Ι. Εισαγωγή
Με
το ν. 4335/2015 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρ. 94 ΚΠολΔ που προβλέπει το
θεσμό της υποχρεωτικής σύμπραξης πληρεξουσίου δικηγόρου στην πολιτική δίκη.
Διευρύνεται σημαντικά το πεδίο νομικών υποθέσεων ως προς τις οποίες είναι
υποχρεωτική η παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο αποκαλούμενος
«φυσικός» διάδικος μπορεί να παρίσταται πλέον μόνος του στις δίκες για τις μικροδιαφορές
(άρθρ. 466) και προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 94 παρ.
2). ΄Ετσι αφ’ ενός μεν περιορίζεται ο κύκλος των υποθέσεων της καθ’ ύλην
αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου στις οποίες ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί
χωρίς δικηγόρο, αφ’ ετέρου δε καταργείται η εξαίρεση των ασφαλιστικών μέτρων ως
περίπτωση επίσης μη υποχρεωτικής έως πρότινος παραστάσεως διαδίκου με δικηγόρο.
Τροποποιείται μία ρύθμιση που ίσχυε από
την εισαγωγή του ΚΠολΔ το 1968 (άρθρο 95). Με τους ν. 3994/2011 και 4055/2012
υπήρξε ήδη ένα πρώτο ρήγμα στη ρύθμιση του άρθρ. 94. Η επέκταση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας
του ειρηνοδικείου από τις 12.000 στις 20.000 οδήγησε στην πρόβλεψη υποχρέωσης
για παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο όταν το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει
τις 12.000 ευρώ (ν. 3994/2011). Επίσης, προβλέφθηκε ότι για την κατάρτιση της έγγραφης
συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται
με πληρεξούσιο δικηγόρο (ν. 4055/2012).
Δεν
τροποποιήθηκε πάντως η διάταξη της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 94 κατά την
οποία στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο
δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το
διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.
Η
ικανότητα προς το δικολογείν είναι ως γνωστόν η ικανότητα αυτοπροσώπου
επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων στη δίκη από τον διάδικο. Είναι προϋπόθεση
για το κύρος αυτών. Ελλείπει αν ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική εκπροσώπηση
του διαδίκου από δικηγόρο, όπως συμβαίνει κατά τα ανωτέρω κατά τον ΚΠολΔ.
Ισχύει όχι μόνο για την προφορική συζήτηση, όπως ενδεχόμενα αφήνει να εννοηθεί
η διάταξη του άρθρ. 94, αλλά κατ’ αρχήν για όλες τις διαδικαστικές πράξεις που
συνέχονται με τη δίκη. Η έλλειψη καθιστά τη διαδικαστική πράξη απαράδεκτη ή μη
έγκυρη ενώ ο αυτοπροσώπως παριστάμενος κατά τη συζήτηση διάδικος λογίζεται ως
μη παριστάμενος και δικάζεται ερήμην (άρθρ. 271, 272)[1].
ΙΙ. Ιστορική αναδρομή
Κατά
τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ ο Σακκέτας είχε εισηγηθεί στη
Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ τη διατήρηση των διατάξεων που ίσχυαν τότε και
καθιέρωναν υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο με ορισμένες προβλεπόμενες στο
νόμο εξαιρέσεις. Το τότε ισχύον απέδιδε ο δικηγορικός κώδικας, όπως είχε
θεσπισθεί με το ν.δ. της 5/20 Μαΐου 1926 και κυρωθεί με το ν.δ. της 13
Νοεμβρίου 1927 και το ν. 4627 – 3/7 Μαΐου 1930[2]. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 35 εδ. 3 η άνευ
δικηγόρου ενέργεια και παράσταση ήταν δυνατή επί ειρηνοδικειακών διαφορών και
ενώπιον «πάσης δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις
ενδίκων, διακοπή παραγραφής κλπ.)»[3].
Το δικαστήριο μπορούσε όμως και στις περιπτώσεις αυτές να υποχρεώσει το διάδικο
σε πρόσληψη δικηγόρου ή δικολάβου για την περαιτέρω υπεράσπιση της υποθέσεως
εάν έκρινε τούτο αναγκαίο[4].
Η ρύθμιση αυτή εισάγεται καίτοι δεν υφίσταται επαρκής αριθμός δικηγόρων σε όλη
τη χώρα ενώ υπήρχε ευρεία διασπορά Ειρηνοδικείων. Σημειώνεται ότι με τη διάταξη
του άρθρ. 35 εδ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων είχε τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρ.
637 εδ.3 ΠολΔ/1834 που επέτρεπε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων κατά τη
διαδικασία ενώπιον του προέδρου των πρωτοδικών. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε
και τα προσωρινά μέτρα (άρθρ. 634- 634 Α ΠολΔ)[5].
Επομένως, βάσει της μεταγενέστερης
διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων δεν επιτρεπόταν στους διαδίκους να εμφανίζονται
αυτοπροσώπως στις δίκες για τα προσωρινά μέτρα. Στην εισήγησή του ο Σακκέτας
πρότεινε την επέκταση της εξαιρέσεως για την αυτοπρόσωπη παράσταση του
διαδίκου, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση της διαδικασίας ενώπιον του προέδρου
των πρωτοδικών[6]. Η
τελική πρότασή του προέβλεπε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο ενώπιον μόνο
των πολυμελών πολιτικών δικαστηρίων. Εξαιρούνταν δηλαδή τα μονομελή πρωτοδικεία
και τα ειρηνοδικεία, συμπεριλαμβανομένων προφανώς και των ασφαλιστικών μέτρων,
όπως επίσης η διαδικασία ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου που δίκαζε κατά
την επ’ αναφορά διαδικασία, δηλαδή την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
(άρθρ. 640 ΠολΔ)[7].
Τελικώς, η Συντακτική Επιτροπή αποφάσισε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο
και επί μονομελών δικαστηρίων πλην του ειρηνοδικείου[8].
Αργότερα η εξαίρεση για την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου αναδιατυπούται. Η
εξαίρεση της παρ. 2β για παραστάσεις «ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου
δικάζοντος κατά την επ΄ αναφορά διαδικασίαν» λαμβάνει κατόπιν προτάσεως του Γ. Ράμμου το περιεχόμενο
ότι οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται «επί λήψεως προσωρινών και συντηρητικών
μέτρων»[9].
Στο τελικό σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής του 1955 υιοθετείται ο όρος «ασφαλιστικά
μέτρα» (άρθρ. 102 παρ. 2 β) στη θέση του όρου προσωρινά και συντηρητικά μέτρα.
Στο
μεταξύ είχε ψηφισθεί ο Κώδικας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που στο άρθρο 39
προέβλεπε το θεσμό της υποχρεωτικής συμπράξεως πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον
δικαστηρίου. Κατά την παρ. 2 επιτρεπόταν κατ’ εξαίρεση η άνευ δικηγόρου
ενέργεια και παράσταση «.α)… β) επί ειρηνοδικειακών διαφορών γ) ενώπιον πάσης
δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις ενδίκων μέσων,
διακοπή παραγραφής κλπ.)». Είχε υιοθετηθεί δηλαδή η διατύπωση του προηγούμενου
Κώδικα περί Δικηγόρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα στο βαθμό που εκδικάζονταν κατά την
αποκληθείσα Προεδρική Δικαιοδοσία[10]
απαιτούσαν τη σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου. Εξαίρεση δε μπορούσε να
δικαιολογηθεί λόγω επείγοντος. Η θέση αυτή αιτιολογήθηκε και με τη σκέψη ότι η
δίκη περί του προφυλακτικού μέτρου είναι εξάρτημα της κύριας δίκης περί του
εξασφαλιστέου δικαιώματος[11].
Η
Αναθεωρητική Επιτροπή για τον ΚΠολΔ κατόπιν προτάσεως του Γεωργίου
Οικονομόπουλου προς το σκοπό και του συντονισμού προς τις σχετικές διατάξεις
του τότε νέου Δικηγορικού Κώδικα διετύπωσε εκ νέου τις εξαιρέσεις από την
υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο. Κατά τη σχετική πρόταση παράσταση δικηγόρου
δεν απαιτείτο «…α) ενώπιον του
Ειρηνοδικείου, β) επί ασφαλιστικών μέτρων και γ) προς αποτροπήν επικειμένου
κινδύνου»[12]. Η θέση
αυτή κατέστη θετικό δίκαιο (άρθρ. 95 παρ. 2/ ΚΠολΔ 1968) και διατηρήθηκε έως το
2011.