Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

ΠολΠρΑθ 334/16 : "Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Προστασία καταναλωτών. Συλλογική αγωγή. Δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Αρχή της διαφάνειας - Κρίση ότι βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ,υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου."


ΠολΠρΑθ 334/16 : Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Προστασία καταναλωτών. Συλλογική αγωγή. Δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Αρχή της διαφάνειας - Κρίση ότι βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ,υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Η ακυρότητα των επίμαχων αδιαφανών ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρων των δανειακών συμβάσεων, αλλά είναι μερική με αποτέλεσμα να καταλείπεται κενό σε αυτές. Το κενό δε αυτό καλύπτεται κατά το αρ. 200 ΑΚ κι ως εκ τούτου πρέπει να συμπληρωθεί ώστε, να αναγνωριστεί ότι η οφειλή αποπληρωμής των δανείων από τους δανειολήπτες είτε σε φράγκα είτε σε ευρώ, υπολογίζεται βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τιμής αγοράς του φράγκου προς την αξία του ευρώ, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόντων περί καταχρηστικότητας αυτών των όρων και συνακόλουθα περί απάλειψης τους από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις. Δεκτή η αγωγή ως προς την κύρια βάση της.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 334/2016
Πρόεδρος : Α. Μυλωνά
Δικηγόροι : Α. Νούκα, Μ. Μαρινάκος, I. Μυταλούλης, Γ. Παπαστύλος, Α. Παπαδό­πουλος, Γ. Κωστόπουλος κ.ά.

(...) Εξάλλου η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της ερειδόμενη στις διατάξεις των αρ. 2 παρ. 2, 6 και 7, 10 παρ. 1, 2, 3, 4, 5, 16 εδ. α του ν. 2251/1994, 281, 200, 806 ΑΚ, 70, 907, 908 παρ. 1 και 947 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλην των επι­κουρικών βάσεων της και δη α) της αδικοπρακτικής ευθύνης της τράπεζας λόγω δόλιας και αντίθετης με την καλή πίστη συμπεριφοράς συνισταμένης στην παροχή ελλιπών, εσφαλμένων και παραπλανητικών πληροφοριών από τραπεζικούς υπαλλή­λους, αναφορικά με τα επίδικα δάνεια, γ) λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη ιδίως λόγω του αισχροκερδούς χαρακτήρα κατά αρ. 178 και 179 ΑΚ και δ) της απρόο­πτης μεταβολής των συνθηκών κατ αρ. 288, 388 ΑΚ, που επήλθε συνεπεία της ρα­γδαίας ανατίμησης του ελβετικού φράγκου και κατέστησε υπέρμετρα επαχθή την εξυπηρέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων των δανειοληπτών, οι οποίες πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμες.

Συγκεκριμένα, κατά τα ειδικά διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο μείζονα πρόταση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικα­νική κρίση κατόπιν υπαγωγής του ιστορικού, κριθέντος βάσει των αφηρημένων δικαιοδοτικών κριτηρίων, που εφαρμόζονται επί της δίκης της συλλογικής αγωγής του αρ. 10 παρ. 16 εδ. α ν. 2251/1994, στο νομοτυπικό των διατάξεων των αρ. 288 και 388 ΑΚ, εφόσον η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, που απαιτείται για την εφαρμογή τους προκύπτει από τον άρρηκτο συνδυασμό αντικειμενικών και υ­ποκειμενικών κριτηρίων, η συνδρομή των οποίων είναι αναγκαία για τη διορθωτική λειτουργία των ως άνω διατάξεων αφενός και τη διαπλαστική επί τούτου επέμβαση του δικαστηρίου αφετέρου. Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον στο πλαίσιο διεξαγωγής αμιγώς ατομικών δικών και, μάλιστα, κατά την αμφισβητούμενη δικαι­οδοσία, προκειμένου να εξετασθούν ξεχωριστά για καθέναν από τους προσφεύγο­ντες δανειολήπτες η συνδρομή των όρων, που θέτουν τα ως άνω άρθρα στη βάση in concreto αξιολόγησης των ατομικών δεδομένων, χαρακτηριστικών και σκοπιμοτή­των κάθε δανειακής σύμβασης. Η διερεύνηση, δηλαδή, του «προσωπικού δικαιο­πρακτικού θεμελίου» συνισταμένου, εν πολλοίς, στις προσωπικές εκτιμήσεις και καταστάσεις, ικανότητες και προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλόμενων μερών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της συλλογικής δί­κης, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά διαπλαστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα.

Αντιστοίχως, όσον αφορά στις λοιπές επι­κουρικές βάσεις αδικοπρακτικής ευθύνης κατά τα αρ. 914 και 919 ΑΚ και δόλιας αντίθεσης στα χρηστά ήθη, ιδίως καταπλεονέκτησης κατά τα αρ. 178-179 ΑΚ, α­φενός ο δόλος στο πρόσωπο της εναγομένης και αφετέρου το γεγονός της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας (στη ζωή ή στις συναλλαγές) των δανειοληπτών και η εκμε­τάλλευση με παράνομους και παραπλανητικούς χειρισμούς αυτής της κατάστασης δεν μπορεί να κριθεί γενικώς στο πρόσωπο του μέσου καταναλωτή, αλλά μόνο κατ ιδίαν κατά την κατάρτιση κάθε σύμβασης ξεχωριστά. Επιπροσθέτως, το αίτημα, το διατακτικό της εκδοθεισόμενης απόφασης να ισχύσει στους αναφερόμενους Έλλη­νες και αλλοδαπούς καταναλωτές πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι τα όρια ισχύος της δικαστικής απόφασης προβλέπονται από τους δικονομικούς κανόνες και δεν συνιστούν αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, για να κριθεί περαιτέ­ρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου δε ότι η αγωγή δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, αλλά κύριο αίτημα της είναι η παράλειψη της παράνομης συ­μπεριφοράς της εναγομένης δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Η εναγομένη, δεν αρνείται την κατάρτιση μεταξύ αυτής και των αντισυμβαλ­λόμενων της καταναλωτών των συμβάσεων με τους γενικούς όρους συναλλαγών, που αναφέρονται στην αγωγή, ωστόσο, αρνείται αιτιολογημένα ότι οι εν λόγω γενι­κοί όροι είναι παράνομοι και καταχρηστικοί, ισχυριζόμενη ότι οι καταναλωτές έ­λαβαν την προσήκουσα ενημέρωση από τους υπαλλήλους της κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης των επίδικων συμβάσεων για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων αυτής και τον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε ευρώ/ελβετικό φράγκο. Τέλος, προβάλλει αίτημα παραπομπής προδικαστικού ερω­τήματος από ΔΕΚ (αρ. 267 ΣΛΕΕ, πρώην 234 ΣυνθΕΚ) χωρίς να εξειδικεύεται το αντικείμενο του ερωτήματος που χρήζει απεύθυνσης στο ΔΕΚ. το ανωτέρω αίτημα τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας τί ισχύος πράξης θεσμικού οργάνου της ένωσης, ούτε θεωρείται η κρίση του ΔΕΚ αναγκαία για την έκδοση απόφασης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 80 και 752 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι, αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον, να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκή­σει πρόσθετη παρέμβαση, προκειμένου να υποστηρίξει τον διάδικο αυτό. Η πρό­σθετη παρέμβαση ασκείται σε κάθε στάση της δίκης, εωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση από το Δικαστήριο. Για την άσκηση της, όμως, απαιτείται η ύπαρξη ειδι­κού εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος τρίτου και δη να απο­βεί η μεταξύ άλλων εκκρεμής δίκη υπέρ του διαδίκου, για τον οποίο παρεμβαίνει, που υφίσταται, όταν με αυτήν (παρέμβαση) μπορεί να προστατευτεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρέωσης σε βάρος του, ακόμα και αν το προστατευτέο δικαίωμα ή η αποφευκτέα υποχρέωση δεν έχουν πε­ριουσιακό χαρακτήρα (ΟλΑΠ 8/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 5/2003 ΤΝΠ Νόμος). Με τις από 9.12.2015, 3.12.2015, 14.11.2015, 25.12.2015 και 3.12.2015 πρόσθετες πα­ρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων, οι ασκήσαντες (τις παρεμβάσεις) με το δικόγραφο των προτάσεων παρεμβαίνουν στη δίκη, που διεξάγεται επί της ως άνω κύριας α­γωγής, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολο της. 

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, οι υπό κρίση πρόσθετες παρεμβάσεις, που έχουν ασκηθεί αρμοδίως μεν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου της κύριας δίκης (αρ. 31 Κ.Πολ.Δ.) παραδεκτά δε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς να απαιτείται η τήρηση προδικασίας (αρ. 752 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και με έννομο συμφέρον παρέμβασης στην εκκρεμή κύρια δί­κη, ότι η εξέλιξη αυτής δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την προστασία των δικαιωμάτων των μελών - καταναλωτών τους κατόπιν κήρυξης των επίδικων όρων κατα­χρηστικών και απαγόρευσης χρησιμοποίησης τους εισάγεται προς συζήτηση ενώ­πιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι νόμιμες ερειδόμενες επί των διατάξεων των αρ. 68, 74, 75, 80, 752 παρ. 2, 325 περ. 2, 778, 919 περ. 2 και 31 Κ.Πολ.Δ. και, συνε­πώς, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, κατ ουσίαν.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΕιρΑθ 2011/16 : Ασφάλιση ζωής - Κάλυψη νοσηλείων. ΓΟΣ - Καταχρηστικότητα. Ευθύνη ασφαλιστικού πράκτορα - Πρόστηση. Ασφαλιστική σύμβαση - κάλυψη εξόδων νοσηλείας - όρος συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο η κάλυψη των νοσοκομειακών παροχών μπορεί να μετατραπεί σε απερίοριστη υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλισμένος δεν νοσηλευτεί επί μία τετραετία από την έναρξη της ασφαλιστικής του κάλυψης.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2011/2016

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Τοκιάν, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τον γραμματέα Γρηγόριο Κονιαβίτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23-11-2015, για να δικάσει κατά την τακτική διαδικασία την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:…………….., κατοίκου Αναβύσσου Αττικής επί της οδού…………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΠΦ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………..», όπως μετονομάστηκε η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «....... Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (………….), όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2)…………….., ασφαλιστή, κατοίκου Αργυρουπόλεως Αττικής, επί της οδού ………….και 3)…………….., ασφαλίστριας, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, επί της……………….., εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια και οι υπόλοιποι μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους EΚ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……….. αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό………., γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη παραπάνω δικάσιμο.
Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικό.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του όρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, «γενικοί όροι των συναλλαγών», που έχουν αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της και των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1430/2005 δημ Νόμος). Μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 6 του όρθρου 2 του παραπάνω νόμου, με το άρθρο 10 παρ, 24 εδ. β του Ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (ΑΠ 1219/2001 Ε.Δ. 2001.1603, ΕΦΑΘ 3956/2008 ΔΕΕ 2009.873, ΕΦΑΘ 2386/2006 Ε.Δ.2006.1467, ΕΦΑΘ 730/2005 ΕΕμπΔ 2005.741). Περαιτέρω, στην παρ, 7 του ίδιου άρθρου 2 του Ν 2251/1994, ορίζονται ενδεικτικά Γενικοί Όροι των Συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί, επίσης, εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ, που απαγορεύει την κατάχρηση του θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ προσανατολίζεται βασικά προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου Ν 2251/1994: «όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους». Όμως η αποδοχή ΓΟΣ εκ μέρους του καταναλωτή, με την ένταξη τούτων στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά έγκυρους, αν βέβαια ήταν άκυροι, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους, με βάση τα κριτήρια των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση (άρθρο 3 Α.Κ), που απαγορεύει την κατάχρηση ενός θεσμού (ΕΦΑΘ 2057/2010 δημ Νόμος). Περαιτέρω, μεταξύ των ΓΟΣ, που απαριθμούνται στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και θεωρούνται άνευ ετέρου (per se), καταχρηστικοί περιλαμβάνεται και η υπό στοιχείο ια’ περίπτωση, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικό καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του αρθ. 2 του ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου "της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή", είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της, στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές», της οποίας ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο αποτελεί ο νόμος 2251/1994, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση, παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ΄ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975, ΑΠ 904/2011 δημ Νόμος, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128, ΕΦΑΘ 5101/2011 ΝοΒ 2011.2139). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad KaslerHajnalka Kaslerne Rabai κατά OTPJelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75).
Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή.