Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR)


Γράφει ο κ. Νικόλας Κανελλόπουλος


Ο Γενικός Κανονισμός για την προστασία προσωπικών δεδομένων περιλαμβάνει 173 αιτιολογικές σκέψεις και 99 άρθρα.  Με δεδομένο όμως ότι εισάγει για πρώτη φορά ορισμένες νέες έννοιες, καθώς και ότι δεν έχει ακόμα ψηφιστεί εθνικός νόμος, ο οποίος θα όφειλε να εξειδικεύει ορισμένα νομικά ζητήματα του νέου νομικού πλαισίου, απαιτείται συχνά συνδυαστική ανάγνωση με σχετικές οδηγίες, αποφάσεις και απόψεις των εθνικών και ενωσιακών εποπτικών αρχών και συμβουλευτικών οργάνων, όπως λ.χ. της γνωστής ομάδας του άρθρου 29 και ήδη του  Ευρωπαϊκού Συμβούλιου Προστασίας Δεδομένων.
Για ορισμένα δε σύνθετα ζητήματα, τα οποία δεν έχουν ακόμα επαρκώς ρυθμιστεί, η κατεύθυνση αναμένεται να δοθεί από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και το ΣτΕ που θα κληθούν να ερμηνεύσουν σύνθετες έννοιες, να αποδομήσουν τεχνικά τον Κανονισμό, διαβάζοντας το σκεπτικό πίσω από αυτόν, θέτοντας το αναγκαίο μέτρο στην στάθμιση κινδύνων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και   διαμορφώνοντας νομολογία  και εν τέλει καθαρή, ομαλή και ομοιογενή εφαρμογή του Κανονισμού.
Συχνά τίθενται ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού που αφορούν οριζόντια σε όλες τις επιχειρήσεις και οργανισμούς, ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται. Ο Κανονισμός, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων και δημιουργεί συχνά αμφιβολίες στις επιχειρήσεις ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο επίτευξής τους.
Ειδικότερα, ο Κανονισμός εισάγει τον ορισμό του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO), ο οποίος είναι υποχρεωτικός σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις και αναφέρονται ρητά σ’ αυτόν.
Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, ο ορισμός DPO τίθεται στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης, η οποία οφείλει να αξιολογήσει την ανάγκη ορισμού του με γνώμονα τις δραστηριότητες, το είδος  και τον όγκο των προσωπικών δεδομένων που συλλέγει και διαχειρίζεται εν γένει.
Καθώς η έννοια του «DPO expert» στην Ελλάδα είναι καινούρια, κρίσιμο είναι να απαντηθεί σε ποιο βαθμό η Αρχή θα αξιολογεί το βιογραφικό αυτού και την απαιτούμενη εμπειρία και κατάρτιση. Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, ενόψει του γεγονότος ότι η παραβίαση των υποχρεώσεων του Κανονισμού ως προς τον ορισμό και τη θέση του DPO συγκαταλέγεται στις παραβιάσεις που επισύρουν  διοικητικά πρόστιμα ύψους έως και 10.000.000 ευρώ ή 2% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών.
Ένα περαιτέρω ειδικότερο ζήτημα το οποίο έχει ανακύψει, αφορά στις περιπτώσεις επεξεργασίας, οι οποίες με το προϊσχύσαν νομικό πλαίσιο απαιτούσαν άδεια της Αρχής. Πρόκειται για τις περιπτώσεις, κυρίως, τήρησης αρχείων και επεξεργασίας δεδομένων ειδικών κατηγοριών, όπως λ.χ. ιατρικά αρχεία.
Πλέον, με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, καταργείται η υποχρέωση των επιχειρήσεων να ζητούν την άδεια της Αρχής και αντ’ αυτής, οι επιχειρήσεις οφείλουν να διενεργούν εκτίμηση αντικτύπου ιδιωτικότητας, προκειμένου να τεκμηριωθεί η ασφάλεια της επεξεργασίας για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων. Τίθεται όμως το ερώτημα του τι γίνεται στις περιπτώσεις που έχει ήδη ληφθεί η άδεια της Αρχής για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών και αυτή είναι ακόμα εν ισχύ κι αν οφείλουν οι επιχειρήσεις να διενεργήσουν DPIA και σε αυτές τις περιπτώσεις ή θεωρούνται ασφαλείς μέχρι την λήξη της άδειάς τους. Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε πραγματοποιηθεί μόνο γνωστοποίηση προς την Αρχή και άρα δεν υπήρξε άδεια της Αρχής που να ορίζει ένα χρονικό διάστημα ισχύος αυτής, δημιουργείται το ερώτημα αν οφείλουν οι επιχειρήσεις να διεξάγουν εκτίμηση αντικτύπου.
Άλλο ζήτημα με ιδιαίτερη σημασία είναι η αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων, όπως όπως είναι η ανάλυση των προτιμήσεων των πελατών μιας επιχείρησης μέσω της χρήσης εργαλείων data analytics και η κατάρτιση του προφίλ των πελατών-  φυσικών  προσώπων.
Η χρήση αυτοματοποιημένων μεθόδων επεξεργασίας δεδομένων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στον τομέα της εμπορικής προώθησης (marketing), καθώς αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για τις επιχειρήσεις στην ανάπτυξη και προώθηση των υπηρεσιών και των προϊόντων τους στην αγορά. Υπό το πρίσμα αυτό, η αξιολόγηση των στοιχείων εκείνων που υπαγάγουν τα πραγματικά περιστατικά στον Κανόνα δικαίου εμφανίζει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον. Ειδικότερα ζητήματα προσοχής αποτελούν το πότε θεωρείται μια απόφαση ότι λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και σε ποιες περιπτώσεις θωρείται ότι η απόφαση αυτή παράγει έννομα αποτελέσματα που αφορούν το υποκείμενο.
Είναι εξίσου κρίσιμο ζήτημα στην πλήρωση του κριτηρίου αυτού, η αναζήτηση κάθε απόφασης που παράγει έννομα αποτελέσματα για το υποκείμενο και σε ποιες περιπτώσεις θωρείται ότι η απόφαση επηρεάζει το υποκείμενο σημαντικά με παρόμοιο τρόπο. Απάντηση θα πρέπει να δοθεί στο αν λογίζεται ως τέτοια απόφαση  και η «επωφελής» απόφαση για το υποκείμενο και αν είναι ικανή μια τέτοια παροχή προσωποποιημένων προσφορών να θεωρηθεί ότι επηρεάζει ένα πρόσωπο σημαντικά ή όχι και είναι αρκετή η απλή προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου.
Επίσης, σημαντικό είναι το ζήτημα ρόλων και αρμοδιοτήτων που εμφανίζεται στη συνεργασία των επιχειρήσεων με εταιρίες που τους τροφοδοτούν, έναντι αμοιβής, με λίστες στοιχείων πιθανών συνεργατών ή κατηγοριών επαγγελματιών (αγορασμένες λίστες). Στις περιπτώσεις αυτές, δεν είναι πάντοτε σαφής η σχέση των μερών ως προς τα δεδομένα που μοιράζονται και δεν είναι εύκολη και η συμβατική αποτύπωσή της.
Χρειάζεται, πολλές φορές, η τεχνική ανάλυση της μεθόδου διαβίβασης των δεδομένων, του χώρου και τρόπου αποθήκευσής τους, της δυνατότητας εισαγωγής μεταβολών στη βάση του αρχείου, καθώς και των δικαιωμάτων πρόσβασης και επεξεργασίας των δεδομένων από κάθε μέρος. Ακόμα πιο σημαντικό ζήτημα, όμως, είναι πως θα διασφαλίζεται η νομιμότητα των δεδομένων που συμπεριλαμβάνονται στις λίστες αυτές. Καθώς προέρχονται από διαφορετικές πηγές, κρίσιμο είναι, το ποιος είναι υπόχρεος έναντι της Αρχής για την κατάλληλη ενημέρωση και λήψη συγκατάθεσης των υποκειμένων, καθώς και το πως θα διασφαλίζεται στα λοιπά μέρη (τα οποία θα λαμβάνουν τις λίστες αυτές) ότι υπάρχει η αναγκαία νόμιμη βάση.
Συνοψίζοντας, η ρύθμιση της επεξεργασίας και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων ισοδυναμεί με επαναπλαισίωση της οικονομικής δραστηριότητας και λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ο  Κανονισμός αποτελεί ένα νέο και αναγκαίο βήμα προόδου, τόσο προς την ενίσχυση του δικαίου προστασίας των προσωπικών δεδομένων όσο και ως προς την καλλιέργεια μιας κουλτούρας ‘’τάξης’’ στη λειτουργία των επιχειρήσεων και των φορέων για την προστασία της προσωπικότητας του ατόμου. Για την ερμηνεία και ομαλή εφαρμογή του, είναι απαραίτητη η οπτική γωνία τόσο της Αρχής, όσο και των διοικητικών δικαστηρίων, που μέσα από της αποφάσεις τους θα πρέπει  να καθοδηγήσουν και διαφωτίσουν καίρια ζητήματα, τα οποία είτε έχουν ήδη ανακύψει, είτε υπόκειται να ανακύψουν στο μέλλον.

Νικόλας Κανελλόπουλος,
Δικηγόρος, Διευθύνων Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας “Νικόλας Κανελλόπουλος – Χαρά Ζέρβα & Συνεργάτες”, Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Εκτελεστικός Διευθυντής του “Ινστιτούτου για την Προστασία της Ιδιωτικότητας, των Προσωπικών Δεδομένων και την Τεχνολογία” του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (European Public Law Organization-EPLO).
(www.eea.gr, 19 Μαρτίου 2019)

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΜΠρΛασιθίου 472/18 : Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας στο Δημόσιο - Πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζόμενων στον τομέα της καθαριότητας των ΟΤΑ - Αυτοδίκαιη παράταση των εν λόγω συμβάσεων βάσει του άρθρου 167 του Ν.4099/12


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 472/2018

Δικαστής : Ευάγγελος Νικολάου, Πρωτοδίκης


1. Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμέ­νου χρόνου, που συνήφθη την 1813.1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περι­λαμβάνεται στο παράρτημα της Οδη­γίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου, της 28ης.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαί­σιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (EE L 175), σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτρα­πεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου, με δεδομένο ότι το ευεργέτημα της στα­θερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των ερ­γαζομένων, ενώ μόνο υπό ορισμένες πε­ριστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (Δ.Ε.Ε. της 25ης.10.2018, C-331/17 Sciotto, EU:C:2018:859, και Δ.Ε.Ε. της 8ης.3.2012, C-251/11 Huet, EU:C:2012:133).
2. Περαιτέρω, η ρήτρα 3 της συμφω­νίας-πλαισίου προσδιορίζει ως «εργαζό­μενο ορισμένου χρόνου» εκείνο το πρό­σωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως η παρέλευση συ­γκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, ο καθορισμός, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου α) θε­ωρούνται «διαδοχικές» και β) χαρακτηρί­ζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, εναπόκειται στα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και στους κοινωνικούς εταί­ρους. Είναι μάλιστα αναγκαίο να σημειω­θεί πως, μολονότι αυτή η παραπομπή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκε­κριμένων κανόνων εφαρμογής των όρων «διαδοχικές» και «αορίστου χρόνου», κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, εξη­γείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, το περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται συναφώς στα κράτη-μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη δια­κύβευση του σκοπού ή της πρακτικής απο­τελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 4ης.7.2006, C-212/04 Αδενέλερ κ.λπ., EU:C:2006:443, και διάταξη της 12ης.6.2008, C-364/07 Βασιλάκης κ.λπ., EU:C:2008:346).
3. Ακόμα, η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμ­φωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση δια­δοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθε­σία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρα­κτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέ­τρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσό­τερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικει­μενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων ερ­γασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έκφραση «ισοδύναμα νο­μοθετικά μέτρα» η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στο να καλύπτει κάθε μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο, όπως ακριβώς και τα μέτρα που θεσπίζονται με την εν λόγω ρήτρα, την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχι­κών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορι­σμένου χρόνου, χωρίς να έχει σημασία αν το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν προβλέπει τα ειδικά μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου ή αν ο σκοπός της θέσπισης του μέτρου αυτού δεν ήταν ειδι­κά η προστασία των εργαζομένων από τις καταχρήσεις που οφείλονται σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή αν το πεδίο εφαρμογής του δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις αυτές. Ως εκ τούτου, εφόσον μέτρο του εθνικού δικαίου μπορεί επίσης να συμβάλλει στην αποτελεσματι­κή πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμο­ποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, διαπίστωση που ενα­πόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κάνει, πρέπει αυτό να θεωρηθεί ισοδύναμο με τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας- πλαισίου (Δ.Ε.Κ. της 23ης.4.2009, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07 και C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., EU:C:2009:250). Άλλωστε, η ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να καταλήγει να θίγει την απο­τελεσματικότητα της εν λόγω πρόληψης, όπως διασφαλιζόταν προηγουμένως από ένα «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια του σημείου 1 της εν λόγω ρή­τρας 5 (Αγγελιδάκη, ό.π.), πολλώ δε μάλλον καθώς τα σημεία 1 και 3 της ρήτρας 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζουν αφενός μεν ότι τα κράτη-μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους διατάξεις και, αφετέρου, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αι­τιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων, στον τομέα που καλύπτεται από αυτήν.
4. Η Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που εφαρμόζε­ται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με το προε­δρικό διάταγμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμέ­νου χρόνου στον δημόσιο τομέα» (Φ.Ε.Κ. Α 134/19.7.2004). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω προεδρικού δια­τάγματος, οι διατάξεις του εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, συμ­περιλαμβανομένου και του προσωπικού των Ο.Τ.Α., καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέ­ση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Δυνάμει δε του άρθρου 10 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ρητά ορίστηκε ότι αυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευ­νοϊκότερες για τους εργαζόμενους εν γέ­νει, καθώς και για τους εργαζόμενους με αναπηρίες.
5. Περαιτέρω, το άρθρο 5 του προεδρι­κού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις. 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ εξαίρεση, εφό­σον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέ­ως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολο­γούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυ­τήν. Κατ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβα­σης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύ­τερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάτα­ξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του. 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επι­φύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου».
6. Ακόμα, το άρθρο 6 του εν λόγω δια­τάγματος ορίζει τα εξής: «Ανώτατη διάρ­κεια συμβάσεων: 1. Συμβάσεις που κα­ταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ει­δικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας απαγορεύεται να υπερβαί­νουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συν­ολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν του προ­ηγούμενου άρθρου, είτε συνάπτονται κατ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώ­σεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οι­ουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδο­τούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρε­ώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς».
7. Σε επίπεδο κυρώσεων, το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει τα εξής: «Συνέπειες παραβάσεων: 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυ­τοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργα­σίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελί­ας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμ­βάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβά­νεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγ­ματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 του νόμου 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παρά­πτωμα».
8. Όπως έχει συναφώς κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις παραπάνω προβλέψεις τους, τα άρ­θρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 θέτουν σε εφαρμογή, στον δημό­σιο τομέα, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης δια­δοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου (Αγγελιδάκη, ό.π.). Αντιστοίχως, οι κυρώσεις του άρθρου 7 του εν λόγω προεδρικού διατάγ­ματος θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπιστεί κατ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, υπό την αναγκαία προϋπόθεση, που εναπόκειται στο εθνικό δι­καστήριο να διαπιστώσει, ότι οι προϋπο­θέσεις εφαρμογής, καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των παραπάνω κυρώσεων, καθιστούν τη διάταξη αυτή κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμέ­νου χρόνου (Αγγελιδάκη, ό.π., Βασιλάκης, ό.π., και Δ.Ε.Κ., διάταξη της 24ης.4.2009, C-519/08 Κούκου, EU:C:2009:269. Πρβλ. όμως και την απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 21ης.11.2018, C-619/17 de Diego Porras, EU:C:2018:936, σύμφωνα με την οποία εθνι­κή διάταξη η οποία προβλέπει την υποχρε­ωτική καταβολή αποζημίωσης στους εργαζόμενους που απασχολούνται με ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές δεν εμπίπτει, εκ πρώτης όψεως, σε μία από τις δύο κατηγορίες μέτρων που σκοπούν στην πρόληψη των καταχρήσεων και τα οποία αναφέρονται στη ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχεία α έως γ της συμφωνίας-πλαισίου, ούτε συνιστά «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο για την πρόληψη των καταχρήσε­ων» κατά την έννοια αυτής της διάταξης καθώς ένα τέτοιο μέτρο δεν φαίνεται ικανό να τιμωρήσει δεόντως την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων ερ­γασίας ορισμένου χρόνου και να εξαλείψει τις συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης).
9. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την Οδη­γία 1999/70/Ε.Κ. και το προεδρικό διάταγ­μα 164/2004, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την κα­ταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, διά της προσχηματικής επιλογής της σύμβασης ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμε­τωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 1 και 3 του νόμου 2112/1920 (Φ.Ε.Κ. Β 11/18.3.1920), που βρίσκουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, και προβλέπουν ότι «είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νό­μον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμ­βάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

AΠ 767/2018 : "Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας θεωρείται και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη"




Αριθμός 767/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου-Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΑΤ, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Β. του Θ., ..., 2)Ι. Γ. του Π., κάτοικου ..., 3)Π. Ι. του Χ., κάτοικου ..., και 4)Κ. Κ. του Ε., ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΙΝ, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Εορδαίας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 169/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 73/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την με αριθμό κατάθεσης ...6-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 28-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 73/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εργοδότριας εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της εκδοθείσας ερήμην της 169/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Εορδαίας. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον καθένα εργαζόμενο ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το αναφερόμενο ποσό για μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης της εργασίας από τους τελευταίους. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 117/2017ΑΠ 114/2017ΑΠ 447/2015, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 790/2014). 
Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 324/2017ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1502/2010). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους (ΑΠ 1114/2017). 
Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 (ή 560 αρ. 5, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ, επιπλέον δε η ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς ένα από τα παραπάνω περιστατικά, εάν τα υπόλοιπα δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση και ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 (ή 560 αριθ. 6, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015) ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1127/2008, ΑΠ 363/2007). 
Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν τα αυτοτελή περιστατικά που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι αλυσιτελή και συνεπώς δεν θεωρούνται ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1127/2008). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ( 560 αρ. 6) ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017ΑΠ 114/2017, ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017ΑΠ 114/2017, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1504/2011, ΑΠ 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1/1999, ΑΠ 73/2017).