(...) Στο άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ προβλέπεται ως βασικό έγκλημα η συγκρότηση οργάνωσης με σκοπό την συστηματική τέλεση επιλεγμένων και συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες διακρίνονται για την αυξημένη απαξία και αντικοινωνικότητά τους, καθώς και η συμμετοχή σε αυτή.
Στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης (άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ)· δεν αρκεί η απλή ένωση προσώπων για την τέλεση οποιωνδήποτε τυχαίων αξιοποίνων πράξεων, αλλά απαιτείται είτε "συγκρότηση" αυτής είτε "συμμετοχή" σε αυτήν.
Απαιτείται, επιπλέον και η ύπαρξη εσωτερικής διάρθρωσης και ιεραρχικής δομής.
Περαιτέρω είναι δυνατή η «διεύθυνση» της εγκληματικής οργάνωσης και από πλείονα πρόσωπα, τα οποία, στο πλαίσιο της εγκληματικής δράσεως της οργάνωσης και για την επίτευξη των εγκληματικών σκοπών της, κατά το μέρος που τους αναλογεί, δίνουν δεσμευτικές εντολές στα ιεραρχικώς κατώτερα μέλη της, τις οποίες αυτά οφείλουν να εκτελέσουν, ή εγκρίνουν την παράνομη δράση των απλών μελών της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία εκδηλώνεται στο πλαίσιο της επίτευξης των παράνομων σκοπών της.
Για δε την ύπαρξη «επιδίωξης» διάπραξης των εγκλημάτων της παρ. 1 του άρθρ. 187 ΠΚ αρκεί να υφίσταται έστω και κατά την άτυπη βούληση των συμμετεχόντων, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η προηγούμενη εξειδίκευση των κατ’ ιδίαν πράξεων της ομάδας ή η προς τα έξω εκδήλωση της δραστηριότητάς της ή ακόμη και ο σχεδιασμός έστω και μιας πράξης
Όσον αφορά στην έννοια του «ενιαίου» χαρακτήρα του εν λόγω ειδικού δόλου αρκεί η συνδρομή στο πρόσωπο του δράστη, μέλους της εγκληματικής ομάδας, ακόμη και ενδεχόμενου δόλου, όπως αποδεικνύεται από την συμμετοχή του στις εκδηλώσεις της οργάνωσης και κυρίως την γνώση γεγονότων που μαρτυρούν επιδίωξη ή χρήση βίας και εντεύθεν την διάπραξη κακουργημάτων, την αποδοχή αυτών ως θεμιτών σκοπών, την μη αποκήρυξη της βίας και την παραμονή στην ομάδα με στόχο την εξυπηρέτηση του κοινού σκοπού, ο οποίος μπορεί έχει οποιοδήποτε κίνητρο (οικονομικό, ιδεολογικό ή οποιονδήποτε άλλο).
Δηλαδή, η αξιόποινη πράξη της εγκληματικής οργάνωσης τελεί σε αληθινή πραγματική συρροή με τα λοιπά εγκλήματα που διαπράττουν τα μέλη της για την υλοποίηση των σκοπών της. Βεβαίως, απαιτείται συγκλίνουσα δράση περισσότερων ατόμων, καθένα εκ των οποίων είναι και αυτουργός, είτε είναι ιδρυτής είτε μέλος της εγκληματικής οργάνωσης.
Το έγκλημα του άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, όταν τελείται με την μορφή της συγκρότησης είναι έγκλημα στιγμιαίο, παραγραφόμενο ανεξάρτητα από την (μη εκ των προτέρων ορισμένη, αλλά πάντως εκτεινόμενη σε βάθος χρόνου) διάρκεια της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ όταν τελείται με την μορφή της ένταξης σε αυτήν είναι έγκλημα διαρκές και διαρκεί όσο διαρκεί η ιδιότητα του μέλους, η δε παραγραφή αυτού αρχίζει (για το συγκεκριμένο μέλος) με την απώλεια της ιδιότητάς του.
Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων· δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί πολιτικό κόμμα ένωση προσώπων ή οργάνωση η οποία, υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με την χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της δημόσιας τάξης, ούτε η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους.
Η ίδια η άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ίδρυσης κόμματος με σκοπό την διάπραξη κακουργημάτων θεωρείται καταχρηστική (άρθρ. 25 παρ. 3Σ), αφού επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρ. 29 παρ. 1 Σ).
Μια εγκληματική οργάνωση είναι αυθύπαρκτη και απολύτως ανεξάρτητη από την οντότητα ενός πολιτικού κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου νόμιμου φορέα ή σχηματισμού, είναι δε αδιάφορο εάν τα μέλη της έχουν ή όχι κομματική ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα· κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται να συνιστά "εγκληματική οργάνωση" κατά την έννοια του άρθρ. 187 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις, και το πολιτικό κόμμα, στο μέτρο και στο βαθμό που παρεκκλίνει από την συνταγματική του αποστολή.
Η διάταξη του άρθρ. 187 ΠΚ είναι σύμφωνη με τις σχετικές ρυθμίσεις της Σύμβασης του Παλέρμο κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος· ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε την επί το αυστηρότερον προσαρμογή της εθνικής ποινικής νομοθεσίας στις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης, αφού για την κατάφαση του εγκλήματος της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα δεν απαιτείται, ως στοιχείο της υποκειμενικής του υπόστασης, η επιδίωξη πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, το οποίο αποτελεί, σε περίπτωση συνδρομής του, επιβαρυντική περίσταση, διευρύνοντας κατά τούτο το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης.
Επομένως, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τα υπομνήματα των κατηγορουμένων είναι αβάσιμα και απορριπτέα, αφού υπάρχει συμβατότητα των προβλέψεων του άρθρου 187 ΠΚ με το άρθρο 34 της Σύμβασης του Παλέρμο.
Παραπέμπονται, μεταξύ άλλων, και για τις αξιόποινες πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και διεύθυνσης αυτής οι κατηγορούμενοι, αρχηγός (ιδρυτής) και μέλη πολιτικού κόμματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οι οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη και (ορισμένοι εξ αυτών) διηύθυναν ιεραρχικώς δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα αποτελούμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα με σκοπό την διάπραξη αξιοποίνων πράξεων εξ εκείνων που αναλυτικά αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. 187 του ΠΚ, κυρίως δε των εγκλημάτων του εμπρησμού (άρθρ. 264 ΠΚ), της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άρθρ. 299 ΠΚ), της βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρ. 310 ΠΚ), της εκβίασης, καθώς και κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί όπλων, εκρηκτικών υλών, κ.λπ.
Αντίθετη γνώμη της μειοψηφίας.