Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

"Η ρύθμιση του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4335/2015" [Γ. Ορφανίδης, Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών]

           

     Ι. Εισαγωγή

Με το ν. 4335/2015 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρ. 94 ΚΠολΔ που προβλέπει το θεσμό της υποχρεωτικής σύμπραξης πληρεξουσίου δικηγόρου στην πολιτική δίκη. Διευρύνεται σημαντικά το πεδίο νομικών υποθέσεων ως προς τις οποίες είναι υποχρεωτική η παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο αποκαλούμενος «φυσικός» διάδικος μπορεί να παρίσταται πλέον μόνος του στις δίκες για τις μικροδιαφορές (άρθρ. 466) και προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 94 παρ. 2). ΄Ετσι αφ’ ενός μεν περιορίζεται ο κύκλος των υποθέσεων της καθ’ ύλην αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου στις οποίες ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί χωρίς δικηγόρο, αφ’ ετέρου δε καταργείται η εξαίρεση των ασφαλιστικών μέτρων ως περίπτωση επίσης μη υποχρεωτικής έως πρότινος παραστάσεως διαδίκου με δικηγόρο. Τροποποιείται μία ρύθμιση που  ίσχυε από την εισαγωγή του ΚΠολΔ το 1968 (άρθρο 95). Με τους ν. 3994/2011 και 4055/2012 υπήρξε ήδη ένα πρώτο ρήγμα στη ρύθμιση του άρθρ. 94. Η επέκταση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου από τις 12.000 στις 20.000 οδήγησε στην πρόβλεψη υποχρέωσης για παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο όταν το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ (ν. 3994/2011). Επίσης, προβλέφθηκε ότι για την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (ν. 4055/2012).
Δεν τροποποιήθηκε πάντως η διάταξη της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 94 κατά την οποία στις  περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.
Η ικανότητα προς το δικολογείν είναι ως γνωστόν η ικανότητα αυτοπροσώπου επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων στη δίκη από τον διάδικο. Είναι προϋπόθεση για το κύρος αυτών. Ελλείπει αν ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική εκπροσώπηση του διαδίκου από δικηγόρο, όπως συμβαίνει κατά τα ανωτέρω κατά τον ΚΠολΔ. Ισχύει όχι μόνο για την προφορική συζήτηση, όπως ενδεχόμενα αφήνει να εννοηθεί η διάταξη του άρθρ. 94, αλλά κατ’ αρχήν για όλες τις διαδικαστικές πράξεις που συνέχονται με τη δίκη. Η έλλειψη καθιστά τη διαδικαστική πράξη απαράδεκτη ή μη έγκυρη ενώ ο αυτοπροσώπως παριστάμενος κατά τη συζήτηση διάδικος λογίζεται ως μη παριστάμενος και δικάζεται ερήμην (άρθρ. 271, 272)[1].

ΙΙ. Ιστορική αναδρομή

Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ ο Σακκέτας είχε εισηγηθεί στη Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ τη διατήρηση των διατάξεων που ίσχυαν τότε και καθιέρωναν υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο με ορισμένες προβλεπόμενες στο νόμο εξαιρέσεις. Το τότε ισχύον απέδιδε ο δικηγορικός κώδικας, όπως είχε θεσπισθεί με το ν.δ. της 5/20 Μαΐου 1926 και κυρωθεί με το ν.δ. της 13 Νοεμβρίου 1927 και το ν. 4627 – 3/7 Μαΐου 1930[2].  Κατά τη διάταξη του άρθρ. 35 εδ. 3 η άνευ δικηγόρου ενέργεια και παράσταση ήταν δυνατή επί ειρηνοδικειακών διαφορών και ενώπιον «πάσης δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις ενδίκων, διακοπή παραγραφής κλπ.)»[3]. Το δικαστήριο μπορούσε όμως και στις περιπτώσεις αυτές να υποχρεώσει το διάδικο σε πρόσληψη δικηγόρου ή δικολάβου για την περαιτέρω υπεράσπιση της υποθέσεως εάν έκρινε τούτο αναγκαίο[4]. Η ρύθμιση αυτή εισάγεται καίτοι δεν υφίσταται επαρκής αριθμός δικηγόρων σε όλη τη χώρα ενώ υπήρχε ευρεία διασπορά Ειρηνοδικείων. Σημειώνεται ότι με τη διάταξη του άρθρ. 35 εδ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων είχε τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρ. 637 εδ.3 ΠολΔ/1834 που επέτρεπε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων κατά τη διαδικασία ενώπιον του προέδρου των πρωτοδικών. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε και τα προσωρινά μέτρα (άρθρ. 634- 634 Α ΠολΔ)[5].  Επομένως, βάσει της μεταγενέστερης διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων δεν επιτρεπόταν στους διαδίκους να εμφανίζονται αυτοπροσώπως στις δίκες για τα προσωρινά μέτρα. Στην εισήγησή του ο Σακκέτας πρότεινε την επέκταση της εξαιρέσεως για την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση της διαδικασίας ενώπιον του προέδρου των πρωτοδικών[6]. Η τελική πρότασή του προέβλεπε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο ενώπιον μόνο των πολυμελών πολιτικών δικαστηρίων. Εξαιρούνταν δηλαδή τα μονομελή πρωτοδικεία και τα ειρηνοδικεία, συμπεριλαμβανομένων προφανώς και των ασφαλιστικών μέτρων, όπως επίσης η διαδικασία ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου που δίκαζε κατά την επ’ αναφορά διαδικασία, δηλαδή την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 640 ΠολΔ)[7]. Τελικώς, η Συντακτική Επιτροπή αποφάσισε την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο και επί μονομελών δικαστηρίων πλην του ειρηνοδικείου[8]. Αργότερα η εξαίρεση για την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου αναδιατυπούται. Η εξαίρεση της παρ. 2β για παραστάσεις «ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου δικάζοντος κατά την επ΄ αναφορά διαδικασίαν» λαμβάνει  κατόπιν προτάσεως του Γ. Ράμμου το περιεχόμενο ότι οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται «επί λήψεως προσωρινών και συντηρητικών μέτρων»[9]. Στο τελικό σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής του 1955 υιοθετείται ο όρος «ασφαλιστικά μέτρα» (άρθρ. 102 παρ. 2 β) στη θέση του όρου προσωρινά και συντηρητικά μέτρα.
Στο μεταξύ είχε ψηφισθεί ο Κώδικας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που στο άρθρο 39 προέβλεπε το θεσμό της υποχρεωτικής συμπράξεως πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον δικαστηρίου. Κατά την παρ. 2 επιτρεπόταν κατ’ εξαίρεση η άνευ δικηγόρου ενέργεια και παράσταση «.α)… β) επί ειρηνοδικειακών διαφορών γ) ενώπιον πάσης δικαστικής αρχής προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου (άσκησις ενδίκων μέσων, διακοπή παραγραφής κλπ.)». Είχε υιοθετηθεί δηλαδή η διατύπωση του προηγούμενου Κώδικα περί Δικηγόρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα στο βαθμό που εκδικάζονταν κατά την αποκληθείσα Προεδρική Δικαιοδοσία[10] απαιτούσαν τη σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου. Εξαίρεση δε μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω επείγοντος. Η θέση αυτή αιτιολογήθηκε και με τη σκέψη ότι η δίκη περί του προφυλακτικού μέτρου είναι εξάρτημα της κύριας δίκης περί του εξασφαλιστέου δικαιώματος[11].
Η Αναθεωρητική Επιτροπή για τον ΚΠολΔ κατόπιν προτάσεως του Γεωργίου Οικονομόπουλου προς το σκοπό και του συντονισμού προς τις σχετικές διατάξεις του τότε νέου Δικηγορικού Κώδικα διετύπωσε εκ νέου τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση παραστάσεως με δικηγόρο. Κατά τη σχετική πρόταση παράσταση δικηγόρου δεν απαιτείτο  «…α) ενώπιον του Ειρηνοδικείου, β) επί ασφαλιστικών μέτρων και γ) προς αποτροπήν επικειμένου κινδύνου»[12]. Η θέση αυτή κατέστη θετικό δίκαιο (άρθρ. 95 παρ. 2/ ΚΠολΔ 1968) και διατηρήθηκε έως το 2011.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Oι κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία. Εθνική και ευρωπαϊκή διάσταση υπό το πρίσμα των Αποφάσεων – πλαισίων της Ε.Ε. και της νομολογίας του ΕΔΔΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

1. Κατάσχεση εντύπων

Αυτοδίκαιη άρση ελλείψει εμπρόθεσμης επικύρωσης – υπολογισμός των προθεσμιών στο άρθρο 14 § 4 Σ

ΣυμβΠλημΠειρ 332/2001
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2002, σελ. 559


Περίληψη
Κατά την ορθή έννοια του αρ. 14 παρ. 4 Συντ. η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως εάν εντός 48 ωρών από την πραγματοποίησή της δεν έχει εκδοθεί βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου με το οποίο αυτή επικυρώνεται. – Η 24ωρη προθεσμία του αρ. 14 παρ. 4 Συντ. υπολογίζεται από ώρα σε ώρα. – Εγκύρως και εμπροθέσμως επιλαμβάνεται το συμβούλιο της κατασχέσεως εντύπων πορνογραφικού περιεχομένου, τα οποία κατασχέθηκαν στις 11:30 της 12.3.2001 (της δικογραφίας προσκομισθείσης στην Εισαγγελία στις 14:00 της 13.3.2001, ήτοι μετά την πάροδο 24ώρου), αφού η καταληκτική προθεσμία, με την πάροδο της οποίας αίρεται αυτοδικαίως το 48ωρο, είναι η 11:30 της 14.3.2001.



Παραγγελία του εισαγγελέα για κατάσχεση

ΣυμβΑΠ 2466/2008
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμοΠ.Χρ.2009,σελ. 890

Περίληψη

Το άρ. 14 του Συντ. ορίζει στην παρ. 1 ότι καθένας μπορεί να εκφράζει και διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, στην παρ. 2 ότι ο τύπος είναι ελεύθερος και ότι η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται, στη δε παρ. 3 ότι η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή, απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, µε παραγγελία του εισαγγελέα, µετά την κυκλοφορία: α)... β)... γ).. δ) για άσεµνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δηµόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόµος.[…]Από τη διατύπωση της διατάξεως του άρ. 14 παρ. 3 του Συντ., ουδόλως συνάγεται ότι η παραγγελία του εισαγγελέως πρωτοδικών για την κατάσχεση εντύπου µε άσεµνο περιεχόµενο πρέπει να είναι γραπτή, ως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αλλά είναι δυνατόν να είναι προφορική και η ενέργειά του να έχει προέλθει ακόµη από κάθε είδηση που περιήλθε σ’ αυτόν είτε άµεσα είτε έµµεσα και σκοπός της κατασχέσεως είναι η εξασφάλιση των χρήσιµων για την δικαιοσύνη πειστηρίων, πρωτίστως δε η προστασία της δηµοσίας αιδούς.


2. Άρση της κατάσχεσης

Δικαιοδοσία του δικαστικού συμβουλίου για την άρση της κατάσχεσης – ορισμός μεσεγγυούχου

Ναρκωτικά

ΣυμβΠλημΑθ 478/2010
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2011, σελ. 746

Περίληψη
Κατά το στάδιο της προδικασίας, αρμόδιο να αποφασίζει για τα σχετικά με την κατάσχεση ζητήματα είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών. – Η δήμευση επιβάλλεται μεν δυνητικώς, κατ’ άρ. 76 παρ. 1 ΠΚ, ως παρεπόμενη ποινή, υποχρεωτικώς όμως ως μέτρο ασφαλείας, στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου. – Εκ της διατάξεως του άρ. 268 παρ. 3 ΚΠΔ, με την οποία επιτρέπεται η άρση της κατάσχεσης εφόσον δεν δημιουργούνται δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας, αλλά και από άλλες συναφείς διατάξεις του ΚΠΔ (άρ. 259266310 παρ. 2 και 373), συνάγεται ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι δυνατόν να αρθεί από το δικαστικό συμβούλιο μόνον αναφορικά με πράγματα που έχουν κατασχεθεί ή παραδοθεί στην ανάκριση προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και για αντικείμενα των οποίων ο κατά νόμον προορισμός είναι να δημευθούν (με την επιβολή είτε παρεπόμενης ποινής είτε μέτρου ασφαλείας), καθώς επ’ αυτών θα κρίνει το δικαστήριο μαζί με την ουσία της υπόθεσης. – Με την διάταξη του άρ. 37 παρ. 1 του Ν. 3459/2006 προβλέπεται η δήμευση από το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, των μεταφορικών μέσων που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση παραβάσεως του νόμου περί ναρκωτικών, επομένως δε το δικαστικό συμβούλιο στερείται εν προκειμένω δικαιοδοσίας για την άρση των κατασχεθέντων. – Η ΟΔΔΥ Α.Ε. ορίζεται αποκλειστικός μεσεγγυούχος επί κατασχέσεως μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιούνται ως μέσα μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 177 παρ. 14 του Ν. 2960/2001. – Απορρίπτεται η αίτηση του κατηγορουμένου περί διορισμού του ιδίου ή της μητέρας του ως μεσεγγυούχου του κατασχεθέντος Ι.Χ. αυτοκινήτου του και περί άρσεως της επιβληθείσης κατασχέσεως αναφορικά με τα παραρτήματα αυτού (ράδιο, ηχεία κ.λπ.), καθώς μεταξύ των αποδιδομένων στον αιτούντα αδικημάτων συγκαταλέγονται και τα αδικήματα της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, ώστε η επίμαχη αίτηση να είναι αφενός μεν μη νόμιμη, ως προς το πρώτο σκέλος της, αφού αποκλειστικός μεσεγγυούχος επί του κατασχεθέντος αυτοκινήτου ορίζεται, κατ’ άρ. 177 παρ. 14 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ο ΟΔΔΥ, αφετέρου δε απαράδεκτη, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, αφού αρμόδιο για την άρση της κατασχέσεως των παραρτημάτων είναι, βάσει της διατάξεως του άρ. 37 παρ. 1 ΚΝΝ, το δικαστήριο και όχι το δικαστικό συμβούλιο. – Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.

  
ΣυμβΠλημΘεσσαλ 850/2008
ΑΡΜ 2008, σελ. 1743

Περίληψη

Κατάσχεση- στην περίπτωση κατάσχεσης μεταφορικού μέσου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση των πράξεων παράβασης του νόμου περί ναρκωτικώντο δικαστικό συμβούλιο στερείται δικαιοδοσίας για την άρση αυτής, ανεξάρτητα του εάν ο κύριος του κατασχεθέντος ήταν αυτουργός ή συμμέτοχος ή τρίτος,αφού η τελική κρίση για την τύχη των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί με ειδική διάταξη νόμου αποκλειστικά και μόνο στο δικαστήριο, το οποίο θα εκδικάσει την κύρια υπόθεση, ενώ στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται μεταφορικά μέσα ως μεταφορικά μέσα ναρκωτικών ουσιών, αποκλειστικός μεσεγγυούχος αυτών ορίζεται ο Ο.Δ.Δ.Υ.

  
ΣυμβΠλημΧίου 76/2006
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2008, σελ. 638

Περίληψη
Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως το συμβούλιο πλημμελειοδικών είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να επιλαμβάνεται θεμάτων άρσεως κατασχέσεως και αποδόσεως σε ορισμένο πρόσωπο ως ιδιοκτήμονα των κατασχεθέντων πραγμάτων, θέσεως υπό μεσεγγύηση και παράδοσης των κατασχεθέντων προς φύλαξη σε οριζόμενο μεσεγγυούχο, αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου κ.λπ. – Είναι επιτρεπτή η εκ μέρους τού δικαστικού συμβουλίου αντικατάσταση του διορισθέντος φύλακα-μεσεγγυούχου, καθώς και η επιβολή σ’ αυτόν χρηματικής εγγυήσεως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αρ. 266 παρ. 2 ΚΠΔ. – Πότε μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο άρση της κατασχέσεως. – Στις περιπτώσεις όπου με ρητή διάταξη νόμου προβλέπεται ως υποχρεωτική η δήμευση των κατασχεθέντων το δικαστικό συμβούλιο στερείται δικαιοδοσίας ν’ αποφασίσει για την άρση της κατασχέσεως, εφόσον η τελική κρίση περί της τύχης των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί αποκλειστικώς και μόνον στο δικάζον δικαστήριο· υπό την αντίθετη εκδοχή, και δεδομένου ότι η έρευνα περί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων άρσεως της κατασχέσεως και αποδόσεως των κατασχεθέντων συνάπτεται με την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, θα προκαταλαμβανόταν η απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου και θα καθίστατο αδύνατη η επιβολή της δημεύσεως. – Ποια είναι η ακολουθούμενη διαδικασία σε περίπτωση κατάσχεσης μεταφορικού μέσου ως μέσου μεταφοράς ναρκωτικών μέχρι και την παράδοσή του στον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. – Στην Επαρχία του Νομού Χίου οι εργασίες οι συναφείς προς το αντικείμενο του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. έχουν ανατεθεί στην Διεύθυνση Τελωνείου Χίου. – Στις περιπτώσεις κατασχέσεως μεταφορικών μέσων ως μέσων μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών ορίζονται ως “αποκλειστικοί μεσεγγυούχοι των μέσων αυτών ο Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε., καθώς και οι υπηρεσίες των Περιφερειών στις οποίες έχουν εκχωρηθεί οι αρμοδιότητες του Ο.Δ.Δ.Υ. σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/20010/0025/3.9.2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. – Ο μεσεγγυούχος δεν έχει εξουσία χρήσεως των υπό μεσεγγύηση πραγμάτων. – Όταν ζητείται ο διορισμός μεσεγγυούχου προς φύλαξη των κατασχεθέντων ή η αντικατάσταση του ήδη διορισθέντος μεσεγγυούχου, μοναδικός νόμω βάσιμος λόγος για την υποβολή του σχετικού αιτήματος είναι η ανάγκη ασφαλέστερης φύλαξης του κατασχεθέντος και η αποτροπή πρόκλησης φθορών από πλημμελή φύλαξη, προκειμένου να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μέχρι να διαταχθεί η δήμευση. – Απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη η αίτηση του ιδιοκτήμονος Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο κατασχέθηκε ως μέσον μεταφοράς ναρκωτικών, περί αντικαταστάσεως του διορισθέντος ως φύλακος-μεσεγγυούχου, αξιωματικού του Κεντρικού Λιμεναρχείου Χίου, και περί διορισμού στην θέση αυτή του ιδίου, με την οποία επικαλείται α) την πλημμελή συντήρηση και τον κίνδυνο κλοπής του αυτοκινήτου από τον χώρο του Τελωνείου Χίου, όπου αυτό φυλάσσεται, β) το γεγονός ότι το αυτοκίνητο, αν παραμένει προς φύλαξη στο Τελωνείο Χίου, θα εκποιηθεί οπωσδήποτε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμη και πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, και γ) ότι το επίδικο αυτοκίνητο είναι το μοναδικό όχημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες της τετραμελούς οικογενείας του.
  

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

ΜΠρΑθ 664/16 : "Επίσχεση εργασίας - Κάμψη της αρχής μη ευθύνης των διοικούντων ΑΕ - Αδικοπραξία. Επίδειξη εγγράφων - Φορολογικό απόρρητο"



Oι ενάγοντες άσκησαν το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας τους με δήλωση προς την πρώτη εναγομένη - εργοδότρια, η οποία είχε την απαίτηση από τους εργαζόμενους να παρέχουν την εργασία τους χωρίς να πληρώνονται, ενώ η ίδια να συνεχίζει τη δραστηριότητά της απο την οποία να εισπράττει οικονομικό όφελος. Συνδρομή των προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης, αξιώνοντας από την εργοδότρια εταιρία δεδουλευμένες αποδοχές. Εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας των εναγομένων - διοικούντων της ΑΕ, διότι υπάρχει πταίσμα, οπότε υφίσταται προσωπική ευθύνη κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Ως εκ τούτου κάμπτεται η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία. Eπίδειξη εγγράφων - απαράδεκτο το αίτημα των εναγομένων περί επιδείξεως εγγράφων που αφορά στα εκκαθαριστικά σημειώματα των εργαζομένων για το κρίσιμο φορολογικό έτος, προκειμένου να διαπιστωθεί, εάν αυτοί είχαν εργαστεί και σε άλλους εργοδότες - φορολογικό απόρρητο. Εν μέρει δεκτή η αγωγή.

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 664/16

(...) Kατά το άρθρο 281 AK «H άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Oλ AΠ 8/2001). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 648 του AK ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. 
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 του AK, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Kώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (και κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. H επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Tο δικαίωμα όμως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς της ως άνω διατάξεως του άρθρου 281 του AK. Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. 
Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυνανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη ή όταν ο μισθωτός, για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με την θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολόγητα και κακόβουλα να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σε άλλον εργοδότη (AΠ 1248/2015, AΠ 940/2015, Aʹ Δημοσίευση NOMOΣ). 
Eξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του AK, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου (AΠ 1285/1980). Eιδικότερα, επί ανώνυμης εταιρείας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του AK, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (AK 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους (AΠ 1565/2013, Aʹ ΔHMOΣIEYΣH NOMOΣ, E7 2014/555, EEMΠΔ 2014/132). 

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

"H αρχή της υπεροχής και οι συνταγματικές αρχές του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Με αφορμή την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση R (HS2 Action Alliance Ltd) v. Secretary of State for Transport [2014] UKSC 3 "[Aντώνιος Ε. Κουρουτάκης, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Μεταδιδακτορικός Υπότροφος της Επιτροπής Ερευνών του ΑΠΘ]


* [προδημοσίευση από το περιοδικό “Το Σύνταγμα”]
I. Πρόλογος
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τον Ιανουάριο του 2012 δημοσίευσε ένα κυβερνητικό έγγραφο με το οποίο παρουσίασε επίσημα τη στρατηγική της για τη δημιουργία μιας υπερσύγχρονης γραμμής τρένου, ταχείας κυκλοφορίας (High Speed 2 ή HS2) που θα ενώνει το Λονδίνο με τις κεντρικές επαρχίες της Αγγλίας (West Midlands), ειδικότερα με την πόλη του Μπέρμινγχαμ (αρχικό στάδιο), με προέκταση σε δεύτερο στάδιο στις βόρειες πόλεις της Αγγλίας, Μάντσεστερ και Λιντς με προοπτική να φτάσει πιο βόρεια στις πόλεις της Σκοτίας.[1]
Το Μάιο του 2013 η Κυβέρνηση κατέθεσε στο Κοινοβούλιο το σχετικό νομοσχέδιο το οποίο μετά την ψήφισή του έγινε νόμος του κράτους το Νοέμβριο του 2013.[2]
Στο κυβερνητικό σχέδιο για τη δημιουργία αυτής της ταχείας γραμμής εναντιώθηκε μια σειρά από φορείς που κατέθεσαν προσφυγές (Απρίλιος 2012) με διαφορετικές νομικές βάσεις.[3] Συγκεκριμένα οι δημοτικές αρχές που βρίσκονται κατά μήκος της προτεινόμενης οδού κατά το αρχικό στάδιο του HS2 (Hillingdon London Borough Council και άλλοι), ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με την επωνυμία “HSAction Alliance” που συνεργάζεται με πάνω από 90 συνδεδεμένες ομάδες δράσης και ενώσεις κατοίκων που εναντιώνονται με την κυβερνητική επιλογή της δημιουργίας της ταχείας γραμμής HS2 και τρίτον η εταιρεία “Heathrow Hub Limited”.
Όλες οι υποθέσεις συνεκδικάστηκαν και μετά από την κατάθεση αίτησης αναθεώρησης της απόφασης του Εφετείου (24 Ιουλίου 2013) που απέρριψε όλες τις νομικές βάσεις των προσφυγών, η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου και απέρριψε τις προσφυγές (22 Ιανουαρίου 2014).
Ειδικότερα, η προσφυγή των δημοτικών αρχών που βρίσκονται κατά μήκος της προτεινόμενης οδού κατά το αρχικό στάδιο του HS2 (Hillingdon London Borough Council και άλλοι) έθεσε μια σειρά από ζητήματα αναφορικά με την υπεροχή του ευρωπαϊκού έναντι του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου ως εθνικού δικαίου, θίγοντας καίρια ζητήματα συνταγματικής φύσης.
 II. Νομική βάση και απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου
Οι δημοτικές αρχές που βρίσκονται κατά μήκος της προτεινόμενης οδού κατά το αρχικό στάδιο του HS2 (Hillingdon London Borough Council και άλλοι), προσέφυγαν ενάντια στο κυβερνητικό σχέδιο για την υλοποίηση του HS2 δεδομένου ότι η πρόθεση της Κυβέρνησης να υιοθετηθεί η διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων υβριδικής φύσης αντίκειται στην Οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.[4]
Ειδικότερα, η πρόθεση της Κυβέρνησης όπως είχε ρητώς αποτυπωθεί στο κυβερνητικό κείμενο ήταν ο σχετικός νόμος να υιοθετηθεί από το βρετανικό Κοινοβούλιο με τη διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων υβριδικής φύσης.[5] Αυτή η διαδικασία είναι πανομοιότυπη με τη συνήθη διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων δημοσίας φύσης (public bill), με τη διαφορά ότι προστίθεται ένα επιπλέον στάδιο μετά τη δεύτερη ανάγνωση, κατά το οποίο οι ενδιαφερόμενοι και όσοι επηρεάζονται άμεσα από το νομοσχέδιο είναι σε θέση να εκφράσουν τις απόψεις τους μέσω μιας ειδικής ακρόασης ενώπιον ειδικής επιτροπής.[6] H εξουσία όμως αυτής της επιτροπής είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να εξετάσει τις ενστάσεις των ενδιαφερομένων επί της αρχής του νομοσχεδίου. [7]
Κατά συνέπεια οι προσφεύγοντες και ήδη αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι η διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου, δεδομένης της περιορισμένης δυνατότητας διαβούλευσης λόγω της υβριδικής φύσης του νόμου, δεν συμμορφώνεται με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου παρ. 4 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ.[8]
Σύμφωνα με την ως άνω Οδηγία τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να παρέχουν σε κάθε ενδιαφερόμενο “έγκαιρα και πραγματικά δυνατότητες να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 και, για τον σκοπό αυτό, έχει το δικαίωμα να διατυπώνει παρατηρήσεις και γνώμες, όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη δυνατές, στην αρμόδια αρχή ή αρχές πριν από τη λήψη της απόφασης για τη συναίνεση ανάπτυξης.”[9] Όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται όταν τα έργα “εγκρίνονται λεπτομερώς με ειδική εθνική νομοθετική πράξη, καθότι οι στόχοι που επιδιώκονται με την παρούσα Οδηγία, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών, επιτυγχάνονται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας.”[10]
Το ΔΕΚ, ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, έθεσε δύο προϋποθέσεις, ώστε μια διαδικασία ψήφισης νόμου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 4. Πρώτον, πρέπει η νομοθετική διαδικασία να είναι ουσιαστική και όχι μόνο τυπική και δεύτερον, οι βουλευτές που συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία να έχουν στη διάθεση τους όλες τις πληροφορίες, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν τα σχετικά ζητήματα.[11] Πέραν των ως άνω προϋποθέσεων, οι γενικές εισαγγελείς Kokott[12] και Sharpston[13], ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, είχαν ρητώς υποστηρίξει ότι είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων να εξετάσουν κατά πόσον η διαδικασία ψήφισης του νόμου καλύπτει τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
Με δεδομένη την ανωτέρω νομολογία του ΔΕΚ, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι η απόφαση του Κοινοβουλίου δεν ήταν συμβατή με την Οδηγία για τους εξής λόγους.[14] Πρώτον, οι βουλευτές δεν είχαν την ευχέρεια ψήφου, καθώς δεσμεύονται από την κομματική πειθαρχία, δεύτερον, οι πληροφορίες αναφορικά με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον είναι τόσο λεπτομερείς που ήταν απαραίτητη ενδελεχής συζήτηση επί του νομοσχεδίου και τρίτον, στο πρόσθετο στάδιο της διαδικασίας ψήφισης υβριδικών νομοσχεδίων ενώπιον της ειδικής επιτροπής, οι ενδιαφερόμενοι δεν δύνανται να εκφράσουν αντιρρήσεις επί της αρχής του νομοσχεδίου. Επιπροσθέτως, οι αιτούντες υποστήριξαν ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να εξετάσουν το κατά πόσον η εν γένει διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η Οδηγία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων και αποφάνθηκε υπέρ της κυβέρνησης.[15] Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου πληροί τους δύο όρους που θέτει το ΔΕΚ καθώς είναι αδιαμφισβήτητα μια ουσιαστική νομοθετική διαδικασία, ουδόλως τυπική, και μάλιστα υπήρχε η δυνατότητα της τροποποίησης του εν λόγω νομοσχέδιου από τους βουλευτές.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

ΜΠρΠειρ 189/2016 : "Γραμμές και λεωφορεία Κ.Τ.Ε.Λ. - Μεταφορά επιβατών - Ιδιόκτητα τουριστικά λεωφορεία δημόσιας χρήσης - Προσχηματισμένες ομάδες προσώπων - Μεταφορά προσφύγων και μεταναστών - Υποκλοπή συγκοινωνιακού έργου"

Κρίση ότι η εταιρεία Κ.Τ.Ε.Λ. Αττικής Α.Ε. προέβη σε νόμιμη μεταφορά επιβατών με καθορισμένη συχνότητα και διαδρομή ως τακτική γραμμή, και με τη δυνατότητα επιβίβασης μη προσχηματισμένης ομάδας προσώπων (προσφύγων και μεταναστών). Κρίση ότι εταιρεία που δραστηριοποιείται ως τουριστικός οδικός μεταφορέας και διατηρεί τουριστικά λεωφορεία και μέσω υπαλλήλων της πλησιάζει στο λιμάνι του Πειραιά μετανάστες και πρόσφυγες από τα νησιά του Αιγαίου, προσφερόμενη στη μεταφορά τους προς Ευζώνους και Ειδομένη έναντι κομίστρου, βρίσκεται σε αντίθεση με τις επιταγές του ν. 711/1977 που διέπει τη λειτουργία της εταιρείας και υποκλέπτει το συγκοινωνιακό έργο που έχει ανατεθεί αποκλειστικά στα Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε.


Αριθμός απόφασης  189/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2015, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Της αιτούσας … της εδρεύουσας στον Πειραιά, οδός …, ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ... η οποία παραστάθηκε με το νόμιμο εκπρόσωπό της ... που διόρισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο ΚΣ, κατά 

Της καθ’ ης η αίτηση: Της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός Κότσικα 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Κ.Τ.Ε.Λ. Νομού Αττικής Ανώνυμη Μεταφορική Εταιρεία», νομίμως εκπροσωπούμενης και προερχόμενης εκ μετατροπής ως καθολική διάδοχος του νομικού προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων (Κ.Τ.Ε.Λ.) Νομού Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΑΚ και ΠΑ 

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-9-2015 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2036/2015 η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και

Β. Της αιτούσας: Της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός Κότσικα 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Κ.Τ.Ε.Λ. Νομού Αττικής Ανώνυμη Μεταφορική Εταιρεία», νομίμως εκπροσωπούμενης και προερχόμενης εκ μετατροπής ως καθολική διάδοχος του νομικού προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων (Κ.Τ.Ε.Λ.) Νομού Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΑΚ και ΠΑ, κατά

Της καθ’ης η αίτηση: Της εδρεύουσας στον Πειραιά, οδός …, ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ...η οποία παραστάθηκε με το νόμιμο εκπρόσωπό της ... που διόρισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο ΚΣ.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29-9-2015 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2085/2015 η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αιτούσας της υπό στοιχείο Β  υπόθεσης η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Κ.Τ.Ε.Λ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη οδός Λαγκαδά 16,  εκπροσωπούμενη νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΚΤ

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσια δικηγόροι των διαδίκων ανάπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
  
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 1 του Ν. 711/1977 «περί ειδικών τουριστικών Λεωφορείων», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2446/1996 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν.4179/2013 και με τη παρ.3  της υποπαρ. Α.3 του  άρθρου 2 Ν.4336/2015: «Το μεταφορικό έργο που πραγματοποιείται, κατ’ αποκλειστικότητα, από τα ειδικά τουριστικά λεωφορεία δημόσιας χρήσης συνίσταται στη μεταφορά προσχηματισμένης ομάδας προσώπων και αποσκευών, απαγορευμένης της με οποιοδήποτε τρόπο εκτέλεσης του συγκοινωνιακού έργου των τακτικών αστικών και υπεραστικών επιβατικών γραμμών ως εξής:  α. Μεταφορά προσώπων στα πλαίσια οργάνωσης συνεδρίων, εκθέσεων, σεμιναρίων, αθλητικών - πολιτιστικών - κοινωνικών εκδηλώσεων. β. Μεταφορά προσώπων σε οργανωμένες εκδρομές εντός και εκτός της χώρας. γ. Μεταφορά από και προς αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικούς και συνοριακούς σταθμούς. δ. Μεταφορά στρατιωτών από και προς τα στρατόπεδα, εφόσον αυτά δεν εξυπηρετούνται από τακτική γραμμή του οικείου Κ.Τ.Ε.Λ. ή ΡΟΔΑ. ε. Μεταφορά μετ`επιστροφήςεργαζομένων στους τόπους εργασίας.  στ. Μεταφορά λουομένων. ζ. Μεταφορά μαθητών για πραγματοποίηση εκδρομών. η. Μεταφορά μαθητών από και προς τα σχολεία, τα φροντιστήρια και τα κέντρα ξένων γλωσσών. Με το άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι το μεταφορικό έργο της παρ. 1 διενεργείται από δημόσιας χρήσης Τουριστικά Λεωφορεία που τίθενται σε κυκλοφορία από επιχειρήσεις τουριστικών γραφείων ή Τουριστικές Επιχειρήσεις Οδικών Μεταφορών (Τ.Ε.Ο.Μ.). Στην περίπτωση που η μεταφορά προσώπων σε οργανωμένες εκδρομές και περιηγήσεις εντός και εκτός της χώρας, καθώς και η μεταφορά μαθητών για πραγματοποίηση  εκδρομών των περιπτώσεων β` και ζ της παρ. 1 του παρόντος πραγματοποιούνται στο πλαίσιο οργανωμένου ταξιδίου της παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ. 339/1996, το ανωτέρω περιγραφόμενο έργο διενεργείται από δημόσιας χρήσης Τουριστικά Λεωφορεία για λογαριασμό τουριστικού γραφείου. Εν συνεχεία στο άρθρο 5 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε ότι όταν το μεταφορικό έργο της παραγράφου 1 διενεργείται για λογαριασμό τουριστικού γραφείου από δημόσιας χρήσης Τουριστικά Λεωφορεία που τίθενται σε κυκλοφορία από Τ.Ε.Ο.Μ., συνάπτεται ειδική προς τούτο έγγραφη σύμβαση, της οποίας ο τύπος έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα και η οποία είναι δυνατόν να αφορά μεμονωμένη μεταφορά ή μεταφορές ή και μακροχρόνια συνεργασία. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του συμβατικού έργου έναντι των επιβατών ο μεν νομιμοποιούμενος προς μεταφορά επιχειρηματίας του ειδικού τουριστικού λεωφορείου νοείται ως προστηθείς, ο δε επιχειρηματίας του τουριστικού γραφείου ως ο προστήσας».  Και τέλος σύμφωνα με το άρθρο 6 προβλέπεται ότι επιτρέπεται η εκ μέρους τουριστικών γραφείων και Τ.Ε.Ο.Μ. ολική μίσθωση τουριστικών λεωφορείων από άλλο γραφείο τουρισμού ή Τ.Ε.Ο.Μ., ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 τα ειδικά Τουριστικά Λεωφορεία δημόσιας χρήσης δεν επιτρέπεται να εκτελούν μεταφορικό έργο που απαγορεύεται από διεθνείς, κυρωμένες με νόμο, συμβάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2953/2001 που αφορά την «Οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων επιβατηγών μεταφορών με λεωφορεία  στο άρθρο 2 αυτού ορίζεται ότι: 1. Η εκτέλεση και εκμετάλλευση του συγκοινωνιακού έργου των τακτικών αστικών και υπεραστικών επιβατικών γραμμών, υφιστάμενων και νέων, ανατίθεται αποκλειστικά στους φορείς συγκοινωνιακού έργου που προβλέπει ο νόμος αυτός, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτού, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2019. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου κάθε υφιστάμενο κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος  νόμου Κ.Τ.Ε.Λ. δύναται να μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρία, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του  άρθρου 5. με διαδικασίες  μετατροπής που πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τις 31.12.2003. Οι ανώνυμες εταιρίες των προηγούμενων παραγράφων διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και του κ.ν. 2190/1920. Στην επωνυμία τους πρέπει να περιέχονται οι λέξεις "Κ.Τ.Ε.Λ. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ". Οι μετοχές είναι ονομαστικές. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του ίδιου νόμου θεσπίστηκε ότι  σκοπός των Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. είναι η εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 6, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έργο οδικών συγκοινωνιών τους ανατεθεί. Για την εκτέλεση του σκοπού αυτού τα Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. μπορούν:  α. Να εκπονούν μελέτες συναφείς με την οργάνωση και λειτουργία του συγκοινωνιακού έργου που τους ανατίθεται β. Να κατασκευάζουν και εκμεταλλεύονται κάθε είδους εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης του επιβατικού κοινού, ιδίως σταθμούς άφιξης και αναχώρησης λεωφορείων, στέγασης, συντήρησης, τροφοδοσίας και εφοδιασμού με καύσιμα ή χώρων αναμονής και εξυπηρέτησης επιβατών. γ. Να συνεργάζονται με σιδηροδρομικές, αεροπορικές ή ναυτιλιακές εταιρείες για την παροχή σχετικών υπηρεσιών. δ. Να ιδρύουν σε νομαρχιακό ή διανομαρχιακό ή εθνικό επίπεδο από τις Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε., προμηθευτικούς συνεταιρισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, για την προμήθεια οχημάτων, ανταλλακτικών και εξαρτημάτων και άλλων υλικών. "ε. Είναι δυνατή η εκτέλεση και κάθε άλλου είδους μεταφορικού έργου, εφόσον πληρούνται οι εκάστοτε απαιτούμενες από το νόμο ειδικές προϋποθέσεις και εφόσον συστήνουν ανεξάρτητες μεταφορικές επιχειρήσεις για το έργο αυτό." Σύμφωνα με το άρθρο 6 του ίδιου νόμου στους φορείς συγκοινωνιακού έργου του άρθρου 2 ανατίθεται η εκτέλεση και εκμετάλλευση α. Των υφιστάμενων τακτικών, αστικών και υπεραστικών, επιβατικών γραμμών που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν ανατεθεί στα Κ.Τ.Ε.Λ. και εκτελούνται από αυτά. β. Των νέων τακτικών αστικών και υπεραστικών  επιβατικών γραμμών, όπως αυτές καθιερώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 7. γ. Του έργου που ασκούν σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2446/1996. 2. Το ως άνω μεταφορικό έργο εκτελείται από τα αστικά και υπεραστικά Κ.Τ.Ε.Λ., τη Δημοτική Επιχείρηση Συγκοινωνιών "ΡΟΔΑ" και την Δ.Ε.Α.Ι. εντός της περιοχής ευθύνης τους, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 9 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε ότι η εξυπηρέτηση των ενδονομαρχιακών υπεραστικών επιβατικών γραμμών και των γραμμών που συνδέουν πρωτεύουσες ή άλλους δήμους ή κοινότητες ομόρων νομών διενεργείται με κοινά δρομολόγια. Κατά την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών επιτρέπεται η επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών σε οποιαδήποτε στάση της διαδρομής, εφόσον δεν υπάρχει αστική συγκοινωνία για το σύνολο της διαδρομής του επιβάτη ή δρομολόγιο του υπεραστικού οικείου Κ.Τ.Ε.Λ. εντός διαστήματος δύο (2) ωρών πριν ή μετά τη διέλευση του λεωφορείου. 2. Η εξυπηρέτηση των διανομαρχιακών υπεραστικών επιβατικών γραμμών που συνδέουν πρωτεύουσες νομών ή άλλες πόλεις αυτών με την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη ή με πρωτεύουσες ή πόλεις νομών, διενεργείται με "ταχέα"και "υπερταχέα δρομολόγια"… 5. Για την προσφορότερη εκμετάλλευση των διανομαρχιακών υπεραστικών  επιβατικών γραμμών, τα Κ.Τ.Ε.Λ. μπορούν "ή να συστήνουν κοινοπραξίες" να καταρτίζουν συμφωνίες μεταξύ τους για τη συνεκμετάλλευση των γραμμών αυτών ολικά ή μερικά ή για ορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς να τροποποιούνται οι όροι και προϋποθέσεις με τους οποίους καθιερώθηκε η γραμμή. Οι συμφωνίες αυτές γνωστοποιούνται στις αρμόδιες υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. 6. Για την αντιμετώπιση ιδιαίτερα αυξημένης επιβατικής κίνησης, επιτρέπεται η μίσθωση λεωφορείων από άλλο Κ.Τ.Ε.Λ., στην περιοχή του οποίου παρατηρείται, την ίδια χρονική περίοδο, κάμψη της επιβατικής κίνησης ή τουριστικών λεωφορείων. Το συμφωνητικό της μίσθωσης γνωστοποιείται στις αρμόδιες υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Η διάρκεια της ως άνω μίσθωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, εκτός αν εξακολουθούν να υφίστανται οι ίδιες συγκοινωνιακές ανάγκες. 7. Τα υπεραστικά Κ.Τ.Ε.Λ. των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης εξυπηρετούν μόνο τις ενδονομαρχιακές υπεραστικές επιβατικές γραμμές, καθώς και την υπεραστική γραμμή Αθηνών Θεσσαλονίκης. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι οι Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. είναι ανώνυμες εταιρείες που διέπονται από τους νόμους 2190/1920 και 2963/200. Με το νεότερο αυτό νόμο ορίζεται ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν και οι δραστηριότητες τις οποίες μπορούν αν αναλάβουν προς επίτευξη του σκοπού τους. 

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

"Η γνωστοποίηση «αφανούς» περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, ως λόγος απόρριψης παυλιανής αγωγής*" [Μελέτη του Πλιάτσικα Κωνσταντίνου, Δικηγόρου – Υποψήφιου Διδάκτορα Νομικής ΑΠΘ]


Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η εκπλήρωση των παροχών του οφειλέτη προς τους δανειστές του αποτελεί τη βασική υποχρέωσή του. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ευθύνεται απέναντί τους με όλη την περιουσία του.
Στην προσπάθειά του να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ο οφειλέτης (είτε λόγω πραγματικής αδυναμίας καταβολής, είτε λόγω δυστροπίας ή δόλου) συχνά μεταβιβάζει περιουσιακά του στοιχεία (συνήθως ακίνητα) σε τρίτα πρόσωπα, προκειμένου να τα «προστατεύσει» από το δανειστή.
Η τακτική αυτή είναι γνωστή στο νομοθέτη, ο οποίος προέβλεψε, στις ΑΚ 939 επ., την παυλιανή αγωγή, κατά το πρότυπο της actio pauliana του ρωμαϊκου Δικαίου[1], αίτημα της οποίας αποτελεί η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης[2].
Από τις ΑΚ 939 και 941 προκύπτει ότι για τη διάρρηξη καταδολευτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις[3]: α) απαίτηση του δανειστή· β) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη[4],[5]·  γ) επιχείρηση της εν λόγω πράξης με σκοπό βλάβης των δανειστών[6]· δ) γνώση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει σε βάρος των δανειστών[7],[8],[9]· ε) μη επάρκεια της υπολοιπόμενης, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των δανειστών (αφερεγγυότητα του οφειλέτη) [10].
Στην παρούσα μελέτη το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί στην τελευταία από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Ειδικότερα, αφού εξεταστεί αν στην έννοια της υπολοιπόμενης περιουσίας της ΑΚ 939 εμπίπτει τόσο η «εμφανής» όσο και η «αφανής» περιουσία του οφειλέτη, θα επιχειρηθεί μία προσέγγιση της έννοιας της «εμφανούς» και «αφανούς» περιουσίας, ως ειδικότερων στοιχείων της φερεγγυότητάς του οφειλέτη. Περαιτέρω, θα αποτυπωθούν οι συνέπειες της γνωστοποίησης στον δανειστή, από τον οφειλέτη ή τρίτο, της ύπαρξης «αφανών» περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία ο δανειστής μπορεί ευχερώς να ικανοποιήσει (πλήρως ή μερικώς) την απαίτησή του.

  
ΙΙ. Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη ως προϋπόθεση διάρρηξης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας – Συνέπειες της γνωστοποίησης «αφανούς» περιουσιακού στοιχείου.
Από την ΑΚ 939 προκύπτει ότι αφερεγγυότητα του οφειλέτη συντρέχει όταν η υπολοιπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών[11]. Επιβάλλεται, συνεπώς, αφενός να προσδιοριστεί η έννοια της υπολοιπόμενης περιουσίας, αφετέρου να εξεταστεί αν τα στοιχεία που εντάσσονται σε αυτή επαρκούν για την ικανοποίηση του δανειστή που επιδιώκει την διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Πρόκειται για δύο ζητήματα, από τα οποία το πρώτο είναι νομικό, ενώ το δεύτερο πραγματικό[12].
Στην έννοια της «υπολοιπόμενης» περιουσίας η νομολογία του ακυρωτικού[13] και η θεωρία[14] εντάσσουν τα «εμφανή» περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη[15]. Ως τέτοια χαρακτηρίζονται μαλιστα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία  που, από τη μία μεριά, είναι δυνατό να καταστούν γνωστά στον δανειστή και, από την άλλη μεριά, προσφέρονται ως αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης[16]. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία είναι κατά κύριο λόγο τα ακίνητα, καθώς οι έννομες σχέσεις που τα αφορούν καταχωρίζονται σε δημόσια βιβλία, προσβάσιμα σε τρίτους[17].
Ερώτημα γεννιέται αναφορικά με το αν μεταξύ των εμφανών περιουσιακών  στοιχείων του οφειλέτη περιλαμβάνονται και οι τραπεζικές του καταθέσεις. Στο ερώτημα αυτό σωστό φαίνεται να δοθεί θετική απάντηση. Και αυτό διότι ο οφειλέτης γνωστοποιώντας στον δανειστή την ύπαρξη τραπεζικών του καταθέσεων  τις καθιστά γνωστές σε αυτόν[18], αφετέρου διότι μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου (ν. 2915/2001), οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις τραπεζικές καταθέσεις είναι δυνατό να κατάσχονται με την απλή επίδοση κατασχετηρίου εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης (ΚπολΔ 982 επ.)[19]. Εξάλλου,  υπάρχει πεδίο θετικής γνώσης της ύπαρξης τραπεζικών καταθέσεων από τη στιγμή που  η τράπεζα ως τρίτη, στο πλαίσιο της υποχρέωσης μαρτυρίας του τρίτου[20], οφείλει να ενημερώνει  τον δανειστή διά της υποβολής σχετικής δήλωσης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη. Συνεπώς, αν και οι δανειστές δεν είναι υποχρεωμένοι να εξεύρουν μόνοι τους περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο οφειλέτης διατηρεί κρυμμένα[21], μετά τη γνωστοποίησή τους από τον τελευταίο, οι τραπεζικές καταθέσεις θεωρούνται πλέον «εμφανή» και κατασχετά περιουσιακά στοιχεία.
Όπως οι τραπεζικές, έτσι και οι δημόσιες καταθέσεις, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ), επιτρέπεται να περιληφθούν μεταξύ των «εμφανών» περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη[22]. Πράγματι, και στη συγκεκριμένη περιπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης θα γνωστοποιήσει την ύπαρξη δημόσιας κατάθεσης υπέρ αυτού στον δανειστή του, ο τελευταίος μπορεί να κατάσχει την απαίτηση του οφειλέτη του κατά του ΤΠΔ, εις χείρας του ταμείου, ως τρίτου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ και στις ειδικές διατάξεις του ν.δ. 21.3/3.4.1926[23]. Άλλωστε, και στην υπό εξέταση περίπτωση, μετά την επίδοση του κατασχετηρίου στο ΤΠΔ, αυτό υποχρεούται στην υποβολή σχετικής δήλωσης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη, στην οποία να αναφέρεται η ύπαρξη της απαίτησης.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, επιτρέπουν τη διατύπωση ενός γενικού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, κάθε φορά που ο δανειστής λαμβάνει γνώση της ύπαρξης κατ’ αρχήν «αφανών» περιουσιακών στοιχείων, τα τελευταία, εφόσον μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης[24], είναι δυνατό να εντάσσονται στην «εμφανή» - υπολοιπόμενη περιουσία του οφειλέτη κατά την έννοια της ΑΚ 939. Έτσι, στην «εμφανή» περιουσία είναι δυνατό να περιληφθούν, πέρα από τις τραπεζικές και τις δημόσιες καταθέσεις, λ.χ. και οι μετοχές, τα τιμαλφή ή τα χρήματα που ο οφειλέτης διατηρεί κρυμμένα στο σπίτι του ή σε τραπεζικές θυρίδες, καθώς και τα ειδικά περιουσιακά στοιχεία που κατάσχονται κατά τους ορισμούς της ΚΠολΔ 1022[25], δηλαδή τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας ή εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών, το εταιρικό μερίδιο ΕΠΕ και τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας[26].