Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Oι κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία. Εθνική και ευρωπαϊκή διάσταση υπό το πρίσμα των Αποφάσεων – πλαισίων της Ε.Ε. και της νομολογίας του ΕΔΔΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

1. Κατάσχεση εντύπων

Αυτοδίκαιη άρση ελλείψει εμπρόθεσμης επικύρωσης – υπολογισμός των προθεσμιών στο άρθρο 14 § 4 Σ

ΣυμβΠλημΠειρ 332/2001
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2002, σελ. 559


Περίληψη
Κατά την ορθή έννοια του αρ. 14 παρ. 4 Συντ. η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως εάν εντός 48 ωρών από την πραγματοποίησή της δεν έχει εκδοθεί βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου με το οποίο αυτή επικυρώνεται. – Η 24ωρη προθεσμία του αρ. 14 παρ. 4 Συντ. υπολογίζεται από ώρα σε ώρα. – Εγκύρως και εμπροθέσμως επιλαμβάνεται το συμβούλιο της κατασχέσεως εντύπων πορνογραφικού περιεχομένου, τα οποία κατασχέθηκαν στις 11:30 της 12.3.2001 (της δικογραφίας προσκομισθείσης στην Εισαγγελία στις 14:00 της 13.3.2001, ήτοι μετά την πάροδο 24ώρου), αφού η καταληκτική προθεσμία, με την πάροδο της οποίας αίρεται αυτοδικαίως το 48ωρο, είναι η 11:30 της 14.3.2001.



Παραγγελία του εισαγγελέα για κατάσχεση

ΣυμβΑΠ 2466/2008
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμοΠ.Χρ.2009,σελ. 890

Περίληψη

Το άρ. 14 του Συντ. ορίζει στην παρ. 1 ότι καθένας μπορεί να εκφράζει και διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, στην παρ. 2 ότι ο τύπος είναι ελεύθερος και ότι η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται, στη δε παρ. 3 ότι η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή, απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, µε παραγγελία του εισαγγελέα, µετά την κυκλοφορία: α)... β)... γ).. δ) για άσεµνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δηµόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόµος.[…]Από τη διατύπωση της διατάξεως του άρ. 14 παρ. 3 του Συντ., ουδόλως συνάγεται ότι η παραγγελία του εισαγγελέως πρωτοδικών για την κατάσχεση εντύπου µε άσεµνο περιεχόµενο πρέπει να είναι γραπτή, ως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αλλά είναι δυνατόν να είναι προφορική και η ενέργειά του να έχει προέλθει ακόµη από κάθε είδηση που περιήλθε σ’ αυτόν είτε άµεσα είτε έµµεσα και σκοπός της κατασχέσεως είναι η εξασφάλιση των χρήσιµων για την δικαιοσύνη πειστηρίων, πρωτίστως δε η προστασία της δηµοσίας αιδούς.


2. Άρση της κατάσχεσης

Δικαιοδοσία του δικαστικού συμβουλίου για την άρση της κατάσχεσης – ορισμός μεσεγγυούχου

Ναρκωτικά

ΣυμβΠλημΑθ 478/2010
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2011, σελ. 746

Περίληψη
Κατά το στάδιο της προδικασίας, αρμόδιο να αποφασίζει για τα σχετικά με την κατάσχεση ζητήματα είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών. – Η δήμευση επιβάλλεται μεν δυνητικώς, κατ’ άρ. 76 παρ. 1 ΠΚ, ως παρεπόμενη ποινή, υποχρεωτικώς όμως ως μέτρο ασφαλείας, στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου. – Εκ της διατάξεως του άρ. 268 παρ. 3 ΚΠΔ, με την οποία επιτρέπεται η άρση της κατάσχεσης εφόσον δεν δημιουργούνται δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας, αλλά και από άλλες συναφείς διατάξεις του ΚΠΔ (άρ. 259266310 παρ. 2 και 373), συνάγεται ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι δυνατόν να αρθεί από το δικαστικό συμβούλιο μόνον αναφορικά με πράγματα που έχουν κατασχεθεί ή παραδοθεί στην ανάκριση προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και για αντικείμενα των οποίων ο κατά νόμον προορισμός είναι να δημευθούν (με την επιβολή είτε παρεπόμενης ποινής είτε μέτρου ασφαλείας), καθώς επ’ αυτών θα κρίνει το δικαστήριο μαζί με την ουσία της υπόθεσης. – Με την διάταξη του άρ. 37 παρ. 1 του Ν. 3459/2006 προβλέπεται η δήμευση από το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, των μεταφορικών μέσων που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση παραβάσεως του νόμου περί ναρκωτικών, επομένως δε το δικαστικό συμβούλιο στερείται εν προκειμένω δικαιοδοσίας για την άρση των κατασχεθέντων. – Η ΟΔΔΥ Α.Ε. ορίζεται αποκλειστικός μεσεγγυούχος επί κατασχέσεως μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιούνται ως μέσα μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 177 παρ. 14 του Ν. 2960/2001. – Απορρίπτεται η αίτηση του κατηγορουμένου περί διορισμού του ιδίου ή της μητέρας του ως μεσεγγυούχου του κατασχεθέντος Ι.Χ. αυτοκινήτου του και περί άρσεως της επιβληθείσης κατασχέσεως αναφορικά με τα παραρτήματα αυτού (ράδιο, ηχεία κ.λπ.), καθώς μεταξύ των αποδιδομένων στον αιτούντα αδικημάτων συγκαταλέγονται και τα αδικήματα της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, ώστε η επίμαχη αίτηση να είναι αφενός μεν μη νόμιμη, ως προς το πρώτο σκέλος της, αφού αποκλειστικός μεσεγγυούχος επί του κατασχεθέντος αυτοκινήτου ορίζεται, κατ’ άρ. 177 παρ. 14 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ο ΟΔΔΥ, αφετέρου δε απαράδεκτη, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, αφού αρμόδιο για την άρση της κατασχέσεως των παραρτημάτων είναι, βάσει της διατάξεως του άρ. 37 παρ. 1 ΚΝΝ, το δικαστήριο και όχι το δικαστικό συμβούλιο. – Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.

  
ΣυμβΠλημΘεσσαλ 850/2008
ΑΡΜ 2008, σελ. 1743

Περίληψη

Κατάσχεση- στην περίπτωση κατάσχεσης μεταφορικού μέσου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση των πράξεων παράβασης του νόμου περί ναρκωτικώντο δικαστικό συμβούλιο στερείται δικαιοδοσίας για την άρση αυτής, ανεξάρτητα του εάν ο κύριος του κατασχεθέντος ήταν αυτουργός ή συμμέτοχος ή τρίτος,αφού η τελική κρίση για την τύχη των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί με ειδική διάταξη νόμου αποκλειστικά και μόνο στο δικαστήριο, το οποίο θα εκδικάσει την κύρια υπόθεση, ενώ στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται μεταφορικά μέσα ως μεταφορικά μέσα ναρκωτικών ουσιών, αποκλειστικός μεσεγγυούχος αυτών ορίζεται ο Ο.Δ.Δ.Υ.

  
ΣυμβΠλημΧίου 76/2006
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2008, σελ. 638

Περίληψη
Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως το συμβούλιο πλημμελειοδικών είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να επιλαμβάνεται θεμάτων άρσεως κατασχέσεως και αποδόσεως σε ορισμένο πρόσωπο ως ιδιοκτήμονα των κατασχεθέντων πραγμάτων, θέσεως υπό μεσεγγύηση και παράδοσης των κατασχεθέντων προς φύλαξη σε οριζόμενο μεσεγγυούχο, αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου κ.λπ. – Είναι επιτρεπτή η εκ μέρους τού δικαστικού συμβουλίου αντικατάσταση του διορισθέντος φύλακα-μεσεγγυούχου, καθώς και η επιβολή σ’ αυτόν χρηματικής εγγυήσεως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αρ. 266 παρ. 2 ΚΠΔ. – Πότε μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο άρση της κατασχέσεως. – Στις περιπτώσεις όπου με ρητή διάταξη νόμου προβλέπεται ως υποχρεωτική η δήμευση των κατασχεθέντων το δικαστικό συμβούλιο στερείται δικαιοδοσίας ν’ αποφασίσει για την άρση της κατασχέσεως, εφόσον η τελική κρίση περί της τύχης των κατασχεθέντων έχει ανατεθεί αποκλειστικώς και μόνον στο δικάζον δικαστήριο· υπό την αντίθετη εκδοχή, και δεδομένου ότι η έρευνα περί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων άρσεως της κατασχέσεως και αποδόσεως των κατασχεθέντων συνάπτεται με την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, θα προκαταλαμβανόταν η απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου και θα καθίστατο αδύνατη η επιβολή της δημεύσεως. – Ποια είναι η ακολουθούμενη διαδικασία σε περίπτωση κατάσχεσης μεταφορικού μέσου ως μέσου μεταφοράς ναρκωτικών μέχρι και την παράδοσή του στον Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. – Στην Επαρχία του Νομού Χίου οι εργασίες οι συναφείς προς το αντικείμενο του Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. έχουν ανατεθεί στην Διεύθυνση Τελωνείου Χίου. – Στις περιπτώσεις κατασχέσεως μεταφορικών μέσων ως μέσων μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών ορίζονται ως “αποκλειστικοί μεσεγγυούχοι των μέσων αυτών ο Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε., καθώς και οι υπηρεσίες των Περιφερειών στις οποίες έχουν εκχωρηθεί οι αρμοδιότητες του Ο.Δ.Δ.Υ. σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/20010/0025/3.9.2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. – Ο μεσεγγυούχος δεν έχει εξουσία χρήσεως των υπό μεσεγγύηση πραγμάτων. – Όταν ζητείται ο διορισμός μεσεγγυούχου προς φύλαξη των κατασχεθέντων ή η αντικατάσταση του ήδη διορισθέντος μεσεγγυούχου, μοναδικός νόμω βάσιμος λόγος για την υποβολή του σχετικού αιτήματος είναι η ανάγκη ασφαλέστερης φύλαξης του κατασχεθέντος και η αποτροπή πρόκλησης φθορών από πλημμελή φύλαξη, προκειμένου να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μέχρι να διαταχθεί η δήμευση. – Απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη η αίτηση του ιδιοκτήμονος Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο κατασχέθηκε ως μέσον μεταφοράς ναρκωτικών, περί αντικαταστάσεως του διορισθέντος ως φύλακος-μεσεγγυούχου, αξιωματικού του Κεντρικού Λιμεναρχείου Χίου, και περί διορισμού στην θέση αυτή του ιδίου, με την οποία επικαλείται α) την πλημμελή συντήρηση και τον κίνδυνο κλοπής του αυτοκινήτου από τον χώρο του Τελωνείου Χίου, όπου αυτό φυλάσσεται, β) το γεγονός ότι το αυτοκίνητο, αν παραμένει προς φύλαξη στο Τελωνείο Χίου, θα εκποιηθεί οπωσδήποτε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμη και πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, και γ) ότι το επίδικο αυτοκίνητο είναι το μοναδικό όχημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες της τετραμελούς οικογενείας του.
  


  
 Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
ΣυμβΕφΘεσσαλ 894/2000
ΑΡΜ/2000 , σελ. 1539
Περίληψη
Κατάσχεση περιουσίας που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν εγκληματική δραστηριότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο στερείται δικαιοδοσίας για την άρση της κατασχέσεως αυτής, την οποία, με ειδική διάταξη νόμου, έχει μόνο το δικαστήριο. Γι` αυτό η αίτηση άρσης μιας τέτοιας κατάσχεσης που υποβάλλεται στο συμβούλιο μετά το πέρας της ανακρίσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Προϋποθέσεις δικαιοδοσίας του δικαστικού συμβουλίου

ΣυμβΠλημΑθ 933/2006
Π.Χρ, 2007/270

Περίληψη
Αρμοδιότητα δικαστικού συμβουλίου για άρση κατάσχεσης. Η απόφανση του δικαστικού
συμβουλίου περί άρσης κατάσχεσης τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται απ` τις κείμενες διατάξεις η δήμευση των κατασχεθέντων. Όταν με διάταξη νόμου προβλέπεται η δήμευση των κατασχεθέντων είτε με τη μορφή της παρεπόμενης ποινής είτε ως μέτρο ασφαλείας το δικαστικό συμβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφασίσει για την άρση της κατάσχεσης γιατί η τελική κρίση για την τύχη των κατασχεθέντων ανατίθεται αποκλειστικώς και μόνο στο δικαστήριο ταυτόχρονα με την κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης.Οι αιτήσεις που υποβάλλονται απ` τους κατηγορουμένους για άρση της κατάσχεσης των χρηματικών ποσών μη παραδεκτώς υποβάλλονται στο Συμβούλιο και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες διότι τα ως άνω πειστήρια ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο δημεύσεως.


Αυθαίρετες κατασκευές
ΣυμβΠλημΑθ 2321/2002
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2002, σελ. 939

Περίληψη

Το δικαστικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίσει για θέματα κατασχέσεως που ανακύπτουν κατά την ανάκριση (και προανάκριση) και μέχρι την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, εφόσον δεν προβλέπεται εκ του νόμου η δήμευση των κατασχεθέντων, οπότε το ζήτημα θα κριθεί από το δικαστήριο·οσάκις το κατασχεθέν είναι ενδεχόμενο να δημευθεί, δεν πρέπει να αίρεται η κατάσχεσή του, αφού ο λόγος διατήρησης της κατάσχεσης είναι η ευχέρεια εκτελέσεως της δήμευσης που πρόκειται να επιβληθεί στο πράγμα. – Απορρίπτεται το αίτημα για άρση της κατασχέσεως της άδειας και των πινακίδων κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου με το οποίο οι κατηγορούμενοι φέρονται να προέβαιναν σε μεταφορά και εκφόρτωση οικοδομικών υλικών για αυθαίρετη κατασκευή, αφού επί καταδίκης για το έγκλημα της κατασκευής αυθαιρέτων η δήμευση είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική. – Δεδομένου ότι η επί μακρόν ακινητοποίηση του οχήματος πιθανώς να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση φθορών, γίνεται δεκτό το επικουρικό αίτημα της αιτούσης περί διορισμού αυτής ως μεσεγγυούχου, αλλά με την επιβολή σε αυτήν και χρηματικής εγγυήσεως κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αρ. 266 ΚΠΔ, που ορίζεται σε 7 20.000.



Μεταφορά λαθρομεταναστών


ΣυμβΕφΑιγαίου 217/2010
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Ποιν.Δικ.2010, σελ. 1290


Περίληψη


Συμπληρώνεται το διατακτικό του οικείου βουλεύματος και διατάσσεται η απόδοση του ΤΑΧΙ στον ιδιοκτήτη του, δεδομένου ότι εκ παραδρομής του προτείνοντος Εισαγγελέα αλλά και του Συμβουλίου δεν διατάχθηκε η άρση κατάσχεσής του, αφού δεν έγινε κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για την αποδοθείσα σε αυτόν πράξητης άμεσης συνέργειας κατά συρροή στην παραλαβή από σημείο εισόδου τους στη χώρα υπηκόων τρίτων χωρών και προώθησης τους στο εσωτερικό αυτής.


ΣυμβΕφΘεσσαλ 650/2000
Π.Χρ. 2001 , σελ. 733


Περίληψη



Άρση κατάσχεσης. Αυτή διατάσσεται από το Δικαστικό Συμβούλιο, εκτός αν η δήμευση του αντικειμένου είναιυποχρεωτική εκ του νόμου, οπότε αρμόδιο είναι το Δικαστήριο. Παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών και δήμευση του μεταφορικού μέσου. Διατάσσεται η αλλαγή φύλακα του αυτοκινήτου και διορίζεται ωςμεσεγγυούχος ο ιδιοκτήτης του  αυτοκινήτου, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει χρηματική εγγύηση, μέχρι  να συζητηθεί η έφεση κατά της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε η   δήμευση. (Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.) 

ΜΠλημΣερ 2013/2011
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Ποιν.Δικ.2011, σελ. 1190

Περίληψη
Αν η αποφαινόμενη για τη δήμευση απόφαση του Δικαστηρίου δεν περιέχει διάταξη που να καταδικάζει τον δράστη της λαθρεμπορίας, δύναται να ανακοπεί από καθέναν που έχει αξιώσεις επί των δημευόμενων αντικειμένων. Με δεδομένο λοιπόν ότι ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξεως της λαθρεμπορίας, η υπό κρίση ανακοπή θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αποδοθεί στον ανακόπτοντα το κατασχεθέν φορτηγό αυτοκίνητο, ενώ θα πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά την απόδοση σε αυτόν ποσότητας αλκοολούχων ποτών.

ΣυμβΠλημΘεσπρ 33/2010
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Ποιν.Δικ.2010, σελ. 997



Περίληψη



Γίνεται δεκτή η αίτηση περί ορισμού μεσεγγυούχου, καθώς συντρέχουν όλες οι τυπικές προϋποθέσεις στο πρόσωπο του αιτούντος και συγκεκριμένα : α) η μη εισαγωγή της υπόθεσης (μεταφορά λαθρομεταναστών) στο ακροατήριο, β) η μη διάθεση ή εκποίηση από τον ΟΔΔΥ του κατασχεθέντος αυτοκινήτου του και γ) η μη άσκηση ποινικής δίωξης κατ’ αυτού (αιτούντος) και η μη πάροδος του από τον νόμο προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος από την επιβολή της κατάσχεσης. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η γνώση του αιτούντος ως προς τη μεταφορά των λαθρομεταναστών με το αυτοκίνητό του, ενώ παράλληλα θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και ο κίνδυνος διάθεσης ή εκποίησης του κατασχεθέντος από τον ΟΔΔΥ, μέχρι την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού αυτή θα γίνει μετά την παρέλευση του τριμήνου.(αντιθ. Εισαγγ. Πρότ.)


ΣυμβΠλημΛαρ 324/1995
Π.Χρ. 1996, σελ.  122
Περίληψη
Κατάσχεση πράγματος κατόπιν αξιοποίνου πράξεως.   Είναι δυνατή η απόδοσή του υπό μεσεγγύηση ακόμη και όταν η δήμευσή του  λόγω καταδίκης του ιδιοκτήτη είναι υποχρεωτικήΔυνατότητα διορισμού  του κατηγορουμένου ως μεσεγγυούχου. Μεταφορά από τον κατηγορούμενο,  ιδιοκτήτη υπεραστικού λεωφορείουΑλβανών και Ρώσων λαθρομεταναστών. Απόδοση του κατασχεθέντος λεωφορείου υπό τη μεσεγγύηση του ιδιοκτήτη κατηγορουμένου. Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.


Αρμοδιότητα ανακριτικών υπαλλήλων για την κατάσχεση –συνταχθείσες εκθέσεις
ΣυμβΕφΙωαν  128/2010
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ. 2011, σελ. 223
Περίληψη

Είναι δυνατή η (από το δικαστικό συμβούλιο) άρση της κατασχέσεως που επεβλήθη κατά την ανάκριση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη περί δημεύσεως των κατασχεθέντων. – Διάκριση των γενικών από τους ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους βάσει των αρμοδιοτήτων τους. – Η εξουσία των τελωνειακών υπαλλήλων να ενεργούν ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες έπαυσε μεν να ισχύει μετά την κατάργηση της σχετικής διατάξεως που την προέβλεπε ρητώς (άρ. 6 παρ. 4 του Ν. 2331/1995), οι ανακριτικές πράξεις ωστόσο που διενεργούνται από τους ως άνω υπαλλήλους στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης και της προανάκρισης, έστω και αν αφορούν αδίκημα για το οποίο αυτοί δεν είναι αρμόδιοι, εξακολουθούν να είναι έγκυρες, υπό την προϋπόθεση ότι γίνονται για την εξακρίβωση της τέλεσης ή μη αδικήματος για το οποίο συντρέχει η αρμοδιότητά τους· η ως άνω ερμηνεία συνάγεται και από την διάταξη του άρ. 127 ΚΠΔ. – Κατ’ ακολουθίαν, διατηρούν την ισχύ τους οι συνταχθείσες από τέτοιους υπαλλήλους, καίτοι αναρμόδιους, εκθέσεις. – Γίνεται δεκτή η εισαγγελική έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο διετάχθη η άρση της κατασχέσεως αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας Α.Ε., καθώς και των πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας του, για τον λόγο ότι η επιβληθείσα κατάσχεση δεν είχε νομικό έρεισμα, και συγκεκριμένα επειδή οι υπάλληλοι του τελωνείου Κακαβιάς που την διέταξαν και συνέταξαν την σχετική έκθεση δεν είχαν αρμοδιότητα για την διενέργεια ανακριτικών πράξεων προς εξακρίβωσιν των εγκλημάτων που αποτέλεσαν την αιτιολογία της κατάσχεσης (κλοπή, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), διότι οι ανωτέρω υπάλληλοι προέβησαν στην εν λόγω πράξη, προκειμένου να διαπιστώσουν την τέλεση πράξεων για τις οποίες ήσαν αρμόδιοι (αδικήματα οριζόμενα από τον τελωνειακό κώδικα, τον νόμο περί ναρκωτικών και τον νόμο περί όπλων).



Προκαταρκτική εξέταση ( προ ν.3160/2003 ) – αρχειοθέτηση – εισαγγελική “δικαιοδοσία”


ΔιατΕισαγγΠλημΘηβ 45/1997
ΑΡΧΝ/1998, σελ.  304
Περίληψη
Κατάσχεση αντικειμένου σχετιζόμενου με ποινικό αδίκημα. Κατάσχεση με εισαγγελική παραγγελία κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Τύχη αυτής σε περίπτωση που η δικογραφία τίθεται στο αρχείο. Αίτηση για άρση. Αρμοδιότητα του Εισαγγελέα και όχι του δικαστικού συμβουλίου.

Προπαρασκευαστικό το βούλευμα  που απορρίπτει την αίτηση – αδυναμία έφεσης
ΣυμβΑΠ 142/2001
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2001, σελ. 899


Περίληψη



Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο απορρίπτεται η αίτηση για άρση της κατασχέσεως και απόδοση του κατεσχημένου πράγματος εμπίπτει στην κατηγορία των προπαρασκευαστικών ή προδικαστικών βουλευμάτων και δεν υπόκειται σε έφεση. – Αβάσιμη η αίτηση αναιρέσεως που στρέφεται κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε ως απαράδεκτη την σχετική έφεση του εκκαλούντος κατά του πρωτοβαθμίου βουλεύματος με το οποίο απερρίφθη το αίτημα για άρση της κατασχέσεως και απόδοση του πράγματος στον αιτούντα.

Υποχρεωτικός διορισμός του Ο.Δ.Δ.Υ. ως μεσεγγυούχου για τα μεταφορικά μέσα επί  συγκεκριμένων αδικημάτων – δικαστική συνδρομή
ΣυμβΠλημΑθ 1554/2007
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο Π.Χρ.2008, σελ. 163


Περίληψη
Υπό ποίες προϋποθέσεις αποφασίζει το δικαστικό συμβούλιο για ζητήματα κατασχέσεως που ανακύπτουν κατά το στάδιο της προδικασίας. – Στις περιπτώσεις κατασχέσεως μεταφορικών μέσων ως αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, όπλων και εκρηκτικών, μεταφοράς λαθρομεταναστών, καθώς και αυτών που έχουν ανευρεθεί ή κατασχεθεί ως προϊόντα κλοπής, ως μεσεγγυούχος ορίζεται υποχρεωτικά από το δικαστικό συμβούλιο ο Ο.Δ.Δ.Υ ή οι υπηρεσίες των Περιφερειών στις οποίες έχουν εκχωρηθεί αρμοδιότητές του. – Προϋποθέσεις κατάσχεσης πειστηρίων κατά την παροχή “δικαστικής συνδρομής” σεαλλοδαπές δικαστικές αρχές. – Σε περίπτωση που στο πλαίσιο παροχής δικαστικής συνδρομής κατάσχονται στην ημεδαπή κινητά πράγματα κατηγορουμένου στην αλλοδαπή φυσικού προσώπου, το αρμόδιο συμβούλιο δύναται να αποφανθεί σχετικά με την άρση ή μη της επιβληθείσης κατασχέσεως, μόνον όταν είναι σε θέση να αξιολογήσει επαρκώς, κατά το ουσιαστικό της μέρος, την ενώπιόν του προσκομισθείσα ποινική υπόθεση, όταν δηλαδή έχει, κατά κάποιον τρόπο, την σύμφωνη ή αρνητική, επί του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, γνώμη της αλλοδαπής δικαστικής αρχής. – Απορρίπτεται το αίτημα άρσης της κατασχέσεως οχήματος που κατασχέθηκε από τις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο παροχής δικαστικής συνδρομής στις ανακριτικές αρχές του πρωτοδικείου του Ντετερμόντε (Βέλγιο), γιατί το δικάζον την αίτηση συμβούλιο πλημμελειοδικών δεν έχει γνώση όλων των στοιχείων της σχετικής υποθέσεως, η οποία εκκρεμεί ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, και δη αν το χρηματικό ποσό, με το οποίο αγοράσθηκε το επίδικο όχημα, προέρχεται από δραστηριότητες της εγκληματικής οργανώσεως, για συμμετοχή στην οποία κατηγορούνται οι αιτούντες από τις βελγικές αρχές, ή αν χρησιμοποιήθηκε σε πράξεις και ενέργειες της οργάνωσης αυτής. – Απορρίπτεται το αίτημα διορισμού ως μεσεγγυούχου κάποιου εκ των αιτούντων αντί του Ο.Δ.Δ.Υ., γιατί, ενώ μεν δεν κατασχέθηκε το επίδικο όχημα ως αντικείμενο λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικό μέσον αντικειμένων λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, όπλων και εκρηκτικών, μεταφοράς λαθρομεταναστών ή ως προϊόν κλοπής, “ενδεχομένως θα υφίστατο κίνδυνος απώλειας του οχήματος αυτού εκ φυσικών προσώπων, τα οποία θα επιθυμούσαν να αποκλείσουν το όχημα αυτό από την έννοια του αποδεικτικού στοιχείου”.





ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΔΔΑ
ΕΔΔΑ 11.01.2007
Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, no. 35533/04

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
[…]43 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 περιέχει τρεις διαφορετικούς κανόνες: ο πρώτος, ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου και έχει έναν γενικό χαρακτήρα, προβάλλει την αρχή του σεβασμού της περιουσίας. Ο δεύτερος, ο οποίος εμφανίζεται στο ίδιο εδάφιο, αφορά τη στέρηση της περιουσίας και την υποβάλλει σε κάποιες προϋποθέσεις. Ως προς τον τρίτο, ο οποίος παρατίθεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει στα Κράτη την εξουσία, μεταξύ άλλων, να θέτουν σε κανονισμούς τη χρήση της περιουσίας σύμφωνα με το γενικό συμφέρον. Δεν πρόκειται ωστόσο για κανόνες δίχως κάποια σχέση μεταξύ τους. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας συσχετίζονται με συγκεκριμένα παραδείγματα προσβολής του δικαιώματος της περιουσίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της αρχής που επιβάλλει ο πρώτος.
47. Όσον αφορά την απαίτηση της αναλογικότητας μεταξύ της επέμβασης στο δικαίωμα το προσφεύγοντος και του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει τη σημασία του επιβληθέντος προστίμου. Υπενθυμίζει, πράγματι, ότι στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε πρόστιμο συνολικού ποσού 3.008.216 ευρώ ενώ θεωρήθηκε επιπλέον από κοινού υπεύθυνος για την καταβολή προστίμων που επιβλήθηκαν σε άλλα άτομα για τελωνειακές παραβάσεις, συνολικού ποσού 4.946.145 ευρώ. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για ποσά υπερβολικά υψηλά, τα οποία φθάνουν έως το δεκαπλάσιο των φόρων που βαρύνουν το αντικείμενο της παράβασης. Η κατάσταση αυτή οδήγησε εξάλλου τους μειοψηφούντες δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνουν ότι το επίδικο πρόστιμο συνιστούσε ένα υπέρογκο βάρος ακόμα και για πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και ότι οδηγούσε συνεπώς σε μία de facto κατάσχεση της περιουσίας του προσφεύγοντος, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1 (βλέπε πιο πάνω παράγραφο 15 στο τέλος).
48. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα κι αν ληφθεί υπόψη η διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα Συμβαλλόμενα Κράτη ως προς το ζήτημα αυτό (βλέπε απόφαση Baláž κατά Σλοβακίας (déc.), αριθ. 60243/00, 16 Σεπτεβρίου 2003, Valico S.r.l. κατά Ιταλίας (déc.), αριθ. 70074/01, 21 Μαρτίου 2006), το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επιβολή του εν λόγω προστίμου έθιξε σε τέτοιο βαθμό την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος που αποτελούσε δυσανάλογο μέτρο ως προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1.



ΕΔΔΑ 28.4.2005
Υπόθεση Buck κατά Γερμανίας, no. 41604/98

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
[…] 52  Το δικαστήριο θα επιθυμούσε να τονίσει ότι, όπως έχει δηλώσει ανωτέρω, τα κράτη, κατά τη λήψη των μέτρων για να αποτρέψουν τη διατάραξη ή το έγκλημα και για να προστατεύσουν  και άλλων τα δικαιώματα , μπορούν ευλόγως να το θεωρήσουν απαραίτητο, για τους σκοπούς της ειδικής και γενικής πρόληψης, να προσφύγουν στα μέτρα όπως οι έρευνες και οι κατασχέσεις, προκειμένου να ληφθούν τα στοιχεία ορισμένων παραβάσεων που ειδάλλως  είναι  αδύνατο να προσδιοριστεί το ένοχο πρόσωπο της παράβασης. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τη δριμύτητα της επεμβάσεως στο δικαίωμα του προσώπου που επηρεάζεται από τέτοια μέτρα ,να είναι σεβαστή η ιδιοκτησία του, πρέπει σαφώς να καθοριστεί ότι η αρχή αναλογικότητας έχει υιοθετηθεί. Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές  περιστάσεις αυτής της περίπτωσης, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η έρευνα  και η κατάσχεση εν προκειμένω είχαν διαταχτεί  σχετικά με μια δευτερεύουσα παράβαση ενός κανονισμού, τελεσθείσα από ένα τρίτο πρόσωπο, και περιέλαβαν τις ιδιωτικές κατοικημένες εγκαταστάσεις του αιτούντα, το δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με τους νόμιμους στόχους που επιδιώκονται.


ΕΔΔΑ 22.2.1994
Υπόθεση Raimondo κατά Ιταλίας, no. 12954/87

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

[…]27 Όπως η Επιτροπή, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κατάσχεση προβλέφθηκε στην παράγραφο 2  του νόμου του 1965 (δείτε την παράγραφο 18 ανωτέρω) και δεν επιδίωξε  να στερήσει τον προσφεύγοντα από τις κατοχές του αλλά μόνο να τον αποτρέψει από τη χρησιμοποίηση τους. Είναι επομένως η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 (p1-1) που είναι εδώ σχετική.
Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν υποστήριξε ότι στις 13 Μαΐου 1985 ήταν αδικαιολόγητο για το περιφερειακό δικαστήριο να υποστηρίξει ότι υπήρξε ικανοποιητική έμμεση απόδειξη που δείχνει ότι οι κατοχές  που καταλήφθηκαν αντιπροσώπευσαν τις εισπράξεις από τις παράνομες δραστηριότητες ή την επανεπένδυσή τους. Για αυτό που παραπονέθηκε  είναι, μάλλον,  ότι ένα τέτοιο δραστικό μέτρο λήφθηκε σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Εντούτοις, η κατάσχεση στο πλαίσιο της παραγράφου 2  του νόμου του 1965 είναι σαφώς ένα προσωρινό μέτρο που αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι η περιουσία που εμφανίζεται να είναι το προϊόν των παράνομων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται εις βάρος της κοινότητας μπορεί στη συνέχεια να κατάσχεται εάν είναι απαραίτητο. Το μέτρο ως τέτοιο, επομένως, δικαιολογήθηκε από το γενικό ενδιαφέρον και, λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετικά επικίνδυνη οικονομική δύναμη μιας «οργάνωσης» όπως τη μαφία, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η λήψη του σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας  ήταν δυσανάλογη με το στόχο που επιδιώχθηκε.
Συνεπώς, σε αυτό το σημείο καμία παραβίαση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 (p1-1) δεν έχει λάβει χώρα.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ –ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε  ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Η Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ε.Ε., της 26 Ιουνίου 2001 για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος[1].
Η Απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22.7.2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ε.Ε[2].
Η Απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24.2.2005, για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος[3].
Η Απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6.10.2006, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης[4].


[1] ΕΕ L 182 της 05/07/2001 σ. 1 επ.
[2] EE L 196, 2.8.2003, σ.45 επ.
[3] ΕΕ L 68/15.3.2005, σ. 49 επ., βλ. και EE C 184 της 2.8.2002
[4] EE L 328 της 24.11.2006, σ. 59 επ.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, 1997, σελ.309.
2) Θ. Δαλακούρας, Ποινική Δικονομία, Επιλεγμένες θεματικές για αστυνομικούς και λοιπούς ανακριτικούς υπαλλήλους, 2009, σελ.279 – 284.
3) Θ. Δαλακούρας, Αρχή αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, 1993.
4) Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2011, σελ. 498-506.
5) Α. Κωνσταντινίδης, Καθήκον μαρτυρίας και επαγγελματικό απόρρητο στην Ποινική Δίκη, Α' τεύχος, 1987.
6) Α. Κωνσταντινίδης, Καθήκον μαρτυρίας και επαγγελματικό απόρρητο στην Ποινική Δίκη, Β' τεύχος, 1991.
7) Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, 2006, σελ.141 – 143, 506 – 518.
8) Χ. Νάϊντος, Αποδεικτικές Απαγορεύσεις στην Ποινική Δίκη, 2010, σελ. 22-24, 352-353, 379 επ. , 516-517.
9) Α. Παπαδαμάκης, Εφαρμογές Ποινικής Δικονομίας, Μελέτες-Γνωμοδοτήσεις-Σχόλια στη Νομολογία, 2006, σελ.41-60.
10) Σ. Παύλου, Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, 1994.
11) Δ. Συμεωνίδης, Κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, Από τον ΚΠΔ στο Ευρωπαϊκό Κανονιστικό Πλαίσιο, 2010.
12) Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, 2006, σελ. 309-311.
13) Jost Benfer, Rechtseingriffe von Polizei und Staatsanwaltschaft. Voraussetzungen und Grenzen. 3. Aufl., σ. 121 επ.
14) Meyer-Gossner, StPO mit GVG, 47.Aufl., 2004, παρ. 111o και 111p.

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

1) Δ.Αγγελόπουλος – Ι.Πάσχος, Κατάσχεση – Ανάλυση ψηφιακών πειστηρίων, Ποιν.Δικ.2003, σελ.438.
2) Φ. Ανδρέου, Παρατηρήσεις στο υπ’ αριθμ. 136/2009 βούλευμα του Συμβ. Πλημ. Λάρισας, Ποιν.Δικ. 2010, σελ. 557.
3) Ε. Βεργώνης, Αναφυόμενα προβλήματα από την κατάσχεση οχημάτων, Ποιν.Δικ. 2011, σελ. 502.
4) Θ. Δαλακούρας, Η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, Π.Χρ. 2011, σελ. 247.
5) Θ. Δαλακούρας, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Π.Χρ. 2005, σελ. 961.
6) Σ. Δασκαλόπουλος , Προσωρινές δικαιοδοτικές κρίσεις στην προδικασία της ποινικής δίκης, Π,Χρ. 2003, σελ. 12.
7) Γ. Δημήτραινας, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες : Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων ( από το ν.2331/1995 στο ν.3691/2008 ), Π.Χρ.2008, σελ.943.
8) Π. Καίσαρης, Απόδοση κατασχεθέντων και άσκηση ενδίκου μέσου, Ποιν.Δικ. 1999, σελ. 384.
9) Γ. Καλφέλης, Η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ. 1986, σελ. 197.
10) Α. Κωνσταντινίδης, Έρευνες και κατασχέσεις σε δικηγορικά γραφεία, Π.Χρ.1995, σελ.865.
11) Ν. Λίβος, H δικονομική αξιολόγηση των τυχαίων ευρημάτων, Π.Χρ. 1998, σελ 951.
12) Σ. Παύλου, Και πάλι η (ανεπίτρεπτη) δήμευση οχημάτων στο προσκήνιο, Ποιν.Δικ. 2005, σελ. 447.
13) Σ. Παύλου, Το «πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών» στην προδικασία για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν. 2331/1995). Ειδικότερα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής, Π.Χρ. 2005, σελ. 769.
14) Γ. Πεπόνης, Κατάσχεση και δήμευση στην ποινική διαδικασία αντικειμένου ανήκοντος εις τρίτον και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., Π.Χρ.2007, σελ.760.
15) Χ. Σατλάνης, Η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας – περιουσίας με βάση κυρίως τη νομολογία του ΕΔΔΑ, Αρμ. 2007, σελ. 1877.
16) Α. Τριανταφύλλου, Η με δικαστική απόφαση απόδοση του κατασχεθέντος αντικειμένου στον ιδιοκτήμονα, όταν ο τελευταίος είναι τρίτο πρόσωπο, Π.Χρ.2002, σελ.752.
17) Δ. Τσάτσος/Α. Παπαδαμάκης/ Κ. Χρυσόγονος, Η νομιμότητα της κατ’ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη(γνωμ.), Ποιν.Δικ. 2003, σελ. 813.
18) Γ. Τσόλιας, Η κατάσχεση και η δήμευση αντικειμένου σε βάρος τρίτων προσώπων και η αντισυνταγματικότητα αυτών, Ποιν.Δικ.2004, σελ.1012.
19) Kühne Hans- Heiner, Ποινικά και ηθικά ζητήματα από την εκ μέρους του κράτους αγορά παρανόμως κτηθέντων τραπεζικών δεδομένων, Π.Χρ 2010, σελ. 433.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου