ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάσης, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού. Επίσης, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου. Κρίση περί νομιμότητας των όρων της συμβάσεως. Ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, ενώ δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντιπαροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου.
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 738/2016
Πρόεδρος : Θεοκτή Νικολαίδου
Εισηγητής : Αντώνιος Βαθρακοκοίλης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι : Απ. Λούβρος, Δέσπ. Χαραλαμπίδου
Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει, ότι συνήψε στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημα αυτής στη Διαγώνιο Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό ........... σύμβαση στεγαστικού δανείου, για την αγορά και επισκευή κατοικίας, ποσού 321.540,00 ευρώ, διάρκειας 360 μηνών από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του δανειακού προϊόντος, στις 20.9.2005, με όρους που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, κατά τους οποίους το ποσό του δανείου θα εκτοκιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως αναλυτικά αναφέρεται σε αυτή. Ότι, περί τα τέλη του έτους 2006, οι υπάλληλοι της εναγομένης προέτρεψαν αυτή να μετατρέψει το ανωτέρω δάνειο σε δάνειο με ελβετικό φράγκο, παρουσιάζοντάς της την προοπτική αυτή ως πολύ συμφέρουσα για την ίδια, λόγω του χαμηλού επιτοκίου και της μικρότερης μηνιαίας δόσης, που θα συνεπαγόταν, τονίζοντας μάλιστα, ότι αυτή αφορούσε μόνο τους συνεπείς και ενήμερους πελάτες, χωρίς όμως να γίνει ουδεμία άλλη επισήμανση σχετικά με τους κινδύνους της μετατροπής αυτής και ιδίως ως προς τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιπτώσεων αυτής στο ύψος της μηνιαίας δόσης και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου και χωρίς να της προταθεί πρόγραμμα αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου.
Ότι η προσφορά αυτή διαφημιζόταν από την εναγόμενη, ακόμα και με σύντομα τηλεοπτικά διαφημιστικά φιλμ. Ότι με τον τρόπο αυτόν η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την απειρία της ως προς τις αγορές συναλλάγματος, την έπεισε με παραπειστικό τρόπο, και με αθέμιτη παρασιώπηση των σχετικών κινδύνων, να συμφωνήσει στη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης. Ότι στις 15 Δεκεμβρίου 2006, στο ίδιο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης, κατήρτισε με την τελευταία, η οποία εκπροσωπούνταν από τους υπαλλήλους της, ΑΘ.Χ. και Φ.Τ., οι οποίοι όμως δεν διέθεταν πιστοποιητικό τύπου Β1, τη με αριθμό ............ πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ληφθέντος δανείου, ποσού 314.000,00 ευρώ, θα μετατρεπόταν, στις 23.1.2007, στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, με διάρκεια 308 μηνών, από την ημερομηνία μετατροπής, το οποίο θα εκτοκιζόταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας, με σταθερό επιτόκιο LIBOR, και μετά τις 23.1.2010 με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR 360 ημερών.
Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης επιθυμούσε να λάβει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Ότι δεν γνώριζε ότι με τη σύμβαση αυτή σε συνάλλαγμα, ήτοι σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβανε τον κίνδυνο της διακύμανσης συναλλάγματος. Ότι, μετά τη μετατροπή αυτή, το δάνειο δεν ήταν απλό στεγαστικό, αλλά όπως αντιλήφθηκε τον Απρίλιο του έτους 2014, μετά τη χορήγηση σχετικών εγγράφων από την εναγόμενη, επενδυτικό προϊόν με συναλλαγματικό κίνδυνο, το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη ενημέρωσή της από πιστοποιημένους προς τούτο υπαλλήλους, πλην όμως οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπέγραψαν για λογαριασμό της εναγομένης την ένδικη σύμβαση, δεν ήταν εξειδικευμένοι και δεν είχαν λάβει τη σχετική πιστοποίηση.
Ότι η χορήγηση σε αυτήν, άνευ οποιοσδήποτε ενημέρωσής της, στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα και χωρίς την πρόβλεψη προστασίας της έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου, έρχεται σε αντίθεση με τη βασική υποχρέωση της εναγομένης για ενημέρωση και διαφώτιση αυτής της ίδιας ως πελάτη της και παροχή συμβουλών προς όφελος της. Ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει στην εναγομένη για την αποπληρωμή του δανείου δεν ήταν σταθερή, αλλά μεταβαλλόταν κάθε μήνα, χωρίς να είναι σε θέση αυτή να γνωρίζει εκ των προτέρων το ποσό της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, που όφειλε να καταβάλει στην εναγομένη.
Ότι αν και αυτή προβαίνει με συνέπεια στις μηνιαίες καταβολές έναντι του δανείου, εντούτοις το αρχικό κεφάλαιο αυτού δεν ελαττώνεται, λόγω της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ότι, εάν γνώριζε όλους τους κινδύνους, που εγκυμονούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης, και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου σε αυτή, δεν θα προέβαινε σε αυτή, αφού η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή της με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος και χωρίς να δύναται αυτή να καταβάλει σε αυτούσιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο.
Ότι, άλλως είναι άκυροι οι με αριθμό 3.2, 4.5, 5.1 και 8.1 όροι της επίδικης σύμβασης, που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και επέτρεπαν σε αυτή να προσδιορίζει μονομερώς το ύψος της εκάστοτε δόσης ή του εκάστοτε υπολοίπου του δανείου, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία, και να προβαίνει μονομερώς στη μετατροπή του νομίσματος της σύμβασης, χωρίς να έχουν ορισθεί προς τούτο ειδικά και εύλογα κριτήρια, κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 6, 7 ν. 2251/1994. Ότι επίσης ο προδιατυπωμένος συμβατικός όρος, που προβλέπει τον υπολογισμό του τόκου με βάση υπολογισμού το έτος των 360 ημερών, είναι άκυρος, αφού αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994. Ότι πάσχει ακυρότητας ο προδιατυπωμένος όρος 10 της σύμβασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 ν. 2251/1994, στον οποίο περιλαμβανόταν η δήλωση των συμβαλλομένων περί ενημέρωσης ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης και τους κινδύνους από τη συναλλαγματική ισοτιμία, αφού η ενημέρωση, η οποία ουδέποτε έλαβε χώρα, απαιτούσε να είναι εξειδικευμένη. Ότι ένεκα της συμπεριφοράς της εναγομένης προκλήθηκε σε αυτή ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, και κατά ορθή εκτίμηση του ένδικου δικογράφου: α) να αναγνωριστεί η ανυπαρξία της με αριθμό .......... πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου και ακολούθως, να αναγνωριστεί, ότι δεν οφείλει το ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, β) άλλως και όλως επικουρικώς, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω πράξης ως αντιβαίνουσας ι) στις ΠΔΤΕ 1955/1991, 2325/1994, ιι) στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, ιιι) στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6,7 ν. 2251/1994, που επιφέρουν ακυρότητα των με αριθμό 3.2, 4.5, 5.1, 8.1 και 10 συμβατικών όρων, και κατά το άρθρο 181 ΑΚ όλης της σύμβασης, ιν) στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ν) στις διατάξεις των άρθρων 178,179 και 281 ΑΚ, γ) άλλως και όλως επικουρικώς, να ακυρωθεί η ανωτέρω πράξη λόγω απάτης, άλλως λόγω πλάνης, άλλως λόγω εικονικότητας, δ) να ακυρωθούν οι με αριθμό 1, 4.5, 5.1, και 8.1 συμβατικοί όροι της ως άνω πράξης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να υπολογίζει τις δόσεις με την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά την ημέρα μετατροπής του δανείου (23.1.2007), ε) άλλως και όλως επικουρικώς, να αναπροσαρμοστεί η οφειλή της στο ποσό των 229.813,87 ευρώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, άλλως κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στ) να αναγνωριστεί, ότι το ποσό κεφαλαίου του χορηγηθέντος από την εναγόμενη δανείου ανέρχεται στο ποσό των 321.540 ευρώ, κατά την ημέρα εκταμίευσής του, τη 19η.9.2005, το οποίο αυτή πρέπει να καταβάλει, καθώς επίσης να αναγνωριστεί, ότι η πράξη τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου αφορά κεφάλαιο δανείου ποσού 314.800,11 ευρώ, την 20η.12.2006, ζ) να αναγνωριστεί, ότι έχει καταβάλει στην εναγόμενη, έως τις 27.1.2015, προς εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, το ποσό των 84.986,24 ευρώ, και ότι το άληκτο κεφάλαιο του δανείου αυτού ανέρχεται στο ποσό των 229.813,87 ευρώ, η) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θ) να κηρυχθεί η τυχόν εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ι) να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινομένη αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18 και 33 Κ.Πολ.Δ.), προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη εκτός από την επικουρική βάση, με την οποία υποστηρίζεται η ακυρότητα της παραπάνω τροποποιητικής πράξης ως επακόλουθο της ακυρότητας του με αριθμό 3.2 συμβατικού όρου, με τον οποίο η ενάγουσα όφειλε να καταβάλει τόκο, που θα υπολογιζόταν με το κυμαινόμενο επιτόκιο, απαρτιζόμενο από το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου, με βάση έτος 360 αντί 365 ημερών, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216, 117, 118 Κ.Πολ.Δ.. Τούτο διότι για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάση, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και να γίνεται επίκληση παρανόμως υπολογισθέντος ποσού και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του συνόλου των επιμέρους κονδυλίων του επιδίκου δανείου, συνυπολογιζομένων του κεφαλαίου και των τόκων, άνευ προσδιορισμού ισοτιμίας για έκαστο κονδύλιο, αφού ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται είναι απαραίτητος, ενόψει του ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού και δεν πλήττεται η σύμβαση στο σύνολο της (βλ. σχετ. Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676 (680).
Περαιτέρω η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140,141,147,180, 281, 288, 361, 806 επ. ΑΚ, 2 παρ. 6 και 7 περ. ε, ια και κδ ν. 2251/1994, 70,176 Κ.Πολ.Δ., εκτός από την επικουρική αγωγική βάση, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174,806 ΑΚ, λόγω παράβασης της με αριθμό 1955/1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κατ επίκληση του ότι η επίμαχη παροχή δεν εκταμιεύθηκε πραγματικά στο νόμισμα του ελβετικού φράγκου, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για σύμβαση δανείου, αλλά για παροχή πίστωσης με στοιχεία επένδυσης, η οποία (αγωγική βάση) πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ως άνω σύμβαση δεν συνιστά δάνειο με ρήτρα αλλοδαπού νομίσματος, αλλά δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, αφενός, μπορεί να συντελείται με την περιέλευση του δανείσματος από την περιουσία του δανειοδότη σε αυτή του δανειολήπτη, με οποιονδήποτε ισοδύναμο προς τη μεταβίβαση της κυριότητας οικονομικό τρόπο [βλ. Γεωργιάδη Απ. (Καραγκουνίδη), ΣΕΑΚ, τόμ. I, άρθρο 806, πλαγιάρ. 8], όπως, εν προκειμένω, με τη μετατροπή του δανείσματος από ελβετικά φράγκα σε ευρώ και εν συνεχεία την απόδοση του ποσού σε ευρώ [βλ. σχετ. Γιοβαννόπουλο P., Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2015. 647 (654, 655)], αφετέρου, δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται αυτή η σύμβαση με πραγματική εισαγωγή τραπεζογραμματίων ελβετικού φράγκου, αλλά μπορούσε να χορηγείται αυτό από την εναγόμενη με τη μορφή λογιστικού χρήματος, προερχόμενο είτε από άντληση κεφαλαίων στο εν λόγω νόμισμα από τη χρηματαγορά, είτε από δανεισμό της εναγομένης από τη διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι δεν τίθενται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. ΣΛΕΕ, 5 παρ. 1 ν. 2842/2000, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, π.δ. 96/1993, π.δ. 104/1994 [βλ. Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015.647 (653,654), Χασάπη Χ., Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μία προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ 2014.413 (415 επ.)].
Εξάλλου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, κατά τα ιστορικά αφηγούμενα στην ένδικη αγωγή, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρα 4 παρ. 1,19 παρ. 4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν πραγματοποιούσε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαπραγμάτευση ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων, ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιοριζόταν βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δανειακής αυτής σύμβασης και τυχόν, πάντως μη υφιστάμενης στην ένδικη περίπτωση, πράξης προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν γίνεται επίκληση δέσμευσης κεφαλαίων, επί σκοπώ της επερχόμενης αύξησης αυτών και εισροής νέων, αλλά αντίθετα μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, που προοριζόταν για την αγορά ακινήτου από την ενάγουσα, με την επ ωφελεία αυτής (δηλ. της ενάγουσας) εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία, μεταξύ των διαδίκων, ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού, κατά τα επικαλούμενα, το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής, ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχόμενο από την καθ οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος [βλ. ΔΕΕ C-312/14, Marton Lantos, σκέψεις 43 επ., ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ., Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (655, 656), αντίθ. όμως Ψυχομάνης Σπ., Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα, ΔΕΕ 2015. 1 επ.]. Ομοίως η επικουρική αγωγική βάση, με την οποία διώκεται η θεμελίωση ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 806 ΑΚ, λόγω παράβασης Πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και συγκεκριμένα των π.δ. 96/1993 και ΠΔ/ΤΕ 2.303/1994, 2.325/1994 και 2.342/1994, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον, αν και οι παραπάνω ουσιαστικοί νόμοι κάνουν λόγο για ελεύθερη χρηματοδότηση των κατοίκων της Ελλάδας σε συνάλλαγμα «... για κάλυψη πάσης φύσεως αναγκών τους στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό ...», τυχόν παραβίασή τους, υπό την έννοια της μη συνδρομής ανάγκης χρηματοδότησης της ενάγουσας σε ελβετικά φράγκα, δεν επιφέρει ακυρότητα της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, ενόψει του ότι οι παραπάνω διατάξεις αφορούν λειτουργικές υποχρεώσεις των τραπεζών, ώστε τυχόν κύρωση μπορεί να είναι μόνο διοικητικής φύσης [βλ. Ψυχομάνη Σπ., ό.π., ΔΕΕ 2015.1 επ., Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (651, 652)].
Επίσης η επικουρική αγωγική βάση, περί αοριστίας της ένδικης παροχής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, λόγω του συμβατικού όρου περί καθορισμού του ύψους της εκάστοτε καταβλητέας δόσης επί τη βάσει της ισχύουσας κατά το χρόνο καταβολής συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι ο όρος αυτός επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 291 ΑΚ ενώ, σε κάθε περίπτωση, η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων, καθοριζόμενη από τη διατραπεζική αγορά και διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα, λαμβανομένου υπόψη ότι, ακόμα και αν η ενάγουσα απέβλεπε, με το υπό κρίση δικόγραφο, σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 373 ΑΚ, όπου τρίτος σε σχέση με τους συμβαλλομένους καθορίζει την παροχή, αυτή θα ήταν και πάλι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, αφού θα προσέκρουε στην αρχή της φαινομενικής αοριστίας της παροχής, όπου ο καθορισμός αυτής (παροχής) με διαγνωστά αντικειμενικά μέτρα, αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 371 επ. ΑΚ (βλ. ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ.).
Περαιτέρω η επικουρική αγωγική βάση, με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα των με αριθμό 4.5,5.1 και 8.1 συμβατικών όρων της επικαλούμενης τροποποιητικής πράξης, ως αντίθετων με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6, 7 ν. 2251/1994, 281 ΑΚ, κατ επίκληση του περιεχομένου τους, κατά το οποίο η ενάγουσα είχε το δικαίωμα να καταβάλει την μηνιαία δόση του δανείου της ή να προβεί σε πλήρη εξόφλησή του σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων, άλλως στο ισάξιο αυτού σε ευρώ (όροι 4.5, 5.1), και σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης η εναγόμενη είχε δικαίωμα να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από αυτή του ελβετικού φράγκου (όρος 8.1), κατά τρόπο που άφηναν, χωρίς σπουδαίο λόγο, το τίμημα αόριστο και δεν επέτρεπαν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι οι όροι αυτοί εντάσσονται στους δηλωτικούς όρους (naturalia negotii) της επίδικης σύμβασης, αφού επαναλαμβάνουν τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, χωρίς να εισάγουν απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε δεν αποτελούν αυτοί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και με ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν τις ενδοτικού διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογής τους (βλ. σχετ. Ευθυμίου Αιμ., ΧρΙΔ 2014. 606). Σε κάθε δε περίπτωση, αυτοί δεν φέρουν καταχρηστικό χαρακτήρα, ούτε πάσχουν από αοριστία κατά το περιεχόμενο τους, ενόψει του ότι ο προσδιορισμός της παροχής (μηνιαίας δόσης ή συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου), σε αυτήν την περίπτωση, δεν καθίσταται αόριστος, αλλά προσδιορίζεται επαρκώς και η ακριβής καταγραφή του είναι θέμα απλού μαθηματικού υπολογισμού, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων, και καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα (βλ. ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ.).
Ομοίως η επικουρική βάση, με την οποία ζητείται η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, ως αντίθετης στις διατάξεις των άρθρων 178,179 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, αλλά ανάγεται στην ίδια τη συμβατική ελευθερία η επιλογή εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών του νομίσματος εκπλήρωσης της δανειακής υποχρέωσης. Εξάλλου δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντιπαροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, κατά τα μνημονευόμενα στην κρινόμενη αγωγή, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, λαμβανομένου υπόψη ότι κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η ανηθικότητα δεν είναι ο χρόνος εκδίκασης της όποιας αγωγής του δανειολήπτη ή της άσκησης αυτής, αλλά ο χρόνος σύναψης της σύμβασης, ώστε μεταγενέστερη μεταβολή είτε των συνθηκών είτε των περί χρηστών ηθών αντιλήψεων είναι αδιάφορη, όπως εν προκειμένω η ως άνω επικαλούμενη ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας [βλ. σχετ. Χασάπη Χρ., ό.π., ΧρηΔικ 2014. 413 (416)]. Επίσης η επικουρική βάση, με την οποία διώκεται η ακύρωση της επίμαχης σύμβασης, λόγω εικονικότητας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού η εικονικότητα στις συμβάσεις πρέπει να είναι διμερής, ήτοι, στην ένδικη περίπτωση, αμφότερα τα διάδικα συμβαλλόμενα μέρη να επιθυμούσαν την κατάρτιση σύμβασης σε ευρώ, γεγονός του οποίου δεν γίνεται επίκληση στην υπό κρίση αγωγή,
Σε κάθε δε περίπτωση η εν λόγω επικουρική βάση αλυσιτελώς προβάλλεται ενόψει του ότι αληθούς υποτιθεμένης της εικονικότητας, η κατά την αληθή βούληση των μερών υποκρυπτόμενη συναλλαγή θα ήταν σύμβαση δανείου με ρήτρα ελβετικού φράγκου, ώστε η εναγόμενη τράπεζα να μπορεί να χορηγεί ευρώ διασφαλίζοντας και τα ευνοϊκότερα επιτόκια του ελβετικού φράγκου, στα οποία, κατά τα ιστορούμενα στο ένδικο δικόγραφο, απέβλεπε η ενάγουσα [βλ. Γιοβαννόπουλο Ρ, ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (657, 658), αντίθ. όμως Ψυχομάνη Σπ., ό.π., ΔΕΕ 2015.1 επ.]. Τέλος η επικουρική βάση, με την οποία ζητείται αναπροσαρμογή της οφειλής της ενάγουσας, κατά το άρθρο 388 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται μόνον επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων και όχι επί ετεροβαρών [βλ. σχετ. ΑΠ 609/2005 ΕλλΔνη 2006. 1015, ΑΠ 798/1989 ΕλλΔνη 1990.1249, Βαθρακοκοίλη β., ΕρΝομΑΚ, τόμ. Β, άρθρο 388, 2 αριθ. 9, πρβλ. όμως Γεωργιάδη Απ.Ι(-Καραγκουνίδη), ΣΕΑΚ, τόμ. I, Εισ. Παρατ. 806-809, πλαγιαρ. 12, Γιοβαννόπουλο Ρ. ό.π., ΕπισκΕΔ 2015. 647 (677), Ρούσσο Δ., Η εντός των ορίων της ΑΚ 388 επενέργεια της καλής πίστης στο πλαίσιο δίκαιης κατανομής των συμβατικών κινδύνων, ΧρΙΔ 2013.494 επ.], όπως η επίδικη σύμβαση, που φέρει το χαρακτήρα του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα και με όσα έχουν προαναφερθεί.
Επομένως, πρέπει αυτή, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από ... αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 19.9.2005 η ενάγουσα συνήψε με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ", διά των υπαλλήλων της, Ε.Χ. και Φ.Τ., τη με αριθμό .......... σύμβαση στεγαστικού δανείου, με την οποία συνομολογήθηκε τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο, ύψους 321.540 ευρώ, διάρκειας 360 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, άλλως τριάντα (30) ετών από την ημερομηνία εφάπαξ εκταμίευσης του δανείου, προκειμένου η ενάγουσα να προβεί σε αγορά και επισκευή κατοικίας. Κατά τους όρους της εν λόγω δανειακής σύμβασης, το επιτόκιο ορίσθηκε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 360 ημερών, πλέον περιθωρίου ανερχομένου σε 1,5% και της εισφοράς του ν. 128/1975, ανερχόμενης, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης σε ποσοστό 0,12%. Το παραπάνω προϊόν του επίδικου στεγαστικού δανείου εκταμιεύθηκε υπέρ της ενάγουσας στις 20.9.2005, περιερχόμενο στην περιουσία της από αυτή της εναγομένης, με πίστωση του με αριθμό .......... κοινού καταθετικού λογαριασμού που τηρούνταν στην εναγόμενη τράπεζα, με τον οποίο συνδέθηκε το δάνειο αυτό, αφού σε αυτόν η ενάγουσα κατέθετε χρηματικά ποσά προς εξόφληση των οφειλόμενων δόσεων, τα οποία πιστώνονταν από την εναγόμενη στον τηρούμενο με αριθμό ......... δανειακό λογαριασμό. Προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου η εναγομένη ενέγραψε, δυνάμει της με αριθμό 29147/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συναινετική προσημείωση υποθήκης, ποσού 385.848 ευρώ, επί του ακινήτου, που θα αγόραζε η ενάγουσα, ενώ στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκε ως εγγυητής και ο Β.Μ.. Στις 15.12.2006, μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων και ήδη διαδίκων (η εναγόμενη διά των ίδιων ως άνω υπαλλήλων της), αλλά και του προρρηθέντος εγγυητή, καταρτίσθηκε η με αριθμό .......... πράξη τροποποίησης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ως άνω ληφθέντος δανείου, κατά την 23η.1.2007, ανερχόταν στο ποσό των 314.800,11 ευρώ, το οποίο μετατρεπόταν, από την ημερομηνία αυτή (23.1.2007), πλέον σε ελβετικά φράγκα, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος κατά την ανωτέρω ημερομηνία, όπως αυτή θα προέκυπτε από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος (όρος 1). Επίσης, ορίζεται στην εν λόγω πράξη, ότι η τιμή αυτή θα είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή, στην οποία η τράπεζα αγοράζει το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της Τράπεζας (όρος 1), καθώς και ότι ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου θα τηρείται σε συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων κατά κεφάλαιο και τόκους (όρος 2). Κατά την πρώτη τριετία από τις 23.1.2007 η ενάγουσα θα κατέβαλε τόκο, που θα υπολογιζόταν με σταθερό επιτόκιο, ύψους 3,30% ετησίως, πλέον εισφοράς του ν. 128/75, ανερχομένης σε 0,12%, ενώ για τη συνέχεια το επιτόκιο ορίσθηκε κυμαινόμενο, απαρτιζόμενο από το Διατραπεζικό Επιτόκιο Libor ελβετικού Φράγκου (CHF), μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών πλέον περιθωρίου (1,5%) και της εισφοράς του ν. 128/1975 (0,12%) (όροι 3.1, 3.2), ενώ η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 308 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (όρος 4.2.). Επιπρόσθετα, κατά τα συμφωνηθέντα, το δάνειο θα εξοφλείτο είτε με αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος και η τιμή αυτή θα ήταν υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή, που η τράπεζα πωλεί το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας (όρος 4.5). Η εναγόμενη ανέλαβε τη δέσμευση να ενημερώνει την ενάγουσα για το ακριβές ποσό της δόσης σε ελβετικά φράγκα, που θα προέκυπτε με βάση το μηνιαίο υπολογισμό (όρος 4.6), ενώ δικαιούνταν σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης δύο (2) τοκοχρεωλυτικών δόσεων στο σύνολο τους ή μέρους αυτών ή να επιδιώξει την είσπραξη της καθυστερημένης ή των καθυστερημένων δόσεων με τους οφειλόμενους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) και έξοδα ή να καταγγείλει τη σύμβαση, οπότε θα γινόταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και θα επεδίωκε την είσπραξη του συνόλου της οφειλής. Επίσης, οριζόταν ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης η τράπεζα είχε το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή θα προέκυπτε από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό με τόκο υπερημερίας, που θα υπολογιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, που αποτελείτο από το άθροισμα του κάθε φορά ισχύοντος βασικού επιτοκίου της τράπεζας για χορήγηση στεγαστικών δανείων σε ευρώ, πλέον περιθωρίου και της εισφοράς του ν. 128/1975, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες (όρος 8.1). Εξάλλου, η ενάγουσα είχε δικαίωμα να καταβάλει σε ολική ή μερική εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, οποιοδήποτε ποσό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 4.5 (όρο 5.1). Δυνάμει της τροποποιητικής αυτής σύμβασης, από τις 23.2.2007, η ενάγουσα άρχισε να καταβάλει τακτικά σε ευρώ τις τοκοχρεολυτικές δόσεις του στεγαστικού της δανείου, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν κάθε μήνα μέρος του κεφαλαίου και μέρος των τόκων επί αυτού (κεφαλαίου), με ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου 1,61849. Η δόση ανερχόταν στο ποσόν των 2.325,87 ελβετικών φράγκων, ήτοι περίπου στα 1.500,00 ευρώ. Με τις καταβολές των δόσεων αυτών μειωνόταν το κεφάλαιο του δανείου σε ελβετικό φράγκο, το οποίο στις 24.3.2014 ανερχόταν στο ποσό των 412.286,94 ευρώ, έναντι του εκταμιευθέντος ποσού, στις 23.1.2007, των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, όπως προκύπτει και από την καρτέλα δανείου που προσκομίζει η ενάγουσα. Ωστόσο, από το έτος 2010, οπότε υποτιμήθηκε το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και η μεταξύ τους ισοτιμία άρχισε να αλλάζει σε βάρος του ευρώ, ανερχόμενη σε 1,20, γεγονός που είχε γίνει γνωστό στη συναλλακτική αγορά, επιβαρύνθηκε το υπόλοιπο του οφειλόμενου κεφαλαίου και η μηνιαία δόση της δανειακής σύμβασης, ανερχομένης το Δεκέμβριο του έτους 2010 σε 1.685,92 ευρώ, ενώ στις αρχές του έτους 2012, που η ισοτιμία ανήλθε σε 1,21, ξεπέρασε τα 1.700,00 ευρώ και στις 27.1.2015 η ισοτιμία ήταν 1,01705. Όμως, οι παραπάνω συμβατικοί όροι, ρητά αποτυπωμένοι στο έγγραφο, που υπέγραψαν άπαντες οι διάδικοι (η εναγόμενη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της), διατυπώνουν με σαφήνεια τις μεταβολές, που θα επέρχονταν στην αρχική δανειακή σύμβαση της ενάγουσας, η οποία συνεχίζει να διατηρεί το χαρακτήρα της, ήτοι να αποτελεί σύμβαση στεγαστικού δανείου, ακόμη και μετά την μετατροπή του νομίσματος αυτής από ευρώ σε ελβετικό φράγκο. Μάλιστα, μετά την υπογραφή της παραπάνω τροποποιητικής πράξης ανοίχθηκε ο με αριθμό ......... (καταθετικός) λογαριασμός εξυπηρέτησης σε ελβετικό φράγκο, στον οποίο, κατ εντολή της ενάγουσας, πιστώνονταν σε ελβετικά φράγκα οι μηνιαίως καταβαλλόμενες από την ενάγουσα τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με προηγούμενη χρέωση του ήδη υφισταμένου με αριθμό 5238... λογαριασμού της ιδίας, στον οποίο η τελευταία κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις της σε νόμισμα ευρώ, σύμφωνα με τους όρους αυτής (πράξης). Η λογιστική μετατροπή του υπολοίπου του δανείου ύψους 314.800,11 ευρώ, έλαβε χώρα κατά τα συμφωνηθέντα στις 23.1.2007, ενώ την ίδια ημέρα εκτυπώθηκε και υπογράφηκε από την ενάγουσα έγγραφο της εναγομένης, με την οποία η τελευταία ενημέρωνε την πρώτη για τη συμφωνηθείσα μετατροπή του ως άνω υπολοίπου, με ισοτιμία 1.644, και ότι πλέον το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου της ανερχόταν στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων επήλθε συμφωνία περί τροποποίησης της ήδη υφισταμένης δανειακής σύμβασης και όχι σύναψη νέας σύμβασης δανείου, ώστε αληθής βούληση των μερών ήταν η επ ωφελεία της ενάγουσας - δανειολήπτριας μεταβολή του νομίσματος της υφισταμένης δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, ώστε να εφαρμοσθεί στην περίπτωσή της το επιτόκιο Libor, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ήταν χαμηλότερο του τρέχοντος και ήδη εφαρμοζόμενου επιτοκίου Euribor. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη τυγχάνει η κύρια αγωγική βάση των εναγόντων, περί αναγνώρισης ως ανυπόστατης της επίδικης τροποποιητικής σύμβασης. Πρέπει, μάλιστα, στο σημείο αυτό να επισημανθεί, πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, ότι η συμμετοχή των συναλλαγματικών ισοτιμιών στη διαμόρφωση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης της ενάγουσας, δεν καθιστά το αντικείμενο της επίδικης σύμβασης παράγωγο τραπεζικό και επομένως επενδυτικό προϊόν, αφού η επιλογή της μετατροπής του νομίσματος της δανειακής σχέσης από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, αλλά και η ρητά αναφερόμενη στη σύμβαση επιλογή να καταβάλει η ενάγουσα αυτοβούλως τη μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση, είτε σε ευρώ, είτε σε ελβετικό φράγκο, τηρουμένης της μεταξύ τους τρέχουσας ισοτιμίας, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της ελευθερίας των συμβάσεων, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 ν. 2842/2000, η οποία κατέστησε πλέον απολύτως νόμιμη τη συνομολόγηση και στην Ελλάδα, οποιασδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα (βλ. ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011.105). Εξάλλου, επενδυτής σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται, εν προκειμένω, να χαρακτηρισθεί, ούτε η εναγομένη τράπεζα, αφού το κέρδος της από την χορήγηση του εν λόγω στεγαστικού δανείου, δεν διέφερε από το κέρδος των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών σε κάθε περίπτωση χορήγησης δανείων της αυτής φύσης, το οποίο (κέρδος) συνίσταται στην καταβολή των νόμιμων τόκων και την είσπραξη του περιθωρίου, με βάση το οποίο προσδιορίζεται το τελικό επιτόκιο. Η δε αγορά συναλλάγματος εκ μέρους της (εναγομένης), λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον αποτελέσει επιλογή του δανειολήπτη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τους ειδικότερους όρους της σύμβασης και προς εξυπηρέτηση του συνεχίζει να καταβάλλει τη μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση του σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, χωρίς μάλιστα να αγνοείται και η δυνατότητά του να καταθέσει ο ίδιος ελβετικό φράγκο εφόσον το διαθέτει και το επιθυμεί. Επομένως, η αγορά συναλλάγματος από την εναγομένη τράπεζα, δεν αποτελεί υποχρεωτική ενέργεια, προβλεπόμενη από την σύμβαση, που ρυθμίζει το χαρακτήρα της συμβατικής σχέσης, αλλά παρεπόμενη ενέργεια της βούλησης των δανειοληπτών. Υπ αυτήν την έννοια η επίδικη ελεγχόμενη σύμβαση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει παράγωγο προϊόν, πολλώ δε μάλλον το ειδικότερο παράγωγο προϊόν των συμβάσεων ανταλλαγής δικαιωμάτων επί κινητών αξιών (swaps), αφού πρόκειται για συμβάσεις ανταλλαγής χρηματοροών σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους στο μέλλον και υπό συγκεκριμένους όρους και αναλογία, που προσδιορίζονται κατά τη στιγμή της συμφωνίας, ενώ στην επίμαχη σύμβαση, με τους ειδικότερους όρους αυτής, δεν προβλέπονται τέτοιου είδους ανταλλαγές, ούτε ορίζονται προκαθορισμένα χρονικά σημεία στο μέλλον, που οι ανταλλαγές αυτές θα λάβουν χώρα, ούτε ακόμη ορίζονται συγκεκριμένοι τρόποι και συγκεκριμένες αναλογίες αυτών (ανταλλαγών). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η επίδικη σύμβαση ομοιάζει κατά την λειτουργία της και όσον αφορά στην αγορά από μέρους της εναγομένης τράπεζας συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο, με τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), [όπου ο αγοραστής (holder) αποκτά το δικαίωμα του να αγοράσει ή να πουλήσει έναν υποκείμενο τίτλο (ομόλογα, μετοχές, συνάλλαγμα) σε μία συγκεκριμένη μελλοντική στιγμή και για προκαθορισμένη τιμή (τιμή εξάσκησης) πληρώνει την τιμή του δικαιώματος (option premium), χωρίς να έχει καμία άλλη υποχρέωση, ενώ αν θέλει μπορεί να μην εξασκήσει αυτό το δικαίωμα οπότε απλά χάνει την τιμή του δικαιώματος που πλήρωσε, ο δε πωλητής (εκδότης/writer) πουλάει το δικαίωμα και λαμβάνει την τιμή του δικαιώματος, έχει δε την υποχρέωση να αγοράσει ή να πουλήσει τον υποκείμενο τίτλο στην συγκεκριμένη μελλοντική στιγμή και για την προκαθορισμένη τιμή, εάν αυτό απαιτηθεί από τον αγοραστή] και επομένως ενέχει ψήγματα επενδυτικής ενέργειας και πάλι η κρινομένη σύμβαση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο και άρα επενδυτικό προϊόν, αφού η κεκαλυμμένη, με την κατάθεση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης σε ευρώ, «εντολή» αγοράς συναλλάγματος των δανειοληπτών προς την τράπεζα, δεν λαμβάνει χώρα κατ επιλογή συγκεκριμένης ισοτιμίας σε συγκεκριμένο χρόνο, ώστε μόνο όφελος να επέρχεται υπέρ αυτών (δανειοληπτών), αλλά εξαρτάται από την τρέχουσα ημερήσια ισοτιμία των νομισμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται από την Διατραπεζική Αγορά Συναλλάγματος και λαμβάνει χώρα σε τακτά μηνιαία προκαθορισμένα χρονικά σημεία (βλ. για όλα τα παραπάνω ΠΠρΘεσ 14236/2015 αδημ.). Ενόψει των ανωτέρω, η επίδικη δανειακή σύμβαση, ακόμη και μετά την τροποποίησή της με την παραπάνω τροποποιητική πράξη, δεν έχει αλλάξει χαρακτήρα, δεν μετατράπηκε σε επενδυτικό προϊόν, ούτε κατέστησε επενδύτρια την ενάγουσα, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να διαθέτουν οι ανωτέρω υπάλληλοι της εναγομένης, Αθ.Χ. και Φ.Τ., πιστοποιητικό τύπου Β1, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 ν. 3371/2005, απορριπτομένων των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών και ως ουσία αβάσιμων. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ενάγουσα επιδίωξε την τροποποίηση της ήδη υφισταμένης δανειακής σύμβασης, προκειμένου να επωφεληθεί από τις οικονομικές δυνατότητες που αυτή παρείχε. Η κρίση αυτή ενισχύεται, από το ότι, όπως η ενάγουσα διατείνεται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη, αυτή, έως τη στιγμή της υπογραφής της ανωτέρω τροποποιητικής πράξης, υπήρξε συνεπής με τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ώστε δεν υφίστατο άλλη άμεση ανάγκη για τη συντέλεση της επίμαχης μετατροπής. Κατά την υπογραφή της σύμβασης τροποποίησης η ενάγουσα ενημερώθηκε από τους προαναφερθέντες υπαλλήλους της εναγομένης σχετικά με τους όρους αυτής, και ειδικότερα ως προς το κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως εξάλλου αναφέρεται στον όρο 10 αυτής, με τον οποίο η ενάγουσα, αλλά και ο συμβληθείς ως άνω εγγυητής, δήλωσαν, ότι πριν την υπογραφή της (σύμβασης) ενημερώθηκαν πλήρως από τους υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, που προέκυπταν από τη σύμβαση και ότι τους επεξηγήθηκαν όλοι οι όροι αυτής και ιδίως οι κίνδυνοι, που μπορούσαν να προκύψουν από την ενδεχόμενη αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, ως προς τη σε ευρώ αποτίμηση του κεφαλαίου του δανείου, των ασφαλίστρων, της καταβαλλομένης δόσης και της εν γένει αποπληρωμής του δανείου. Προς ενίσχυση των ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι στο κείμενο της τροποποιητικής σύμβασης αναφέρονται οι φράσεις «συναλλαγματική ισοτιμία», «συνάλλαγμα», «Ημερήσιο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος», «ελβετικά φράγκα» και «κίνδυνος» επανειλημμένα στους όρους 1, 2, 4.5, 5.1, 8.1,10, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον η επαφή και η γνωριμία της ενάγουσας -δανειολήπτριας με τους εν λόγω όρους και να δίδεται η δυνατότητα σε αυτή να διατυπώνουν ερωτήσεις και απορίες στην υποτιθέμενη περίπτωση, που αγνοούσε, κατά την κοινή λογική του μέσου συνετού ανθρώπου, την σημασία και έννοια τους. Το πόρισμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, μετά την υπογραφή της τροποποιητικής σύμβασης, εφαρμόσθηκε υπέρ της ενάγουσας το επιτόκιο Libor, που συνόδευε το εν λόγω νόμισμα, το οποίο, κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, ήταν χαμηλότερο του Euribor, που συνόδευε το νόμισμα ευρώ, με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της μηνιαίως καταβαλλομένης δόσης, γεγονός που συνέβαλε στο να αντιληφθεί αυτής (ενάγουσα) τη σημασία της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως προς τη μελλοντική εξέλιξη του δανείου της. Μάλιστα, αυτή (δηλ. η ενάγουσα) διατηρούσε από κοινού με τον προμνησθέντα εγγυητή κατάστημα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και παρά το ότι διήνυε το 25ο έτος της ηλικίας της, διέθετε τη σχετική επαγγελματική εμπειρία, συνεπικουρούμενη από τον εμπειρότερο ως άνω εγγυητή, τις στοιχειώδεις γνώσεις σχετικά με την έννοια και τη λειτουργία τόσο του ορισμού του συναλλάγματος, όσο και του ορισμού της ισοτιμίας, προκειμένου να κατανοήσει τους προρρηθέντες συμβατικούς όρους. Έτσι, η ενάγουσα, κατά την υπογραφή της ως άνω τροποποιητικής πράξης, ανέλαβε τον μεταγενέστερα επελθόντα συναλλακτικό κίνδυνο της ανατροπής της ως άνω ισοτιμίας, που δεν ήταν αποτέλεσμα ενεργειών των υπαλλήλων της τράπεζας, αλλά υπήρξε απότοκος αλλαγής δεδομένων και αλληλοεπιδράσεων της παγκόσμιας οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας η ανατροπή αυτή είναι πιθανή και ενδεχόμενη και μπορούσε να εκτιμήσει, βάσει της επαγγελματικής της δραστηριότητας και από το συνδυασμό των όρων της σύμβασης, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται για αυτή [βλ. σχετ. ΔΕΕ C-26/13, Arpad Kasler, σκέψεις 71-75, και Τάκη Α./Πατσίκα Δ., Τραπεζικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Η νομιμότητά τους ενώπιον του ενωσιακού και του εθνικού δικαστή, Αρμ 2015,191 (ιδίως 196 επ.)]. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από την ενάγουσα παράσταση ψευδών γεγονότων από τους υπαλλήλους της εναγομένης, ως προς τους όρους της επίδικης τροποποιητικής σύμβασης, αφού η ενάγουσα ενημερώθηκε πλήρως σχετικά με αυτούς, και έχοντας τις στοιχειώδεις γνώσεις για να αντιληφθεί το περιεχόμενο τους, αποφάσισε με ελεύθερη βούληση, τη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, προκειμένου να επωφεληθεί από τη διαφορά των επιτοκίων Libor και Euribor. Τη δυνατότητα της μετατροπής αυτής έμμεσα αποδέχεται και ο ενωσιακός νομοθέτης, όπως προκύπτει και από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, η μεταφορά της οποίας στην ελληνική έννομη τάξη αναμένεται (βλ. σχετ. Χασάπη Χρ., Σκέψεις για την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 2014/17/ΕΕ σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης σε καταναλωτές για ακίνητα, που προορίζονται για κατοικία, ΕφΑΔ 2015.714 επ.). Ακολούθως, δεν προέκυψε οποιαδήποτε ενέργεια των υπαλλήλων της εναγομένης, που κατέτεινε στην παραπλάνηση της ενάγουσας ως προς το σκοπό, τις συνέπειες και τους όρους της επίμαχης μετατροπής, προκειμένου αυτή να πεισθεί με αθέμιτο τρόπο να συμμετάσχει σε μια επενδυτική διαδικασία, ούτε στήριξαν τα συμβαλλόμενα μέρη τη σύναψη της τροποποιητικής σύμβασης μόνο στο χαμηλό επιτόκιο και στη χαμηλή μηνιαία δόση, καθιστώντας τούτα δικαιοπρακτικό θεμέλιο της. Προς επίρρωση μάλιστα των παραδοχών αυτών πρέπει να επισημανθεί, ότι η εναγόμενη τράπεζα, σε εκτέλεση του προμνησθέντος με αριθμό 4.6 όρου της επίδικης σύμβασης απέστελνε στην ενάγουσα κάθε μήνα ενημερωτική επιστολή με τον αριθμό λογαριασμού, την ένδειξη CHF, υπόλοιπο σε CHF και δόση σε CHF (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη με ημερομηνία 23.9.2015,23.4.2015,23.12.2014, 23.12.2013, 25.11.2013, 24.12.2012, 23.1.2012, 23.11.2011 επιστολές), χωρίς να αναγράφεται σε αυτές η ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, που όμως δεν ήταν αναγκαίο, αφού μπορούσε αυτή να διακριβωθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, δυνάμει της τιμής του συναλλάγματος, που αναγραφόταν καθημερινά στο δελτίο τιμών της εναγομένης. Τα ανωτέρω δεν ανατρέπονται από το επικαλούμενο γεγονός, ότι στις βεβαιώσεις τόκων και κεφαλαίου, που απέστελνε η εναγόμενη στην ενάγουσα, αναγραφόταν ως χορηγηθέν στεγαστικό δάνειο το ποσό των 321.540,00 ευρώ, καθώς και οι καταβολές, που γίνονταν σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, αφού οι βεβαιώσεις αυτές δίνονταν προς φορολογική χρήση, αλλά ούτε και από το ότι οι υπάλληλοι της εναγομένης δεν την ενημέρωσαν σχετικά με τα προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, αφού δεν είχαν τέτοια υποχρέωση, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης τροποποιητικής σύμβασης, ενώ τυχόν αγορά ασφαλιστικών προγραμμάτων θα απέβαινε σε βάρος της ενάγουσας, αφού θα αυξανόταν το ύψος της μηνιαίας δόσης της. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι επικουρικά σωρευόμενες αγωγικές βάσεις περί ακυρότητας της επίδικης σύμβασης λόγω πλάνης και απάτης, αλλά και αυτές περί αδικοπραξίας, παρελκούσης της έρευνας της προβαλλόμενης από την εναγόμενη ένστασης παραγραφής, και περί καταχρηστικής συμπεριφοράς της εναγομένης, καθώς επίσης και της επικουρικά σωρευόμενης αγωγικής βάσης περί ακυρότητας του με αριθμό 10 ως άνω συμβατικού όρου, αφού με αυτόν απλώς επιβεβαιώνεται η πραγματοποιηθείσα ενημέρωση της ενάγουσας. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, ότι είχε υποβληθεί από άλλους δανειολήπτες, μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, έγκληση, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κατά υπαλλήλων της εναγόμενης τράπεζας, με την οποία εξέθεταν ότι τελέστηκαν σε βάρος τους τα εγκλήματα της κακουργηματικής απάτης, της αισχροκέρδειας, της παραπλάνησης σε χρηματιστηριακές πράξεις, της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές, πλην όμως η με αριθμό ΒΜΓ2013εγχ/7 έγκληση αυτή απορρίφθηκε κατ άρθρο 47 ΚΠΔ με τη με αριθμό 902/2013 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ενώ η ασκηθείσα κατ αυτής προσφυγή απορρίφθηκε με τη με αριθμό 25/2015 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Έτι περαιτέρω, απορριπτέα τυγχάνει και η επικουρικά σωρευόμενη αγωγική βάση περί αναπροσαρμογής της ένδικης οφειλής, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, στο ποσό των 229.813,87 ευρώ δεδομένου ότι, όπως προελέχθη, η εν λόγω τροποποιητική σύμβαση συνήφθη σε ξένο νόμισμα, διότι ήταν ελκυστική ως προς το επιτόκιο αυτής, με την ταυτόχρονη ανάληψη από την ενάγουσα δανειολήπτρια του σχετικού συναλλαγματικού κινδύνου, αλλά και του ενδεχόμενου οφέλους από την μεταβολή της ισοτιμίας των νομισμάτων, καθόσον η μεταβολή της ισοτιμίας μπορούσε να είναι και υπέρ αυτής, αλλά και σε βάρος της, ενώ δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής που να πρέπει να αναπροσαρμοστεί, αφού η ενάγουσα από το χρόνο υπογραφής αυτής έως και το Δεκέμβριο του έτους 2010 επωφελήθηκε από την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, κατά τα όσα έχουν ήδη εκτεθεί. Εξάλλου, το επιχείρημα της ενάγουσας, ότι επακόλουθο της ανατροπής της ισοτιμίας αυτής ήταν η μη μείωση του κεφαλαίου του δανείου σε ευρώ, παρά τη μείωσή του σε ελβετικό φράγκο, δεν αναιρεί το παραπάνω πόρισμα, καθόσον με το ένδικο αίτημα ζητείται η αναπροσαρμογή του υπολοίπου οφειλομένου ποσού του δανείου, με βάση την ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης αυτού, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ως αντιβαίνουσας στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθόσον με αυτόν τον τρόπο απεκδύεται η ενάγουσα του κατά τα ανωτέρω αναληφθέντος από αυτή συναλλαγματικού κινδύνου, μετακυλίοντας αυτόν στην εναγόμενη, η οποία επίσης φέρει τον ίδιο κίνδυνο κατά την αναχρηματοδότησή της για την κάλυψη των σχετικών δανειακών απαιτήσεων των πελατών της σε ελβετικό φράγκο [βλ. Γιοβαννόπουλο P., ό.π., σ. 647 (681)]. Σημειωτέον ότι η ίδια ως άνω κρίση θα ίσχυε και ως προς τη με το ίδιο αίτημα αγωγική βάση, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, εάν ήθελε υποτεθεί, ότι αυτή εφαρμόζεται στην ένδικη σύμβαση, κατά την υποστηριζόμενη στη θεωρία εκδοχή της ως αμφοτεροβαρούς δικαιοπραξίας, λόγω του έντοκου χαρακτήρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου