Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

ΠολΠρΑθ 334/16 : "Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Προστασία καταναλωτών. Συλλογική αγωγή. Δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Αρχή της διαφάνειας - Κρίση ότι βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ,υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου."


ΠολΠρΑθ 334/16 : Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Προστασία καταναλωτών. Συλλογική αγωγή. Δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Αρχή της διαφάνειας - Κρίση ότι βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ,υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Η ακυρότητα των επίμαχων αδιαφανών ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρων των δανειακών συμβάσεων, αλλά είναι μερική με αποτέλεσμα να καταλείπεται κενό σε αυτές. Το κενό δε αυτό καλύπτεται κατά το αρ. 200 ΑΚ κι ως εκ τούτου πρέπει να συμπληρωθεί ώστε, να αναγνωριστεί ότι η οφειλή αποπληρωμής των δανείων από τους δανειολήπτες είτε σε φράγκα είτε σε ευρώ, υπολογίζεται βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τιμής αγοράς του φράγκου προς την αξία του ευρώ, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόντων περί καταχρηστικότητας αυτών των όρων και συνακόλουθα περί απάλειψης τους από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις. Δεκτή η αγωγή ως προς την κύρια βάση της.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 334/2016
Πρόεδρος : Α. Μυλωνά
Δικηγόροι : Α. Νούκα, Μ. Μαρινάκος, I. Μυταλούλης, Γ. Παπαστύλος, Α. Παπαδό­πουλος, Γ. Κωστόπουλος κ.ά.

(...) Εξάλλου η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της ερειδόμενη στις διατάξεις των αρ. 2 παρ. 2, 6 και 7, 10 παρ. 1, 2, 3, 4, 5, 16 εδ. α του ν. 2251/1994, 281, 200, 806 ΑΚ, 70, 907, 908 παρ. 1 και 947 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλην των επι­κουρικών βάσεων της και δη α) της αδικοπρακτικής ευθύνης της τράπεζας λόγω δόλιας και αντίθετης με την καλή πίστη συμπεριφοράς συνισταμένης στην παροχή ελλιπών, εσφαλμένων και παραπλανητικών πληροφοριών από τραπεζικούς υπαλλή­λους, αναφορικά με τα επίδικα δάνεια, γ) λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη ιδίως λόγω του αισχροκερδούς χαρακτήρα κατά αρ. 178 και 179 ΑΚ και δ) της απρόο­πτης μεταβολής των συνθηκών κατ αρ. 288, 388 ΑΚ, που επήλθε συνεπεία της ρα­γδαίας ανατίμησης του ελβετικού φράγκου και κατέστησε υπέρμετρα επαχθή την εξυπηρέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων των δανειοληπτών, οι οποίες πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμες.

Συγκεκριμένα, κατά τα ειδικά διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο μείζονα πρόταση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικα­νική κρίση κατόπιν υπαγωγής του ιστορικού, κριθέντος βάσει των αφηρημένων δικαιοδοτικών κριτηρίων, που εφαρμόζονται επί της δίκης της συλλογικής αγωγής του αρ. 10 παρ. 16 εδ. α ν. 2251/1994, στο νομοτυπικό των διατάξεων των αρ. 288 και 388 ΑΚ, εφόσον η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, που απαιτείται για την εφαρμογή τους προκύπτει από τον άρρηκτο συνδυασμό αντικειμενικών και υ­ποκειμενικών κριτηρίων, η συνδρομή των οποίων είναι αναγκαία για τη διορθωτική λειτουργία των ως άνω διατάξεων αφενός και τη διαπλαστική επί τούτου επέμβαση του δικαστηρίου αφετέρου. Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον στο πλαίσιο διεξαγωγής αμιγώς ατομικών δικών και, μάλιστα, κατά την αμφισβητούμενη δικαι­οδοσία, προκειμένου να εξετασθούν ξεχωριστά για καθέναν από τους προσφεύγο­ντες δανειολήπτες η συνδρομή των όρων, που θέτουν τα ως άνω άρθρα στη βάση in concreto αξιολόγησης των ατομικών δεδομένων, χαρακτηριστικών και σκοπιμοτή­των κάθε δανειακής σύμβασης. Η διερεύνηση, δηλαδή, του «προσωπικού δικαιο­πρακτικού θεμελίου» συνισταμένου, εν πολλοίς, στις προσωπικές εκτιμήσεις και καταστάσεις, ικανότητες και προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλόμενων μερών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της συλλογικής δί­κης, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά διαπλαστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα.

Αντιστοίχως, όσον αφορά στις λοιπές επι­κουρικές βάσεις αδικοπρακτικής ευθύνης κατά τα αρ. 914 και 919 ΑΚ και δόλιας αντίθεσης στα χρηστά ήθη, ιδίως καταπλεονέκτησης κατά τα αρ. 178-179 ΑΚ, α­φενός ο δόλος στο πρόσωπο της εναγομένης και αφετέρου το γεγονός της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας (στη ζωή ή στις συναλλαγές) των δανειοληπτών και η εκμε­τάλλευση με παράνομους και παραπλανητικούς χειρισμούς αυτής της κατάστασης δεν μπορεί να κριθεί γενικώς στο πρόσωπο του μέσου καταναλωτή, αλλά μόνο κατ ιδίαν κατά την κατάρτιση κάθε σύμβασης ξεχωριστά. Επιπροσθέτως, το αίτημα, το διατακτικό της εκδοθεισόμενης απόφασης να ισχύσει στους αναφερόμενους Έλλη­νες και αλλοδαπούς καταναλωτές πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι τα όρια ισχύος της δικαστικής απόφασης προβλέπονται από τους δικονομικούς κανόνες και δεν συνιστούν αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, για να κριθεί περαιτέ­ρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου δε ότι η αγωγή δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, αλλά κύριο αίτημα της είναι η παράλειψη της παράνομης συ­μπεριφοράς της εναγομένης δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Η εναγομένη, δεν αρνείται την κατάρτιση μεταξύ αυτής και των αντισυμβαλ­λόμενων της καταναλωτών των συμβάσεων με τους γενικούς όρους συναλλαγών, που αναφέρονται στην αγωγή, ωστόσο, αρνείται αιτιολογημένα ότι οι εν λόγω γενι­κοί όροι είναι παράνομοι και καταχρηστικοί, ισχυριζόμενη ότι οι καταναλωτές έ­λαβαν την προσήκουσα ενημέρωση από τους υπαλλήλους της κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης των επίδικων συμβάσεων για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων αυτής και τον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε ευρώ/ελβετικό φράγκο. Τέλος, προβάλλει αίτημα παραπομπής προδικαστικού ερω­τήματος από ΔΕΚ (αρ. 267 ΣΛΕΕ, πρώην 234 ΣυνθΕΚ) χωρίς να εξειδικεύεται το αντικείμενο του ερωτήματος που χρήζει απεύθυνσης στο ΔΕΚ. το ανωτέρω αίτημα τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας τί ισχύος πράξης θεσμικού οργάνου της ένωσης, ούτε θεωρείται η κρίση του ΔΕΚ αναγκαία για την έκδοση απόφασης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 80 και 752 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι, αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον, να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκή­σει πρόσθετη παρέμβαση, προκειμένου να υποστηρίξει τον διάδικο αυτό. Η πρό­σθετη παρέμβαση ασκείται σε κάθε στάση της δίκης, εωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση από το Δικαστήριο. Για την άσκηση της, όμως, απαιτείται η ύπαρξη ειδι­κού εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος τρίτου και δη να απο­βεί η μεταξύ άλλων εκκρεμής δίκη υπέρ του διαδίκου, για τον οποίο παρεμβαίνει, που υφίσταται, όταν με αυτήν (παρέμβαση) μπορεί να προστατευτεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρέωσης σε βάρος του, ακόμα και αν το προστατευτέο δικαίωμα ή η αποφευκτέα υποχρέωση δεν έχουν πε­ριουσιακό χαρακτήρα (ΟλΑΠ 8/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 5/2003 ΤΝΠ Νόμος). Με τις από 9.12.2015, 3.12.2015, 14.11.2015, 25.12.2015 και 3.12.2015 πρόσθετες πα­ρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων, οι ασκήσαντες (τις παρεμβάσεις) με το δικόγραφο των προτάσεων παρεμβαίνουν στη δίκη, που διεξάγεται επί της ως άνω κύριας α­γωγής, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολο της. 

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, οι υπό κρίση πρόσθετες παρεμβάσεις, που έχουν ασκηθεί αρμοδίως μεν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου της κύριας δίκης (αρ. 31 Κ.Πολ.Δ.) παραδεκτά δε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς να απαιτείται η τήρηση προδικασίας (αρ. 752 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και με έννομο συμφέρον παρέμβασης στην εκκρεμή κύρια δί­κη, ότι η εξέλιξη αυτής δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την προστασία των δικαιωμάτων των μελών - καταναλωτών τους κατόπιν κήρυξης των επίδικων όρων κατα­χρηστικών και απαγόρευσης χρησιμοποίησης τους εισάγεται προς συζήτηση ενώ­πιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι νόμιμες ερειδόμενες επί των διατάξεων των αρ. 68, 74, 75, 80, 752 παρ. 2, 325 περ. 2, 778, 919 περ. 2 και 31 Κ.Πολ.Δ. και, συνε­πώς, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, κατ ουσίαν.

[...] (Α)ποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τα έτη 2000 έως 2009, ιδίως δε κα­τά τα έτη 2006 έως 2009, η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία χορήγησε πληθώρα έντοκων δανείων καταναλωτικής πίστης σε ελβετικό φράγκο είτε για την απόκτηση οικογενειακής στέγης στην Ελλάδα (στεγα­στικά δάνεια) είτε για την αναχρηματοδότηση δανείων ταυτόσημου χαρακτήρα, που είχαν ήδη στο παρελθόν, χορηγηθεί, καθώς και για την απόκτηση επαγγελματικής στέγης ή άλλους επαγγελματικούς ή εμπορικούς σκοπούς του δανειολήπτη (επαγγελματικά δάνεια). Στις ανωτέρω έντυπες συμβάσεις περιλαμβάνονταν μετα­ξύ άλλων ο στερεότυπος όρος 7α παρ. 2 και 3, που προέβλεπε ότι: «Εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/νται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής» (παρ. 2) «Εφόσον το Δάνειο χορηγήθηκε κατά ένα μέ­ρος σε Euro και κατά το υπόλοιπο σε συνάλλαγμα, το ποσό των κάθε μορφής εισπράξεων σε εξόφληση των από το δάνειο υποχρεώσεων, σε περίπτωση αμφιβολίας, φέρεται σε εξόφληση των Euro και συναλλαγματι­κών υποχρεώσεων με την ίδια αναλογία Euro/συναλλαγματικής χρήσης» (παρ. 3). Στον στερεότυπο δε όρο 9 παρ. 1 των ανωτέρω συμβάσεων προβλεπόταν ότι «Σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το αμέσως προη­γούμενο άρθρο, η τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή Euro με βά­ση την τιμή πώλησης, που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας». Όλα τα ανωτέρω συνιστούσαν πάγιο και στερεότυπα επαναλαμβανόμενο περιεχόμενο των ως άνω συμβάσεων. Εξάλλου αναπόσπαστο μέρος αυτών (των δανειακών συμβάσεων) αποτέλεσε και το προσάρτημα I, που κατά τους ειδικότερους όρους 6 και 13 ή 13α (στις περισσότερες δανειακές συμβάσεις) ανέφερε ότι: αφενός «Ο οφειλέτης δύναται να κάνει χρήση της ευχέρειας των όρων 4, 4 α και 4 β » δηλαδή να ζητήσει «μείωση της μηνιαίας τοκοχρεολυτικής δόσης του δανείου έως και 50% (όρος 4 περ. α) ή «αύξηση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης του Δανείου έως και 100%» (όρος 4 περ. β) «μέχρι δύο (2) φορές ετησίως (ανά ημερολογιακό έτος) και μόνο για έξι (6) κατά α­νώτατο όριο μηνιαίες εφαρμοσμένες δόσεις ετησίως (ανά ημερολογιακό έτος) (όρος 6) και αφετέρου (όροι 13 και 13α ) «Ο οφειλέτης δύναται να ζητήσει εγγράφως με προειδοποίηση ενός (1) μηνός την μετατροπή του υπολοίπου του δανείου του σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν επαρκή συναλ­λαγματικά διαθέσιμα. Η μετατροπή, όμως, αυτή μπορεί να γίνει μετά το τέλος της περιόδου εφαρμογής στα­θερού επιτοκίου». Όλες, μάλιστα, οι παραπάνω συμβάσεις χαρακτηρίζονταν από το ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα της διάρκειας σταδιακής αποπληρωμής του δανείου, από δέκα (10) έτη κατ ελάχιστο, συνήθως, άνω των είκοσι (20) μέχρι, συχνά, και τα σαράντα (40) έτη διάρκειας των επιμέρους τμηματικών καταβολών. Για τη λειτουργία τους δε ανοίγονταν δύο τραπεζικοί λογαριασμοί για καθένα δανειολήπτη: Ο δανειακός λο­γαριασμός, όπου εκταμιευόταν το δάνεισμα σε φράγκα, και ο καταθετικός λογαριασμός, όπου εκταμιευόταν το ποσό σε ευρώ και μέσω του οποίου εξυπηρετούνταν στη συνέχεια η εκ μέρους του δανειολήπτη προς την τράπεζα αποπληρωμή σε ευρώ των οφειλόμενων δόσεων. Περαιτέρω, η τράπεζα, μετά τη σύναψη των επίμα­χων συμβάσεων δανείου, απηύθυνε στους δανειολήπτες έντυπη στερεότυπη επιστολή χωρίς ημερομηνία, με την οποία τους ευχαριστούσε για την επιλογή του συγκεκριμένου δανειακού προγράμματος και ανέφερε, σύ­ντομα και γενικά, ότι επ αυτού θα πρέπει να συνυπολογίζονται οι πιθανές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του φράγκου προς το ευρώ, καθώς και ότι, σε περίπτωση αποδυνάμωσης ή ισχυροποίησης του φρά­γκου έναντι του ευρώ, θα επηρεάζεται ανάλογα η οφειλόμενη δόση. Με την ίδια επιστολή δινόταν στους δα­νειολήπτες η δυνατότητα συνομολόγησης με την τράπεζα συμφωνίας «προστασίας της δόσης». Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι η Τράπεζα παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να προστατευθεί από τις πιθανές διακυ­μάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ και συγκεκριμένα «Ια. Η προστασία καλύπτει τις 36 μηνιαίες δόσεις του δανείου (εφεξής «Διάρκεια Προστασίας»), 1 β. Ο οφειλέτης καταβάλει τις δόσεις για την αποπληρωμή του δανείου σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης την ημέρα κατα­βολής (εφεξής «τρέχουσα ισοτιμία»). Στην περίπτωση, που η τρέχουσα ισοτιμία μειωθεί σε ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) σε σχέση με την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της εκταμί­ευσης του δανείου (εφεξής «ισοτιμία βάσης»), η Τράπεζα θα περιορίζει την μείωση στο όριο αυτό (5%) (εφε­ξής εφαρμοζόμενη ισοτιμία). Κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή η δόση για την αποπληρωμή του Δανείου υπολογίζεται με βάση την εφαρμοζόμενη ισοτιμία. Ως τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης στον παρό­ντα όρο νοείται η τιμή πώλησης, που καθορίζεται από την Τράπεζα και αναγράφεται στον Πίνακα Δελτίου Συναλλάγματος της Τράπεζας τη συγκεκριμένη ημέρα. Κόστος προστασίας: Ο οφειλέτης επιβαρύνεται για την παροχή της προστασίας καθ όλη τη διάρκεια αυτής με αύξηση του επιτοκίου του όρου 2 του Προσαρτή­ματος I της σύμβασης κατά 0,20%. 3α. Ο οφειλέτης αποδέχεται ρητά ότι σε περίπτωση, που η τρέχουσα ισο­τιμία αυξηθεί σε ποσοστό ανώτερο του πέντε τοις εκατό (5%) σε σχέση με την ισοτιμία βάσης, η Τράπεζα περιορίζει την αύξηση στο όριο αυτό (5%). Το όριο αυτό αποτελεί το ανώτατο όριο οφέλους του οφειλέτη, που μπορεί να προκύψει από την πιθανή διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας CHF σε σχέση με το ευ­ρώ κατά τον υπολογισμό των δόσεων του».
Αυτές δε οι επίδικες συμβάσεις είναι έγκυρες συμβάσεις τραπεζικών δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα βά­σει του αρ. 2 παρ. 1 του ν.δ. 2415/1953, της με αριθμό 1976 της 19/25.9.1991 ΠΔΤΕ και της με αριθμό 2325 της 2/11.8.1994 ΠΔΤΕ, όπως ισχύει. Μάλιστα, η επιλογή σύναψης δανείου σε ελβετικό φράγκο από μεγάλη μερίδα δανειοληπτών της χρονικής περιόδου 2000-2009, εξηγείται από το ότι, από τη θεσμοθέτηση του ευρώ (τον Ιανουάριο του 1999) η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή (διακύ­μανση της τάξεως του 5,3%), ενώ ταυτόχρονα το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR CHF (επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών για ελβετικά φράγκα), κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα, από το αντί­στοιχο επιτόκιο Euribor (διατραπεζικό επιτόκιο, που προσφέρεται για τις καταθέσεις μιας τράπεζας σε άλλη σε ευρώ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τους δανειολήπτες, που δανείζονταν με επιτόκιο LIBOR CHF. Ειδικότερα, την περίοδο 2006-2009, όταν και χορηγήθηκε η πλειονότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο το μέσο επιτοκιακό όφελος, που είχαν οι δανειολήπτες ανήρχετο σε 1,5%, με μέγιστο το 2,95%. Το μέσο δε επιτοκιακό όφελος μειώθηκε την περίοδο 2009 και μέχρι τις αρχές του 2015 σε 0,42%. Στις αρχές του 2015 και μετά την απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής τράπεζας να ωθήσει το επιτόκιο LIBOR CHF σε αρνητικά επίπεδα, το μέσο επιτοκιακό όφελος διευρύνθηκε ξανά στα επίπεδα του 0,77% με αποτέλε­σμα να προκύψει εκ νέου σημαντικό όφελος για τους δανειολήπτες (βλ. έκθεση τεχνικού συμβούλου Deloitte, παρ. 4.2, 4.3, 4.4). Οι ανωτέρω λόγοι έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα, για το συγκεκριμένο προϊόν, σε σχέση με ένα δάνειο σε ευρώ. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι από τις αρχές του 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, ο δε δείκτης διακύμανσης, η οποία είχε πα­ραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δέκα πέντε (15) χρόνια, τριπλασιάστηκε. Μάλιστα το έτος 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, έθεσε κατώτερο όριο στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αυτό του 1,20 (δηλαδή 1 ευρώ = 1,20 ελβετικό φράγκο), το οποίο, όμως, απελευθέρωσε, με νεώτερη απόφαση της, τον Ιανουάριο του 2015. Αυτό δε, ακριβώς, το καθεστώς της σταθερής διακύμανσης για μεγάλο χρονικό διάστη­μα, όπως περιγράφηκε, ήταν και το περιεχόμενο ενός εκ διαφόρων διαφημιστικών προσεγγίσεων των κατα­ναλωτών, ιδίως το 2007, εκ μέρους της τράπεζας με το εξής περιεχόμενο: «Ευέλικτο στεγαστικό Swiss ...πραγματικά χαμηλό κυμαινόμενο επιτόκιο, πραγματικά χαμηλή δόση με την ασφάλεια του ελβετικού νομίσμα­τος...», που πράγματι ώθησε πολλούς να επιλέξουν το εν λόγω τραπεζικό προϊόν. Ωστόσο, σημειώθηκε μεγάλη ανατροπή εν συνεχεία στη λειτουργία και την κίνηση των επίδικων δανείων, αλλά και στην αντίληψη του μέσου καταναλωτή ως προς την οικονομική ποσότητα της αντιπαροχής, που εν τέλει οφείλει να καταβάλει διαψεύδο­ντας τις προσδοκίες του. Βασική δε αιτία αυτού ήταν η εν γένει υποτίμηση του ευρώ την τελευταία δεκαετία, έ­ναντι των λοιπών νομισμάτων στο διεθνές οικονομικό στερέωμα και ίδιους το δωδεκάμηνο 2014-2015, που το ευρώ υποτιμήθηκε έναντι του ελβετικού φράγκου κατά 12,9 % (βλέπε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας 2015, κεφάλαιο Επιδράσεις από την υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ).
Οι επίδικες συμβάσεις, ωστόσο, δεν περιείχαν στους όρους τους και δη στους επίδικους καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου, που ανα­λάμβανε αποκλειστικά και μόνο ο δανειολήπτης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι πρό­κειται για γ.ο.σ., που αφορούν στη βασική σχέση παροχής - αντιπαροχής, εφόσον η συναλλαγματική ισοτιμία ρυθμίζει μια καθοριστική παράμετρο για τον τρόπο υπο­λογισμού της οφειλόμενης δόσης, διαμορφώνοντας έτσι το ύψος της κύριας παρο­χής (κεφάλαιο και αντιπαροχή - τόκοι), που οφείλει να εκπληρώσει ο δανειολήπτης στην τράπεζα. Πρέπει, επομένως, οι επίδικοι γ.ο.σ. να εξεταστούν ως προς την καταχρηστικότητά τους σύμφωνα με το αρ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, κατά το ο­ποίο «η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών δεν α­φορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο η μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών, που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπω­μένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό» (βλ. ΔΕΕ 30.4.2014 Kasler και Kaslerne- Rabai/OTP Jelzalogbank, C-26/12, σκ. 49η). Η επισκόπηση των προαναφερθέντων όρων καταδεικνύει ότι αυτοί είναι μεν αντιληπτοί από άποψη γραμματικής διατύ­πωσης, όμως δεν είναι σαφείς και κατανοητοί, αφού δεν αποκαλύπτουν στον «συ­νήθως απρόσεκτο ως προς την ενημέρωση του καταναλωτή, που διαθέτει μέση α­ντίληψη κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης» τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του ως άνω μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας, τις ιδιαιτε­ρότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος, καθώς και της σχέσης μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού, που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε (αυτός) να μπορεί να προβλέψει βάσει ευδιάκριτων κριτηρίων τη βαρύτητα του συναλλαγματικού - οικονομικού κινδύνου, που συνοδεύει τα επίμαχα δάνεια, ιδίως για συμβάσεις μεγάλης χρονικής διάρκειας. Επομένως, οι ως άνω όροι δεν ανταποκρίνονται στην αρχή της διαφάνειας, όπως προβλέπεται στο αρ. 2 παρ. 2, 6 και 7 του ν. 2251/1994 (βλ. Γεν. Ει­σαγγελέα Ν. Wahl, 12.2.2014, Kasler και KaslemeRabai/OTP Jelzalogbank, 26/13, σκ. 30η και ΔΕΕ, 30.4.2014, Kasler και KaslemeRabai/OTP Jelzalogbank 26/13 σκ. 73η). Τούτων δοθέντων, αν και η Τράπεζα δεν μπορούσε να προβλέψει την ανα­τροπή της σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εφόσον αυτή δεν καθορίζεται μονομερώς από την ίδια, αλλά επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες, (όπως από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, τα επιτόκια, το ισοζύγιο πληρωμών, τον πληθωρισμό, τα επίπεδα τιμών, την παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών, αλ­λά και από τις προσδοκίες του κοινού, βλ. σχετικά την από 2.12.2015 έκθεση Τε­χνικού Συμβούλου Deloitte κεφάλαια 4 και 5) και ούτε (αυτή) καθόριζε την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου μονομερώς και κατά απόλυτη κρίση της παρέχοντας, άλλωστε, στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να αγοράσει ελβετικά φράγκα και από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα, αν θεωρούσε ότι του δίδει το ελβετικό νόμισμα με καλύτερη ισοτιμία, αφού μπορούσε να αποπληρώσει την οφειλή του και στο ξένο νόμισμα απευθείας, ωστόσο, αν και είχε γνώση του αναληφθέντος κινδύνου, όφειλε στη συγκεκριμένη περίπτωση να θέσει υπόψη του μέσου καταναλωτή, που δεν δια­θέτει ιδιαίτερες γνώσεις, τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος σε μια τέτοια, όπως η επίδικη, συναλλαγή με ξένο νόμι­σμα, ώστε να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται μεν για ένα δανειακό πρόγραμμα, αλλά με κινδύνους επενδυτικού εγχειρήματος. Αντίθετα, η τράπεζα, η οποία είχε επίγνωση του βαρύτατου αυτού συναλλαγματικού κινδύνου παρέσχε μόνο τις δυ­νατότητες των όρων 6 και 13 του παραρτήματος I, όπως ειδικότερα καταγράφηκαν ανωτέρω, με τις οποίες, όμως, ουδόλως ήρθη η αδιαφάνεια ως προς τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου, αφού με την πρώτη δυνατότητα προκύπτει ένας μελετημένος και εντελώς αδιαφανής για τον μη ειδικό μέσο καταναλωτή περιορι­σμός της ευχέρειας του δανειολήπτη να αξιοποιήσει τις προς όφελος του μετατρο­πές της συναλλαγματικής ισοτιμίας, καταβάλλοντος μεγαλύτερες δόσεις, άρα αποσβήνοντας μεγαλύτερο ύψος κεφαλαίου, όταν αυτή είναι ευνοϊκή, και μικρότερες, όταν αυτή είναι δυσμενής, σε απόλυτη αναντιστοιχία με την υπέρμετρη, για τον συ­γκεκριμένο συναλλαγματικό κίνδυνο, χρονική διάρκεια έκθεσης του δανειολήπτη σε υπέρμετρες επιβαρύνσεις, που εκτείνονται σε βάθος 10, 20, 30 και 40 ετών. Από την άλλη, με τη δεύτερη δυνατότητα παρέχεται η ευχέρεια εκ των υστέρων στο δα­νειολήπτη να ζητήσει τη μετατροπή του δανείου σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, άρα και σε ευρώ. Πρόκειται, ωστόσο, για πρακτική ανεφάρμοστη και άνευ ουσια­στικού αποτελέσματος, διότι εάν οι δανειολήπτες την επιχειρήσουν, η μετατροπή θα υπολογιστεί με ισοτιμία κατά την ημερομηνία της μετατροπής, δηλαδή με τη με­ταγενέστερη δυσμενή για το ευρώ (ισοτιμία). Τύποις, λοιπόν, συνιστά λύση για την έξοδο των δανειοληπτών από τη δυσμενή κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα δεν ενδείκνυται, διότι με το εξαχθησόμενο ποσό της οφειλής σε ευρώ θα επικυρω­θεί η αρνητική συναλλαγματική ισοτιμία και άρα η αύξηση του ανεξόφλητου κε­φαλαίου και του ύψους των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής. Βέβαια η εναγομένη διατείνεται ότι ενημέρωσε μέσω επιστολής, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται αναλυτικά ως άνω, επακριβώς επί του αναληφθέντος κινδύνου τους συναλλασσο­μένους μαζί της, παραχωρώντας τους και δυνατότητα τριετούς προγράμματος προ­στασίας. Αυτοί υπέγραψαν δε τις ως άνω σχετικές ενημερωτικές επιστολές, στις οποίες τους παρείχε και σχετικό επεξηγητικό παράδειγμα, όπως, άλλωστε επιτάσσει και το υπ αριθ. 484/19.3.2007 έγγραφο - σύσταση της Διεύθυνσης Εποπτείας Πι­στωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος. Ωστόσο, εκτός του ότι οι ως άνω ενημερωτικές επιστολές, αν και υπογεγραμμένες, χωρίς, όμως, βέβαιη χρονολογία, για να κριθεί, αν πράγματι συνετέλεσαν προσυμβατικά στην σωστή πληροφόρηση περί του αναληφθέντος κινδύνου, δεν αρκούν από μόνες τους με το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους να άρουν τυχόν αδιαφάνεια των επίδικων Γ.Ο.Σ. 
Ειδικότερα, η χρήση παρελθοντικού χρόνου («ευχαριστούμε που επιλέξατε το πρόγραμμα στεγα­στικό δάνειο της Eurobank σε ελβετικό φράγκο) αποδεικνύει ότι το δάνειο, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση, έχει συναφθεί. Δεν έλαβε, δηλαδή, χώρα στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και το αργότερο ως τη σύναψη της σύμ­βασης, οπότε διαμορφώνεται η δικαιοπρακτική απόφαση του καταναλωτή (βλ. ει­δικότερα αρ. 197 ΑΚ «Κατά τις διαπραγματεύσεις» για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη», ενώ κατά τη διάταξη του αρ. 198 παρ. 1 ΑΚ «Όποιος «κατά τις διαπραγματεύσεις» για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζη­μία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει» και ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007, 975, ΑΠ 1679/2008 ΝοΒ 2009, 388, Εφ.Θεσ. 1034/2013 Αρμ 2014, 623, Εφ.Αθ. 1471/2013 Αρμ 2014, 752, Εφ.Πειρ. 469/2009 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Πειρ. 52/2011 Αρμ 2012, 1711, Εφ.Αθ. 2021/2010 ΔΕΕ 2011, 86, ΠΠρΑΘ 240/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑΘ 2856/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΖακύν 22/2012 ΤΝΠ Νόμος). Συνάμα δεν πληρούται και το ανα­γκαίο πλαίσιο ενημέρωσης, που τίθεται με την ΠΔΤΕ 2501/2002, όπως ειδικά ανα­λύεται στην υπό στοιχείο V μείζονα πρόταση. Η ενημέρωση δε πρέπει να αφορά ι­δίως τα ακόλουθα: «σε περιπτώσεις δανεισμών με κυμαινόμενο επιτόκιο ... πληρο­φόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου» (αρ. Β2 περίπτωση iv), «σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτι­μίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος» (αρ. Β2 περίπτωση χ). Αυτές δε οι υποχρεώσεις εξειδικεύτηκαν περαιτέρω αφενός τόσο από τη Σύσταση της ΤτΕ με αριθμό 484/19.3.2007 (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτι­κού Συστήματος), όσο και από την εγκύκλιο της ΤτΕ 457/23.4.2013 (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος) σύμφωνα με τις οποίες «στις περιπτώσεις δα­νειακών συμβάσεων σε ξένο νόμισμα ... για τη διευκόλυνση ... της κατανόησης των επιπτώσεων στις δόσεις του δανείου από ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματι­κής ισοτιμίας ή του επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να δίνουν παρα­δείγματα στα οποία, για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου (κε­φάλαιο και τόκοι), θα λαμβάνει: α) ως ισοτιμία τη μέγιστη τιμή της αρνητικής δια­κύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων, που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη, β) ως επιτόκιο αναφοράς, το υψηλότερο επιτόκιο της τελευταίας τριετίας». Ωστόσο, η τακτική ενημέρωσης, που η ακολούθησε η εναγο­μένη, δεν πληρούσε τις ως άνω ασφαλιστικές δικλείδες, εφόσον δεν περιείχε με α­ποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της συναλ­λαγματικής ισοτιμίας, που συνδεόταν άρρηκτα με το ιδιαιτέρως μεγάλο βάθος χρό­νου των επίμαχων δανειακών συμβάσεων. Αν και η έννοια της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» είναι πασίδηλη και οικεία στην καθημερινότητα είτε με την αγορά εισα­γόμενων προϊόντων είτε ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο, όταν συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο καθορισμού των δόσεων και του κεφαλαίου των επίδικων δανείων όχι μόνο για μία φορά, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι αυτό και η υποχρέωση ενημέρωσης και πληροφόρησης της τράπεζας δεν πρέπει να περιορίζεται εν προκειμένω σε μια αφηρημένη ή γενική αναφορά για τον συ­ναλλαγματικό κίνδυνο. Πρέπει να εξειδικεύεται σε ένα πλήθος καθηκόντων, όπως ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά και τις γνώσεις, που πρέπει να έχει ο πελάτης, για να επιλέξει ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, προειδοποίηση για τους κινδύνους, που μπορούν να ανακύψουν, με την παράθεση, μάλιστα, παραδειγμάτων δυσμενούς ε­ξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνουν εύληπτοι και κατανοητοί οι κίνδυνοι κυρίως για τον δανειολήπτη και όχι μόνο για την τράπεζα (βλ. αριθμητικό παράδειγμα χρηματοροών κατά την εκταμίευση του δανείου σε CHF και δανεισμού της Τράπεζας μέσω CIRS, όπου στο φύλλο με ημερομηνία αναφοράς 02.02.2015 αναφέρεται «...προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο κίνδυνος, που θα διέτρεχε η Τρά­πεζα μας στην περίπτωση, που είχε αποφασίσει να διαχειριστεί τα διαθέσιμα σε EUR και CHF...»), ενημέρωση για δυσμενείς περιορισμούς και συνέπειες στην ά­σκηση των δικαιωμάτων από το δάνειο (π.χ. της πρόωρης εξόφλησης) και ενημέ­ρωση για την απαιτούμενη ικανότητα παρακολούθησης των συναλλαγματικών ισο­τιμιών. Απαιτείται, μάλιστα, και ορθή πληροφόρηση κατά την προσέλκυση των πε­λατών με γνώμονα την αρχή του υπεύθυνου δανεισμού, όπως καθιερώθηκε στην ΚΥΑ Ζ1-699/2010 (ΦΕΚ 917Β 23.6.2010). Αλλωστε, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων επιστολών δεν δύναται να θεωρηθεί πλήρης και ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης τράπεζας (πιστωτικού φορέα) για επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, διότι αντιστρέφει το βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των διαδίκων (συμβαλλομένων), που δύναται να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των καταναλωτών (ΔΕΚ, απόφαση της 18.12.2014, υπόθεση C-449/14 CA Consumer Finance SA κα­τά IngridBakkaus, CharBonato, FlorianBonato, σκέψεις 30-32). Πλήρης ενημέρωση κατά τα ανωτέρω ως προς τον επίμαχο όρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε η υπογρα­φή (μαζί με τη σύμβαση δανείου) από τους καταναλωτές και τυχόν λοιπών συνο­δευτικών εγγράφων, διότι δεν γίνεται ευκρινώς διαγνωστός ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου. Η τράπεζα, μάλιστα, αν και όφειλε, δεν αξιολόγησε τη δανειοληπτική ικανότητα του μέσου καταναλωτή κρίνοντας αντικειμενικά το βαθμό αντίληψης του σε σχέση με το αναληφθέν μέσω της χορηγούμενης προς αυτούς πίστωσης κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αντιθέτως, παραβλέποντας την ως άνω υποχρέωση της, που φέρει ως πιστωτικό ί­δρυμα και οφείλει να μπορεί, μέσα από διαδικασίες ενδελεχούς ελέγχου, να διαπι­στώνει ποιοι μπορούν να είναι αποδέκτες ανωτάτων ορίων ανάληψης κινδύνου, εν τέλει όχι μόνο δεν απέτρεψε τον μέσο καταναλωτή να λάβει το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, αλλά δεν του κατέστησε σαφείς ποιους κινδύνους αναλαμβάνει. Βά­σει δε της ελλιπούς αυτής ενημέρωσης ο καταναλωτής αποφάσισε και θέλησε να δεσμευτεί από όρους, που διατύπωσε εκ των προτέρων ο επαγγελματίας (βλ. από­φαση RWE Vertrieb, EU:C:2013:180, σκέψη 44). Η από θέση ασκούμενη πειθώ της τράπεζας για την ασφάλεια του «προϊόντος», ο καλλιεργηθείς ενθουσιασμός και η προσέλκυση των καταναλωτών με μεμονωμένες και ασαφείς φράσεις, όπως ειδικά αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν άφηναν περιθώρια σοβαρής ανησυχίας και ορθολογικού υπολογισμού των κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα παρέλειψε να δώσει ουσιώδεις πληροφορίες, κρίσιμες για τη λήψη σωστής απόφασης από τον μέσο καταναλωτή. 
Παράλληλα υπήρξε και καταχρηστική επιρροή του καλόπιστου καταναλωτή, που εμπιστεύτηκε την τράπεζα του. Μάλιστα, η εναγομένη και μετά την υπογραφή της σύμβασης δεν αποσαφήνιζε την ανάληψη συγκεκριμένου ρίσκου λόγω της μη σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, αντιθέτως, παρουσίαζε με έμ­φαση και υπογράμμιζε τη φράση στο συνολικό κείμενο της ως άνω επιστολής «...και παραμένει σταθερή για όλη τη διάρκεια του δανείου...». Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς το πρόγραμμα προστασίας της μηνιαίας δόσης, όπως ανωτέ­ρω περιγράφηκε, δεν υπήρχε ενημέρωση των δανειοληπτών εκ μέρους της τράπε­ζας για την δυνατότητα και τους όρους ανανέωσης της εν λόγω προστασίας της μη­νιαίας δόσης, ενώ ασάφεια και άρα αδιαφάνεια υπήρχε και ως προς το ότι η τράπε­ζα εφάρμοζε κατά την ανανέωση της προστασίας της μηνιαίας δόσης συναλλαγμα­τική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του δα­νείου και ειδικότερα την ισοτιμία της ημέρας ανανέωσης της εν λόγω προστασίας (ΠΠρΡόδ 35/2015, αδημοσίευτη). Άλλωστε, σε κανένα σημείο της προσφερόμενης προστασίας δεν γινόταν σαφές ότι ακόμη και αυτή η περιορισμένη προστασία αφο­ρούσε μόνο τη δόση καθεαυτή και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο προσαυ­ξημένο με τη ζημιογόνα για τον δανειολήπτη μεταβολή της συναλλαγματικής ισο­τιμίας, υποχρέωνε αναπόφευκτα σε παράταση του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου και, συνεπώς, ακόμη και υπό την ισχύ του προγράμματος προστασίας, σε συνολική καθολική επιβάρυνση του δανειολήπτη με τη συναφή εκ της συναλ­λαγματικής μεταβολής ζημία. Επομένως, στην ουσία καθίστατο προστασία δίχως αποτέλεσμα. Κατόπιν τούτων, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων συμ­βάσεων, η λήψη υπόψη από τους δανειολήπτες επιστολών χωρίς ημερομηνία και κατόπιν κατάρτισης της σύμβασης (βλ. παρελθοντικό χρόνο στο κείμενο των τε­λευταίων), η απουσία παρουσίασης ρεαλιστικού παραδείγματος διαμόρφωσης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη στο μέλλον, ιδίως, σε περίπτωση αρνητικής πορείας του ευρώ και στο πλαίσιο μακροχρόνιων δανειακών συμβάσεων (βλ. το σχετικό παράδειγμα, που η εναγομένη παρουσίαζε στους αντισυμβαλλόμενους της με τίτλο «αριθμητικό παράδειγμα χρηματοροών κατά την εκταμίευση του δανείου σε CHF και δανεισμού της τράπεζας μέσω CIRS», καθώς και την ασαφή αναφορά στην τή­ρηση εκ μέρους των υπαλλήλων της Τράπεζας της υποχρέωσης τους περί προσυμβατικής ενημέρωσης μέσω και παραδειγμάτων αναφορικά με το επίδικο τραπεζικό προϊόν και τους απορρέοντες από αυτό κινδύνους στη με αριθμό 6943/24.11.2015 ένορκη βεβαίωση του ... ενώπιον συμβολαιογράφου) επιβεβαιώνουν την αδιαφά­νεια του επίδικου όρου υπό στοιχείο 7α, ιδίως, όταν ο έλεγχος του όρου αυτού δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο διατυπωμένο περιεχόμενο του, αλλά εδράζεται αξιο­λογικά σε μια σειρά αλληλοσυμπληρούμενων εκτιμήσεων της συνολικής κατάστα­σης ανισότητας των μερών και αφηρημένης επικινδυνότητας του καταχρηστικού αυτού όρου, και, συνεπώς, αναδεικνύουν την ανάγκη στάθμισης του βαθμού έντα­σης, με τον οποίο εμφανίζεται η επίδικη αξιολογική παράμετρος στο συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Ο επίμαχος, λοιπόν, όρος 7α ήταν σαφής ως προς τη γραμ­ματική του διατύπωση, αλλά τούτο δεν αρκεί από μόνο του για τη διαπίστωση της εγκυρότητας του, βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καθώς υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλ­λοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβε­τικού φράγκου. Ενόψει των ανωτέρω οι όροι 7α παρ. 2 και 3 και 9 παρ. 1 είναι αδια­φανείς και, μάλιστα, υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια, που τάσσονται από τις παρ. 6, 7 και 2 του αρ. 2 του ν. 2251/1964 Διότι διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος των δανειοληπτών, όταν οι επί­δικοι γ.ο.σ. οδηγούν στη διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας τους ως προς τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβα­σης. Στην ουσία, λοιπόν, (οι γ.ο.σ.) καταλήγουν να συνιστούν απροσδόκητες και αιφνιδιαστικές ρήτρες μεταβάλλοντας την εικόνα, που δικαιολογημένα είχε δημι­ουργηθεί στο δανειολήπτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος και την έκταση της κύριας παροχής - κεφαλαίου, στοιχεία, που είναι συνήθως και τα μόνα, που πράγματι εξετάζονται από το μέσο καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης. Η ισορροπία δε αυτή κλονίζεται ιδιαιτέρως, καθώς καταρρίπτεται η βασικότερη συ­γκεκριμένη σταθερά στο μυαλό αυτού (του μέσου καταναλωτή - δανειολήπτη) ως προς τη λήψη του δανείου, ενώ προσμένει την εφαρμογή της ότι όσο αποπληρώνει το δάνειο, αυτό θα μειώνεται ως χρέος. Ωστόσο, τούτη η ισορροπία διαταράσσεται, καθώς οι αρνητικές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών οδηγούν σε αύξη­ση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές προς εξόφληση του δανείου. Πέραν αυτού, όμως, οι όροι 7α παρ. 1-2 και 9 παρ. 1 είναι άκυ­ροι και επειδή πληρούν τις προϋποθέσεις του αρ. 2 παρ. 7 περ. ια, κδ και λ του ν. 2251/1994 (για το επιτρεπτό της σώρευσης των παραγράφων 2, 6 και 7 του αρ. 2 του ν. 2251/1994 βλ. στην υπό στοιχείο III μείζονα πρόταση). Συγκεκριμένα, η διά­ταξη της ια συντρέχει, εφόσον υφίσταται αοριστία του τρόπου αναπροσαρμογής των κάθε μορφής οικονομικών ανταλλαγμάτων, που καταβάλλει ο καταναλωτής, ιδίως μάλιστα σε συμβάσεις μεγάλης διάρκειας, όπως οι επίμαχες. Δεν αποσαφηνί­ζεται ότι οι δύο κυμαινόμενοι παράγοντες, δηλαδή αυτός της αναπροσαρμογής του επιτοκίου και αυτός της αναπροσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα επη­ρεάσουν όχι μόνο τη δόση και τους τόκους, αλλά και το κεφάλαιο, επί του οποίου υπολογίζονται οι καταβολές σε ευρώ, τα οποία, επομένως, παραμένουν αόριστα. Απόρροια τούτων είναι ότι το συνολικό κόστος δανεισμού παραμένει αόριστο. Διότι, διακυμαίνεται το θεμέλιο της παροχής, δηλαδή το ίδιο το κεφάλαιο, που καλεί­ται να επιστρέψει ο δανειολήπτης. Είναι δε το κεφάλαιο, που διαμορφώθηκε βάσει της κατά χρονική περίοδο διαφορετικής συναλλαγματικής ισοτιμίας αποσυνδεδεμέ­νο από τον απλό κανόνα παροχής - αντιπαροχής. Κατόπιν τούτων, καθίσταται σα­φές ότι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του αρ. 2 παρ. 7 περ. κδ και λ ν. 2251/1994, αφού ουδέποτε οι καταναλωτές κατανόησαν εις βάθος την πραγματική λει­τουργία των επίδικων όρων της σύμβασης, αλλά στην ουσία αγνοούσαν την υπέρ­μετρη οικονομική επιβάρυνση, που θα αναλάβουν. Ειδικότερα, οι δανειολήπτες α­γνοούσαν τον κίνδυνο του επιτοκίου, για το οποίο οι υπογραφείσες συμβάσεις ανα­φέρουν, μόνον, ότι το επιτόκιο θα είναι κυμαινόμενο με βάση το LIBOR, χωρίς, όμως, να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις τους από την πιθανότητα διακύμανσης του προς τα άνω καθ όλη τη λειτουργία της σύμβασης. Συνάμα, αγνοούσαν το συνολικό κόστος της πίστωσης, εφόσον ούτε τη σημασία της διατάραξης της ισοτιμίας μπο­ρούσαν να εκτιμήσουν ούτε τη μελλοντική ισοτιμία μπορούσαν να γνωρίζουν. Α­κόμη δε και όταν ορισμένοι εκ των καταναλωτών υπέγραψαν συμβάσεις τροποποίη­σης των αρχικών συμβάσεων χορήγησης δανείων σε φράγκο, προκειμένου να μειώ­σουν ή να αναστείλουν την καταβολή της οφειλόμενης δόσης για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο σταθερά επαναλαμβανόμενος όρος των τροποποιητικών αυτών συμβά­σεων, ότι αναγνωρίζουν «ως νόμιμο και ακριβές» το ποσό του δανείου τους, που είχε προκύψει μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/φράγκου δεν αποδεικνύει ότι οι δανειολήπτες αναγνώρισαν την διαφάνεια και τη νομιμότητα των συνομολογηθέντων όρων 7 α παρ. 2 και 3 και 9 παρ. 1. Αντιθέτως, επρόκειτο στην ουσία για άκυρη παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία, που του δι­ασφαλίζει η αρχή της διαφάνειας κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994, που ως εξει­δίκευση της αρχής της καλής πίστης κατά αρ. 281 ΑΚ, συνιστούν επίσης αναγκαστι­κό δίκαιο. Επομένως και ο σχετικός όρος αναγνώρισης είναι άκυρος λόγω αντίθεσης του στο αρ. 2 παρ. 2, 6 και 7 του ν. 2251/1994. Άλλωστε, και οι διατάξεις του αρ. 2 παρ. 7 εδ. β και εδ. ιγ ορίζουν ότι απαγορεύονται ως καταχρηστικοί οι όροι εκείνοι, «που αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή» και οι όροι, «που περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμη­θευτών». Στην προκειμένη περίπτωση η αναγνώριση συγκεκριμένης οφειλής μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα οδηγούσε σε καταχρηστικό και άρα άκυρο περιορισμό των δικαιωμάτων προστασίας του καταναλωτή - δανειολήπτη.
Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε ήδη στην υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη η ακυ­ρότητα των ανωτέρω αδιαφανών ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρων των δανει­ακών συμβάσεων, αλλά είναι μερική με αποτέλεσμα να καταλείπεται κενό σε αυ­τές. Το κενό δε αυτό καλύπτεται κατά το αρ. 200 ΑΚ, ήτοι σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ενώ εφαρμογή του αρ. 291 ΑΚ εν προκειμένω δεν χωρεί, εφόσον δεν πρόκειται για συναφή ρύθμιση (ΑΠ 374/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚοζ 38/2015, αδημ., ΠΠρΡόδ 35/2015, αδημ., ΠΠρΞάνθ 13/2015, αδημ., ΠΠρΑλεξ 26/2015, αδημ., ΠΠρΞάνθ 23/2014 αδημ. και ΠΠρΞάνθ 41/2014 αδημ.). Ειδικότερα, η ρύθμιση του αρ. 291 ΑΚ συνιστά ρύθμιση ενδοτικού δικαίου («αν δεν συμφωνήθη­κε το αντίθετο») και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη να εξοφλή­σει είτε αυτουσίως στο αλλοδαπό νόμισμα, είτε σε ευρώ με την τρέχουσα κατά τον χρόνο πληρωμής ισοτιμία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η επίδικη ρήτρα είναι α­πλώς και μόνο «δηλωτική» επαναλαμβάνουσα ρύθμιση νόμου. Η έλλειψη δε συνά­φειας ερείδεται σε δύο βάσεις και δη, αφενός στο ότι εν προκειμένω οι συναλλαγ­ματικές ισοτιμίες είναι δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευ­ρώ/φράγκου και της τιμής πώλησης ευρώ/φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ στη 291 ΑΚ λόγος γίνεται μόνο για μια συναλλαγματική ισοτιμία επί τη βάσει της οποίας επιτρέπει στον οφειλέτη να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέ­ρου η ρύθμιση της ΑΚ 291, κατόπιν ερμηνείας, αφορά στιγμιαίες συμβάσεις και όχι δάνεια, όπως τα επίδικα, που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια. Τούτων δο­θέντων δεν καταστρατηγείται το αρ. 2 παρ. 1 της Οδηγίας 93/2013 (13η αιτιολογι­κή έκθεση), εφόσον μάλιστα, η κάλυψη συμβατικού κενού από υφιστάμενες διατά­ξεις νόμου ενδοτικού δικαίου, εν προκειμένω τη διάταξη 291 ΑΚ, είναι τελολογικώς παράδοξο να εφαρμοστεί, αφού και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο, δηλαδή η καταστρατήγηση της αρχής της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το αποτρε­πτικό αποτέλεσμα, που ασκεί στις τράπεζες η απαγόρευση της χρήσης αδιαφανών όρων (βλ. ΔΕΕ 21.1.2015, Unicaja Banco και Caixabank SA/Hidalgo Rueda, 482, 484, 485, 487/13, σκ 28η, 31η ΔΕΕ 30.4.2014, Kasler και Kaslerne Rabai/OTP Jel- zalogbank, 26/13, σκ. 79η - ΔΕΕ 30.5.2013, Asbeek Brusse/Jahani BV, 488/11, σκ. 58η και ΑΠ 1515/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 124/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 7/2011, ΕλλΔ 2011, 468, ΑΠ 1381/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1287/2010, ΧρΙΔ 2011, 704). 

Σημειω­τέον ότι στο πλαίσιο των χρηστών συναλλακτικών ηθών, ήτοι των κρατουσών αντι­λήψεων του μέσου ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου μέσα στα όρια των οποίων πρέπει να περιορίζεται η δραστηριότητα των δικαιοπρακτούντων, προ­κειμένου να θεωρείται σύμφωνη με τη χρηστή και έμφρονη συναλλακτική συμπε­ριφορά και της καλής πίστης, ήτοι της επιβαλλόμενης στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου συμπεριφοράς, η τράπεζα υπέχει αυξημένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης, κατά τα οριζόμε­να στην ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 περί της υιοθέτησης βέλτιστων πρακτικών εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων, ώ­στε αυτά να προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά του πελάτη. Και τούτο διότι μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μια εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης και εν μέρει εξάρτησης του πελάτη, καθ όσον η τράπεζα κατέχει ειδικές γνώσεις και ευρύ­τατο φάσμα πληροφοριών και οφείλει να εξισορροπεί την αρχή της προστασίας του ασθενέστερου με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων. Στην προκειμένη περίπτωση, συγκεκριμένα, ο δικαιοπρακτικός σκοπός των δανειακών συμβάσεων με ρήτρα συναλλάγματος και η συντρέχουσα οικονομική συγκυρία και το κοινωνικό γίγνεσθαι υποδηλώνουν ότι τα συγκεκριμέ­να δάνεια δεν χορηγήθηκαν, για να κερδοσκοπήσει ο δανειολήπτης με τα ελβετικά φράγκα ως επενδυτής, αλλά για να χρηματοδοτηθεί με ευρώ, ως ιδιώτης ή έμπορος, επωφελούμενος απλώς του ευνοϊκού επιτοκίου. Άλλωστε, οι δανειολήπτες δεν είναι αναμενόμενο να διαθέτουν ελβετικά φράγκα, ούτε να έχουν τη δυνατότητα τακτι­κών εσόδων στο νόμισμα αυτό, για παράδειγμα ως εξαγωγείς. Δεν θέλησαν, δηλα­δή, αυτή καθεαυτή την οφειλή σε ξένο νόμισμα, αλλά χρησιμοποίησαν το ελβετικό φράγκο σαν χρήμα - μέτρο, για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής τους. Ο τύπος σύμβασης, δηλαδή, που επιθυμούν να συνάψουν οι καταναλωτές δεν έχει δικαιοπρακτικό ή οικονομικό κίνητρο την επένδυση σε κινητές αξίες μεταβαλλόμε­νης αποτίμησης, όπως π.χ. το συνάλλαγμα. Ο συμβατικός τύπος της καταναλωτικής σύμβασης (στεγαστικού δανείου) με γνώμονα τις βάσιμες προσδοκίες και τις συμβατικές τους ανάγκες, αποβλέπει στην σταδιακή αποπληρωμή του δανείου. Με τον επίδικο γ.ο.σ., ωστόσο, επήλθε αλλοίωση του συμβατικού σκοπού και της λειτουρ­γίας της δανειακής σύμβασης, εφόσον αυτή (η σύμβαση) δεν επιτελεί καθαρά δα­νειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχει και επενδυτικής φύσης αποτελέσματα και οικο­νομικές συνέπειες. Ο δανειολήπτης συμμετέχει εμμέσως πλην σαφώς στην επενδυτική αγορά συναλλάγματος. Με δεδομένες, λοιπόν, τις ως άνω διαπιστώσεις περί των σκοπιμοτήτων, αλλά και των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, και ειδι­κότερα, συνοψίζοντας, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α) τις αρχές της συναλ­λακτικής ευθύτητας, τις οποίες οφείλει να τηρεί κάθε χρηστός και γνωστικός συ­ναλλασσόμενος, καθώς και τις σύμφωνες με αυτές συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος, τη φύση και το σκοπό των επίμαχων συμβάσεων, γ) τα συμφέροντα αμφοτέ­ρων των διαδίκων, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές το επίμα­χο χρονικό διάστημα, οπότε και υπογράφηκαν οι επίδικες συμβάσεις, ε) το γεγονός, πως οι καταναλωτές, ως υπήκοοι Ελλάδας δανείζονταν σε ευρώ και αποπλήρωναν σε ευρώ, χωρίς να έχουν ελβετικά φράγκα στην κατοχή τους, ζ) το γεγονός, πως η εναγόμενη δεν παρείχε ουσιαστικά κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και η) τη διάταξη του αρ. 806 ΑΚ, η οποία ορίζει πως «με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους με­ταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας», πρέπει το κενό στις επίμαχες δανειακές συμβάσεις να συμπληρωθεί ώ­στε: Να αναγνωριστεί ότι η οφειλή αποπληρωμής των δανείων από τους δανειολή­πτες είτε σε φράγκα είτε σε ευρώ, υπολογίζεται βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τιμής αγοράς του φράγκου προς την αξία του ευρώ, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόντων περί καταχρηστικότητας αυτών των όρων και συνακόλουθα περί απάλειψης τους από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις.
Επομένως, με βάση όλα τα προαναφερόμενα, και απορριπτόμενου σχετικού προφορικού αιτήματος, κα­ταγραφέντος στα πρακτικά της παρούσας, εκ μέρους της εναγομένης περί διενέργειας οικονομικοτεχνικής πραγματογνωμοσύνης κατά τα αρ. 254 και 368 Κ.Πολ.Δ., καθόσον δεν παρουσιάστηκαν στη μελέτη της υπό­θεσης κενά και αμφίβολα σημεία, που να χρειάζονται συμπλήρωση και επεξήγηση και το Δικαστήριο σχημά­τισε πλήρη δικανική πεποίθηση από τα προσκομισθέντα στοιχεία, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ ουσίαν η αγωγή ως προς την κύρια βάση της και οι πρόσθετες παρεμβάσεις. Συνακόλουθα δε να απαγορευτεί στην ε­ναγομένη στο μέλλον να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές με καταναλωτές στο πλαίσιο συμβάσεων δανείων σε ελβετικό φράγκο ή με ρήτρα ελβετικού φράγκου τους επίδικους γενικούς όρους συναλλαγών. Επίσης, πρέπει να απαγορευτεί στην εναγομένη να αποκρούει την εκ μέρους των δανειο­ληπτών καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων σε CHF στο ισόποσο τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ/CHF κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε ευρώ, καθώς και να απαγορευτεί στην εναγομένη η καταγγελία των συμβάσεων των δανείων, εάν οι δανειολήπτες καταβάλουν τα ποσά των τοκο­χρεωλυτικών δόσεων σε CHF στο ισόποσο τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ/CHF κατά τον χρόνο ε­κταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε ευρώ, ενώ οφείλει να ανέχεται εκ μέρους των καταναλωτών την καταβολή των τοκοχρεολυτικών δόσεις. - την καταβολή εξόφλησης μερικώς ή εφάπαξ του δανείου σε CHF στο ισόποσο τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ CHF κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορή­γησης σε ευρώ. Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει να επιδιώκει την τμηματική ή την μερική ή την ολική εξόφληση των χορηγήσεων αυτών επί τη βάσει της τρέχουσας τιμής πώλησης του χο­ρηγηθέντος νομίσματος κατά την ημέρα —καταβολής, αλλά μόνο επί της ισοτιμίας ευρώ/CHF κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να παραλείπει να μετατρέπει το όποιο προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταγγελίας, ενώ, επιπλέον υποχρεώνει την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσε­ων και τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους των δανειοληπτών, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του Ελβετικού Φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ευρώ - Ελβετικού Φράγκου κατά τον χρόνο εκταμίευσης έκαστου δανείου, άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο. 
Περαιτέρω, πρέπει να απειληθεί σε βάρος της εναγομένης, χρηματική ποινή ύψους 3.000 ευρώ, για κάθε παράβαση της απα­γορευτικής χρήσης των εν λόγω καταχρηστικών όρων. 
Αναφορικά με το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετέοι λόγοι ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης θα προκάλεσε σημαντική ζημία στους διαδίκους, που νίκησαν (αρ. 908 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), συνεπώς, το σχετικό αίτημα των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. 
Τέλος, δικαστικά έ­ξοδα πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της δυσκολίας στην ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση (αρ. 179 και 741 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου