Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου


ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάσης, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού. Επίσης, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου. Κρίση περί νομιμότητας των όρων της συμβάσεως. Ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, ενώ δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντιπαροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου.


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 738/2016

Πρόεδρος : Θεοκτή Νικολαίδου
Εισηγητής : Αντώνιος Βαθρακοκοίλης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι : Απ. Λούβρος, Δέσπ. Χαραλαμπίδου

Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει, ότι συνήψε στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημα αυτής στη Διαγώνιο Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό ........... σύμβαση στεγα­στικού δανείου, για την αγορά και επισκευή κατοικίας, ποσού 321.540,00 ευρώ, διάρκειας 360 μηνών από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του δανειακού προϊόντος, στις 20.9.2005, με όρους που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, κατά τους οποίους το ποσό του δανείου θα εκτοκιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως αναλυτικά αναφέρεται σε αυτή. Ότι, περί τα τέλη του έτους 2006, οι υπάλληλοι της εναγομένης προέτρε­ψαν αυτή να μετατρέψει το ανωτέρω δάνειο σε δάνειο με ελβετικό φράγκο, παρουσιάζοντάς της την προο­πτική αυτή ως πολύ συμφέρουσα για την ίδια, λόγω του χαμηλού επιτοκίου και της μικρότερης μηνιαίας δόσης, που θα συνεπαγόταν, τονίζοντας μάλιστα, ότι αυτή αφορούσε μόνο τους συνεπείς και ενήμερους πελάτες, χωρίς όμως να γίνει ουδεμία άλλη επισήμανση σχετικά με τους κινδύνους της μετατροπής αυτής και ιδίως ως προς τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιπτώσεων αυτής στο ύψος της μηνιαίας δόσης και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφα­λαίου και χωρίς να της προταθεί πρόγραμμα αντιστάθ­μισης του συναλλαγματικού κινδύνου. 
Ότι η προσφορά αυτή διαφημιζόταν από την εναγόμενη, ακόμα και με σύντομα τηλεοπτικά διαφημιστικά φιλμ. Ότι με τον τρόπο αυτόν η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την απει­ρία της ως προς τις αγορές συναλλάγματος, την έπεισε με παραπειστικό τρόπο, και με αθέμιτη παρασιώπηση των σχετικών κινδύνων, να συμφωνήσει στη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης. Ότι στις 15 Δεκεμβρίου 2006, στο ίδιο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης, κατήρτισε με την τελευταία, η οποία εκπροσωπούνταν από τους υπαλλήλους της, ΑΘ.Χ. και Φ.Τ., οι οποίοι όμως δεν διέθεταν πιστοποιητικό τύπου Β1, τη με αριθμό ............ πράξη τρο­ποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ληφθέντος δανείου, ποσού 314.000,00 ευρώ, θα μετατρεπόταν, στις 23.1.2007, στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, με διάρκεια 308 μηνών, από την ημερομηνία μετατροπής, το οποίο θα εκτοκιζόταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας, με σταθερό επιτόκιο LIBOR, και μετά τις 23.1.2010 με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR 360 ημερών. 
Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης επι­θυμούσε να λάβει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Ότι δεν γνώριζε ότι με τη σύμ­βαση αυτή σε συνάλλαγμα, ήτοι σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβανε τον κίνδυνο της διακύμανσης συναλλάγ­ματος. Ότι, μετά τη μετατροπή αυτή, το δάνειο δεν ήταν απλό στεγαστικό, αλλά όπως αντιλήφθηκε τον Απρίλιο του έτους 2014, μετά τη χορήγηση σχετικών εγγράφων από την εναγόμενη, επενδυτικό προϊόν με συναλλαγμα­τικό κίνδυνο, το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη ενημέρωσή της από πιστοποιημένους προς τούτο υπαλλήλους, πλην όμως οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπέγραψαν για λογαριασμό της εναγομένης την ένδικη σύμβαση, δεν ήταν εξειδικευμένοι και δεν είχαν λάβει τη σχετική πιστοποίηση. 
Ότι η χορήγηση σε αυτήν, άνευ οποιοσ­δήποτε ενημέρωσής της, στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα και χωρίς την πρόβλεψη προστασίας της έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου, έρχεται σε αντί­θεση με τη βασική υποχρέωση της εναγομένης για ενη­μέρωση και διαφώτιση αυτής της ίδιας ως πελάτη της και παροχή συμβουλών προς όφελος της. Ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει στην εναγομένη για την αποπληρωμή του δανείου δεν ήταν σταθερή, αλλά μεταβαλλόταν κάθε μήνα, χωρίς να είναι σε θέση αυτή να γνωρίζει εκ των προτέρων το ποσό της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, που όφειλε να καταβάλει στην εναγο­μένη. 
Ότι αν και αυτή προβαίνει με συνέπεια στις μηνι­αίες καταβολές έναντι του δανείου, εντούτοις το αρχικό κεφάλαιο αυτού δεν ελαττώνεται, λόγω της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετι­κού φράγκου, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ότι, εάν γνώριζε όλους τους κινδύνους, που εγκυμο­νούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης, και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγμα­τικού κινδύνου σε αυτή, δεν θα προέβαινε σε αυτή, αφού η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή της με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγμα­τος και χωρίς να δύναται αυτή να καταβάλει σε αυτού­σιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες, σύμ­φωνα με τους συμβατικούς όρους προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγ­ματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο. 

Ότι, άλλως είναι άκυροι οι με αριθμό 3.2, 4.5, 5.1 και 8.1 όροι της επίδικης σύμβασης, που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και επέτρεπαν σε αυτή να προσδιο­ρίζει μονομερώς το ύψος της εκάστοτε δόσης ή του εκά­στοτε υπολοίπου του δανείου, με βάση τη συναλλαγμα­τική ισοτιμία, και να προβαίνει μονομερώς στη μετα­τροπή του νομίσματος της σύμβασης, χωρίς να έχουν ορισθεί προς τούτο ειδικά και εύλογα κριτήρια, κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 6, 7 ν. 2251/1994. Ότι επί­σης ο προδιατυπωμένος συμβατικός όρος, που προ­βλέπει τον υπολογισμό του τόκου με βάση υπολογισμού το έτος των 360 ημερών, είναι άκυρος, αφού αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994. Ότι πάσχει ακυρότητας ο προδιατυπωμένος όρος 10 της σύμβα­σης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 ν. 2251/1994, στον οποίο περιλαμβανόταν η δήλωση των συμβαλλομένων περί ενημέρωσης ως προς το περιεχό­μενο της σύμβασης και τους κινδύνους από τη συναλ­λαγματική ισοτιμία, αφού η ενημέρωση, η οποία ουδέ­ποτε έλαβε χώρα, απαιτούσε να είναι εξειδικευμένη. Ότι ένεκα της συμπεριφοράς της εναγομένης προκλήθηκε σε αυτή ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται χρημα­τική ικανοποίηση. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, και κατά ορθή εκτί­μηση του ένδικου δικογράφου: α) να αναγνωριστεί η ανυπαρξία της με αριθμό .......... πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου και ακο­λούθως, να αναγνωριστεί, ότι δεν οφείλει το ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, β) άλλως και όλως επικουρικώς, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω πράξης ως αντιβαίνουσας ι) στις ΠΔΤΕ 1955/1991, 2325/1994, ιι) στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, ιιι) στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6,7 ν. 2251/1994, που επιφέ­ρουν ακυρότητα των με αριθμό 3.2, 4.5, 5.1, 8.1 και 10 συμβατικών όρων, και κατά το άρθρο 181 ΑΚ όλης της σύμβασης, ιν) στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ν) στις διατάξεις των άρθρων 178,179 και 281 ΑΚ, γ) άλλως και όλως επικουρικώς, να ακυρωθεί η ανωτέρω πράξη λόγω απάτης, άλλως λόγω πλάνης, άλλως λόγω εικονικότητας, δ) να ακυρωθούν οι με αριθμό 1, 4.5, 5.1, και 8.1 συμβατικοί όροι της ως άνω πράξης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να υπολογίζει τις δόσεις με την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά την ημέρα μετατροπής του δανείου (23.1.2007), ε) άλλως και όλως επικουρικώς, να αναπροσαρμοστεί η οφειλή της στο ποσό των 229.813,87 ευρώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, άλλως κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στ) να αναγνωριστεί, ότι το ποσό κεφαλαίου του χορηγηθέ­ντος από την εναγόμενη δανείου ανέρχεται στο ποσό των 321.540 ευρώ, κατά την ημέρα εκταμίευσής του, τη 19η.9.2005, το οποίο αυτή πρέπει να καταβάλει, καθώς επίσης να αναγνωριστεί, ότι η πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου αφορά κεφάλαιο δανείου ποσού 314.800,11 ευρώ, την 20η.12.2006, ζ) να αναγνωριστεί, ότι έχει καταβάλει στην εναγόμενη, έως τις 27.1.2015, προς εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, το ποσό των 84.986,24 ευρώ, και ότι το άληκτο κεφάλαιο του δανείου αυτού ανέρχεται στο ποσό των 229.813,87 ευρώ, η) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικα­νοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θ) να κηρυχθεί η τυχόν εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ι) να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. 


Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινομένη αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18 και 33 Κ.Πολ.Δ.), προ­κειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική δια­δικασία και είναι επαρκώς ορισμένη εκτός από την επι­κουρική βάση, με την οποία υποστηρίζεται η ακυρότητα της παραπάνω τροποποιητικής πράξης ως επακόλουθο της ακυρότητας του με αριθμό 3.2 συμβατικού όρου, με τον οποίο η ενάγουσα όφειλε να καταβάλει τόκο, που θα υπολογιζόταν με το κυμαινόμενο επιτόκιο, απαρτιζό­μενο από το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου, με βάση έτος 360 αντί 365 ημερών, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216, 117, 118 Κ.Πολ.Δ.. Τούτο διότι για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάση, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και να γίνεται επίκληση παρανόμως υπολογισθέντος ποσού και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του συνόλου των επιμέρους κονδυλίων του επιδίκου δανείου, συνυπολογιζομένων του κεφαλαίου και των τόκων, άνευ προσδιορισμού ισοτιμίας για έκαστο κον­δύλιο, αφού ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυ­λίων, που προσβάλλονται είναι απαραίτητος, ενόψει του ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπά­γεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού και δεν πλήττεται η σύμβαση στο σύνολο της (βλ. σχετ. Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676 (680). 
Περαιτέρω η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140,141,147,180, 281, 288, 361, 806 επ. ΑΚ, 2 παρ. 6 και 7 περ. ε, ια και κδ ν. 2251/1994, 70,176 Κ.Πολ.Δ., εκτός από την επικουρική αγωγική βάση, με την οποία ζητεί­ται να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύμβα­σης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174,806 ΑΚ, λόγω παράβασης της με αριθμό 1955/1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κατ επίκληση του ότι η επίμαχη παροχή δεν εκταμιεύθηκε πραγματικά στο νόμισμα του ελβετικού φράγκου, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για σύμβαση δανείου, αλλά για παροχή πίστωσης με στοιχεία επένδυσης, η οποία (αγωγική βάση) πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ως άνω σύμβαση δεν συνιστά δάνειο με ρήτρα αλλοδαπού νομίσματος, αλλά δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, αφενός, μπορεί να συντελείται με την περιέλευση του δανείσματος από την περιουσία του δανειοδότη σε αυτή του δανειολήπτη, με οποιονδήποτε ισοδύναμο προς τη μεταβίβαση της κυριότητας οικονομικό τρόπο [βλ. Γεωργιάδη Απ. (Καραγκουνίδη), ΣΕΑΚ, τόμ. I, άρθρο 806, πλαγιάρ. 8], όπως, εν προκειμένω, με τη μετατροπή του δανείσματος από ελβετικά φράγκα σε ευρώ και εν συνεχεία την απόδοση του ποσού σε ευρώ [βλ. σχετ. Γιοβαννόπουλο P., Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2015. 647 (654, 655)], αφετέρου, δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται αυτή η σύμβαση με πραγματική εισαγωγή τραπεζο­γραμματίων ελβετικού φράγκου, αλλά μπορούσε να χορηγείται αυτό από την εναγόμενη με τη μορφή λογι­στικού χρήματος, προερχόμενο είτε από άντληση κεφα­λαίων στο εν λόγω νόμισμα από τη χρηματαγορά, είτε από δανεισμό της εναγομένης από τη διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι δεν τίθε­νται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τις διατά­ξεις των άρθρων 63 επ. ΣΛΕΕ, 5 παρ. 1 ν. 2842/2000, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, π.δ. 96/1993, π.δ. 104/1994 [βλ. Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015.647 (653,654), Χασάπη Χ., Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μία προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρω­παϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ 2014.413 (415 επ.)]. 
Εξάλλου δεν μπορεί να χαρακτηρι­σθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπη­ρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, κατά τα ιστορικά αφηγούμενα στην ένδικη αγωγή, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαι­τείται για την στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτι­κής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρα 4 παρ. 1,19 παρ. 4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν πραγματοποιούσε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαπραγμάτευση ενός ή περισσότερων χρηματοπι­στωτικών μέσων, ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορή­γησης και της αποπληρωμής του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιοριζόταν βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δανειακής αυτής σύμβασης και τυχόν, πάντως μη υφιστάμενης στην ένδικη περί­πτωση, πράξης προθεσμιακής πώλησης συναλλάγμα­τος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν γίνεται επί­κληση δέσμευσης κεφαλαίων, επί σκοπώ της επερχόμε­νης αύξησης αυτών και εισροής νέων, αλλά αντίθετα μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, που προ­οριζόταν για την αγορά ακινήτου από την ενάγουσα, με την επ ωφελεία αυτής (δηλ. της ενάγουσας) εκμετάλ­λευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία, μεταξύ των διαδίκων, ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού, κατά τα επικαλούμενα, το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής, ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχό­μενο από την καθ οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος [βλ. ΔΕΕ C-312/14, Marton Lantos, σκέψεις 43 επ., ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ., Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (655, 656), αντίθ. όμως Ψυχομάνης Σπ., Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβε­τικά φράγκα, ΔΕΕ 2015. 1 επ.]. Ομοίως η επικουρική αγωγική βάση, με την οποία διώκεται η θεμελίωση ακυ­ρότητας της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις διατά­ξεις των άρθρων 174, 806 ΑΚ, λόγω παράβασης Πρά­ξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και συγκε­κριμένα των π.δ. 96/1993 και ΠΔ/ΤΕ 2.303/1994, 2.325/1994 και 2.342/1994, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον, αν και οι παραπάνω ουσιαστικοί νόμοι κάνουν λόγο για ελεύθερη χρηματοδότηση των κατοίκων της Ελλάδας σε συνάλλαγμα «... για κάλυψη πάσης φύσεως αναγκών τους στο εσωτερικό ή στο εξω­τερικό ...», τυχόν παραβίασή τους, υπό την έννοια της μη συνδρομής ανάγκης χρηματοδότησης της ενάγου­σας σε ελβετικά φράγκα, δεν επιφέρει ακυρότητα της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, ενόψει του ότι οι παρα­πάνω διατάξεις αφορούν λειτουργικές υποχρεώσεις των τραπεζών, ώστε τυχόν κύρωση μπορεί να είναι μόνο διοικητικής φύσης [βλ. Ψυχομάνη Σπ., ό.π., ΔΕΕ 2015.1 επ., Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (651, 652)]. 
Επίσης η επικουρική αγωγική βάση, περί αορι­στίας της ένδικης παροχής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, λόγω του συμβατικού όρου περί καθορισμού του ύψους της εκάστοτε καταβλητέας δόσης επί τη βάσει της ισχύου­σας κατά το χρόνο καταβολής συναλλαγματικής ισοτι­μίας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι ο όρος αυτός επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 291 ΑΚ ενώ, σε κάθε περίπτωση, η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομέ­νων, καθοριζόμενη από τη διατραπεζική αγορά και δια­μορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα, λαμβανομένου υπόψη ότι, ακόμα και αν η ενάγουσα απέβλεπε, με το υπό κρίση δικόγραφο, σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 373 ΑΚ, όπου τρίτος σε σχέση με τους συμβαλλομένους καθορίζει την παροχή, αυτή θα ήταν και πάλι απορρι­πτέα ως νόμω αβάσιμη, αφού θα προσέκρουε στην αρχή της φαινομενικής αοριστίας της παροχής, όπου ο καθορισμός αυτής (παροχής) με διαγνωστά αντικειμε­νικά μέτρα, αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 371 επ. ΑΚ (βλ. ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ.). 

Περαιτέρω η επικουρική αγωγική βάση, με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα των με αριθμό 4.5,5.1 και 8.1 συμβατικών όρων της επικαλούμενης τροποποιητικής πράξης, ως αντίθετων με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6, 7 ν. 2251/1994, 281 ΑΚ, κατ επίκληση του περιεχομέ­νου τους, κατά το οποίο η ενάγουσα είχε το δικαίωμα να καταβάλει την μηνιαία δόση του δανείου της ή να προ­βεί σε πλήρη εξόφλησή του σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων, άλλως στο ισάξιο αυτού σε ευρώ (όροι 4.5, 5.1), και σε περίπτωση καταγγελίας της σύμ­βασης η εναγόμενη είχε δικαίωμα να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από αυτή του ελβετικού φράγκου (όρος 8.1), κατά τρόπο που άφηναν, χωρίς σπουδαίο λόγο, το τίμημα αόριστο και δεν επέτρεπαν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι οι όροι αυτοί εντάσσονται στους δηλωτικούς όρους (naturalia negotii) της επίδικης σύμβασης, αφού επαναλαμβάνουν τη διά­ταξη του άρθρου 291 ΑΚ, χωρίς να εισάγουν απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε δεν αποτελούν αυτοί αντικείμενο δικα­στικού ελέγχου, σύμφωνα και με ρητή επιταγή της Οδη­γίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απη­χούν τις ενδοτικού διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογής τους (βλ. σχετ. Ευθυμίου Αιμ., ΧρΙΔ 2014. 606). Σε κάθε δε περίπτωση, αυτοί δεν φέρουν καταχρη­στικό χαρακτήρα, ούτε πάσχουν από αοριστία κατά το περιεχόμενο τους, ενόψει του ότι ο προσδιορισμός της παροχής (μηνιαίας δόσης ή συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου), σε αυτήν την περίπτωση, δεν καθίσταται αόριστος, αλλά προσδιορίζεται επαρκώς και η ακριβής καταγραφή του είναι θέμα απλού μαθηματικού υπολογι­σμού, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικει­μενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασ­σομένων, και καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο ανα­φοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα (βλ. ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ.). 

Ομοίως η επικουρική βάση, με την οποία ζητείται η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, ως αντίθετης στις διατάξεις των άρθρων 178,179 ΑΚ, πρέ­πει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, αλλά ανάγεται στην ίδια τη συμβατική ελευθερία η επιλογή εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών του νομίσματος εκπλήρωσης της δανειακής υποχρέωσης. Εξάλλου δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντι­παροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, κατά τα μνημονευόμενα στην κρινόμενη αγωγή, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμε­νης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, λαμβανομένου υπόψη ότι κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η ανηθικότητα δεν είναι ο χρόνος εκδίκασης της όποιας αγωγής του δανειολήπτη ή της άσκησης αυτής, αλλά ο χρόνος σύναψης της σύμ­βασης, ώστε μεταγενέστερη μεταβολή είτε των συνθη­κών είτε των περί χρηστών ηθών αντιλήψεων είναι αδιάφορη, όπως εν προκειμένω η ως άνω επικαλούμενη ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας [βλ. σχετ. Χασάπη Χρ., ό.π., ΧρηΔικ 2014. 413 (416)]. Επίσης η επικουρική βάση, με την οποία διώκεται η ακύρωση της επίμαχης σύμβασης, λόγω εικονικότητας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού η εικονικότητα στις συμβάσεις πρέπει να είναι διμερής, ήτοι, στην ένδικη περίπτωση, αμφότερα τα διάδικα συμβαλλόμενα μέρη να επιθυμούσαν την κατάρτιση σύμβασης σε ευρώ, γεγονός του οποίου δεν γίνεται επίκληση στην υπό κρίση αγωγή, 
Σε κάθε δε περίπτωση η εν λόγω επικου­ρική βάση αλυσιτελώς προβάλλεται ενόψει του ότι αλη­θούς υποτιθεμένης της εικονικότητας, η κατά την αληθή βούληση των μερών υποκρυπτόμενη συναλλαγή θα ήταν σύμβαση δανείου με ρήτρα ελβετικού φράγκου, ώστε η εναγόμενη τράπεζα να μπορεί να χορηγεί ευρώ διασφαλίζοντας και τα ευνοϊκότερα επιτόκια του ελβετι­κού φράγκου, στα οποία, κατά τα ιστορούμενα στο ένδικο δικόγραφο, απέβλεπε η ενάγουσα [βλ. Γιοβαννό­πουλο Ρ, ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (657, 658), αντίθ. όμως Ψυχομάνη Σπ., ό.π., ΔΕΕ 2015.1 επ.]. Τέλος η επι­κουρική βάση, με την οποία ζητείται αναπροσαρμογή της οφειλής της ενάγουσας, κατά το άρθρο 388 ΑΚ, πρέ­πει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, ενόψει του ότι η ανω­τέρω διάταξη εφαρμόζεται μόνον επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων και όχι επί ετεροβαρών [βλ. σχετ. ΑΠ 609/2005 ΕλλΔνη 2006. 1015, ΑΠ 798/1989 ΕλλΔνη 1990.1249, Βαθρακοκοίλη β., ΕρΝομΑΚ, τόμ. Β, άρθρο 388, 2 αριθ. 9, πρβλ. όμως Γεωργιάδη Απ.Ι(-Καραγκουνίδη), ΣΕΑΚ, τόμ. I, Εισ. Παρατ. 806-809, πλαγιαρ. 12, Γιοβαννόπουλο Ρ. ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (677), Ρούσσο Δ., Η εντός των ορίων της ΑΚ 388 επενέργεια της καλής πίστης στο πλαίσιο δίκαιης κατανομής των συμβατικών κινδύνων, ΧρΙΔ 2013.494 επ.], όπως η επί­δικη σύμβαση, που φέρει το χαρακτήρα του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα και με όσα έχουν προα­ναφερθεί. 
Επομένως, πρέπει αυτή, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να εξετασθεί περαι­τέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. 

Από ... αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστα­τικά: Στις 19.9.2005 η ενάγουσα συνήψε με την εναγο­μένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία "ΤΡΑ­ΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ", διά των υπαλλήλων της, Ε.Χ. και Φ.Τ., τη με αριθμό .......... σύμβαση στεγαστικού δανείου, με την οποία συνομολογήθηκε τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο, ύψους 321.540 ευρώ, διάρκειας 360 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, άλλως τριάντα (30) ετών από την ημερομηνία εφάπαξ εκταμίευσης του δανείου, προκειμένου η ενάγουσα να προβεί σε αγορά και επισκευή κατοικίας. Κατά τους όρους της εν λόγω δανειακής σύμβασης, το επιτόκιο ορί­σθηκε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 360 ημερών, πλέον περιθωρίου ανερχο­μένου σε 1,5% και της εισφοράς του ν. 128/1975, ανερχό­μενης, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης σε ποσο­στό 0,12%. Το παραπάνω προϊόν του επίδικου στεγαστι­κού δανείου εκταμιεύθηκε υπέρ της ενάγουσας στις 20.9.2005, περιερχόμενο στην περιουσία της από αυτή της εναγομένης, με πίστωση του με αριθμό .......... κοι­νού καταθετικού λογαριασμού που τηρούνταν στην ενα­γόμενη τράπεζα, με τον οποίο συνδέθηκε το δάνειο αυτό, αφού σε αυτόν η ενάγουσα κατέθετε χρηματικά ποσά προς εξόφληση των οφειλόμενων δόσεων, τα οποία πιστώνονταν από την εναγόμενη στον τηρούμενο με αριθμό ......... δανειακό λογαριασμό. Προς εξα­σφάλιση του εν λόγω δανείου η εναγομένη ενέγραψε, δυνάμει της με αριθμό 29147/2005 απόφασης του Μονο­μελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συναινετική προσημείωση υποθήκης, ποσού 385.848 ευρώ, επί του ακι­νήτου, που θα αγόραζε η ενάγουσα, ενώ στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκε ως εγγυητής και ο Β.Μ.. Στις 15.12.2006, μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων και ήδη διαδίκων (η εναγόμενη διά των ίδιων ως άνω υπαλλήλων της), αλλά και του προρρηθέντος εγγυητή, καταρτίσθηκε η με αριθμό .......... πράξη τροποποίησης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ως άνω ληφθέντος δανείου, κατά την 23η.1.2007, ανερχόταν στο ποσό των 314.800,11 ευρώ, το οποίο μετατρεπόταν, από την ημερομηνία αυτή (23.1.2007), πλέον σε ελβετικά φράγκα, με βάση την ισο­τιμία του οικείου συναλλάγματος κατά την ανωτέρω ημε­ρομηνία, όπως αυτή θα προέκυπτε από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος (όρος 1). Επίσης, ορίζεται στην εν λόγω πράξη, ότι η τιμή αυτή θα είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή, στην οποία η τράπεζα αγοράζει το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της Τράπεζας (όρος 1), καθώς και ότι ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου θα τηρείται σε συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων κατά κεφάλαιο και τόκους (όρος 2). Κατά την πρώτη τριετία από τις 23.1.2007 η ενάγουσα θα κατέβαλε τόκο, που θα υπολογιζόταν με σταθερό επιτόκιο, ύψους 3,30% ετη­σίως, πλέον εισφοράς του ν. 128/75, ανερχομένης σε 0,12%, ενώ για τη συνέχεια το επιτόκιο ορίσθηκε κυμαι­νόμενο, απαρτιζόμενο από το Διατραπεζικό Επιτόκιο Libor ελβετικού Φράγκου (CHF), μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών πλέον περιθωρίου (1,5%) και της εισφοράς του ν. 128/1975 (0,12%) (όροι 3.1, 3.2), ενώ η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 308 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (όρος 4.2.). Επιπρόσθετα, κατά τα συμφωνηθέντα, το δάνειο θα εξοφλείτο είτε με αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος και η τιμή αυτή θα ήταν υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή, που η τράπεζα πωλεί το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζε­ται στο ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας (όρος 4.5). Η εναγόμενη ανέλαβε τη δέσμευση να ενημερώνει την ενάγουσα για το ακριβές ποσό της δόσης σε ελβετικά φράγκα, που θα προέκυπτε με βάση το μηνιαίο υπολογισμό (όρος 4.6), ενώ δικαιούνταν σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης δύο (2) τοκοχρεωλυτικών δόσεων στο σύνολο τους ή μέρους αυτών ή να επιδιώξει την είσπραξη της καθυστερημένης ή των καθυ­στερημένων δόσεων με τους οφειλόμενους τόκους (συμ­βατικούς και υπερημερίας) και έξοδα ή να καταγγείλει τη σύμβαση, οπότε θα γινόταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και θα επε­δίωκε την είσπραξη του συνόλου της οφειλής. Επίσης, οριζόταν ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης η τράπεζα είχε το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την τρά­πεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή θα προέ­κυπτε από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό με τόκο υπερημε­ρίας, που θα υπολογιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, που αποτελείτο από το άθροισμα του κάθε φορά ισχύοντος βασικού επιτοκίου της τράπεζας για χορήγηση στεγαστι­κών δανείων σε ευρώ, πλέον περιθωρίου και της εισφο­ράς του ν. 128/1975, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστι­αίες μονάδες (όρος 8.1). Εξάλλου, η ενάγουσα είχε δικαίωμα να καταβάλει σε ολική ή μερική εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, οποιοδήποτε ποσό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 4.5 (όρο 5.1). Δυνάμει της τροπο­ποιητικής αυτής σύμβασης, από τις 23.2.2007, η ενά­γουσα άρχισε να καταβάλει τακτικά σε ευρώ τις τοκοχρε­ολυτικές δόσεις του στεγαστικού της δανείου, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν κάθε μήνα μέρος του κεφα­λαίου και μέρος των τόκων επί αυτού (κεφαλαίου), με ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου 1,61849. Η δόση ανερχόταν στο ποσόν των 2.325,87 ελβετικών φράγκων, ήτοι περίπου στα 1.500,00 ευρώ. Με τις καταβολές των δόσεων αυτών μειωνόταν το κεφάλαιο του δανείου σε ελβετικό φράγκο, το οποίο στις 24.3.2014 ανερχόταν στο ποσό των 412.286,94 ευρώ, έναντι του εκταμιευθέντος ποσού, στις 23.1.2007, των 509.500,94 ελβετικών φρά­γκων, όπως προκύπτει και από την καρτέλα δανείου που προσκομίζει η ενάγουσα. Ωστόσο, από το έτος 2010, οπότε υποτιμήθηκε το ευρώ έναντι του ελβετικού φρά­γκου και η μεταξύ τους ισοτιμία άρχισε να αλλάζει σε βάρος του ευρώ, ανερχόμενη σε 1,20, γεγονός που είχε γίνει γνωστό στη συναλλακτική αγορά, επιβαρύνθηκε το υπόλοιπο του οφειλόμενου κεφαλαίου και η μηνιαία δόση της δανειακής σύμβασης, ανερχομένης το Δεκέμ­βριο του έτους 2010 σε 1.685,92 ευρώ, ενώ στις αρχές του έτους 2012, που η ισοτιμία ανήλθε σε 1,21, ξεπέρασε τα 1.700,00 ευρώ και στις 27.1.2015 η ισοτιμία ήταν 1,01705. Όμως, οι παραπάνω συμβατικοί όροι, ρητά αποτυπωμένοι στο έγγραφο, που υπέγραψαν άπαντες οι διάδικοι (η εναγόμενη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της), διατυπώνουν με σαφήνεια τις μεταβολές, που θα επέρχονταν στην αρχική δανειακή σύμβαση της ενάγου­σας, η οποία συνεχίζει να διατηρεί το χαρακτήρα της, ήτοι να αποτελεί σύμβαση στεγαστικού δανείου, ακόμη και μετά την μετατροπή του νομίσματος αυτής από ευρώ σε ελβετικό φράγκο. Μάλιστα, μετά την υπογραφή της παραπάνω τροποποιητικής πράξης ανοίχθηκε ο με αριθμό ......... (καταθετικός) λογαριασμός εξυπηρέτη­σης σε ελβετικό φράγκο, στον οποίο, κατ εντολή της ενάγουσας, πιστώνονταν σε ελβετικά φράγκα οι μηνιαίως καταβαλλόμενες από την ενάγουσα τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με προηγούμενη χρέωση του ήδη υφι­σταμένου με αριθμό 5238... λογαριασμού της ιδίας, στον οποίο η τελευταία κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις της σε νόμισμα ευρώ, σύμφωνα με τους όρους αυτής (πράξης). Η λογιστική μετατροπή του υπολοίπου του δανείου ύψους 314.800,11 ευρώ, έλαβε χώρα κατά τα συμφωνη­θέντα στις 23.1.2007, ενώ την ίδια ημέρα εκτυπώθηκε και υπογράφηκε από την ενάγουσα έγγραφο της εναγομέ­νης, με την οποία η τελευταία ενημέρωνε την πρώτη για τη συμφωνηθείσα μετατροπή του ως άνω υπολοίπου, με ισοτιμία 1.644, και ότι πλέον το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου της ανερχόταν στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων επήλθε συμφωνία περί τροποποίησης της ήδη υφισταμένης δανειακής σύμβα­σης και όχι σύναψη νέας σύμβασης δανείου, ώστε αλη­θής βούληση των μερών ήταν η επ ωφελεία της ενάγου­σας - δανειολήπτριας μεταβολή του νομίσματος της υφι­σταμένης δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, ώστε να εφαρμοσθεί στην περίπτωσή της το επιτόκιο Libor, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ήταν χαμη­λότερο του τρέχοντος και ήδη εφαρμοζόμενου επιτοκίου Euribor. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη τυγχάνει η κύρια αγωγική βάση των εναγόντων, περί αναγνώρισης ως ανυπόστατης της επίδικης τροποποιητικής σύμβασης. Πρέπει, μάλιστα, στο σημείο αυτό να επισημανθεί, πέραν των όσων ανα­φέρθηκαν ανωτέρω, ότι η συμμετοχή των συναλλαγματι­κών ισοτιμιών στη διαμόρφωση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης της ενάγουσας, δεν καθιστά το αντικεί­μενο της επίδικης σύμβασης παράγωγο τραπεζικό και επομένως επενδυτικό προϊόν, αφού η επιλογή της μετα­τροπής του νομίσματος της δανειακής σχέσης από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, αλλά και η ρητά αναφερόμενη στη σύμβαση επιλογή να καταβάλει η ενάγουσα αυτοβού­λως τη μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση, είτε σε ευρώ, είτε σε ελβετικό φράγκο, τηρουμένης της μεταξύ τους τρέχου­σας ισοτιμίας, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της ελευ­θερίας των συμβάσεων, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 ν. 2842/2000, η οποία κατέ­στησε πλέον απολύτως νόμιμη τη συνομολόγηση και στην Ελλάδα, οποιασδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα (βλ. ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011.105). Εξάλλου, επενδυτής σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται, εν προκειμένω, να χαρακτηρισθεί, ούτε η εναγομένη τράπεζα, αφού το κέρ­δος της από την χορήγηση του εν λόγω στεγαστικού δανείου, δεν διέφερε από το κέρδος των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών σε κάθε περίπτωση χορήγησης δανείων της αυτής φύσης, το οποίο (κέρδος) συνίσταται στην καταβολή των νόμιμων τόκων και την είσπραξη του περιθωρίου, με βάση το οποίο προσδιορίζεται το τελικό επιτόκιο. Η δε αγορά συναλλάγματος εκ μέρους της (εναγομένης), λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον αποτελέσει επιλογή του δανειολήπτη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τους ειδικότερους όρους της σύμβασης και προς εξυπη­ρέτηση του συνεχίζει να καταβάλλει τη μηνιαία τοκοχρε­ωλυτική δόση του σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, χωρίς μάλιστα να αγνοείται και η δυνατότητά του να καταθέσει ο ίδιος ελβετικό φράγκο εφόσον το διαθέτει και το επιθυμεί. Επομένως, η αγορά συναλλάγματος από την εναγομένη τράπεζα, δεν αποτελεί υποχρεωτική ενέργεια, προβλεπόμενη από την σύμβαση, που ρυθμί­ζει το χαρακτήρα της συμβατικής σχέσης, αλλά παρεπό­μενη ενέργεια της βούλησης των δανειοληπτών. Υπ αυτήν την έννοια η επίδικη ελεγχόμενη σύμβαση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει παράγωγο προϊόν, πολλώ δε μάλλον το ειδικότερο παράγωγο προϊόν των συμβάσεων ανταλλαγής δικαιωμάτων επί κινητών αξιών (swaps), αφού πρόκειται για συμβάσεις ανταλλαγής χρηματοροών σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους στο μέλλον και υπό συγκεκριμένους όρους και αναλογία, που προσ­διορίζονται κατά τη στιγμή της συμφωνίας, ενώ στην επί­μαχη σύμβαση, με τους ειδικότερους όρους αυτής, δεν προβλέπονται τέτοιου είδους ανταλλαγές, ούτε ορίζονται προκαθορισμένα χρονικά σημεία στο μέλλον, που οι ανταλλαγές αυτές θα λάβουν χώρα, ούτε ακόμη ορίζο­νται συγκεκριμένοι τρόποι και συγκεκριμένες αναλογίες αυτών (ανταλλαγών). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η επίδικη σύμβαση ομοιάζει κατά την λειτουργία της και όσον αφορά στην αγορά από μέρους της εναγομένης τράπεζας συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο, με τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), [όπου ο αγοραστής (holder) αποκτά το δικαίωμα του να αγοράσει ή να πουλήσει έναν υποκεί­μενο τίτλο (ομόλογα, μετοχές, συνάλλαγμα) σε μία συγκεκριμένη μελλοντική στιγμή και για προκαθορι­σμένη τιμή (τιμή εξάσκησης) πληρώνει την τιμή του δικαιώματος (option premium), χωρίς να έχει καμία άλλη υποχρέωση, ενώ αν θέλει μπορεί να μην εξασκήσει αυτό το δικαίωμα οπότε απλά χάνει την τιμή του δικαιώματος που πλήρωσε, ο δε πωλητής (εκδότης/writer) πουλάει το δικαίωμα και λαμβάνει την τιμή του δικαιώματος, έχει δε την υποχρέωση να αγοράσει ή να πουλήσει τον υποκεί­μενο τίτλο στην συγκεκριμένη μελλοντική στιγμή και για την προκαθορισμένη τιμή, εάν αυτό απαιτηθεί από τον αγοραστή] και επομένως ενέχει ψήγματα επενδυτικής ενέργειας και πάλι η κρινομένη σύμβαση δεν θα μπο­ρούσε να θεωρηθεί παράγωγο και άρα επενδυτικό προϊόν, αφού η κεκαλυμμένη, με την κατάθεση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης σε ευρώ, «εντολή» αγοράς συναλλάγματος των δανειοληπτών προς την τράπεζα, δεν λαμβάνει χώρα κατ επιλογή συγκεκριμέ­νης ισοτιμίας σε συγκεκριμένο χρόνο, ώστε μόνο όφελος να επέρχεται υπέρ αυτών (δανειοληπτών), αλλά εξαρτά­ται από την τρέχουσα ημερήσια ισοτιμία των νομισμά­των, όπως αυτή διαμορφώνεται από την Διατραπεζική Αγορά Συναλλάγματος και λαμβάνει χώρα σε τακτά μηνιαία προκαθορισμένα χρονικά σημεία (βλ. για όλα τα παραπάνω ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ.). Ενόψει των ανωτέρω, η επίδικη δανειακή σύμβαση, ακόμη και μετά την τροποποίησή της με την παραπάνω τροποποιητική πράξη, δεν έχει αλλάξει χαρακτήρα, δεν μετατράπηκε σε επενδυτικό προϊόν, ούτε κατέστησε επενδύτρια την ενά­γουσα, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να διαθέτουν οι ανωτέρω υπάλληλοι της εναγομένης, Αθ.Χ. και Φ.Τ., πιστοποιητικό τύπου Β1, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 ν. 3371/2005, απορριπτομένων των σχε­τικών αγωγικών ισχυρισμών και ως ουσία αβάσιμων. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ενάγουσα επιδίωξε την τροποποίηση της ήδη υφισταμένης δανειακής σύμ­βασης, προκειμένου να επωφεληθεί από τις οικονομικές δυνατότητες που αυτή παρείχε. Η κρίση αυτή ενισχύεται, από το ότι, όπως η ενάγουσα διατείνεται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγό­μενη, αυτή, έως τη στιγμή της υπογραφής της ανωτέρω τροποποιητικής πράξης, υπήρξε συνεπής με τις συμβατι­κές της υποχρεώσεις, ώστε δεν υφίστατο άλλη άμεση ανάγκη για τη συντέλεση της επίμαχης μετατροπής. Κατά την υπογραφή της σύμβασης τροποποίησης η ενά­γουσα ενημερώθηκε από τους προαναφερθέντες υπαλ­λήλους της εναγομένης σχετικά με τους όρους αυτής, και ειδικότερα ως προς το κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως εξάλλου αναφέρεται στον όρο 10 αυτής, με τον οποίο η ενάγουσα, αλλά και ο συμβληθείς ως άνω εγγυητής, δήλωσαν, ότι πριν την υπογραφή της (σύμβα­σης) ενημερώθηκαν πλήρως από τους υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, που προέκυπταν από τη σύμβαση και ότι τους επεξηγήθηκαν όλοι οι όροι αυτής και ιδίως οι κίνδυνοι, που μπορούσαν να προκύψουν από την ενδεχόμενη αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, ως προς τη σε ευρώ αποτίμηση του κεφαλαίου του δανείου, των ασφαλί­στρων, της καταβαλλομένης δόσης και της εν γένει απο­πληρωμής του δανείου. Προς ενίσχυση των ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι στο κείμενο της τροποποιητικής σύμβασης αναφέρονται οι φράσεις «συναλλαγματική ισοτιμία», «συνάλλαγμα», «Ημερήσιο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος», «ελβετικά φράγκα» και «κίνδυνος» επανειλημμένα στους όρους 1, 2, 4.5, 5.1, 8.1,10, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον η επαφή και η γνωριμία της ενάγουσας -δανειολήπτριας με τους εν λόγω όρους και να δίδεται η δυνατότητα σε αυτή να διατυπώνουν ερωτή­σεις και απορίες στην υποτιθέμενη περίπτωση, που αγνοούσε, κατά την κοινή λογική του μέσου συνετού ανθρώπου, την σημασία και έννοια τους. Το πόρισμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, μετά την υπογραφή της τροποποιητικής σύμβασης, εφαρμόσθηκε υπέρ της ενά­γουσας το επιτόκιο Libor, που συνόδευε το εν λόγω νόμι­σμα, το οποίο, κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, ήταν χαμηλότερο του Euribor, που συνόδευε το νόμισμα ευρώ, με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της μηνιαίως κατα­βαλλομένης δόσης, γεγονός που συνέβαλε στο να αντι­ληφθεί αυτής (ενάγουσα) τη σημασία της συναλλαγματι­κής ισοτιμίας ως προς τη μελλοντική εξέλιξη του δανείου της. Μάλιστα, αυτή (δηλ. η ενάγουσα) διατηρούσε από κοινού με τον προμνησθέντα εγγυητή κατάστημα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και παρά το ότι διήνυε το 25ο έτος της ηλικίας της, διέθετε τη σχετική επαγγελματική εμπειρία, συνεπικουρούμενη από τον εμπειρότερο ως άνω εγγυητή, τις στοιχειώδεις γνώσεις σχετικά με την έννοια και τη λειτουργία τόσο του ορισμού του συναλ­λάγματος, όσο και του ορισμού της ισοτιμίας, προκειμέ­νου να κατανοήσει τους προρρηθέντες συμβατικούς όρους. Έτσι, η ενάγουσα, κατά την υπογραφή της ως άνω τροποποιητικής πράξης, ανέλαβε τον μεταγενέ­στερα επελθόντα συναλλακτικό κίνδυνο της ανατροπής της ως άνω ισοτιμίας, που δεν ήταν αποτέλεσμα ενερ­γειών των υπαλλήλων της τράπεζας, αλλά υπήρξε από­τοκος αλλαγής δεδομένων και αλληλοεπιδράσεων της παγκόσμιας οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας η ανα­τροπή αυτή είναι πιθανή και ενδεχόμενη και μπορούσε να εκτιμήσει, βάσει της επαγγελματικής της δραστηριό­τητας και από το συνδυασμό των όρων της σύμβασης, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται για αυτή [βλ. σχετ. ΔΕΕ C-26/13, Arpad Kasler, σκέψεις 71-75, και Τάκη Α./Πατσίκα Δ., Τραπεζικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Η νομιμότητά τους ενώπιον του ενωσιακού και του εθνικού δικαστή, Αρμ 2015,191 (ιδίως 196 επ.)]. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε η επικαλού­μενη από την ενάγουσα παράσταση ψευδών γεγονότων από τους υπαλλήλους της εναγομένης, ως προς τους όρους της επίδικης τροποποιητικής σύμβασης, αφού η ενάγουσα ενημερώθηκε πλήρως σχετικά με αυτούς, και έχοντας τις στοιχειώδεις γνώσεις για να αντιληφθεί το περιεχόμενο τους, αποφάσισε με ελεύθερη βούληση, τη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, προκειμένου να επωφε­ληθεί από τη διαφορά των επιτοκίων Libor και Euribor. Τη δυνατότητα της μετατροπής αυτής έμμεσα αποδέχεται και ο ενωσιακός νομοθέτης, όπως προκύπτει και από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, η μεταφορά της οποίας στην ελληνική έννομη τάξη αναμένεται (βλ. σχετ. Χασάπη Χρ., Σκέψεις για την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 2014/17/ΕΕ σχετικά με τις συμ­βάσεις πίστωσης σε καταναλωτές για ακίνητα, που προ­ορίζονται για κατοικία, ΕφΑΔ 2015.714 επ.). Ακολούθως, δεν προέκυψε οποιαδήποτε ενέργεια των υπαλλήλων της εναγομένης, που κατέτεινε στην παραπλάνηση της ενάγουσας ως προς το σκοπό, τις συνέπειες και τους όρους της επίμαχης μετατροπής, προκειμένου αυτή να πεισθεί με αθέμιτο τρόπο να συμμετάσχει σε μια επενδυ­τική διαδικασία, ούτε στήριξαν τα συμβαλλόμενα μέρη τη σύναψη της τροποποιητικής σύμβασης μόνο στο χαμηλό επιτόκιο και στη χαμηλή μηνιαία δόση, καθιστώντας τούτα δικαιοπρακτικό θεμέλιο της. Προς επίρρωση μάλι­στα των παραδοχών αυτών πρέπει να επισημανθεί, ότι η εναγόμενη τράπεζα, σε εκτέλεση του προμνησθέντος με αριθμό 4.6 όρου της επίδικης σύμβασης απέστελνε στην ενάγουσα κάθε μήνα ενημερωτική επιστολή με τον αριθμό λογαριασμού, την ένδειξη CHF, υπόλοιπο σε CHF και δόση σε CHF (βλ. τις προσκομιζόμενες από την ενα­γόμενη με ημερομηνία 23.9.2015,23.4.2015,23.12.2014, 23.12.2013, 25.11.2013, 24.12.2012, 23.1.2012, 23.11.2011 επιστολές), χωρίς να αναγράφεται σε αυτές η ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, που όμως δεν ήταν αναγκαίο, αφού μπορούσε αυτή να διακριβωθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, δυνάμει της τιμής του συναλ­λάγματος, που αναγραφόταν καθημερινά στο δελτίο τιμών της εναγομένης. Τα ανωτέρω δεν ανατρέπονται από το επικαλούμενο γεγονός, ότι στις βεβαιώσεις τόκων και κεφαλαίου, που απέστελνε η εναγόμενη στην ενά­γουσα, αναγραφόταν ως χορηγηθέν στεγαστικό δάνειο το ποσό των 321.540,00 ευρώ, καθώς και οι καταβολές, που γίνονταν σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, αφού οι βεβαιώσεις αυτές δίνονταν προς φορολογική χρήση, αλλά ούτε και από το ότι οι υπάλληλοι της εναγομένης δεν την ενημέρωσαν σχετικά με τα προϊόντα αντιστάθμι­σης κινδύνου, αφού δεν είχαν τέτοια υποχρέωση, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης τροποποιητικής σύμβα­σης, ενώ τυχόν αγορά ασφαλιστικών προγραμμάτων θα απέβαινε σε βάρος της ενάγουσας, αφού θα αυξανόταν το ύψος της μηνιαίας δόσης της. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι επικουρικά σωρευόμενες αγωγικές βάσεις περί ακυρότητας της επί­δικης σύμβασης λόγω πλάνης και απάτης, αλλά και αυτές περί αδικοπραξίας, παρελκούσης της έρευνας της προβαλλόμενης από την εναγόμενη ένστασης παραγρα­φής, και περί καταχρηστικής συμπεριφοράς της εναγο­μένης, καθώς επίσης και της επικουρικά σωρευόμενης αγωγικής βάσης περί ακυρότητας του με αριθμό 10 ως άνω συμβατικού όρου, αφού με αυτόν απλώς επιβε­βαιώνεται η πραγματοποιηθείσα ενημέρωση της ενά­γουσας. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, ότι είχε υποβληθεί από άλλους δανειολήπτες, μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, έγκληση, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρω­τοδικών Θεσσαλονίκης, κατά υπαλλήλων της εναγόμε­νης τράπεζας, με την οποία εξέθεταν ότι τελέστηκαν σε βάρος τους τα εγκλήματα της κακουργηματικής απάτης, της αισχροκέρδειας, της παραπλάνησης σε χρηματιστη­ριακές πράξεις, της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές, πλην όμως η με αριθμό ΒΜΓ2013εγχ/7 έγκληση αυτή απορρίφθηκε κατ άρθρο 47 ΚΠΔ με τη με αριθμό 902/2013 διάταξη της Εισαγγε­λέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ενώ η ασκηθείσα κατ αυτής προσφυγή απορρίφθηκε με τη με αριθμό 25/2015 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Έτι περαιτέρω, απορριπτέα τυγχάνει και η επικουρικά σωρευόμενη αγωγική βάση περί αναπροσαρμογής της ένδικης οφειλής, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, στο ποσό των 229.813,87 ευρώ δεδομένου ότι, όπως προελέχθη, η εν λόγω τροποποιητική σύμβαση συνήφθη σε ξένο νόμι­σμα, διότι ήταν ελκυστική ως προς το επιτόκιο αυτής, με την ταυτόχρονη ανάληψη από την ενάγουσα δανειολήπτρια του σχετικού συναλλαγματικού κινδύνου, αλλά και του ενδεχόμενου οφέλους από την μεταβολή της ισο­τιμίας των νομισμάτων, καθόσον η μεταβολή της ισοτι­μίας μπορούσε να είναι και υπέρ αυτής, αλλά και σε βάρος της, ενώ δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε δυσανα­λογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής που να πρέπει να αναπροσαρμοστεί, αφού η ενάγουσα από το χρόνο υπογραφής αυτής έως και το Δεκέμβριο του έτους 2010 επωφελήθηκε από την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φρά­γκου, κατά τα όσα έχουν ήδη εκτεθεί. Εξάλλου, το επιχεί­ρημα της ενάγουσας, ότι επακόλουθο της ανατροπής της ισοτιμίας αυτής ήταν η μη μείωση του κεφαλαίου του δανείου σε ευρώ, παρά τη μείωσή του σε ελβετικό φρά­γκο, δεν αναιρεί το παραπάνω πόρισμα, καθόσον με το ένδικο αίτημα ζητείται η αναπροσαρμογή του υπολοίπου οφειλομένου ποσού του δανείου, με βάση την ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης αυτού, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ως αντιβαίνουσας στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθόσον με αυτόν τον τρόπο απεκδύ­εται η ενάγουσα του κατά τα ανωτέρω αναληφθέντος από αυτή συναλλαγματικού κινδύνου, μετακυλίοντας αυτόν στην εναγόμενη, η οποία επίσης φέρει τον ίδιο κίν­δυνο κατά την αναχρηματοδότησή της για την κάλυψη των σχετικών δανειακών απαιτήσεων των πελατών της σε ελβετικό φράγκο [βλ. Γιοβαννόπουλο P., ό.π., σ. 647 (681)]. Σημειωτέον ότι η ίδια ως άνω κρίση θα ίσχυε και ως προς τη με το ίδιο αίτημα αγωγική βάση, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, εάν ήθελε υποτεθεί, ότι αυτή εφαρμόζεται στην ένδικη σύμβαση, κατά την υπο­στηριζόμενη στη θεωρία εκδοχή της ως αμφοτεροβαρούς δικαιοπραξίας, λόγω του έντοκου χαρακτήρα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου