ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2011/2016
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Τοκιάν, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τον γραμματέα Γρηγόριο Κονιαβίτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23-11-2015, για να δικάσει κατά την τακτική διαδικασία την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:…………….., κατοίκου Αναβύσσου Αττικής επί της οδού…………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΠΦ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………..», όπως μετονομάστηκε η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «....... Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (………….), όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2)…………….., ασφαλιστή, κατοίκου Αργυρουπόλεως Αττικής, επί της οδού ………….και 3)…………….., ασφαλίστριας, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, επί της……………….., εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια και οι υπόλοιποι μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους EΚ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……….. αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό………., γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη παραπάνω δικάσιμο.
Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικό.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του όρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, «γενικοί όροι των συναλλαγών», που έχουν αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της και των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1430/2005 δημ Νόμος). Μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 6 του όρθρου 2 του παραπάνω νόμου, με το άρθρο 10 παρ, 24 εδ. β του Ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (ΑΠ 1219/2001 Ε.Δ. 2001.1603, ΕΦΑΘ 3956/2008 ΔΕΕ 2009.873, ΕΦΑΘ 2386/2006 Ε.Δ.2006.1467, ΕΦΑΘ 730/2005 ΕΕμπΔ 2005.741). Περαιτέρω, στην παρ, 7 του ίδιου άρθρου 2 του Ν 2251/1994, ορίζονται ενδεικτικά Γενικοί Όροι των Συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί, επίσης, εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ, που απαγορεύει την κατάχρηση του θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ προσανατολίζεται βασικά προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου Ν 2251/1994: «όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους». Όμως η αποδοχή ΓΟΣ εκ μέρους του καταναλωτή, με την ένταξη τούτων στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά έγκυρους, αν βέβαια ήταν άκυροι, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους, με βάση τα κριτήρια των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση (άρθρο 3 Α.Κ), που απαγορεύει την κατάχρηση ενός θεσμού (ΕΦΑΘ 2057/2010 δημ Νόμος). Περαιτέρω, μεταξύ των ΓΟΣ, που απαριθμούνται στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και θεωρούνται άνευ ετέρου (per se), καταχρηστικοί περιλαμβάνεται και η υπό στοιχείο ια’ περίπτωση, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικό καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του αρθ. 2 του ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου "της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή", είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της, στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές», της οποίας ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο αποτελεί ο νόμος 2251/1994, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση, παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ΄ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975, ΑΠ 904/2011 δημ Νόμος, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128, ΕΦΑΘ 5101/2011 ΝοΒ 2011.2139). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTPJelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75).
Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή.