλησης ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί τη συνέχιση. Θα  εξετασθεί, κατά συνέπεια, η έννοια του ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης (βλ. αναλυτικά ΣτΕ 1586/2016). Η παράγραφος 3 αφορά ειδική περίπτωση συνέχισης της δίκης, οσάκις η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε πράξη νέου περιεχομένου, ή αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη που εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Στην περίπτωση αυτή ο αιτών προβάλλει με δικόγραφο που κατατίθεται 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση σχετικό ισχυρισμό και ζητεί συνέχιση της δίκης (βλ. ανάλυση των σχετικών προϋποθέσεων στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014).
Διάγραμμα αποφάσεων
ΣτΕ 1586/2016 (Δ΄ Τμήμα)
Προσβαλλόμενη πράξη
2.Επειδή, με την αίτηση αυτή, που συμπληρώνεται με το από 17.4.2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της απόφασης ΓΠ-477/11.9.2013 του Προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής με θέμα «Στατιστική ταξινόμηση του φορέα “Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας”». Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη απερρίφθη αίτημα διαγραφής του ήδη αιτούντος Οργανισμού από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την από 17.3.2014 πράξη του Προέδρου του, λόγω σπουδαιότητας.
Νομική φύση και παθητική νομιμοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ
4. Επειδή, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) συνεστήθη με το άρθρο 10 του ν. 3832/2010 (Α ́ 38) ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με σκοπό την συστηματική παραγωγή επισήμων στατιστικών και την διενέργεια σχετικών επιστημονικών ερευνών και μελετών. Στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 10 του ν. 3832/2010 ρητώς ορίζεται ότι η ΕΛ.ΣΤΑΤ. «… παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα ή υποχρεώσεις της, καθώς και πράξεις ή παραλείψεις της». Συνεπώς, εφ’ όσον με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται πράξη της ΕΛ.ΣΤΑΤ., στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται παθητικώς η εν λόγω Αρχή, η οποία νομίμως παρέστη στο ακροατήριο διά πληρεξουσίου δικηγόρου (ΣτΕ 2497/2013).
Η έννοια του δημόσιου τομέα για τον προσδιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά το δίκαιο της Ένωσης
5. Επειδή, στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρο 104 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. 2. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους στα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις. Ειδικότερα, εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με βάση τα ακόλουθα δύο κριτήρια: α/ κατά πόσον ο λόγος του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς … β/ κατά πόσον ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς … Οι τιμές αναφοράς ορίζονται στο πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στις Συνθήκες. 3. …». Στο δε άρθρο 1 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου σχετικά με την διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (αριθ. 12) ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι τιμές αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 126, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι εξής: 3% για το λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς, 60% για το λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ιδίου Πρωτοκόλλου ορίζεται ότι «οι όροι δημόσιος και δημοσιονομικός νοούνται με ευρεία έννοια [με τους ανωτέρω όρους αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο αγγλικός όρος general government, βλ. ΣτΕ 2497/2013, Ολομ. 3404 – 3406/2014], ήτοι καλύπτουν την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων, όπως ορίζονται στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκληρωμένων οικονομικών συναλλαγών». Εξ άλλου, για την εφαρμογή του αντίστοιχου πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (αριθ. 20), το οποίο προσηρτάτο στην προϊσχύσασα Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εξεδόθη ο Κανονισμός (ΕΚ) 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 (ΕΕ L 145/10.6.2009), ο οποίος εξακολούθησε να ισχύει και μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1.12.2009). Στο άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού ορίζονται, εκτός των άλλων, και τα ακόλουθα: «1. Για τους σκοπούς του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και του παρόντος κανονισμού, οι όροι που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 2 έως 6 ορίζονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (στο εξής “ΕΣΛ 95”) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96. Οι κωδικοί μέσα σε παρενθέσεις αναφέρονται στο ΕΣΛ 95. 2. Ο όρος “δημόσιο” καλύπτει τον ευρύτερο “δημόσιο τομέα” [έτσι αποδόθηκε στα ελληνικά ο αγγλικός όρος general government, βλ. ΣτΕ 2497/2013, Ολομ. 3404-3406/2014] (S.13), που υποδιαιρείται στους υποτομείς “κεντρική διοίκηση” (S.1311), “διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων” (S.1312), “τοπική αυτοδιοίκηση” (S.1313) και “οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης” (S.1314), εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων όπως ορίζονται στο ΕΣΛ 95. Η εξαίρεση των εμπορικών πράξεων σημαίνει ότι ο “δημόσιος τομέας” (S.13) περιλαμβάνει μόνο τις θεσμικές μονάδες που έχουν ως κύριο καθήκον την παραγωγή μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. 3. Το “δημοσιονομικό έλλειμμα (πλεόνασμα)” είναι η καθαρή λήψη (καθαρή χορήγηση) δανείων (EDP B.9) του “δημόσιου τομέα” (S.13), όπως ορίζεται στο ΕΣΛ 95. … 4. … 5. Το “δημόσιο χρέος” αποτελείται από την ονομαστική αξία όλων των ακαθάριστων τρεχουσών υποχρεώσεων του “δημόσιου τομέα” (S.13) στο τέλος του έτους, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του “δημόσιου τομέα” (S.13). …». Στο άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 479/2009 προβλέπεται ότι «Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο, την πρώτη φορά πριν από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους (έτος ν) και τη δεύτερη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους ν, τα προϋπολογισθέντα και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματα και το προϋπολογισθέν και πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους τους. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή (Eurostat) για το ποιες εθνικές αρχές είναι αρμόδιες για τη γνωστοποίηση στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος», ενώ στο άρθρο 16, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 679/2010 (ΕΕ L 198), ορίζεται ότι «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιούνται στην Επιτροπή (Eurostat) παρέχονται σύμφωνα με τις αρχές που έχουν θεσπισθεί με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Ως προς το θέμα αυτό, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα γνωστοποιούμενα στοιχεία είναι σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού και τους σχετικούς λογιστικούς κανόνες του ΕΣΛ 95. … 2. …». Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (ΕΚ) 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 («σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές κ.λπ.», ΕΕ L 87) θεσπίσθηκαν κανόνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και την διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών. Στο άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού ορίζεται ότι «… Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και τις αρχές της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της υπευθυνότητας των εθνικών αρχών και της κοινοτικής αρχής, οι ευρωπαϊκές στατιστικές είναι στατιστικές που απαιτούνται για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων της Κοινότητας. …», ενώ στο άρθρο 5 παρ. 1 προβλέπονται τα εξής: «Κάθε κράτος μέλος ορίζει την εθνική στατιστική υπηρεσία που έχει την ευθύνη για το συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση ευρωπαϊκών στατιστικών και ενεργεί ως σημείο επαφής για την Επιτροπή (Eurostat) σε στατιστικά ζητήματα (ΕΣΥ). Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής της παρούσας διάταξης». Εξ άλλου, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών της Κοινότητας (ESA 95, ΕΣΛ 95 ή ΕΣΟΛ 1995), στο οποίο παραπέμπουν οι προμνησθείσες διατάξεις του Κανονισμού 479/2009, θεσπίσθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2223/1996 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ L 310, βλ. Παράρτημα Α ́), οι διατάξεις του οποίου ισχύουν αμέσως και δεσμεύουν τις αρχές των κρατών μελών, οι οποίες, κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στατιστικών που υποβάλλονται στην Eurostat σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών 479/2009 και 223/2009, οφείλουν να τηρούν τις αρχές, τους ορισμούς, τις ταξινομήσεις και τους λογιστικούς κανόνες που απορρέουν από το ανωτέρω Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (βλ. ΣτΕ 2497/2013). Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.01 του Κεφαλαίου 1 του ΕΣΛ 1995: «Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών (ΕΣΛ 1995, ή απλώς: ΕΣΛ) είναι ένα διεθνώς συμβατό λογιστικό πλαίσιο για τη συστηματική και λεπτομερή περιγραφή μιας συνολικής οικονομίας (δηλαδή περιφέρειας, χώρας ή ομάδας χωρών), των συνιστωσών της και των σχέσεών της με άλλες συνολικές οικονομίες. Το ΕΣΛ 1995 αντικαθιστά το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών που δημοσιεύτηκε το 1970 (ΕΣΛ 1970 …)». Στο Κεφάλαιο 2 του ΕΣΛ 1995 καθορίζονται οι «θεσμικοί τομείς» της οικονομίας κάθε χώρας (ομάδες στις οποίες εντάσσονται οι θεσμικές μονάδες με παρόμοιο τύπο οικονομικής συμπεριφοράς, παρ. 2.17), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο δημόσιος τομέας (S.13). Ο δημόσιος τομέας υποδιαιρείται σε τέσσερις υποτομείς: α) κεντρική διοίκηση, β) διοίκηση ομόσπονδου κρατιδίου, γ) τοπική αυτοδιοίκηση και δ) οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης (παρ. 2.70). Σύμφωνα δε με τις παραγράφους 2.69 και 2.71 του Κεφαλαίου 2 του ΕΣΛ 1995, στον δημόσιο τομέα (και, συγκεκριμένα στον υποτομέα της κεντρικής διοίκησης) υπάγονται και «τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι παραγωγοί λοιπού μη εμπορεύσιμου προϊόντος και ελέγχονται και κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνται από την κεντρική διοίκηση».
Οριοθέτηση του δημόσιου τομέα υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου
6. Επειδή, στο εσωτερικό δίκαιο, για την οριοθέτηση του δημοσίου τομέα σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α ́ 141) προστέθηκε άρθρο 1Β στον ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού (Α ́ 247), με το οποίο ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Δημόσιος Τομέας: περιλαμβάνει την Γενική Κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α). 2. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ). 3. Κεντρική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ. 4. Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή Κράτος: περιλαμβάνει την Προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές …». Με το δε άρθρο 50 παρ. 1 περ. α ́ του ν. 3943/2011 (Α ́ 66) προστέθηκε στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: «Αναλυτικά τα νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην Κεντρική Κυβέρνηση, τους Ο.Τ.Α. και τους Ο.Κ.Α. προσδιορίζονται από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής». Εξ άλλου, στο άρθρο 11 του ν. 3832/2010, με τον οποίο, κατά τα προεκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 4), συνεστήθη η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ασκεί τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (Γ.Γ. Ε.Σ.Υ.Ε.), που προβλέπονται στο άρθρο 1 του π.δ. 224/1986 (ΦΕΚ 91Α ́), κάθε άλλη αρμοδιότητά της που προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και τις αρμοδιότητες που καθορίζονται από τον παρόντα νόμο, από τον Κανονισμό (ΕΚ) 223/2009 και οποιαδήποτε άλλη σχετική διάταξη. 2. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ιδίως: α. Καταρτίζει και εκτελεί το ετήσιο στατιστικό πρόγραμμα και παράγει και δημοσιεύει με την ιδιότητα της “εθνικής στατιστικής υπηρεσίας”, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 223/2009, τις επίσημες, εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές της χώρας …».
Αρμοδιότητες της ΕΛΣΤΑΤ – Κατάρτιση του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης – Συνέπειες ένταξης φορέα στο Μητρώο
7. Επειδή, από τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η ΕΛ.ΣΤΑΤ. είναι η αρμόδια εθνική αρχή για την κατάρτιση και την αποστολή προς την Eurostat των εθνικών στατιστικών και του συνόλου των στοιχείων που απαιτούνται, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 479/2009. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στην Eurostat τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο (άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 479/2009). Στο πλαίσιο των ανωτέρω αρμοδιοτήτων ανετέθη, επίσης, στην ΕΛ.ΣΤΑΤ, με το άρθρο 50 παρ. 1 περ. α ́ του ν. 3943/2011, η κατάρτιση του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης. Στο Μητρώο αυτό κατατάσσονται όλοι οι φορείς, τα στοιχεία της οικονομικής διαχείρισης των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, κατά τα οριζόμενα στον ανωτέρω Κανονισμό 479/2009. Κατά τα οριζόμενα δε με το άρθρο 1Β του ν. 2362/1995, η Γενική Κυβέρνηση περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης «σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ)»ενώ, περαιτέρω, ως προς την Κεντρική Κυβέρνηση προβλέπεται ότι αυτή περιλαμβάνει τις κρατικές υπηρεσίες (Κεντρική Διοίκηση), τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση. Συνεπώς, ενώ οι φορείς που περιλαμβάνονται στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης καθορίζονται, κατ’ αρχήν, στο νόμο, ειδικώς για την υπαγωγή ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου στον εν λόγω τομέα και την κατάταξή του στο καταρτιζόμενο από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης απαιτείται προηγούμενη κρίση σχετικά με την συνδρομή των τασσομένων στις οικείες διατάξεις κριτηρίων, απαιτείται δηλαδή η εξειδίκευση και εφαρμογή επί του συγκεκριμένου νομικού προσώπου των καθοριζομένων στο νόμο κριτηρίων (όπως το κριτήριο του ελέγχου και της χρηματοδότησης του νομικού προσώπου), επί τη βάσει των υποβαλλομένων στοιχείων. Περαιτέρω, η κατάταξη ενός φορέα στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, με την ένταξή του στο οικείο Μητρώο, έχει έννομες συνέπειες για την λειτουργία του, δεδομένου, κυρίως, ότι συνεπάγεται κατά νόμο την υπαγωγή του σε ένα ειδικό πλέγμα διατάξεων σχετικών με την οικονομική του διαχείριση, εν όψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα οικονομικά στοιχεία του εν λόγω φορέα λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό του ύψους του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Ειδικότερα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην Γενική Κυβέρνηση κατά τα προβλεπόμενα στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1Β παρ. 2 του ν. 2362/1995, μεταξύ άλλων, α) διέπονται από το ειδικό καθεστώς του Κεφαλαίου Α ́ του ν. 3429/2005, περί δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών (Α ́ 247), σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 3899/2010 (Α ́ 212), β) υπέχουν ειδικές υποχρεώσεις εν σχέσει με την κατάρτιση του προϋπολογισμού και των λοιπών οικονομικών στοιχείων τους (άρθρα 3Α και 3Β ν. 2362/1995, Α ́ 247, 3 ν. 4111/2013, Α ́ 18, και ήδη ν. 4270/2014, Α ́ 143), και γ) υπόκεινται σε περιορισμούς ως προς τον καθορισμό των αμοιβών του προσωπικού τους (άρθρα 2 ν. 3899/2010, 31 ν. 4024/2011, Α ́ 226, άρθρο πρώτο παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ.1 περ. 12 ν. 4093/2012, Α ́ 222).
Επικαιροποίηση του Μητρώου
8. Επειδή, εξ άλλου, εν όψει της κατά τα προεκτεθέντα υποχρεώσεως της εθνικής στατιστικής αρχής για την ανά τακτά χρονικά διαστήματα υποβολή των σχετικών με την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος στοιχείων στην Eurostat (τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο), αντιστοίχως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα ελέγχονται τα σχετικά στοιχεία και καταρτίζεται το επικαιροποιημένο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης. Όπως, ειδικότερα, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το καταρτισθέν βάσει του ανωτέρω Συστήματος Λογαριασμών ΕΣΛ 95 Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης με ημερομηνία αναφοράς την 9.11.2010 ενημερώθηκε τον Απρίλιο 2011 (Μητρώο με ημερομηνία αναφοράς την 31.3.2011). Κατά τα αναφερόμενα στο σχετικό από 16.9.2011 Δελτίο Τύπου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, «η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να ολοκληρώσει … την ενδελεχή επανεξέταση και αναθεώρηση του Μητρώου των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2011 και να το δημοσιοποιήσει μέσω της ιστοσελίδας της. Αυτό θα αντικαταστήσει το μητρώο που είχε αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ τον Απρίλιο του 2011. Στη συνέχεια, το μητρώο θα πρέπει να επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρίμηνο, σύμφωνα με τη βέλτιστη πρακτική που ακολουθείται σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Επηκολούθησε η δημοσίευση, με την ανάρτηση στην ιστοσελίδα της ΕΛ.ΣΤΑΤ., «ενημερωμένων» μητρώων φορέων γενικής κυβέρνησης με χρόνο αναφοράς τον Ιανουάριο 2012 (από 23.5.2012 ανακοίνωση), τον Ιούνιο 2012 (από 7.9.2012 ανακοίνωση), τον Σεπτέμβριο 2012 (από 31.12.2012 ανακοίνωση) και τον Δεκέμβριο 2012 (από 16.4.2013 ανακοίνωση). Όπως δε αναφέρεται στην, σχετική με το ενημερωμένο Μητρώο με χρόνο αναφοράς τον μήνα Δεκέμβριο 2012, από 16.4.2013 ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ (αλλά και στις ως άνω προηγούμενες ανακοινώσεις της Αρχής), «η κατάρτιση και τακτική ενημέρωση ενός Μητρώου Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αποτελεί υποχρέωση όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σωστή οριοθέτηση του θεσμικού τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή προσδιορίζεται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών – ESA 95 (Κανονισμός 2223/96), με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Το στατιστικό Μητρώο των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης καταρτίζεται και χρησιμοποιείται από την ΕΛΣΤΑΤ αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, δηλαδή για τη διενέργεια των ετήσιων και τριμηνιαίων ερευνών των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για την κατάρτιση των πινάκων της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ) και γενικότερα για την κατάρτιση των τριμηνιαίων και ετήσιων δημοσιονομικών στατιστικών από την ΕΛΣΤΑΤ. Η σωστή τήρηση του μητρώου, μέσω της συνεχούς ενημέρωσής του, είναι ένα σημαντικό στατιστικό έργο με σκοπό την ορθή και ακριβή οριοθέτηση της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τους κανόνες του ESA 95, η οποία με τη σειρά της διασφαλίζει την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στατιστικών της χώρας. …. Η ΕΛΣΤΑΤ συνεχίζει την τακτική επικαιροποίηση του Μητρώου με την εισαγωγή νέων φορέων, που ταξινομούνται σύμφωνα με τα κριτήρια ESA 95 εντός Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και με την απαλοιφή φορέων, που είτε καταργούνται είτε παύουν να τηρούν τα κριτήρια ταξινόμησης εντός της Γενικής Κυβέρνησης. … Η τήρηση του Μητρώου των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης είναι μια συνεχής εργασία. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΛΣΤΑΤ συνεχίζει να εξετάζει σε τακτική βάση την ταξινόμηση των φορέων που εποπτεύονται από τη Γενική Κυβερνηση, λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που γίνονται στα πλαίσια της διοικητικής μεταρρύθμισης και τα νέα ή ενημερωμένα οικονομικά δεδομένα αυτών των φορέων σύμφωνα με τους κανόνες του ESA 95 …». Στις ανωτέρω ανακοινώσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. σημειώνονται δε και οι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στο Μητρώο με την ένταξη ή την διαγραφή φορέων καθώς και την επαναταξινόμησή τους σε άλλους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης.
Νομική φύση του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας – ΄Ενταξη του Οργανισμού στα Μητρώα Φορέων Γενικής Κυβέρνησης – Αίτημα διαγραφής
9. Επειδή, ο αιτών Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας συνεστήθη με το άρθρο 1 του ν. 1733/1987 (Α ́ 171) ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (παρ. 1), προκειμένου να συμβάλει στην τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας (παρ. 2). Ειδικότερα, το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου διέλαβε τα ακόλουθα: «1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας” (ΟΒΙ) που εδρεύει στην Αθήνα και εποπτεύεται από το Υπουργείο Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας. 2. Σκοπός του ΟΒΙ είναι η συμβολή στην τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας με την άσκηση των εξής αρμοδιοτήτων: α. Χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων τροποποίησης και πιστοποιητικών υποδείγματος χρησιμότητας, καθώς και γνωμοδότηση κατά το άρθρο 13, για τις μη συμβατικές άδειες εκμετάλλευσης. β. Καταχώριση συμβάσεων μεταφοράς τεχνολογίας. γ. Συνεργασία με ομοειδείς οργανισμούς άλλων χωρών, με διεθνείς οργανισμούς, με ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς της χώρας καθώς και σύνδεσή του με οργανισμούς και τράπεζες πληροφοριών. δ. Προετοιμασία και έλεγχος της εφαρμογής των διεθνών συνθηκών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και μεταφοράς τεχνολογίας. ε. Εκπροσώπηση της Ελλάδος σε διεθνείς οργανισμούς με απόφαση των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών. στ. Παροχή συμβουλών και πληροφοριών σχετικά με νέες τεχνολογίες και τεχνογνωσίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου αυτού για τα απόρρητα μητρώα, αρχεία και βιβλία. ζ. Παρακολούθηση και απογραφή της χρήσης ευρεσιτεχνιών, καινοτομιών και μεταφερόμενης τεχνολογίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό η. Ταξινόμηση ευρεσιτεχνιών και συμβάσεων μεταφοράς τεχνολογίας κατά κατηγορίες χρήσης, λαμβανομένων υπόψη και των διεθνών ισχυόντων κριτηρίων». Ο Οργανισμός περιελήφθη στα Μητρώα Φορέων Γενικής Κυβέρνησης με χρόνο αναφοράς τις 9.11.2010 και τις 31.3.2011, καθώς και τους μήνες Ιανουάριο, Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο 2012 (με αύξοντα αριθμό 139, 135, 226, 317, 372 και 39, αντιστοίχως). Μετά την υποβολή του προϋπολογισμού του έτους 2013 στην Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας προς έγκριση (υπ’ αριθμ. ΚΠ/298/ΓΔ/ 39/21.1.2013 διαβιβαστικό έγγραφο του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού) η Διοίκηση επεσήμανε στον Ο.Β.Ι. τις σχετικές υποχρεώσεις του ως φορέως της γενικής κυβέρνησης («εξειδίκευση» στόχων προϋπολογισμού, εφαρμογή «ενιαίου μισθολογίου», υπαγωγή στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α ́ του ν. 3429/2005, βλ. έγγραφα 23058/ΓΔΟΥ 111/28.5.2013 της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ΔΕΚΟ 493/11.3.2013, 19290/ΔΕΚΟ 955/2.5.2013 και 23584/ ΔΕΚΟ 1078 του μηνός Μαΐου 2013 της Διεύθυνσης Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Υπουργείου Οικονομικών· στα δύο τελευταία έγγραφα γίνεται ρητή αναφορά στο «επικαιροποιημένο μητρώο φορέων Γενικής Κυβέρνησης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που δημοσιεύθηκε στις 16.4.2013 με ημερομηνία αναφοράς τον Δεκέμβριο 2012»). Κατόπιν τούτων, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 3063/ΓΔ/412/30.5.2013 έγγραφο ο Οργανισμός υπέβαλε αίτημα διαγραφής από το ανωτέρω Μητρώο, το οποίο απερρίφθη με την προσβαλλόμενη απόφαση ΓΠ-477/11.9.2013 του Προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Το άρθρο 32 παρ. 2 και 3 του πδ 18/1989, για την κατάργηση της ακυρωτικής δίκης
10. Επειδή, στο άρθρο 32 του π.δ/τος 18/1989 (Α ́), όπως τροποποιηθέν ισχύει, ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «1. … 2. Καταργείται ομοίως η δίκη αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. … 3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».
Παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης – Ερμηνεία των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989
11.Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης της ανωτέρω παραγράφου 2 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, η δίκη καταργείται, εάν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και πριν από την πρώτη συζήτησή της έπαυσε να ισχύει η προσβαλλόμενη πράξη, διότι αντικαταστάθηκε, τροποποιήθηκε ή έληξε η χρονική ισχύς της ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Η δίκη, όμως, συνεχίζεται, εάν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που επιβάλλει να συνεχισθεί η δίκη για να αρθούν οι δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης και οι οποίες διατηρούνται και στο μέλλον, μη δυνάμενες να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της (βλ. ΣτΕ 4519/2009, 1131/2008 κ.ά.). Εξ άλλου, η διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου 32, η οποία αποσκοπεί στην εν γένει οικονομία της δίκης, προκειμένου να μην εξαναγκάζονται οι διάδικοι σε αλλεπάλληλες δίκες όταν η Διοίκηση, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, αντικαθιστά ή τροποποιεί την προσβληθείσα διοικητική πράξη, εφαρμόζεται μόνον όταν οι διάδικοι επιλέγουν να μην ασκήσουν, επί πλέον της ήδη ασκηθείσης από αυτούς εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως, και νέα, αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως κατά της χρονικώς μεταγενέστερης πράξης, η οποία αντικαθιστά ή τροποποιεί την προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς, οι διάδικοι, οι οποίοι έχουν ανοίξει δίκη με αίτηση ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως, απαραδέκτως ζητούν στα πλαίσια αυτής την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, όταν έχουν ασκήσει μεταγενεστέρως και νέα, αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης με την οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται ή έχουσα ήδη προσβληθεί, κατά τα προαναφερόμενα, από αυτούς (βλ. ΣτΕ 2244, 3266/2014).
Έννοια του ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης –  δεν στοιχειοθετείται – νέα αυτοτελής αίτηση ακύρωσης – αδυναμία εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989
12. Επειδή, κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος διαγραφής του αιτούντος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης αλλά και τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης της Αρχής, ίσχυε το Μητρώο με χρόνο αναφοράς τον μήνα Δεκέμβριο 2012 (από 16.4.2013 ανακοίνωση «δημοσίευσης» – ανάρτησης στην ιστοσελίδα – της ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως επηκολούθησε η δημοσίευση με τον ίδιο τρόπο των «ενημερωμένων» μητρώων με χρόνο αναφοράς τους μήνες Μάρτιο, Ιούνιο και Σεπτέμβριο 2013 (από 7.2.2014 Δελτίο Τύπου ΕΛ.ΣΤΑΤ.) καθώς και των «ενημερωμένων» μητρώων με χρόνο αναφοράς τους μήνες Δεκέμβριο 2013 και Μάρτιο 2014 (από 4.9.2014 Δελτίο Τύπου ΕΛ.ΣΤΑΤ.), στα οποία περιλαμβάνεται ο αιτών Οργανισμός (με αύξοντα αριθμό 1192, 1180, 1177, 1157 και 1141, αντιστοίχως). Σημειωτέον ότι κατά της ένταξής του στο Μητρώο με χρόνο αναφοράς τον μήνα Μάρτιο 2014 ο αιτών έχει ασκήσει την από 14.11.2014 αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως (με αριθμό κατάθεσης Ε. 3864/2014), η οποία δικάσθηκε κατά την ίδια δικάσιμο. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης έπαυσε με την δημοσίευση, με την ανάρτηση στην ιστοσελίδα της ΕΛ.ΣΤΑΤ., μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, των ανωτέρω νεοτέρων μητρώων φορέων γενικής κυβέρνησης, τα οποία καταρτίσθηκαν, κατά τα αναφερόμενα στα σχετικά από 7.2.2014 και 4.9.2014 δελτία τύπου της Αρχής, μετά συνεκτίμηση των συντελεσθεισών στα πλαίσια της διοικητικής μεταρρύθμισης μεταβολών καθώς και των νέων ή ενημερωμένων οικονομικών δεδομένων των φορέων σύμφωνα με τους κανόνες του ΕΣΛ 95. Δεν συντρέχει δε εξ άλλου περίπτωση συνεχίσεως της δίκης, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989. Ο αιτών Οργανισμός προέβαλε μεν κατά την συζήτηση καθώς και με το υποβληθέν εντός της ταχθείσης προθεσμίας από 6.4.2015 υπόμνημα, ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι «άμεσες ή παράγωγες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης», οι οποίες αφορούν ενδεικτικώς «το μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης (άρθρο 2 του Ν. 3899/2010), την έκταση του ασκούμενου ελέγχου από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (άρθρο 3 παρ. 14 του Ν. 2362/1995, όπως ισχύει), την υποχρέωση κατάρτισης και παρουσίασης σχεδίου του ετήσιου προϋπολογισμού σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται στο Μακροπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και την επικαιροποίησή του, κατά ουσιαστική κατάργηση της οικονομικής αυτοτέλειας που προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία (άρθρο 3α παρ. 2 του Ν. 2362/1995, όπως ισχύει), και σειρά υποχρεώσεων του Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών του φορέα, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τον προϋπολογισμό προς τον επικεφαλής του Οργανισμού, τον Υπουργό Οικονομικών, τη Βουλή και την κοινή γνώμη μέσω του τύπου ή του διαδικτύου, σχετικά με τη διασφάλιση της πιστής τήρησης των ανωτάτων ορίων του προϋπολογισμού του Οργανισμού και της ανάληψης δεσμεύσεων από αυτόν, σχετικά με τη διενέργεια δαπανών μόνον εφόσον υπάρχει αντίστοιχη πίστωση στον οικείο προϋπολογισμό, σχετικά με τη διαχείριση και αξιοποίηση των πόρων του Οργανισμού, σχετικά με την τήρηση των υποχρεωτικών οδηγιών, οδηγιών και εγκυκλίων που εκδίδει το Υπουργείο Οικονομικών και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και σχετικά με τη διαβίβαση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους των δημοσιονομικών στοιχείων του Οργανισμού (άρθρο 3β παρ. 2 του Ν. 2362/1995, όπως ισχύει)». Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί, όπως προβάλλονται, δεν στοιχειοθετούν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την συνέχιση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, αλλά στοιχειοθετούν απλώς το έννομο συμφέρον του αιτούντος Οργανισμού για την κατ’ αρχήν άσκηση της κρινομένης αιτήσεως καθ’ όσον δεν αναφέρονται σε βλαπτικές, διοικητικής φύσεως, συνέπειες, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβαλλόμενη πράξη κατά την διάρκεια της ισχύος της και διατηρούνται και μετά την λήξη της ισχύος της. Και τούτο διότι η υποχρέωση συμμόρφωσης στις διατάξεις τις οποίες επικαλείται ο αιτών, απορρέει πλέον από την εγγραφή του στο ήδη ισχύον νεότερο και ενημερωμένο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης με χρόνο αναφοράς τον μήνα Σεπτέμβριο 2014 και όχι από την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, αφορά την ένταξή του στο Μητρώο με χρόνο αναφοράς τον μήνα Δεκέμβριο 2012 (πρβλ. ΣτΕ 718/2013). Πεδίο εφαρμογής δεν έχει, τέλος, ούτε η παράγραφος 3 του ανωτέρω άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη, εφ’ όσον ο αιτών έχει ασκήσει, κατά τα προεκτεθέντα, αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως κατά του νεότερου Μητρώου με χρόνο αναφοράς τον μήνα Μάρτιο 2012. Συνεπώς, η δίκη πρέπει να καταργηθεί. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Κ. Κουσούλης, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη: Από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις προκύπτει ότι το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης υπόκειται σε διαρκή τακτική επικαιροποίηση. Κατά τις συχνές συνεχείς επικαιροποιήσεις, μεταξύ άλλων, ελέγχεται, με βάση τα κριτήρια του νόμου, αν επιβάλλεται η διατήρηση στο μητρώο όσων φορέων έχουν ήδη εγγραφεί. Η κατά τα ανωτέρω επαναξιολόγηση των ήδη γενομένων εγγραφών επικεντρώνεται στον έλεγχο αν έχουν μεσολαβήσει ουσιώδεις μεταβολές μετά την προηγούμενη εγγραφή. Υπό τα δεδομένα αυτά, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, εν όψει της ανάγκης για ταχεία επίλυση των σχετικών διαφορών και εν όψει της ειδικής επιρροής που ασκεί η προηγούμενη εγγραφή στην επόμενη, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη άρνηση διαγραφής του αιτούντος από το επικαιροποιημένο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που δημοσιεύθηκε στις 16.4.2013, εξακολουθεί να έχει εκτελεστότητα παρά την έκδοση νεότερου επικαιροποιημένου μητρώου, στο οποίο εξακολουθεί να περιλαμβάνεται ο αιτών Οργανισμός.
13.. Επειδή, επί καταργήσεως της δίκης για οποιονδήποτε λόγο, αποδίδεται το παράβολο και δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη (άρθρα 36 παρ. 4 και 39 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989).
ΣτΕ Ολ 3175/2014
Προσβαλλόμενη πράξη
3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. Φ57/11016/864/7.4.2009 αποφάσεως της Υφυπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β΄ 774/29.4.2009 και ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας : 4.5.2009), κατά το μέρος που με αυτήν εγκρίθηκε η αναπροσαρμογή, για το έτος 2009, του ισχύοντος τιμολογίου αμοιβής των φορτοεκφορτωτών της περιοχής Αθηνών σε ποσοστό 5,5%, μετά από γνώμη της Επιτροπής Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Ξηράς (Ε.Ρ.Φ.Ξ.) Αθηνών και αφού ελήφθησαν υπ’ όψη η εξέλιξη του δείκτη τιμών καταναλωτή, η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας για τα έτη 2008-2009 και η εισοδηματική πολιτική για το έτος 2009. Όπως συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, το ανωτέρω ποσοστό υπολογίζεται επί τιμολογίου, το οποίο καταρτίσθηκε για πρώτη φορά πριν από πολλές δεκαετίες (βλ. την υπ’ αριθ. 438/V/2009 απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, επί καταγγελίας του αιτούντος Συνδέσμου κατά του Σωματείου Φορτοεκφορτωτών και Κομιστών Νωπών Ειδών Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών υπό την επωνυμία «Ένωσις – ΄Αγιος Γεώργιος», ΦΕΚ Β΄ 635/6.4.2009, στο κεφάλαιο IV «Διαπιστώσεις», αριθ. 8, και στο κεφάλαιο V «Νομική εκτίμηση», αριθ. 8), εν όψει των τότε κρατουσών συνθηκών ως προς την συσκευασία των αγαθών και την τιμολόγηση των φορτοεκφορτωτικών εργασιών, όπως το εν λόγω τιμολόγιο έχει αναπροσαρμοσθεί με βάση τις εν τω μεταξύ εγκριθείσες ποσοστιαίες αυξήσεις. Ειδικότερα, το ανωτέρω τιμολόγιο, όπως είχε διαμορφωθεί, αυξήθηκε κατά ποσοστό 4,5% για το έτος 2005, κατά ποσοστό 2,5% για το έτος 2006, κατά ποσοστό 3,5% για το έτος 2007 και κατά ποσοστό 5% για το έτος 2008.
Παραπομπή στην Ολομέλεια προς επίλυση του ζητήματος της έννοιας της διάταξης του άρθρου 32 αρ. 3 του πδ 18/1989
4.Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισήχθη προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής της με την απόφαση 2451/2012 της επταμελούς συνθέσεως του Δ΄ Τμήματος. Με την εν λόγω απόφαση παραπέμφθηκαν προς επίλυση στην Ολομέλεια αφ’ ενός μεν το ζήτημα της εννοίας της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, αφ’ ετέρου δε το ζήτημα της συνταγματικότητας διατάξεων του ν.δ. 1254/1949, κατ’ επίκληση του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.
Αρθρο 32 παρ. 2 και 3 του πδ 18/1989
5.Επειδή, το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) ορίζει τα εξής : «Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. …». Στο ανωτέρω άρθρο 32 προστέθηκε, με το άρθρο 31 του ν. 3772/2009 (ΦΕΚ Α΄ 112), παράγραφος 3, η οποία ορίζει τα εξής : «Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».
Αντικατάσταση της προσβαλλόμενης πράξης με νέα πράξη – Αίτημα συνέχισης της δίκης – έλλειψη ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του πδ 18/1989 – Αυτοτελής νέα πράξη – εφαρμογή της νέας  πράξης και σε περίπτωση ακύρωσης της  προσβαλλόμενης
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως και πριν από τη συζήτησή της, ενώπιον του ακροατηρίου του Δ΄ Τμήματος, δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. Φ5β/1930/249/Δ:3/14.5.2010 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ Β΄ 684/19.5.2010 και ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας : 31.5.2010), με την οποία εγκρίθηκε, για το έτος 2010, μεταξύ άλλων, η αναπροσαρμογή του ισχύοντος τιμολογίου αμοιβής των φορτοεκφορτωτών της περιοχής Αθηνών κατά ποσοστό 2%, μετά από γνώμη της Επιτροπής Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Ξηράς Αθηνών και αφού ελήφθησαν υπ’ όψη η εξέλιξη του δείκτη τιμών καταναλωτή και η εισοδηματική πολιτική για το έτος 2010. Η νεώτερη αυτή απόφαση αντικατέστησε την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση, πράξη, η οποία έχει πλέον παύσει να ισχύει. Το αιτούν σωματείο προσκόμισε, με δικόγραφο (υπόμνημα), το οποίο κατέθεσε στην γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9.6.2010, δηλαδή την προτεραία της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος, αντίγραφο της νεώτερης υπουργικής αποφάσεως και περιέλαβε στο δικόγραφο αυτό αίτημα συνεχίσεως της δίκης. Στο δικόγραφο αυτό περιέλαβε, επίσης, και ισχυρισμό, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη εξακολουθεί, και μετά την έκδοση της νέας υπουργικής αποφάσεως, να παράγει δυσμενή για το αιτούν έννομα αποτελέσματα, διότι η απόφαση αυτή προβλέπει αύξηση τιμολογίου υπολογιζόμενη ως ποσοστό επί του τιμολογίου, που είχε θεσπισθεί με την προσβαλλόμενη πράξη. Ο ισχυρισμός αυτός, νοούμενος ως ισχυρισμός περί ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος κατά την παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι η νέα υπουργική απόφαση είναι αυτοτελήςτυχόν δε ακύρωση της –καταργηθείσης ήδη- προσβαλλομένης πράξεως δεν συνεπάγεται την μη εφαρμογή της νέας αποφάσεως και του θεσπιζόμενου με αυτήν αυξημένου τιμολογίου. Ο ίδιος ισχυρισμός, νοούμενος ως αίτημα συνεχίσεως της δίκης κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (32 του π.δ. 18/1989), είναι επίσης απορριπτέος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην επόμενη σκέψη.
Ειδική περίπτωση συνέχισης της ακυρωτικής δίκης (ά. 32 παρ. 3 του πδ 18/1989) – συνέχιση της δίκης με διευρυμένο αντικείμενο – τήρηση επι ποινή ακυρότητας έγγραφης προδικασίας – απόλυτη ακυρότητα λόγω μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του δικογράφου της παρ. 3 (μειοψηφία)
 7.Επειδή, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, όπως προστέθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 3772/2009, θεσπίζεται ειδική περίπτωση συνεχίσεως της ακυρωτικής δίκης, πέραν αυτής της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, η οποία έχει ανοιχθεί με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως, της οποίας η ισχύς έπαυσε για τους λόγους που αναφέρονται στην ως άνω παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989 (παύση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως οφειλόμενη στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι τροποποιήθηκε αυτή ή αντικαταστάθηκε με πράξη που εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα). Στην ειδική αυτή περίπτωση δεν διατηρείται απλώς, μετά τη σύννομη άσκηση του σχετικού δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας από τον αιτούντα, το αρχικό αντικείμενο της δίκης, αλλά η δίκη συνεχίζεται με ουσιωδώς διευρυμένο αντικείμενο, το οποίο προσδιορίζεται από την προσβολή όχι μόνο της αρχικής, αλλά και της νεότερης διοικητικής πράξεως, η οποία εκδόθηκε μετά την παύση της ισχύος της αρχικώς προσβληθείσης. Η δικονομική αυτή συνέπεια (ουσιώδης διεύρυνση κατ’ αντικείμενο της αρχικής δίκης) προκύπτει σαφώς από το γράμμα της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989, η οποία παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να προβάλει με το κατατιθέμενο δικόγραφο «και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως», καθώς και «να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν πλέον αντικείμενο». Τα ανωτέρω προδήλως σημαίνουν ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο αιτών δεν προβάλει νέους λόγους ακυρώσεως με το κατατεθέν δικόγραφο, ο νόμος θεωρεί ότι κατά της νέας πράξεως προβάλλονται οι λόγοι που είχαν ήδη προβληθεί κατά της πράξεως, της οποίας έπαυσε η ισχύς. Η νεότερη, εξάλλου, πράξη είναι σε κάθε περίπτωση συμπροσβαλλόμενη με την αρχική, αφού μόνο δια του τρόπου αυτού καθίσταται εφικτή η επίτευξη του σκοπού της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989 (βλ. αιτιολογική έκθεση άρθρου 31 ν. 3772/2009), που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή της ανάγκης να εγερθεί από τον αιτούντα νέα ακυρωτική δίκη κατά της νεότερης πράξεως. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δηλαδή η κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989 «συνέχιση» της δίκης συνιστά σε κάθε περίπτωση ουσιώδη διεύρυνση του αρχικού αντικειμένου της υπό την εκτεθείσα έννοια, ο νόμος απαιτεί ρητώς την τήρηση έγγραφης προδικασίας, που συνίσταται στην κατάθεση και κοινοποίηση εντός ορισμένης προθεσμίας στον αντίδικο του αιτούντος αυτοτελούς δικογράφου, επέχοντος από δικονομικής απόψεως θέση συμπληρωματικού προς το αρχικό ενδίκου βοηθήματος. Και ναι μεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να καταστήσει με συγκεκριμένη ειδική ρύθμιση (βλ. π.χ. άρθρα 21 παρ. 6, 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο, 49 παρ. 3 π.δ. 18/1989) σχετική και επομένως ιάσιμη τη δικονομική ακυρότητα διαδικαστικής πράξεως του διαδίκου, που οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων που αφορούν τις κατά νόμο κοινοποιήσεις δικογράφου, αν οι υφιστάμενοι δικονομική βλάβη διάδικοι δεν αντιλέγουν, πλην, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ως άνω ίαση της ακυρότητας είναι δυνατή και εν σιωπή του νόμου, όπως στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται, αν δεν υπάρχει ρητή περί του αντιθέτου πρόβλεψη στο νόμο, ως προς την προθεσμία καταθέσεως του οικείου κατά περίπτωση δικογράφου. Τούτο δε, διότι η προθεσμία αυτή – αντιθέτως προς την προθεσμία της κοινοποιήσεως – δεν τίθεται μόνο ούτε κυρίως προς όφελος της υπερασπίσεως των δικαιωμάτων των διαδίκων κατά των οποίων στρέφεται το δικόγραφο, αλλά συνιστά αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της ασκήσεως του οικείου δικονομικού δικαιώματος, η μη τήρηση της οποίας προξενεί απόλυτη και όχι σχετική ακυρότητα της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξεως. Κατά συνέπεια, η μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989, με την κατάθεση από το αιτούν σωματείο αυτοτελούς δικογράφου έξι (6) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες προ της πρώτης συζητήσεως (εν προκειμένω κατετέθη σχετικό υπόμνημα μόλις την προτεραία της συζητήσεως), χωρίς μάλιστα να ζητηθεί και χορηγηθεί, συντρεχούσης περιπτώσεως, η κατά το άρθρο 32 παρ. 3, εδ. τελευταίο, του π.δ/τος 18/1989 προβλεπόμενη αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως σε σύντομη δικάσιμο, προκειμένου να τηρηθεί η νόμιμη προθεσμία, κατέστησε απολύτως άκυρη τη σχετική διαδικαστική πράξη του αιτούντος σωματείου και δεν επάγεται κατά νόμο τη συνέχιση της παρούσης δίκης, είναι δε αδιάφορο από την άποψη αυτήν ότι το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως και δεν αντέλεξε ως προς την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας. Συνεπώς, στην κρινόμενη περίπτωση, η δίκη θα πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, διότι η νεώτερη από 14.5.2010 υπουργική απόφαση αντικατέστησε την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη, η οποία έχει παύσει να ισχύει, το αιτούν δε σωματείο δεν έχει, κατά τα προεκτεθέντα, ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης κατά την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, ούτε τήρησε τη διαδικασία της παρ. 3 του ίδιου άρθρουΜειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ηρ. Τσακόπουλος, Άννα Καλογεροπούλου και Όλγα Ζύγουρα, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, αν το προβλεπόμενο στην διάταξη αυτή δικόγραφο (υπόμνημα) κατατεθεί την προτεραία της συζητήσεως και όχι έξη πλήρεις ημέρες προ αυτής, το περιεχόμενο στο δικόγραφο αυτό αίτημα συνεχίσεως της δίκης δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτο αν (i) δεν προβάλλονται με αυτό νέοι λόγοι ακυρώσεως (οπότε το Δημόσιο θα έπρεπε να έχει άνεση χρόνου για να τους αντικρούσει) και (ii) επί του αιτήματος συνεχίσεως της δίκης δεν αντιλέγει η διάδικος Διοίκηση. Έτσι το μεν Δημόσιο δεν υφίσταται δικονομική βλάβη (ειδάλλως θα είχε αντιλέξει) επιτυγχάνεται δε η κατά το δυνατόν ταχύτερη διεκπεραίωση της υποθέσεως και, άρα, η αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. Επομένως κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, εφ’ όσον στην προκειμένη περίπτωση ναι μεν το δικόγραφο (υπόμνημα) του αιτούντος σωματείου κατατέθηκε την προτεραία της συζητήσεως της υποθέσεως στο Τμήμα, πλην ούτε περιέχονται σε αυτό νέοι λόγοι ακυρώσεως, ούτε το Δημόσιο αντέλεξε επί του περιεχομένου στο δικόγραφο αιτήματος συνεχίσεως της δίκης, η δίκη αυτή θα έπρεπε να συνεχισθεί.
Ειδική βιβλιογραφία: Εκτός από τα εγχειρίδια διοικητικού δικονομικού δικαίου, βλ. Π. Λαζαράτου, Περί του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32§3 του πδ 18/1989 – Πρόσθετο σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ.63 – Ι. Μαθιουδάκη, Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης κατ’άρθρο 32 παρ. 2 του πδ 18/1989 και το ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχισή της, Αρμ 61 (2007), σ. 192 – Ε. Πρεβεδούρου, Κατάργηση δίκης-προθεσμία κατάθεσης δικογράφου (ΣτΕ 3175/2014), παρατηρήσεις, ΘΠΔΔ 10-11/2014, σ. 923 – της ίδιας, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, 2012 – www.prevedourou.gr, Κατάργηση δίκης-Προθεσμία καταθέσεως δικογράφου (παρατηρήσεις Π. Λαζαράτου στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ. 63)
πηγή : https://www.prevedourou.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου