Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

"Η γνωστοποίηση «αφανούς» περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, ως λόγος απόρριψης παυλιανής αγωγής*" [Μελέτη του Πλιάτσικα Κωνσταντίνου, Δικηγόρου – Υποψήφιου Διδάκτορα Νομικής ΑΠΘ]


Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η εκπλήρωση των παροχών του οφειλέτη προς τους δανειστές του αποτελεί τη βασική υποχρέωσή του. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ευθύνεται απέναντί τους με όλη την περιουσία του.
Στην προσπάθειά του να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ο οφειλέτης (είτε λόγω πραγματικής αδυναμίας καταβολής, είτε λόγω δυστροπίας ή δόλου) συχνά μεταβιβάζει περιουσιακά του στοιχεία (συνήθως ακίνητα) σε τρίτα πρόσωπα, προκειμένου να τα «προστατεύσει» από το δανειστή.
Η τακτική αυτή είναι γνωστή στο νομοθέτη, ο οποίος προέβλεψε, στις ΑΚ 939 επ., την παυλιανή αγωγή, κατά το πρότυπο της actio pauliana του ρωμαϊκου Δικαίου[1], αίτημα της οποίας αποτελεί η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης[2].
Από τις ΑΚ 939 και 941 προκύπτει ότι για τη διάρρηξη καταδολευτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις[3]: α) απαίτηση του δανειστή· β) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη[4],[5]·  γ) επιχείρηση της εν λόγω πράξης με σκοπό βλάβης των δανειστών[6]· δ) γνώση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει σε βάρος των δανειστών[7],[8],[9]· ε) μη επάρκεια της υπολοιπόμενης, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των δανειστών (αφερεγγυότητα του οφειλέτη) [10].
Στην παρούσα μελέτη το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί στην τελευταία από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Ειδικότερα, αφού εξεταστεί αν στην έννοια της υπολοιπόμενης περιουσίας της ΑΚ 939 εμπίπτει τόσο η «εμφανής» όσο και η «αφανής» περιουσία του οφειλέτη, θα επιχειρηθεί μία προσέγγιση της έννοιας της «εμφανούς» και «αφανούς» περιουσίας, ως ειδικότερων στοιχείων της φερεγγυότητάς του οφειλέτη. Περαιτέρω, θα αποτυπωθούν οι συνέπειες της γνωστοποίησης στον δανειστή, από τον οφειλέτη ή τρίτο, της ύπαρξης «αφανών» περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία ο δανειστής μπορεί ευχερώς να ικανοποιήσει (πλήρως ή μερικώς) την απαίτησή του.

  
ΙΙ. Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη ως προϋπόθεση διάρρηξης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας – Συνέπειες της γνωστοποίησης «αφανούς» περιουσιακού στοιχείου.
Από την ΑΚ 939 προκύπτει ότι αφερεγγυότητα του οφειλέτη συντρέχει όταν η υπολοιπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών[11]. Επιβάλλεται, συνεπώς, αφενός να προσδιοριστεί η έννοια της υπολοιπόμενης περιουσίας, αφετέρου να εξεταστεί αν τα στοιχεία που εντάσσονται σε αυτή επαρκούν για την ικανοποίηση του δανειστή που επιδιώκει την διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Πρόκειται για δύο ζητήματα, από τα οποία το πρώτο είναι νομικό, ενώ το δεύτερο πραγματικό[12].
Στην έννοια της «υπολοιπόμενης» περιουσίας η νομολογία του ακυρωτικού[13] και η θεωρία[14] εντάσσουν τα «εμφανή» περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη[15]. Ως τέτοια χαρακτηρίζονται μαλιστα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία  που, από τη μία μεριά, είναι δυνατό να καταστούν γνωστά στον δανειστή και, από την άλλη μεριά, προσφέρονται ως αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης[16]. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία είναι κατά κύριο λόγο τα ακίνητα, καθώς οι έννομες σχέσεις που τα αφορούν καταχωρίζονται σε δημόσια βιβλία, προσβάσιμα σε τρίτους[17].
Ερώτημα γεννιέται αναφορικά με το αν μεταξύ των εμφανών περιουσιακών  στοιχείων του οφειλέτη περιλαμβάνονται και οι τραπεζικές του καταθέσεις. Στο ερώτημα αυτό σωστό φαίνεται να δοθεί θετική απάντηση. Και αυτό διότι ο οφειλέτης γνωστοποιώντας στον δανειστή την ύπαρξη τραπεζικών του καταθέσεων  τις καθιστά γνωστές σε αυτόν[18], αφετέρου διότι μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου (ν. 2915/2001), οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις τραπεζικές καταθέσεις είναι δυνατό να κατάσχονται με την απλή επίδοση κατασχετηρίου εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης (ΚπολΔ 982 επ.)[19]. Εξάλλου,  υπάρχει πεδίο θετικής γνώσης της ύπαρξης τραπεζικών καταθέσεων από τη στιγμή που  η τράπεζα ως τρίτη, στο πλαίσιο της υποχρέωσης μαρτυρίας του τρίτου[20], οφείλει να ενημερώνει  τον δανειστή διά της υποβολής σχετικής δήλωσης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη. Συνεπώς, αν και οι δανειστές δεν είναι υποχρεωμένοι να εξεύρουν μόνοι τους περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο οφειλέτης διατηρεί κρυμμένα[21], μετά τη γνωστοποίησή τους από τον τελευταίο, οι τραπεζικές καταθέσεις θεωρούνται πλέον «εμφανή» και κατασχετά περιουσιακά στοιχεία.
Όπως οι τραπεζικές, έτσι και οι δημόσιες καταθέσεις, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ), επιτρέπεται να περιληφθούν μεταξύ των «εμφανών» περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη[22]. Πράγματι, και στη συγκεκριμένη περιπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης θα γνωστοποιήσει την ύπαρξη δημόσιας κατάθεσης υπέρ αυτού στον δανειστή του, ο τελευταίος μπορεί να κατάσχει την απαίτηση του οφειλέτη του κατά του ΤΠΔ, εις χείρας του ταμείου, ως τρίτου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ και στις ειδικές διατάξεις του ν.δ. 21.3/3.4.1926[23]. Άλλωστε, και στην υπό εξέταση περίπτωση, μετά την επίδοση του κατασχετηρίου στο ΤΠΔ, αυτό υποχρεούται στην υποβολή σχετικής δήλωσης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη, στην οποία να αναφέρεται η ύπαρξη της απαίτησης.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, επιτρέπουν τη διατύπωση ενός γενικού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, κάθε φορά που ο δανειστής λαμβάνει γνώση της ύπαρξης κατ’ αρχήν «αφανών» περιουσιακών στοιχείων, τα τελευταία, εφόσον μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης[24], είναι δυνατό να εντάσσονται στην «εμφανή» - υπολοιπόμενη περιουσία του οφειλέτη κατά την έννοια της ΑΚ 939. Έτσι, στην «εμφανή» περιουσία είναι δυνατό να περιληφθούν, πέρα από τις τραπεζικές και τις δημόσιες καταθέσεις, λ.χ. και οι μετοχές, τα τιμαλφή ή τα χρήματα που ο οφειλέτης διατηρεί κρυμμένα στο σπίτι του ή σε τραπεζικές θυρίδες, καθώς και τα ειδικά περιουσιακά στοιχεία που κατάσχονται κατά τους ορισμούς της ΚΠολΔ 1022[25], δηλαδή τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας ή εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών, το εταιρικό μερίδιο ΕΠΕ και τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας[26].

Ο τρόπος, με τον οποίο γνωστοποιήθηκαν στον δανειστή τα κατ’ αρχήν «αφανή» περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, είναι αδιάφορος. Με την προϋπόθεση, λοιπόν,  ότι αποδεικνύεται η θετική του γνώση[27],[28], η σχετική γνωστοποίηση στον δανειστή μπορεί να γίνει τόσο από τον ίδιο τον οφειλέτης όσο και κάθε από κάθε τρίτο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Στον κύκλο των προσώπων αυτών θεωρούμε ότι εντάσσεται και ο υπέρ ου η καταδολιευτική απαλλοτρίωση – κύριος του πράγματος, ο οποίος ενδιαφέρεται να διασώσει το κύρος της δικαιοπραξίας, δυνάμει της οποίας απέκτησε το πράγμα[29].
Κατά τα λοιπά, τα ως άνω καταρχήν «αφανή» περιουσιακά στοιχεία, τα οποία καθίστανται «εμφανή» μετά τη με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίηση, πρέπει να είναι κατάλληλα, να επαρκούν[30] και να προσφέρονται πράγματι για την  ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος, ο οφειλέτης να προβεί σε γνωστοποίηση ανεπαρκών ή ακατάλληλων «αφανών» περιουσιακών στοιχείων, με μοναδικό σκοπό την απόρριψη της παυλιανής αγωγής αποφεύγοντας την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του.
Περαιτέρω, σωστό φαίνεται περαιτέρω να γίνει δεκτό ότι κατά του ενάγοντος δανειστή που, ενώ έλαβε γνώση της ύπαρξης «αφανών» περιουσιακών στοιχείων, επιμένει στη διάρρηξη της δικαιοπραξίας, προβάλλοντας τον «αφανή» χαρακτήρα  τους, ο εναγόμενος μπορεί να αντιτάξει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281)[31].
Τέλος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, με τη γνωστοποίηση «αφανών» περιουσιακών στοιχείων στον δανειστή και την προσφορά τους σε αυτόν για την απόσβεση της απαίτησης, εκλείπει και η προϋπόθεση της ΑΚ 939, περί ενέργειας του οφειλέτη με σκοπό βλάβης του δανειστή. Καθ’ ή στιγμή ο οφειλέτης γνωστοποιεί «αφανή» περιουσιακά στοιχεία στο δανειστή, προτρέποντάς τον να ικανοποιήσει μέσω αυτών την απαίτησή του, σωστό φαίνεται να θεωρηθεί ότι δεν ενεργεί με σκοπό βλάβης του τελευταίου[32]. 




* Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε με αφορμή την υπ’ αριθμ. 928/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου

[1] Για την ιστορική εξέλιξη και τον σκοπό της παυλιανής αγωγής βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 1 επ. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (ΕιδΕνΔικ), § 116, υπό Ι· Παπαϊωάννου σε ΑΚ Καράκωστα, άρθρ. αρ. 1.
[2] Για τα αποτελέσματα της απόφασης διάρρηξης βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 943, αριθμ. 1 επ.· Κορνηλάκη Π., ΕιδΕνΔικ, §120 5· Ρίζο Ε, Οι προϋποθέσεις διάρρηξης, §12, σελ. 428 επ.  Από νομολογία ενδεικτικά: ΑΠ 421-422/2013, ΝοΒ 2013 1910· ΑΠ 846/2011, ΕλλΔνη 2012 1293· ΠΠρΑΘ 6229/2012, ΧρΙΔ 2013 27·
[3] Μπανάκας σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 14 επ. Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (ΕιδΕνΔικ), § 117 2· Παπαϊωάννου σε ΑΚ Καράκωστα, αρθρ. 939 αριθμ. 9 επ.· Ρίζος Ε, Οι προϋποθέσεις διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, §5, σελ. 119 επ. Βλ. μεταξύ άλλων στη νομολογία ΟλΑΠ 15/2012, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 573/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 928/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ.
[4] Ως απαλλοτρίωση κατά την έννοια της ΑΚ 939 νοείται μεταξύ των άλλων, κάθε διάθεση ή εκποίηση με δικαιοπραξία ή άλλη ενέργεια που επιφέρει μείωση της υπέγγειας στους δανειστές περιουσίας. Περιλαμβάνονται δε τόσον οι επαχθείς, όσο και οι χαριστικές διαθέσεις (ΑΚ 941, 942) καθώς και κάθε άλλη παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η γονική παροχή. Βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 15 επ. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (ΕιδΕνΔικ), § 117, υπό ΙΙ· Ρίζο Ε., ΠροϋποθΔιαρ., §5, σελ. 120 επ.
[5]    Απαλλοτρίωση κατά την έννοια της ΑΚ 939 συνιστά και η παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας από τον οφειλέτη σε τρίτο δανειστή του, ο οποίος τελεί σε γνώση ότι ο οφειλέτης χορηγεί σε αυτόν το δικαίωμα τούτο προς βλάβη άλλων δανειστών του, διότι με αυτή ανατρέπεται ο ισχύων κατά την εκτέλεση εκ του νόμου κανόνας περί της σειράς κατατάξεως των δανειστών. Βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 24. ΑΠ 1031/2011, ΝΟΜΟΣ· ΕφΛαρ 81/2012, Αρμ 2012 1888.
[6] Σκοπός βλάβης υπάρχει ότανο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι, έτσι, θα υποστούν βλάβη μετά την απαλλοτρίωση. ΑΠ 180/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 805/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ1798/2007, ΕλλΔνη 47 177, βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 35 επ. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (ΕιδΕνΔικ), § 117 2. υπό ΙV· Ρίζο Ε., ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 181 επ.
[7]    Η γνώση του τρίτου δεν απαιτείται κατά το άρθρο 942 ΑΚ, στην περίπτωση που η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. ΟλΑΠ 6/2003, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 805/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 846/2011, ΕλλΔνη 2012 1293.
[8]    Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς τον δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν υπάρχει υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης. ΑΠ 1092/2013, ΝΟΜΟΣ. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει ΑΠ 278/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1677/2007, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 6229/2012, ΧρΙΔ 2013 27.
[9]    Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών. ΕφΠειρ 11/2012, ΠειρΝ 2012 164.
[10] Η ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο ασκήσεως και να υφίσταται κατά τον συζήτησης της αγωγής. ΟλΑΠ 12/2012, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 765/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 928/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 15/2012, ΕλλΔνη 2013 979· ΑΠ 1284/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1800/2008, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1937/2006, ΝοΒ 2007 858 = ΑρχΝ 2007 587· ΑΠ 1189/2003, Δ/νη 2004 461· ΑΠ 858/2002, Δ/νη 2003 1326. Αναλυτικά για την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ως προϋπόθεση διάρρηξης βλ. Ρίζο Ε, ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 171 επ. Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρεται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ότι η υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη δεν αρκεί για την ικανοποίηση του ενάγοντος. ΑΠ 1815/2012, ΝοΒ 2013 1005.
[11] Ενδεικτικά: ΟλΑΠ 15/2012, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 928/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 117/2007, ΕλλΔνη 2007 1088· ΑΠ 2200/2007, ΕλλΔνη 2008 476· ΑΠ 1189/2003, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 858/2002, ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
[12]           Κατά συνέπεια, το πρώτο υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ το δεύτερο εκφεύγει των ορίων του.
[13] Ενδεικτικά: ΟλΑΠ 15/2012, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 928/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΡΚΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1815/2012, ΝοΒ 2013 1005·  ΑΠ 1284/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1800/2008, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1937/2006, ΝοΒ 2007 858 = ΑρχΝ 2007 587· ΑΠ 1189/2003, Δ/νη 2004 461· ΑΠ 858/2002, Δ/νη 2003 1326.
[14] Μαντζούφας, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο3, §65 ΙΙ, σελ. 546· Μπανάκας σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 939, αρ. 47· Παπαδημητρόπουλος, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρ. 939-940, αρ.12, Ρίζος Ε., ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 175 με περαιτέρω παραπομπές.
[15] Σε αντιδιαστολή με την έννοια της «εμφανούς» περιουσίας, τίθεται η «αφανής» περιουσία του οφειλέτη. Στην έννοια της πρέπει να ενταχθούν όλα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είναι κρυφά για τον δανειστή, δηλαδή είτε δεν γνωρίζει καθόλου την ύπαρξή τους είτε δε μπορεί να τα αποκτήσει και να ικανοποιήσει απαίτησή του. Πάγια στην κατηγορία αυτή εντάσσονταν οι τραπεζικές καταθέσεις (πριν την άρση του απορρήτου), τα χρήματα που είχε στο σπίτι του ο οφειλέτης, ομόλογα  ή τιμαλφή κτλ., βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 47·  Κορνηλάκη Π., ΕιδΕνΔικ, § 117 2, υπό ΙΙΙ.
[16] Όπως συνάγεται από την ΑΠ 928/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ. Βλ. επίσης για την δυνατότητα άσκησης αναγκαστικής εκτέλεσης ως κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός στοιχείου ως εμφανούς ή αφανούς Ρίζο Ε., ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 172, με περαιτέρω παραπομπές.
[17] Σχετικά με τη «γνώση» των στοιχείων που πηγάζουν από δημόσια βιβλία, είναι πάγια η θέση της νομολογίας στο πλαίσιο του δικαίου της αναψηλαφήσεως. Βλ. σχετικά ΑΠ 941/2007, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 637/2001, ΝΟΜΟΣ.
[18] Βλ. μεταξύ άλλων Ρίζο Ε., ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 175 σημ. 268 και 269.
[19] Για την κατάσχεση εις χείρας Τράπεζας βλ. μεταξύ άλλων Καστριώτη Ι., Κατάσχεση εις χείρας τρίτου, Τ. ΙΙ, §79, σελ. 393 επ.
[20] Για τον χαρακτηρισμό της υποχρέωσης αυτής ως υποχρέωσης μαρτυρίας βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση – Ειδικό μέρος, σελ. 788· Καστριώτη, Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου (κατά τον ΚΠολΔ) Τόμος ΙΙ 2009, σελ. 245· Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 985 ΚΠολΔ σελ. 88. Βλ. και ΑΠ 1297/2011 ΕφΑΔ 2012 173· ΜΠρΑθ 3292/2008, ΕΠολΔ 2009 97· Πλιάτσικα Κ., Η θετική δήλωση του τρίτου στο πλαίσιο της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, ΕλλΔνη 2014, σελ. 349 επ.
[21]    Βλ. μεταξύ άλλων Ρίζο Ε., ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 175 σημ. 268 και 269.
[22]   ΑΠ 928/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ.
[23] Για ζητήματα κατάσχεσης χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του ΤΠΔ βλ. μεταξύ άλλων Μπρίνια Ι., Αναγκαστική Εκτέλεση, Τ.ΙΙΙ, άρθρο 982ΚΠολΔ, αριθμ. 44, σελ. 1300·
[24]           Υπό την έννοια ότι δεν αποτελούν ακατάσχετα πράγματα κατά την ΚΠολΔ 953§§3,4 ή ακατάσχετες απαιτήσεις κατά την ΚΠολΔ 982§2.
[25] Ειδικά για την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων κατά την ΚπολΔ 1022 βλ. Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση – Ειδικό μέρος, §65 αρ. 1 επ., σελ. 943· Νίκας Ν., Αναγκαστική Εκτέλεση – Ειδικό μέρος, §63 αριθμ. 1 επ., σελ.728.
[26] Αναλυτικά για κάθε ένα από τα ειδικά αυτά περιουσιακά στοιχεία βλ. Γέσιου – Φαλτσή, ο.π. Νίκας Ν., ο.π.
[27] ΑΠ 1092/2013, ΝΟΜΟΣ. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει. ΑΠ 278/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1677/2007, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 6229/2012  ΧρΙΔ 2013 27.
[28] Το βάρος απόδειξης της γνώσης φέρουν οι εναγόμενοι, οφειλέτης και τρίτος υπέρ ου η απαλλοτρίωση, οι οποίοι μάλιστα προβάλουν τον σχετικό ισχυρισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται, από άποψη νομικής φύσης, ως ένσταση (ΚΠολΔ 338).
[29] Άλλωστε, η αγωγή μπορεί να στρέφεται μόνο κατά του οφειλέτη, είτε μόνο κατά του τρίτου, είτε κατά και των δύο, οπότε στην τελευταία περίπτωση δημιουργείται μεταξύ τους σχέση αναγκαίας ομοδικίας, λόγω αδυναμίας έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1824/2012, ΝοΒ 2013 1006· ΑΠ 1876/2009,  ΝΟΜΟΣ.
[30] Ρίζος Ε, Οι προϋποθέσεις διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, §5, σελ. 176.
[31] ΑΠ 928/2014, ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ=ΝΟΜΟΣ.
[32] Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι, έτσι, θα υποστούν βλάβη μετά την απαλλοτρίωση. ΑΠ 180/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 805/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1798/2007, ΕλλΔνη 47 177, βλ. μεταξύ άλλων Μπανάκα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τόμος IV, άρθρο 939, αριθμ. 35 επ. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (ΕιδΕνΔικ), § 117 2. υπό ΙV· Ρίζο Ε., ΠροϋποθΔιαρ, §5, σελ. 181 επ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου