ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 472/2018
Δικαστής : Ευάγγελος Νικολάου, Πρωτοδίκης
1. Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη την 1813.1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου, της 28ης.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (EE L 175), σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου, με δεδομένο ότι το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (Δ.Ε.Ε. της 25ης.10.2018, C-331/17 Sciotto, EU:C:2018:859, και Δ.Ε.Ε. της 8ης.3.2012, C-251/11 Huet, EU:C:2012:133).
2. Περαιτέρω, η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου προσδιορίζει ως «εργαζόμενο ορισμένου χρόνου» εκείνο το πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως η παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, ο καθορισμός, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου α) θεωρούνται «διαδοχικές» και β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, εναπόκειται στα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και στους κοινωνικούς εταίρους. Είναι μάλιστα αναγκαίο να σημειωθεί πως, μολονότι αυτή η παραπομπή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκεκριμένων κανόνων εφαρμογής των όρων «διαδοχικές» και «αορίστου χρόνου», κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, εξηγείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, το περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται συναφώς στα κράτη-μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικής αποτελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 4ης.7.2006, C-212/04 Αδενέλερ κ.λπ., EU:C:2006:443, και διάταξη της 12ης.6.2008, C-364/07 Βασιλάκης κ.λπ., EU:C:2008:346).
3. Ακόμα, η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έκφραση «ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα» η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στο να καλύπτει κάθε μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο, όπως ακριβώς και τα μέτρα που θεσπίζονται με την εν λόγω ρήτρα, την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να έχει σημασία αν το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν προβλέπει τα ειδικά μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου ή αν ο σκοπός της θέσπισης του μέτρου αυτού δεν ήταν ειδικά η προστασία των εργαζομένων από τις καταχρήσεις που οφείλονται σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή αν το πεδίο εφαρμογής του δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις αυτές. Ως εκ τούτου, εφόσον μέτρο του εθνικού δικαίου μπορεί επίσης να συμβάλλει στην αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, διαπίστωση που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κάνει, πρέπει αυτό να θεωρηθεί ισοδύναμο με τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας- πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 23ης.4.2009, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07 και C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., EU:C:2009:250). Άλλωστε, η ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να καταλήγει να θίγει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω πρόληψης, όπως διασφαλιζόταν προηγουμένως από ένα «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια του σημείου 1 της εν λόγω ρήτρας 5 (Αγγελιδάκη, ό.π.), πολλώ δε μάλλον καθώς τα σημεία 1 και 3 της ρήτρας 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζουν αφενός μεν ότι τα κράτη-μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους διατάξεις και, αφετέρου, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων, στον τομέα που καλύπτεται από αυτήν.
4. Η Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα» (Φ.Ε.Κ. Α 134/19.7.2004). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, οι διατάξεις του εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένου και του προσωπικού των Ο.Τ.Α., καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Δυνάμει δε του άρθρου 10 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ρητά ορίστηκε ότι αυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους εν γένει, καθώς και για τους εργαζόμενους με αναπηρίες.
5. Περαιτέρω, το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις. 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του. 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου».
6. Ακόμα, το άρθρο 6 του εν λόγω διατάγματος ορίζει τα εξής: «Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων: 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς».
7. Σε επίπεδο κυρώσεων, το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Συνέπειες παραβάσεων: 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 του νόμου 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα».
8. Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις παραπάνω προβλέψεις τους, τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 θέτουν σε εφαρμογή, στον δημόσιο τομέα, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου (Αγγελιδάκη, ό.π.). Αντιστοίχως, οι κυρώσεις του άρθρου 7 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπιστεί κατ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, υπό την αναγκαία προϋπόθεση, που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των παραπάνω κυρώσεων, καθιστούν τη διάταξη αυτή κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (Αγγελιδάκη, ό.π., Βασιλάκης, ό.π., και Δ.Ε.Κ., διάταξη της 24ης.4.2009, C-519/08 Κούκου, EU:C:2009:269. Πρβλ. όμως και την απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 21ης.11.2018, C-619/17 de Diego Porras, EU:C:2018:936, σύμφωνα με την οποία εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την υποχρεωτική καταβολή αποζημίωσης στους εργαζόμενους που απασχολούνται με ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές δεν εμπίπτει, εκ πρώτης όψεως, σε μία από τις δύο κατηγορίες μέτρων που σκοπούν στην πρόληψη των καταχρήσεων και τα οποία αναφέρονται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου, ούτε συνιστά «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο για την πρόληψη των καταχρήσεων» κατά την έννοια αυτής της διάταξης καθώς ένα τέτοιο μέτρο δεν φαίνεται ικανό να τιμωρήσει δεόντως την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και να εξαλείψει τις συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης).
9. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. και το προεδρικό διάταγμα 164/2004, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, διά της προσχηματικής επιλογής της σύμβασης ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 1 και 3 του νόμου 2112/1920 (Φ.Ε.Κ. Β 11/18.3.1920), που βρίσκουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, και προβλέπουν ότι «είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».
10. Οι διατάξεις αυτές, αν και ρητώς προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων μόνο σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, συνδυάσθηκαν διαχρονικά από τη νομολογία με τις διατάξεις των άρθρων 281 και 671 του Αστικού Κώδικα και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανέκυπτε ανάγκη ορθού νομικού χαρακτηρισμού μιας σχέσης εργασίας, η οποία, αν και εμφανιζόταν ως σύμβαση ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα, ανανεούμενη ή επαναλαμβανόμενη, απέβλεπε στην εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών του εργοδότη και, γι αυτό, έπρεπε να χαρακτηρισθεί, ορθώς, ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Στο πλαίσιο λοιπόν του εν λόγω ορθού νομικού χαρακτηρισμού μιας τέτοιας σύμβασης, η κρίση περί του ότι πρόκειται, αληθώς, περί σύμβασης αορίστου χρόνου θεωρούνταν ότι δεν συνιστά μετατροπή της ορισμένης διάρκειας της αρχικής σύμβασης, αλλά ορθή νομική υπαγωγή του πραγματικού, που εξ αρχής είχε συντελεστεί, στον προσήκοντα κανόνα δικαίου (Ολ.Α.Π. 7/2011 ΕΕργΔ 2011, 787). Έπειτα δε από τη θέσπιση της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ., η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση θεωρήθηκε ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας- πλαισίου, για την αποφυγή καταχρήσεων από τη χωρίς αντικειμενικό λόγο κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (έτσι στις Α.Π. 1460/2017 και 1375/2017, αμφότερες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα www.areiospagos. gr, και Μον.Εφ.Αιγαίου 185/2014 ΕΕργΔ 2015, 255. Σε επίπεδο θεωρίας βλ. Φ. Δερμιτζάκη / Κ. Τοκατλίδη, «Η εργασία ορισμένου χρόνου υπό το φως των ρητρών 5 και 8 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ», ΕΕργΔ 2006, 397-412/453-467/517-535/591-608, Πρβλ. επίσης και τη Δ.Ε.Ε. της 3ης.7.2014, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-362/13, C-363/13 και C-407/13, Flamingo κ.λπ. EU:C:2014:2044, κατά την οποία ρύθμιση του εθνικού δικαίου, που θεσπίστηκε πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. και της συμφωνίας-πλαισίου και προβλέπει τη μετατροπή σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας εργαζομένου, ο οποίος απασχολήθηκε αδιαλείπτως από τον ίδιο εργοδότη βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, πληροί τις προϋποθέσεις προκειμένου να θεωρείται «ισοδύναμο μέτρο», κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας πλαισίου, το οποίο πράγματι επιτιμά την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου).
11. Έπειτα όμως από την έναρξη της ισχύος της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο ελληνικό εθνικό δίκαιο, το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε, κατά το έτος 2001, διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα την προσθήκη των παραγράφων 7 και 8 στο άρθρο 103 του Συντάγματος, με τις οποίες προβλέφθηκε αφενός μεν (με την παράγραφο 7) ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής και, αφετέρου (με την παράγραφο 8), ότι «νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
12. Κατόπιν αυτής της εξέλιξης το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 εφαρμόστηκε από την ελληνική νομολογία ως προϋπάρχον, ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, μόνο επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες καταρτίστηκαν με φορείς του δημοσίου πριν από την έναρξη ισχύος των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και των άρθρων 5 και 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 και συνέχισαν να είναι ενεργές και μετά τον χρόνο έναρξης της ισχύος αυτών, καλύπτοντας κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, με το σκεπτικό ότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη ενιαία, κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλαδή και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, τον οποίο (χαρακτήρα) διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (έτσι η προαναφερθείσα Ολ.Α.Π. 7/2011 και, πιο πρόσφατα, η Ολ.Α.Π. 13/2017 ΕΕργΔ 2018, 703). Τουναντίον, κατά την απολύτως κρατούσα νομολογία, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, και δη του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, καθιστώντας αδύνατη την εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 σε μία τέτοια περίπτωση (πρβλ. Ολ.Α.Π. 20/2007 ΝοΒ 2007, 2096, και, ενδεικτικά, τις πρόσφατες Α.Π. 651/2018, 618/2017 και 1460/2017, διαθέσιμες στην ίδια ως άνω ιστοσελίδα www.areiospagos.gr).
13. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 265 παρ. 1 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (νόμος 3584/2007, Φ.Ε.Κ. Α 143/2007, στο εξής Κ.Κ.Δ.Κ.Υ.), οι Ο.Τ.Α. επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχικών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των παραγράφων 2-17 του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 (Φ.Ε.Κ. Α 28/1994), όπως εκάστοτε ισχύει. Με αυτό το περιεχόμενο, η ρύθμιση του άρθρου 205 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994, στην οποία παραπέμπει ευθέως, επιτρέπει μεν τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από τους Ο.Τ.Α., που αποβλέπουν στη θεραπεία των ανωτέρω αναγκών, με χρονική διάρκεια η οποία δεν υπερβαίνει κατά βάση τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, καθιστά όμως παράλληλα αυτοδικαίως άκυρη κάθε παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης μέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστημα ή μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου (άρθρο 21 παρ. 2 του νόμου 2190/1994). Προς δε τούτο, τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν την καταβολή αποδοχών στο προσωπικό που συμπλήρωσε την προβλεπόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται σε αυτά οι καταβληθείσες αποδοχές, οι δε προϊστάμενοι υπηρεσιών ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των κειμένων ρυθμίσεων, διώκονται αυτεπαγγέλτως για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία, ενώ, επιπλέον, προβλέπεται καταλογισμός των αποδοχών και εις βάρος των λαβόντων, εφόσον διαπιστωθεί ότι από δόλο ή βαρεία αμέλεια συνέπραξαν στη μη νόμιμη πρόσληψή τους (άρθρο 21 παρ. 4, 5 και 15 του νόμου 2190/1994).
14. Κατά τα λοιπά, με τη διάταξη του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012 (Φ.Ε.Κ. Α 250/20.12.2012), ως είχε υπό την αρχική της μορφή, ορίστηκε ότι οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί και θα συναφθούν μέχρι 31.12.2012 και αφορούν στην καθαριότητα των κτιρίων των Δ.Ο.Υ. και των Κτηματικών Υπηρεσιών θεωρούνται νόμιμες και οι σχετικές δαπάνες για παρασχεθείσες μέχρι τότε υπηρεσίες μπορούν να πληρωθούν.
15. Η διάταξη αυτή αναδιατυπώθηκε, στη συνέχεια, με το άρθρο 23 του νόμου 4151/2013 (Φ.Ε.Κ. Α 103/29.4.2013), ως προς την αναφερόμενη καταληκτική ημεροχρονολογία της 31ης.12.2012, την οποία επιμήκυνε μέχρι την 31112.2013. Επακολούθησε ο νόμος 4325/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 47/11.5.2015), με το άρθρο 49 του οποίου διευρύνθηκε το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, ορίζοντας ότι συμβάσεις για την καθαριότητα των κτιρίων δημοσίων υπηρεσιών και λοιπών δημοσίων φορέων, καθώς και για τις κάθε είδους υπηρεσίες καθαριότητας των Ο.Τ.Α., μπορούν να παρατείνονται μέχρι 31.5.2015.
16. Με το άρθρο 50 του επιγενόμενου νόμου 4351/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 164/4.12.2015) η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 49 του νόμου 4325/2015 αντικαταστάθηκε με τη θέσπιση αυτοδίκαιης παράτασης μέχρι 31.12.2016 των ισχυουσών ατομικών συμβάσεων εργασίας για την καθαριότητα των κτιρίων δημοσίων υπηρεσιών και λοιπών δημοσίων φορέων, καθώς και για τις κάθε είδους υπηρεσίες καθαριότητας των Ο.Τ.Α., καθώς και εκείνων που έχουν λήξει μέχρι 30 ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος του, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης.
17. Μεταγενεστέρως, με το άρθρο 12 της από 30.12.2015 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (Φ.Ε.Κ. Α 184/30.12.2015, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του νόμου 4366/2016, Φ.Ε.Κ. Α 18/15.2.2016), το εν λόγω άρθρο 167 του νόμου 4099/2012 αντικαταστάθηκε εκ νέου και συμπεριέλαβε στη νομοτυπική μορφή του και όσες συμβάσεις επρόκειτο να υπογραφούν μέχρι 31.12.2015, νομοθετώντας την εκ των προτέρων, αυτοδίκαιη παράτασή τους μέχρι 31.12.2016.
18. Εν συνεχεία, με το άρθρο 76 του νόμου 4386/2016 (Φ.Ε.Κ. Α 83/11.5.2016) προστέθηκε μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, όπως ίσχυε, νέο εδάφιο, με το οποίο προβλέφθηκε ότι η αυτοδίκαιη παράταση μέχρι 31.12.2016 των ατομικών συμβάσεων εργασίας περί των οποίων διαλαμβάνει το προηγούμενο εδάφιο του άρθρου εφαρμόζεται από την ισχύ του νόμου 4325/2015 (δηλαδή από 11.5.2015) και για τις συμβάσεις του προσωπικού που προσλήφθηκε για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών, εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών στον τομέα της καθαριότητας με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες εντός συνολικού διαστήματος 12 μηνών.
19. Τέλος, με τη χρονικώς ύστερη διάταξη του άρθρου 16 του νόμου 4429/2016 (Φ.Ε.Κ. Α 199/21.10.2016), το άρθρο 167 του νόμου 4099/2012 αντικαταστάθηκε εκ νέου και έλαβε την ακόλουθη μορφή: «Οι ισχύουσες ατομικές συμβάσεις και όσες ατομικές συμβάσεις έχουν λήξει μέχρι και ενενήντα (90) ημέρες πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου για την καθαριότητα των κτιρίων των δημοσίων υπηρεσιών, των ανεξάρτητων αρχών, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ν.Π.Ι.Δ. και των Ο.Τ.Α., όπως επίσης για κάθε είδους Υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. αρμόδιες για την καθαριότητα, καθώς και για την εξυπηρέτηση αναγκών καθαριότητας σε άλλες Υπηρεσίες των Ο.Τ.Α., παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι και τις 31.12.2017, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης. Στην ως άνω παράταση δεν εμπίπτουν οι ατομικές συμβάσεις που συνήφθησαν για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών, εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών στον τομέα της καθαριότητας, η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες εντός συνολικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών, και οι οποίες έχουν συναφθεί από την 1.1.2016 και μετά». Στην αιτιολογική έκθεση της με αριθμό 689/76/4.10.2016 τροπολογίας, δυνάμει της οποίας διατυπώθηκε το ως άνω άρθρο (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων), εκτίθεται ότι «Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος καθαριότητας των δημοσίων υπηρεσιών επιβάλλει την κατά το δυνατόν επαρκέστερη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών σε προσωπικό καθαριότητας με παράλληλη θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων του... Η εν λόγω τροπολογία είναι αναγκαία και κατάλληλη για την αντιμετώπιση του επιτακτικού προβλήματος της καθαριότητας των δημοσίων υπηρεσιών λαμβανομένων υπόψη των εγγεγραμμένων διαθέσιμων πιστώσεων στους οικείους προϋπολογισμούς, καθώς επιφέρει αυτοδικαίως, παράταση της ισχύος μέχρι 31.12.2017 και συγκεκριμένα: Α) των ισχυουσών ατομικών συμβάσεων καθαριότητας Β) των ατομικών συμβάσεων καθαριότητας που έχουν λήξει ως και εξήντα (60) ημέρες πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου».
20. Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, όπως αυτή ισχύει έπειτα από τις προεκτεθείσες αλλεπάλληλες μεταβολές, αντικαταστάσεις και τροποποιήσεις της είχε ως αποτέλεσμα οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, στις οποίες αναφέρεται η διάταξη κατά χρόνο και αντικείμενο, να δύνανται να παραταθούν αυτοδικαίως, μόνο με την έκδοση σχετικών διαπιστωτικών πράξεων κάθε φορέα απασχόλησης, χωρίς καμία άλλη διαδικασία και απόφαση του αρμόδιου συλλογικού οργάνου διοίκησης του φορέα και χωρίς να προηγείται εκτίμηση σχετικά με το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι ανάγκες που εξ αρχής επέβαλαν τη σύναψη των συμβάσεων αυτών. Έτσι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της καθαριότητας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, καταρτίστηκαν αρχικά για διάστημα οκτώ μηνών, κατ επίκληση των εξαιρετικών προϋποθέσεων του άρθρου 205 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ., ανεξάρτητα και πέρα από τις αντίστοιχες πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Ο.Τ.Α., η, κατ εκτίμηση του νομοθέτη, εξακολούθησή τους μέχρι την 31η.12.2017, και μάλιστα με ρυθμίσεις αναδρομικής ισχύος που καταλαμβάνουν ειδικά και εξαιρετικά τις συγκεκριμένες συμβάσεις εργασίας καταδεικνύει ότι οι ανάγκες τις οποίες αυτές καλύπτουν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν χαρακτήρα πρόσκαιρο, εποχικό ή περιοδικό.
21. Πρόσφατα, μάλιστα, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι η αυτοδίκαιη παράταση, κατ εφαρμογή του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, όπως τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και ισχύει, των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οκτάμηνης διάρκειας του άρθρου 205 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ., για την κάλυψη των αναγκών των Ο.Τ.Α. στον τομέα της καθαριότητας, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, διότι επέρχεται ανεπίτρεπτη διαδοχικότητα συμβάσεων που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους εργασίας, χωρίς να τίθενται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο, προεχόντως διότι ενέχει πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης αυτού του είδους των συμβάσεων (βλ. τα πρακτικά της 9ης γενικής συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 10ης.5.2017 (θέμα Β), διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Ελεγκτικού Συνεδρίου www.elsyn.gr).
22. Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, ο Έλληνας νομοθέτης, με το άρθρο 25 του νόμου 4456/2017 (Φ.Ε.Κ. Α 24/1.3.2017), όρισε ότι: «1. Δαπάνες για την καθαριότητα των κτιρίων των δημοσίων υπηρεσιών, των ανεξάρτητων αρχών, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ν.Π.Ι.Δ. και των Ο.Τ.Α. και των νομικών τους προσώπων, όπως επίσης και για κάθε είδους ανταποδοτικές υπηρεσίες των Ο.Τ.Α., συνδέσμων Ο.Τ.Α. ή των νομικών τους προσώπων, σχετικές με την καθαριότητα, οι οποίες έχουν προκύψει από ατομικές συμβάσεις, οι οποίες παρατάθηκαν κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 49 του νόμου 4325/2015 (Α 47), του άρθρου 50 του νόμου 4351/2015 (Α 164), του άρθρου 12 της από 30.12.2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του νόμου 4366/2016 (Α 18), του άρθρου 97 του νόμου 4368/2016 (Α 21), του άρθρου 72 του νόμου 4369/2016 (Α 33), του άρθρου 44 του νόμου 4403/2016 (Α 125), του άρθρου 48 του νόμου 4410/2016 (Α 141), του άρθρου 81 του νόμου 4413/2016 (Α 148), καθώς και του άρθρου 16 του νόμου 4429/2016 (Α 199), θεωρούνται σύννομες και εκκαθαρίζονται σε βάρος των πιστώσεων των προϋπολογισμών των οικείων φορέων. Οι δαπάνες των συμβάσεων που έχουν παραταθεί, κατ εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, θεωρούνται σύννομες και για υπηρεσίες που θα παρασχεθούν μέχρι την 31η.12.2017 και μπορούν να πληρώνονται μέχρι την ημερομηνία αυτή. 2. Ειδικά για την περίπτωση των Ο.Τ.Α. α βαθμού, οι δαπάνες της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν σε ανταποδοτικές υπηρεσίες εκκαθαρίζονται κατά προτεραιότητα από τα έσοδα των ανταποδοτικών τελών καθαριότητας και, αν αυτά δεν επαρκούν, από τα κάθε είδους, γενικά και μη προοριζόμενα για την κάλυψη των δαπανών αυτών, έσοδα τους».
23. Επίσης, με το άρθρο δέκατο παρ. 4 του νόμου 4506/2017 (Φ.Ε.Κ. Α 191/12.12.2017) όρισε ότι οι κυρώσεις των άρθρων 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 και 21 παρ. 5 του νόμου 2190/1994 δεν είναι εφαρμοστέες για τα αρμόδια όργανα και τους προϊστάμενους των υπηρεσιών των φορέων που απασχόλησαν προσωπικό καθαριότητας προκειμένου να καλύψουν επείγουσες ανάγκες κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2017 μέχρι 12.12.2017, καθώς και ότι χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί μετά τις 30.6.2017 για την απασχόληση του ως άνω προσωπικού δεν αναζητούνται.
24. Τέλος, με το άρθρο τρίτο παρ. 2 και 3 του νόμου 4528/2018 (Φ.Ε.Κ. Α 50/16.3.2018), όρισε ότι «2. Το χρονικό διάστημα των συμβάσεων έργου ή μίσθωσης έργου ή παροχής υπηρεσιών, που συνάφθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 97 του νόμου 4368/2016 ή 167 του νόμου 4099/2012, όπως έχει εκάστοτε τροποποιηθεί και ισχύει, δεν προσμετράται στο ανώτατο χρονικό διάστημα των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, κατά την έννοια των άρθρων 5, 6 και 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004. 3. Η ισχύς των παραγράφων 1 και 2 αρχίζει από την 1.11.2016 για όλες τις συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους».
25. Από τις τελευταίες αυτές πρωτοβουλίες του Έλληνα νομοθέτη (άρθρο 25 του νόμου 4456/2017, άρθρο δέκατο παρ. 4 του νόμου 4506/2017 και άρθρο τρίτο παρ. 2 και 3 του νόμου 4528/2018) εναργώς προκύπτει η βούλησή του να θεραπεύσει, εκ των υστέρων και κατά τρόπο αναδρομικό, την κατά τα φαινόμενα αντίθεση των διαδοχικών παρατάσεων, που επέφερε στις σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των Ο.Τ.Α. η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, με τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 και, συνακόλουθα, με τη ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ.
26. Έτσι, με το άρθρο 25 του νόμου 4456/2017 καθιστά σύννομες, κατά τρόπο κυριαρχικό, τις δημόσιες δαπάνες που προκλήθηκαν από την απασχόληση των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των Ο.Τ.Α. καθ όλη τη διάρκεια των παρατάσεων των συμβάσεων εργασίας τους δυνάμει του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, εγκυροποιώντας την αιτία αυτών των δαπανών, ήτοι τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των Ο.Τ.Α. που παρατάθηκαν μέχρι 31.12.2017. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο καθιστά πρακτικώς αδύνατη τη λήψη από τους εργαζόμενους, που απασχολήθηκαν στην καθαριότητα των Ο.Τ.Α. με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες παρατάθηκαν αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, καθώς η τελευταία προϋποθέτει την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας τους, κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω διατάγματος (πρβλ. σχετικά την προαναφερθείσα Α.Π. 651/2018, καθώς και τη Μον.Εφ.Λάρισας 431/2017 ΕΕργΔ 2018, 92). Παράλληλα, με το άρθρο τρίτο παρ. 2 και 3 του νόμου 4528/2018 επιχειρεί να παρατείνει, ειδικά για τη περίπτωση των εργαζομένων στην καθαριότητα των Ο.Τ.Α. και πάντοτε εκ των υστέρων, την πρόβλεψη του προεδρικού διατάγματος 164/2004 σχετικά με τη μέγιστη συνολική διάρκεια που μπορεί να έχουν διαρκώς ανανεούμενες σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ώστε να εξακολουθεί να πληρούται, έστω και φαινομενικά, τουλάχιστον ένα από τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης που προβλέπουν το προεδρικό διάταγμα 164/2004 και η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου και να δύναται να δικαιολογηθεί η απασχόληση αυτών με διαδοχικές παρατάσεις των συμβάσεων εργασίας τους. Ταυτόχρονα, με το άρθρο δέκατο παρ. 4 του νόμου 4506/2017, σε συνδυασμό με το άρθρο 25 του νόμου 4456/2017, αδρανοποιεί κάθε δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, λόγω της καταχρηστικής εργαλειοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από τους Ο.Τ.Α. για την κάλυψη των αναγκών τους στην καθαριότητα, που είχε ως αποτέλεσμα η εφαρμογή του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, ενώ παρέχει αμνηστία στους εκπροσώπους των φορέων που απασχόλησαν προσωπικό καθαριότητας με τον παραπάνω τρόπο, καθιστώντας αδύνατο τον σε βάρος τους ποινικό αλλά και τον δημοσιονομικό καταλογισμό που προβλέπει το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004.
27. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, με έναρξη διαφορετικά χρονικά σημεία του έτους 2015, απασχολήθηκαν στις υπηρεσίες καθαριότητας του εναγόμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, αρχικά οκτάμηνης διάρκειας, η διάρκεια των οποίων ανανεώθηκε χωρίς διακοπή μέχρι την 31η.12.2017, και δη ο πρώτος Μ.Β. από 28.9.2015 μέχρι 31.12.2017 με την ειδικότητα του ημερήσιου οδηγού απορριμματοφόρου αυτοκινήτου, ο δεύτερος Γ.Κ. από 21.7.2015 μέχρι 31.12.2017 με την ειδικότητα του ημερήσιου εργάτη καθαριότητας (συνοδού απορριμματοφόρου αυτοκινήτου), ο τρίτος Γ.Κ. από 21.7.2015 μέχρι 31.12.2017 με την ειδικότητα του οδηγού απορριμματοφόρου αυτοκινήτου, ο τέταρτος Μ.Μ. από 21.7.2015 μέχρι 31.12.2017 με την ειδικότητα του ημερήσιου εργάτη καθαριότητας (συνοδού απορριμματοφόρου αυτοκινήτου) και ο πέμπτος Μ.Π. από 21.12.2015 μέχρι 31.12.2017 με την ειδικότητα του ημερήσιου εργάτη καθαριότητας (συνοδού απορριμματοφόρου αυτοκινήτου), υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και έναντι των, αναφερόμενων στη αγωγή, μηνιαίων αποδοχών. Ότι, λόγω έλλειψης μόνιμου προσωπικού του εναγομένου Ο.Τ.Α., οι ενάγοντες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου στη συγκεκριμένη υπηρεσία του, με αποτέλεσμα οι συμβάσεις εργασίας τους να υποκρύπτουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταχρηστικά έλαβαν τη μορφή διαρκώς ανανεούμενων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Κατόπιν αυτών και με την κύρια βάση της αγωγής τους, ζητούν, επικαλούμενοι τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, για την αποφυγή καταχρήσεων από τη χωρίς αντικειμενικό λόγο κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να αναγνωριστεί ότι συνδέονται με τον εναγόμενο, από την αρχική πρόσληψη καθενός, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους την 31η.12.2017 εκ μέρους του εναγομένου. Ζητούν ακόμα, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Ο.Τ.Α., υπό την απειλή χρηματικής ποινής να τους απασχολεί δυνάμει της ως άνω σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
28. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14, αριθμός 2 και 25, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ωστόσο, με βάση τα όσα εκτίθενται στις παραπάνω μείζονες σκέψεις, η απόφανση για το νόμιμο της κύριας βάσης αυτής προϋποθέτει ως αναγκαίο όρο ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, για την οποία το παρόν Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να ενεργοποιήσει τη διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, που προβλέπει το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.).
29. Πιο συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι με τις κατατεθειμένες προτάσεις του ο εναγόμενος Δήμος αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι η χρονική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των εναγόντων παρατάθηκε αυτοδίκαια μέχρι την 31η.12.2017, έπειτα από ρητή προς τούτο επιταγή του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, όπως αυτό κατά καιρούς τροποποιήθηκε και ισχύει. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι οι, κατά τα ανωτέρω, διαδοχικές παρατάσεις της χρονικής διάρκειας των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων αντίκεινται στις διατάξεις της συμφωνίας- πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ., καθώς και στο προεδρικό διάταγμα 164/2004, που είχε ως σκοπό την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική έννομη τάξη, παραβίαση που καθιστά μη νόμιμο το αίτημα των εναγόντων να χαρακτηριστούν οι συμβάσεις εργασίας τους ως αορίστου χρόνου. Σε κάθε δε περίπτωση, ο εναγόμενος Δήμος, επικαλούμενος το άρθρο 103 του Συντάγματος, ισχυρίζεται ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, που συνήφθησαν έπειτα από τη θέση σε ισχύ της συνταγματικής αυτής διάταξης, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
30. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατ αρχάς ανακύπτει ζήτημα για το εάν οι παρατάσεις των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στις υπηρεσίες καθαριότητας Ο.Τ.Α., τις οποίες προέβλεψε το άρθρο 167 του νόμου 4099/2012, υπάγονται στην έννοια των «διαδοχικών» συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια των ρητρών 1 και 5 σημείο 2 της συμφωνίας-πλαισίου. Πιο συγκεκριμένα, και όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, ως διαδοχικές συμβάσεις ορίζονται εκείνες που καταρτίζονται, έχοντας μάλιστα απαραιτήτως περιαφεί τον έγγραφο τύπο σε κάθε περίπτωση που δεν πρόκειται για απασχόληση ευκαιριακού χαρακτήρα, μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Εν όψει αυτού του ορισμού της έννοιας των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το εθνικό μέτρο εναρμόνισης με την Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., ανακύπτει το ερώτημα εάν θα διακύβευε τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας - πλαισίου μία ερμηνεία που θα εξαιρούσε από το πεδίο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος 164/2004, και κατ επέκταση της συμφωνίας-πλαισίου, την αυτοδίκαιη παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δυνάμει ρητής νομοθετικής διάταξης, με την αιτιολογία ότι δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης σύμβασης εργασίας.
31. Για την περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, άποψη προς την οποία κατατείνει και το παρόν Δικαστήριο, είναι καταφανές ότι οι, διά των διαρκών τροποποιήσεων της επίμαχης διάταξης του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012 θεσπιζόμενες, επάλληλες παρατάσεις των συναφθεισών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της καθαριότητας των Ο.Τ.Α. θα αντίκεινται στο σύνολο των μέτρων πρόληψης της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψαν τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, κατ επιταγήν της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς: 1ον) μεταξύ των επιμέρους παρατάσεων δεν μεσολάβησε το παραμικρό χρονικό διάστημα, 2ον) δεν γίνεται μνεία του οποιουδήποτε αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τις παρατάσεις αυτές, οι οποίες έλαβαν χώρα αυτοδικαίως, με μόνη την έκδοση διαπιστωτικών πράξεων από τους επιμέρους φορείς απασχόλησης, 3ον) ο αριθμός παρεμβάσεων του Έλληνα νομοθέτη αναφορικά με τη διάρκειά τους και, συνακόλουθα, ο αριθμός παρατάσεών τους, υπερέβη τις τρεις, και 4ον) η διάρκειά τους υπερέβη την, προβλεπόμενη στο προεδρικό διάταγμα 164/2004, ανώτατη χρονική διάρκεια των 24 μηνών, που μπορεί να έχουν διαδοχικές σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα.
32. Υπό αυτήν την έννοια, η θεσμοθέτηση από τον Έλληνα νομοθέτη των άρθρων α) 167 του νόμου 4099/2012, όπως αυτό ισχύει έπειτα από τις προεκτεθείσες, αλλεπάλληλες μεταβολές, αντικαταστάσεις και τροποποιήσεις του, β) 25 του νόμου 4456/2017, γ) δέκατο παρ. 4 του νόμου 4506/2017, και δ) τρίτο παράγραφοι 2 και 3 του νόμου 4528/2018, θα κατέληγε να διακυβεύει τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της ίδιας της συμφωνίας- πλαισίου, καθώς από τη μία με το άρθρο 167 του νόμου 4099/2012 εν τοις πράγμασι θα ετίθετο εκποδών το σύστημα πρόληψης των καταχρήσεων από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που ο ίδιος θέσπισε, κατ επιταγήν της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ., και, από την άλλη, θα αποστερούνταν από κάθε περιεχόμενο το σύστημα κυρώσεων που έχει τεθεί σε εφαρμογή από το προεδρικό διάταγμα 164/2004 για την πάταξη αυτών των καταχρήσεων. Άλλωστε και το Δ.Ε.Ε. έχει κρίνει συναφώς ότι εθνική διάταξη που περιορίζεται στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπόμενου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν είναι συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο, ενέχοντας πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης αυτού του είδους των συμβάσεων (Δ.Ε.Ε. της 14ης.9.2016, C-16/15 Perez Lopez, EU:C:2016:679, και Δ.Ε.Ε. της 26ης.2.2015, C-238/14 Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, EU:C:2015:128).
Περαιτέρω, όταν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να τιμωρείται δεόντως η κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2 πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ., τα κράτη-μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η [ως άνω] Οδηγία» (Δ.Ε.Ε. της 14ης.9.2016, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-184/15 και C-197/15, Martinez Andres και Castrejana Lopez, EU:C:2016:680, και διάταξη Δ.Ε.Ε. της 21ης.9.2016, C-614/15 Popescu, EU:C:2016:726).
33. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι οι ρήτρες 5 σημείο 1 και 8 σημείο 3 της συμφωνίας-πλαισίου δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα (Αγγελιδάκη, ό.π.), θα ανέκυπτε η υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να είναι σύμφωνη με τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. (Αγγελιδάκη, ό.π., σκ. 212. Για την υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου βλ. τις ΟλΑΠ. 11/2013 ΕπισκΕμπΔ 2013, 890, και ΟλΑΠ. 23/1998 ΕλλΔνη 1998, 793, και, σε επίπεδο θεωρίας, Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2013, επ.), λαμβάνοντας μάλιστα υπ όψιν ότι αυτή η υποχρέωση αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερων όσο και μεταγενέστερων της Οδηγίας για την οποία πρόκειται (Αδενέλερ, ό.π., Αγγελιδάκη, ό.π., και Βασιλάκης, ό.π.).
34. Υπό αυτές τις συνθήκες ζητούμενο θα ήταν εάν, σε περίπτωση νομοθέτησης και εφαρμογής μίας τέτοιας πρακτικής, αντίθετα προς τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψε το μέτρο εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τη ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου από το παρόν Δικαστήριο θα περιελάμβανε την εφαρμογή ενός προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, όπως είναι το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
35. Τέλος, για την περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, άποψη προς την οποία κατατείνει και το παρόν Δικαστήριο, ζήτημα θα ανέκυπτε σχετικά με το εάν θα συνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό της υποχρέωσης σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου μία διάταξη συνταγματικής περιωπής, όπως αυτή του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του ελληνικού Συντάγματος, έπειτα από την αναθεώρηση του έτους 2001, με την οποία απαγορεύεται απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό το κράτος ισχύος της πιο πάνω διάταξης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστώντας αδύνατη την εφαρμογή ενός προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, όπως είναι το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, και αποστερώντας τη δυνατότητα εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
36. Κατόπιν των ανωτέρω, και προκειμένου να ανταποκριθεί με πληρότητα στο καθήκον ερμηνείας του, εφαρμοστέου στην ένδικη διαφορά, ενωσιακού δικαίου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να ανασταλεί η εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης (άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. και Α.Π. 161/2009 ΕλλΔνη 2010, 743) και να απευθυνθούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 267 Σ.Λ.Ε.Ε., τα προδικαστικά ερωτήματα που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
37. Περαιτέρω, από τα όσα προεξετέθησαν καθίσταται προφανές ότι μία απόκριση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία θα κατέτεινε στη δυνατότητα εφαρμογής, στην ένδικη υπόθεση, του άρθρου 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, ως προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, θα επέτρεπε την εκτίμηση των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Ωστόσο, ο εναγόμενος Δήμος έχει πάψει να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων ήδη από την 31η.12.2017, ημεροχρονολογία κατά την οποία έληξε η διάρκεια των ανανεώσεων των συμβάσεων εργασίας τους. Παρά δε την άμεση άσκηση της ένδικης αγωγής από τους ενάγοντες, ελλοχεύει ο κίνδυνος, εάν ακολουθηθεί η συνήθης προδικαστική διαδικασία, η όλη δικαστική διαδικασία, μέχρι την εκ νέου εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο, έπειτα από την απόφανση του Δ.Ε.Ε. επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβάλλονται με την παρούσα απόφαση, να διαρκέσει για ιδιαιτέρως μακρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι εναγόμενοι θα έχουν αποστερηθεί τη θέση εργασίας τους, με αυτονόητους τους κινδύνους για τον εν γένει βιοπορισμό τους. Ακόμα, αυτή η μακρόχρονη απομάκρυνση των εναγόντων από τις θέσεις εργασίας τους θα καθιστούσε ευχερέστερη την κάλυψή τους από άλλους, με σχέσεις ορισμένου ή ακόμα και αορίστου χρόνου, δημιουργώντας de facto καταστάσεις που πιθανώς να μην επέτρεπαν, ή να καθιστούσαν ιδιαιτέρως δυσχερή, την επάνοδο των εναγόντων σε αυτές, ακόμα και έπειτα από μία ευνοϊκή για τους ίδιους δικαστική κρίση. Ταυτόχρονα, θα αναιρούσε κάθε δυνατότητα ορθολογικού προγραμματισμού προσλήψεων από τον εναγόμενο Δήμο, και μάλιστα στον ιδιαιτέρως κρίσιμο τομέα της καθαριότητας, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ως άνω αβεβαιότητα, καθώς δεν θα του επέτρεπε ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό κάλυψης των αναγκών του στον τομέα αυτό. Κατόπιν τούτων, κρίνεται αναγκαίο να ζητηθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η εφαρμογή, στην κρινόμενη περίπτωση, της ταχείας προδικαστικής διαδικασίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 105 του Κώδικα Διαδικασίας του Δ.Ε.Ε.
38. Διάταξη για τα δικαστικά έξοδα δεν θα περιληφθεί, καθόσον η απόφαση με την οποία απευθύνεται προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Ε. δεν είναι οριστική (Α.Π. 849/1988 ΕλλΔνη 1989, 1320, Εφ.Αθ. 2782/1987 Αρμ 1988, 169, Ε. Σαχπεκίδου, «Προδικαστική παραπομπή: Η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστή μέχρι το σημείο της υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος» ΕΕΕυρΔ 1995, 315-330, και Ν. Νίκας, Πολιτική δικονομία, τόμος III, Σάκκουλας, 2007).
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Αναστέλλει την εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης.
Απευθύνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
1) Θα διακύβευε τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη την 1813.1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου, της 28ης.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία- πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (EE L 175), μία ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου, που έχουν θεσπιστεί για την ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στην εθνική έννομη τάξη, η οποία θα εξαιρούσε από τον ορισμό των «διαδοχικών» συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια των ρητρών 1 και 5 σημείο 2 της συμφωνίας - πλαισίου, την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δυνάμει μίας ρητής νομοθετικής διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως αυτής του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, με την αιτιολογία ότι δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης σύμβασης εργασίας ;
2) Σε περίπτωση νομοθέτησης και εφαρμογής μίας πρακτικής, στον τομέα της απασχόλησης των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αντίθετα προς τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης, που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψε το μέτρο εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τη ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου από ένα εθνικό δικαστήριο θα περιελάμβανε και την εφαρμογή μίας διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, ως προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου;
3) Σε περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, θα συνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό της υποχρέωσης σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου μία διάταξη συνταγματικής περιωπής, όπως αυτή του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του ελληνικού Συντάγματος, έπειτα από την αναθεώρηση του έτους 2001, με την οποία απαγορεύεται απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό το κράτος ισχύος της πιο πάνω διάταξης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστώντας αδύνατη την εφαρμογή ενός προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, όπως είναι το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, και αποστερώντας τη δυνατότητα εκτίμησης των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες;
Αιτείται την εφαρμογή της ταχείας προδικαστικής διαδικασίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 105 του Κώδικα Διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διατάσσει τον Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου να διαβιβάσει ηλεκτρονικώς στη Γραμματεία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στην ηλεκτρονική διεύθυνση DDP-GreffeCour@curia.europa.eu) αντίγραφα : α) της παρούσας απόφασης, β) της υπό κρίση αγωγής γ) των προτάσεων που έχουν καταθέσει οι διάδικοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και δ) ενός αντιγράφου της παρούσας απόφασης στο οποίο θα έχουν απαλειφθεί τα ονόματα των φυσικών προσώπων, των οποίων γίνεται μνεία στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 22 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (EE C 257/2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου