ΜονΠρΑθ 1002/17 : Δασικές εκτάσεις - έννοια - Κτήμα Βεϊκου. Δημόσιο - Κυριότητα. Έκτακτη χρησικτησία. Κτήμα Βεϊκου - Θέση ''Όμορφη Εκκλησιά'' - Ιδιοκτησιακό καθεστώς στο εν λόγω κτήμα. Έννοια και χαρακτηριστικά δασικής έκτασης -τεκμήριο κυριότητας Δημοσίου - Αναδασωτέες εκτάσεις. Κτήση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων με τις πρϋποθέσεις της χρησικτησίας. Δέχεται την αγωγή. Αναγνωρίζει στους ενάγοντες τη συγκυριότητα.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1002/2017
Δικαστής: Χ. Μάρκου, Πρωτόδικης
(...) ΙΙ. Οι καλούντες άσκησαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου την από 29.4.2010 με αριθ. καταθ. …/2010 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στα πλαίσια της ανοιγείσας δίκης ο Δήμος Γαλατσίου και ο Χ υπό την ιδιότητα του Δημάρχου αλλά και για τον εαυτό του ατομικά άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Επί της ως άνω αγωγής καθώς και επί της πρόσθετης παρέμβασης εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 1560/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, κηρύχθηκε καθ΄ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε τη διαφορά στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη οι καλούντες ενάγοντες με την από 18.5.2012 κλήση τους νόμιμα φέρουν προς συζήτηση τη διαφορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά παραπομπή από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (46 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η υπ΄ αριθ. 1560/2012 απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη.
III. Επειδή από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.2-3.2.1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830, οε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 454/2011, ΑΠ 1992/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τις άνω ρυθμίσεις το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος του κάθε Οθωμανού ξεχωριστά, αλλά διαδέχθηκε το Οθωμανικό Δημόσιο μαζικά με τη γενόμενη δήμευση «πολεμικώ δικαιώματι», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και κατέχονταν (χωρίς σχετικό οθωμανικό τίτλο «ταπί») μόνο από Οθωμανούς κατά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 3.2.1830 και τα κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων («μούλκια»), τα οποία ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, εγκαταλείφθηκαν όμως από τους πρώην κυρίους τους Οθωμανούς και δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς. Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας («μούλκια»), που δεν είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, ούτε τα δικαιώματα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ»), τα οποία είχαν αποκτηθεί από Οθωμανούς επί των δημοσίων γαιών νόμιμα, σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16.6.1830 στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα «Βακούφια» και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθοτμανικό σύστημια θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (ΟλΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και καθόσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3.2.1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, δηλαδή όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσιες γαίες (αγροί, λειμώνες, λιβάδια, θέρετρα, ήτοι χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και τα παρόμοια) και δεν κατέχονταν νόμιμα (με «ταπί») από Οθωμανούς, καθώς και όσα ήσαν αδέσποτα, περιήλθαν βάσει της ίδιας πιο πάνω Συνθήκης (πρωτοτύπως) στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 52/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όσα από τα παραπάνω κτήματα (δημόσιες γαίες) κατέχονταν από Οθωμιανούς ιδιώτες νόμιμα με «ταπί», που τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως «τεσσαρούφ», καθώς και όσα κτήματα ανήκαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε Οθωμανούς ιδιώτες («μούλκια» - πλήρεις ιδιοκτησίες) και δεν είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά κατέχονταν από αυτούς, κατά τον χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων (3.2.1830), παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησης τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες. Όμως, όσον αφορά ία ακίνητα που βρίσκονταν εντός όλων των εδαφών, τα οποία τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως, κατά την ημερομηνία Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας (3.2.1830) και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίστηκαν ως ανήκοντα στους ιθαγενείς Έλληνες, οι οποίοι και αποτέλεσαν τους πρώτους υπηκόους του νέου Ελληνικού Κράτους (βλ. και ΑΠ 52/2014 ό.π., ΕφΑθ 5279/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856 βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 710/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας), οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας («μούλκια» - οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξούσιαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες («μιριγιέ» - καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες («βακούφια»), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες («μετρουκέ» - οι δημιόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες («μεβάτ» - τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξούσιαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημιόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1647/2016). Από τις διακρίσεις αυτές προκύπτει ότι κυριότητα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ιδιώτες μόνο στις γαίες της πρώτης κατηγορίας και το δικαίωμα τους αυτό κυριότητας αποδεικνυόταν με τη χορήγηση «χοτζέτι», δηλαδή άτυπης μιεταβιβαστικής δικαιοπ,ραξίας, που συντασσόταν ενώπιον μουσουλμάνου ιεροδικαοτή, ο οποίος και την επικύρωνε, ενώ η κυριότητα επί των λοιπών κατηγοριών γαιών, πλην των βακουφιών (αφιερωμένων γαιών), που εθεωρούντο πράγμιατα εκτός συναλλαγής, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ - οιονεί επικαρπίας) μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται «ταπί», και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα μιε τον προορισμό της (βλ. ΑΠ 449/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1989, ΕλλΔνη 31. 1258, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, εκδ. 1989, τ. Α΄ σελ. 529), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε βάρος Οθωμανικού Δημοσίου δεν αναγνωριζόταν (βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 92/2014, δημι. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμια εξουσιάσεως «δια ωρισμένης χρήσιν των δημοσίων γαιών», καθιέρωνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο «εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας διά 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και είχε έχει έγκυρον τίτλον είχε δεν έχει, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεχαι εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος». Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης.
Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κ.λπ., τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου ταπίου (ΑΠ 390/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με την δε πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουάριου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της υπεδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών και μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17.11.1836 Δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28.3.1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης (που εγκρίθηκε με το από 4/16.4.1835 Β.Δ.) του από 4/16.10.1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της από 1/13.11.1835 διαταγής των επί του Βασ. Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικιών, από τους αποχωρούντες Οθωμανούς στους Ελληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω 17.11.1836 Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου.
Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του βδ/τος της 17/29.11.1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της διά της από 16.4/4.5.1842 δηλοποιήσεώς της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29-11/1.12.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Τις δε αποφάσεις της επί των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., με τις οποίες αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες, σε δάσος υφιστάμενο το 1836, στις οποίες περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικρατείας και από τον Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, μπορούν οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, να επικαλεσθούν, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΠ 573/2015 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31 Μαρτίου 1833 με βάση την από 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλ. από 25 Μαΐου 1827 έως 31 Μαρτίου 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους - Οθωμανούς και Έλληνες - την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου 1830 Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1354/2014, ΕφΑθ 2516/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1162/2002, ΝοΒ 50, 1281). Με δεδομένη δε την προαναφερόμενη διάκριση των γαιών σε πέντε κατηγορίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο, η κυριότητα που ο άνω σουλτάνος παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, δεν αφορούσε τις καθαρές ιδιοκτησίες («μούλκια»), που κατά τα άνω, αποδεικνύονταν από την ύπαρξη σχετικού οθωμανικού τίτλου «χοτζέτι», αφού, πρώτον η κυριότητα αυτή ανήκε ήδη σε ιδιώτες και δεύτερον δεν επρόκειτο, σύμφωνα με την άνω Συνθήκη, να θιγεί από την διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Ούτε, άλλωστε, η κυριότητα που παραχώρησε ο σουλτάνος μπορούσε να αφορά τις αφιερωμένες γαίες της τρίτης κατηγορίας, τα λεγάμενα βακούφια, αφού αυτές θεωρούντο ως πράγματα εκτός συναλλαγής, αλλά αφορούσε μόνον τις δημόσιες γαίες, που ανήκαν στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου και επί των οποίων, όσοι υπήκοοί του, Έλληνες και Οθωμανοί, τις κατείχαν νόμιμα (με σχετικό επίσημο οθωμανικό τίτλο «ταπί»), ασκούσαν μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» - οιονεί επικαρπίας). Η παραχώρηση αυτή της κυριότητας έγινε μόνο σε όσους υπηκόους του κατείχαν νόμιμα οθωμανικά κτήματα και επομένως κυρίως Οθωμανούς, προκειμένου να τους προστατεύσει, επειδή αυτοί κυρίως κατείχαν δημόσιες γαίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο νόμιμα με «ταπί», το οποίο τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» - οιονεί επικαρπίας), ώστε αν ήθελαν να αναχωρήσουν, να τις εκποιήσουν ως πλήρεις ιδιοκτησίες και όχι ως υποτιμημένες οιονεί επικαρπίες. Τα ιδιοκτησιακά αυτά δικαιώματα, αργότερα, με την περιέλευση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, - αναγνωρίστηκαν και από αυτό, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3.2.1830 (βλ. ΑΠ 52/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 257/2016 αδημ.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ. της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν επρόκειτο για δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλά με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου για χρονικό διάστημα τριάντα ετών, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της νομής του και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ’ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», με το άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις».
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/26.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» και του άρθρου άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915. Αντίθετα, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος σε δημόσιο δάσος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (1041, 1045, 974 ΑΚ), αφού αυτό είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας κατ΄ άρθρο 1054 ΑΚ (ΑΠ 712/2015, ό.π.). Άσκηση νομής διανοία κυρίου, προκειμένου για απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να ίο εξουσιάζει (ΑΠ 1114/2014, ΑΠ 1077/2012, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ειδικότερα, ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ των άλλων, η βοσκή ζώων, η καλλιέργεια, η εκμίσθωση, η επίβλεψη, η οριοθέτηση η επιμέλεια καθαρισμού του, η χρήση του ως βοσκοτόπου (ΑΠ 1365/2014, ΑΠ 1291/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ΄ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ καλή πίστη, εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1355/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα (ΑΠ 1355/2014, ό.π.). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν απαιτείτο, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη «ταπίου» υπέρ του χρησιδεσπόζοντος, ή στην περίπτωση δάσους, η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17 Νοεμβρίου 1836 Β.Δ. «περί ιδιωτικών δασών» (ΑΠ 1355/2014, ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004, ΑΠ 546/2003 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι την 11.9.1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», με την οποία ορίζεται ότι «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του» (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1249/2013, ΝοΒ 2014, 94, ΑΠ 1182/2013 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΑΠ 4/2013, ΝοΒ 2013, 1267, ΑΠ 923/2012, ΝοΒ 2013, 148), ούτε η εκδιδομένη, με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 998/1977, και με βάση το άρθρο 43 του ν 998/1979, απόφαση της Διοίκησης με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (ΟλΑΠ 21/2005, ΑΠ 975/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η κήρυξη, δε, έκτασης ως αναδασωτέας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του ν. 998/1979, στην περίπτωση που αποβλέπει στην ανάκτηση της αλλοιωθείσης δασικής της μορφής δεν υποχρεώνει τη Διοίκηση στην κήρυξή της και ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που ο σκοπός της κήρυξης της έκτασης ως «αναδασωτέας» δεν αποτελεί η αναδημιουργία της δασικής της βλάστησης, που έχει καταστραφεί και η εν γένει ανάκτηση της μορφής, αλλά η δάσωσή της και η πρόσδοση σ΄ αυτήν δασικού χαρακτήρα, που δεν είχε προηγουμένως, η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 2729/2014 ΣτΕ 713/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 και 1054 ΑΚ, προκύπτει όχι ο ισχυρισμός ότι ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντα στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε σ’ αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 712/2015 ό.π., ΑΠ 1527/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ’ αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ΄ αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ΄ αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού, ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 712/2015, ό.π.). Περαιτέρω, δάσος, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ’/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 «περί δασικού Κωδικός» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Κατ΄ αυτές «ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος» και ως δασική έκταση νοείται «πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιός ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών» (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 400/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/1997 ΕλλΔνη 38. 1544, ΑΠ 1296/1993, ΕλλΔνη 36. 201). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιοσδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 309/2012, ΑΠ 312/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση σι ενάγοντες εκθέτουν στην υπό κρίση αγωγή τους, ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 9.011,02 τ.μ. μετά των επ΄ αυτού ισόγειας κατοικίας, γεωργικών και κτηνοτροφικών αποθηκών και εγκαταστάσεων, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, το οποίο απέκτησαν με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα τους … ο οποίος απεβίωσε στις 8.7.2006 και με την από 1.8.2004 ιδιόγραφη διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμους του τους ενάγοντες, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά δυνάμει της υπ΄ αριθ. 22.846/25.6.2008 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, συνταχθείσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, νόμιμα μεταγεγραμμένης. Ότι σιον ανωτέρω πατέρα τους το εν λόγω ακίνητο περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα κατά μεν έκταση εμβαδού 7.891,02 τ.μ. με άτυπη δωρεά εν ζωή από τον πατέρα του … που έλαβε χώρα το έτος 1960, κατά δε έκταση εμβαδού 1.120 τ.μ. λόγω πώλησης δυνάμει του υπ΄ αριθ. 853/1983 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών … νόμιμα μεταγεγραμμένου. Ότι ο ως άνω … καθώς και ο δικαιοπάροχος (νομής) πατέρας του … απέκτησαν την κυριότητα του εν λόγω τμήματος επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, διότι το νέμονταν συνεχώς και αδιαλείπτως από το 1940 έως το 2008. Ότι αναφορικά με το εμβαδού 1.120 τ.μ. τμήμα του επιδίκου οι ως άνω άμεσοι αλλά και όλοι οι αναλυτικά αναφερόμενοι στο αγωγικό δικόγραφο απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοί τους απέκτησαν το επίδικο ως τμήμα μείζονος έκτασης με την ονομασία «κτήμα Βεΐκου» ή «κτήμα Ομορφοκλησιάς» με παράγωγο τρόπο δυνάμει των αναλυτικά αναφερομένων στην αγωγή συμβολαιογραφικών τίτλων νόμιμα μεταγεγραμμένων από τους … οι οποίοι απέκτησαν την προαναφερθείσα μείζονα έκταση με χρησικτησία, διότι τη νέμονταν με τα προσόντα του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταετίας μέχρι τις 11.9.1915. Ότι άλλως και επικουρικώς ο άμεσος δικαιοπάροχος τους … απέκτησε το επίδικο, το οποίο κατέστη ιδιωτική έκταση με τον προεκτεθέντα τρόπο, με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, διότι το νεμόταν συνεχώς και αδιαλείπτως με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από το έτος 1983 μέχρι το θάνατό του το 2008. Ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί τη συγκυριότητά τους χαρακτηρίζοντας την όλη περιοχή, στην οποία ευρίσκεται και το επίδικο ακίνητο, δημόσιο κτήμα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να αναγνωριστεί η κυριότητά τους επί του επιδίκου ακινήτου και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα εις βάρος του εναγομένου.
Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας α) περίληψη αυτής έχει εγγράφει νομίμως και εμπροθέσμως στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (βλ. το υπ΄ αριθ. …/4.5.2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών), και β) έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 24 του ν. 2732/1999 με την επίδοση στο εναγόμενο της υπ΄ αριθ. πρωτ. …/16.4.2008 αίτησης των εναγόντων, η οποία περιλαμβάνει τις αξιώσεις τους, και συγκεκριμένα το δικαίωμά τους, το είδος, την έκταση, και την ακριβή θέση, όπου κείται το ως άνω ακίνητο, τα όριά του, με το συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα συντεταγμένο από μηχανικό, τους τίτλους στους οποίους στηρίζουν το δικαίωμά τους, καθώς και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτών (βλ. την υπ΄ αριθ. …/16.4.2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (ΚΠολΔ 9, 10, 11 αρ. 1, 14 παρ. 2, 29), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 1033, 1041, 1045, 1192, 1193, 1198, 1199, 1710, 1712, 1846 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζονται τα κατ΄ άρθρο 54Α του ν. 4174/2013 πιστοποιητικά ΕΝΦΙΑ.
Το εναγόμενο αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και ισχυρίζεται, κατ΄ ένσταση, ότι το επίδικο είναι τμήμα μείζονος έκτασης εμβαδού 935,483 τ.μ., η οποία αποτελούσε ανέκαθεν δάσος, έχει δε ήδη κηρυχτεί αναδασωτέα και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 του 998/1979 τεκμαίρεται ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, άρα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Περαιτέρω ισχυρίζεται, ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν είχαν αποκτήσει κυριότητα επ΄ αυτού με πρωτότυπο τρόπο, όπως ισχυρίζονται, δεδομένου ότι το επίδικο αποτελούσε ανέκαθεν από συστάσεως του ελληνικού κράτους δημόσιο κτήμα, που το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε: α) βάσει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 18-6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, β) ως δάσος βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29.11.1836 βδ/τος «περί ιδιωτικών δασών», για το οποίο δεν προσκομίστηκε προς αναγνώριση στη Γραμματεία επί των Οικονομικών ταπί εντός έτους από τη δημοσίευσή του, γ) ως λιβάδι ή βοσκότοπο κατ΄ άρθρο 1 του από 3/15.12.1833 βδ/τος (A΄ 40/12.12.1833), δ) με έκτακτη χρησικτησία, διότι το νέμεται από την απελευθέρωση της χώρας από την Οθωμανική επικυριαρχία μέχρι σήμερα και ε) ως αδέσποτο κατ΄ άρθρο 16 του από 10.7.1837 βδ/τος.
IV. Στην παρούσα δίκη παρεμβαίνουν προσθέτως υπέρ του εναγομένου α) το νπδδ ΟΤΑ α΄ βαθμού με την επωνυμία «Δήμος Γαλατσίου» και β) ο δήμαρχος ατομικά ως πολίτης, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, καθώς ισχυρίζονται, ότι το επίδικο αποτελεί δάσος, το οποίο το πρώτο εξ αυτών κατέχει και συντηρεί προς όφελος των δημοτών του κατ΄ εντολή και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο ανήκει κατά κυριότητα και ότι τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής θα έχει ως συνέπεια να αποστερηθεί ο δεύτερος εξ αυτών τη χρήση του και την ωφέλεια που αποκομίζει από το εν λόγω δάσος, με συνέπεια να προσβάλλεται παράνομα η προσωπικότητά του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να γίνει δεκτή η παρέμβασή τους και να απορριφθεί η αγωγή.
Με το ως άνω περιεχόμενο η πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 967 ΑΚ (για το ότι το δημόσιο δάσος είναι κοινόχρηστο, εφ΄ όσον είναι ελεύθερη η χρήση του από το κοινό, εκτός αν εξυπηρετεί τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, οπότε είναι ιδιόχρησιο βλ. Παππά σε Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη - Σταθόπουλου υπό άρθρο 967 αριθμ. 55, Π. Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. 3η παρ. 1199, βλ. και ΕφΛαρ 473/2006, Δικογραφία 2006, 537) και 80 ΚΠολΔ, πρέπει συνεπώς να συνεκδικαστει με την κύρια αγωγή λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιλαμβάνονται στα υπ΄ αριθ. …/2012 πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπ΄ όψη από το Δικαστήριο (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 9.011,02 τ.μ., που βρίσκεται στην Αθήνα, στην περιφέρεια του Δήμου Γαλατσίου, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου της εν λόγω περιφερείας, και συγκεκριμένα στη θέση «Εύμορφη Εκκλησιά» ή «Ομορφοκλησιά», ήδη ονομαζόμενη «Λόφος Κόκου» στον συνοικισμό «Λαμπρινή», εμφαινόμενο με τα περιμετρικά στοιχεία Α3-Α4-Α5-Α6-Α7-Α8-Α9-Α10-Α11-Α12-Α13-Α14-Α15-Α16-Α17-Α18-Α18-Α20-Α21-Α22-Α23-Α24-Α25-Α26-Α27-Α1-Α2 στο από Ιουλίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού … συνορεύομενο βορειοανατολικά επί πλευράς Α3-Α4, μήκους 7,20 μ., πλευράς Α4-Α5, μήκους 18,68 μ., πλευράς Α5-Α6, μήκους 4,09 μ., πλευράς Α6-Α7, μήκους 15,84 μ., πλευράς Α7-Α8, μήκους 10,03 μ., πλευράς Α8-Α9, μήκους 15,95 μ., πλευράς Α9- Α10, μήκους 52,19 μ. πλευράς Α10-Α11, μήκους 52,19 μ. με ιδιοκτησία … επί πλευράς Α11-Α12, μήκους 15,90 μ. και πλευράς Α12-Α13, μήκους 8,09 μ. με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής Τριών Ιεραρχών, νοτιοανατολικά επί πλευράς Α13-Α14, μήκους 24,77 μ., πλευράς Α14-Α15, μήκους 8,53 μ. και πλευράς Α15-Α16, μήκους 19,36 μ., με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής Τριών Ιεραρχών, νοτιοδυτικά επί πλευράς ΑΙ 6-Α17, μήκους 10,36 μ., πλευράς Α17-Α18, μήκους 13,26 μ., πλευράς Α18-Α19, μήκους 6,36 μ., πλευράς Α19-Α20, μήκους 10,20 μ., πλευράς Α20-Α21, μήκους 11,59 μ., πλευράς Α21-Α22, μήκους 23,02 μ., πλευράς Α22-Α23, μήκους 14,35 μ., πλευράς Α23-Α24, μήκους 5,35 μ., πλευράς Α24-Α25, μήκους 45,99 μ., πλευράς Α25-Α26, μήκους 5,24 μ. εν μέρει με ιδιοκτησία … και εν μέρει με αγροτική οδό, βορειοδυτικά επί πλευράς Α26-Α27, μήκους 10,46 μ., πλευράς Α27-Α1, μήκους 17,17 μ. και πλευράς Α1-Α2, μήκους 24,97 μ. με ιδιοκτησία … και ανατολικά επί πλευράς Α2-Α3, μήκους 18,80 μ. με ιδιοκτησία ... Στο ως άνω αγροτεμάχιο υφίσταται ισόγεια οικία αποτελούμενη από δύο δωμάτια, κουζίνα και λουτρό, επιφανείας 65,00 τετρ. μέτρων και διάφορες ισόγειες γεωργικές και κτηνοτροφικές αποθήκες και εγκαταστάσεις, συνολικής επιφανείας 540,80 τ.μ. Τμήμα του ανωτέρω αγροτεμαχίου, εμβαδού 1.120 τ.μ., απέκτησε ο … πατέρας των εναγόντων, δυνάμει του υπ΄ αριθ. …/1983 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών … νόμιμα μεταγεγραμμένου (τόμ. … αριθ. …) με αγορά από τις … και … Στις ως άνω δικαιοπαρόχους του … το εν λόγω ακίνητο περιήλθε λόγω κληρονομικής διαδοχής από τον … ο οποίος απεβίωσε στις 6.5.1982 και με την υπ΄ αριθ. …/1981 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών … νόμιμα δημοσιευθείσα με το υπ΄ αριθ. …………. πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εγκατέστησε κληρονόμους του τις ως άνω πωλήτριες, οι οποίες αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτές κληρονομιά με την υπ΄ αριθ. ……… δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ίου συμβολαιογράφου Αθηνών … νόμιμα μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμ. … αύξ. αριθ. …). Στον αποβιώσαντα … το εν λόγω ακίνητο περιήλθε λόγω κληρονομικής διαδοχής από τη σύζυγό του … το γένος … η οποία απεβίωσε στις 19.4.1980 και με την από 11.10.1972 ιδιόγραφη διαθήκη της, νόμιμα δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κυρία με την υπ΄ αριθ. …/1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε κληρονόμο της τον ως άνω σύζυγό της. Σημειωτέον, ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται, ότι ο … αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά της συζύγου του … με δημόσιο έγγραφο νόμιμα μεταγεγραμμένο. Στη … το εν λόγω ακίνητο περιήλθε δυνάμει του υπ΄ αριθ. …/1943 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών … νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμ. … αύξ. αριθ. …) με αγορά από τις θετές θυγατέρες του … α) … και β) … το γένος ... Για την αγορά αυτή θα γίνει λόγος και παρακάτω. Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μιας μείζονος έκτασης γνωστής και ως «κτήμα Ομορφοκλησιάς» ή «κτήμα Βεΐκου» που σχηματίσθηκε με σταδιακή αγορά διαφόρων εδαφικών εκτάσεων από τον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων ... Ειδικότερα, στη διάρκεια των ετών 1829 μέχρι 1853 μέλη της οικογένειας … μεταβίβασαν διαδοχικά προς αυτόν τις παρακάτω εκτάσεις και συγκεκριμένα: α) με τα από 2.4.1829, 6.5.1829, 29.5.1829, 13.7.1829 και 6.9.1829 έγγραφα, που συντάχθηκαν ενώπιον του Δημοσίου Νοταρίου … το πρώτο και του Δημοσίου Νοταρίου …. τα υπόλοιπα, οι αναφερόμενες σε αυτά εκτάσεις επιφάνειας 250, 20, 30, 300 και 80 στρ., αντίστοιχα, ευρισκόμενες στη θέση «Εύμορφη Εκκλησιά», για τις οποίες γίνεται μνεία ότι βρίσκονται στην εξουσία των Τούρκων και ότι ο αγοραστής θα τις παραλάβει μετά την αποχώρησή τους και σε αντίθετη περίπτωση (μη αποχώρησης) δεν θα έχει καμία αξίωση, μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης από τους … αντίστοιχα, προς τον αγοραστή …, β) με τις ενώπιον του Δημοσίου Νοταρίου Σπετσών … που συντάχθηκαν στο σώμα των ανωτέρω εγγράφων, από 23.11.1829 ισάριθμες πράξεις, ο αγοραστής … μεταβίβασε τις αυτές ως άνω εκτάσεις στο …, γ) με το από 2.9.1830 έγγραφο του … και την …/4.3.1833 εγκριτική συναφή πράξη (επιτροπικό έγγραφο) του ως άνω Δημοσίου Νοταρίου Σπετσών, οι ίδιες πιο πάνω εκτάσεις μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης από τους … και … στο …, δ) με το από 13.2.1833 έγγραφο που συντάχθηκε ενώπιον του Μνήμονος (Νοταρίου) της πόλης των Αθηνών …, οι ίδιες πιο πάνω εκτάσεις μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης από το … στον …, ε) με το από 27.2.1833 έγγραφο που συντάχθηκε από τον Πρόκριτο των Αθηνών … ενώπιον των Δημογερόντων Αθηνών … μεταβίβασαν λόγω πώλησης στον Ανδρέα Κομπατή την ακίνητη κληρονομιαία περιουσία της μητέρας τους … θυγατέρας … στη θέση «Εύμορφη Εκκλησιά» και στ) με τα υπ΄ αριθ. …………….. συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών … οι πωλητές α) …, β) …, γ) … δ) …, ε) …, σι) … και ζ) …, …, … και η) … χήρα … θυγατέρα … (τέκνα της … συζ. … και θυγατέρας του …, αντίστοιχα) πώλησαν στον αγοραστή … τις αναφερόμενες σε αυτά εδαφικές εκτάσεις στη θέση Εύμορφη Εκκλησιά και με το τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο από αυτά (συμβόλαια) και το κτήμα «Σκουμπουριάνους» σε μερίδια 1/4 αντίστοιχα με το καθένα συμβόλαιο.
Όλες τις ανωτέρω εκτάσεις, που είναι γνωστές ως «Εύμορφη Εκκλησιά» ή «Ομορφοκκλησιά» και μεταγενέστερα ως «Κτήμα Βεΐκου», εκτάσεως 4.500 στρ. περίπου, ο αποβιώσας στις 10.10.1864 … με την από 11.1.1864 μυστική διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε με το υπ΄ αριθ. … πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, όρισε μοναδική κληρονόμο του την … η οποία απεβίωσε στις 21.1.1899 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον υιό της …, τον οποίο μετά το θάνατό του στις 15.2.1911 διαδέχτηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του η σύζυγός του … και τα τέκνα του … Η … αποποιήθηκε την κληρονομιά με την υπ΄ αριθ. …/3.3.1911 πράξη του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και η μερίδα της προσαύξησε ισομερώς τις μερίδες των άλλων κληρονόμων που έτσι έγιναν κληρονόμοι κατά ποσοστό % εξ αδιαιρέτου έκαστος. Από αυτούς, ο … με την από 31.8.1911 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε τη διανομή όλου του ως άνω ακινήτου που είχε περιέλθει σε αυτόν και στους συγκληρονόμους του. Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ο … …. αγόρασε από τη μητέρα του … χήρα … και την αδελφή του …, δυνάμει του υπ΄ αριθ. …/1918 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων τα 2/4 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου (1/4 εξ αδιαιρέτου από την κάθε μία). Ακολούθως, αυτός και η αδελφή του … ως μόνοι πλέον συγκύριοι του κτήματος με το υπ΄ αριθ. …/16.3.1927 συνυποσχετικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών … συμφώνησαν να καταργήσουν τις μεταξύ τους δίκες για τη διανομή του κτήματος και προέβησαν σε εξώδικη διανομή με την από 4.6.1927 διαιτητική απόφαση που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπ΄ αριθ. …/1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, καθώς και με τα υπ΄ αριθ. … έως …/1927 πρακτικά διαιτησίας, που κηρύχθηκαν εκτελεστά με την υπ΄ αριθ. …/1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων, βάση της οποίας ο … έλαβε το βόρειο τμήμα του κτήματος. Μετά το θάνατό του, στις 14.2.1934, ο … κληρονομήθηκε με βάση την από 29-10, 16-11, 3-12, 29-6 και 9.7.1933 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με τα υπ΄ αριθ. …/21.2.1934 πρακτικά του Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχτηκε κυρία με την υπ΄ αριθ. 594/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τις ήδη ανωτέρω αναφερθείσες θετές του θυγατέρες … και …, οι οποίες με την ενεργό ανάμιξή τους αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτές κληρονομιά, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, το οποίο πώλησαν στην ήδη προαναφερθείσα … με το υπ΄ αριθ. …/1943 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών … Περαιτέρω, όπως προελέχθη, ο … είχε αποκτήσει την έκταση των 4.500 στρ., που αποτελεί το σύνολο των κτημάτων της Εύμορφης Εκκλησιάς και Σκουμπουργιάννη και περικλείεται μεταξύ των ορίων Συντροφικό Καμίνι Πασιαλή, Γαλάτσι, Πλακάκια, οδός Ηρακλείου, Ποδάροι, Ρέμα Καλογρέζας, Ψαλίδι, Κορυφογραμμή Τούρκοβουνίων, Ψυχικό, Ρέμα Στουραϊτη, Τόπος Αγίου Τάφου και Παίδες Μήτρου Σκουπέρη με διαδοχικές αγορές, από τους ... Μετά την αγορά της ενιαίας έκτασης, η οποία περιελάμβανε αγρούς, οπωροφόρα δένδρα, δασική βλάστηση, βοσκήσιμες εκτάσεις, ασβεστοκάμινους και λατομεία άμμου, λίθων και μαρμάρου, ο … προέβη στην καταμέτρησή της από τον μηχανικό του Δήμου Αθηναίων … και την οριοθέτησή της από τον Ειρηνοδίκη της Βόρειας Πλευράς Αθηνών …, ο οποίος συνέταξε την υπ΄ αριθ. …/30.5.1853 πράξη οριοθεσίας. Ο ως άνω … από την αγορά κάθε μερικότερου τμήματος μεταξύ των ετών 1833 και 1853, έκτοτε δε ενιαία μέχρι το θάνατό του το έτος 1864, και έκτοτε η κληρονόμος του … μέχρι το θάνατό της το έτος 1899 και έκτοτε ο υιός της και καθολικός διάδοχός της ως κληρονόμος αυτής … μέχρι το έτος 1911, οπότε και απεβίωσε, νέμονταν την έκταση των 4.500 στρ. με καλή πίστη και με βάση τους προαναφερόμενους τίτλους, έχοντας την εύλογη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν βλάπτουν δικαίωμα τρίτου, ούτε ειδικότερα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο δεν τους ενόχλησε ποτέ κατά την άσκηση της νομής τους, αλλά αντιθέτως τους αναγνώριζε ως κυρίους, όπως θα αναφερθεί αναλυτικά κατωτέρω, χωρίς να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την κατάφαση της αξιούμενης καλής πίστης η ύπαρξη ταπίου ή η υποβολή των αρχικών τίτλων ιδιοκτησίας στην Γραμματεία των Οικονομικών κατά το άρθρο 3 του από 17 Νοεμβρίου 1836 βδ/τος «περί ιδιωτικών δασών», σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι σε αντίθετη περίπτωση για την κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία βάσει των διατάξεων του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου, που παρατίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, θα αξιώνονταν περισσότερα στοιχεία απ΄ ό,τι απαιτούσε ο νόμος. Συγκεκριμένα οι ως άνω επισκέπτονταν, επέβλεπαν, οριοθετούσαν και φύλασσαν αυτοπροσώπως και με φύλακες την ενιαία έκταση, εκμίσθωναν μέρη της σε τρίτους για βοσκή, καλλιέργεια, λατόμευση λίθων και μαρμάρου και ρητινοσυλλογή διανοία κυρίων, ενώ μεταξύ των ετών 1867 έως 1910 υπέβαλαν ετησίως δηλώσεις και κατέβαλαν φόρους βοσκής στο Δήμο Αθηναίων ως ιδιοκτήτες ιδιωτικών βοσκήσιμων γαιών κατ΄ άρθρο 52 του ν. ΒΠ/1892. Επίσης ο … και οι διάδοχοί του, ως κύριοι, εκμίσθωναν σε τρίτους την ως άνω μείζονα έκταση για βοσκή, καλλιέργεια, χορτονομή, εξόρυξη λίθων και συλλογή ρητίνης, όπως προκύπτει από τα μισθωτήρια συμβόλαια με αριθμό …/1837, …/1838, …/184, 1…/1841 και …/1843 του συμβολαιογράφου Αθηνών …, 3210/1861 του συμβολαιογράφου Αθηνών, …/1877 του συμβολαιογράφου Αθηνών …, …/1903 ίου συμβολαιογράφου Αθηνών …, 3819/1910 του συμβολαιογράφου Αθηνών …, …/1877 του συμβολαιογράφου Αθηνών …, 6077/1914 του συμβολαιογράφου Αθηνών …, 316/1917 του συμβολαιογράφου Αθηνών …, …1/1918 και …/1923 του ίδιου αυτού συμβολαιογράφου, 27/1928, 1031/1928, 1076/1928 του συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Δημητρίου, ενώ με την υπ΄ αριθ. …/1882 πράξη καθορισμού ορίων του συμβολαιογράφου Αθηνών … προέβησαν στην οριοθέτησή του. Ακόμη, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1867 έως το έτος 1910, δηλαδή συνεχώς για 40 και πλέον έτη, υπέβαλλαν κατ΄ έτος στο Δήμο Αθηναίων δηλώσεις ιδιωτικών βοσκήσιμων γαιών κατ΄ άρθρο 52 του ν. ΒΠ/1892, αλλά και πλήρωναν στον ίδιο Δήμο φόρους ιδιωτικών βοσκήσιμων γαιών, όπως προκύπτει από τις από 1.12.1897, 8.12.1899, 4.12.1900, 1.12.1901, 14.12.1902, 20.12.1903, 14.12.1904, 8.12.1905, 15.12.1906, 16.12.1907, 10.12.1908 και 22.12.1909 δηλώσεις βοσκής και τα υπ΄ αριθ. …………………………………… διπλότυπα είσπραξης του Υπουργείου Οικονομικών. Περαιτέρω, μεριμνούσαν για τη φύλαξη του όλου ακινήτου, διορίζοντας οι ίδιοι αγροφύλακες και δασοφύλακες και προέβαιναν στην απόκρουση πράξεων - τρίτων διαταρακτικών της νομής τους. Επίσης με την υπ΄ αριθ. …/1892 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών … ο … παραχώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο το έδαφος του κτήματος Εύμορφη Εκκλησία ως εγγύηση για το διορισμό του αγροφύλακα ... Αλλά και το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αντιμετώπιζε ως ιδιωτική περιουσία το ανωτέρω αναφερόμενο μείζον κτήμα, όπως προκύπτει ιδίως από τα παρακάτω δημόσια έγγραφα που αναφέρονται στην προσκομιζόμενη υπ΄ αριθ. 9632/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και συγκεκριμένα: α) με το υπ΄ αριθ. …/5.6.1912 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής, ο Δασάρχης, λαμβάνοντας υπόψη «την από 15 Μαρτίου 1912 αίτησιν του ιδιοκτήτου …» και σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 του από 10.7.1836 βδ/τος και το άρθρο 18 εδάφ. γ΄ του από 2.12.1911 βδ/τος «περί διαχειρίσεως των δασών» απαγορεύει τη ρητινοσυλλογή στη δασική θέση «Εύμορφη Εκκλησιά - Άγιος Γεώργιος», β) στο υπ΄ αριθ. πρωτ. …/13.10.1912 έγγραφο του Υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας προς το Δασάρχη Αττικής αναφέρεται ότι «κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτου του δάσους Εύμορφη Εκκλησιά - Άγιος Γεώργιος της περιφερείας του Δήμου Αθηναίων, παραγγέλλομε όπως άρητε ....την απαγορευτική της ρητινοσυλλογής διάταξίν σας...», γ) με το υπ΄ αριθ. πρωτ. …/15.7.1915 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας υποβάλλεται αίτηση του ιδιοκτήτη του κτήματος «Εύμορφη Εκκλησιά» Λ. Βεΐκου, αιτούμενου την άδεια υλοτομίας πευκοδένδρων για την παραγωγή καυσόξυλων και πευκοφλοιού, η οποία και του δόθηκε με το υπ΄ αριθ. πρωτ. …/27.7.1915 έγγραφο του πιο πάνω Υπουργείου, δ) το υπ΄ αριθ. πρωτ. …/14.5.1884 έγγραφο ίου Οικονομικού Εφόρου Αττικής προς το Υπουργείο Οικονομικών «περί των κατεχομένων γαιών υπό του Γεωργίου Βεΐκου», στο οποίο αναγράφονται τα εξής: «Αι κατεχόμεναι γαίαι υπό του Γεωργίου Βεΐκου σύγκεινται εκ 15.000 περίπου στρ. Η περιουσία αυτή ανήκεν εις τον …, ο οποίος δια διαθήκης ίου κατά το 1864 αφήκεν κληρονόμον την … - …, μητέρα του …, ήτις υπάρχει εισέτι εις την ζωήν. Εκ της διαθήκης, ήτις ευρίσκεται εν τω γραφείω μας, αποδεικνύεται ότι η περιουσία αυτή είναι τελεία και αδιαφιλονίκητος ιδιοκτησία του Γεωργίου Βεΐκου», ε) το υπ΄ αριθ. πρωτ. …/15.7.1885 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Αθηνών με θέμα «περί των κατά την θέσιν Εύμορφη Εκκλησιά γαιών του Γεωργ. Βεΐκου», στ) στο υπ΄ αριθ. πρωτ. …/12.8.1915 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής, απευθυνόμενο στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αναγράφεται ότι: «ο ιδιοκτήτης ίου κτήματος Εύμορφη Εκκλησιά Λ. Βέικος ενεργεί ασβεστοποιΐαν εν αυτώ έχει ενοικιάσει δια συμβολαίου την βοσκήν επί του ανωτέρου κτήματος...», ζ) με το υπ΄ αριθ. πρωτ. …/10.12.1917 έγγραφο του Προτύπου Δασαρχείου Αττικής προς τη Διεύθυνση Δασών υποβάλλεται αίτηση «του Λάμπρου Βεΐκου, ιδιοκτήτου του κτήματος Εύμορφη Εκκλησιά, αιτουμένου την υλοτομίαν πευκών εν τω ιδιωτικώ δάσει του, επί τη καταβολή του νομίμου φόρου ως επί ιδιωτικού», η) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Β΄ αριθμός φύλλου 3 της 18.1.1924 είναι δημοσιευμένη η απόφαση 120951/10.12.1923 των Υπουργών Υγιεινής και Γεωργίας, με την οποία κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα έκταση 942 στρ. από το κείμενο στη θέση Εύμορφη Εκκλησιά αγρόκτημα του ιδιώτη Λάμπρου Βεΐκου. Με βάση όλα όσα προεκτέθηκαν οι ως άνω … καθώς και οι προμνημονευόμενοι διάδοχοί τους νεμόμενοι με καλή πίστη επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, δηλαδή από το έτος 1833 και πάντως το αργότερο από το 1855 μέχρι τις 11-9-1915, το μείζον ακίνητο απέκτησαν με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα σε αυτό υπό τους όρους του Βυζαντινό ρωμαϊκού Δικαίου (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ). Το Ελληνικό Δημόσιο θεωρεί τη μείζονα έκταση, εντός της οποίας βρίσκεται και το επίδικο, ως δημόσια δασική έκταση. Ωστόσο, και αν ακόμη υποτεθεί ότι το μείζον ακίνητο (κτήμα Βεΐκου), στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Οθωμανικού Κράτους ή επειδή ήταν δάσος κατά το έτος 1836, για το οποίο κανείς δεν προσκόμισε τίτλους ιδιοκτησίας εντός της προθεσμίας του άρθρου 3 του ΒΔ της 17-29.11.1836 ή λιβάδι κατά το έτος 1833, ή αδέσποτο κατά το έτος 1837, η κυριότητά του καταλύθηκε με έκτακτη χρησικτησία. Το Ελληνικό Δημόσιο αντιθέτως ουδέποτε άσκησε διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου στο ως άνω κτήμα και ουδέποτε προ του έτους 1993 είχε εγγράφει αυτό ως δημόσιο κτήμα. Άλλωστε η κυριότητα των κληρονόμων Βεΐκου επί του κτήματος Εύμορφης Εκκλησιάς έχει κριθεί επανειλημμένα και αμετάκλητα με τις υπ΄ αριθ. 2088/2014, 1420/2014, 1355/2014, 52/2014, 1047/2013, 975/2008, 1359/2002, 1358/2002, 1563/1995, 696/1980, 30/1979 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως και με τις υπ΄ αριθ. 6000/2012, 1752/2004, 2374/2003, 1363/2003, 1162/2002, 4017/2001, 4021/2001, 9632/2000, 5947/2000, 5945/2000, 2386/2000, 8864/1995 και 6870/1993 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες το κτήμα Βεΐκου αναγνωρίσθηκε αμετακλήτως στις κατ΄ ιδίαν περιπτώσεις που κρίθηκαν μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ετέρων ιδιοκτητών τμημάτων του εν λόγω κτήματος ως ιδιωτική έκταση και απορρίφθηκε η ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο. Οι ως άνω αποφάσεις δεν παράγουν μεν δεδικασμένο στην προκειμένη περίπτωση, πλην όμως συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια. Επομένως το εν λόγω μείζον ακίνητο ως ιδιωτική ιδιοκτησία συνέχισε να είναι δεκτικό χρησικτησίας και μετά τις 11.9.1915, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης του εναγομένου. Τέλος αποδεικνύεται, ότι από το έτος 1983 τουλάχιστον μέχρι το 2006 ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων … νεμόταν το επίδικο σε όλη του την έκταση, δηλαδή τόσο εκείνη που αγόρασε με το υπ΄ αριθ. …/1983 συμβόλαιο, εμβαδού 1.120 τ.μ., όσο και την όμορη αυτής εμβαδού 7.891,02 τ.μ., την οποία ο παππούς των εναγόντων … χρησιμοποιούσε για τη βοσκή των ζώων του ήδη από ίο έτος 1940, και συγκεκριμένα κατοικούσε στην επ΄ αυτού οικία, το χρησιμοποιούσε για τη βοσκή των ζώων του, έχοντας μάλιστα κατασκευάσει σε αυτό ποιμνιοστάσιο καθώς και γεωργικές και κτηνοτροφικές αποθήκες, το περιέφραξε με συρματόπλεγμα και επιτηρούσε τα όριά του, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό κυριότητα επ΄ αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Ο ως άνω … απεβίωσε στις 8.7.2006 και με την από 1.8.2004 ιδιόγραφη διαθήκη του, δημοσιευθείσα με το υπ΄ αριθ. …/2.3.2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εγκατέστησε κληρονόμους του τους ενάγοντες, οι οποίοι με την υπ΄ αριθ. …/25.2.2008 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών … νόμιμα μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμ. … αριθ. …), αποδέχτηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά του πατρός του καθιστάμενοι με τον τρόπο αυτό συγκύριοι του επιδίκου κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου έκαστος. Εν όψει όλων των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή, να αναγνωριστούν οι ενάγοντες συγκύριοι του επιδίκου και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων εις βάρος του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ΄ αριθ. 134423/8.12.1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β΄ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (βλ. σχετ. ΑΠ 589/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των προσθέτως παρεμβαινόντων κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (182 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 29.4.2010 αγωγή και την από 12.7.2010 πρόσθετη παρέμβαση ερήμην του δεύτερου των προσθέτως παρεμβαινόντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τους ενάγοντες συγκυρίους κατά ποσοστό % εξ αδιαιρέτου έκαστο ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 9.011,02 τ.μ., που βρίσκεται στην Αθήνα, στην περιφέρεια του Δήμου Γαλατσίου, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου της εν λόγω περιφερείας, και συγκεκριμένα στη θέση «Εύμορφη ή Όμορφη Εκκλησιά», ήδη ονομαζόμενη «Λόφος Κόκου» στον συνοικισμό «Λαμπρινή», εμφαινόμενο με τα περιμετρικά στοιχεία Α3-Α4-Α5-Α6-Α7-Α8-Α9-Α10-Α11-Α12-Α13-Α14-Α15-Α16-Α17-Α18-Α18-Α20-Α21-Α22-Α23-Α24-Α25-Α26-Α27-Α1-Α2 στο από Ιουλίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού … συνορεύομενο βορειοανατολικά επί πλευράς Α3-Α4, μήκους 7,20 μ., πλευράς Α4-Α5, μήκους 18,68 μ., πλευράς Α5-Α6, μήκους 4,09 μ., πλευράς Α6-Α7, μήκους 15,84 μ., πλευράς Α7-Α$, μήκους 10,03 μ., πλευράς Α8-Α9, μήκους 15,95 μ., πλευράς Α9-Α10, μήκους 52,19 μ. πλευράς Α10-Α11, μήκους 52,19 μ. με ιδιοκτησία …, επί πλευράς Α11-Α12, μήκους 15,90 μ. και πλευράς Α12-Α13, μήκους 8,09 μ. με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής Τριών Ιεραρχών, νοτιοανατολικά επί πλευράς Α13-Α14, μήκους 24,77 μ., πλευράς Α14-Α15, μήκους 8,53 μ. και πλευράς Α15-Α16, μήκους 19,36 μ., με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής Τριών Ιεραρχών, νοτιοδυτικά επί πλευράς ΑΙ 6-Α17, μήκους 10,36 μ., πλευράς Α17-Α18, μήκους 13,26 μ., πλευράς Α18-Α19, μήκους 6,36 μ., πλευράς Α19-Α20, μήκους 10,20 μ., πλευράς Α20-Α21, μήκους 11,59 μ., πλευράς Α21-Α22, μήκους 23,02 μ., πλευράς Α22-Α23, μήκους 14,35 μ., πλευράς Α23-Α24, μήκους 5,35 μ., πλευράς Α24-Α25, μήκους 45,99 μ., πλευράς Α25-Α26, μήκους 5,24 μ. εν μέρει με ιδιοκτησία … και εν μέρει με αγροτική οδό, βορειοδυτικά επί πλευράς Α26- Α27, μήκους 10,46 μ., πλευράς Α27-Α1, μήκους 17,17 μ. και πλευράς Α1-Α2, μήκους 24,97 μ. με ιδιοκτησία … και ανατολικά επί πλευράς Α2-Α3, μήκους 18,80 μ. με ιδιοκτησία ...
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών ευρώ (293 ευρώ).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος των προσθέτως παρεμβαινόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, που προκλήθηκαν από την πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150 ευρώ).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων στις 3.2.2017.
[Δέχεται την αγωγή]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου