ΔιοικΠρΤριπ 348/18 : Κοινοπραξία - Οφειλή από φόρο - Ευθύνη μελών - Ατομική ειδοποίηση. Επιβολή αναγκάστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου - τράπεζας - από καταλογιστικές πράξεις επιβολής προστίμων ΦΠΑ σε Κοινοπραξία. Ευθύνη των μελών της Κοινοπραξίας - Έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και όχι προσφυγή κατά των καταλογιστικών πράξεων. Αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης για την διενεργηθείσα σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή βεβαίωση, η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι και η κατάσχεση. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει, ούτε το καθ’ ου αποδεικνύει, ότι έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί ειδοποίηση προς τον ανακόπτοντα ατομικά, πριν την επίσπευση της ένδικης κατάσχεσης, με αποτέλεσμα αυτός να απωλέσει στάδιο δικονομικής προστασίας. Δέχεται την ανακοπή.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΡΙΠΟΛΗΣ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ – ΤΜΗΜΑ Β’
ΑΡΙΘΜΟΣ 348/2018
Πρόεδρος: Α. Μάλλιου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
[...] 2. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 10 του Ν 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 43), ορίζεται ότι: «Για τις κοινοπραξίες, [...], που ασκούν επιχείρηση, οι οφειλές κύριες και πρόσθετες, από φόρους, τέλη, εισφορές και από πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις γενικά που αφορούν αυτές βεβαιώνονται στο όνομά τους, η ευθύνη όμως για την καταβολή των οφειλών αυτών βαρύνει αλληλεγγύως και σε ολόκληρο καθένα από τα μέλη τους». Εξάλλου, στο άρθρο 293 του Ν 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος - Νέα εταιρική μορφή - Σήματα - Μεσίτες Ακινήτων - Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμενικών και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 86) ορίζεται ότι: «1. Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. 2. Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία. Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρον. 3. Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο ΓΕΜΗ και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία. 4. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση» ενώ στο άρθρο 294 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. 2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18-28, 38, 39, 47-50 και 64 του Εμπορικού Νόμου 3. [...]».
3. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 10 του Ν 1882/1990 δεν δημιουργεί ιδία υποχρέωση των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του μέλους κοινοπραξίας (για όσο χρονικό διάστημα είχαν την ιδιότητα αυτή), για την καταβολή οφειλών της τελευταίας (από διάφορες αιτίες, όπως φόρους, πρόστιμα, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.), αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών, τα οποία ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως με την κοινοπραξία (δηλαδή με την απειλή μέτρων εκτέλεσης σε βάρος της ατομικής τους περιουσίας) προς πληρωμή της βεβαιωθείσας σε βάρος της οφειλής, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης της οφειλής, αλλά στο στάδιο της είσπραξής της. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξης της αρμόδιας αρχής με την οποία προσδιορίζεται η οφειλή της κοινοπραξίας, ενώ, για την ενεργοποίηση της ευθύνης τους δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού του χρέους, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, της οικείας καταλογιστικής πράξης (φύλλου ελέγχου, πράξης επιβολής εισφορών και πρόσθετης επιβάρυνσης επ’ αυτών κ.λπ.), υποκείμενης σε προσφυγή αλλά επιτρέπεται, κατ’ αρχάς, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου ποσού των εισφορών, φόρων κλπ από τα πρόσωπα αυτά βάσει της πράξης ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της κοινοπραξίας (πρβλ. ΣτΕ 708/2008, 2019/2001 επταμελούς). Η ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 4 του Ν 1882/1990, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 64 παρ. 1 και 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν αποστερεί τα προαναφερόμενα πρόσωπα της δικαστικής προστασίας που αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι τα πρόσωπα αυτά, εφόσον δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της καταλογιστικής του φόρου, πράξης, δύνανται, κατά τη σύμφωνη με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης (βλ. ΣτΕ 2267/2016, 844/2012, 4411/2011, 237/2008, 2999/2006) και να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου, ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κ.λπ., εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της κοινοπραξίας κατά της καταλογιστικής πράξης, (στη δίκη επί της προσφυγής τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται να παρέμβουν κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 του ΚΔΔ), έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης (βλ. ΣτΕ 2267/2016, 844/2012, πρβλ. ΣτΕ 708/2008, 2712/2002). Δεδομένου, όμως, ότι τα μέλη της κοινοπραξίας δεν είναι τα υποκείμενα της σχετικής υποχρέωσης (φορολογικής, ασφαλιστικής ή άλλης φύσης), δεν έχουν μετάσχει στη διαδικασία ελέγχου και δεν τους έχει κοινοποιηθεί η καταλογιστική πράξη, την οποία, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται, κατά τα ανωτέρω, να προσβάλλουν, αλλά είναι τρίτοι (αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενοι), των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης της οφειλής, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνο από και διά της έκδοσης και κοινοποίησης προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ΚΕΔΕ και στο άρθρο 47 παρ. 1 και 2 του ΚΦΔ, μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 217 του ΚΔΔ κατά της ατομικής ειδοποίησης είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους (πρβλ. ΣτΕ 844/2012, 708/2008, 3219, 1639/2003, ΔΕφΑθ 831/2014). Επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης για την διενεργηθείσα σε βάρος της κοινοπραξίας ταμειακή βεβαίωση, η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι και η κατάσχεση ακινήτων, ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ΚΕΔΕ, με την οποία ορίζεται ότι η παράλειψη αποστολής της κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδοποίησης ουδεμία ασκεί επίδραση επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων, δεν έχει, οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων προσώπων που ευθύνονται προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον, τυχόν εφαρμογή της θα απέληγε είτε στην λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους ή να προβούν, σε αρχικό στάδιο, σε ρύθμισή του, είτε στην απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας τους (πρβλ. ΣτΕ 1552/2017, 844/2012, 708/2008, 3219, 1639/2003, ΔΕφΑθ 831/2014). Επομένως, η μη περιέλευση ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο τελευταίος στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση ακινήτου, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σ’ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης (βλ. ΣτΕ 1074/2017, 3325/2014, 29/2013, 1806/2011, 1705/2008, 2701/2011, πρβλ. 1642-4, 1639/2003).