Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ελβετικό φράγκο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ελβετικό φράγκο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου


ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάσης, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού. Επίσης, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου. Κρίση περί νομιμότητας των όρων της συμβάσεως. Ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, ενώ δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντιπαροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 738/2016

Πρόεδρος : Θεοκτή Νικολαίδου
Εισηγητής : Αντώνιος Βαθρακοκοίλης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι : Απ. Λούβρος, Δέσπ. Χαραλαμπίδου

Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει, ότι συνήψε στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημα αυτής στη Διαγώνιο Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό ........... σύμβαση στεγα­στικού δανείου, για την αγορά και επισκευή κατοικίας, ποσού 321.540,00 ευρώ, διάρκειας 360 μηνών από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του δανειακού προϊόντος, στις 20.9.2005, με όρους που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, κατά τους οποίους το ποσό του δανείου θα εκτοκιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως αναλυτικά αναφέρεται σε αυτή. Ότι, περί τα τέλη του έτους 2006, οι υπάλληλοι της εναγομένης προέτρε­ψαν αυτή να μετατρέψει το ανωτέρω δάνειο σε δάνειο με ελβετικό φράγκο, παρουσιάζοντάς της την προο­πτική αυτή ως πολύ συμφέρουσα για την ίδια, λόγω του χαμηλού επιτοκίου και της μικρότερης μηνιαίας δόσης, που θα συνεπαγόταν, τονίζοντας μάλιστα, ότι αυτή αφορούσε μόνο τους συνεπείς και ενήμερους πελάτες, χωρίς όμως να γίνει ουδεμία άλλη επισήμανση σχετικά με τους κινδύνους της μετατροπής αυτής και ιδίως ως προς τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιπτώσεων αυτής στο ύψος της μηνιαίας δόσης και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφα­λαίου και χωρίς να της προταθεί πρόγραμμα αντιστάθ­μισης του συναλλαγματικού κινδύνου. 
Ότι η προσφορά αυτή διαφημιζόταν από την εναγόμενη, ακόμα και με σύντομα τηλεοπτικά διαφημιστικά φιλμ. Ότι με τον τρόπο αυτόν η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την απει­ρία της ως προς τις αγορές συναλλάγματος, την έπεισε με παραπειστικό τρόπο, και με αθέμιτη παρασιώπηση των σχετικών κινδύνων, να συμφωνήσει στη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης. Ότι στις 15 Δεκεμβρίου 2006, στο ίδιο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης, κατήρτισε με την τελευταία, η οποία εκπροσωπούνταν από τους υπαλλήλους της, ΑΘ.Χ. και Φ.Τ., οι οποίοι όμως δεν διέθεταν πιστοποιητικό τύπου Β1, τη με αριθμό ............ πράξη τρο­ποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ληφθέντος δανείου, ποσού 314.000,00 ευρώ, θα μετατρεπόταν, στις 23.1.2007, στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, με διάρκεια 308 μηνών, από την ημερομηνία μετατροπής, το οποίο θα εκτοκιζόταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας, με σταθερό επιτόκιο LIBOR, και μετά τις 23.1.2010 με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR 360 ημερών. 
Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης επι­θυμούσε να λάβει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Ότι δεν γνώριζε ότι με τη σύμ­βαση αυτή σε συνάλλαγμα, ήτοι σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβανε τον κίνδυνο της διακύμανσης συναλλάγ­ματος. Ότι, μετά τη μετατροπή αυτή, το δάνειο δεν ήταν απλό στεγαστικό, αλλά όπως αντιλήφθηκε τον Απρίλιο του έτους 2014, μετά τη χορήγηση σχετικών εγγράφων από την εναγόμενη, επενδυτικό προϊόν με συναλλαγμα­τικό κίνδυνο, το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη ενημέρωσή της από πιστοποιημένους προς τούτο υπαλλήλους, πλην όμως οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπέγραψαν για λογαριασμό της εναγομένης την ένδικη σύμβαση, δεν ήταν εξειδικευμένοι και δεν είχαν λάβει τη σχετική πιστοποίηση. 
Ότι η χορήγηση σε αυτήν, άνευ οποιοσ­δήποτε ενημέρωσής της, στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα και χωρίς την πρόβλεψη προστασίας της έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου, έρχεται σε αντί­θεση με τη βασική υποχρέωση της εναγομένης για ενη­μέρωση και διαφώτιση αυτής της ίδιας ως πελάτη της και παροχή συμβουλών προς όφελος της. Ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει στην εναγομένη για την αποπληρωμή του δανείου δεν ήταν σταθερή, αλλά μεταβαλλόταν κάθε μήνα, χωρίς να είναι σε θέση αυτή να γνωρίζει εκ των προτέρων το ποσό της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, που όφειλε να καταβάλει στην εναγο­μένη. 
Ότι αν και αυτή προβαίνει με συνέπεια στις μηνι­αίες καταβολές έναντι του δανείου, εντούτοις το αρχικό κεφάλαιο αυτού δεν ελαττώνεται, λόγω της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετι­κού φράγκου, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ότι, εάν γνώριζε όλους τους κινδύνους, που εγκυμο­νούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης, και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγμα­τικού κινδύνου σε αυτή, δεν θα προέβαινε σε αυτή, αφού η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή της με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγμα­τος και χωρίς να δύναται αυτή να καταβάλει σε αυτού­σιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες, σύμ­φωνα με τους συμβατικούς όρους προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγ­ματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο. 

Ότι, άλλως είναι άκυροι οι με αριθμό 3.2, 4.5, 5.1 και 8.1 όροι της επίδικης σύμβασης, που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και επέτρεπαν σε αυτή να προσδιο­ρίζει μονομερώς το ύψος της εκάστοτε δόσης ή του εκά­στοτε υπολοίπου του δανείου, με βάση τη συναλλαγμα­τική ισοτιμία, και να προβαίνει μονομερώς στη μετα­τροπή του νομίσματος της σύμβασης, χωρίς να έχουν ορισθεί προς τούτο ειδικά και εύλογα κριτήρια, κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 6, 7 ν. 2251/1994. Ότι επί­σης ο προδιατυπωμένος συμβατικός όρος, που προ­βλέπει τον υπολογισμό του τόκου με βάση υπολογισμού το έτος των 360 ημερών, είναι άκυρος, αφού αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994. Ότι πάσχει ακυρότητας ο προδιατυπωμένος όρος 10 της σύμβα­σης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 ν. 2251/1994, στον οποίο περιλαμβανόταν η δήλωση των συμβαλλομένων περί ενημέρωσης ως προς το περιεχό­μενο της σύμβασης και τους κινδύνους από τη συναλ­λαγματική ισοτιμία, αφού η ενημέρωση, η οποία ουδέ­ποτε έλαβε χώρα, απαιτούσε να είναι εξειδικευμένη. Ότι ένεκα της συμπεριφοράς της εναγομένης προκλήθηκε σε αυτή ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται χρημα­τική ικανοποίηση. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, και κατά ορθή εκτί­μηση του ένδικου δικογράφου: α) να αναγνωριστεί η ανυπαρξία της με αριθμό .......... πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου και ακο­λούθως, να αναγνωριστεί, ότι δεν οφείλει το ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, β) άλλως και όλως επικουρικώς, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω πράξης ως αντιβαίνουσας ι) στις ΠΔΤΕ 1955/1991, 2325/1994, ιι) στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, ιιι) στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6,7 ν. 2251/1994, που επιφέ­ρουν ακυρότητα των με αριθμό 3.2, 4.5, 5.1, 8.1 και 10 συμβατικών όρων, και κατά το άρθρο 181 ΑΚ όλης της σύμβασης, ιν) στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ν) στις διατάξεις των άρθρων 178,179 και 281 ΑΚ, γ) άλλως και όλως επικουρικώς, να ακυρωθεί η ανωτέρω πράξη λόγω απάτης, άλλως λόγω πλάνης, άλλως λόγω εικονικότητας, δ) να ακυρωθούν οι με αριθμό 1, 4.5, 5.1, και 8.1 συμβατικοί όροι της ως άνω πράξης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να υπολογίζει τις δόσεις με την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά την ημέρα μετατροπής του δανείου (23.1.2007), ε) άλλως και όλως επικουρικώς, να αναπροσαρμοστεί η οφειλή της στο ποσό των 229.813,87 ευρώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, άλλως κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στ) να αναγνωριστεί, ότι το ποσό κεφαλαίου του χορηγηθέ­ντος από την εναγόμενη δανείου ανέρχεται στο ποσό των 321.540 ευρώ, κατά την ημέρα εκταμίευσής του, τη 19η.9.2005, το οποίο αυτή πρέπει να καταβάλει, καθώς επίσης να αναγνωριστεί, ότι η πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου αφορά κεφάλαιο δανείου ποσού 314.800,11 ευρώ, την 20η.12.2006, ζ) να αναγνωριστεί, ότι έχει καταβάλει στην εναγόμενη, έως τις 27.1.2015, προς εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, το ποσό των 84.986,24 ευρώ, και ότι το άληκτο κεφάλαιο του δανείου αυτού ανέρχεται στο ποσό των 229.813,87 ευρώ, η) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικα­νοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θ) να κηρυχθεί η τυχόν εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ι) να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. 

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

ΠολΠρΑθ 334/16 : "Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Προστασία καταναλωτών. Συλλογική αγωγή. Δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Αρχή της διαφάνειας - Κρίση ότι βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ,υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου."


ΠολΠρΑθ 334/16 : Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Προστασία καταναλωτών. Συλλογική αγωγή. Δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Αρχή της διαφάνειας - Κρίση ότι βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ,υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Η ακυρότητα των επίμαχων αδιαφανών ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρων των δανειακών συμβάσεων, αλλά είναι μερική με αποτέλεσμα να καταλείπεται κενό σε αυτές. Το κενό δε αυτό καλύπτεται κατά το αρ. 200 ΑΚ κι ως εκ τούτου πρέπει να συμπληρωθεί ώστε, να αναγνωριστεί ότι η οφειλή αποπληρωμής των δανείων από τους δανειολήπτες είτε σε φράγκα είτε σε ευρώ, υπολογίζεται βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τιμής αγοράς του φράγκου προς την αξία του ευρώ, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόντων περί καταχρηστικότητας αυτών των όρων και συνακόλουθα περί απάλειψης τους από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις. Δεκτή η αγωγή ως προς την κύρια βάση της.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 334/2016
Πρόεδρος : Α. Μυλωνά
Δικηγόροι : Α. Νούκα, Μ. Μαρινάκος, I. Μυταλούλης, Γ. Παπαστύλος, Α. Παπαδό­πουλος, Γ. Κωστόπουλος κ.ά.

(...) Εξάλλου η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της ερειδόμενη στις διατάξεις των αρ. 2 παρ. 2, 6 και 7, 10 παρ. 1, 2, 3, 4, 5, 16 εδ. α του ν. 2251/1994, 281, 200, 806 ΑΚ, 70, 907, 908 παρ. 1 και 947 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλην των επι­κουρικών βάσεων της και δη α) της αδικοπρακτικής ευθύνης της τράπεζας λόγω δόλιας και αντίθετης με την καλή πίστη συμπεριφοράς συνισταμένης στην παροχή ελλιπών, εσφαλμένων και παραπλανητικών πληροφοριών από τραπεζικούς υπαλλή­λους, αναφορικά με τα επίδικα δάνεια, γ) λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη ιδίως λόγω του αισχροκερδούς χαρακτήρα κατά αρ. 178 και 179 ΑΚ και δ) της απρόο­πτης μεταβολής των συνθηκών κατ αρ. 288, 388 ΑΚ, που επήλθε συνεπεία της ρα­γδαίας ανατίμησης του ελβετικού φράγκου και κατέστησε υπέρμετρα επαχθή την εξυπηρέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων των δανειοληπτών, οι οποίες πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμες.

Συγκεκριμένα, κατά τα ειδικά διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο μείζονα πρόταση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικα­νική κρίση κατόπιν υπαγωγής του ιστορικού, κριθέντος βάσει των αφηρημένων δικαιοδοτικών κριτηρίων, που εφαρμόζονται επί της δίκης της συλλογικής αγωγής του αρ. 10 παρ. 16 εδ. α ν. 2251/1994, στο νομοτυπικό των διατάξεων των αρ. 288 και 388 ΑΚ, εφόσον η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, που απαιτείται για την εφαρμογή τους προκύπτει από τον άρρηκτο συνδυασμό αντικειμενικών και υ­ποκειμενικών κριτηρίων, η συνδρομή των οποίων είναι αναγκαία για τη διορθωτική λειτουργία των ως άνω διατάξεων αφενός και τη διαπλαστική επί τούτου επέμβαση του δικαστηρίου αφετέρου. Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον στο πλαίσιο διεξαγωγής αμιγώς ατομικών δικών και, μάλιστα, κατά την αμφισβητούμενη δικαι­οδοσία, προκειμένου να εξετασθούν ξεχωριστά για καθέναν από τους προσφεύγο­ντες δανειολήπτες η συνδρομή των όρων, που θέτουν τα ως άνω άρθρα στη βάση in concreto αξιολόγησης των ατομικών δεδομένων, χαρακτηριστικών και σκοπιμοτή­των κάθε δανειακής σύμβασης. Η διερεύνηση, δηλαδή, του «προσωπικού δικαιο­πρακτικού θεμελίου» συνισταμένου, εν πολλοίς, στις προσωπικές εκτιμήσεις και καταστάσεις, ικανότητες και προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλόμενων μερών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της συλλογικής δί­κης, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά διαπλαστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα.

Αντιστοίχως, όσον αφορά στις λοιπές επι­κουρικές βάσεις αδικοπρακτικής ευθύνης κατά τα αρ. 914 και 919 ΑΚ και δόλιας αντίθεσης στα χρηστά ήθη, ιδίως καταπλεονέκτησης κατά τα αρ. 178-179 ΑΚ, α­φενός ο δόλος στο πρόσωπο της εναγομένης και αφετέρου το γεγονός της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας (στη ζωή ή στις συναλλαγές) των δανειοληπτών και η εκμε­τάλλευση με παράνομους και παραπλανητικούς χειρισμούς αυτής της κατάστασης δεν μπορεί να κριθεί γενικώς στο πρόσωπο του μέσου καταναλωτή, αλλά μόνο κατ ιδίαν κατά την κατάρτιση κάθε σύμβασης ξεχωριστά. Επιπροσθέτως, το αίτημα, το διατακτικό της εκδοθεισόμενης απόφασης να ισχύσει στους αναφερόμενους Έλλη­νες και αλλοδαπούς καταναλωτές πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι τα όρια ισχύος της δικαστικής απόφασης προβλέπονται από τους δικονομικούς κανόνες και δεν συνιστούν αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, για να κριθεί περαιτέ­ρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου δε ότι η αγωγή δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, αλλά κύριο αίτημα της είναι η παράλειψη της παράνομης συ­μπεριφοράς της εναγομένης δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Η εναγομένη, δεν αρνείται την κατάρτιση μεταξύ αυτής και των αντισυμβαλ­λόμενων της καταναλωτών των συμβάσεων με τους γενικούς όρους συναλλαγών, που αναφέρονται στην αγωγή, ωστόσο, αρνείται αιτιολογημένα ότι οι εν λόγω γενι­κοί όροι είναι παράνομοι και καταχρηστικοί, ισχυριζόμενη ότι οι καταναλωτές έ­λαβαν την προσήκουσα ενημέρωση από τους υπαλλήλους της κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης των επίδικων συμβάσεων για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων αυτής και τον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε ευρώ/ελβετικό φράγκο. Τέλος, προβάλλει αίτημα παραπομπής προδικαστικού ερω­τήματος από ΔΕΚ (αρ. 267 ΣΛΕΕ, πρώην 234 ΣυνθΕΚ) χωρίς να εξειδικεύεται το αντικείμενο του ερωτήματος που χρήζει απεύθυνσης στο ΔΕΚ. το ανωτέρω αίτημα τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας τί ισχύος πράξης θεσμικού οργάνου της ένωσης, ούτε θεωρείται η κρίση του ΔΕΚ αναγκαία για την έκδοση απόφασης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 80 και 752 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι, αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον, να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκή­σει πρόσθετη παρέμβαση, προκειμένου να υποστηρίξει τον διάδικο αυτό. Η πρό­σθετη παρέμβαση ασκείται σε κάθε στάση της δίκης, εωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση από το Δικαστήριο. Για την άσκηση της, όμως, απαιτείται η ύπαρξη ειδι­κού εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος τρίτου και δη να απο­βεί η μεταξύ άλλων εκκρεμής δίκη υπέρ του διαδίκου, για τον οποίο παρεμβαίνει, που υφίσταται, όταν με αυτήν (παρέμβαση) μπορεί να προστατευτεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρέωσης σε βάρος του, ακόμα και αν το προστατευτέο δικαίωμα ή η αποφευκτέα υποχρέωση δεν έχουν πε­ριουσιακό χαρακτήρα (ΟλΑΠ 8/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 5/2003 ΤΝΠ Νόμος). Με τις από 9.12.2015, 3.12.2015, 14.11.2015, 25.12.2015 και 3.12.2015 πρόσθετες πα­ρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων, οι ασκήσαντες (τις παρεμβάσεις) με το δικόγραφο των προτάσεων παρεμβαίνουν στη δίκη, που διεξάγεται επί της ως άνω κύριας α­γωγής, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολο της. 

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, οι υπό κρίση πρόσθετες παρεμβάσεις, που έχουν ασκηθεί αρμοδίως μεν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου της κύριας δίκης (αρ. 31 Κ.Πολ.Δ.) παραδεκτά δε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς να απαιτείται η τήρηση προδικασίας (αρ. 752 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και με έννομο συμφέρον παρέμβασης στην εκκρεμή κύρια δί­κη, ότι η εξέλιξη αυτής δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την προστασία των δικαιωμάτων των μελών - καταναλωτών τους κατόπιν κήρυξης των επίδικων όρων κατα­χρηστικών και απαγόρευσης χρησιμοποίησης τους εισάγεται προς συζήτηση ενώ­πιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι νόμιμες ερειδόμενες επί των διατάξεων των αρ. 68, 74, 75, 80, 752 παρ. 2, 325 περ. 2, 778, 919 περ. 2 και 31 Κ.Πολ.Δ. και, συνε­πώς, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, κατ ουσίαν.