Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Παρατείνεται έως τις 31 Οκτωβρίου 2015 η ισχύς της υπ’ αριθμ. 49214/21−7−2015 κοινής υπουργικής απόφασης "Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών"

Αριθμ. 70905/29.9.2015
Παράταση ισχύος της υπ’ αριθμ. 49214/21.7.2015 κοινής υπουργικής απόφασης «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1525), η οποία έχει ήδη παραταθεί μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2015 με την υπ’ αριθμ. 57384/31.8.2015 όμοια (Β΄ 1867).
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ − ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (A΄ 98).
2. α) Το Π.δ. 101/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (A΄ 168), όπως ισχύει, και β) το Π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρω− τών Υπουργών και Υφυπουργών» (A΄ 116/2015).
3. Το Π.δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (A΄ 178), όπως ισχύει.
4. Την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 18ης Ιουλίου 2015 «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη θέσπιση περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και τις τροποποιήσεις των Ν. 4063/2012, 4172/2013, 4331/2015 και 4334/2015» (A΄ 84) και ιδίως την παρ. 19 του άρθρου πρώτου αυτής.
5. Την παρ. 4 του άρθρου πρώτου της από 14ης Ιουλίου 2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (A΄ 79).
6. Την υπ’ αριθμ. 49214/21−7−2015 κοινή υπουργική απόφαση «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1525), η ισχύς της οποίας έχει ήδη παραταθεί μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2015 με την υπ’ αριθμ. 57384/31.8.2015 όμοια (Β΄ 1867).
 7. Το γεγονός ότι διατηρούνται σε ισχύ οι περιορισμοί στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και ως εκ τούτου παραμένει εξαιρετικά δυσχερής η καταβολή χρηματικών ποσών για την εκπλήρωση υποχρεώσεων απέναντι στο δημόσιο και σε ιδιώτες.
8. Το γεγονός ότι από την παρούσα δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Παρατείνεται έως τις 31 Οκτωβρίου 2015 η ισχύς της υπ’ αριθμ. 49214/21.7.2015 κοινής υπουργικής απόφασης «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1525), η οποία έχει ήδη παραταθεί μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2015 με την υπ’ αριθμ. 57384/31.8.2015 όμοια (Β΄ 1867).
Άρθρο 2
Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από 1 Οκτωβρίου 2015.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 29 Σεπτεμβρίου 2015
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ        ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Γνωμοδότηση υπ' αριθμ. 4/2015 Εισ. Αρείου Πάγου περί της ισχύος ή μη της διάταξης του άρθρου 24 παρ.2 του Ν 2523/1997, μετά την θέση σε ισχύ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν 4174/2013, όπως συμπληρώθηκε με το Ν 4254/2014) που αφορά την ποινική δίωξη στις φορολογικές υποθέσεις.

Στην γνωμοδότηση αναφέρεται:
«Με την παράγραφο 2 του άρθρου 24 του Ν 2523/1997, όπως αυτή αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν 2753/1999 και στη συνέχεια με το άρθρο 75 παρ. 4 του Ν 3842/2010 ορίζεται ότι «Στις περιπτώσεις του συνολικού για κάθε φορολογία διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού ή της με άλλο τρόπο ολικής διοικητικής περαίωσης της διαφοράς δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις του παρόντος».
Με την διάταξη αυτή που αποτελεί πάγια ρύθμιση, παρά το ότι περιλαμβάνεται στις μεταβατικές διατάξεις του Ν 2523/1997, εισάγεται για τα εγκλήματα του Ν 2523/1997 ένας «ιδιόμορφος αντικειμενικός λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου» της πράξεως, ή κατ' άλλη άποψη, ένας «ιδιόρρυθμος μηχανισμός adhoc αποκλεισμού του αρχικού αδίκου» (βλ σχετ. Θ. Παπακυριάκου, Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, έκδοση 2005, σελ.350 και Γ. Δημήτραινα, Εγκλήματα Φοροδιαφυγής, έκδοση 2011 σελ 231,232).
Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία των ως άνω συμβιβασμών, περιγράφονταν:
α) του μεν συνολικού για κάθε φορολογία διοικητικού συμβιβασμού, στο άρθρο 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος του έτους 1994 (Ν 2238/1994) με την παρ. 1 του οποίου οριζόταν ότι ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου είχε εκδοθεί το φύλλο ελέγχου, μπορούσε, αν αμφισβητούσε την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, κατά τα λεπτομερώς οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους
β) του δε δικαστικού συμβιβασμού, αφ' ενός μεν στο άρθρο 71 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994), με το εδάφιο α της πρώτης παραγράφου του οποίου οριζόταν ότι ο δικαστικός συμβιβασμός με βάση αυτό το νόμο, ήταν δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρεπόταν και όπως προβλεπόταν διοικητική επίλυση της διαφοράς, αφ' ετέρου δε στο άρθρο 1 του Ν.Δ 4600/1966 ,το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999), με τις παραγράφους 1 και 2 του οποίου οριζόταν ότι «Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς (παρ.1). Εν διεξαγομένη επ' ακροατηρίου συζητήσει ενώπιον οιουδήποτε φορολογικού δικαστηρίου και κατά πάσαν στάσιν της δίκης, παρισταμένων αμφοτέρων των μερών, πας διάδικος δύναται να προτείνη την κατάργησιν της φορολογικής δίκης, επί τη καταθέσει δηλώσεως εις τον γραμματέα του Δικαστηρίου πέντε πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως, (παρ.2)»
γ) η με άλλο τρόπο «ολική διοικητική περαίωση της διαφοράς» αναφερόταν προφανώς στους εκδιδόμενους εκάστοτε φορολογικούς νόμους, οι οποίοι παρείχαν κίνητρα στους φορολογούμενους, προκειμένου να κλείσουν συμβιβαστικά και με ευνοϊκούς όρους τις ανέλεγκτες οικονομικές τους χρήσεις.
Υπό την ισχύ των διατάξεων αυτών, χωρούσε ακώλυτα η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 2 του Ν 2523/1997.
Σημειώνεται, πάντως, ότι και υπό καθεστώς αυτό, υπήρξαν ζητήματα ανοικτά προς συζήτηση, τα οποία προκλήθηκαν κυρίως από τις μεταβολές που επήλθαν στην νομοθεσία, και ειδικότερα αφ' ενός μεν στο άρθρο 19 του Ν 2523/1997 με το άρθρο 40 του Ν 3220/2004, με την πρώτη παράγραφο του οποίου θεσπίσθηκε μία διακεκριμένη κακουργηματική παραλλαγή του εγκλήματος της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώ με την δεύτερη προβλέφθηκε η δυνατότητα άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης στην περίπτωση αυτή, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση πράξης επιβολής προστίμου και η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, αφ1 ετέρου δε με την προσθήκη τρίτης παραγράφου στο άρθρο 18 του Ν 2523/1997, προσθήκη που έγινε με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο ζ του Ν 3943/2011, με την οποία ορίστηκε ότι αν η διάρκεια της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης Φ.Π.Α, Φ.Κ.Ε ή άλλων παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν υπερβαίνει το ένα έτος, ο υπαίτιος απαλλάσσεται, εφόσον καταβάλλει, από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική υποχρέωση, τους κατά περίπτωση οφειλόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών, ενώ αν η καταβολή γίνεται μετά τη συμπλήρωση έτους, αλλά πριν τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.

Άρειος Πάγος 1025/2015: Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Ν. 4092/2012 για το Επικουρικό Κεφάλαιο

Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1025/2015

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 § 1, 297, 298 και 299 Κ.Πολ.Δ., που κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση του αναιρεσείοντα, ολική ή μερική, από το δικόγραφο της αναίρεσης μπορεί να συντελεσθεί χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσίβλητου, είτε με προφορική δήλωσή του, η οποία γίνεται πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης και καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με δικόγραφο, το οποίο επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, και επιφέρει την κατάργηση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων" (του λοιπού Επικουρικό Κεφάλαιο), με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων του, η οποία έγινε ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, πριν αυτό προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 7.1.2014 υπό κρίση αίτησης αναίρεσης το μεν ως προς τους πέμπτο και έκτη των αναιρεσιβλήτων Δ. Δ. Μ. και Ε. Δ. Μ., αντίστοιχα, το δε ως προς τον θεμελιούμενο επί του αριθμού 9 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πέμπτο κατά σειρά λόγο αυτής. Επομένως, ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους και τον προαναφερόμενο λόγο της αναίρεσης πρέπει η αίτηση αυτή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα.  
 ΙΙ. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο εκδοθείσα κατ' αντιμωλία των τεσσάρων πρώτων των ήδη αναιρεσιβλήτων και ερήμην των πέμπτου και έκτης εξ αυτών υπ' αριθμ. 345/2013 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε η από 31.5.2010 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 74/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ʼρτας, έγινε δεκτή η δια των προτάσεων των τεσσάρων πρώτων εφεσιβλήτων και ήδη τεσσάρων πρώτων των αναιρεσιβλήτων ασκηθείσα αντέφεση και αφού εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη ως άνω απόφαση, κρατήθηκε και δικάστηκε κατ' ουσία η υπόθεση και έγινε εν μέρει δεκτή η από 5.1.2009 αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των ήδη τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων κατά των πέμπτου και έκτης των αναιρεσιβλήτων και της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Commercial Value AAE", στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε ως εκ του νόμου διάδοχός της (άρθρ. 25 § 4 Ν. 489/1976) το ήδη αναιρεσείον. Η αίτηση, μετά και την κατά τα άνω παραίτηση από το δικόγραφο αυτής, το μεν ως προς τους πέμπτο και έκτη των αναιρεσιβλήτων, το δε ως προς τον πέμπτο λόγο αυτής, ασκήθηκε, όσον αφορά τους τέσσερις πρώτους αναιρεσίβλητους, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 και 566 § 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, αναφορικά με τους εν λόγω τέσσερις πρώτους αναιρεσίβλητους, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της που αφορούν αυτούς (άρθρ. 577 § 3 Κ.Πολ.Δ.). 
 ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β' και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ' αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ' ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911 ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, σύμφωνα με το οποίο άρθρο αυτή (υπαιτιότητα) κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο. Περαιτέρω, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παράβασης και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση γιατί δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης, κατά τη διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της απόφασης ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως κατά το άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1416/2012, ΑΠ 1208/2011, ΑΠ 44/ 2003, ΑΠ 1702/2001). Τέλος, επί αδικοπραξίας, σύμφωνα με τα άρθρα 297 και 914 ΑΚ, οι αιτιολογίες πρέπει να καλύπτουν την υπαιτιότητα, την ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο (ΑΠ 16/2005).

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

"Πρέπει να Θεσπισθεί και στην Ελλάδα το Ασυμβίβαστο Βουλευτή και Υπουργού;" [του Νέστορα Ε. Κουράκη]

Στην Ελλάδα οι υπουργοί κατά κανόνα επιλέγονται μέσα από τις τάξεις των βουλευτών και αυτό θεωρείται ως κάτι σχεδόν αυτονόητο. Υποτίθεται ότι έτσι οι υπουργοί, έχοντας υποστεί αυτό το οποίο ο Κώστας Χρυσόγονος αποκαλεί «βάσανο της διεκδίκησης της λαϊκής ψήφου» [i], έχουν αντίστοιχη «λαϊκή νομιμοποίηση» και είναι περισσότερο ευαίσθητοι και υπεύθυνοι μπροστά στις ανάγκες των ψηφοφόρων τους και του λαού γενικότερα. Και είναι αυτή η αντίληψη τόσο πολύ αυτονόητη, ώστε κανείς συνταγματολόγος στην Ελλάδα να μην έχει ασχοληθεί μονογραφικά –εξ όσων γνωρίζω- με το συγκεκριμένο θέμα και ιδίως με δύο εύλογα συναφή ερωτήματα: Πρώτον, κατά πόσο με τη συνύπαρξη των δύο ιδιοτήτων, βουλευτή και υπουργού, δηλ. ιδιοτήτων που εντάσσονται ταυτόχρονα στη νομοθετική και τη βουλευτική εξουσία, πλήττεται ευθέως η θεμελιώδης και μη αναθεωρητέα συνταγματική διάταξη του άρθρου 26 Συντ. για τη διάκριση των εξουσιών, που επιτάσσει να μην αποκτά μια εξουσία ανεξέλεγκτες αρμοδιότητες εις βάρος των άλλων. Και δεύτερον, κατά πόσον με τη συνύπαρξη των δύο αυτών ιδιοτήτων υποθάλπονται και διευκολύνονται οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ βουλευτή-υπουργού και των ψηφοφόρων του.
Το κρίσιμο αυτό θέμα του ασυμβίβαστου ή μη των δύο ιδιοτήτων, βουλευτή και υπουργού, είχα την ευκαιρία να εξετάσω σε εισήγησή μου που παρουσιάσθηκε, έπειτα από πρόσκληση, σε Νομικό Συνέδριο της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδας και του Δικηγορικού Συλλόγου Γυθείου Οίτυλο Μάνης, 26-28.6.2015)[1]. Από την εισήγηση αυτή παρατίθενται κατωτέρω τα κυριότερα σημεία:
 
Ι. Συγκριτικές Παρατηρήσεις και Ελληνικό Δίκαιο
Εν πρώτοις, αξίζει να επισημανθεί ότι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, πάνω από δέκα χώρες έχουν υιοθετήσει το ασυμβίβαστο. Ειδικότερα, σε χώρες με προεδρικό ή ημιπροεδρικό πολίτευμα, όπως αντιστοίχως αφενός οι ΗΠΑ και η Κύπρος, και αφετέρου η Γαλλία, το ασυμβίβαστο καθιερώνεται πλήρως, με την έννοια ότι απαγορεύεται ρητά η ταυτόχρονη κατοχή της ιδιότητας του μέλους και της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας (εφεξής, μονολεκτικά: ασυμβίβαστο): ά. εδ. 6§2 ΣυντΗΠΑ, ά. 59§2 κυπρΣυντ, ά. 23 γαλλΣυντ. Όμως, και σε σειρά άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν μεν κοινοβουλευτικό πολίτευμα, αλλά στις οποίες η επίδραση των διδασκαλιών της Γαλλικής Επανάστασης 1789 περί διάκρισης των εξουσιών υπήρξε καθοριστική (πρβλ. ά. 16 γαλλ. Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 1789), το ασυμβίβαστο έχει καθιερωθεί προ πολλού στο Σύνταγμά τους, τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκεί μια υπουργική θητεία: Ελβετία (ά. 144§1), Βέλγιο (ά. 50), Ολλανδία (ά. 57§2), Λουξεμβούργο (ά. 54§1), Αυστρία (ά. 70§2), Νορβηγία (ά. 62§2), Πορτογαλία (ά. 154§1), Βουλγαρία (ά. 68§2) κ.λπ. Στον αντίποδα υπάρχουν χώρες που αναγνωρίζουν στο Σύνταγμά τους ή ως (άγραφη) συνθήκη του πολιτεύματός τους την υποχρεωτική σύμπτωση των δύο ιδιοτήτων, δηλ. του μέλους νομοθετικού σώματος και υπουργικού συμβουλίου, μέσα στο πνεύμα μιας ιδιαίτερης έμφασης στην ιδέα του κοινοβουλευτισμού, ο οποίος προσδίδει στο Κοινοβούλιο, ως φορέα της νομοθετικής εξουσίας, τη θεσμική υπεροχή απέναντι στις άλλες δύο εξουσίες. Τέλος, στον ενδιάμεσο χώρο κινούνται άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπως και η Ελλάδα, όπου δεν είναι ανάγκη να έχει εκλεγεί κανείς βουλευτής για να γίνει υπουργός, αλλά και εάν είναι ήδη βουλευτής, δεν χρειάζεται να παραιτηθεί από τη βουλευτική του ιδιότητα ή να ανασταλεί η ενλόγω ιδιότητα προκειμένου αυτός να ασκήσει τα υπουργικά του καθήκοντα. Κατά την εφαρμογή πάντως τέτοιων ρυθμίσεων, ως υπουργοί διορίζονται κατά κανόνα οι βουλευτές και μόνο κατʼ εξαίρεση οι λεγόμενοι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί (π.χ. Γερμανία, Ιταλία)[ii].
Ως προς την Ελλάδα, σε ένα πρώτο στάδιο, υπό την επίδραση των γαλλικών επαναστατικών Συνταγμάτων (ιδίως αυτού της 22.8.1795) προβλέφθηκε π.χ. στο Σχέδιο Συντάγματος – «Νέα Πολιτική Διοίκησις» του Ρήγα Βελεστινλή (ά. 62 επ., 75), και στο Σύνταγμα Επιδαύρου 1822 (§κʼ) ένα πενταμελές Διευθυντήριο που θα ασκούσε καθήκοντα εκτελεστικής εξουσίας και που θα απαρτιζόταν από μέλη εκλεγόμενα «εκτός των μελών του Βουλευτικού» (έτσι η διατύπωση στο Σύνταγμα Επιδαύρου 1822). Ωστόσο στη συνέχεια, με το Σύνταγμα 1844, που διαμορφώθηκε ως επί το πλείστον με βάση τη γαλλική συνταγματική Χάρτα της 14.8.1830 και το Βελγικό Σύνταγμα της 7.2.1831, η κατάσταση άλλαξε καθοριστικά και έτσι παρέμεινε έως σήμερα, με συνήθη δηλ. πρακτική των Ελλήνων πρωθυπουργών να διορίζουν ως υπουργούς τους βουλευτές, χωρίς όμως να υπάρχει διάταξη στο Σύνταγμα που να επιβάλλει κάτι τέτοιο (πρβλ. ά. 81 εδ. α΄ Συντ. 1844, ά. 78 Συντ. 1911, ά. 90 Συντ. 1927, ά. 78, προτελευταία παράγραφος Συντ. 1952 και ά. 84§7 ισχύοντος Συντ. 1975 –πρβλ. όμως και ά. 88§2 των «Συνταγμάτων» 1968 και 1973, που προέβλεψε (ά.) ότι: «Εξαιρέσει του Πρωθυπουργού και των Αντιπροέδρων της Κυβερνήσεως, ουδείς βουλευτής δύναται να διορισθεί μέλος της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργός και αν ακόμη παραιτηθεί του βουλευτικού αξιώματος». Ενδιαφέρον είναι τέλος να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση γα την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975, μέσα σε πνεύμα οιονεί παροξυσμού υπέρ της αρχής του κοινοβουλευτισμού, πράγμα εύλογο μετά την πτώση μιας επτάχρονης δικτατορικής διακυβέρνησης, ορισμένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης (Ενωση Κέντρου – Νέα Δυνάμεις και ΠΑΣΟΚ) υπέβαλαν χωριστές προτάσεις (που όμως δεν υπερψηφίσθηκαν) για να υπάρξει συνταγματική διάταξη περί του ότι κανείς δεν μπορεί να διορισθεί ή να παραμείνει μέλος της Κυβέρνησης αν δεν είναι βουλευτής (Πρακτικά Βουλής της 16.4.1975)[iii]. Πάντως, στις μετέπειτα αναθεωρήσεις του Συντάγματος το ζήτημα του ασυμβίβαστου των ιδιοτήτων βουλευτή και υπουργού δεν τέθηκε επί τάπητος ως πρόταση από κάποιον κομματικό σχηματισμό, ούτε και συζητήθηκε, έστω και ακροθιγώς, στις αρμόδιες επιτροπές και τη Βουλή. Το θέμα του ασυμβίβαστου επανήλθε μόλις στις απαρχές του τρέχοντος αιώνα, αρχικά τον Ιανουάριο 2000, με θετική απόφαση στο Προσυνέδριο της «Νέας Δημοκρατίας», και στη συνέχεια τον Ιούλιο 2011 και εκ νέου τον Απρίλιο 2014, με τις προτάσεις που κατατέθηκαν τότε προς διαβούλευση για τη συνταγματική αναθεώρηση από το ενλόγω κόμμα. Επίσης και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, διακεκριμένο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός, βουλευτής και ευρωβουλευτής, ήδη από το 1997, σε βιβλία και συνεντεύξεις του, έχει συμπεριλάβει το υπό συζήτηση θέμα του ασυμβίβαστου στη δέσμη των προσωπικών του προτάσεων για τα συνταγματική αναθεώρηση (π.χ. στο έργο του «Συνταγματικοί Στοχασμοί», 2014)[iv].
Ας μη νομισθεί, πάντως, ότι το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται θετικά μόνον από την κεντροδεξιά παράταξη. Στο διαδίκτυο μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει και δημοσιεύματα διανοητών από την αντίπερα όχθη, όπως ο Σταύρος Λυγερός[v] και ο Βασίλης Ξυδιάς[vi], οι οποίοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ του ασυμβίβαστου, με επιχειρήματα που κλιμακώνονται αντίστοιχα από την ανάγκη «απελευθέρωσης» της νομοθετικής εξουσίας, «ώστε να λειτουργήσει ως πραγματικό αντίβαρο στη θεσμική παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας», έως το πρόταγμα για «πραγματική διάκριση εξουσιών» με μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνουν π.χ. την αυτοδιοίκηση στο δικαστικό σώμα και το ασυμβίβαστο υπουργού - βουλευτή.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

"Εγκώμιο του εγκλήματος (παρέκβαση περί παραγωγικής εργασίας)" [του KARL MARX]

Το κείμενο αυτό γράφτηκε ανάμεσα στα 1860 και 1862.
Οι εκδότες του το ενσωμάτωσαν στις Θεωρίες της υπεραξίας,
τόμος IV του Κεφαλαίου.
 
Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα και ούτω καθ’ εξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θα απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και συνάμα το αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος ο καθηγητής ρίχνει στη γενική αγορά τις παραδόσεις του εν είδει «εμπορεύματος». Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος. Για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στον δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher(1).
Πέραν τούτου ο καθηγητής παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική δικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά. Όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρώνακτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων.
Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια υπηρεσία στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμα και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο «η Ενοχή» του Mullner και «οι Ληστές» του Schiller, αλλά και αυτός ο Οιδίπους και ο Ριχάρδος ο Τρίτος. Ο εγκληματίας σπάζει τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει λοιπόν ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό την πτώση του μισθού κάτω από το ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μια από εκείνες τις φυσικές «εξισορροπήσεις» που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική «ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης».
Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ και Babbage(2)) αν δεν γινόταν απάτη στο εμπόριο; Τέλος η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψής της όσα ακριβώς οφείλει και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών όπως ακριβώς και οι απεργίες. Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι ταυτόχρονα και δέντρο της γνώσης από την εποχή του Αδάμ έως σήμερα; Στο «Μύθο των Μελισσών» (1705) ο Mandeville έχει αποδείξει την παραγωγική δύναμη που διαθέτουν όλα τα πιθανά είδη επαγγελμάτων, αλλά και το γενικό συμπέρασμα όλου αυτού του επιχειρήματος:
Αυτό που ονομάζουμε στον κόσμο μας Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό, είναι η μεγάλη αρχή που μας κάνει κοινωνικά πλάσματα, η σταθερή βάση, η ζωή και το στήριγμα όλων των τεχνών και των ενασχολήσεων ανεξαιρέτως. Και τη στιγμή που θα έπαυε να υπάρχει το Κακό, η κοινωνία θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, αν όχι να καταποντιστεί αύτανδρη.
Μόνο που βέβαια ο Mandeville ήταν απείρως πιο τολμηρός και έντιμος από τους φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας.
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Roscher Wilhelm Georg Friedrich (1817-1894). Ιδρυτής της παλαιότερης ιστορικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στη Γερμανία.
2) Babbage Charles (1792-1871). Άγγλος μαθηματικός, μηχανικός και οικονομολόγος.

πηγή : http://diaskepsi.gr/

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΕΔ 12/2005 : Εκλογική νομοθεσία - Λευκά ψηφοδέλτια - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 4 άρθρου 98 και παρ. 3 και 4 άρθρου 99 π.δ. 351/2003 - Παραβίαση απόρρητου ψηφοφορίας - Ακυρότητα ψηφοδελτίου - Διακριτικά γνωρίσματα - Ελλειψη μονογραφής προέδρου εφορευτικής επιτροπής - Κατανομή αδιάθετων εδρών -.

Η εκλογική νομοθεσία διακρίνει τρεις κατηγορίες ψήφων, τα έγκυρα ψηφοδέλτια (έντυπα και ιδιόγραφα) που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου, τα έγκυρα λευκά ψηφοδέλτια που αποδοκιμάζουν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της εκλογικής αναμετρήσεως και τα άκυρα ψηφοδέλτια. Ο εκλογικός νόμος δεν εξομοιώνει τα λευκά με τα άκυρα ψηφοδέλτια, αλλά επιβάλλει τη χωριστή καταγραφή των τριών κατηγοριών ψήφων στον συντασσόμενο, αρχικά από την εφορευτική επιτροπή και τελικά από το αρμόδιο πρωτοδικείο, πίνακα αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών. Για την εξεύρεση όμως του εκλογικού μέτρου, προκειμένου να γίνει η κατανομή των εδρών, υπολογίζει μόνον τα ψηφοδέλτια που εκφράζουν έγκυρη προτίμηση υπέρ συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου. Εκλογική παράβαση είναι, πέραν όσων παραβάσεων του εκλογικού νόμου διαπράττονται κατά την ψηφοφορία, και η εσφαλμένη εφαρμογή του εκλογικού νόμου από την ίδια την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή κατά το ενώπιόν της στάδιο της εκλογικής διαδικασίας για την κατανομή των βουλευτικών εδρών. Οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου (π.δ. 351/2003), καθόσον δεν επιβάλλουν τον υπολογισμό και των λευκών ψηφοδελτίων στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου παρά το ότι αυτά γίνονται με άλλες διατάξεις ίδιου νόμου δεκτά ως έγκυρες ψήφοι, θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα. (Αντίθετη μειοψηφία: θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, οι διατάξεις των άρθρων 98  παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου δεν συνυπολογίζουν για την εξεύρευση του εκλογικού μέτρου στην πρώτη και δεύτερη κατανομή τις λευκές ψήφους, εφόσον η εκλογική νομοθεσία διασφαλίζει τη δυνατότητα του εκλογέα να εκφράσει την αποδοκιμασία των υποψηφίων με λευκή ψήφο, καθώς και τη χωριστή καταγραφή των λευκών ψήφων στους πίνακες των αποτελεσμάτων). Το πότε τα διακριτικά γνωρίσματα παραβιάζουν το απόρρητο της ψηφοφορίας είναι ζήτημα πραγματικό, επαφιέμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση στην κρίση του Δικαστηρίου, αυτό δε συμβαίνει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της εμπειρίας, το διακριτικό γνώρισμα μπορεί να προσδιορίσει αμέσως ή εμμέσως τον εκλογέα που ψήφισε με το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Η θέση όμως του σταυρού προτίμησης δίπλα στο όνομα του υποψηφίου, αριστερά ή δεξιά, ή η σημείωση δύο συνεχόμενων σταυρών από τη μία ή από την άλλη πλευρά, ο τρόπος γραφής του σταυρού, που μπορεί να οφείλεται στη σπουδή, την ηλικία, την ελαττωμένη όραση του ψηφοφόρου ή το μέσο που χρησιμοποίησε, οι έντονοι, άτονοι, ακανόνιστοι, κακότεχνοι, διπλοεγγεγραμμένοι, με παράλληλες γραμμές, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι του συνήθους, κεκλιμένοι ή σε σχήμα Χ σταυροί, που οφείλονται στις πιο πάνω αιτίες ή και σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, δεν συνεπάγονται κατ’ αρχήν ακυρότητα της ψήφου, εκτός εάν, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τέθηκαν σκοπίμως ως διακριτικό γνώρισμα για να παραβιασθεί το απόρρητο της ψηφοφορίας. Θεωρούνται πάντως, κατ' αρχήν, ως διακριτικά γνωρίσματα οι έντονα διακριτικοί σταυροί, οι τιθέμενοι εντός κύκλου, οι ενδείξεις σε σχήμα αστερίσκου ή «V», οι σημειούμενοι σε άλλη θέση αντί στο όνομα του υποψηφίου. (Αντίθετη μειοψηφία: δεν είναι άκυρα όσα ψηφοδέλτια προσβάλλονται με την ένσταση ή την αντένσταση ως άκυρα, με την αιτίαση ότι φέρουν τελεία (σημείο στίξεως) ως διακριτικό γνώρισμα, καθόσον άλλα από αυτά έχουν τελεία στη μονογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου, που έχει τεθεί από τον ίδιο, όπως συνηθίζεται, άλλα έχουν ανεπαίσθητες τελείες και άλλα έχουν τελεία που έχει τεθεί τυχαία ιδίως από τη γραφίδα του δικαστικού αντιπροσώπου κατά τη διαλογή του ψηφοδελτίου). Η έλλειψη μονογραφής του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής δίπλα στον αριθμό των ψηφοδελτίων ή δίπλα στον αριθμό των σταυρών προτίμησης, δεν επιφέρει την ακυρότητά τους, εφόσον δεν αμφισβητείται η ταυτότητα ή γνησιότητα των ψηφοδελτίων. Ψηφοδέλτιο χωρίς κανένα σταυρό προτίμηση προσμετράται υπέρ του συνδυασμού ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Αν μετά την κατανομή των εδρών σε κάθε εκλογική περιφέρεια παραμείνανε αδιάθετες έδρες ενεργείται κατανομή των αδιάθετων εδρών κατά μείζονες εκλογικές περιφέρειες. Με την παρ. 3 του άρθρου 99 του εκλογικού νόμου ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στη μείζονα περιφέρεια, ενώ με τις παρ. 4 και 5 ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στις ελάσσονες περιφέρειες. Η τελευταία αυτή παραχώρηση των εδρών που δικαιούται κάθε κόμμα (ή συνασπισμός) διενεργείται σε δύο φάσεις.
 
 
------------------------------
    Αριθμός 12/2005
    Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
   (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
    Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χρίστο Γεραρή, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Χρήστο Ντάκουρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Νικόλαο Σκλία, Νικόλαο Σακελλαρίου, Συμβούλους της Επικρατείας, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Εισηγητή, Αρεοπαγίτη, Μαρία Καραμανώφ, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλους της Επικρατείας, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Βούλγαρη και Δημήτριο Κιτρίδη, Αρεοπαγίτες, ως μέλη και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζή, Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Δεκεμβρίου 2004, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:
   ΕΝΙΣΤΑΜΕΝΗΣ – ΚΑΘ' ΗΣ ΟΙ ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΕΙΣ – ΚΑΘ' ΗΣ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : ΠΦ-Θ, κατοίκου Γιαννιτσών, η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων της δικηγόρων: 1) Χ Χ (), 2) Γ Σ (Α.Μ. ) και 3) ΦΧ (Α.Μ. ).
   ΚΑΘ' ΟΥ Η ΕΝΣΤΑΣΗΣ - ΑΝΤΕΝΙΣΤΑΜΕΝΟΥ – ΥΠΕΡ' ΟΥ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Γ Π, κατοίκου Αριδαίας, Βουλευτή της Εκλογικής Περιφέρειας Πέλλας, ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του δικηγόρων: 1) Γεωργίου Π, (Α.Μ. ) και 2) Ν Ξ (ΑΜ. ).
   ΑΝΤΕΝΙΣΤΑΜΕΝΩΝ: 1) Κ Ζ, κατοίκου Θεσσαλονίκης, Βουλευτή Εκλογικής Περιφέρειας Β' Θεσσαλονίκης και 2) Ε Κ, κατοίκου Σερρών, Βουλευτή της Εκλογικής Περιφέρειας Σερρών, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Γ Σ, (Α.Μ. ).
   ΠΑΡΕΜΒΑΙΝOΝΤΟΣ: Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γ Π,(Α.Μ. ), δυνάμει του αριθμ. ..........πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτας Β.
   H ενισταμένη με την από 30 Μαρτίου 2004 ένστασή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 18/30-3-2004, καθώς και  τους από 30 Μαρτίου 2004 πρόσθετους λόγους της, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμούς 24/30-3-2004 και 34/2-4-2004 αντίστοιχα, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό τους.
   Οι αντενιστάμενοι με τις από 9-9-2004 αντενστάσεις τους, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 41/9-9-2004, 45/10-9-2004 και 44/10-9-2004  αντιστοίχως, ζήτησαν όσα αναφέρονται στα αιτητικά τους.
   Το Παρεμβαίνον με την από 3-9-2004, παρέμβασή του ενώπιον του Ανωτάτου ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 40/3-9-2004, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.
   Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη.
   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.
   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
   Σκέφθηκε κατά νόμο

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

"ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΤΟΥ Ν. 489/1976 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ" (Η εξαίρεση του επιβάτη-κυρίου-κατόχου-ασφαλισμένου κλπ. από την ασφαλιστική κάλυψη) [του Γεωργίου Κ. Αμπατζή, δικηγόρου ε.τ.]

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΤΟΥ Ν. 489/1976 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ  Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
(Η εξαίρεση του επιβάτη-κυρίου-κατόχου-ασφαλισμένου κλπ. από την ασφαλιστική κάλυψη)
ΟΙ ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ Δ΄ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ Α.Π. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

 
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κεραμεύς έχει υποστηρίξει ότι η πρώτη αρχή του κράτους δικαίου είναι η ισότητα. Ως ισότητα δε νοείται εδώ μία συναισθηματική επιδίωξη, αλλά μία προσγειωμένη και αμέσως εφαρμόσιμη νομική επιταγή. Η ισότητα αυτή επιβάλει μεταξύ άλλων και την ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων που καλούνται να είναι θεματοφύλακες και εγγυητές αυτής της αρχής[1]. Και είναι αληθές ότι το δικό μας δικαιϊκό σύστημα, στο οποίο επικρατεί η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, κανένα δικαστήριο δε δεσμεύεται από τις λύσεις που έχουν νομολογηθεί προηγουμένως ούτε ακόμα και από τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων[2]. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αποτελεί βέβαια η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 580 του ΚΠολΔικ, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν.

Η συνύπαρξη όμως των Τμημάτων και της Ολομέλειας που προβλέπεται στην οργανωτική δομή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας μας δεν είναι ξένη προς το σκοπό της επίτευξης της ομοιομορφίας στην ερμηνεία του δικαίου. Συγκεκριμένα η σύνθεση και η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των Τμημάτων και της Ολομέλειας, εμπεριέχει τη σιωπηλή παραδοχή ότι όσο ευρύτερο είναι το αποφασίζον σώμα τόσο καλύτερο και σταθερότερο το νομολογιακό δίκαιο που παράγεται από αυτό. Η «υψηλότερη» και «πληρέστερη» Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρείται ως εγγύηση για την ποιότητα και το αμετάβλητο των προσδοκώμενων από αυτήν δικαστικών αποφάσεων. Έτσι η ερμηνεία του δικαίου που γίνεται από την Ολομέλεια εξασφαλίζει όχι μόνο την ορθότητα, αλλά επίσης και την ομοιομορφία και τη διάρκεια ως προς το αληθές νόημα των κανόνων του δικαίου. Η πάρα πάνω λοιπόν συγκρότηση του Αρείου Πάγου σε Ολομέλεια και σε Τμήματα δημιουργεί την ψυχολογική υποχρέωση των τελευταίων να ακολουθούν την ερμηνεία που υιοθέτησε η Ολομέλεια, μια υποχρέωση που διασφαλίζει και την ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου[3]. Η υποχρέωση αυτή των Τμημάτων του ΑΠ δεν περιορίζεται μόνο στην ερμηνεία του εγχώριου δικαίου αλλά επεκτείνεται και στις διατάξεις του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου κατά το μέτρο που αυτές ενσωματώθηκαν στο εθνικό μας δίκαιο, αφού και το δίκαιο αυτό αποτελεί πηγή του ελληνικού δικαίου[4]. Με την προαναφερόμενη όμως ψυχολογική δέσμευση, κατά την έκφραση του καθηγητή Κ.Κεραμέως, δε φαίνεται να εναρμονίζεται το Δ΄Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με τις πρόσφατες αποφάσεις του, όπως θα προκύψει από την ανάλυση που ακολουθεί.

II. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΤΟΥ Ν. 489/1976 ΑΠΟ ΤΟ Δ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στο άρθρο 7 του νόμου 489/1976 ορίζονται τέσσερις κατηγορίες προσώπων, των οποίων η ζημία που προέρχεται από τη σωματική τους βλάβη που προξενήθηκε σε αυτά λόγω τροχαίου ατυχήματος δεν καλύπτεται από τον ασφαλιστή, επειδή τα πρόσωπα αυτά δεν θεωρούνται τρίτοι κατά τη διατύπωση του νόμου. Τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη για τις ζημιές που τα ίδια υφίστανται, είναι τα ακόλουθα: 1) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά, 2) κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης. Πρόκειται για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, δηλαδή τον κύριο και τον συγκύριο, τον κάτοχο και τον συγκάτοχο, τον οδηγό ή προστηθέντα για την οδήγηση ή υπεύθυνο του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. 3) Εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και 4) οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα[5].Έτσι δεν λειτουργεί υπέρ αυτών η ασφαλιστική κάλυψη που προβλέπεται για τους τρίτους στα άρθρα 2 παρ. 1 εδαφ. α΄και 6 παρ. 2 εδαφ. α΄αυτού του νόμου. Κατά συνέπεια και οι συγγενείς αυτών των προσώπων, εάν αυτά θανατωθούν σε τροχαίο ατύχημα, δεν δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Η άρση αυτή της ασφαλιστικής κάλυψης επεκτείνεται και στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο συγγενής του θανατωθέντος είχε μία από τις πάρα πάνω ιδιότητες, οπότε αυτός δεν δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, όπως δέχεται ο Άρειος Πάγος ερμηνεύοντας αυτή τη διάταξη[6].

Με το ζήτημα των εξαιρέσεων που εισάγει το άρθρο 7 του Νόμου 489/1976 είχαμε ασχοληθεί σε σχετικό εκτενές άρθρο μας το οποίο δημοσιεύθηκε στον τόμο 2012 (σελ. 274 έως 298) αυτού του περιοδικού. Εκεί υποστηρίξαμε την άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 7 αυτού του νόμου α) έρχεται σε άμεση αντίθεση προς το σκοπό τον οποίο καλείται να υπηρετήσει ο θεσμός της υποχρεωτικής ασφάλισης, β) ότι αυτή αντιβαίνει ευθέως προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 και 21 παρ. 6 του Συντάγματος, γ) κυρίως όμως υποστηρίξαμε ότι η  εν λόγω διάταξη δεν εναρμονίζεται με τις κοινοτικές οδηγίες, οι οποίες ρυθμίζουν την ασφαλιστική προστασία των παθόντων σε τροχαίο ατύχημα, όπως οι οδηγίες αυτές ερμηνεύθηκαν με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τότε ΔΕΚ και σήμερα ΔΕΕ). Η σχετική επιχειρηματολογία μας που αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, της μη εναρμόνισης δηλαδή αυτής της διάταξης με τις κοινοτικές οδηγίες, αναπτύσσεται στην προαναφερόμενη εργασία μας και ιδιαίτερα στις σελίδες 286 έως 289 και 294 έως 296 του τόμου 2012 αυτού του περιοδικού, στις οποίες και παραπέμπουμε για πληρέστερη ενημέρωση.

Ο  λόγος για τον οποίο κρίθηκε σκόπιμο να επανέλθουμε στην ερμηνεία του άρθρου 7 του νόμου 489/1976 είναι ότι κατά το έτος 2013 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου διαμόρφωσε με αλλεπάλληλες αποφάσεις τους κανόνες ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου γενικώτερα, αλλά και των κοινοτικών οδηγιών ειδικώτερα. Προς τους καθοδηγητικούς όμως αυτούς κανόνες δεν φαίνεται να εναρμονίσθηκαν  οι υπ’αριθ. 1144 και 583/2014 αποφάσεις του Δ΄Τμήματος αυτού του δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι αυτές είναι μεταγενέστερες από τις αποφάσεις της Ολομέλειας.

Ειδικώτερα: α) Η υπ’ αριθμ. 1144/2014 απόφαση του Δ΄Τμήματος του ΑΠ (αδημ.)  κλήθηκε να αντιμετωπίσει τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο και τραυματίστηκε θανάσιμα η επιβάτης του αυτοκινήτου. Οι γονείς της θανούσας άσκησαν αγωγή κατά του υπαίτιου οδηγού και ζήτησαν να τους επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο της κόρης τους. Ο εναγόμενος οδηγός προσεπικάλεσε την ασφαλιστική εταιρία στην οποία ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο αυτοκίνητο και ζήτησε με τη σχετική αγωγή αποζημίωσης που ενώθηκε με την προσεπίκληση να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει ό,τι αυτός θα υποχρεωθεί να πληρώσει ως αποζημίωση στους ενάγοντες. Ο Άρειος Πάγος με την πάρα πάνω απόφασή του δέχτηκε, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 7 του Νόμου 489/1976, ότι ο ασφαλιστής δεν ήταν υποχρεωμένος να καλύψει ασφαλιστικά τον υπαίτιο οδηγό, διότι οι ενάγοντες ήταν ιδιοκτήτες του ζημιογόνου αυτοκινήτου και αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση ασφάλισης και επομένως δεν ήταν τρίτοι, κατά την έννοια των πάρα πάνω διατάξεων, ώστε να γεννάται ευθεία αξίωση αποζημίωσης κατά της ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία είναι ασφαλισμένο το ζημιογόνο αυτοκίνητο. Αξίζει να τονιστεί ότι στο σκεπτικό αυτής της απόφασης γίνεται μνεία της σχετικής κοινοτικής οδηγίας (84/5/ΕΟΚ), δηλαδή της γνωστής ως Δεύτερης Οδηγίας, τις διατάξεις της οποίας ενσωμάτωσε ο έλληνας νομοθέτης στο εσωτερικό δίκαιο με το π.δ. 264/91, με το οποίο και τροποποιήθηκε το άρθρο 7 του Ν. 489/1976.

β) Την υπ’αριθ. 583/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου[7] απασχόλησε εξάλλου τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο από υπαιτιότητα του οδηγού τραυματίστηκε θανάσιμα ο συνεπιβάτης, ο οποίος ήταν σύζυγος της ιδιοκτήτριας του ζημιογόνου αυτοκινήτου στο οποίο αυτός επέβαινε. Το δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή την οποία άσκησε κατά της ασφαλιστικής εταιρίας η πάρα πάνω ιδιοκτήτρια αυτού του αυτοκινήτου, με την οποία και ζητούσε να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του συζύγου της, είναι νομικά αβάσιμη, διότι σύμφωνα με την πάρα πάνω διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 489/1976 η ενάγουσα ως ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου δεν είναι τρίτη και επομένως περιλαμβάνεται στις εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ασφάλιση που καθιερώνεται με την πάρα πάνω διάταξη. Και η απόφαση αυτή αναφέρεται στο π.δ. 264/91, με το οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Δεύτερη Κοινοτική Οδηγία. Με το σκεπτικό αυτό ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την υπ’αριθ. 113/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας (αδημ), η οποία είχε δεχτεί την αγωγή και είχε επιδικάσει στην πάρα πάνω ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου και σύζυγο του θανόντος χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.
 

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

«Οι θεσμικές παρενέργειες της υπόθεσης «Βασικός Μέτοχος»: Η εκνόμευση του συντάγματος και η παραγνώριση των άδηλων τροποποιήσεων του συντάγματος μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών» [του Αντώνη Μανιτάκη, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ]


Εισαγωγή, οριοθέτηση του θέματος και αντικείμενο της εισήγησης[1]

Στην εισήγησή μου θα ασχοληθώ, κυρίως, με την υπόθεση του ‘βασικού μετόχου”, όπως συνοπτικά επικράτησε να λέγεται.

Θεωρώ την υπόθεση σημαντική, αντιπροσωπευτική περίπτωση «hard case». H μελέτη της φωτίζει και παράλληλα αποκαλύπτει, πολλές και κρίσιμες πτυχές του πολιτειακού μας βίου και όχι μόνον της νομολογίας μας, όπως νομίζεται.

Αφορά ζητήματα που συνδέονται με την αναθεωρητική διαδικασία και τα σιωπηρά όρια της συνταγματικής αναθεώρησης, των σχέσεων συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου, του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και των σχέσεών του με τον δικαστικό έλεγχο της συμβατότητάς τους με το κοινοτικό δίκαιο και τελικά της σημασίας που έχει και της λειτουργίας που επιτελεί η δικανική τεχνική της αναλογικότητας στους δύο προηγούμενους δικαστικούς ελέγχους. Θα θιγούν άρα τέσσερις, συνολικά, κρίσιμες θεματικές συνταγματικού, ευρωπαϊκού και συνταγματικής δικαιοσύνης, που διαπλέκονται μεταξύ τους.

   Στην παρούσα δημοσίευση θα ασχοληθώ μόνον με τα θεσμικά ζητήματα της υπόθεσης του βασικού μετόχου. Η επιλογή του θέματος συνδέετα με τον τιμώμενο εκλεκτό συνάδελφο και Πρόεδρο του ΔΕΕ, καθηγητή Βασίλη Σκουρή. Διότι, η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο, υπό την φωτισμένη προεδρεία του, αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα συμβολής της νομολογίας του ΔΕΕ στη διαδικασία της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού, δικαιικού χώρου, που σέβεται, έστω και αν δεν το λέει ρητά, τις συνταγματικές ιδιαιτερότητες και ταυτότητες της κάθε χώρας.

Για την ελληνική έννομη τάξη ειδικά, η απόφαση είναι καθοριστική όχι μόνον για τις σχέσεις του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας μας με το ΔΕΕ αλλά και για τις σχέσεις της ελληνικής έννομης τάξης με την ευρωπαϊκή: θέση τυπικής ιεραρχίας και υπεροχής ή σχέσεις τυπικά ισότιμες, οργανικής και λειτουργικής απλώς διασύνδεσης; Και ακόμη, ποια είναι η σχέση του ελέγχου της συνταγματικότητάς των νόμων με τον έλεγχο της συμβατότητάς τους με το κοινοτικό δίκαιο; Αυτά θα εξεταστούν διεξοδικά στο δεύτερο μέρος. Στο πρώτο μέρος θα εξεταστούν οι θεσμικές παρενέργειες από την άστοχη και αλυσιτελή, πολιτικά και συνταγματικά, συνταγματική πρόβλεψη της πάταξης της «διαπλοκής» Μ.Μ.Ε.-οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μέσω της καθιέρωσης ενός απόλυτου ασυμβιβάστου της ιδιότητας του ιδιοκτήτη των Μ.Μ.Ε και συμβασιούχου του δημοσίου. Η εκνόμευση του Συντάγματος και η αγνόηση των συνταγματικών δεσμεύσεων του αναθεωρητικού νομοθέτη –ή σιωπηρών ορίων της αναθεωρητικής εξουσίας, που απορρέουν από τις άδηλες τροποποιήσεις του Συντάγματος, που έχουν επέλθει από τις ευρωπαϊκές συνθήκες που κύρωσε η Ελλάδα.

  Ι. Τα Νομικά δεδομένα και τα συνταγματικο-πολιτικά διακυβεύματα της υπόθεσης

  Θυμίζω τα βασικά συνταγματικά, νομικά και πολιτικά, δεδομένα της υπόθεσης που ξεκίνησε το 2002 με αίτηση της εταιρίας «Μηχανική» για την ακύρωση του πιστοποιητικού διαφάνειας[2], που εξέδωσε το ΕΣΡ περί μη συνδρομής ασυμβιβάστων ιδιοτήτων στο πρόσωπο του βασικού μετόχου ή του διευθύνοντος συμβούλου κλπ ή των συγγενών ανταγωνιστικής προς την αιτούσα εταιρία σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων (στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για την εταιρία «Σαραντόπουλος», που αργότερα απορροφήθηκε από την εταιρία «Παντεχνική»). Η υπόθεση άρχισε με την παραπεμπτική απόφαση ΣτΕ 3242/2004 του Δ’ Τμήματος και τελείωσε οριστικά το 2011 με την έκδοση της απόφασης ΣτΕ 3471/2011. Η συνολική διάρκειά της, δεκαετής. Επίδικο, παρεμπίπτον, αντικείμενο της διαφοράς, η συνταγματικότητα της καθιέρωσης νομοθετικά, δυνάμει ειδικής διατάξεως του Συντάγματος και εις εκτέλεσή της, ενός ασυμβιβάστου μεταξύ επιχειρηματικών ιδιοτήτων ιδιοκτήτη, βασικού μετόχου, διευθύνοντος στελέχους επιχειρήσεων ΜΜΕ και εργολήπτη δημοσίων έργων ή προμηθευτή του δημοσίου. Εν συντομία, η επιδικία αφορούσε τη συνταγματικότητα του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του ιδιοκτήτου ή ‘βασικού μετόχου’ επιχείρησης ΜΜΕ κλπ με την αντίστοιχη ιδιότητα σε επιχείρηση που αναλαμβάνει και εκτελεί δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών, υπηρεσιών[3].

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

"Court fees and justice in claims" [της Νάντιας Ζορμπά, δικηγόρου]

Justice and legal procedures have always been in a complex conjunction, with many attempts throughout the years by authorities to balance and fill the gaps in their dynamic relationship. However, with the recent introduction of updated Court fees, that have been announced in United Kingdom earlier this year,  the legal costs are raising significantly for any claim brought in English jurisdiction.
The effect is not insignificant, especially for low-cost claims in the marine and trade field. It has been expressed that the effects are already visible for those who pursue a low-value marine claim, as the disproportion discourages the claimants from accessing legal procedures.
It has been claimed that the rise of the legal expenses in marine disputes enables the defendants to put the claimants’ determination at test, rather than actually encourage them to reach an amicable settlement during the negotiations. The initial purpose, to encourage the amicable settlement at an early stage, is not served in fact.
A simple example is a non-payment of freight of the amount of £150,000. With the previous regime, the Court fees would have been around £1,120, while with the recently introduced Court fees the same expense would raise up to £7,500. The difference is not negligible and for many shipowners (perhaps with a singleton fleet) this can constitute a catalytic factor in their decision to proceed with the claim or not, especially when the prospects for a successful result may be around 60%-65%. It is no news that the market is in distress and many shipowners have found themselves in financial hardship lately. When the defendant knows that the claimant is facing financial difficulties, this can be used against the innocent shipowner, who may be forced to quit the claim, in view of the high legal costs and the reluctance of the defendant to reach a settlement.
Of course, in case the claimant wins the case the Court fees will be paid by the defendant and this comes as a counterbalance to the high rates. This may encourage the defendants to settle the claim before the legal proceedings, when they are aware or convinced that the claimant shipowner can afford the higher legal expenses and he would not hesitate to proceed to litigation.  Therefore, the real dispute may be transformed into a dispute on who will have the financial depth to support its position further.
On the other hand, the same issue can be noted in the practice of security costs in the arbitration proceedings, where the defendants try to exhaust tactically the claimant by demanding high security costs from the claimant shipowner. At times the claimants, not being able to respond to an additional security costs order, they jeopardize the status and the outcome of the claim. Furthermore, there was an inquiry by the House of Commons Justice Committee regarding the impact of the raise of Court fees. It will be interesting to see what the outcome will be.
 

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

«Η επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων εν όψει μιας συνταγματικής αναθεώρησης» [Νικόλαος Δρακόπουλος, Πρωτοδίκης Δ.Δ.]

Μετά τις δύο σημειόμορφες, και, εν πολλοίς, ιστορικώς ανεκμετάλλευτες αναθεωρήσεις του ισχύοντος Συντάγματος, το 2001 και το 2008, τίθεται εκ νέου το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, αυτή τη φορά σε συνθήκες έντονης οικονομικής και, κατ’ επέκταση, κοινωνικής κρίσης. Συγκεκριμένα, η αναθεώρηση προβάλλεται ως ένα από τα δικαιικά και, ταυτόχρονα, πολιτικά εργαλεία, με τα οποία η κρατική εξουσία -πέραν της λήψεως οικονομικών μέτρων με λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικό και βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα- θα μπορέσει με τρόπο μόνιμο και συστηματικό να επαναφέρει την χώρα σε σταθερή, θεσμική και κοινωνική, τροχιά. Στο πλαίσιο αυτής της αναθεωρήσεως, η οποία θα λάβει χώρα, εάν και εφ’ όσον η φαινομένη πολιτική βούληση βρεθεί σε σύμπτωση με τις απαιτούμενες από το Σύνταγμα κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, η θέση της δικαιοσύνης -και δη της δικαιοδοτικής λειτουργίας- εύλογα βρίσκεται στο επίκεντρο των σχετικών συζητήσεων. Ένα από τα ζητήματα που άπτονται της βελτιστοποίησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι και αυτό της επιλογής/ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
 
Το Σύνταγμα, το οποίο κατοχυρώνει την δικαστική λειτουργία στο άρθρο 26 παρ. 3, τη θωρακίζει με την καθιέρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Σ)1. Η προσωπική ανεξαρτησία αναφέρεται κυρίως στην αυτονομία της υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών, μακριά από νομοθετικές, διοικητικές ή και αμιγώς πολιτικές παρεμβάσεις, ενώ η λειτουργική ανεξαρτησία αφορά πρώτιστα στην άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων των δικαστών, με γνώμονα αποκλειστικώς το Σύνταγμα και τους νόμους. (άρθρο 87 παρ. 2 Σ). Η, κατά τα ανωτέρω, προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών έχει ως κυριότερη εγγύηση την ρύθμιση του άρθρου 90 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η εν γένει υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών (τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις, προαγωγές) επαφίεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται, κατά κλάδο δικαιοδοσίας, αποκλειστικώς από (ανώτατους) δικαστικούς λειτουργούς του κλάδου αυτού, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 90 παρ. 1 εδ. β’ και 95 παρ. 1 εδ. γ’, δ΄, ε΄ του Συντάγματος. Το ανωτέρω σύστημα συνιστά αναμφίβολα κατάκτηση της ελληνικής δικαιοσύνης και την κατατάσσει σαφώς στις πλέον προωθημένες περιπτώσεις, από τυπική τουλάχιστον άποψη, στην Ευρώπη. Η υπηρεσιακή εξέλιξη διά του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή ενός υπηρεσιακού οργάνου αποτελούμενου αποκλειστικώς από συναδέλφους, οι οποίοι έχουν ευδοκίμως προαχθεί στον ανώτατο βαθμό, αφορά, όπως είναι ευνόητο, και την προαγωγή στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Η ρύθμιση αυτή αποκτά ιδιαίτερη αξία, ιδίως κατόπιν συγκριτικής (στατιστικής) αντιπαραβολής των συστημάτων εξέλιξης/διορισμού στα ανώτατα δικαστήρια των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, στο πλαίσιο των οποίων, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ανάδειξη των ανώτατων δικαστών ανήκει στην αποκλειστική (και, σπανίως, στη συντρέχουσα αρμοδιότητα) της εκτελεστικής ή/και της νομοθετικής εξουσίας2.
Το θεσμικό αυτό «πλεονέκτημα» καταδεικνύεται περαιτέρω, εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι, στην Ελλάδα, ανέκαθεν ίσχυε το σύστημα της σταδιοδρομίας των δικαστικών λειτουργών3, δηλαδή το σύστημα επιλογής τους με πρόβλεψη εισόδου στο σώμα σε μικρή σχετικώς ηλικία και για μακρόχρονη σταδιοδρομία, λόγω της ισοβιότητας, ώστε, για το λόγο αυτό, να καλλιεργηθεί ιδίως η νοοτροπία ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστή, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, που υιοθέτησαν σύστημα απευθείας εισόδου σε ανώτερους ή ανώτατους βαθμούς του δικαστικού σώματος σε πρόσωπα εκτός αυτού, όπως, για παράδειγμα, η θεσμοθέτηση του tour extérieur στη Γαλλία, τόσο για εισδοχή στο Conseil d’ État όσο και τα Tribounaux Administratifs.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Παρατείνεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2015 η ισχύς της υπ’ αριθ. 49214/21.7.2015 υπουργικής απόφασης «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών»

ΦΕΚ Β' 1867 31-08-2015
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Αριθμ. 57384
Παράταση ισχύος της υπ’ αριθμ. 49214/21.7.2015 υπουργικής απόφασης «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1525).
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ − ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1) Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
2) α) Το Π.δ. 101/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (Α΄ 168), όπως ισχύει και β) το Π.δ. 65/2015 (ΦΕΚ Α΄/106/2015) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
3) Το Π.δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 178), όπως ισχύει.
4) Την πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 18ης Ιουλίου 2015 «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη θέσπιση περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και τις τροποποιήσεις των Ν. 4063/2012, 4172/2013, 4331/2015 και 4334/2015» (Α΄ 84) και ιδίως την παρ. 19 του άρθρου πρώτου αυτής.
5) Την παρ. 4 του άρθρου πρώτου της από 14ης Ιουλίου 2015 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 79).
6) Την υπ’ αριθ. 49214/21−7−2015 υπουργική απόφαση
«Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1525) καθώς και την υπ’ αρ.57382/31−7−2015 υπουργική απόφαση «Παράταση της υπ’ αριθ. 49214/21−7−2015 υπουργικής απόφασης «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και
χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1620).
7) To γεγονός ότι διατηρούνται σε ισχύ οι περιορισμοί στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και ως εκ τούτου παραμένει εξαιρετικά δυσχερής η
καταβολή χρηματικών ποσών για την εκπλήρωση υποχρεώσεων απέναντι στο δημόσιο και σε ιδιώτες.
8) Το γεγονός ότι από την παρούσα δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
1) Παρατείνεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2015 η ισχύς της υπ’ αριθ. 49214/21.7.2015 υπουργικής απόφασης «Αναστολή πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, καταβολής δικαστικών παραβόλων, εγγυοδοσιών και χρηματικών ποσών από μετατροπή ποινών» (Β΄ 1525).
2) Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από 1 Σεπτεμβρίου 2015.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 31 Αυγούστου 2015