Αντικείμενο της μελέτης[*] είναι η Στρατηγική Έμμεσης Μείωσης των Ποινών (ΣΕΜΠ), όρος με τον οποίο περιγράφεται ο ιδιαίτερος τρόπος χρήσης από τη νομοθετική κι εκτελεστική εξουσία μιας σειράς θεσμών ελαστικότητας του Ποινικού Κώδικα και του Σωφρονιστικού Κώδικα προς το σκοπό της αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών. Η μελέτη καταγράφει και αναλύει την εν λόγω στρατηγική και τη ratio της, καθώς και τους λόγους προσκόλλησης νομοθέτη και διοίκησης σε αυτήν κατά την τελευταία τουλάχιστον εικοσιπενταετία «ανεξάρτητα συχνά ή και εις πείσμα προθέσεων (που έμειναν απραγματοποίητες)». Διερευνά ακόμη τις συνέπειες της στρατηγικής αυτής όσον αφορά τη μείωση των αριθμού των κρατουμένων αλλά και σε σχέση με βασικούς σκοπούς και αρχές του συστήματος ποινών και του Ποινικού Δικαίου γενικότερα. Η στρατηγική έμμεσης μείωσης των ποινών έχει επιφέρει σοβαρές μακροπρόθεσμες στρεβλώσεις στο σύστημα ποινών, αθροιστικό αποτέλεσμα των οποίων είναι και η δημιουργία ενός, παράλληλου προς τις (ήδη εμβαλωματικές) ρυθμίσεις του ΠΚ, πλέγματος μεταβατικών διατάξεων, χωρίς τις οποίες το σωφρονιστικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει ούτε στοιχειωδώς ομαλά. Η, χαμηλών προδιαγραφών, διαχειριστική αυτή στρατηγική έχει έτσι καταστεί τελικώς αδιέξοδη και αντιπαραγωγική. Η αλλαγή παραδείγματος είναι κατά συνέπεια αναπόδραστη και επιπλέον επιτακτική τόσο για πραγματιστικούς όσο και για αυτονόητους δεοντολογικούς λόγους.
1. Εισαγωγή
Η νομοθετική πολιτική για τις ποινές κατά την τελευταία 25ετία κινείται σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση είναι αυτή της ενίσχυσης της τιμωρητικότητας των ποινών σε επιλεγμένα πεδία αλλά και της διατήρησης του υψηλού (σε σύγκριση με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες) επιπέδου της εν γένει τιμωρητικότητας των απειλούμενων ποινών[1] παρά τις αντίθετες εισηγήσεις διαδοχικών επιτροπών αναθεώρησης του ΠΚ που ο ίδιος ο νομοθέτης έχει συστήσει[2]. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι αυτή της εκτεταμένης χρήσης – και κατάχρησης εν τέλει από τον νομοθέτη – των θεσμών του ΠΚ και του ΣΚ, οι οποίοι μειώνουν αυτήν την ίδια την τιμωρητικότητα των νομοθετικά απειλούμενων κι επιβαλλόμενων από τα δικαστήρια ποινών, δηλαδή ιδίως της μετατροπής και της αναστολής, της ύφ’ όρον απόλυσης και του ευεργετικού υπολογισμού. Αντικείμενο του άρθρου είναι η ανάλυση της δεύτερης αυτής κατεύθυνσης του ποινικού νομοθέτη, της «στρατηγικής», δηλαδή, «έμμεσης μείωσης των ποινών» (ΣΕΜΠ). Οι εν λόγω θεσμοί αποτελούν εκφάνσεις της ελαστικότητας της ποινής υπέρ του καταδικασθέντος στο στάδιο της επιμέτρησης ή της εκτέλεσης αυτής[3]. Ωστόσο, κατά την υπό διερεύνηση περίοδο, οι συγκεκριμένοι θεσμοί ελαστικότητας χρησιμοποιήθηκαν από το νομοθέτη πρωτευόντως ή αποκλειστικά ως διαχειριστικά εργαλεία για τον περιορισμό του αριθμού των εισερχομένων στις φυλακές και τη μείωση της διάρκειας των ποινών τους. Με δεδομένη την εναλλακτική δυνατότητα του νομοθέτη να πετύχει, εν πολλοίς τουλάχιστον, το στόχο αυτόν με τον πιο ορθόδοξο τρόπο της ευθείας παρέμβασης στο είδος και ύψος των απειλούμενων ποινών οι εν λόγω θεσμοί αναφέρονται στο κείμενο αυτό εξ αντιδιαστολής και ως «θεσμοί έμμεσης μείωσης των ποινών». Στις σελίδες που ακολουθούν θα διερευνηθεί αρχικά σε ένα γενικό επίπεδο η σχέση μεταξύ της εν λόγω στρατηγικής και της τιμωρητικότητας του ποινικού νομοθέτη, ζήτημα που διατρέχει πάντως το άρθρο στο σύνολο του. Θα ακολουθήσει η καταγραφή και η ανάλυση της ΣΕΜΠ ως «μοτίβου» στις αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις των θεσμών ελαστικότητας και τις σχετιζόμενες με αυτούς ενέργειες της διοίκησης. Θα διερευνηθούν οι λόγοι της σταθερής και μακρόχρονης προσκόλλησης της νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας σε αυτήν, εστιάζοντας αρχικά στα χαρακτηριστικά και την οξύτητα της κρίσης του Σωφρονιστικού Συστήματος και στη συνέχεια στη φύση της πολιτικής που ακολουθήθηκε για την αντιμετώπιση της κρίσης (η οποία και προσέδωσε στη ΣΕΜΠ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της) καθώς και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ΣΕΜΠ για τον νομοθέτη και τη διοίκηση έναντι εναλλακτικών αυτής πολιτικών. Θα επιχειρηθεί τέλος μια αποτίμηση της εν λόγω στρατηγικής όσον αφορά τόσο την αποτελεσματικότητά της στο πεδίο μείωσης του αριθμού κρατουμένων και αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού των φυλακών όσο και την (σωρευτική) επίδρασή της στην καθόλου λειτουργία του ισχύοντος συστήματος ποινών και στο αξιολογικό του υπόβαθρο. Το άρθρο καταλήγει σε μια αρνητική συνολικά αποτίμηση της ΣΕΜΠ, η οποία δεν αφορά την καταρχήν ορθότητα και σκοπιμότητα της αξιοποίησης των θεσμών ελαστικότητας (και) για τη μείωση του αριθμού κρατουμένων αλλά τον καταχρηστικό, κοντόφθαλμο και ελλειμματικό τρόπο νομοθέτησης κι εφαρμογής τους στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης.
2. Τιμωρητικότητα και στρατηγική έμμεσης μείωσης των ποινών. Διπολικότητα ή διγλωσσία;
Κεντρικό επιχείρημα του άρθρου είναι ότι ο σχιζοειδής χαρακτήρας της ποινικής πολιτικής (συνύπαρξη κι εναλλαγή τιμωρητικών τάσεων με μια κατά πολύ ηπιότερη διαχειριστική προσέγγιση) υπηρετεί παράλληλα δύο κύριες λειτουργίες : πρώτον, τη, διά της χρήσης των θεσμών ελαστικότητας, προσωρινή έστω αποφόρτιση του σωφρονιστικού συστήματος και δεύτερον, τη συντήρηση και προβολή μιας πολιτικά αποδεκτής εικόνας για το ρόλο του κράτους στο πεδίο αντιμετώπισης της εγκληματικότητας – της εικόνας δηλαδή ενός κράτους που αντιδρά σθεναρά και αποφασιστικά στην εγκληματικότητα και τους δράστες της και το οποίο δεν υπαναχωρεί σε ζητήματα που άπτονται της φυσικής ή οικονομικής ασφάλειας των πολιτών, παρά τις όποιες αντίξοες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ίσως και ιδίως ενόψει αυτών. Αναλόγως της υφιστάμενης σχέσης μεταξύ των δύο παραπάνω λειτουργιών η εκ πρώτης όψεως αντιφατικότητα της ποινικής πολιτικής μπορεί μεταφορικά να χαρακτηριστεί ως διπολικότητα ή ως διγλωσσία. Διπολικότητα υπάρχει όταν η ποινική πολιτική ενσωματώνει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, δύο αυτόνομες κι ανταγωνιστικές μεταξύ τους τάσεις, δηλαδή εν προκειμένω αυτήν της κλιμάκωσης κι αυτήν της αποκλιμάκωσης της ποινικής αντίδρασης στο έγκλημα, στο βαθμό που έκαστη εξ αυτών εκπροσωπεί μια διακριτή πολιτικοϊδεoλογική θέση. Η διπολικότητα της ποινικής πολιτικής εκφράζεται επομένως μέσω των αντικρουόμενων επιλογών διαφορετικών ατόμων, φορέων ή κυβερνήσεων που συμμετέχουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της.
Διγλωσσία της ποινικής πολιτικής υπάρχει αντίθετα όταν το ίδιο άτομο, φορέας ή κυβέρνηση, χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές αλλά αλληλένδετες ποικιλίες μιας γλώσσας η μία των οποίων θεωρείται υψηλού γοήτρου και η άλλη χαμηλού γοήτρου. Η υψηλού γοήτρου, επίσημη, γλώσσα επιτελεί εν προκειμένω μια συμβολική κι επικοινωνιακή λειτουργία: εκφράζει τη σταθερή κι αδιαπραγμάτευτη στάση του «κυρίαρχου κράτους» απέναντι στις παραβιάσεις βασικών αξιών του (φυσική και οικονομική ασφάλεια των πολιτών, διασφάλιση νόμου και τάξης ή άλλων σημαντικών για κάθε κυβέρνηση αξιολογικών προταγμάτων). Η χαμηλού γοήτρου γλώσσα υπηρετεί αντίστοιχα τις ανάγκες διαχείρισης των καθημερινών προβλημάτων της λειτουργίας του ΣΠΔ (υπερφορτωμένες φυλακές και ανεπαρκής στελέχωση αυτών, κίνδυνοι εξεγέρσεων κλπ). Η χαμηλού γοήτρου γλώσσα τείνει να εκφέρεται χαμηλόφωνα και συχνά με μια αίσθηση αμηχανίας καθώς αφορά το πρακτικά αναγκαίο, το οποίο διαφέρει ή και συγκρούεται με το επιθυμητό ή το αξιολογικά δέον.
Η πολιτική του έλληνα ποινικού νομοθέτη εμφανίζει χαρακτηριστικά τόσο διπολικότητας όσο και, ιδίως, διγλωσσίας. Λαμβάνοντας ως δεδομένη την ύπαρξη του ενός από τα δύο άκρα του διπόλου, δηλαδή των (καταγεγραμμένων) τιμωρητικών τάσεων του έλληνα νομοθέτη στο διάστημα 1990-2015[4], η διπολικότητα της ποινικής πολιτικής μπορεί να ανιχνευθεί στις περιπτώσεις εκείνες όπου η νομοθετική διεύρυνση της χρήσης των θεσμών ελαστικότητας του ΠΚ και ΣΚ εξέφρασε μια ανταγωνιστική προς την τιμωρητική μάλλον παρά μια υποτελή προς αυτήν προσέγγιση. Τέτοιες είναι ιδίως οι περιπτώσεις όπου η αποκλιμάκωση των ποινών επιδιώχθηκε όχι μόνον εμμέσως διά παρεμβάσεων στη βαρύτητα των πράγματι εκτιόμενων ποινών αλλά και ευθέως διά της μείωσης των απειλούμενων ποινών για επί μέρους εγκλήματα (π.χ. ν.4139/2013 περί εξαρτησιογόνων ουσιών) ή και για ευρείες κατηγορίες εγκλημάτων (σύσταση αναθεωρητικών του ΠΚ επιτροπών ή και προσπάθειες για προώθηση προς ψήφιση έτοιμων σχεδίων ενός νέου ΠΚ με στόχο, μεταξύ άλλων, τη συντεταγμένη και μακροπρόθεσμη μείωση των ποινών). Η διπολικότητα της ποινικής πολιτικής μπορεί γενικότερα να ανιχνευθεί στις περιπτώσεις εκείνες όπου η επέκταση της χρήσης των θεσμών ελαστικότητας δικαιολογήθηκε ως μέρος μιας ευρύτερης – αναγκαίας αλλά και «ορθής» - πολιτικής αποκλιμάκωσης των ποινών εν γένει.
Η διγλωσσία στα πλαίσια της ποινικής πολιτικής μπορεί αντίστοιχα να ανιχνευθεί κατ’ αρχάς στις περιπτώσεις εκείνες όπου η (δραστική ενίοτε) μείωση των πραγματικών ποινών διά των θεσμών επιεικείας συνδυάστηκε με μια τιμωρητική ρητορεία ή και τιμωρητική πολιτική (π.χ. φυλακές τύπου Γ, αυξήσεις ποινών για επιμέρους εγκλήματα). Μπορεί όμως ακόμη να ανιχνευθεί στην προτίμηση που κατά κανόνα επέδειξε ο έλληνας νομοθέτης υπέρ των έμμεσων τρόπων μείωσης των (πράγματι εκτιόμενων) ποινών έναντι άμεσων παρεμβάσεων στο ύψος των απειλούμενων ποινών. Ενδείξεις μιας τέτοιας προτίμησης αποτελούν π.χ. η επανειλημμένη αναβολή προώθησης στη Βουλή προς ψήφιση έτοιμων σχεδίων ενός νέου ΠΚ και η σύσταση κάθε φορά νέων επιτροπών ή η ευρεία αντικατάσταση των μελών της[5]. Τα κίνητρα των σχετικών επιλογών μπορεί βεβαίως να είναι διαφορετικά ή περισσότερο σύνθετα από εκείνο της αποφυγής μείωσης των ποινών, την οποία προέκριναν όλες οι συσταθείσες επιτροπές αναθεώρησης του ΠΚ. Ωστόσο η διαχρονική κατά την υπό εξέταση περίοδο μη προώθηση στη Βουλή των σχεδίων ενός νέου ΠΚ υποδηλώνει, ιδωμένη συνολικά, μια έντονη δυστοκία και απροθυμία της πολιτικής εξουσίας να παρέμβει στο ύψος των απειλούμενων ποινών παρά την ετοιμότητα που σταθερά επιδεικνύει να προβεί σε όλο και πιο εκτεταμένες μειώσεις των πραγματικών ποινών.
Παρά τις υπαρκτές και σημαντικές διαφορές ως προς τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των συμμετεχόντων στη διαμόρφωση της νομοθετικής πολιτικής για τις ποινές, αξιοσημείωτη είναι η συμφωνία τους όσον αφορά τη σκοπιμότητα ή και αναγκαιότητα συνέχισης της πρακτικής έμμεσων μειώσεων των ποινών διά της ευρείας χρήσης των θεσμών ελαστικότητας. Μια λεπτομερής καταγραφή των πρακτικών αυτών, ιδίως δε της εξέλιξης τους στο χρόνο, σε συνδυασμό με την ανάλυση της ratio τους μας επιτρέπει, όπως θα επιχειρήσω να δείξω αμέσως παρακάτω, να τις αντιληφθούμε συνολικά ως μια «στρατηγική» και δη ως την κύρια στρατηγική που αναπτύχθηκε μέσα από τη συνεργασία εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας για την ποινική αντιμετώπιση των δραστών.
3. Η στρατηγική έμμεσης μείωσης των ποινών
Η σταθερή πρακτική των έμμεσων μειώσεων των ποινών που ακολουθήθηκε δεν πληροί τις προϋποθέσεις της στρατηγικής σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο συνήθως αντιλαμβανόμαστε την έννοια αυτή. Ο όρος στρατηγική παραπέμπει παραδοσιακά κατ’ ελάχιστο «σε ένα σχέδιο - μια συνειδητή και σκόπιμη ενέργεια, μια κατευθυντήρια γραμμή (ή ένα σύνολο κατευθυντήριων γραμμών) για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης»[6]. Ουσιώδη χαρακτηριστικά της στρατηγικής σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό της είναι επομένως η διαμόρφωσή της πριν από τις ενέργειες οι οποίες την υλοποιούν καθώς και η συνειδητή και σκόπιμη ανάπτυξή της[7]. Τούτα δεν φαίνεται να ισχύουν στην περίπτωση της στρατηγικής έμμεσης μείωσης των ποινών. Όμως, όπως ευρέως πλέον σήμερα αναγνωρίζεται, ο ορισμός της στρατηγικής «ως σχεδίου» δεν επαρκεί για να καλύψει τον πολυδιάστατο και σύνθετο χαρακτήρα της έννοιας και την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους σιωπηρά επίσης την αντιλαμβάνονται πολλοί. Τον ορισμό της στρατηγικής ως σχεδίου έχει ως εκ τούτου συμπληρώσει ένας εκ των επιφανέστερων σύγχρονων θεωρητικών της στρατηγικής διαχείρισης και της θεωρίας των οργανώσεων, ο Henry Mintzberg, με τις ακόλουθες τέσσερις εκδοχές: στρατηγική ως μοτίβο (strategy as pattern), στρατηγική ως τέχνασμα (strategy as ploy), στρατηγική ως θέση του οργανισμού σε σχέση με το περιβάλλον του (strategy as position) και στρατηγική ως αντίληψη η κουλτούρα (strategy as perspective)[8]. Οι τέσσερις αυτοί συνολικά, ενίοτε ανταγωνιστικοί αλλά κατά κανόνα συμπληρωματικοί μεταξύ τους, ορισμοί παρέχουν, κατά την εκτίμηση μου, ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για την εννοιολογική σύλληψη και ανάλυση της στρατηγικής έμμεσων μειώσεων των ποινών[9].
3.1. Η στρατηγική της έμμεσης μείωσης των ποινών ως μοτίβο
Η στρατηγική ως μοτίβο ενσωματώνει εκείνο που πραγματοποιείται ανεξάρτητα από προθέσεις ή και «εις πείσμα προθέσεων (που έμειναν απραγματοποίητες)»[10]. Η εν λόγω στρατηγική αφορά ειδικότερα ένα μοτίβο σε μια σειρά ενεργειών, την ύπαρξη του οποίου συμπεραίνουμε από τη συνέπεια που εμφανίζουν οι ενέργειες αυτές σε ένα συγκεκριμένο τομέα μέσα στο χρόνο. Η στρατηγική αυτή «αναδύεται» επομένως, καθώς μεμονωμένες ενέργειες που γίνονται ad hoc ενόψει μιας μεταβαλλόμενης πραγματικότητας και για την αντιμετώπισή της, συγχωνεύονται σταδιακά σε ένα μοτίβο. Ο οργανισμός μαθαίνει το τι λειτουργεί στην πράξη και το επαναλαμβάνει εξελίσσοντας το συχνά περαιτέρω. Η αναδυόμενη (emergent) αυτή στρατηγική διακρίνεται έτσι από τη σκόπιμη (deliberate) στρατηγική που έγκειται στην υλοποίηση προθέσεων που προϋπήρχαν.
Ο ορισμός της στρατηγικής ως μοτίβου κατεξοχήν ανταποκρίνεται στη φύση της στρατηγικής έμμεσων μειώσεων των ποινών. Μια συνδυαστική επισκόπηση των αλλεπάλληλων νομοθετικών τροποποιήσεων των θεσμών της μετατροπής, αναστολής, υφ’ όρον απόλυσης και ευεργετικού υπολογισμού κατά την περίοδο 1990-2016 αναδεικνύει ένα μεγάλο βαθμό επαναληπτικότητας και αύξουσας πολυπλοκότητας στη σχετική νομοθετική δραστηριότητα – μολονότι ασφαλώς όχι μία ενδοσυστημική, νομικής φύσεως, συνέπεια. Μεμονωμένες κι αποσπασματικές τα πρώτα χρόνια (όπως και προ του 1990) νομοθετικές τροποποιήσεις των τεσσάρων θεσμών μοιάζουν πράγματι να συγχωνεύονται σταδιακά σε ένα μοτίβο το οποίο συντίθεται από τα έξης κυρίως στοιχεία: 1) την ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των θεσμών αυτών και την αύξηση της δραστικότητας της επίδρασής τους, 2) τον, από ένα χρονικό σημείο ιδίως και μετά, μεταβατικό κατά κανόνα χαρακτήρα των σχετικών ρυθμίσεων και 3) την αυξανόμενη διασύνδεση, εκλέπτυνση και πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων.
1. Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των θεσμών έμμεσης μείωσης των ποινών – και η αύξηση της δραστικότητας τους μέχρι, περίπου, της εξάντλησης των δυνατοτήτων τους.
Αυτή επιδιώχθηκε με τους ακόλουθους τρόπους:
- Τη σταδιακή αύξηση της διάρκειας των στερητικών της ελευθερίας ποινών που μπορούν να ανασταλούν ή να μετατραπούν και της συμπερίληψης σε αυτές και των ποινών κάθειρξης έως 5 ετών· τη μερική κάμψη της προϋπόθεσης της αναστολής που συνίσταται στην απουσία πρότερης καταδίκης.
Ειδικότερα στο διάστημα 1990-2015 το χρονικό όριο της αναστολής αυξήθηκε από δεκαοχτώ μήνες (ν.1419/1984) στα τρία έτη (ν.3904/2010) ενώ προβλέφθηκε επίσης η δυνατότητα της αναστολής υπό επιτήρηση για ποινές μεγαλύτερες των τριών και μέχρι πέντε ετών (ν.3394/2011)[11]. Η προϋπόθεση της έλλειψης προηγούμενης καταδίκης αντικαταστάθηκε από εκείνη της μη καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη του έτους (ν.3904/2010). Αντίστοιχα, το όριο μετατρεψιμότητας των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματική ποινή αυξήθηκε από τους δεκαοχτώ μήνες (ν. 1419/1984) στα πέντε έτη (ν.4093/2012) [12]. Θεσμοθετήθηκε ακόμη η μετατροπή της ελευθερίας ποινής σε κοινωφελή εργασία, το ανώτατο όριο εφαρμογής της οποίας αυξήθηκε από το ένα έτος (ν.1941/1991) στα πέντε έτη, συμπεριλαμβανόμενης και της πενταετούς κάθειρξης (ν.3811/2009)[13]. Στην περίπτωση επιπλέον συνολικής ποινής για τα πλημμελήματα ο συσχετισμός των ορίων μετατροπής και αναστολής της ποινής με την ποινή βάσης, επέτρεψε την εφαρμογή των θεσμών αυτών σε ποινές φυλάκισης έως δέκα ετών. - Τη σταδιακή μείωση του απαιτούμενου χρόνου έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης μέσω συνδυαστικών παρεμβάσεων στα ελάχιστα όρια τόσο του πραγματικώς όσο και του ευεργετικώς υπολογισθέντος χρόνου[14]. Έτσι σύμφωνα καταρχάς με τις ρυθμίσεις του ΠΚ ο απαιτούμενος χρόνος έκτισης της πρόσκαιρης στερητικής ελευθερίας ποινής περιορίστηκε από τα 2/3 αυτής, με ελάχιστο όριο το ένα έτος (ν.1492/1950) ή το πραγματικώς εκτιθέν 1/2 (ν.2058/1952 α.25) στα 2/5 χωρίς ελάχιστο όριο πραγματικής έκτισης για τις ποινές φυλάκισης και στα 3/5 με ελάχιστο όριο πραγματικής έκτισης το 1/3 για τις ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης (ν.2408/1996). Αντίστοιχα η ισόβια στερητική της ελευθερίας ποινή περιορίστηκε από τα είκοσι έτη (ν.1492/1950) στα δεκαεννέα έτη με ελάχιστο όριο πραγματικής έκτισης τα δεκαπέντε έτη (ν.4322/2015). Σύμφωνα τέλος με τις ισχύουσες μεταβατικές διατάξεις (ν.4411/2016) ο ελάχιστος χρόνος έκτισης έχει περαιτέρω περιοριστεί στο καθοιονδήποτε τρόπο εκτιθέν 1/10 των ποινών ως τριών ετών, 1/5 των ποινών τριών έως πέντε ετών καθώς και των ποινών φυλάκισης άνω των πέντε ετών και 2/5 των ποινών κάθειρξης πέντε έως δέκα ετών.
- Τον περιορισμό των ουσιαστικών κριτηρίων χορήγησης της απόλυσης υπό όρον στην καλή διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής του (ν.2172/1993).
- Την αύξηση της δεσμευτικότητας για τα δικαστήρια πολλών από τις υπό (i) και (ii) παραπάνω νομοθετικών ρυθμίσεων δια της μετατροπής τους από δυνητικής εφαρμογής σε καταρχήν υποχρεωτικής εφαρμογής καθώς και σε υποχρεωτικής εφαρμογής[15].
- Την αύξηση του γενικού ανωτάτου ορίου του ευεργετικού υπολογισμού ημερών ποινής από δύο ημέρες (ν.410/1976) σε τρεις ημέρες (ΠΔ. 60/2015), την αύξηση του ειδικού ευεργετικού υπολογισμού για τις επιμέρους κατηγορίες κρατουμένων που απολαμβάνουν του εν λόγω ευεργετήματος καθώς και την επιλεκτική αύξηση αυτού για συγκεκριμένες κατηγορίες [16].
- Τη σταδιακή επέκταση του ευεργετικού υπολογισμού ημερών ποινής και σε πολλές άλλες κατηγορίες κρατουμένων πέραν των εργαζομένων όπως των συμμετεχόντων σε προγράμματα εκπαίδευσης κι επαγγελματικής κατάρτισης καθώς και σε προγράμματα απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, των κρατουμένων μητέρων για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, των συμπληρωσάντων το εξηκοστό έκτο έτος ηλικίας τους, των βαρέως πασχόντων κρατουμένων, των νοσηλευομένων σε θεραπευτικά καταστήματα και των κρατουμένων με αναπηρία[17][18].
- Η πυκνότητα των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων κι ο μεταβατικός (ad hoc) χαρακτήρας πολλών από αυτές.
Η συχνότητα με την οποία ο νομοθέτης παρενέβη στους τέσσερις θεσμούς κατά την υπό εξέταση περίοδο είναι πράγματι αξιοσημείωτη. Ο θεσμός π.χ. της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής τροποποιήθηκε στο διάστημα αυτό νομοθετικά 11 φορές, ο θεσμός της απόλυσης υπό όρον 14 φορές, ενώ ο θεσμός του ευεργετικού υπολογισμού 16 φορές (3 νόμοι +13 ΠΔ). Πολύ μεγάλο είναι επιπλέον το ποσοστό των σχετικών ρυθμίσεων που προωθήθηκε μέσω νόμων προσωρινής ισχύος. Είναι προφανές εν όψει των παραπάνω ότι, πρώτον, σημαντικό μέρος της ενέργειας της αρμόδιας για τη σωφρονιστική πολιτική δημόσιας διοίκησης αναλώθηκε στην αναζήτηση μεθόδων άμεσης αντιμετώπισης του φλέγοντος προβλήματος του υπερπληθυσμού και δεύτερον, ότι η αναζήτηση αυτή επικεντρώθηκε σταθερά στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέσχε προς τούτο η νομοθετική χειραγώγηση των τεσσάρων θεσμών.
- Η αυξανόμενη διασύνδεση, εκλέπτυνση και πολυπλοκότητα των σχετικών ρυθμίσεων.
Η έκδοση αλλεπάλληλων νόμων προσωρινής ισχύος για τους εν λόγω θεσμούς κατά το διάστημα 2005-2015 καθώς και η επανειλημμένη επέκταση της χρονικής ισχύος τους οδήγησε στην υποκατάσταση εν πολλοίς των σχετικών ρυθμίσεων του ΠΚ από τις μεταβατικές αυτές ρυθμίσεις. Οι νόμοι προσωρινής ισχύος δημιούργησαν δηλαδή, σε συνάρτηση ο ένας με τον άλλον, παρακαμπτηρίους οδούς για την αποφυγή εφαρμογής των αυστηρότερων ρυθμίσεων του ΠΚ. Ορισμένες από τις πρόσφατες εισηγητικές εκθέσεις των νέων νόμων αναφέρονται άλλωστε ρητά στους προγενέστερους αυτών, συναφείς νόμους, στη «σειρά νόμων», όπως το θέτουν, των οποίων τη συνέχεια αποτελούν ή «φαίνεται» να αποτελούν. Όπως π.χ. διατείνεται η αιτιολογική έκθεση του ν.4043/2012, «…παρά τη λήψη μέτρων αποσυμφόρησης που η ελληνική πολιτεία έχει κατά καιρούς λάβει με σειρά νόμων ( ), εντούτοις δεν έχει υπάρξει μόνιμη ανακούφιση των καταστημάτων κράτησης από το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, παρά μόνον προσωρινή αντιμετώπιση». Ή όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του ν.4322/2015 «παρότι η παρούσα προσπάθεια αποσυμφόρησης του σωφρονιστικού συστήματος φαίνεται να παρακολουθεί μια σειρά από σχετικούς νόμους που εκδόθηκαν με σταθερή συχνότητα την τελευταία δεκαετία (…) δεν εντάσσεται στη λογική αποσπασματικής διαχείρισης των προβλημάτων...». Η αυξανόμενη διασύνδεση των σχετικών ρυθμίσεων δεν φαίνεται όμως μόνον στη σχέση των διατάξεων για τους επιμέρους θεσμούς με τις προγενέστερες αυτών διατάξεις αλλά και στη σχέση τους με τις διατάξεις που αφορούν τους άλλους θεσμούς. Έτσι π.χ. οι ποικίλες παρεμβάσεις του νομοθέτη, τόσο στο ελάχιστο απαιτούμενο «πραγματικώς εκτιθέν» τμήμα της ποινής, όσο και στο ελάχιστο «καθοιονδήποτε τρόπο εκτιθέν» τμήμα αυτής για τη χορήγηση της υφ’όρον απόλυσης, οδήγησε σταδιακά σε μια στενότερη διασύνδεση του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης με εκείνον του ευεργετικού υπολογισμού και κατ’ επέκταση στην αναβάθμιση του τελευταίου[19].
Η προσπάθεια πληρέστερης αξιοποίησης των δυνατοτήτων των θεσμών έμμεσης μείωσης των ποινών οδήγησε ακόμη στη θέσπιση ποικίλων περιπτωσιολογικών και λεπτομερειακών διατάξεων που συμπληρώνουν «τα κενά» των προηγούμενων, π.χ. επέκταση του ευεργετικού υπολογισμού κατά την περίοδο των αργιών και άλλων διακοπών των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ή εισάγουν νέες λεπτότερες διακρίσεις και υποκατηγορίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν σχετικά οι ισχύουσες μεταβατικές διατάξεις για τις χρονικές προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης, η εκμάθηση των οποίων απαιτεί σοβαρή «πνευματική άσκηση». Το αθροιστικό αποτέλεσμα της σταδιακής, βήμα προς βήμα, «αξιοποίησης» των τεσσάρων θεσμών μέσω πλήθους περιπτωσιολογικών και λεπτομερειακών ρυθμίσεων είναι βεβαίως η κατακόρυφη αύξηση της πολυπλοκότητας της σχετικής νομοθεσίας.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει εν όψει των παραπάνω ότι η αναδυόμενη για ένα μεγάλο διάστημα στρατηγική των έμμεσων μειώσεων των ποινών κατέστη από ένα σημείο και μετά συνειδητή και υιοθετήθηκε ως η σκοπούμενη στρατηγική του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ως ένα δηλαδή μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον σχέδιο του υπουργείου για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού και των συνακόλουθων αλλά και των παράλληλων προς αυτά, προβλημάτων των καταστημάτων κράτησης. Ωστόσο μια τέτοια υπόθεση αναφορικά με τις προθέσεις των συμμετεχόντων στη διαμόρφωση της νομοθετικής πολιτικής για τις ποινές είτε διαψεύδεται ευθέως από τις εισηγητικές εκθέσεις των πρόσφατων σχετικών νομοθετικών τροποποιήσεων είτε δεν αποδεικνύεται. Έτσι, στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου ν. 4322/2015 ο νομοθέτης διαφοροποιείται σαφώς από τη «λογική της αποσπασματικής διαχείρισης των προβλημάτων». «Η παρούσα», διατείνεται, «προσπάθεια αποσυμφόρησης του σωφρονιστικού συστήματος … τίθεται ως η αναγκαία βάση για μια περαιτέρω παρέμβαση στον χώρο αυτόν, στρατηγικής πνοής για όλο το σύστημα ποινικής καταστολής σε κάθε όψη του (νομοθετική, δικαστική, σωφρονιστική) και κάθε λειτουργία του (αντεγκληματική και εγγυητική/φιλελεύθερη). Επομένως, κύρια στόχευση του παρόντος σχεδίου νόμου είναι η ελάφρυνση των δυσμενών παραγόντων του σωφρονιστικού συστήματος ως αναγκαία προϋπόθεση μιας επιγενόμενης αναπροσαρμογής και εκλογίκευσής του μέσα από παρεμβάσεις που θα επακολουθήσουν και θα είναι ακόμη πιο δομικές». Αντίστοιχα σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του σχεδίου ν.4043/2012 είναι αναγκαία η άμεση παρέμβαση του νομοθέτη (στις προϋποθέσεις μεταξύ άλλων της υφ’ όρον απόλυσης) για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης μέχρις ότου άλλες «μόνιμες ρυθμίσεις που θα αντιμετωπίσουν διαχρονικά τα προβλήματα του υπερπληθυσμού, όπως αυτές που εισάγει ο νέος κώδικας νόμων για τα ναρκωτικά, αποδώσουν τα αποτελέσματά τους». Οι ολοένα και δραστικότερες μειώσεις των ποινών δια των θεσμών ελαστικότητας αντιμετωπίζονται δηλαδή από το νομοθέτη στις παραπάνω περιπτώσεις ως προσωρινά μόνο μέτρα τα οποία θα παράσχουν κάποια πίστωση χρόνου για την υλοποίηση μιας συνολικής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής δομικών μεταρρυθμίσεων του συστήματος ποινών. Η αποστασιοποίηση του νομοθέτη από τη διαχειριστικής λογικής πρακτική των έμμεσων μειώσεων των ποινών εκφράζεται σε άλλες εισηγητικές εκθέσεις με πολύ περισσότερο έμμεσο τρόπο π.χ. διά της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς στις σχετικές τροποποιήσεις στο γενικό μέρος της εισηγητικής έκθεσης, πέραν μιας γενικόλογης ρήσης «με το προτεινόμενο σχέδιο επιχειρούνται…. μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στο ποινικό και σωφρονιστικό δίκαιο», σε αντίθεση με την αναλυτική αιτιολόγηση άλλων ρυθμίσεων που εισάγει το ίδιο σχέδιο νόμου (ν.4274/2014) ή διά της επίκλησης άλλων πρόσθετων λόγων θεσμοθέτησης των τροποποιήσεων πέραν της αποσυμφόρησης των φυλακών.
Σε κάθε περίπτωση, πουθενά δεν φαίνεται να ενστερνίζεται ο νομοθέτης ρητά τη στρατηγική έμμεσων μειώσεων των ποινών ως το δικό του, μεσοπρόθεσμο έστω, σχέδιο αποσυμφόρησης των φυλακών παρότι οι επιλογές του όσον αφορά τις τροποποιήσεις των τεσσάρων θεσμών κινούνται σταθερά σε αυτόν τον άξονα. Πως ερμηνεύεται τότε η σταθερή σε μήκος χρόνου προσκόλληση του νομοθέτη από κοινού με τη δημόσια διοίκηση στην πρακτική των έμμεσων μειώσεων των ποινών; Την απάντηση θα αναζητήσουμε στα χαρακτηριστικά και την ένταση της κρίσης του Σωφρονιστικού Συστήματος, ιδίως όμως στον ιδιαίτερο τρόπο διαχείρισης της κρίσης αυτής από την ελληνική έννομη τάξη.
4. Η κρίση του Σωφρονιστικού Συστήματος
Το σωφρονιστικό σύστημα (ΣΣ) αντιμετωπίζει κατά την τελευταία 25ετία ισχυρές έσωθεν και έξωθεν πιέσεις. Οι έσωθεν πιέσεις αφορούν τις ανεπάρκειες του ΣΣ και εκδηλώνονται μέσω του ακραίου υπερπληθυσμού και της επίσης ακραίας υποστελέχωσης των ελληνικών φυλακών, της παντελούς σχεδόν έλλειψης εκπαίδευσης των σωφρονιστικών υπαλλήλων και της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού[20], της αδυναμίας του ΣΣ να παράσχει στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη στους κρατούμενους, μεταξύ άλλων αναγκαίων υπηρεσιών, και βεβαίως των αλυσιδωτών αντιδράσεων που οι συνθήκες αυτές προκαλούν, οι οποίες περαιτέρω επιτείνουν τα προβλήματα των φυλακών και τις οποίες θα εξετάσουμε εκτενέστερα παρακάτω.
Ο υπερπληθυσμός έχει υπάρξει οξύ αλλά και χρόνιο πρόβλημα των ελληνικών φυλακών. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα για τα έτη 1997-2015 στατιστικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο υπερπληθυσμός των ελληνικών φυλακών κινήθηκε καθ’ όλο το διάστημα αυτό σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα όντας κατά κανόνα ο μεγαλύτερος μεταξύ των χωρών της «Ευρώπης των 15»[21] και από τους υψηλότερους του συνόλου των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Από το 2007 παρατηρείται μια πτωτική, με κάποιες διακυμάνσεις, τάση του υπερπληθυσμού των ελληνικών φυλακών, ο οποίος παραμένει ωστόσο υψηλός έως το 2015 για να εξαλειφθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το 2016[22]. Ο προσδιορισμός του υπερπληθυσμού των φυλακών μιας χώρας και η σχετική σύγκριση μεταξύ χωρών αντιμετωπίζει βεβαίως σοβαρές μεθοδολογικές δυσχέρειες[23]. Είναι πάντως λίαν πιθανό η πραγματικότητα του υπερπληθυσμού στις ελληνικές φυλακές να είναι σημαντικά χειρότερη και από αυτήν ακόμη την εικονιζόμενη στις προαναφερθείσες στατιστικές[24].
Όσον αφορά τις έξωθεν πιέσεις που δέχεται το ελληνικό ΣΣ σημαντικότερη είναι καταρχάς η έντονα αυξητική πορεία του αριθμού κρατουμένων μέχρι και το 2013 ως αποτέλεσμα του συνδυασμού εισροών στο ΣΣ και διάρκειας των επιβληθεισών ποινών καθώς και τις δραστικές αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού των κρατουμένων όσον αφορά την εθνικότητα, το διαπραχθέν αδίκημα και άλλα χαρακτηριστικά αυτών, οι οποίες κατέστησαν τη διοίκηση και διαχείριση των φυλακών πολύ πιο σύνθετη και δυσχερή. Ο αριθμός των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές αυξήθηκε ειδικότερα από 5.577 το 1997 σε 13.238 το 2013, οπότε και έφτασε το μέγιστο ύψος του, για να μειωθεί έκτοτε για πρώτη φορά – ιδίως μετά το ν. 4322/2015 - σημαντικά φθάνοντας το Σεπτέμβριο του 2016 τους 9.621[25]. Τα ποσοστά φυλάκισης (αναλογία κρατουμένων ανά 100.000 πληθυσμού) διαμορφώθηκαν κατά αντιστοιχία ως εξής: 54 το 1997, 119,7 το 2013, και 89 το 2016[26]. Η Ελλάδα μετεβλήθη, βάσει του συγκεκριμένου κριτηρίου από μια από τις λιγότερο τιμωρητικές έννομες τάξεις της «Ευρώπης των 15» της ευρωπαϊκής ένωσης σε μια άνω του μέσου όρου αυτών τιμωρητική χώρα[27] ενώ αποτέλεσε επιπλέον μία από τις ελάχιστες χώρες που επέδειξε σταθερή και μεγάλη αύξηση του αριθμού κρατουμένων της σε περίοδο δεκαετιών. Αυξητική, αν και με αρκετές αυξομειώσεις, υπήρξε και η τάση όσον αφορά το ποσοστό των υποδίκων κρατουμένων[28]. Η Ελλάδα δεν διαφοροποιείται ωστόσο σημαντικά από πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με αυτό το δείκτη[29]. Κάθετη υπήρξε περαιτέρω η αύξηση της αναλογίας των αλλοδαπών μεταξύ των κρατουμένων ενώ μετεβλήθη σημαντικά και το μείγμα των εθνικοτήτων που την απαρτίζουν[30]. Το ποσοστό των αλλοδαπών κρατουμένων αυξήθηκε ειδικότερα από 38,6 το 1997 σε 60,4 το 2013 και σε 54,7 το 2015 κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της «Ευρώπης των 15»[31]. Σε εξαιρετικά υψηλά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδα κυμάνθηκε ακόμη από το 2003 έως τουλάχιστον το 2014 το ποσοστό των παραβατών του νόμου περί ναρκωτικών (μεταξύ των καταδίκων): 38,1 το 2003, 63 το 2006, 33 το 2014[32].
Η μακροχρόνια αδυναμία της πολιτείας να διαχειριστεί τις αυξημένες απαιτήσεις σε υλικές υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό και διαχειριστική ικανότητα, που οι παραπάνω αλλαγές επέφεραν στο ΣΣ – αδυναμία που επιτάθηκε βεβαίως με την οικονομική κρίση και τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής - προκάλεσε κλιμακούμενες πιέσεις από διεθνείς οργανισμούς, όπως η CPT, η οποία μετά από επανειλημμένες και εξαιρετικά επικριτικές εκθέσεις για τις ελληνικές φυλακές κατέφυγε εντέλει το 2011 στο ακραίο μέτρο της δημόσιας δήλωσης σχετικά με την Ελλάδα[33], της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων του Ο.Η.Ε.[34] και βεβαίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του οποίου οι καταδίκες για τις συνθήκες κράτησης στη χώρα μας έχουν καταστεί τα τελευταία χρόνια ολοένα και πιο πυκνές.
Στις έξωθεν πιέσεις του ΣΣ συγκαταλέγεται ακόμα η εκτεταμένη αρνητική δημοσιότητα που αυτό λαμβάνει συχνά από τα ΜΜΕ και η συνακόλουθη πολιτική και κοινωνική πίεση άλλοτε για ενίσχυση της ασφάλειας στα καταστήματα κράτησης και άλλοτε για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων.
Η χρόνια, σύμφωνα με παραπάνω, κρίση του ΣΣ σηματοδοτείται αλλά και οξύνεται κατά περιόδους, σε μια διαδικασία φαύλου κύκλου, από γεγονότα δηλωτικά της απώλειας ελέγχου της διοίκησης των καταστημάτων κράτησης πάνω στους κρατούμενους αλλά και στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Τέτοια γεγονότα είναι ιδίως η μεγάλης κλίμακας και έντασης εξεγέρσεις, κινητοποιήσεις και απεργίες πείνας των κρατουμένων[35], οι ομαδικές αποδράσεις[36] καθώς και οι γνωστές περιπτώσεις αποδράσεων μεμονωμένων εγκληματιών[37], τα σοβαρά και σε αρκετές περιπτώσεις θανατηφόρα κρούσματα βίας μεταξύ των κρατουμένων[38] αλλά και μεταξύ κρατουμένων και σωφρονιστικών υπαλλήλων[39] [40], ο μεγάλος αριθμός θανάτων κρατουμένων από άλλα μη φυσικά αίτια (ναρκωτικά, αυτοκτονίες[41], πυρκαγιές[42] κτλ)[43] και βεβαίως τα εκτεταμένα κρούσματα διαφθοράς.
Η κρίση του ελληνικού ΣΣ συνδέεται ενόψει των προαναφερθέντων αναπόσπαστα τόσο με τον υπερπληθυσμό (εν στενή έννοια), εκτιμώμενο βάσει του αριθμού των διαθέσιμων ανά κρατούμενο τ.μ., όσο βεβαίως και με την ουσία του προβλήματος αυτού, η οποία έγκειται στην αδυναμία ανταπόκρισης της συνολικής λειτουργίας των ελληνικών φυλακών υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες πληρότητας με τα κανονιστικά αλλά και τα θεσμοθετημένα, εγχώρια και διεθνή, πρότυπα σχετικά με το τι συνιστά ανεκτές συνθήκες διαβίωσης[44].
4.1. Η συμβολή της ανάλυσης της ΣΕΜΠ στην κατανόηση των εγγύτερων αιτίων του υπερπληθυσμού και της εκτεταμένης χρήσης της φυλακής.
Ο υπερπληθυσμός των φυλακών αποδίδεται διεθνώς ευρέως στην εκτεταμένη χρήση της στερητικής της ελευθερίας ποινής (συχνότητα επιβολής και διάρκεια ποινής)[45] κι αυτή με τη σειρά της στη σκλήρυνση της ποινικής πολιτικής, ως αποτέλεσμα ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών μεταβλητών[46], ή και στην αύξηση της εγκληματικότητας ή σοβαρών εκδοχών αυτής - όπου η πρώτη ερμηνεία υποστηρίζεται κατά κανόνα από την επιστημονική κοινότητα[47] ενώ η δεύτερη κυρίως από τους πολιτικούς και το ευρύτερο κοινό. Η ερμηνεία του φαινομένου του υπερπληθυσμού τείνει έτσι να ταυτίζεται εν πολλοίς με την ερμηνεία της μεγάλης αύξησης της χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής από τη δεκαετία του ’70 στις δυτικές χώρες με προεξάρχουσα περίπτωση τις Η.Π.Α.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Albrecht στη βάση μιας εκτενούς επισκόπησης σχετικών ερευνών, «ο στατιστικός συσχετισμός (correlation) των ποσοστών φυλάκισης και του υπερπληθυσμού είναι μάλλον αδύναμος»[48]. Ο υπερπληθυσμός, παρατηρεί, «μπορεί να συνυπάρχει τόσο με χαμηλά όσο και με υψηλά ποσοστά φυλάκισης»[49]. Ο στατιστικός συσχετισμός των δύο φαινομένων δεν τεκμηριώνει άλλωστε άνευ εταίρου και μια αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτών καθώς και τα δύο μπορεί να ανάγονται, εν μέρει τουλάχιστον, σε κοινά απώτερα αίτια. Η ύπαρξη μιας χαλαρής μόνο σχέσης υπερπληθυσμού και ποσοστών φυλάκισης μοιάζει να επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Ελλάδας. Ο υπερπληθυσμός των ελληνικών φυλακών υπήρξε πχ. κατά τα έτη 1997 και 2000 ο δεύτερος υψηλότερος και ο υψηλότερος αντίστοιχα μεταξύ των χωρών της «Ευρώπης των 15» όταν το ποσοστό φυλάκισης ήταν το χαμηλότερο και από τα χαμηλότερα αντίστοιχα μεταξύ των χωρών αυτών[50]. Παρά τη σταδιακή και σημαντική μείωση του υπερπληθυσμού από το 2007, στην οποία συνέβαλλε πιθανότητα και η αύξηση της χωρητικότητας των καταστημάτων κράτησης που επέφερε η κατασκευή νέων φυλακών[51], αυτός παρέμεινε οξύ διαχρονικά πρόβλημα, μέχρι το 2015. Μπορεί βεβαίως βάσιμα κανείς να υποθέσει ότι απότομες κατά περιόδους και συνάμα δυσχερώς προβλέψιμες αυξήσεις του αριθμού κρατουμένων, όπως ιδίως η αύξησή του από το 1985 ως το 1990[52], συνέβαλλαν στην αύξηση του υπερπληθυσμού για κάποιο διάστημα. Ή αντίστοιχα ότι η μείωση της διάρκειας των μακροχρόνιων ιδίως ποινών που επέφεραν οι δραστικές ρυθμίσεις του ν. 4322/2015 για την υφ’ όρον απόλυση, συνέβαλε αντίστοιχα στη μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών στη συνέχεια. Τέτοιου είδους χρονικά περιορισμένες ερμηνείες δεν επαρκούν όμως για την κατανόηση της δυναμικής του φαινομένου του υπερπληθυσμού σε μήκος χρόνου, για τον οξύ, δηλαδή, και διαχρονικό χαρακτήρα του κατά την υπό εξέταση τουλάχιστον περίοδο.
Μια ολοκληρωμένη ερμηνεία τόσο του φαινομένου του υπερπληθυσμού όσο και της μεγάλης αύξησης των ποσοστών φυλάκισης εκφεύγει των ορίων του παρόντος άρθρου αφού τούτο εστιάζει σε μια συγκεκριμένη πολιτική αντιμετώπισης αυτών, τη ΣΕΜΠ, την αποτελεσματικότητα αυτής και τις παράπλευρες συνέπειές της. Η ανάλυση της εν λόγω στρατηγικής αναδεικνύει ωστόσο ορισμένα από το εγγύτερα πιθανά αίτια των δύο φαινομένων, ήτοι αυτών που άπτονται της ίδιας της πολιτικής του νομοθέτη και της αρμόδιας για το ΣΣ δημόσιας διοίκησης σχετικά με τον υπερπληθυσμό και τη λειτουργία του ΣΣ γενικότερα, ενώ αναδεικνύει ακόμα, στη βάση λογικών υποθέσεων τουλάχιστον, και τον τρόπο αντίδρασης των ποινικών δικαστηρίων στις σχετικές νομοθετικές επιλογές.
Τα εγγύτερα αίτια των εν λόγω φαινομένων εντάσσονται κατά τον Garland σε αυτό που ορίζει ως «ποινικό κράτος» (penal state), τις δομές δηλαδή και τους θεσμούς του ευρύτερου κράτους που εμπλέκονται στη θεσμοθέτηση του ποινικού νόμου, τη διαμόρφωση της ποινικής πολιτικής και την καθοδήγηση της ποινικής πρακτικής[53]. Το «ποινικό κράτος» περιλαμβάνει κατά συνέπεια τον ποινικό νομοθέτη, τα ποινικά δικαστήρια, το αρμόδιο για το ΣΠΔ τμήμα της εκτελεστικής εξουσίας από κοινού με την υπεύθυνη ηγεσία των ποινικών φορέων που διαμορφώνουν την ποινική πολιτική και κατευθύνουν την καθημερινή της εφαρμογή[54]. Η διερεύνηση των εγγύτερων αιτίων διαφοροποιείται από αλλά και συμπληρώνει, κατά τον Garland, τις υπάρχουσες κοινωνιολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις που εστιάζουν στα απώτερα αίτια της αύξησης της τιμωρητικότητας[55] καθώς αποκαλύπτει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο διαφορετικές έννομες τάξης που υφίστανται αντίστοιχες κοινωνικές πιέσεις «μεταφράζουν», μέσω των θεσμικών τους διαδικασιών, τις πιέσεις αυτές σε συγκεκριμένα «ποινικά αποτελέσματα», άλλοτε εμποδίζοντας και άλλοτε μεταλλάσσοντας ή πολλαπλασιάζοντας την επίδραση των ευρύτερων κοινωνικών παραγόντων στο πεδίο νομοθέτησης των ποινών, δικαστηριακής πρακτικής ή εκτέλεσης των ποινών[56].
Η ΣΕΜΠ μπορεί να γίνει αντιληπτή, εν όψει και των παραπάνω, ως ένας από τους τρόπους αντίδρασης του ελληνικού «ποινικού κράτους» στις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές πιέσεις που ασκούνται σε αυτό αναφορικά με την έκταση χρήσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής, τα χαρακτηριστικά των δραστών για τους οποίους κυρίως προορίζεται και τον ειδικότερο ρόλο της[57]. Με όρους στρατηγικής ανάλυσης και βάσει της προαναφερθείσας ταξινόμησης των πέντε τύπων στρατηγικής από τον Mintzberg η ΣΕΜΠ μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτή και ως μια αμυντική στρατηγική του αρμόδιου για το σωφρονιστικό σύστημα, Υπουργείου Δικαιοσύνης και της πολιτικής του ηγεσίας απέναντι στις πιέσεις που ασκούνται σε αυτό από το περιβάλλον του για αύξηση του αριθμού των κρατουμένων.[58]
Ωστόσο οι διαπιστώσεις αυτές διατυπωμένες κατά τρόπο γενικό ελάχιστα φωτίζουν τη ratio και τις ειδικότερες λειτουργίες της ΣΕΜΠ στη χώρα μας. Και τούτο γιατί ως κατηγορίες γένους όλοι οι θεσμοί ελαστικότητας του ελληνικού ΠΚ και ΣΚ, πλην της μετατροπής, χρησιμοποιούνται ευρύτερα διεθνώς και ή κυρίως για την αποσυμφόρηση των φυλακών ενώ η μεγαλύτερη κατά το δυνατόν αξιοποίησή τους προτείνεται από διεθνείς οργανισμούς στις χώρες–μέλη τους ως αναγκαίο στοιχείο ενός αποτελεσματικού μείγματος πολιτικής για το σκοπό της μείωσης των κρατουμένων και της αποσυμφόρησης των φυλακών[59]. Για να κατανοήσει επομένως κανείς τον ιδιαίτερο διά της ΣΕΜΠ τρόπο αντίδρασης νομοθέτη και διοίκησης απαιτείται μια ενδελεχέστερη ανάλυση εκείνων των χαρακτηριστικών της εν λόγω στρατηγικής, τα οποία τη διαφοροποιούν από αντίστοιχες πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και των λόγων για τους οποίους οι θεσμοί ελαστικότητας χρησιμοποιούνται κατά το συγκεκριμένο τρόπο στη χώρα μας.
5. Η ΣΕΜΠ ως ελληνική ιδιαιτερότητα
5.1. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της
Η νομοθετική ρύθμιση και ο τρόπος εφαρμογής των θεσμών ελαστικότητας στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης εμφανίζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής: α) κατάχρηση των θεσμών ελαστικότητας β) επί μακρόν εστίαση της ΣΕΜΠ στους δράστες πλημμεληματικών πράξεων γ) νομοθετική πρόβλεψη και εφαρμογή των θεσμών ελαστικότητας κατά τρόπο που υπονομεύει τη θετική λειτουργία τους και δ) κυρίαρχη θέση της ΣΕΜΠ μεταξύ των πολιτικών μείωσης του αριθμού κρατουμένων και αποσυμφόρησης των φυλακών.
(α) Η κατάχρηση των θεσμών ελαστικότητας
Η περιγραφή της ΣΕΜΠ ως μοτίβου ανέδειξε μεταξύ άλλων την i) εξαιρετικά μεγάλη έκταση της εφαρμογής των θεσμών που αποτρέπουν την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, ii) τη δραστικότητα της επίδρασης των θεσμών που μειώνουν τη διάρκεια των εκτιόμενων της στερητικής της ελευθερίας ποινών , iii) τον υποχρεωτικό για τα δικαστήρια χαρακτήρα πολλών από τις ρυθμίσεις για τους θεσμούς ελαστικότητας iv) τη συχνότητα της νομοθετικής χειραγώγησης των θεσμών διά των επαναλαμβανόμενων τροποποιήσεων τους και v) τη μεγάλη χρονική διάρκεια της εκ του (iv) προκαλούμενης νομοθετικής πρακτικής. Τα παραπάνω μερικότερα χαρακτηριστικά της ΣΕΜΠ συνιστούν συνδυαστικά έναν ασφαλή ενδείκτη της κατάχρησης των θεσμών ελαστικότητας από τον Έλληνα νομοθέτη, τη χρήση τους δηλαδή με τρόπο και σε βαθμό τέτοιον που να καθιστά αδύνατη πλέον την όποια κανονιστική θεμελίωση αυτών. Δυνατοί είναι, κατά την άποψη μου, θεωρητικά τρεις εναλλακτικοί τρόποι κανονιστικής θεμελίωσης των θεσμών ελαστικότητας, κανένας των οποίων δεν μπορεί όμως να δικαιολογήσει την νομοθετική ρύθμιση και τρόπο εφαρμογής τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Σύμφωνα καταρχάς με τις κρατούσες στη χώρα μας επιστημονικές θέσεις, οι υπό συζήτηση θεσμοί εκφράζουν την ελαστικότητα της ποινής κατά το στάδιο της επιμέτρησης ή της έκτισης αυτής, καθώς επιτρέπουν την εξατομικευμένη αντικατάσταση της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή τη μείωση της διάρκειάς της χάριν της ειδικής πρόληψης ή και της φιλελεύθερης αρχής της μείωσης του δεινού της ποινής «όταν τούτο κρίνεται δυσανάλογο προς την προληπτική της προσφορότητα ή και με το μέγεθος της ενοχής του δράστη»[60] [61]. Οι θεσμοί ελαστικότητας στηρίζονται επομένως στη νομοθετική επιλογή της μερικής υποχώρησης της αρχής της αναλογικότητας στα πλαίσια της σχετικής διακριτικής ευχέρειας που δίδεται στο δικαστή, όταν αυτός εξατομικεύει την ποινή, χάριν άλλων αρχών (όπως η αρχή της φειδούς σε ατομικό επίπεδο η αρχή της αυτοσυγκράτησης στη χρήση της φυλακής) ή σκοπών της ποινής (ειδική πρόληψη). Στα πλαίσια ενός αναλογικά διαρθρωμένου συστήματος ποινών η υποχώρηση αυτή είναι ωστόσο νοητή εντός ορισμένων μόνων ορίων. Μολονότι τα όρια αυτά δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια δεν χωρεί αμφιβολία ότι ρυθμίσεις όπως αυτή της μετατρεψιμότητας των ποινών ως 5 ετών για πλημμεληματικές και κακουργηματικές πράξεις ή η χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης μετά το πλασματικώς εκτιθέν (με αντιστοιχία ακόμη και μία προς τρεις ημέρες) 1/10, 1/5 ή και 2/5 της επιβληθείσας ποινής αναιρούν τη συνολική αναλογικότητα του ποινικού οικοδομήματος. Όσον αφορά δε την ειδικοπροληπτική θεμελίωση των θεσμών, τούτη επίσης αναιρείται διά του υποχρεωτικού για τα δικαστήρια χαρακτήρα πολλών από τις σχετικές με αυτούς ρυθμίσεις του ΠΚ και των νόμων προσωρινής ισχύος. Η περιγραφή των θεσμών αυτών ως «θεσμών ελαστικότητας» με την παραπάνω έννοια έχει επομένως πλέον καταστεί κενή περιεχομένου.
Μια δεύτερη δυνητική δικαιολόγηση των θεσμών εστιάζει στην εν τοις πράγμασι φύση και λειτουργία τους ως θεσμών έμμεσης μείωσης των ποινών χάριν κυρίως της αποσυμφόρησης των φυλακών. Η εκτεταμένη και κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας χρήση των θεσμών έμμεσης μείωσης των ποινών θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στο βαθμό που αυτή θα εθεωρείτο αναγκαία για την αντιμετώπιση έκτακτων και δυσχερώς προβλέψιμων συνθηκών, οι οποίες εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο. Εν όψει της αμεσότητας της επίδρασης των θεσμών αυτών στον αριθμό κρατουμένων η νομοθετική τους αξιοποίηση θα παρέσχε στην περίπτωση αυτή την απαραίτητη πίστωση χρόνου για τη λήψη μακροπρόθεσμων, δομικών μέτρων[62] με στόχο την πρόληψη νέων κρίσεων ή έστω την άμβλυνση της οξύτητας αυτών. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται όμως στην περίπτωση της Ελλάδας κατά την υπό εξέταση περίοδο καθώς η αυξητική τάση του αριθμού κρατουμένων ήταν από ένα χρονικό σημείο και πέρα ορατή, η χρόνια κρίση του ΣΣ μετετράπη τρόπον τινά σε φυσιολογική του κατάσταση ενώ τέλος, όπως θα δούμε παρακάτω, ελάχιστα μακροπρόθεσμης πνοής δομικά μέτρα ελήφθησαν από διοίκηση και νομοθέτη προκειμένου να περιορισθεί η «εξάρτηση» του ΣΣ από τους υπό συζήτηση θεσμούς.
Μια τρίτη τέλος δυνατότητα κανονιστικής θεμελίωσης εκείνων ειδικότερα των θεσμών που μειώνουν τη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής θα μπορούσε να αναζητηθεί στη νομοθετικά ρυθμιζόμενη χρήση τους ως μοχλών αποσυμπίεσης (release valves) του ΣΣ κάθε φορά που η πληρότητα των φυλακών υπερβαίνει ένα (προκαθορισμένο) όριο, το οποίο υπαγορεύει η υποχρέωση διασφάλισης ανεκτών συνθηκών διαβίωσης σε αυτές[63] [64]. Η χρήση ωστόσο των θεσμών έμμεσης μείωσης των ποινών στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά ρυθμιζόμενη από σαφείς διαδικασίες και κανόνες είναι όσον αφορά καίρια ζητήματα όπως το αποδεκτό όριο πληρότητας των φυλακών, ο αποδεκτός βαθμός δραστικότητας των σχετικών ρυθμίσεων[65], η διάρκεια ισχύος τους κλπ. Η διαχειριστική προσέγγιση των σχετικών θεσμών από τον Έλληνα νομοθέτη είναι αντιθέτως ευκαιριακή και εντελώς αποσυνδεδεμένη από κανονιστικά κριτήρια ή και αξιολογικού τύπου σταθμίσεις. Σημειωτέον τέλος ότι η νομοθετική ρύθμιση της λειτουργίας της υφ’ όρον απόλυσης, μεταξύ άλλων, ως μηχανισμού αποσυμπίεσης αποτελεί στις χώρες, όπου επιχειρείται, εναλλακτική κατά βάση λύση στον περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας των δικαστηρίων κατά την επιμέτρηση της ποινής μάλλον παρά συμπληρωματική όπως στη χώρα μας, όπου οι παράλληλες ρυθμίσεις για τη μετατροπή και την αναστολή δεσμεύουν επιπλέον υπέρμετρα τα δικαστήρια.
(β) Η επί μακρόν εστίαση της ΣΕΜΠ στους δράστες πλημμεληματικών πράξεων
Μέχρι το 2013 ο νομοθέτης εστίασε σχεδόν αποκλειστικά στην αξιοποίηση των θεσμών ελαστικότητας για τους δράστες πλημμελημάτων και (από το 2008) και τους δράστες κακουργημάτων, των οποίων όμως η αρχικώς καταγνωσθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή δεν υπερέβαινε τα πέντε χρόνια. Ενώ, ειδικότερα, ο νομοθέτης προέβη κατά το διάστημα 1990-2013 σε περισσότερες από τριάντα παρεμβάσεις στους επί μέρους θεσμούς ελαστικότητας του ΠΚ, τροποποιώντας συχνά πολλές από τις αφορώσες τον κάθε θεσμό διατάξεις, τρεις μόνον από τις παραπάνω παρεμβάσεις του αφορούσαν τους καταδικασθέντες σε ποινή κάθειρξης άνω των πέντε ετών (ν.1968/1991, ν.2207/1994 και ν.2408/1996)[66] [67]. Από το 2013 παρατηρείται μια σημαντική μεταστροφή του νομοθέτη ως προς την αντιμετώπιση των εκτιόντων ποινή κάθειρξης αρχικά με τη θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής επιτήρησης (ν. 4205/2013) και στη συνέχεια με τη μείωση των χρονικών προϋποθέσεων της απόλυσης υπό όρον για τους καταδικασθέντες σε ποινή έως δέκα έτη, των εκτιόντων ποινή ισόβιας κάθειρξης, κλπ.
Η έντονη από μέρους του έλληνα νομοθέτη διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των δραστών πλημμελημάτων από εκείνη των δραστών κακουργημάτων, όσον αφορά την εφαρμογή των θεσμών ελαστικότητας, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να εδράζεται σε διεθνείς τάσεις της ποινικής πολιτικής όπως αυτή της bifurcation[68] (διακλάδωση της αντιμετώπισης των δραστών ήσσονος βαρύτητας εγκλημάτων και μεγάλης βαρύτητας εγκλημάτων) ή και συγκεκριμένες αρχές (αρχή της αυτοσυγκράτησης στη χρήση της φυλακής[69]) ή σκοπούς της ποινής (ειδική πρόληψη). Στερητικές της ελευθερίες ποινές 4 ή 5 ετών δεν μπορούν βεβαίως καταρχήν να θεωρηθούν (ούτε θεωρούνται σε άλλες έννομες τάξεις) ότι αντιστοιχούν σε εγκλήματα ήσσονος σημασίας. Παρά ταύτα η εκ πρώτης όψεως δυνατότητα δικαιολόγησης της εξαιρετικά ευμενούς πολιτικής του έλληνα νομοθέτη για τα πλημμελήματα στη βάση μιας διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας των ήσσονος απαξίας εγκλημάτων παρέσχε σε αυτόν το αναγκαίο άλλοθι για την κατάχρηση των θεσμών ελαστικότητας στο συγκεκριμένο πεδίο. Σε κάθε περίπτωση η σταθερή για δεκαετίες επικέντρωση του νομοθέτη στην αξιοποίηση των θεσμών ελαστικότητας κυρίως για τα πλημμελήματα σήμανε ότι η πολιτική αυτή στόχευε μέχρι το 2013-14 συνεχώς σε μια ομάδα δραστών, η οποία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και με αυξανόμενο ρυθμό κατά τις επόμενες δεκαετίες αποτελούσε τη μειοψηφία των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές, τόσο λόγω της μικρότερης καταρχάς διάρκειας των ποινών τους, όσο και λόγω της επίδρασης των, ιδιαίτερα γενναιόδωρων για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, θεσμών ελαστικότητας του ΠΚ. Τα οφέλη τα οποία θα μπορούσαν να αντληθούν από την πολιτική αυτή όσον αφορά τη μείωση των αριθμού κρατουμένων ήταν όμως έτσι εξ αρχής ιδιαίτερα περιορισμένα. Η συγκεκριμένη επιλογή του έλληνα νομοθέτη εμπόδισε δηλαδή επί μακρόν την αντιμετώπιση ενός κύριου (και πιθανότατα του κύριου) παράγοντα αύξησης του αριθμού κρατουμένων που δεν ήταν άλλος από την εξαιρετικά μεγάλη (και αυξανόμενη) διάρκεια των ποινών σημαντικής μερίδας κρατουμένων[70] – πολύ περισσότερο που οι μεγάλης διάρκειας ποινές συσσωρεύονται μες στο χρόνο[71] .
(γ) Η υπονόμευση από τη ΣΕΜΠ της θετικής λειτουργίας των θεσμών ελαστικότητας
Η κατάχρηση των θεσμών ελαστικότητας αντανακλά μια στενή οριοθέτηση των σκοπών και της λειτουργίας τους. Νομοθέτης και διοίκηση επικεντρώθηκαν στην αξιοποίηση της «αρνητικής» τρόπον τινά λειτουργίας των θεσμών (αποτροπή έκτισης της στερητικής ελευθερίας ποινής και περιορισμός του χρόνου εγκλεισμού) απέχοντας παράλληλα εν πολλοίς από τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την πραγμάτωση της, σύμφυτης με τη φύση ορισμένων ιδίως από αυτούς, θετικής λειτουργίας τους. Για παράδειγμα δηλαδή, της υποστήριξης της επανένταξης των υφ’ όρον απολυθέντων και των εκτιόντων μια εναλλακτική ποινή, όπως η αναστολή υπό επιτήρηση, και της απόκτησης ευρύτερα μιας εποικοδομητικής για την κοινωνική τους ενσωμάτωση εμπειρίας, ή ακόμη της αποκατάστασης της ζημίας από το έγκλημα στο συμβολικό επίπεδο της κοινότητας στην περίπτωση της κοινωφελούς εργασίας[72]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ακραίας αδράνειας ή βραδυπορίας διοίκησης και νομοθέτη όσον αφορά τη δημιουργία των αναγκαίων για την υλοποίηση της θετικής λειτουργίας των θεσμών, υποδομών και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού προσφέρει το ιστορικό της σύστασης και οργάνωσης του κλάδου των επιμελητών κοινωνικής αρωγής, ενός κλάδου ο οποίος, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του ν. 1941/91, «είναι απόλυτα αναγκαίος για να λειτουργήσουν οι νέοι θεσμοί, που εισάγονται στο ποινικό μας σύστημα, της κοινωφελούς εργασίας και της αναστολής της ποινής υπό επιτήρηση, καθώς και για τη βελτίωση του θεσμού της απολύσεως υπό όρους». Η προκήρυξη πχ. της πρόσληψης των πρώτων 60 επιμελητών κοινωνικής αρωγής (αντί των 300 που απαιτούσε ο ν. 1941/91) έγινε 13(!) χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση της κοινωφελούς εργασίας και της αναστολής υπό επιτήρηση, οι υπηρεσίες επιμελητών κοινωνικής αρωγής (ΥΕΚΑ) άρχισαν να λειτουργούν μόλις το 2007, δηλαδή 16 χρόνια μετά την έκδοση του σχετικού νόμου και δη σε 14 πρωτοδικεία αντί των 26 που αυτός προέβλεπε, ενώ και αυτή η υπουργική απόφαση που θα ρύθμιζε «την οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας» εκδόθηκε το 1997[73], ήτοι 6 χρόνια αργότερα. Η αδράνεια της πολιτείας είναι ακόμη εμφανής στο κρίσιμο πεδίο της μετασωφρονιστικής μέριμνας όπου ο μόλις το 2003 – και καθ’ υπόδειξη βεβαίως των ευρωπαϊκών σωφρονιστικών κανόνων – συσταθείς φορέας της «Επανόδου» σχεδόν κατ’ όνομα πλέον υποστηρίζεται από αυτήν.
Σαφής είναι τέλος η υποτίμηση αλλά και παραγνώριση από μέρους του νομοθέτη της σημασίας των οργανωτικών και λειτουργικών πτυχών των θεσμών που υιοθετεί, οι οποίες και συνάπτονται βεβαίως με τη θετική λειτουργία τους[74]. Χαρακτηριστική είναι σχετικά η προσπάθεια του νομοθέτη να καλύψει την έλλειψη επιμελητών κοινωνικής αρωγής στην περίπτωση της κοινωφελούς εργασίας διά της επιφόρτισης του δικαστηρίου με καθήκοντα τα οποία σε άλλες χώρες παγίως και λογικά, και βάσει των λειτουργικών αναγκών του θεσμού, ανήκουν στους αντίστοιχους με την ΥΕΚΑ φορείς[75]. Η ίδια τέλος η κατάχρηση από μέρους του των θεσμών έμμεσης μείωσης των ποινών διά της διαρκώς αυξανόμενης διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής τους καθιστά αδύνατη τοις πράγμασι την καλλιέργεια της θετικής τους λειτουργίας.
Πλην όμως η σχεδόν κατ΄όνομα μόνον εφαρμογή των θεσμών, όσον αφορά τη θετική (και απαιτητική για τους καταδικασθέντες) λειτουργία τους, υπονομεύει τη δυνατότητα αντίληψης αυτών από τα δικαστήρια ως πειστικών εναλλακτικών δυνατοτήτων στη στερητική της ελευθερίας ποινή. Έτσι όμως διαιωνίζεται η, παρωχημένης λογικής, ταύτιση της τιμώρησης με τη φυλάκιση, πράγμα που αποδυναμώνει τελικά με τη σειρά του και το ρόλο των εν λόγω θεσμών ως μηχανισμών αποσυμφόρησης των φυλακών.
Η κατάχρηση των θεσμών αλληλοτροφοδοτείται εν όψει των παραπάνω από την απίσχνανση της θετικής τους λειτουργίας. Για την διεύρυνση της χρήσης τους δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο από μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Και αντίστοιχα η ευρύτητα της νομοθετικής τους πρόβλεψης εμφανίζει ως μάταιη την επένδυση της πολιτείας στη θετική τους λειτουργία. Η μειωμένη αξιοπιστία των θεσμών παρέχει το αναγκαίο άλλοθι στα δικαστήρια για την αποφυγή των πιο χρονοβόρων και απαιτητικών κατά την επιμέτρηση θεσμών, όπως είναι η κοινωφελής εργασία και η υφ’ όρον αναστολή υπό επιτήρηση, ή αντίστοιχα η αποχή εν πολλοίς από την επιβολή πρόσθετων όρων και επιτήρησης σε επιλεγμένες περιπτώσεις κατά τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης. Δεν είναι ως εκ τούτου άξιον απορίας ότι οι απλούστεροι κατά την επιμέτρησή τους θεσμοί, δηλαδή η μετατροπή και η υφ’ όρον αναστολή κυριαρχούν μεταξύ των επιλογών των δικαστηρίων καθιστάμενοι ακόμη απλούστεροι από ότι ο νομοθέτης προβλέπει, δια της περαιτέρω τυποποίησης συχνά της διαδικασίας επιμέτρησής τους[76]. Κι όμως αυτές οι λίγες περιπτώσεις αξιοποίησης από τα δικαστήρια των πιο σύνθετων θεσμών ή των πιο σύνθετων εκδοχών τους παρέχουν μια prima facie νομιμοποίηση του ελληνικού συστήματος ποινών αφού τούτο εμφανίζεται να συμβαδίζει με τις ευρωπαϊκές οδηγίες περιλαμβάνοντας μια ευρεία ποικιλία εναλλακτικών στη φυλάκιση μέτρων.
(δ) Η κυριαρχία της ΣΕΜΠ by default (ελλείψει εναλλακτικών εν τοις πράγμασι λύσεων)
Νομοθέτης και διοίκηση δεν περιορίστηκαν στη ΣΕΜΠ για τη μείωση των αριθμών κρατουμένων και την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού και των συνεπειών του. Υιοθέτησαν αντιθέτως σειρά μέτρων και στρατηγικών που τείνουν αποκλειστικά ή συγχρόνως στους παραπάνω σκοπούς, όπως είναι, ιδίως, η κατασκευή νέων φυλακών, η ευρεία χρήση του θεσμού μεταγωγής κρατουμένων, η διαδικασία αναθεώρησης του ΠΚ και του ΚΠΔ, η αναθεώρηση του ειδικού νόμου για τα ναρκωτικά, οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τον περιορισμό και τον έλεγχο της διάρκειας εγκλεισμού των προσωρινά κρατουμένων και η θέσπιση του εναλλακτικού σε αυτήν μέτρου της ηλεκτρονικής επιτήρησης, η υιοθέτηση της ποινικής συνδιαλλαγής και άλλων μέτρων κατά παρέκκλιση διαδικασίας σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας, η οργάνωση θεραπευτικών, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης στα καταστήματα κράτησης. Η επισκόπηση του συνόλου των προαναφερθεισών πολιτικών υπερβαίνει τα όρια του παρόντος άρθρου – πολύ περισσότερο που για πολλές δεν υπάρχουν συστηματικά στοιχεία. Θα εστιάσω ως εκ τούτου στις πολιτικές εκείνες που είναι περισσότερο χαρακτηριστικές των επιλογών της διοίκησης, της πολιτικής εξουσίας και του νομοθέτη με την έννοια αφενός ότι τούτοι διατηρούν εν πολλοίς τον έλεγχο της υλοποίησής τους και αφετέρου ότι η επίδραση των πολιτικών αυτών στον αριθμό κρατουμένων είναι περισσότερο άμεση και δυνητικά πολύ σημαντική. Οι πολιτικές αυτές είναι πιο συγκεκριμένα η κατασκευή νέων φυλακών, η αξιοποίηση του θεσμού μεταγωγής κρατουμένων, η αναθεώρηση του ΠΚ και η αναθεώρηση του νόμου για τα ναρκωτικά.
Η κατασκευή νέων φυλακών
Η κατασκευή νέων φυλακών για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού είναι ένα αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας μέτρο υπό την έννοια ότι η δημιουργία σημαντικού αριθμού νέων θέσεων για τους κρατούμενους μπορεί μακροπρόθεσμα να αυξήσει «τη ζήτηση» για τη συγκεκριμένη ποινή[77], όπως άλλωστε καταδεικνύει και η σχετική αμερικανική εμπειρία. Η σκοπιμότητα της εν λόγω πολιτικής εξαρτάται βεβαίως σε τελική ανάλυση από μια ευρύτερη στάθμιση αξιών και συμφερόντων[78]. Ωστόσο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος στη χώρα μας (από τις αρχές ήδη της υπό εξέταση περιόδου αλλά και νωρίτερα) η (με φειδώ) επένδυση σε ένα πρόγραμμα νέων φυλακών εμφανίζεται ως μια λογική και αναγκαία επιλογή[79], στο βαθμό ιδίως που το πρόγραμμα αυτό θα εντασσόταν σε μια συνολικότερη και πολυδιάστατη πολιτική για την αποσυμφόρηση των φυλακών.
Παρά ταύτα ελάχιστα έγιναν στην κατεύθυνση και αυτού μόνον του προγραμματισμού νέων φυλακών μέχρι τουλάχιστον το 2001. Μια νέα φυλακή, στο Μαλανδρίνο Φωκίδας, παραδόθηκε το 2001 με εγγενή κατασκευαστικά και λειτουργικά προβλήματα, ανακατασκευάστηκε η δικαστική φυλακή Ναυπλίου και η στρατιωτική φυλακή Αυλώνα (σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων) ενώ κατασκευάστηκε τέλος το ήμισυ περίπου του κέντρου απεξάρτησης τοξικομανών κρατουμένων στην Κασσάνδρα, το οποίο όμως ουδέποτε λειτούργησε. Το 2001 προγραμματίστηκε η ανέγερση 17(!) νέων καταστημάτων κράτησης[80] με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης το 2005[81]. Η υλοποίηση του προγράμματος αδράνησε εν πολλοίς έως το 2004 οπότε και δημοπρατήθηκαν τα 9 από τα 17 εξ αυτών, με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση το 12% της απαιτούμενης, τα οποία στη συνέχεια περιορίστηκαν σε 7, δυναμικότητας 2700 κρατουμένων[82]. Ακολούθησε ένα ταχύρυθμο πράγματι, πρόγραμμα κατασκευής ορισμένων εξ αυτών. Η σταδιακή ολοκλήρωση των έξι εξ αυτών αύξησε σημαντικά τη χωρητικότητα των ελληνικών φυλακών. Η αδυναμία ωστόσο και στοιχειώδους ακόμη στελέχωσης των νέων καταστημάτων κράτησης η οποία επιτάθηκε με την έλευση της οικονομικής κρίσης και των σχετικών μνημονίων, παρεμπόδισε την έναρξη λειτουργίας ορισμένων από αυτά ή τμήματός τους για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Η μεγάλη συνολικά καθυστέρηση τόσο του σχεδιασμού όσο και της υλοποίησης του προγράμματος νέων φυλακών, ως αποτέλεσμα αδράνειας και πλημμελούς σχεδιασμού, μεταξύ άλλων, δημιούργησε όμως ευνοϊκές συνθήκες για την κατάχρηση των θεσμών ελαστικότητας και τη σταδιακή παγίωση της αντίληψης της ΣΕΜΠ ως της κυρίαρχης - ελλείψει εν τοις πράγμασι εναλλακτικών λύσεων - στρατηγικής στο πεδίο αποσυμφόρησης των φυλακών. Η έγκαιρη αύξηση της χωρητικότητας των φυλακών θα είχε αντιθέτως επιτρέψει μια πιο λελογισμένη χρήση των θεσμών ελαστικότητας αφού τούτοι θα λειτουργούσαν ως ένα παράλληλο και συμπληρωματικό σε αυτήν, μάλλον παρά ως το κύριο, εργαλείο αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού.
Η ευρεία χρήση του θεσμού μεταγωγής κρατουμένων
Ο θεσμός της μεταγωγής κρατουμένων χρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση και το νομοθέτη εν μέρει υποστηρικτικά και εν μέρει συμπληρωματικά προς τη ΣΕΜΠ, γεγονός που ερμηνεύει και τη μεγάλη έκταση εφαρμογής του. Ο εν λόγω θεσμός αξιοποιήθηκε καταρχάς ως προέκταση του συνεχούς της υφ’ όρον απόλυσης και του ευεργετικού υπολογισμού για τη μείωση (κατά κανόνα) της διάρκειας των εκτιόμενων ποινών. Στο διάστημα 2004-2015 τροποποιήθηκαν ειδικότερα οι προϋποθέσεις μεταγωγής των κρατουμένων σε αγροτικά καταστήματα κράτησης και την ΚΑΥΦ[83], στα οποία και προβλέπεται το μέγιστο ύψος ευεργετικού υπολογισμού της ποινής, έξι φορές[84]. Με την εξαίρεση της υπουργικής απόφασης (ΥΑ 118123/12.10.2004), η οποία δυσχέρανε τη μεταγωγή των κρατουμένων για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών στα συγκεκριμένα καταστήματα κράτησης, οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του θεσμού που ακολούθησαν κινήθηκαν προοδευτικά στην ελαστικοποίηση των σχετικών προϋποθέσεων. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ σύμφωνα με την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση οι τυπικές προϋποθέσεις για τη μεταγωγή σε αγροτική φυλακή των καταδικασθέντων σε ποινή 5 έως 10 ετών ήταν η έκτιση του 1/5 της ποινής και η χορήγηση δύο αδειών, ο ν.4356/15 αρθρ. α.41 δεν προβλέπει καμία τέτοια προϋπόθεση.
Ο θεσμός της μεταγωγής κρατουμένων λειτούργησε ακόμη ως συμπλήρωμα της ΣΕΜΠ στο πεδίο αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού, καθώς επέτρεψε τη διαρκή ανακατανομή των κρατουμένων στα καταστήματα κράτησης της χώρας με κριτήριο την πληρότητα αυτών. Η μεταγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων από τους κρατούμενους, που τηρούσαν τις σχετικές προϋποθέσεις, στις αγροτικές φυλακές σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες μεταγωγές ορισμένων, ιδίως, κρατουμένων – των «δυσπροσάρμοστων» κατά προτεραιότητα – είχε κατά περιόδους ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας παράλληλης «φυλακής εν κινήσει». Η συνακόλουθη λειτουργία του θεσμού της μεταγωγής τόσο ως κινήτρου όσο και ως αντικινήτρου για τους κρατούμενους διευκόλυνε περαιτέρω τη διατήρηση του ελέγχου αυτών στις υπερσυνωστισμένες φυλακές.
Η προσπάθεια βελτιστοποίησης της χωρητικότητας των φυλακών διά της μεταγωγής των κρατουμένων – μολονότι εξόχως προβληματική για πολλούς εξ αυτών – δεν είναι ίδιον της ελληνικής μόνον έννομης τάξης[85]. Η επαναλαμβανόμενη ωστόσο ελαστικοποίηση των προϋποθέσεων μεταγωγής στις αγροτικές φυλακές, μέχρι σημείου ολοσχερούς κατάργησής τους και για τους εκτίοντες ποινή κάθειρξης έως 10 ετών, από τη μία πλευρά και η εξαιρετικά υψηλή συχνότητα μεταγωγής ορισμένων κρατουμένων από την άλλη, υποδηλοί την κατάχρηση και αυτού επιπλέον του θεσμού από μέρους της διοίκησης και του νομοθέτη.
Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες αναθεώρησης του ΠΚ και η αναθεώρηση του νόμου για τα ναρκωτικά
Κατά την υπό εξέταση περίοδο και ειδικότερα από το 2005 έως σήμερα συστάθηκαν υπό διάφορες μορφές έξι επιτροπές αναθεώρησης του ΠΚ[86] (και αντίστοιχα του ΚΠΔ). Η τελευταία εξ αυτών συνεχίζει το έργο της. Η πρώτη κατά σειρά επιτροπή (Ανδρουλάκη-Μυλωνόπουλου) δεν ολοκλήρωσε το έργο της καθώς υπήρξε διαδοχή της το 2009 από νέα επιτροπή, η οποία υπολειτούργησε και καταργήθηκε τοις πράγμασι το 2010 με τη σύσταση της αναθεωρητικής επιτροπής Μανωλεδάκη-Καστανίδου. Μια σύντομη αναφορά στις κυριότερες προτάσεις της για τις ποινές είναι, πιστεύω, σκόπιμη καθώς τα πορίσματά της δεν είναι δημοσιευμένα, σε αντίθεση με εκείνα των επόμενων επιτροπών, οι προτάσεις της αφορούν κατεξοχήν το ρόλο των θεσμών ελαστικότητας στα πλαίσια του συστήματος ποινών, ενώ τέλος αυτή αγνοείται κατ’ ουσίαν στις αιτιολογικές εκθέσεις των σχεδίων του ΠΚ που ακολούθησαν [87]. Η επιτροπή Ανδρουλάκη-Μυλωνόπουλου επεδίωξε το συνολικό και δραστικό αποπληθωρισμό του συστήματος ποινών προτείνοντας αφενός τη μείωση των ανωτάτων αλλά και των κατωτάτων ορίων του γενικού πλαισίου ποινής για τα κακουργήματα (και αντίστοιχα του ανωτάτου για τα πλημμελήματα) και αφετέρου τη μείωση των ανωτάτων ορίων εφαρμογής των θεσμών ελαστικότητας που αποτρέπουν την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Συνεπής με τη λογική του συνολικού αποπληθωρισμού του συστήματος ποινών υπήρξε επίσης η πρόταση της επιτροπής για τον περιορισμό της λειτουργίας των ελαφρυντικών περιστάσεων μέσα στο προβλεπόμενο από το νόμο πλαίσιο ποινής και την κατ’ εξαίρεση μόνο κάθοδο του δικαστηρίου κάτω από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο αυτού[88]. Η εν λόγω επιτροπή πρότεινε περαιτέρω την αντικατάσταση της χρηματικής ποινής με το θεσμό των ημερησίων προστίμων, την κατάργηση του κατεξοχήν πληθωριστικού θεσμού της μετατροπής και την αντικατάσταση αυτού με την υφ’όρον αναστολή της ποινής σε συνδυασμό -για τους υπότροπους δράστες- με ορισμένες υποχρεώσεις, όπως η παροχή κοινωφελούς εργασίας και η χρηματική ποινή και ποικίλους όρους ή ακόμη με την κατ' εξαίρεση έκτιση μιας ολιγόμηνης διάρκειας ποινής φυλάκισης.
Οι επόμενες τρεις επιτροπές, οι οποίες ολοκλήρωσαν και παρέδωσαν το έργο τους, και δη σε σύντομο χρονικό διάστημα, επεδίωξαν, μεταξύ πολλών άλλων, τον «αποπληθωρισμό» των απειλούμενων ποινών, διατηρώντας όμως παράλληλα τόσο το ισχύον κατώτατο όριο για τα κακουργήματα όσο και τα υψηλά όρια εφαρμογής των θεσμών που αποτρέπουν την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Παρά ωστόσο τις παραπάνω σημαντικές αλλά και άλλες επιμέρους διαφορές μεταξύ των σχεδίων, η μείωση της βαρύτητας των απειλούμενων ποινών και βεβαίως ο εξορθολογισμός του συστήματος ποινών γενικότερα, υπήρξε κοινός μεταξύ τους τόπος. Καμιάς επιτροπής το σχέδιο δεν προωθήθηκε όμως προς ψήφιση στη Βουλή. Ευτυχή κατάληξη είχε αντιθέτως το σχέδιο αναθεώρησης του νόμου για τα ναρκωτικά το οποίο κατέστη εν τέλει – έστω και με σημαντική καθυστέρηση – νόμος του κράτους το 2013 (ν.4139/2013), επιφέροντας στη συνέχεια μεγάλη μείωση στον αριθμό των κρατουμένων για τα σχετικά αδικήματα[89].
Τα προαναφερθέντα σχέδια ενός νέου ΠΚ συγκλίνουν με την ΣΕΜΠ όσον αφορά το στόχο περιορισμού της βαρύτητας των ποινών διαφέρουν όμως ριζικά ως προς τη μεθοδολογία τους – συστηματική δομική μεταρρύθμιση στην πρώτη περίπτωση, ευκαιριακές, βραχυπρόθεσμες και μερικές νομοθετικές παρεμβάσεις στη δεύτερη. Διαδοχικές κυβερνήσεις επέλεξαν παρά ταύτα –μέχρι πρότινος τουλάχιστον - να απεμπολήσουν τη δυνατότητα εξορθολογισμού του συστήματος ποινών, και κατ επέκταση της λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος, μέσω ενός νέου ΠΚ αυξάνοντας έτσι κατ’ αποτέλεσμα, και δια αυτού επίσης του τρόπου, την εξάρτησή τους από τη ΣΕΜΠ.
Η ΣΕΜΠ κατέστη ενόψει των παραπάνω κυρίαρχη μεταξύ μιας ευρείας γκάμας πολιτικών που υιοθέτησε η διοίκηση και ο νομοθέτης για τη μείωση του αριθμού κρατουμένων, όχι βάσει σχεδίου, αλλά επειδή για ποικίλους λόγους οι άλλες πολιτικές δεν ευδοκίμησαν. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, επειδή η ΣΕΜΠ είχε στην πράξη ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα για το νομοθέτη, τη διοίκηση και την πολιτική εξουσία έναντι των υπολοίπων πολιτικών, τα οποία και ερμηνεύουν τη σταθερή από μέρους τους προσκόλληση σε αυτήν. Σε σχέση με τα πλεονεκτήματα αυτά μπορεί να προβεί κανείς σε λογικές και στηριζόμενες στη γενική εμπειρία μόνον υποθέσεις. Η περαιτέρω επεξεργασία και επαλήθευσή τους απαιτεί συστηματική εμπειρική έρευνα θεωρητικά προσανατολισμένη στο πεδίο της κοινωνιολογίας του κράτους. Θα αρκεστώ ως εκ τούτου στη διατύπωση των σχετικών υποθέσεων και σε μια σύντομη ιμπρεσιονιστική ανάλυση αυτών.
5.2. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ΣΕΜΠ
(α) Συμβατότητα της ΣΕΜΠ με την περιορισμένη «ικανότητα της διοίκησης»
Η ΣΕΜΠ θέτει περιορισμένες μόνον απαιτήσεις όσον αφορά την «ικανότητα της διοίκησης» τόσο στο πεδίο του σχεδιασμού όπως και της υλοποίησης αυτής. Αποτελεί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, μια «αναδυόμενη στρατηγική» η οποία συντίθεται από μεμονωμένες ενέργειες που γίνονται ad hoc και οι οποίες συγχωνεύονται σταδιακά σε ένα μοτίβο. Δεν απαιτεί ως εκ τούτου, στον ίδιο βαθμό που θα απαιτούσε μια σκόπιμη, μακροπρόθεσμη στρατηγική, εξελιγμένα εργαλεία για τη διαμόρφωσή της (στατιστική, πληροφορική, ανάλυση κόστους-οφέλους, μελέτη επίδρασης, πρόγραμμα αξιολόγησης κλπ) και μια ορθολογική οργάνωση της διοίκησης γενικότερα. Οι μεμονωμένες κι αποσπασματικές ενέργειες, οι οποίες τη συνθέτουν, δεν εμπεριέχουν επιπλέον –αν ειδωθούν ξεχωριστά– το ίδιο ρίσκο αποτυχίας σε σχέση με το στόχο της αντιμετώπισης που υπερπληθυσμού και της μείωσης των κρατουμένων, το οποίο εμπεριέχει μια συνολική μακροπρόθεσμη στρατηγική, όπως π.χ. η αναθεώρηση και η εφαρμογή ενός νέου ΠΚ ή ένα πρόγραμμα κατασκευής νέων φυλακών. Περιορισμένες είναι τέλος οι απαιτήσεις της ΣΕΜΠ και σε ποικίλους άλλους τομείς που άπτονται της ικανότητας της διοίκησης, όπως είναι ιδίως οι υφιστάμενες υλικές υποδομές, οι δυνατότητες χρηματοδότησής της, η ύπαρξη εκπαιδευμένου προσωπικού, η στελέχωσή της με εξειδικευμένους επαγγελματίες, η δυνατότητα συντονισμού και συνεργασίας της με άλλες κρατικές και μη υπηρεσίες καθώς και με ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα και με την τοπική κοινότητα. Μια πολιτική, για παράδειγμα, ανάπτυξης της θετικής λειτουργίας των εναλλακτικών στη φυλάκιση μέτρων θα απαιτούσε πολύ περισσότερα από ότι η ΣΕΜΠ σε όλα τα παραπάνω πεδία[90]. Η ΣΕΜΠ είναι εν κατακλείδι κατεξοχήν συμβατή με τις υπάρχουσες ανεπάρκειες της διοίκησης.
(β) Συμβατότητα της ΣΕΜΠ με την κουλτούρα της δημόσιας διοίκησης
Η ΣΕΜΠ αντανακλά ακόμη την κουλτούρα της αρμόδιας για το σωφρονιστικό σύστημα δημόσιας διοίκησης, η οποία ταυτίζεται, πιστεύω, σε σημαντικό βαθμό με αυτό που ο S. Bastow περιγράφει ως «κουλτούρα του να ζεις με την κρίση»(culture of coping and crisis)[91], ως την κουλτούρα δηλαδή ενός οργανισμού ο οποίος εστιάζει απλώς στο «να τα βγάζει πέρα» αισθανόμενος διαρκώς ότι βρίσκεται υπό την απειλή μιας κρίσης. Οι κουλτούρες αυτές, παρατηρεί ο συγγραφέας, συντηρούν την αντίληψη ότι «δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος, ούτε η ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος ή για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού»[92]. Τέτοιου είδους κουλτούρες είναι ακόμη αυτοτροφοδοτούμενες καθώς ωθούν έναν οργανισμό σε παρωχημένες λύσεις και πολιτικές διαιωνίζοντας έτσι την ανάγκη επικέντρωσης αυτού «στο να τα βγάζει απλώς πέρα».
Η ΣΕΜΠ αντανακλά βεβαίως και στοιχεία της γενικότερης γραφειοκρατικής κουλτούρας της δημόσιας διοίκησης, όπως, ιδίως, την αντίσταση της διοίκησης στην καινοτομία και την προσκόλληση σε θεσμοποιημένες πρακτικές, την τυποποίηση των μεθόδων αντίδρασης αυτής απέναντι σε ένα σύνθετο και υψηλής πολιτικής αβεβαιότητας περιβάλλον, και, θα προσέθετα, τον έντονο «νομικισμό» και τη συνακόλουθη τάση εξάντλησης της «μεταρρύθμισης» στη νομική ρύθμιση.
(γ) Το περιορισμένο πολιτικό κόστος της ΣΕΜΠ σε σύγκριση με ευθείες παρεμβάσεις στο ύψος των απειλούμενων ποινών
Η ΣΕΜΠ συνεπάγεται εκ πρώτης όψεως περιορισμένο - βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον - πολιτικό κόστος σε σύγκριση με ευθείες παρεμβάσεις στο ύψος των απειλούμενων ποινών και τούτο για τους εξής δύο λόγους: πρώτον, επειδή η περιορισμένη θεατότητα (visibility) της σχετιζόμενης με την ΣΕΜΠ νομοθετικής δραστηριότητας (νόμοι προσωρινής ισχύος και πλήθος αποσπασματικών μικρής κατά κανόνα εμβέλειας, ρυθμίσεων) δυσχεραίνει τη διαμόρφωση μιας καθαρής εικόνας από μέρους των πολιτών σε σχέση με τη μεταβαλλόμενη βαρύτητα των ποινών και δεύτερον, επειδή η έμμεση και για διαχειριστικούς, κυρίως ή αποκλειστικά, λόγους ελάφρυνση των ποινών διά της ΣΕΜΠ δεν έχει τη συμβολική βαρύτητα μιας ευθείας μείωσης του ύψους των απειλούμενων ποινών. Η ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους της πολιτικής μείωσης του αριθμού των κρατουμένων υπήρξε αναμφίβολα σημαντική προτεραιότητα διαδοχικών κυβερνήσεων. Τούτο συνάγεται όχι μόνον από την προσκόλληση αυτών στη ΣΕΜΠ και την αναβολή προώθησης στη Βουλή έτοιμων σχεδίων του ΠΚ αλλά και από τη σταθερή για πολλά χρόνια προσπάθειά τους να εξαντλήσουν τα περιθώρια αξιοποίησης των θεσμών ελαστικότητας – ιδίως αυτών που αποτρέπουν την έκτιση της φυλάκισης- στο πεδίο των πλημμεληματικών ποινών, αποφεύγοντας παράλληλα να προχωρήσουν σε δραστικές, διά της υφ’ όρον απόλυσης[93], μειώσεις στη διάρκεια των κακουργηματικών ποινών μέχρι το 2014 οπότε και αναγκάστηκαν, πλέον, να «σπρώξουν» τη ΣΕΜΠ και στο πεδίο των κακουργημάτων.
Η ευρύτερα αποδεκτή ανάγκη αποφυγής της φυλάκισης των δραστών ελαφρύτερων εγκλημάτων χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχα – έστω και εξαιρετικά βεβιασμένα – ως υποστηρικτικό αφήγημα για την κατάχρηση της ΣΕΜΠ στο επίπεδο των πλημμελημάτων. Για την κατάχρηση όμως της στρατηγικής αυτής στο επίπεδο των κακουργημάτων δεν υπήρξε αντίστοιχο αφήγημα. Τούτη εξέφρασε απλώς τη σιωπηρή αναγνώριση από μέρους της πολιτείας της μακρόχρονης αδυναμίας της να διαχειριστεί με πιο έλλογο τρόπο τα προβλήματα του ΣΣ∙ πράγμα που σημαίνει ότι το εν δυνάμει, περιορισμένο αρχικά, πολιτικό κόστος της ΣΕΜΠ αυξάνεται συν τω χρόνο[94].
Πέραν όμως του περιορισμένου ή μη, αναλόγως και του χρονικού ορίζοντα, πολιτικού κόστους της ΣΕΜΠ τούτη διευκολύνει παράλληλα την επιδίωξη πολιτικών οφελών από την πολιτική εξουσία μέσω της σκλήρυνσης των απειλούμενων ποινών για επιλεγμένα αδικήματα∙ κι αυτό επειδή οι επιβαρυντικές για τη λειτουργία του ΣΣ συνέπειες της αυστηροποίησης των ποινών μπορούν εκ πρώτης όψεως ανά πάσα στιγμή να αντισταθμιστούν από αντίστοιχες μειώσεις άλλων ποινών. Η ΣΕΜΠ εμποδίζει έτσι την «υπευθυνοποίηση», τρόπον τινά, κυβέρνησης και νομοθέτη αναφορικά με τις συνέπειες των σχετικών επιλογών τους.
(δ) Μεγαλύτερη πιθανότητα αποδοχής της ΣΕΜΠ από τα δικαστήρια σε σύγκριση με ευθείες μειώσεις στο ύψος των απειλούμενων ποινών
Η ΣΕΜΠ δυσχεραίνει το δικαστικό έργο με τρεις τρόπους: πρώτον, περιορίζοντας υπέρμετρα την διακριτική ευχέρεια των δικαστών, όσον αφορά την εφαρμογή των θεσμών που αποτρέπουν την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής˙ δεύτερον, αναιρώντας εμμέσως τις αποφάσεις τους για τις ποινές, όσον αφορά τη δέουσα διάρκεια της εκτιόμενης ποινής, μέσω των θεσμών της υφ’ όρον απόλυσης και του ευεργετικού υπολογισμού[95] και τρίτον, υπονομεύοντας τη σοβαρότητα της ποινικής δικαιοσύνης[96]. Η ΣΕΜΠ είναι ωστόσο πιθανώς ευκολότερα αποδεκτή από τους δικαστές σε σχέση με μια σημαντική νομοθετική μείωση των απειλούμενων ποινών καθώς σε αντίθεση με αυτήν δεν θίγει τον πυρήνα της επιμέτρησης της ποινής[97] που στη χώρα μας είναι η επιμέτρηση του ύψους της στερητικής ελευθερίας ποινής αφού οι υφιστάμενες εναλλακτικές της στερητικής της ελευθερίας ποινές δεν προβλέπονται ως αυτόνομες ποινές. Διασφαλίζει έτσι τη διατήρηση της παγιωμένης τακτικής των δικαστηρίων και την υποκείμενη αυτής σύμβαση αναλογικότητας ενώ για τις μέσω της υφ’ όρον απόλυσης και του ευεργετικού υπολογισμού δραστικές, διά της οπίσθιας θύρας μειώσεις, υπάρχει πάντα το παρηγορητικό επιχείρημα της διάκρισης των εξουσιών: οι λύσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο της εκτελεστικής εξουσίας (δεν είναι δική μας ευθύνη το τι γίνεται μετά την επιμέτρηση). Σε κάθε περίπτωση ανοικτή μένει για τα δικαστήρια η δυνατότητα της «υπονόμευσης» του νόμου, της προσαρμογής δηλαδή της επιβαλλόμενης ποινής σε αυτήν που πρόκειται να εκτιθεί[98]. Η ΣΕΜΠ αντιπροσωπεύει έτσι την προσπάθεια διατήρησης από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία του status quo και της διατήρησης των υπαρχουσών ισορροπιών. Θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή διά της προσφυγής σε έναν από τους πέντε τύπους στρατηγικής του Mintzberg, ήτοι της στρατηγικής ως τεχνάσματος, ενός τεχνάσματος εν προκειμένω της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτές αλλά ανεπιθύμητου για πολλούς δικαστές, στόχου της μείωσης της βαρύτητας των ποινών, με τρόπο που να άρει τις από μέρους τους αντιστάσεις (σιωπηρό bargaining) – κάτι που μια ευθεία παρέμβαση στο ύψος των ποινών θα επετύγχανε με μεγαλύτερη δυσκολία. Για το ζήτημα αυτό υπάρχουν άλλωστε ισχυρές ενδείξεις, όπως είναι κυρίως οι ποικίλες αντιστάσεις στην προώθηση των σχεδίων ενός νέου ΠΚ στη Βουλή ή, ίσως ακόμη, η αλλαγή της σύνθεσης της τέταρτης και πέμπτης κατά σειρά επιτροπής αναθεώρησης του ΠΚ, οι οποίες συμπεριέλαβαν πολύ μεγαλύτερη αναλογία δικαστικών μεταξύ των μελών τους. Η ΣΕΜΠ αντικατοπτρίζει εν όψει των παραπάνω και την ανταγωνιστική στη χώρα μας –και όχι μόνον- σχέση μεταξύ της δικαστικής και της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας[99]. Πλην όμως η εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ των τριών εξουσιών είναι εκ των ουκ άνευ για την προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στο σύστημα ποινών. Τούτο καταδεικνύουν μεταξύ άλλων τα παραδείγματα χωρών που πέτυχαν σημαντικές μειώσεις στη βαρύτητα των ποινών τους ή και διατήρησαν ένα ήπιο επίπεδο τιμωρητικότητας, όπως η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Γερμανία[100]. Θα αποτολμήσω τέλος και μια λογικής μόνον φύσης υπόθεση: η ΣΕΜΠ επιτελεί πιθανώς και μια σημαντική στη χώρα μας για τα όλα τα μέρη του δικαστηρίου, επικοινωνιακή λειτουργία∙ επιτρέπει την ταυτόχρονη έκφραση αποδοκιμασίας κι επιείκειας από μέρους του δικαστηρίου, την ευκολότερη αποδοχή της ονομαστικά σκληρής, στην πράξη όμως πολύ ηπιότερης, απόφασης του δικαστηρίου από τον καταδικασθέντα ενώ αναδεικνύει τέλος, στα πλαίσια του υπερβολικά σύνθετου για τον αδαή κατηγορούμενο ή καταδικασθέντα, «θεατρικού σκηνικού», το ρόλο του δικηγόρου.
(ε) Η λειτουργία της ΣΕΜΠ ως διαπραγματευτικού εργαλείου για την πρόληψη αντιδράσεων των κρατουμένων στις υπερσυνωστισμένες και υποστελεχωμένες φυλακές
Οι επανειλημμένες δια της ΣΕΜΠ «παροχές» προς τους κρατούμενους και η συνακόλουθη αποδόμηση του όποιου σταθερού πλαισίου εκτιτέας ποινής έχει αποτελέσει τη βάση μιας οιονεί διαπραγματευτικής τακτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αποφυγή επαπειλούμενων εξεγέρσεων και κινητοποιήσεων των κρατουμένων ή της συνέχισης αυτών[101]. Ο χαρακτήρας των διά της ΣΕΜΠ σταδιακών μειώσεων των εκτιόμενων ποινών δημιούργησε μια διαρκή κατάσταση προσδοκίας των κρατουμένων για βελτίωση της νομικής τους θέσης, κυρίως από πλευράς προσδοκιών αποφυλάκισης. Από τη στιγμή όμως που κάτι γίνει πλέον αντιληπτό ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης («παζάρι») είναι δυνατή η αξιοποίηση του και από τις δύο πλευρές με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου προσδοκιών και προσπάθειας ικανοποίησης τους που οδηγούν σε νέες προσδοκίες κ.ο.κ. Το ότι τα όρια ενός, έστω και κατ’ επίφαση, λειτουργικού συστήματος έχουν με αυτό τον τρόπο καταστεί όχι απλώς ορατά, αλλά πιθανότατα ήδη υπερκερασθεί, μόλις που χρειάζεται να σημειωθεί.
6. Προς μια συνολική αποτίμηση της ΣΕΜΠ
Η αποτίμηση της ΣΕΜΠ, όρος με τον οποίο περιέγραψα τον ιδιαίτερο τρόπο χρήσης των θεσμών ελαστικότητας από το νομοθέτη και την εκτελεστική εξουσία, δεν μπορεί εν όψει και των προαναφερθέντων παρά να είναι αρνητική∙ πρώτον επειδή η αποτελεσματικότητά της σε σχέση με τους στόχους της, δηλαδή τη μείωση του αριθμού κρατουμένων και την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών, έχει υπάρξει περιορισμένη και βραχυπρόθεσμη ενώ μακροπρόθεσμα έχει καταστεί πιθανότατα αντιπαραγωγική, και δεύτερον, επειδή η ΣΕΜΠ έχει μολύνει το σύνολο του συστήματος ποινών με τα δικά της παθολογικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ανισότητα, η αδιαφάνεια και η παραβίαση και της στοιχειώδους ακόμα αναλογικότητας στη μεταχείριση των δραστών, καθώς και η πλήρης παραγνώριση των προϋποθέσεων επιδίωξης των σκοπών της ποινής.
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της ΣΕΜΠ λεκτέα τα εξής: Η ΣΕΜΠ έχει επιφέρει μια, εκ του νόμου καταρχάς, σταδιακά αυξανόμενη, και τελικώς εξαιρετικά μεγάλη διάσταση ως προς τη βαρύτητα μεταξύ α) των επιβαλλόμενων και των εκτιόμενων στερητικών της ελευθερίας ποινών και β) των καταρχάς επιβαλλόμενων στερητικών της ελευθερίας ποινών και των εκ της μετατροπής και της αναστολής αυτών (τελικώς καταγνωσθεισών) εναλλακτικών σε αυτές ποινών. Το ακριβές μέγεθος της απόκλισης αυτής στην πράξη δεν μπορεί επί του παρόντος να εκτιμηθεί ελλείψει επαρκών ερευνητικών και στατιστικών στοιχείων. Η εκ του νόμου όμως εν δυνάμει διάσταση μεταξύ επιβαλλόμενων και εκτιόμενων ποινών είναι για τα δεδομένα των δυτικών εννόμων τάξεων εξαιρετικά ευρεία. Η ΣΕΜΠ τείνει συνακόλουθα εκ πρώτης όψεως σε μια δραστική μείωση του αριθμού κρατουμένων τόσο μέσω του περιορισμού των εισροών στο ΣΣ όσο και μέσω της μείωσης της διάρκειας των εκτιόμενων ποινών. Το ποσοστό φυλάκισης αυξήθηκε μολαταύτα – παρά κάποιες, χρονικά περιορισμένες, μειώσεις – σημαντικά κατά την τελευταία εικοσιπενταετία. Τούτο μπορεί να οφείλεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, ορισμένοι των οποίων ουδόλως σχετίζονται με τη ΣΕΜΠ ενώ άλλοι αποτελούν παράπλευρες συνέπειές της. Οι σημαντικότεροι υποψήφιοι σχετικά παράγοντες είναι: α. Η αύξηση των εισροών στο ΣΣ ως αποτέλεσμα της αύξησης της εγκληματικότητας[102] ή των σοβαρών εκδοχών αυτής ή και των συλλήψεων από την αστυνομία[103] β. Η αύξηση της τιμωρητικότητας του νομοθέτη σε επιλεγμένα πεδία[104] γ. Η αύξηση της βαρύτητας των επιβαλλομένων από τα δικαστήρια ποινών η οποία μπορεί με τη σειρά της να οφείλεται (i) σε αλλαγές στο βαθμό τιμωρητικότητας των δικαστηρίων (ως στάσης) ή και (ii) στην υπονόμευση από μέρους τους των ρυθμίσεων της ΣΕΜΠ, οι οποίες εμποδίζουν την επιλογή της δέουσας κατά την εκτίμηση τους ποινής. δ. Η συσσώρευση στο χρόνο των κρατουμένων με ποινές μεγάλης διάρκειας, ε. Τέλος, η αύξηση των υποτρόπων μεταξύ των υφ’ όρον απολυθέντων οι οποίοι εκτίουν αθροιστικά την νέα ποινή με το ανασταλέν υπόλοιπο της παλαιάς ή τμήμα αυτής, ακυρώνοντας έτσι εν όλω ή εν μέρει τις ευνοϊκές ρυθμίσεις της ΣΕΜΠ. Σχετικοί με τη ΣΕΜΠ είναι βεβαίως ο ανωτέρω υπό (γ.ii) παράγων, αλλά και ο υπό (δ) στο βαθμό που η ΣΕΜΠ επιφέρει εμμέσως επιμήκυνση των εκτιόμενων ποινών και τέλος ο υπό (ε) στο βαθμό που η υποτροπή συνδέεται με την απουσία υποστηρικτικού πλαισίου κατά την, στην ουσία, «αυτόματη άνευ όρων» απόλυση[105].
Ο παράγων (γii.), η υπονόμευση δηλαδή από μέρους των δικαστηρίων των ρυθμίσεων της ΣΕΜΠ χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Πολλές από τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τους θεσμούς που αποτρέπουν την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής δημιουργούν ένα είδος υποχρεωτικών minima ποινής για τα δικαστήρια με την έννοια ότι αποκλείουν την από μέρους τους επιβολή (εκτιόμενων) ποινών μικρότερης διάρκειας. Στις περιπτώσεις επομένως που η δέουσα κατά την εκτίμησή τους ποινή είναι η στερητική της ελευθερίας ο μόνος τρόπος επιβολής της είναι η αύξηση αυτής μέχρι του ύψους της μικρότερης, δυνάμενης να εκτιθεί, ποινής[106]. Υπάρχουσες έρευνες σε διαφορετικές χώρες δείχνουν ότι η βαρύτητα των επιβαλλόμενων ποινών αυξάνεται όταν δεν προβλέπεται η δυνητική επιβολή μικρής στερητικής της ελευθερίας ποινής[107]. Τα δικαστήρια «αναγκάζονται» στην περίπτωση αυτή, όπως χαρακτηριστικά το θέτει ο J. Roberts, να επιβάλλουν το υποχρεωτικό minimum της μη δυνάμενης να αλλάξει στερητικής της ελευθερίας ποινής[108]. Για το λόγο αυτό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, «ο περιορισμός της δυνατότητας των δικαστηρίων να επιβάλλουν μια μικρής διάρκειας στερητικής της ελευθερίας ποινή μπορεί να μην είναι μια σοφή πολιτική για την μείωση του πληθυσμού των κρατουμένων»[109]. Βάσει της ίδιας συλλογιστικής το Australian Law Reform Committee αποφάσισε να μην καταργήσει τελικώς τη δυνατότητα επιβολής στερητικών της ελευθερίας ποινών μικρότερων των έξι μηνών[110]. Στο βαθμό όμως που έτσι έχουν τα πράγματα η κατ’ουσίαν «κατάργηση» από τον Έλληνα νομοθέτη των ποινών φυλάκισης όχι έξι μηνών αλλά δύο, τριών ή και πέντε ετών (ως εκτιόμενων ποινών) διά των υποχρεωτικών ρυθμίσεων για την αναστολή ή την μετατροπή αυτών δεν μπορεί παρά να έχει ασκήσει σοβαρή πληθωριστική επίδραση στην διάρκεια των επιβαλλόμενων ποινών.
Λογικά αναμενόμενη είναι περαιτέρω η πληθωριστική επίδραση των νομοθετικών ρυθμίσεων για την υπό όρο απόλυση και τον ευεργετικό υπολογισμό, οι οποίες μειώνουν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό τη διάρκεια της εκτιόμενης ποινής. Η τάση υπονόμευσης από περισσότερους ή λιγότερους δικαστές νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες «ακυρώνουν» την κρίση τους αναγνωρίζεται ευρύτερα στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία[111]. Ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης μιας πληθωριστικής τάσης ως προς τη βαρύτητα των επιβαλλόμενων, καταρχάς, ποινών στη χώρα μας συνιστούν όμως ακόμη τα υπάρχοντα στοιχεία αναφορικά με την αυξανόμενη και τελικώς εξαιρετικά υψηλή αναλογία κρατουμένων με ποινές μεγάλης και πολύ μεγάλης διάρκειας[112]. Σε σύγκριση π.χ. με τις χώρες της «Ευρώπης των 15» η Ελλάδα αποτελεί ακραία περίπτωση όσον αφορά το ποσοστό κρατουμένων με επιβληθείσες ποινές άνω των δέκα ετών[113]. Η αναλογία μάλιστα των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές που εκτίουν μικρές και πολύ μικρές ποινές (έως ενός έτους) σε σχέση με εκείνους που εκτίουν πολύ μεγάλες ποινές (δέκα ετών και άνω) είναι περίπου αντίστροφη από την αντίστοιχη αναλογία σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία[114]. Αντίστροφη είναι κατ΄επέκταση και η λογική που διέπει την επιβολή των ποινών έξι μηνών έως ενός, δύο ή και τριών ετών. Οι ποινές αυτές, οι οποίες αποτελούν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τον κορμό των επιβαλλομένων ποινών στη χώρα μας αποτελούν πλέον μια ισχνή μειοψηφία[115].
Τα παραπάνω δεν υποδηλώνουν άνευ ετέρου και μεγαλύτερη συγκριτικά βαρύτητα των εκτιόμενων ποινών*. Ωστόσο η αύξηση του ποσοστού φυλάκισης στην Ελλάδα σε συνδυασμό με την εξαιρετικά υψηλή αναλογία (επιβαλλόμενων) ποινών μεγάλης διάρκειας υποδηλοί πιθανότατα και μια σταδιακή αύξηση της βαρύτητας των εκτιόμενων ποινών*. Η ΣΕΜΠ φαίνεται, εν κατακλείδι, να έχει ουσιωδώς συμβάλλει στην αύξηση της διάρκειας των εκτιόμενων ποινών, και δη με τον ακόλουθο τρόπο: η ΣΕΜΠ μείωσε σε ένα πρώτο στάδιο τον αριθμό εισροών στο σωφρονιστικό σύστημα και τη διάρκεια των εκτιόμενων ποινών. Τα δικαστήρια προσάρμοσαν στη συνέχεια (άγνωστο σε ποια έκταση και βαθμό) τις στερητικές της ελευθερίας ποινές στις μειώσεις της ΣΕΜΠ αυξάνοντας αυτές προκειμένου να εκτιθούν ή να επιμηκυνθεί η προς έκτιση διάρκειά τους. Ο φαύλος κύκλος επαναλαμβανόμενων υποτιμήσεων και πληθωρισμού των ποινών ώθησε τις επιβαλλόμενες ποινές σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα (εντός των ούτως η άλλως υψηλών νομοθετικών πλαισίων) αναιρώντας μακροπρόθεσμα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα οφέλη της ΣΕΜΠ όσον αφορά τη μείωση των εκτιόμενων ποινών ή και αυξάνοντας αυτές περαιτέρω. Η συνακόλουθη συσσώρευση (επιβαλλόμενων) ποινών μεγάλης διάρκειας πολύ περιορισμένα μόνον εξισορροπήθηκε από την ΣΕΜΠ από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και μέχρι το 2014 αφού οι ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτής επικεντρώθηκαν στους δράστες πλημμελημάτων ή και κακουργημάτων, οι ποινές των οποίων δεν υπερέβαιναν τα πέντε έτη. Όταν το 2014 και το 2015 εισήχθησαν οι εξαιρετικά δραστικές ρυθμίσεις για την υφ’ όρον απόλυση και αυτών πλέον των δραστών κακουργημάτων (ν.4274/2014 και ν.4322/2015)[116], ο πληθυσμός των κρατουμένων μειώθηκε για πρώτη φορά πολύ σημαντικά[117]. Με την εξάντληση ωστόσο της ισχύος τους ο αριθμός κρατουμένων άρχισε εκ νέου την ανιούσα πορεία του, η οποία ανακόπηκε δια της επανάληψης των ίδιων ρυθμίσεων από το νομοθέτη τέσσερις περίπου μήνες αργότερα[118].
Στον βαθμό που έτσι έχουν τα πράγματα, οι ρυθμίσεις του ΠΚ για τις ποινές (τόσο στο γενικό όσο και στο ειδικό μέρος) είναι πλέον απόλυτα εξαρτημένες από το παράλληλο σύστημα των μεταβατικών διατάξεων της ΣΕΜΠ, με την έννοια ότι το σωφρονιστικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε στοιχειωδώς ομαλά χωρίς αυτές. Το παράλληλο αυτό σύστημα, προϊόν των σκοπούμενων αλλά και παράπλευρων συνεπειών της στρέβλωσης των θεσμών ελαστικότητας από τον νομοθέτη και τη διοίκηση, ευτελίζει όμως τη νομοθετική λειτουργία και αναιρεί τελικώς τη νομιμοποιητική βάση του ισχύοντος συστήματος ποινών. Η νομιμοποιητική βάση του ελληνικού συστήματος ποινών είναι έτσι διάτρητη. Ουδείς λόγος περί ισότητας στη μεταχείριση των δραστών ή περί διαφάνειας της ποινικής διαδικασίας μπορεί να γίνει στα πλαίσια του δαιδαλώδους, αποσπασματικού και διαρκώς μεταβαλλόμενου, πλέγματος ρυθμίσεων για τις ποινές, οι οποίες εξαρτούν το είδος και τη διάρκεια της ποινής που θα εκτίσει εν τέλει ο κάθε δράστης από τη χρονική συγκυρία των ευνοϊκών νομοθετικών ρυθμίσεων, την εκάστοτε «προσαρμογή» ή μη της ποινής από τα δικαστήρια καθώς και την, βάσει ασαφών κριτηρίων, κατανομή των περιορισμένων θέσεων εργασίας (και των ευεργετικώς υπολογιζόμενων ημερών ποινής) μεταξύ των κρατουμένων. Ουδείς λόγος περί αναλογικότητας εγκλήματος και ποινής μπορεί να γίνει όταν η εκτιόμενη συνιστά μια εντελώς διαφορετική ποινή από την επιβληθείσα ανάλογη ποινή. Ουδείς λόγος τέλος περί γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μπορεί να γίνει όταν το χάσμα ανάμεσα στις καταρχάς απειλούμενες και τις πράγματι εκτιόμενες ποινές έχει εν πολλοίς καταστήσει τις πρώτες κενές περιεχομένου.
Η ΣΕΜΠ έχει ενόψει των παραπάνω εξαντλήσει τα όρια της τόσο από τη σκοπιά της κοντόφθαλμης διαχειριστικής λογικής η οποία την ενέπνευσε και τη διατήρησε εν ζωή για δεκαετίες όσο και από τη σκοπιά της οιασδήποτε δυνατότητας δεοντολογικής θεμελίωσής της. Η αλλαγή παραδείγματος είναι ως εκ τούτου, όπως προσπάθησα να δείξω, αναπόδραστη πλέον και απολύτως επιτακτική. Το ακριβές περιεχόμενο ενός νέου παραδείγματος μπορεί βεβαίως να ποικίλει. Όμως για τη διατύπωση της, σε αδρές γραμμές, φιλοσοφίας του, προσφέρεται πέραν της υπάρχουσας και επαρκώς πλέον επεξεργασμένης θεωρίας για τη νομοθέτηση κι επιμέτρηση της ποινής η της εκτεταμένης διεθνούς εμπειρίας κι αυτή η ίδια η πολύτιμη ελληνική εμπειρία από την ελλειμματική και αδιέξοδη εν τέλει ποινική πολιτική των τελευταίων, τουλάχιστον δεκαετιών.
_________________________________________________________________________________________
[1] Στο άρθρο αυτό προβαίνω συχνά σε συγκρίσεις του τρόπου λειτουργίας του Ελληνικού συστήματος ποινών (και μάλιστα ιδίως όσον αφορά τα περιλαμβανόμενα στο Παράρτημα Β’ στατιστικά στοιχεία) με τον αντίστοιχο άλλων χωρών, που ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κατά κανόνα δε στη λεγόμενη «Ευρώπη των 15». Η σύγκριση εστιάζεται έτσι στις δυτικοευρωπαϊκές κυρίως χώρες, τούτο αποτελεί δε συνειδητή επιλογή της γράφουσας, επειδή, πρώτον, οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που μετέχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης έχουν εντελώς διαφορετική παράδοση στην αντιμετώπιση των δραστών από τις χώρες της «Ευρώπης των 15» αλλά και από την Ελλάδα και επειδή δεύτερον, αυτή ήταν η πολιτικοϊδεολογικού χαρακτήρα επιλογή μου, όσον αφορά το επιθυμητό μέτρο σύγκρισης για το ελληνικό σύστημα ποινών.
[2] Βλ. αναλυτικότερα παρακάτω 5.1 (δ)
[3] Βλ. αναλυτικότερα παρακάτω 5.1 (α)
[4] Για την αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας βλ. ιδίως την καταγραφή της πληθώρας νομοθετικών παρεμβάσεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων κατά την περίοδο 2008-2014 σε Κ. Κοσμάτο, Η ποινική νομολογία του Αρείου Πάγου στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Συγκριτική έρευνα ποινικών αποφάσεων Αρείου Πάγου ετών 2008 έως 2011 και 1998: Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση, 2015, σ. 41-7 καθώς και Ι. Μανωλεδάκη, Η σκλήρυνση της ποινικής καταστολής στη σύγχρονη Ελλάδα σε Τιμητικό Τόμο Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, 2010, σ. 697-706, και Σ. Παύλου, «Ένας φαύλος κύκλος χωρίς τέλος: Οι τροποποιήσεις του ΠΚ (για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης και την αποσυμφόρηση των φυλακών). Και μια πρόταση για μια συνολική, ουσιαστική και πρακτικά εφικτή λειτουργική αναθεώρηση του ποινικού μας συστήματος» σε ΠοινΔικ 2012, σ. 921 επ.
Την αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας αλλά και της δικαστηριακής πρακτικής αναγνωρίζει άλλωστε και ο ίδιος ο νομοθέτης στην εισηγητική έκθεση του νόμου 4274/2014 «Ρυθμίσεις Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου και άλλες διατάξεις». Η αυστηροποίηση επήλθε κατά τον νομοθέτη στο μεν «επίπεδο ουσιαστικού δικαίου μέσω της τυποποίησης νέων εγκλημάτων ή της θεσμοθέτησης επιβαρυντικών περιστάσεων σε ήδη υπάρχοντα, της αυστηροποίησης των επαπειλούμενων ποινών κλπ» στο δε «επίπεδο δικαστηριακής πρακτικής – μέσω της αύξησης των προσωρινών κρατήσεων, των ποινών που επιβάλλονται κλπ».
[5] Βλέπε παρακάτω 5.1 (δ)
[6] Henry Mintzberg, «The Strategy Concept I: Five Ps For Strategy» σε California Management Review, φθινόπωρο 1987, 30:1, σ. 11.
[7] Ό. π.
[8] Ό. π., σ. 11-24 καθώς και Mintzberg, «The Strategy Concept II: Another Look at Why Organizations Need Strategies», σε California Management Review, φθινόπωρο 1987, 30:1, σ. 25-32
[9] Κατεξοχήν χρήσιμη για την ανάλυση της ΣΕΜΠ είναι η έννοια της στρατηγικής ως μοτίβου η οποία και αναλύεται ως εκ τούτου κι εκτενέστερα. Οι άλλοι τρεις τύποι στρατηγικής, ήτοι η στρατηγική ως τέχνασμα, ως θέση του οργανισμού σε σχέση με το περιβάλλον του και ως αντίληψη ή κουλτούρα συσχετίζονται με τη ΣΕΜΠ παρακάτω σε 5.2 (δ), 4.1 και 5.2 (β) αντίστοιχα.
[10] Mintzberg, ό. π. σημ. 6., σ. 13. Για τη στρατηγική αυτή βλ. αναλυτικότερα στου ιδίου σ. 12 -13 και 17-21.
[11] Για μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού της αναστολής υπό όρο και της αναστολής υπό επιτήρηση βλ. Παράρτημα Α, Πίνακα I.1 και Πίνακα I.2 αντίστοιχα.
[12] Για μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική βλ. Παράρτημα Α, Πίνακα II.1.
[13] Για μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε κοινωφελή εργασία βλ. Παράρτημα Α, Πίνακα II.2.
[14] Για μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού της απόλυσης υπό όρο, όσον αφορά τις χρονικές προϋποθέσεις αυτού, βλ. Παράρτημα Α, Πίνακα III.
[15] Βλ. παραπάνω, σημ. 11, 12 και 13.
[16] Για μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού του ευεργετικού υπολογισμού βλ. Παράρτημα Α, Πίνακα IV.
[17] Ό. π.
[18] Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ευεργετικού υπολογισμού της ποινής στις συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων υπηρετεί βεβαίως ταυτόχρονα και άλλες αρχές ή σκοπούς πέραν της αποσυμφόρησης των φυλακών, όπως π.χ. τη μεγαλύτερη συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικά και θεραπευτικά προγράμματα, την ταχύτερη αποφυλάκιση βαρέως ασθενών κρατουμένων για ανθρωπιστικούς λόγους ή και λόγω της αδυναμίας του σωφρονιστικού συστήματος να ανταποκριθεί στην υποχρέωση αυξημένης μέριμνας για αυτούς. Το ίδιο ισχύει και για τη σχετικά λελογισμένη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των θεσμών ελαστικότητας του ΠΚ προ του 1990 και κατά τις αρχές της δεκαετίας αυτής, η οποία ήταν ακόμα συμβατή με τους σκοπούς της ποινής και την αναλογικότητα εγκλήματος και ποινής.
[19] Αντίστοιχα ισχύουν και για την αξιοποίηση του θεσμού μεταγωγής κρατουμένων ως προέκτασης του συνεχούς της υφ’ όρον απόλυσης και του ευεργετικού υπολογισμού για τη μείωση της διάρκειας των εκτιόμενων ποινών. Βλ. 5.1. (δ) για τη χαλάρωση των προϋποθέσεων μεταγωγής κρατουμένων στις αγροτικές φυλακές, όπου προβλέπεται το μέγιστο ύψος ευεργετικού υπολογισμού της ποινής.
[20] Βλ. για το ζήτημα αυτό V. Karydis και N. Koulouris, «Penal Policy in Greece» σε V. Ruggiero και M. Ryan, Punishment in Europe, 2013, σ. 274-5
[21] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 1.1. και Πίνακα 1.2.
[22] Ό. π.
[23] Βλ. σχετικά μεταξύ άλλων Hans Jörg Albrecht, «Prison Overcrowding – Finding Effective Solutions, Strategies and Best Practices against Overcrowding in Correctional Facilities». [ανατύπωση από Strategies and Best Practices against Overcrowding in Correctional Facilities, United Nations Asia and Far East Institute for the Prevention of Crime and Treatment of offenders (UNAFEI) Μάρτιος 2011], Max Planck Institute for Foreign and International Criminal Law, Φράιμπουργκ, 2012, <https://www.mpicc.de/shared/data/pdf/research_in_brief_43_-_albrecht_prisonvercrowding.pdf>, σ. 5-8. Σημαντικό μεθοδολογικό πρόβλημα για τον προσδιορισμό του υπερπληθυσμού των φυλακών μιας χώρας αποτελεί και η δυνατότητα χειραγώγησής της με διοικητικά κριτήρια καθοριζόμενης χωρητικότητας των φυλακών. Βλ. J. Bleich «The Politics of Prison Crowding» σε California Law Review, vol. 77, issue 5, 1989 για την εκτεταμένη χρήση σχετικών πρακτικών σε φυλακές των ΗΠΑ καθώς και M. Sherman and G. Hawkins, Imprisonment in America - Choosing the Future, σ. 31-32. Για το ίδιο ζήτημα βλ. επίσης Albrecht, ό. π., σ. 8. Σε κάθε περίπτωση οι έννοιες του υπερπληθυσμού των φυλακών και κατ’ αντιστοιχία των βέλτιστων ή ανεκτών συνθηκών κράτησης ενέχουν σημαντικό βαθμό αοριστίας καθώς προσδιορίζονται από «ένα συνδυασμό πραγματικών στοιχείων και ευρύτερων ηθικοπολιτικών και κοινωνικών κριτηρίων».
[24] Η έλλειψη ομοιόμορφων μεταξύ των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης κριτηρίων για τον υπολογισμό της χωρητικότητας των φυλακών ευνοεί μάλλον την εικόνα της Ελλάδας στις σχετικές στατιστικές σε σύγκριση με τις δυτικοευρωπαϊκές τουλάχιστον χώρες αφού οι τελευταίες είναι πιθανότερο να έχουν αυστηρότερα και λιγότερο ευμετάβλητα από τα εφαρμοζόμενα εν Ελλάδι σχετικά κριτήρια.
[25] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 2.1. (αύξηση εκ νέου)
[26] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 2.1., Πίνακα 2.2. και Πίνακα 2.3. Τα ποσοστά φυλάκισης κατά την περίοδο 1980-1995 ήταν μόλις 33 το 1980, 52 το 1990 και 55 το 1995.
[27] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 2.4.
[28] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 3.1.
[29] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 3.2.
[30] Βλ. σχετικά Karydis και Koulouris, o. π., σ. 274-5
[31] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 4.1., Πίνακα 4.2. και Πίνακα 4.3.
[32] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 5.2
[33] Βλ. τη Δημόσια Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την Ελλάδα στην ιστοσελίδα http://www.cpt.coe.int/documents/grc/2011-10-inf-grc.pdf
[34] Βλ. Κ. Κοσμάτο, «Οι πρόσφατες εξεγέρσεις στις Ελληνικές φυλακές. Τα αιτήματα των κρατουμένων και η απάντησή τους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παρατηρήσεις στις διατάξεις Γ΄ Κεφαλαίου του Ν.3727/2008 σχετικά με τα «Μέτρα για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στα καταστήματα κράτησης» σε ΠοινΔικ 2008, σ. 1513 και σημ. 36 και 37.
[35] Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι μεγάλης κλίμακας εξεγέρσεις κρατουμένων σε πολλά κ.κ. της χώρας το 1990 και το 1996, η εξέγερση στο κ.κ. Κορυδαλλού το 1995, κατά τη διάρκεια της οποίας βασανίστηκε και δολοφονήθηκε ένας κρατούμενος, καθώς και η εξέγερση στο κ.κ. Μαλανδρίνου το 2007, οι απεργίες πείνας κρατουμένων ή η αποχή αυτών από το συσσίτιο σε 21 φυλακές της χώρας το 2008, στο κατάστημα κράτησης Γρεβενών το 2010, σε περισσότερες φυλακές το 2014 και τέλος η απεργία πείνας μεμονωμένων κρατουμένων τα τελευταία ιδίως χρόνια. Τα παραπάνω στοιχεία καθώς και τα περιλαμβανόμενα στις σημ. 36 και 42 προκύπτουν από τον ημερήσιο και ηλεκτρονικό τύπο της εποχής.
[36] Στις ομαδικές αποδράσεις περιλαμβάνονται η απόδραση 81 κρατουμένων από το κ.κ. Κορυδαλλού το 1990, 44 κρατουμένων από το κ.κ. Κερκύρας το 1996 και 15 κρατουμένων από το ίδιο κατάστημα με όμηρο σωφρονιστικό υπάλληλο το 1997, 27 κρατουμένων από το κατάστημα κράτησης Λάρισας το 1997, 40 κρατουμένων από το ΕΚΚΝΑ Αυλώνα το 1998 και 11 κρατουμένων από το κ.κ. Τρικάλων το 2013.
[37] Κατεξοχήν χαρακτηριστική του ελλείμματος ελέγχου στις ελληνικές φυλακές είναι βεβαίως η απόδραση με ελικόπτερο από το κ.κ. Κορυδαλλού τον Παλαιοκώστα και Ριζάι το 2006 και το 2009.
[38] Κατά τα έτη π.χ. 2013 – 2015 υπήρξαν 7 νεκροί κρατούμενοι από συμπλοκές μεταξύ τους.
[39] Η πλέον ακραία περίπτωση σχετικά είναι η δολοφονία του σωφρονιστικού υπαλλήλου Γ. Τσιρώνη από τον κρατούμενο Ιλία Καρέλι στο κατάστημα κράτησης Μαλανδρίνου τον Μάρτιο του 2014 και ο θάνατος λίγες μέρες αργότερα μετά από αποτρόπαια βασανιστήρια του Καρέλι από ομάδα σωφρονιστικών υπαλλήλων στο κατάστημα κράτησης Νιγρίτας.
[40] Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει επανειλημμένες επιθέσεις εναντίον μελών του προσωπικού των φυλακών εκτός του χώρου αυτών, η σοβαρότερη των οποίων είναι η εκτέλεση σωφρονιστικού υπαλλήλου του καταστήματος κράτησης Δομοκού το 2015.
[41] Για την αύξηση των αυτοκτονιών στις ελληνικές φυλακές βλ. C.D. Spinellis και O. Themeli, «Suicide in Greek prisons:1977-1996» σε Crisis: The Journal of Crisis Intervention and Suicide Prevention: 18(4), 1997 σ. 152-6 και O. Themeli «Suicide in the Greek Penal System and the problem of the various limitations in relevant studies» σε Crisis: The Journal of Crisis Intervention and Suicide Prevention: 27(3), 2006 σ. 135-9
[42] 4 κρατούμενοι πέθαναν, για παράδειγμα, στο κελί τους από πυρκαγιά στο κ.κ. Κορυδαλλού το 2006.
[43] Για τη μεγάλη αύξηση των θανάτων των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές βλ. L.K. Cheliotis, «Suffering at the hands of the state: Conditions of imprisonment and prisoner health in contemporary Greece» σε European Journal of Criminology 9(1), 2012 σ. 10-12
[44] Βλ. Albrecht, ό. π. σ. 33-4 και σ. 4-5 για μια συνοπτική περιγραφή των συνεπειών του υπερπληθυσμού για τους κρατούμενους και τους εργαζόμενους στα καταστήματα κράτησης καθώς και για τις παραβιάσεις των διεθνών και εθνικών απαγορεύσεων της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης η τιμώρησης, που οι συνέπειες αυτές συνεπάγονται. Όπως εύστοχα όμως παρατηρεί ο Bleich, ό. π. σ. 1125, ο όρος «υπερπληθυσμός» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τρόπο «που να περιλαμβάνει ή να καλύπτει άλλα σοβαρά προβλήματα του ΣΣ», π.χ. προβλήματα σχετιζόμενα με τον τρόπο διοίκησης των φυλακών, την υποστελέχωση αυτών, την ανεπάρκεια των παρεχομένων στους κρατούμενους προγραμμάτων, τη σύνθεση του πληθυσμού κρατουμένων και τις φυλετικές εντάσεις μεταξύ αυτών. Το «πρόβλημα του υπερπληθυσμού» προσφέρεται για το λόγο αυτό, μεταξύ πολλών άλλων, για πολιτική αξιοποίηση ή και εκμετάλλευση από όλα τα εμπλεκόμενα στην αντιμετώπισή του μέρη. Βλ. αναλυτικότερα Bleich, ό. π. σ.1127-8 και 1154-74 και B.J. Tribble, «Prison Overcrowding in Alaska. A legislative response to the Clearly Settlement» σε Αlaska Law Review vol. 8: 155, 1991, σ.175-7.
Στο βαθμό πάντως που προκρίνεται η συνέχιση της χρήσης του υπερπληθυσμού ως του κεντρικού ενδείκτη της παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων των κρατουμένων καθώς και τη δυσκολία διαχείρισης των φυλακών είναι αναγκαία η επεξεργασία περισσότερων και πιο εξελιγμένων κριτηρίων προσδιορισμού του από αυτά καθεαυτά τα αντιστοιχούντα σε κάθε κρατούμενο τ.μ. χώρου. Μολονότι βεβαίως, όπως ορθά επισημαίνει ο Albrecht, ό. π. σ. 6 η σημασία του κριτηρίου του χώρου αυξάνεται όσο περισσότερο αυτός περιορίζεται.
[45] Βλ. μεταξύ άλλων Albrecht, ό. π. σ. 8.
[46] Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα κλασσικά στο πεδίο αυτό βιβλία των L. Wacquant, Punishing the Poor, 2009, J. Simon, Governing Through Crime, 2007, D. Garland, The Culture of Control: Crime and Social Order in Contemporary Society, 2001.
[47] Υπάρχει σε γενικές γραμμές συμφωνία στη διεθνή βιβλιογραφία ότι τα επίπεδα φυλάκισης δεν επηρεάζονται σημαντικά ή πάντως πρωτευόντως από αλλαγές στα γενικά επίπεδα εγκληματικότητας: βλ. π.χ. Ashworth, Sentencing and Criminal Justice, 5η έκδοση 2010, σ. 271, Garland, «Penality and the Penal State» σε Criminology, vol. 51, issue 3, 2013, σ. 486-9, Albrecht, ό. π., σ. 25, Μ. Tonry, «Crime does not cause punishment», σε SA Crime Quarterly, Nο. 20, Ιούνιος 2007, ιδίως σ. 13-8, καθώς και Council of Europe, European Committee on Crime Problems, White Paper on Prison Overcrowding, Απρίλιος 2016 < http://www.coe.int/t/DGHL/STANDARDSETTING/PRISONS/PCCP%20documents%202015/PC-CP%20(2015)%206_E%20Rev%204%20White%20Paper%2025%20April%202016.pdf>. Η θέση αυτή στηρίζεται τόσο στην αδυναμία εμπειρικής τεκμηρίωσης μιας άμεσης και ευθείας τουλάχιστον θέσης ανάμεσα στα επίπεδα εγκληματικότητας και το είδος και την ένταση της ποινικής αντίδρασης (με συχνότερα χρησιμοποιούμενο σχετικό ενδείκτη τα ποσοστά φυλάκισης) όσο και στο ευρέως αποδεκτό κοινωνιολογικό αξίωμα ότι «η ποινή και η ποινική πολιτική είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από το έγκλημα και τα εκάστοτε επίπεδα εγκληματικότητας». (Σχετικά με το δεύτερο σημείο βλ. αναλυτικότερα την ισορροπημένη και με λεπτές διακρίσεις ανάλυση του Garland, ό. π.)
[48] Albrecht, ό. π, σ.9.
[49] Albrecht, ό. π, σ.10.
[50] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 1.2. και Πίνακα 2.4.
[51] Βλ. παρακάτω 5.1 (δ)
[52] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 2.2
[53] Garland, ό. π., σ. 495-6.
[54] Ό. π.
[55] Πολλές από τις υπάρχουσες ερμηνείες της αύξησης της τιμωρητικότητας χαρακτηρίζονται, κατά τον Garland (ό. π.) από μια «κοινωνιολογική προκατάληψη» καθώς επικεντρώνονται στα βαθύτερα ή απώτερα αίτια αυτής (πολιτιστικά, πολιτικά, οικονομικά) παραγνωρίζοντας τα εγγύτερα αίτιά της τα οποία εντοπίζονται «όχι σε κοινωνικές διαδικασίες (processes) αλλά σε κρατικές και νομικές διαδικασίες: πρωτευόντως σε νομοθετικές αλλαγές σε σχέση με τις ποινές και την επιμέτρηση τους και στις δράσεις των νομικών υποκειμένων (legal decision makers) όπως οι εισαγγελείς, οι ποινικοί δικαστές, η σωφρονιστική διοίκηση και τα καταστήματα κράτησης (correction departments), και τα συμβούλια χορήγησης της υφ’ όρον απόλυσης (parole boards) κατ’ εφαρμογή των νομοθετικών αλλαγών» (σ. 484).
[56] Βλ. αναλυτικά Garland, ό. π., σ. 483-5
[57] Στο βαθμό που ευρύτερες κοινωνικές πιέσεις έχουν ως αποτέλεσμα την αυστηροποίηση της ποινικής πολιτικής ή και της δικαστηριακής πρακτικής η ΣΕΜΠ χρησιμοποιείται από το νομοθέτη για την άμβλυνση (εξισορρόπηση) των συνεπειών της (και από μέρους του) αυστηροποίησης αυτής.
[58] Οι πέντε τύποι στρατηγικής του Mintzberg αφορούν βεβαίως μεμονωμένους οργανισμούς μάλλον παρά θεσμικά περιβάλλοντα, όπως είναι η έννοια του «ποινικού κράτους» που αναπτύσσει ο Garland (ό. π. ). Στα πλαίσια της ταξινόμησης των πέντε τύπων στρατηγικής του Mintzberg η εν λόγω στρατηγική αφορά την τοποθέτηση του οργανισμού σε σχέση με το περιβάλλον του (strategy as position).
[59] (σ.16) Βλ. π.χ. μεταξύ άλλων Albrecht, ό. π., σ. 63-6, και τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης R (99)22, Rec (2000)22, Rec (2003)22, Rec (2006)13, καθώς και White Paper of prison overcrowding (2002).
[60] Βλ. μεταξύ άλλων Λ. Μαργαρίτης και Ν. Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, 1989, σ. 349-50, 363-4, 440. Σύμφωνα με τον Παρασκευόπουλο (εισήγηση στα πλαίσια του 3ου ελληνογερμανικού συμποσίου με θέμα: Η ελαχιστοποίηση του «δεινού» ως σκοπός της ποινής) ως λόγος της αναστολής και της μετατροπής θα έπρεπε να προστεθεί «η δυσαναλογία των κοινωνικών σε βάρος του δράστη επιπτώσεων της εκτίσεως της ποινής σε σχέση με την προληπτική της προσφορότητα (ή και με το μέγεθος της ενοχής του)», Μαργαρίτης και Παρασκευόπουλος, ό. π., σ. 352 σημ. 16 και σ. 364 σημ. 3.
[61] Για μια κριτική της αρχής της φειδούς «ελαχιστοποίηση του δεινού της ποινής» ως αρχής διέπουσας την επιμέτρηση της ποινής από τα δικαστήρια σε ατομικές περιπτώσεις βλ. von Hirsch, Censure and Sanctions, 1993, σ. 109-11 και Ashworth, Sentencing and Criminal Justice, 5η έκδοση, 2010, σ. 97-8 και 240-1 και 255-9. Οι δύο συγγραφείς υπεραμύνονται αντιθέτως της αρχής της φειδούς στο πεδίο της νομοθέτησης των ποινών, της μείωσης δηλαδή της εν γένει βαρύτητας των απειλούμενων ποινών η οποία είναι καταρχήν συμβατή με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Η εφαρμογή της αρχής της φειδούς στο στάδιο της δικαστικής επιμέτρησης αντιμετωπίζει κατά τον von Hirsh πέραν της παραβίασης των παραπάνω αρχών και το πρόβλημα της ασάφειας των κριτηρίων βάσει των οποίων θα εκρίνετο το πότε (εάν ποτέ) είναι αρμόζουσα η απόκλιση της επιβαλλόμενης ποινής από την αρχή της αναλογικότητας προς όφελος ορισμένων μόνο από τους καταδικασθέντες. Την προτεραιότητα της αρχής της φειδούς έναντι αυτής της αναλογικότητας υποστηρίζουν αντιθέτως οι N. Morris και M. Tonry, Between Prison and Probation, 1990, σ. 31 και 33, και M. Tonry, «Parsimony and Desert in Sentencing», σε von Hirsh και Ashworth, Principled Sentencing, Readings on Theory and Policy, 2η έκδοση, 2004, σ. 198-204. Σύμφωνα μάλιστα με τον Tonry, ό. π., σ. 203, η χαλάρωση των θεσμών της αναλογικότητας χάριν της αρχής της φειδούς είναι αναγκαία για την ευρύτερη εφαρμογή των εναλλακτικών της στερητικής της ελευθερίας ποινών καθώς αυτές είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιστοιχηθούν με συγκεκριμένη κάθε φορά διάρκεια στερητική της ελευθερίας ποινής.
[62] Έτσι εισηγητική έκθεση ν. 4322/2015.
[63] Πολλές πολιτείες της Αμερικής έχουν π.χ. υιοθετήσει την επονομαζόμενη «νομοθεσία υπερπληθυσμού έκτακτης ανάγκης» «emergency overcrowding legislation» υπό την πίεση δικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις προσφυγής κρατουμένων, η οποία προβλέπει και ρυθμίζει την πρόωρη απόλυση κρατουμένων κάθε φορά που ο αριθμός τους υπερβαίνει ορισμένα προδιαγεγραμμένα επίπεδα χωρητικότητας των φυλακών. Χαρακτηριστικές είναι εν προκειμένω οι λεπτομερείς και εμπεριστατωμένες προβλέψεις της απόφασης Clearly v. Smith του ανώτερου Δικαστήριου για την Τρίτη Δικαστική Περιφέρεια της Αλάσκας (21 Σεπτεμβρίου 1990) αναφορικά με τα ζητήματα που πρέπει να συμπεριλάβει η νομοθεσία έκτακτης ανάγκης υπερπληθυσμού φυλακών. Βλ. σχετικά Tribble, ό. π., σ. 158-64 και σημ. 39, 43, 26-8. Βλ. ακόμα αναλυτικά τη συστηματική επιχειρηματολογία του Tribble (σ. 169-79) εναντίον της υιοθέτησης του εν λόγω νόμου από την πολιτεία της Αλάσκα (και κατ’ επέκταση εναντίον της παθητικής – και βραχυπρόθεσμα μόνο χρήσιμης – συμμόρφωσης αυτής στις επιταγές του συγκεκριμένου νόμου κάθε φορά που αυτός αυτόματα θα ενεργοποιείται) και αντίστοιχα υπέρ της διαμόρφωσης μιας συνεκτικής και συνολικής πολιτικής για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού.
[64] Ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικά και η γαλλική πολιτική της «συλλογικής χάριτος» και της «προεδρικής αμνηστίας» για τη μείωση του αριθμού κρατουμένων. Βλ. την σχετική ανάλυση του René Lévy, «Pardons and Amnesties as Policy Instruments in Contemporary France», σε Crime and Justice 2007: 36, σ. 551. Οι θεσμοί αυτοί, οι οποίοι έχουν μακρά ιστορική παράδοση στη Γαλλία, χρησιμοποιούνται κατά τις τελευταίες δεκαετίες με μεγαλύτερη ή μικρότερη περιοδικότητα – η προεδρική αμνηστία χορηγείται κατά την πέμπτη Δημοκρατία σε κάθε προεδρική εκλογή ενώ η συλλογική χάρις χορηγείται από το 1988 (με εξαίρεση το 1990) ετησίως κατά την εθνική επέτειο της Βαστίλης. Η συχνότητα της χρήσης τους αλλά και αυτό το περιεχόμενο τους ρυθμίζεται, όπως παρατηρεί ο Lévy, όχι από το νόμο αλλά κυρίως από την πράξη και τη θεωρία, ό. π., σ. 556). Μολονότι η συνδυαστική επίδραση των δύο θεσμών στον αριθμό κρατουμένων φαίνεται να είναι σημαντική (βλ. σχετικά Lévy, ό. π., σ. 567-76) η δραστικότητα τους όσον αφορά τη μείωση των επιμέρους εκτιόμενων στερητικών της ελευθερίας ποινών, μεταξύ άλλων, είναι περιορισμένοι ενώ, επιπλέον, η λίστα των αδικημάτων που εξηγούνται των ευνοϊκών ρυθμίσεων ολοένα και μακραίνει τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα π.χ. με μια έρευνα σε κρατούμενους που απολύθηκαν από τις γαλλικές φυλακές κατά το διάστημα 1996-97 το ποσοστό που ευνοήθηκε από τη χορήγηση χάριτος το 1995 ήταν 43% ενώ από τη χορήγηση αμνηστίας μόνο 1%. Η μέση ακόμη μείωση της διάρκειας της ποινής τους που επέφερε η συλλογική χάρις και τη προεδρική αμνηστία ήταν 8% και 0% αντίστοιχα (σ. 571). Βλ. ωστόσο Lévy, ό. π., σ. 582-8 και για την κριτική που ασκείται στη Γαλλία στη sui generis, για τα διεθνή δεδομένα, πολιτική της αξιοποίησης των εν λόγω θεσμών για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών∙ πολλά σημεία αυτής θα μπορούσαν να αφορούν, και δη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, και τον τρόπο χρήσης των υπό εξέταση θεσμών ελαστικότητας από την ελληνική έννομη τάξη. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι τέλος η ανάλυση του Lévy (ό. π., όσον αφορά τη μετάλλαξη των δύο θεσμών στη Γαλλία από κατ’ εξαίρεση (κι εξατομικευμένα στη περίπτωση της χάριτος) εφαρμοζόμενους θεσμούς επιείκειας σε εργαλεία ρουτίνας χρησιμοποιούμενα συλλογικά για ευρείες κατηγορίες καταδικασθέντων για συνήθη (μη πολιτικά) εγκλήματα χάριν της αποσυμφόρησης των φυλακών).
[65] Βλ. σημ. 63.
[66] Ο ν.1968/1991 περιόρισε το αναγκαίο τμήμα έκτισης της ποινής για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης από τα 2/3 στα 3/5 για το σύνολο των κρατουμένων ενώ οι ν.2207/1994 και ν.2408/1996 μείωσαν το απαιτούμενο τμήμα πραγματικής έκτισης της ποινής κάθειρξης στα 2/5 και στο 1/3 αυτής αντίστοιχα.
[67] Οι τρεις τροποποιήσεις αφορούν τους καταδικασθέντες σε ποινή κάθειρξης ως γενική κατηγορία και δεν περιλαμβάνουν έτσι τις ελάχιστες τροποποιήσεις που αφορούν ειδικές και ολιγάριθμες κατηγορίες, όπως κρατούμενες μητέρες με παιδιά κάτω των πέντε ετών κλπ.
[68] Με τον όρο bifurcation εννοείται συνήθως η πολιτική μείωσης της βαρύτητας των ποινών (διά της αποφυγής ιδίως της φυλάκισης) για τους δράστες ήσσονος βαρύτητας εγκλημάτων και η πρόβλεψη μεγάλων ποινών για τους δράστες σοβαρών εγκλημάτων. Βλέπε, μεταξύ άλλων, Ashworth, ό. π., σ. 292-4 και 288.
[69] Βλ. Ashworth, ό. π., σ. 96-7 αλλά και τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης R (7610), για την ευρύτερη χρήση των μη στερητικών της ελευθερίας ποινών, και του Ο.Η.Ε., United Nations and Crime Prevention and Criminal Justice, 1990, για τη χρήση της στερητικής της ελευθερίας ποινής ως έσχατης λύσης.
[70] Όπως επισημαίνει ο P. Tournier («Les populations carcérales en Occident», σε L'Etat du Monde 1987-1988. Annuaire économique et géopolitique mondial, 1987, σ. 548): «Είναι διαπιστωμένο ότι η διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής μάλλον παρά η συχνότητα (έκτισής) της καθορίζει το ποσοστό φυλάκισης». Στο ίδιο πνεύμα και οι Killias, 1987, σ. 101, και 1991, σ. 216· Landreville, 1988, σ. 296· Robert και Tournier, 1994· Kuhn, 1993, όπως παραπέμπονται σε Kuhn, «What can we do about prison overcrowding?», σε European Journal on Criminal Policy and Research, vol. 2, issue 4, 1994, σ. 102, σημ. 8. Χαρακτηριστικό σχετικά είναι το παράδειγμα της Ελβετίας, που παραθέτει ο Kuhn (ό. π., σ. 102), όπου ενώ το 88,3% των εκτιόμενων των στερητικών της ελευθερίας ποινών το 1988 ήταν μικρότερες των έξι μηνών, οι ποινές αυτές αντιπροσώπευαν μόνον το 29,6% του πληθυσμού των φυλάκων.
[71] Βλ. αναλυτικά παρακάτω 6. και τους πίνακες που εκεί παραπέμπονται.
[72] Θετική με την παραπάνω έννοια μπορεί να θεωρηθεί και η λειτουργία της αναστολής υπό όρο λόγω της ενίσχυσης της αυτοσυγκράτησης του καταδικασθέντος από τη διάπραξη άλλων εγκλημάτων κατά την περίοδο της δοκιμασίας, την οποία επιφέρει. Ωστόσο, με τον τρόπο τουλάχιστον που αυτή προβλέπεται από τον ελληνικό ΠΚ, δεν απαιτείται η οργάνωση από τη διοίκηση κάποιου υποστηρικτικού πλαισίου για την εφαρμογή της.
[73] ΥΑ 108842/12-12-1997
[74]Βλ. αναλυτικότερα Τ. Τζαννετάκη, «Η Εισαγωγή του Θεσμού της Παροχής Κοινωφελούς Εργασίας στην Ελλάδα. Μια Θνησιγενής Ποινή;» σε ΝοΒ 41 (1993), σ. 455 επ. και της ιδίας, Η Μετατροπή και οι Μετατροπές της. Θεωρία και πραγματικότητα της μετατροπής στο ελληνικό σύστημα ποινών, 1998, σ. 101-2, καθώς επίσης Μ. Αναγνωστάκη «Η παροχή κοινωφελούς εργασίας: κριτική αποτίμηση και πορίσματα έρευνας πεδίου» σε Τιμητικό Τόμο Καθηγήτριας Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογικές Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις, 2010, σ. 495 επ.
[75] Ό. π.
[76] Όσον αφορά την προσαρμογή από τα δικαστήρια του ποσού της εκ μετατροπής χρηματικής ποινής στις οικονομικές δυνατότητες του καταδικασθέντος ή το βαθμό αξιοποίησης της εκ του νόμου διάκρισης μεταξύ δυνητικής, καταρχήν υποχρεωτικής («το δικαστήριο μετατρέπει …. εκτός εάν …..») και υποχρεωτικής μετατροπής της ποινής.
[77] Έτσι, μεταξύ άλλων, Albrecht, ό. π., σ. 44.
[78] Ό. π.
[79] Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο ενόψει και της ανάγκης αντικατάστασης ορισμένων ιδιαίτερα πεπαλαιωμένων φυλακών της χώρας.
[80] Υπουργική απόφαση 28704/4362/26-11-2001
[81] Δελτίο τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 24.8.2006. Αγόρευση του Υπουργού Δικαιοσύνης στη Βουλή επί επερώτησης βουλευτών του ΠΑΣΟΚ.
[82] Ό. π.
[83] Οι εν λόγω προϋποθέσεις αφορούν το ποσοστό της εκτιθείσας ποινής και των αριθμό των χορηγηθεισών αδειών.
[85] Βλ. S. Bastow, Governance, Performance, and Capacity Stress. The Chronic Case of Prison Crowding, 2013, σ. 94-5 και 245, σχετικά με την ευρεία χρήση της πρακτικής μεταγωγής κρατουμένων με μικρές ποινές στη Μεγάλη Βρετανία με στόχο τη διατήρηση της πληρότητας των φυλακών στο 95% της χωρητικότητας τους καθώς και την κριτική που ασκείται στην εν λόγω πρακτική λόγω των βλαπτικών για την επανένταξη των κρατουμένων, συνεπειών της. Χαρακτηριστικό του τρόπου λειτουργίας των μεταγωγών στη Μεγάλη Βρετανία είναι το ακόλουθο σχόλιο ενός διευθυντή φυλακής: «Η αποτελεσματικότητα με την οποία χρησιμοποιείται η διαθέσιμη χωρητικότητα είναι αδιανόητη. Δεν ξέρω πόσες αλυσίδες ξενοδοχείων καταφέρνουν να λειτουργούν με χωρητικότητα 98%. Φαντάζομαι καμία. Είναι μια απίστευτη μηχανή που μετακινεί κρατούμενους ανά τη χώρα, όλη μέρα, κάθε μέρα» (ό. π., σ. 91).
[86] Επιτροπή Ανδρουλάκη (και στη συνέχεια Μυλωνόπουλου) Υ.Α. 113856/17.11.2005, Επιτροπή Μυλωνόπουλου (ανασύσταση) Υ.Α. 80517/27.5.2009, Επιτροπή Μανωλεδάκη (και στη συνέχεια Καστανίδου) Υ.Α. 27789/17.3.2010, Ομάδα Εργασίας υπό την προεδρία του αρεοπαγίτη Μαρκή (2012), Επιτροπή Μαρκή Υ.Α. 104375/24.12.2013 και Επιτροπή Αργυρόπουλου Υ.Α. 38882/18.5.2015.
[88] Για μια ολοκληρωμένη και θεωρητικά θεμελιωμένη εκδοχή της σχετικής πρότασης που κατέθεσε ο Καθηγητής Ν. Ανδρουλάκης στην επιτροπή βλ. το σχετικά πρόσφατο άρθρο του «Ελαφρυντικές Περιστάσεις» σε ΠοινΧρ 2015, σ. 401.
[89] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 5.1.
[90] Βλ. παραπάνω 5.1 (γ)
[91] Βλ. αναλυτικότερα Bastow, ό. π., σ. 47-56.
[92] Ό. π., σ. 58-9.
[94] Αυτός θα είναι πιθανώς μακροπρόθεσμα και ο θάνατος της ΣΕΜΠ, όταν οι έμμεσες αντιδράσεις των δικαστηρίων σε αυτήν κάθε φορά θα γεμίζουν τις φυλακές, η ΣΕΜΠ θα επανέρχεται με ακόμη μεγαλύτερες ελαφρύνσεις, έτσι που ο φαύλος αυτός κύκλος κάποτε θα κλείσει όταν το πολιτικό κόστος της ΣΕΜΠ ξεπεράσει τα οφέλη της.
[95] Όπως επισημαίνει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος http://enosieisaggeleon.gr/%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84/, η «αυθαίρετη νομοθετική μείωση της πραγματικής έκτισης της ποινής… ισοδυναμεί …. με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων που τις επέβαλαν in casu επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων…».
[96] Βλ. αναλυτικά τις σχετικές θέσεις της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, ό. π., καθώς και την απάντηση του Υπουργού Δικαιοσύνης (http://www.ministryofjustice.gr/site/el/%CE%95%CE%9D%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%A9%CE%A3%CE%97/%CE%94%CE%B5%CE%BB%CF%84%CE%AF%CE%B1%CE%A4%CF%8D%CF%80%CE%BF%CF%85/tabid/141/itemid/2371/amid/532/.aspx)
[97] Για τα αίτια της «αντίστασης» των Δικαστών σε ποικίλες νομοθετικές αλλαγές βλ. M. Tokson, «Judicial Resistance and Legal Change», σε The University of Chicago Law Review, 82: 901, σ. 1915.
[98] Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό 6. παρακάτω και τους εκεί παραπεμπόμενους στατιστικούς πίνακες που συγκρίνουν τη διάρκεια των επιβληθεισών στους κρατούμενους ποινών στην Ελλάδα και τις χώρες της «Ευρώπης των 15».
[99] Όπως παρατηρεί ο Ashworth, «Sentencing and Sensitivity: A challenge for Criminological Researcher», σε l. Zedner and A. Ashworth (επιμ.), The Criminological Foundations of Penal Policy: Essays in Honour of Roger Hood, 2003 σ. 297, για τη Μεγάλη Βρετανία: «Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις για τη συνεχιζόμενη πολιτική ισχύ των δικαστών, υπό την έννοια μιας αυξανόμενης ικανότητας να επηρεάζουν και μάλιστα ακόμη και να υπονομεύουν την ποινική πολιτική».
[100] Για το σύνθετο πάντως ζήτημα των ευρύτερων προϋποθέσεων της υιοθέτησης και διατήρησης από μία έννομη τάξη ενός ήπιου επιπέδου τιμωρητικότητας βλ. Ν. Lacey, Prisoner's dilemma: Political economy and punishment in contemporary democracies, 2008· Tapio Lappi-Seppälä, «Penal Policy in Scandinavia», σε M. Tonry (επιμ.), Crime, Punishment, and Politics in Comparative Perspective, 2007· και T Hörnle, «Moderate and Non-Arbitrary Sentencing Without Guidelines – The German Experience», σε Law and Cotemporary Problems, Vol.76: 179, n. 1, 2013.
[101] Βλ. Η. Αναγνωστόπουλος, «Υφ’ όρον απόλυση: το τέλος ενός θεσμού;» (με αφορμή την ΟλΑΠ 4/1997, ΠοινΧρ 1997, σελ. 1476)» σε ΠοινΧρ 1997, σελ. 1566 επ. και Κοσμάτο (2008), ό. π., σ. 1509 επ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα «είναι απολύτως σαφές ότι ο Ν.3727/2008 προσπαθεί να μειώσει τον αριθμό των κρατουμένων άμεσα / σήμερα με οποιονδήποτε τρόπο και να αποκλιμακώσει τη κρίση που δημιούργησαν οι κινητοποιήσεις του Νοεμβρίου 2008 στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα» (σ. 517). Βλ. ακόμα Ν. Παρασκευόπουλο, Σκέψεις για τα αίτια και τα αιτήματα της εξέγερσης των κρατουμένων, Δίκαιο και Πολιτική, Τ.19-20, 1991, σ.33-9.
[102] Η σύγκριση των τάσεων κατά την τελευταία 25ετία όσον αφορά τα επίπεδα εγκληματικότητας από τη μία πλευρά και του ποσοστού φυλάκισης από την άλλη δεν επιτρέπει την αναγωγή των αλλαγών ως προς την εγκληματικότητα σε σημαντικό εξηγητικό παράγοντα της αύξησης των ποσοστών φυλάκισης. Ακόμη κι αν επικεντρωθούμε στα κακουργήματα, για τα οποία κυρίως επιφυλάσσεται η έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στην Ελλάδα, θα δούμε ότι η πορεία της εγκληματικότητας διαφέρει δραστικά από εκείνη των ποσοστών φυλάκισης. Ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ, της Στατιστικής της Δικαιοσύνης και της Εθνικής Στατιστικής Αρχής η σοβαρή εγκληματικότητα (εξιχνιασθέντα ή μη κακουργήματα) έχει παρουσιάσει μη αμελητέες αυξομειώσεις (π.χ. αύξηση κατά την περίοδο 1990-95, μείωση και στη συνέχεια πάλι αύξηση αυτής για να φτάσει στα τέλη πλέον της δεκαετίας του 2000 εκ νέου στα επίπεδα του 1995) η πορεία των αριθμού κρατουμένων έχει υπάρξει σταθερά εν πολλοίς και έντονα ανοδική. Η συνολική αύξηση της σοβαρής εγκληματικότητας είναι επιπλέον υποπολλαπλάσια εκείνης των ποσοστών φυλάκισης. Όσον αφορά δε τα πλημμελήματα καθώς και τη συνολική εγκληματικότητα οι υπάρχουσες στατιστικές καταγράφουν μείωση από το 2006 και μάλιστα κάθετη μείωση το 2011, η οποία διατηρήθηκε το 2012, με μικρή έκτοτε αύξηση. Για μια ευσύνοπτη ανάλυση και πίνακες της πορείας της εγκληματικότητας βλ. Ι. Τσίγκανου, «Η στατιστική αποτύπωση του εγκληματικού φαινομένου στη σύγχρονη Ελλάδα» στο παρόν τεύχος (Νοεμβρίου) του The Art of Crime και Κοσμάτος, ό. π., σ. 17-22. Για μια αναλυτική καταγραφή των σχετικών τάσεων βλ. Ι.Τσίγκανου, Η. Κουτσούκου, Ι. Λαμπράκη, Μ. Λεμπέση, Το Εγκληματικό Φαινόμενο στη Σύγχρονη Ελλάδα: Δεδομένα και Αναγνώσεις, 2016.
[103] Ο αριθμός συλλήψεων εξαρτάται βεβαίως και από τη στόχευση της αστυνομίας. Η εντατικοποίηση των ελέγχων και η επιλεκτική αύξηση των συλλήψεων για συγκεκριμένα εγκλήματα επηρεάζει όμως την καταγραφή των εγκλημάτων αυτών στις εγκληματολογικές στατιστικές ενώ μπορεί να είναι και συνέπεια της αυστηροποίησης των απειλούμενων ποινών για τα εγκλήματα αυτά. Βλ. Κοσμάτο (2015 ό. π.). Για την επιλεκτικότητα γενικότερα της ποινικής δίωξης βλ. Ε. Λαμπροπούλου, Κοινωνιολογία του Ποινικού Δικαίου και των Θεσμών Ποινικής Δικαιοσύνης, 1999, σ. 135-81.
[104] Η τιμωρητικότητα του νομοθέτη έχει διεθνώς καταγραφεί ως ιδιαίτερα σημαντικός λόγος αύξησης των ποσοστών φυλάκισης.
[105] Βλ. για τη μετάλλαξη της υφ’όρον απόλυσης σε αυτόματη άνευ όρων απόλυση Αναγνωστόπουλο, ό. π.
[106] Βλ. Τ. Τζαννετάκη, Παθολογία του ισχύοντος συστήματος ποινών του Ποινικού Κώδικα. Σκέψεις και προτάσεις για μία εκ βάθρων αναθεώρησή του στο πλαίσιο του σχεδίου του νέου Ποινικού Κώδικα σε ΠοινΧρον. ΝΣΤ' (2006), σ. 590 επ. και της ιδίας Προτάσεις για ένα νέο σύστημα ποινών σε ΠοινΧρον. ΝΗ' (2008), σ. 683 επ.
[107] Βλ. σχετικά Kuhn ό. π., σ. 101 καθώς και σημ. 9, για περαιτέρω παραπομπές σε σχετικές έρευνες.
[108] J. Roberts, «Reducing the use of custody as a sanction: a review of recent international experiences» σε M. Hough, R. Allen και E. Solomon, Tackling prison overcrowding. Build more prisons? Sentence fewer offenders?, 2008, σ. 103-22.
[109] Ο.π. παρ. σ. 110.
[110] Australian Law Reform Commission, Same Crime Same Time: Sentencing of Federal Offenders, Report 103 (Σεπτέμβριος 2006), σ. 236-7, όπως αναφέρεται σε Roberts οπ.παρ., σ. 110.
[111] Ο Αναγνωστόπουλος (ο. π. παρ., σ.1568) αναφέρεται π.χ. στη «διάβρωση της επιμετρήσεως της ποινής από τον προκαταβολικό συνυπολογισμό της αυτόματης απολύσεως», η οποία οδηγεί «……στην αύξουσα συχνότητα επιβολής της ισόβιας καθείρξεως, την απρόθυμη αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων και την εκτόξευση του μέτρου των ποινών». Όπως ακόμη επισημαίνει ο Ashworth (2003, ο.π., σ.307) το αγγλικό εφετείο (Court of Appeal) έχει τονίσει ότι τα δικαστήρια δεν θα έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη κατά την επιμέτρηση της διάρκειας της ποινής την πιθανότητα (πρόωρης) απόλυσης σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, βλ. Al-Buhairi (2004) 1 Cr App R (S) 496.
[112] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 6.2.
[113] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 6.4.
[114] Βλ. Παράρτημα Β, Πίνακα 6.5.
[115] Οπ. π.
[116] Η μείωση δια των νόμων 4274/2014 και 4322/2015 του αναγκαίου τμήματος έκτισης της ποινής στα καθοιονδήποτε τρόπο εκτιθέντα 2/5 αυτής για τις ποινές κάθειρξης έως 10 ετών θα πρέπει να ειδωθεί σε συνδυασμό με την αύξηση του ανωτάτου ορίου του ευεργετικού υπολογισμού στις τρεις ημέρες – η οποία αφορά βεβαίως και τις ποινές άνω των δέκα ετών (Π.Δ. 60/2015) ν.41
[117] Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης από τον Απρίλιο του 2015, μήνα ψήφισης του νόμου 4322/2015 έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο πληθυσμός των φυλακών μειώθηκε σχεδόν κατά δύο χιλιάδες κρατούμενους (11.620 τον Απρίλιο έναντι 9.646 τον Σεπτέμβριο).
[118] Ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε από τις 15.3.2016 (ένα μήνα πριν την εξάντληση της ισχύος του νόμου 4322/2016) έως την 1.8.2016 (μήνα ψήφισης του νόμου 4411/2016) κατά 650 κρατούμενους για να μειωθεί εκ νέου κατά 800 περίπου κρατούμενους μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
[*] Η μελέτη αυτή αποτελεί ηλεκτρονική προδημοσίευση τμήματος σχετικής μονογραφίας. Ευχαριστώ θερμά την Ελένη Τσουνάκου - Ρουσιά για την πολύτιμη συμβολή της στη συλλογή στοιχείων καθώς και την Ιωάννα Τσίγκανου για χρήσιμες επισημάνσεις της.
Πηγή : http://theartofcrime.gr (βλ. και ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α και Β)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου