Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται το έγκλημα σε κάθε κοινωνία κι εποχή είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπισή του. Εξίσου, οι μορφές εγκληματικότητας που εκλαμβάνονται ως “σοβαρές”, σε αντίθεση με άλλες που εντάσσονται στην κατηγορία της “μικροεγκληματικότητας” - άρα μικρότερης βαρύτητας- διαφέρουν σημαντικά όχι μόνο από εποχή σε εποχή, αλλά κι από κοινωνία σε κοινωνία. Αυτό αποδεικνύει ότι η κάθε κοινωνία, ανάλογα με τις αξίες, τις επικρατούσες αντιλήψεις, το νομικό της πολιτισμό, ακόμα και τα ήθη και έθιμά της, ορίζει και προσδιορίζει διαφορετικά το “έγκλημα” και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Συνέπεια των παραπάνω είναι σε κάθε ιστορική περίοδο να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε συγκεκριμένες μορφές εγκληματικότητας και σε ομάδες πληθυσμού που τυγχάνουν μεγαλύτερης προστασίας.
Ανεξαρτήτως πάντως ορισμού του “εγκλήματος”, η έννοια της “αντεγκληματικής πολιτικής” είναι πολύ σημαντική για την καταπολέμηση του εγκλήματος και του φαινομένου της εγκληματικότητας. Ασφαλώς, η αντεγκληματική πολιτική δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τις καταλυτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα θεμέλια μιας κοινωνίας και ειδικότερα στις πολιτικές, πολιτισμικές κι οικονομικές δομές της.
Στη χώρα μας ασκείται, διαχρονικά, κριτική στον τρόπο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής. Αναμφισβήτητα, σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη μιας πιο αποτελεσματικής οργάνωσης της αντεγκληματικής πολιτικής με έμφαση στις ποιοτικές αλλαγές που υφίσταται το έγκλημα. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι και ο ρόλος των μίντια είναι σοβαρός. Οι αστυνομικοί συντάκτες, ειδικά, οφείλουν να απεικονίζουν το φαινόμενο ολοκληρωμένα και ολόπλευρα και να καταγράφουν την πραγματικότητα προσφέροντας στο ευρύ κοινό ουσιαστική ενημέρωση σχετικά με το πολυσύνθετο αυτό ζήτημα.
Εξίσου σημαντικός ο ρόλος των δημοσιογράφων στον τομέα της πρόληψης. Αυτός είναι ένας τομέας, όπου μπορεί ο δημοσιογραφικός κόσμος να διαδραματίσει έναν καταλυτικό ρόλο, πιστεύω, αξιοποιώντας πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω των οποίων μπορεί να ενημερωθεί ένα ευρύτατο κοινό ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές για θέματα υψίστης σοβαρότητας στη λογική ότι “η πρόληψη σώζει ζωές” ακόμα και σε συσχετισμό με το έγκλημα και το φαινόμενο της εγκληματικότητας. Η “αντεγκληματική πολιτική με στόχο την πρόληψη του εγκλήματος” πρέπει να είναι κεντρικός στόχος της σύγχρονης εποχής, όπου αξίες και θεσμοί καταρρέουν, ενώ οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να μείνουν αμέτοχοι, αλλά να αποκτήσουν έναν ενεργό ρόλο στην όλη προσπάθεια, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αντιμετώπιση φαινομένων, με μια πρώτη έμφαση -θα έλεγα- σε ζητήματα νεανικής παραβατικότητας, λόγω της μεγάλης επιρροής στους νέους, καθώς και καθημερινής χρήσης των μέσων από τους νέους.
Επιχειρώντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με την έννοια της αντεγκληματικής πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο κατανοητός ο σημαίνων ρόλος της, πρέπει να αναφέρω ότι ο Feuerbach όρισε την αντεγκληματική πολιτική στο βιβλίο του Manuel Le droit penal, το 1803, ως “το σύνολο των κατασταλτικών διαδικασιών μέσω των οποίων το κράτος αντιδρά στο έγκλημα”.
Σε εισήγηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η αντεγκληματική πολιτική ορίζεται ως “το σύνολο των μέτρων που τείνουν στην προστασία της κοινωνίας από την εγκληματικότητα, στη φροντίδα για την μελλοντική εξέλιξη του εγκληματία και τη διασφάλιση των δικαιώματων του θύματος”. Όπως καθίσταται εμφανές από τις προσπάθειες ορισμού της έννοιας, πρόκειται για μια πολυσύνθετη έννοια που μεταβάλλεται αναλόγως της μεταβολής του φαινομένου.
Ας εξετάσουμε όμως, εν συντομία, πώς αντιμετωπίστηκε το εγκληματικό φαινόμενο στην πάροδο των χρόνων. Είναι αξιοσημείωτο ότι για πολλούς αιώνες το εγκληματικό φαινόμενο αντιμετωπίστηκε βάσει άγραφων ηθών, κανόνων της φυλής, φυλετικό εθιμικό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα ο Δράκων (7ος αι. π.Χ) με τα γνωστά σε όλους μας “δρακόντεια μέτρα” καταργείται, μεταξύ άλλων, η αυτοδικία και καθορίζεται η διάκριση ανάμεσα σε ακούσια κι εκούσια ανθρωποκτονία.
Η εξέλιξη του θεσμού της φυλακής, ως θεσμού με διττό σκόπο (γενικοπροληπτικό και ειδικοπροληπτικό), θα αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης σε επόμενο άρθρο μου, γιατί είναι σίγουρα ένα μεγάλο “κεφάλαιο” στην ιστορία των ποινών, ενώ η εξελικτική της πορεία με έχει απασχολήσει στο βιβλίο μου Φυλακή και Γλώσσα.
Όσον αφορά τις βασικές θεωρίες σχετικά με τη γένεση του εγκλήματος -επομένως και της αντιμετώπισής του- μπορούν σχηματικά να συνοψιστούν στα ακόλουθα: πρώτον, ατομοκεντρική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το έγκλημα είναι απόρροια των ιδιότυπων ατομικών χαρακτηριστικών του εγκληματία -βιολογικών και ψυχοπαθολογικών-. Στόχος αυτής της προσέγγισης είναι η μεταβολή της προσωπικότητας του εγκληματία ή αχρήστευσή του μέσω εγκλεισμού. Να σημειώσω εδώ ότι η έννοια της “μεταβολής της προσωπικότητας” έχει αποτελέσει έναν θεμελιώδη στόχο της αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά την ίδια στιγμή έχει αμφισβητηθεί τόσο η ουσία της όσο και ο σκοπός της.
Δεύτερον, η κοινωνιοκεντρική προσέγγιση που θεωρεί ότι η εγκληματογένεση είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού περιβάλλοντος και ο εγκληματίας αντιμετωπίζεται ως ιδιότυπη κοινωνική περίπτωση, ενώ κοινωνικές παροχές και μέτρα για την καταπολέμηση φαινομένων που εκλαμβάνονται ως πρωταρχικοί παράγοντες που οδηγούν στο έγκλημα (π.χ. φτώχεια κι ανεργία) λαμβάνονται. Τρίτον, οι θεωρίες που επικεντρώνονται στην κοινωνική αντίδραση απέναντι στο έγκλημα και τον εγκληματία, υποστηρίζοντας ότι δεν υφίσταται καμία διαφορά ανάμεσα στο δράστη και μη δράστη, παρά μόνο η εμπλοκή με τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή η αντεγκληματική πολιτική στρέφεται σε αποποινικοποιήσεις κσι ανάληψη μέτρων που αποσκοπούν στη μείωση των συστηματικών επιδράσεων του ποινικού συστήματος.
Να υπογραμμίσω ότι η σύγχρονη τάση που επικρατεί για την “εγκληματογένεση” είναι πολυπαραγοντική, δίνοντας έμφαση σε πλήθος παραγόντων (κοινωνικών, οικονομικών, βιολογικών, ψυχο-παθολογικών) που δύναται να οδηγήσουν σε εγκληματικές πράξεις. Επομένως, το έγκλημα και το φαινόμενο της εγκληματικότητας πρέπει να προσεγγίζεται από όλες τις πλευρές και τις διαστάσεις του.
Οι αστυνομικοί συντάκτες, ως “δίαυλοι ενημέρωσης”, οφείλουν με τη σειρά τους να γνωρίζουν τις εξελίξεις που αφορούν το φαινόμενο της εγκληματικότητας και να υιοθετούν κριτική στάση, εμβαθύνοντας περισσότερο σε κάθε υπόθεση εγκληματολογικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν στα ρεπορτάζ τους. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό απαιτείται μελέτη και καταγραφή της άποψης έγκριτων επιστημόνων, γιατί όπως μπορείτε να διαπιστώσετε από τα προαναφερθέντα το ζήτημα είναι πολυσύνθετο και πολυδιάστατο.
------------------------------
Σημείωση: Πολύτιμα στοιχεία για τις τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής αντλούνται από την διπλωματική εργασία της κ. Αναστασίας Χαλκιά (2007- Επιβλέπων Καθηγητής: Ι.Φαρσεδάκης),Τάσεις της Σύγχρονης Αντεγκληματικής Πολιτικής Διεθνώς και στην Ελλάδα. Κριτική Προσέγγιση, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
Mireile, D. (2005-απόδοση Χ. Ζαραφωνίτου), Πρότυπα και Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής, Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη.
Αντωνοπούλου, Α. (2010), Σύγχρονες Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής: Η πολιτική της μηδενικής ανοχής και τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, Αθήνα: Σάκκουλας.
πηγη : https://aggelikikardara.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου