Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1025/2015
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 § 1, 297, 298 και 299 Κ.Πολ.Δ., που κατά
το άρθρο 573 § 1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για
την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση του αναιρεσείοντα, ολική ή μερική, από
το δικόγραφο της αναίρεσης μπορεί να συντελεσθεί χωρίς τη συναίνεση του
αναιρεσίβλητου, είτε με προφορική δήλωσή του, η οποία γίνεται πριν από την
έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης και καταχωρίζεται στα πρακτικά,
είτε με δικόγραφο, το οποίο επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, και επιφέρει
την κατάργηση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Επικουρικό
Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων" (του λοιπού
Επικουρικό Κεφάλαιο), με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων του, η οποία έγινε
ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, πριν αυτό προχωρήσει στην
προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με
την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από
7.1.2014 υπό κρίση αίτησης αναίρεσης το μεν ως προς τους πέμπτο και έκτη των
αναιρεσιβλήτων Δ. Δ. Μ. και Ε. Δ. Μ., αντίστοιχα, το δε ως προς τον
θεμελιούμενο επί του αριθμού 9 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πέμπτο κατά
σειρά λόγο αυτής. Επομένως, ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους και τον
προαναφερόμενο λόγο της αναίρεσης πρέπει η αίτηση αυτή να θεωρηθεί ως μη
ασκηθείσα.
ΙΙ.
Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η κατά την ειδική διαδικασία των
διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο εκδοθείσα κατ' αντιμωλία των τεσσάρων πρώτων
των ήδη αναιρεσιβλήτων και ερήμην των πέμπτου και έκτης εξ αυτών υπ' αριθμ.
345/2013 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία
απορρίφθηκε η από 31.5.2010 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ.
74/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ʼρτας, έγινε δεκτή η δια των προτάσεων
των τεσσάρων πρώτων εφεσιβλήτων και ήδη τεσσάρων πρώτων των αναιρεσιβλήτων
ασκηθείσα αντέφεση και αφού εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη ως άνω απόφαση,
κρατήθηκε και δικάστηκε κατ' ουσία η υπόθεση και έγινε εν μέρει δεκτή η από
5.1.2009 αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των ήδη τεσσάρων
πρώτων αναιρεσιβλήτων κατά των πέμπτου και έκτης των αναιρεσιβλήτων και της
ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Commercial Value AAE", στη
δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε ως εκ του νόμου διάδοχός της (άρθρ. 25 § 4
Ν. 489/1976) το ήδη αναιρεσείον. Η αίτηση, μετά και την κατά τα άνω παραίτηση
από το δικόγραφο αυτής, το μεν ως προς τους πέμπτο και έκτη των αναιρεσιβλήτων,
το δε ως προς τον πέμπτο λόγο αυτής, ασκήθηκε, όσον αφορά τους τέσσερις πρώτους
αναιρεσίβλητους, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 και 566
§ 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, αναφορικά με τους εν λόγω
τέσσερις πρώτους αναιρεσίβλητους, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της
που αφορούν αυτούς (άρθρ. 577 § 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙΙ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β' και
914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει
συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ
της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που
αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει
δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η
συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης
ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν
καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν
καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου
του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή
του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η
παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της
κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει
την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους
συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και
κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι
τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν
το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός
ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί
είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της
ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της
αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ' αρχήν από
το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα
του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη
αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ' ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση
από το δικαστήριο αποζημίωσης ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη
από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της
συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας
ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την
επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα
περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα,
συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός
της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου
πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται
ακυρωτικώς. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν.
ΓΠΝ/1911 ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων,
σύμφωνα με το οποίο άρθρο αυτή (υπαιτιότητα) κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο.
Περαιτέρω, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν
θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος,
αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα
κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης
παράβασης και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου
559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει
νόμιμη βάση γιατί δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες
σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, ο από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό
της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, τα
πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την
εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε,
όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα
πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με
συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής
του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος
αναίρεσης, κατά τη διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της απόφασης ανάγονται στην
εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην
αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το
δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως κατά το άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν
είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός
έλεγχος (ΑΠ 1416/2012, ΑΠ 1208/2011, ΑΠ 44/ 2003, ΑΠ 1702/2001). Τέλος, επί
αδικοπραξίας, σύμφωνα με τα άρθρα 297 και 914 ΑΚ, οι αιτιολογίες πρέπει να
καλύπτουν την υπαιτιότητα, την ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο (ΑΠ 16/2005).
Συνθήκες
Ατυχήματος - Υπαιτιότητα
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το
Εφετείο, αναφορικά με την υπαιτιότητα των οδηγών των εμπλακέντων στο ένδικο
αυτοκινητικό ατύχημα οχημάτων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί
πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα: "Την 1.5.2008 και ώρα 09.00' περίπου, ο
πέμπτος εφεσίβλητος Ν. Δ. Μ., ηλικίας 22 ετών, οδηγούσε το Α... - 9... ΕΙΧ
αυτοκίνητο της μητέρας του - έκτης εφεσίβλητης, στην επαρχιακή οδό ʼρτας - Κορωνησίας, με κατεύθυνση προς
την ʼρτα.
Όταν έφθασε στο 2ο χιλιομετρικό σημείο, επειδή δεν οδηγούσε με σύνεση και με
διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ενώ έβαινε με ταχύτητα μεγαλύτερη των 100
Χ/Ω, αντί του επιτρεπομένου, λόγω κατοικημένης περιοχής, ανωτάτου ορίου των 50
Χ/Ω και, παράλληλα, δεν τηρούσε αρκετή απόσταση από προπορευόμενο ΕΙΧ
αυτοκίνητο, όπως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 § 1, 19 § 7 και 20 § 1
του ΚΟΚ ήταν υποχρεωμένος, όταν το προπορευόμενο όχημα μείωσε την ταχύτητά του,
για να εισέλθει στη δεξιά, ως προς την κατεύθυνσή του, οδό προς Κωστακιούς,
προκειμένου να αποφύγει την πτώση του επ' αυτού, πέδησε το αυτοκίνητό του,
πλην, όμως, έχασε τον έλεγχό του, με συνέπεια να παρεκκλίνει της πορείας του
πρώτα προς τα δεξιά και, στη συνέχεια, προς τα αριστερά και, κατά παράβαση του
άρθρου 16 § 4 του ΚΟΚ, να εισέλθει και να καταλάβει το τμήμα του οδοστρώματος
της ανωτέρω οδού που προοριζόταν για την αντίθετη κυκλοφορία. Με τον τρόπο
αυτό, απέκλεισε την πορεία του Α... - 5... ΦΙΧ αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο Θ.
Ν., με συνοδηγό την πρώτη εφεσίβλητη - σύζυγό του, στην ίδια οδό, με αντίθετη
κατεύθυνση, δηλαδή προς την Κορωνησία, με συνέπεια να προκληθεί, αναπόφευκτα
πλέον, η σύγκρουση των δύο οχημάτων στο μέσον περίπου του ρεύματος κυκλοφορίας
του Θ. Ν., καθ' όσον το όχημα του Ν. Μ. έπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του στο
εμπρόσθιο επίσης τμήμα του αυτοκινήτου του Θ. Ν.. Στο σημείο του ατυχήματος, η
ανωτέρω οδός ήταν διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση,
ευθεία σε μεγάλο μήκος και στο οδόστρωμά της, συνολικού πλάτους (10,40) μέτρων,
υπήρχε ειδική διαγράμμιση από παράλληλες λοξές λωρίδες, που πλαισιώνονταν από
μία συνεχή γραμμή και η οποία διαγράμμιση διακοπτόταν στο ανωτέρω σημείο
συμβολής της οδού αυτής με την οδό προς τους Κωστακιούς. Ο Θ. Ν., βλέποντας το
αυτοκίνητο του Ν. Μ. να εισέρχεται με τον παραπάνω τρόπο στο δικό του ρεύμα κυκλοφορίας
και να κατευθύνεται κατ' επάνω του, επιχείρησε, προκειμένου να αποφύγει τη
σύγκρουση των δύο οχημάτων, ελιγμό αλλαγής κατεύθυνσης προς τα αριστερά ως προς
την κατεύθυνσή του, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Το αυτοκίνητο του Ν. Μ., πριν
εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, διέγραψε στο δικό του ρεύμα πορείας
ίχνη πεδήσεως μήκους 26,50
μέτρων με τους δεξιούς και 22,50 μέτρων με τους
αριστερούς τροχούς του. Στη συνέχεια, κλείνοντας προς τα αριστερά, εισήλθε στο
αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και, αφού διήνυσε διαγώνια απόσταση 43,60 μέτρων , διέγραψε
στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας νέα ίχνη πεδήσεως μήκους έξι (6) μέτρων, πριν
επιπέσει με τον τρόπο που προαναφέρθηκε στο αυτοκίνητο του Θ. Ν.. Μετά τη
σύγκρουση, τα δύο οχήματα ακινητοποιήθηκαν στο ρεύμα πορείας προς την
Κορωνησία, το μεν αυτοκίνητο του Θ. Ν. στο μέσον του εν λόγω ρεύματος, με
κατεύθυνση προς την Κορωνησία, το δε αυτοκίνητο του Ν. Μ. μπροστά από αυτό,
κάθετα στο οδόστρωμα και με κατεύθυνση από το πεζοδρόμιο προς το κέντρο του
ανωτέρω ρεύματος κυκλοφορίας. Κατά το εν λόγω ατύχημα, τραυματίστηκε θανάσιμα ο
Θ. Ν., ο οποίος υπέστη συγκεκριμένα βαριές κακώσεις θώρακα, από τις οποίες, ως
μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε αμέσως ο θάνατός του. Σύμφωνα μ' αυτά, το παραπάνω
ατύχημα και τα αποτελέσματά του οφείλονται αποκλειστικά σε αμέλεια του Ν. Μ..
Και τούτο, διότι αυτός, κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ που προαναφέρθηκαν,
δεν οδηγούσε το όχημά του με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του,
δεν μείωσε τη μέχρι τότε ταχύτητά του εντός των ανωτέρω νομίμων ορίων και δεν
τηρούσε αρκετή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα που προαναφέρθηκε, για την
αποφυγή σύγκρουσης μ' αυτό, αν μείωνε, όπως έπραξε, την ταχύτητά του, με
αποτέλεσμα, όταν το τελευταίο τούτο όχημα μείωσε, προκειμένου να
πραγματοποιήσει τον παραπάνω ελιγμό του, την ταχύτητά του, να μη μπορέσει, παρά
τον ελιγμό πεδήσεως που πραγματοποίησε, να ακινητοποιήσει με ασφάλεια το
αυτοκίνητό του προ αυτού ή να διέλθει με ασφάλεια από τα αριστερά του, αλλά να
χάσει τον έλεγχο του οχήματός του και να εισέλθει και να καταλάβει το τμήμα του
οδοστρώματος που προοριζόταν για την αντίθετη κυκλοφορία, με συνέπεια να
αποκλείσει την πορεία του αυτοκινήτου του Θ. Ν., που κινούταν κανονικά εντός
του τμήματος αυτού και να προκληθεί έτσι η σύγκρουση των δύο οχημάτων, αφού
καρφώθηκε κυριολεκτικά με το αυτοκίνητό του πάνω στο αυτοκίνητο του Θ. Ν..
Αντίθετα, αν ο Ν. Μ. οδηγούσε το όχημά του με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη
την προσοχή του, παράλληλα δε είχε μειώσει την ταχύτητά του εντός των παραπάνω
νομίμων ορίων και τηρούσε και αρκετή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, δεν
θα έχανε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, όταν αναγκάστηκε να τροχοπεδήσει, για
να μην πέσει πάνω στο προπορευόμενο όχημα όταν τούτο μείωσε την ταχύτητά του
για να στρίψει δεξιά και, συνεπώς, δεν θα εισερχόταν στο αντίθετο ρεύμα
κυκλοφορίας και δεν θα συγκρουόταν μετωπικά με το αυτοκίνητο του Θ. Ν., αλλά θα
είχε τη δυνατότητα να ακινητοποιήσει με ασφάλεια το όχημά του προ του
προπορευομένου οχήματος ή να διέλθει με ασφάλεια επίσης από τα αριστερά αυτού
και το επίδικο ατύχημα θα είχε αποτραπεί. Επομένως, ο Ν. Μ. δεν έδειξε, κατά
την οδήγηση του παραπάνω αυτοκινήτου, τη συμπεριφορά που θα έδειχνε ο μέσος
συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του ίδιου τομέα επαγγελματικής
δραστηριότητας, αν βρισκόταν υπό τις συνθήκες, υπό τις οποίες βρέθηκε αυτός
κατά το χρόνο του ατυχήματος, αλλά, αντίθετα, παραβίασε τις διατάξεις του ΚΟΚ
που προαναφέρθηκαν, η δε συμπεριφορά του αυτή βρίσκεται σε άμεση και απόλυτη
αιτιώδη συνάφεια με το ανωτέρω ατύχημα και τα αποτελέσματά του. Αντίθετα, δεν
βαρύνει κάποια αμέλεια το Θ. Ν. ως προς την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος.
Διότι αυτός κινούνταν κανονικά εντός του τμήματος του οδοστρώματος της παραπάνω
οδού που προοριζόταν για την κατεύθυνσή του, ενώ η αιφνιδιαστική και με τις
ανωτέρω ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις είσοδος του οχήματος του Ν. Μ.
εντός του τμήματος αυτού, του στέρησε τη δυνατότητα οποιουδήποτε
αποτελεσματικού αποφευκτικού ελιγμού του ατυχήματος. Η κρίση ως προς τα
πραγματικά αυτά περιστατικά στηρίζεται...". Έτσι που έκρινε το Εφετείο
διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες
αναφορικά με τα ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζητήματα της
υπαιτιότητας των οδηγών των εμπλακέντων στο ένδικο ατύχημα οχημάτων και της
ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξεων ή παραλείψεων τούτων και του
επελθόντος επιζημίου αποτελέσματος, οι οποίες καθιστούν δυνατό τον αναιρετικό
έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών από αυτό ως άνω ουσιαστικού
δικαίου διατάξεων του ΑΚ, όπως και εκείνων των άρθρων 2 § 1 (ως προς την έννοια
της οδού), 12 § 1 (κανόνες οδικής συμπεριφοράς), 16 § 1 (θέση οχημάτων επί της
οδού) και 19 §§ 1, 2, 3 (ταχύτητα και απόσταση μεταξύ οχημάτων) του ΚΟΚ, τις
οποίες και ουδόλως παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, ενώ δεν ήταν αναγκαία η
παράθεση και άλλων αιτιολογιών.
Συνεπώς, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. πρώτο κατά σειρά λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Συνεπώς, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. πρώτο κατά σειρά λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Πρόσθετη
Παρέμβαση Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών – Πειραιώς – Πατρών – Θεσσαλονίκης -
Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος
IV.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι αν σε δίκη, που εκκρεμεί
μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος,
δικαιούται, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση
για να υποστηρίξει το διάδικο αυτό, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί
να ασκηθεί για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Από την ίδια ως άνω διάταξη,
σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι δικαστική
προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει
περαιτέρω ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης
παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ' του ισχύοντος από 27.9.2013
Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ 208 τ. Α'/27.9.2013), στους Δικηγορικούς
Συλλόγους ανήκει, μεταξύ άλλων, και "η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον
δικαστηρίων και κάθε αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού,
οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου
ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού,
πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού
του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή
πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση
ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο
οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού,
διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας
στην Ελλάδα...".
Στην προκειμένη περίπτωση οι Δικηγορικοί Σύλλογοι α) Αθηνών και Πειραιώς, με το από 16.12.2014 κοινό δικόγραφό τους, β) Πατρών, με το από 12.12.2014 δικόγραφο και γ) Θεσσαλονίκης, με το από 10.12.2014 δικόγραφο, άσκησαν πρόσθετες υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβάσεις, με τις οποίες α) επικαλούμενοι την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ' του Κώδικα Δικηγόρων και β) ισχυριζόμενοι ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη και συνακόλουθα του εύρους της εφαρμογής των διατάξεων του γ' εδαφίου του άρθρου τέταρτου του Ν. 4092/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ΠΔ/τος 237/1986 και με το οποίο τέταρτο άρθρο εισάγονται ποσοτικοί περιορισμοί α) ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης το οποίο οφείλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο, που υπεισέρχεται στη δικονομική θέση της ασφαλιστικής εταιρίας η οποία πτώχευσε ή της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, και β) ως προς το ποσοστό του οφειλομένου τόκου, τόσο για το πιο πάνω ποσό όσο και γενικότερα για την οφειλόμενη υπ' αυτού (Επικουρικού Κεφαλαίου) αποζημίωση, είναι ζητήματα γενικοτέρου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν την προστασία κάθε θύματος τροχαίου ατυχήματος, αλλά και των συγγενών αυτού, ζητούν την απόρριψη των δεύτερου και τρίτου κατά σειρά λόγων της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, συνισταμένη στην από το Εφετείο εσφαλμένη - κατά το αναιρεσείον ΕΚ - ερμηνεία και εφαρμογή των επιμάχων διατάξεων του ως άνω άρθρου 4, εδάφ. γ', του Ν. 4092/ 2012.
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υφίσταται στο πρόσωπο των παρεμβαινόντων Δικηγορικών Συλλόγων έννομο συμφέρον προς άσκηση των παρεμβάσεων, του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος απορριπτομένου ως αβασίμου, και, εφόσον αυτές (παρεμβάσεις) ασκήθηκαν παραδεκτά, πρέπει να συνεκδικασθούν με την αίτηση αναίρεσης. Περαιτέρω, το μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματείο με την επωνυμία "Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος", με το από 2.1.2015 δικόγραφο, άσκησε πρόσθετη υπέρ του αναιρεσείοντος ΕΚ παρέμβαση, με την οποία επικαλούμενο α) ότι μέλη του (παρεμβαίνοντος σωματείου) αποτελούν υποχρεωτικά όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν εργασίες ασφάλισης αυτοκινήτων, οι οποίες και επιβαρύνονται δυνάμει του νόμου (άρθρα 18 § 1, 20 § 1 του Ν. 489/1976) με χρηματική εισφορά για την λειτουργία του αναιρεσείοντος και ότι η κατάφαση της συνταγματικότητας και εντεύθεν της εφαρμογής των προαναφερομένων επιμάχων διατάξεων του άρθρου τέταρτου, εδάφ. γ', του Ν. 4092/2012 εμφανίζεται ως απολύτως αναγκαία, όχι μόνο για τη σωστή λειτουργία του ΕΚ αλλά και για την ίδια την επιβίωση αυτού και β) ότι ως εκ τούτου η έκβαση της ανοιγείσας δίκης αφορά τα συμφέροντα του συνόλου των ασφαλιστικών εταιριών - μελών του που ασκούν εργασίες ασφάλισης από ατυχήματα αυτοκινήτων, ζητεί την αποδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Συνεπώς, υφίσταται στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος Σωματείου έννομο συμφέρον προς άσκηση της παρέμβασης και εφόσον αυτή ασκήθηκε παραδεκτά πρέπει να συνεκδικασθεί με την αναίρεση.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Δικηγορικοί Σύλλογοι α) Αθηνών και Πειραιώς, με το από 16.12.2014 κοινό δικόγραφό τους, β) Πατρών, με το από 12.12.2014 δικόγραφο και γ) Θεσσαλονίκης, με το από 10.12.2014 δικόγραφο, άσκησαν πρόσθετες υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβάσεις, με τις οποίες α) επικαλούμενοι την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ' του Κώδικα Δικηγόρων και β) ισχυριζόμενοι ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη και συνακόλουθα του εύρους της εφαρμογής των διατάξεων του γ' εδαφίου του άρθρου τέταρτου του Ν. 4092/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ΠΔ/τος 237/1986 και με το οποίο τέταρτο άρθρο εισάγονται ποσοτικοί περιορισμοί α) ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης το οποίο οφείλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο, που υπεισέρχεται στη δικονομική θέση της ασφαλιστικής εταιρίας η οποία πτώχευσε ή της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, και β) ως προς το ποσοστό του οφειλομένου τόκου, τόσο για το πιο πάνω ποσό όσο και γενικότερα για την οφειλόμενη υπ' αυτού (Επικουρικού Κεφαλαίου) αποζημίωση, είναι ζητήματα γενικοτέρου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν την προστασία κάθε θύματος τροχαίου ατυχήματος, αλλά και των συγγενών αυτού, ζητούν την απόρριψη των δεύτερου και τρίτου κατά σειρά λόγων της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, συνισταμένη στην από το Εφετείο εσφαλμένη - κατά το αναιρεσείον ΕΚ - ερμηνεία και εφαρμογή των επιμάχων διατάξεων του ως άνω άρθρου 4, εδάφ. γ', του Ν. 4092/ 2012.
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υφίσταται στο πρόσωπο των παρεμβαινόντων Δικηγορικών Συλλόγων έννομο συμφέρον προς άσκηση των παρεμβάσεων, του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος απορριπτομένου ως αβασίμου, και, εφόσον αυτές (παρεμβάσεις) ασκήθηκαν παραδεκτά, πρέπει να συνεκδικασθούν με την αίτηση αναίρεσης. Περαιτέρω, το μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματείο με την επωνυμία "Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος", με το από 2.1.2015 δικόγραφο, άσκησε πρόσθετη υπέρ του αναιρεσείοντος ΕΚ παρέμβαση, με την οποία επικαλούμενο α) ότι μέλη του (παρεμβαίνοντος σωματείου) αποτελούν υποχρεωτικά όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν εργασίες ασφάλισης αυτοκινήτων, οι οποίες και επιβαρύνονται δυνάμει του νόμου (άρθρα 18 § 1, 20 § 1 του Ν. 489/1976) με χρηματική εισφορά για την λειτουργία του αναιρεσείοντος και ότι η κατάφαση της συνταγματικότητας και εντεύθεν της εφαρμογής των προαναφερομένων επιμάχων διατάξεων του άρθρου τέταρτου, εδάφ. γ', του Ν. 4092/2012 εμφανίζεται ως απολύτως αναγκαία, όχι μόνο για τη σωστή λειτουργία του ΕΚ αλλά και για την ίδια την επιβίωση αυτού και β) ότι ως εκ τούτου η έκβαση της ανοιγείσας δίκης αφορά τα συμφέροντα του συνόλου των ασφαλιστικών εταιριών - μελών του που ασκούν εργασίες ασφάλισης από ατυχήματα αυτοκινήτων, ζητεί την αποδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Συνεπώς, υφίσταται στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος Σωματείου έννομο συμφέρον προς άσκηση της παρέμβασης και εφόσον αυτή ασκήθηκε παραδεκτά πρέπει να συνεκδικασθεί με την αναίρεση.
Αντισυνταγματικότητα
διατάξεων παρ. γ' του τέταρτου άρθρου του Ν. 4092/2012 (ΦΕΚ 220 τ. Α'/8.11.
2012)
V. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος
237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα
ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή
σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η
χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι
τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.ΙΑ για
κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το
άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο
να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την §2 του άρθρου αυτού
αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά
ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από
όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή
της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την §2 του ίδιου άρθρου, όπως
ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί
να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 § 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου
του ατυχήματος. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. γ' του τέταρτου
άρθρου του Ν. 4092/2012 (ΦΕΚ 220 τ. Α'/8.11. 2012) και ορίστηκε, ότι η
αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις
λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε
δικαιούχο. Η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του
Επικουρικού Κεφαλαίου χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με
οριστική δικαστική απόφαση και ότι οι τόκοι που υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό
Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο 6% ετησίως. Οι διατάξεις
αυτές του Ν. 4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους εξής λόγους:
1) Ο καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη
κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην §4 του άρθρου της δεύτερης Οδηγίας
84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία "κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό,
αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της
υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται
από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση
ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1". Η διάταξη αυτή καλύπτει και την
χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, C - 277/12 της 24.10.2013). Το επιβληθέν ανώτατο όριο
των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §
1 εδάφ. δ' του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι
πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της
βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη
του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο
τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότησή του από τον κρατικό
προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του
μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του
δαπανών.
2) Η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την
ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγεννημένων αξιώσεων είναι
ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα
με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη, έναντι των νόμων, ισχύ. Κατά τη
διάταξη αυτή "παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της
περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους
δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών
αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το
δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους
προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς
εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη
διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο
μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της
περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα
δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά
συμφέροντα". Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και
ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση,
είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία,
με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να
ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 6/2007, Ολ.ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη
του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση
των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο
ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση
περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας
ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του
Επικουρικού Κεφαλαίου.
3) Τέλος, η ανωτέρω διάταξη του ιδίου νόμου, κατά την οποία οι τόκοι που
υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση
με επιτόκιο 6% ετησίως, είναι ανίσχυρη λόγω αντιθέσεώς της με το άρθρο 4 § 1
του Συντάγματος, διότι αναγνωρίζει ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Επικουρικού
Κεφαλαίου σε σχέση με άλλα πρόσωπα ως προς το επιτόκιο που αυτά πληρώνουν,
μεταξύ των οποίων και οι παθόντες τροχαίων ατυχημάτων, αλλά και λόγω αντίθεσης
στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού ενέχει προσβολή της
περιουσίας του παθόντος, χωρίς συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος (Ολ.ΑΠ
5/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη
απόφασή του, δικάζοντας επί της από 31.5.2010 έφεσης (αριθμ. κατ. 40/2010) του
εκκαλούντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο" και της
αντέφεσης που άσκησαν με τις προτάσεις τους οι εφεσίβλητες και ήδη
αναιρεσίβλητες κατά της 74/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ʼρτας, με την οποία έγινε κατά ένα
μέρος δεκτή η από 5.1.2009 (αριθμ. κατ. 3/2009) αγωγή αποζημίωσης από
αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των αναιρεσιβλήτων και επιδίκασε σε αυτές
χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο
συγγενούς τους (συζύγου και αδελφού) ποσά 40.000 ευρώ για την πρώτη, 25.000
ευρώ για τη δεύτερη και 15.000 ευρώ για καθεμία των λοιπών, απέρριψε κατ'
ουσίαν την έφεση και δέχτηκε την αντέφεση, επιδικάζοντας, αντίστοιχα, 100.000,
60.000, 40.000 και 40.000 ευρώ για την ίδια αιτία. Αρνήθηκε δε να εφαρμόσει τις
ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4092/2012 ως αντίθετες στο Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό
Δίκαιο και την ΕΣΔΑ. Κατά την κρατήσασα δε στο Δικαστήριο γνώμη της εκ τεσσάρων
(4) εκ των μελών του απαρτιζομένης πλειοψηφίας, έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν
παραβίασε το νόμο και πρέπει οι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. αντίθετοι
δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της αναίρεσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Ένα μέλος όμως του Δικαστηρίου και ειδικότερα ο εισηγητής Αρεοπαγίτης
Παναγιώτης Χατζηπαναγιώτης έχει, αναφορικά με την συνταγματικότητα ή μη των
προαναφερομένων διατάξεων του ως άνω Ν. 4092/2012 και την αντίθεση αυτών προς
το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ, την ακόλουθη γνώμη: Στο άρθρο 3 § 1 της
Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 "περί εναρμονίσεως των
νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης
που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της
υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής" προβλέπεται, ότι "κάθε κράτος
μέλος λαμβάνει... όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, η σχετική με
την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από
ασφάλιση". Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής
κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων
αστικής ευθύνης (άρθρ. 2 επ. Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής
και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση
κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (άρθρ. 12 ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο
άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983
"Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την
ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων
οχημάτων", ορίζεται ότι "κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει
οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων
της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που
προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η
υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1". Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου
το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν.
489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου
ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης
από ατυχήματα αυτοκινήτων" και συντετμημένα "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ" (του λοιπού ΕΚ), το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο
του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του
άνω νόμου. Παρατηρείται ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης της
άνω δεύτερης Οδηγίας, αυτή αφορά μόνο την περίπτωση της οδήγησης ανασφάλιστου ή
αγνώστων στοιχείων αυτοκινήτου οχήματος, όχι δε και την περίπτωση της ανάκλησης
της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή της πτώχευσής του, η δε επέκταση του
θεσμού του ΕΚ και στις περιπτώσεις αυτές έγινε με το άρθρο 19 § 1 περ. δ' του
Ν. 489/1976 κατ' επιλογή του έλληνα νομοθέτη. Στη συνέχεια, μέλη του ΕΚ
καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση
αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι
οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής
ασφάλισης (άρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του
επιβάλλεται, εκ του νόμου, εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας
καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε
ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ' ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής
ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές
επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από
την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς
που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το
ΕΚ επιτελεί δημόσια λειτουργία και έχει, ως εκ τούτου, δημόσιο χαρακτήρα, κατ'
άλλη δε διατύπωση είναι ιδιότυπο νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού μεν δικαίου κατά τον
ιδρυτικό του νόμο, αποβλέπον όμως στην εκπλήρωση σκοπών δημοσίου συμφέροντος
και επωμιζόμενο, σε ευρεία έννοια, αποστολή φορέα κοινωνικής ασφάλισης (Φιλ.
Δωρής, ΝοΒ 1982, σελ. 897 επ. (901), Α. Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία
αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση 1998, αριθμ. 2194, σελ. 742). Περαιτέρω, με το
τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/ 2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού,
ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α'/8.
11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το ΕΚ σε
περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς
επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής
οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ' του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η §2 του
άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η
αποζημίωση που καταβάλλει το ΕΚ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης
δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο
και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης
εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας
ασφαλιστικής εταιρίας, δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η
διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη
να υπερβεί, κατ' ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με
την ίδια δε αυτή διάταξη, ορίστηκε περαιτέρω, ότι η εν λόγω ρύθμιση
"καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού
Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική
δικαστική απόφαση" και ότι "οι τόκοι που στις περιπτώσεις της
προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το
Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό
(6%) ετησίως". Επί των προαναφερομένων περιορισμών της ευθύνης του ΕΚ
πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: α) Ο θεσμοθετηθείς ποσοτικός περιορισμός της
οφειλόμενης από το ΕΚ χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης δεν
αντίκειται στο προαναφερόμενο άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του
Συμβουλίου της 30.12.1983 (ήδη άρθρο 10 § 1 της 2009/103/ΕΚ κωδικοποιητικής
Οδηγίας του Συμβουλίου της 16.9.2009). Τούτο δε διότι από τη διατύπωση της
διάταξης αυτής και το πνεύμα της Οδηγίας, συνάγεται ότι επιτάσσει αυτή μόνο την
αποζημίωση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων και όχι και της οικογένειάς τους.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ρητή επίκληση στην 14η αιτιολογική σκέψη της ως
άνω κωδικοποιητικής οδηγίας 2009/103/ΕΚ, της ανάγκης να εξασφαλιστεί μέσω του
οργανισμού που προβλέπεται στο άνω άρθρο 1 § 4 ότι "το θύμα δεν θα
παραμένει χωρίς αποζημίωση στην περίπτωση που το όχημα που προξένησε το ατύχημα
δεν είναι ασφαλισμένο ή είναι αγνώστων στοιχείων".
Συνεπώς, η Οδηγία δεν επιτάσσει την αποζημίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, για το λόγο ότι αυτή δεν συνιστά αξίωση αποζημίωσης του ίδιου του θύματος, αλλά τρίτων προσώπων, ήτοι της οικογένειάς του. Στη συνέχεια, από την αιτιολογική έκθεση του ως άνω Ν. 4092/2012 προκύπτει, ότι τόσο ο προαναφερόμενος περιορισμός όσο και ο περιορισμός της οφειλόμενης από το ΕΚ αποζημίωσης προβλέφθηκαν για να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα του ΕΚ, το οποίο παρουσιάζει έλλειμμα επτακοσίων εκατομμυρίων (700.000.000) ευρώ, ελήφθησαν δε αυτοί (περιορισμοί) κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που περνά η Χώρα αλλά και της οικονομικής κρίσης του ΕΚ. Ενόψει δε του ότι το ΕΚ επιτελεί, κατά τα προαναφερόμενα, λειτουργία δημοσίου συμφέροντος και οιονεί κοινωνικής ασφάλισης, παραβίαση της καθιερούμενης με το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας δεν προκύπτει. Και τούτο διότι η συνέχιση της επιβίωσης του ΕΚ συνιστά ωφέλεια ανώτερη από τον περιορισμό των δικαιωμάτων των ζημιουμένων, αφού, αν έπαυε η λειτουργία του ΕΚ, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη ζημία των ζημιουμένων, αλλά και του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο θα έφερε ευθύνη, έναντι, τουλάχιστον, της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μη εφαρμογή της πιο πάνω κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ.
Συνεπώς, η Οδηγία δεν επιτάσσει την αποζημίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, για το λόγο ότι αυτή δεν συνιστά αξίωση αποζημίωσης του ίδιου του θύματος, αλλά τρίτων προσώπων, ήτοι της οικογένειάς του. Στη συνέχεια, από την αιτιολογική έκθεση του ως άνω Ν. 4092/2012 προκύπτει, ότι τόσο ο προαναφερόμενος περιορισμός όσο και ο περιορισμός της οφειλόμενης από το ΕΚ αποζημίωσης προβλέφθηκαν για να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα του ΕΚ, το οποίο παρουσιάζει έλλειμμα επτακοσίων εκατομμυρίων (700.000.000) ευρώ, ελήφθησαν δε αυτοί (περιορισμοί) κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που περνά η Χώρα αλλά και της οικονομικής κρίσης του ΕΚ. Ενόψει δε του ότι το ΕΚ επιτελεί, κατά τα προαναφερόμενα, λειτουργία δημοσίου συμφέροντος και οιονεί κοινωνικής ασφάλισης, παραβίαση της καθιερούμενης με το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας δεν προκύπτει. Και τούτο διότι η συνέχιση της επιβίωσης του ΕΚ συνιστά ωφέλεια ανώτερη από τον περιορισμό των δικαιωμάτων των ζημιουμένων, αφού, αν έπαυε η λειτουργία του ΕΚ, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη ζημία των ζημιουμένων, αλλά και του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο θα έφερε ευθύνη, έναντι, τουλάχιστον, της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μη εφαρμογή της πιο πάνω κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ.
β) Η αναδρομική ισχύς του Ν. 4092/2012 δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 17 §
1 Σ, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια
ότι οι "γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου"
εμπίπτουν στην έννοια του όρου "περιουσία" και ότι, άρα, με τις
ρυθμίσεις αυτές, και εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία δικαστικής ικανοποίησης
των δικαιούχων, στερούνται αυτοί την περιουσία τους. Τούτο δε διότι: βα) με τις
ρυθμίσεις αυτές επέρχεται απλός ποσοτικός περιορισμός και όχι ολοσχερής στέρηση
των αξιώσεων των δικαιούχων, ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι δικαιούχοι δεν εξαρτώνται
για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους αποκλειστικά από το ΕΚ, δεδομένου ότι
διατηρούν το δικαίωμα να στραφούν, για το σύνολο των αξιώσεών τους ή
συμπληρωματικά, κατά του υπαιτίου ή οποιουδήποτε άλλου υπόχρεου προσώπου, ββ) ο
νομοθέτης μπορεί, με βάση τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 1
του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να θεσπίζει νόμους περιοριστικούς
των περιουσιακών δικαιωμάτων για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και
των δικαιωμάτων των άλλων και, επομένως, και νόμους με αναδρομική δύναμη, υπό
την προϋπόθεση ότι σέβεται τα τελεσιδίκως κριθέντα (ΑΠ 1823/2005), γ) με την εν
λόγω ρύθμιση ούτε το δεδικασμένο ανατρέπεται, ούτε καταργούνται εκκρεμείς δίκες
ενώπιον αναιρετικού δικαστηρίου, ούτε θίγονται απαιτήσεις για τις οποίες έχουν
εκδοθεί οριστικές απλώς αποφάσεις και δ) η αναδρομικότητα πρέπει να θεωρηθεί
επιβεβλημένη για λόγους ισότητας, δηλαδή για να μην επαφεθεί ο περιορισμός των
αποζημιώσεων στο τυχαίο γεγονός της έναρξης της τυπικής ισχύος του Ν. 4092/2012
και του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Θα ήταν άνισο ο μία ημέρα πριν από την
έναρξη της τυπικής ισχύος του άνω νόμου ζημιωθείς να μπορούσε να αξιώνει πλήρη
αποζημίωση, ενώ ο μετά μία ημέρα ζημιωθείς μειωμένη αποζημίωση (βλ. Φ.Κ.
Σπυρόπουλος, από 14.12.2012 γνωμοδότηση).
γ) Το ευνοϊκό επιτόκιο του 6% για τους τόκους που βαρύνουν το ΕΚ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρ. 4 § 1) ή στην ΕΣΔΑ (άρθρ. 6 § 1) ή στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τούτο διότι επιβλήθηκε από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (και όχι απλώς ταμειακού συμφέροντος), που σχετίζονται με την προστασία της περιουσίας του, προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώνει την εγγυητική λειτουργία και τους δημόσιου χαρακτήρα σκοπούς του, αφού αυτό τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο είναι αναγκασμένο τελικά να καλύπτει από τον προϋπολογισμό του τις ανάγκες αυτού σε καταβολές αποζημιώσεων, λαμβανομένων υπόψη και των πολύ δυσχερών δημοσιονομικών στοιχείων των τελευταίων ετών, που αναγκάζουν το Κράτος σε περικοπές σε πολύ σημαντικότερους τομείς (π.χ. υγεία, κοινωνική πρόνοια), έτσι ώστε να δικαιολογούνται και περιορισμοί στον τομέα της κάλυψης των τροχαίων ατυχημάτων, τη στιγμή μάλιστα που παραμένει ακέραιη η ευθύνη του υπαίτιου οδηγού. Κατά τη γνώμη λοιπόν του μειοψηφούντος εισηγητή, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και κατ' ουσία εκδίκαση της υπόθεσης επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα του θέματος του ελέγχου της συνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων του Ν. 4092/2012 και δέχθηκε τα αντίθετα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του νόμου τούτου και των διατάξεων των άρθρων 4, 17, 25 Σ, 6 § 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 και ήδη άρθρ. 10 § 1 της κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Συμβουλίου της 16.9. 2009 και, συνεπώς, οι ταύτα υποστηρίζοντες δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί.
γ) Το ευνοϊκό επιτόκιο του 6% για τους τόκους που βαρύνουν το ΕΚ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρ. 4 § 1) ή στην ΕΣΔΑ (άρθρ. 6 § 1) ή στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τούτο διότι επιβλήθηκε από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (και όχι απλώς ταμειακού συμφέροντος), που σχετίζονται με την προστασία της περιουσίας του, προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώνει την εγγυητική λειτουργία και τους δημόσιου χαρακτήρα σκοπούς του, αφού αυτό τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο είναι αναγκασμένο τελικά να καλύπτει από τον προϋπολογισμό του τις ανάγκες αυτού σε καταβολές αποζημιώσεων, λαμβανομένων υπόψη και των πολύ δυσχερών δημοσιονομικών στοιχείων των τελευταίων ετών, που αναγκάζουν το Κράτος σε περικοπές σε πολύ σημαντικότερους τομείς (π.χ. υγεία, κοινωνική πρόνοια), έτσι ώστε να δικαιολογούνται και περιορισμοί στον τομέα της κάλυψης των τροχαίων ατυχημάτων, τη στιγμή μάλιστα που παραμένει ακέραιη η ευθύνη του υπαίτιου οδηγού. Κατά τη γνώμη λοιπόν του μειοψηφούντος εισηγητή, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και κατ' ουσία εκδίκαση της υπόθεσης επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα του θέματος του ελέγχου της συνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων του Ν. 4092/2012 και δέχθηκε τα αντίθετα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του νόμου τούτου και των διατάξεων των άρθρων 4, 17, 25 Σ, 6 § 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 και ήδη άρθρ. 10 § 1 της κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Συμβουλίου της 16.9. 2009 και, συνεπώς, οι ταύτα υποστηρίζοντες δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί.
Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη της εκ τριών μελών του
απαρτιζομένης πλειοψηφίας, η ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. γ' ν.
4092/2012, κατά το μέρος που αναφέρεται, ότι η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις ήδη
γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει
αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση, είναι αντίθετη
προς τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος), διότι,
όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της, κάνει διάκριση εφαρμογής του Ν.
4092/2012, ως προς το ανώτατο όριο ψυχικής οδύνης, σε εκείνους στους οποίους
επιδικάστηκαν με πρωτόδικη απόφαση αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω
ψυχικής οδύνης, και σε εκείνους των οποίων επί ομοίων αξιώσεων απερρίφθη
πρωτοδίκως η αγωγή, έγινε όμως κατ' έφεση δεκτή, στους οποίους και εφαρμόζεται
η ανωτέρω διάταξη. Δύο μέλη του Δικαστηρίου, όμως, και ειδικότερα οι
Αρεοπαγίτες Παναγιώτης Χατζηπαναγιώτης - εισηγητής και Χαράλαμπος Καλαματιανός
έχουν, αναφορικά με την εφαρμογή ή μη στην προκειμένη υπόθεση των
προαναφερομένων διατάξεων του ως άνω Ν. 4092/2012, την ακόλουθη γνώμη: Από τη
διάταξη του άρθρου 533 § 2 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση,
προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει την ορθότητα
της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο
της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ'
έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός αν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την
αναδρομική έναρξη της ισχύος του. Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 533 § 2,
535 § 1 και 536 §§ 1, 2 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι αν το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης, εξαφανίσει την πρωτόδικη
οριστική απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης κατ' ουσίαν, υποχρεούται
να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής
το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει
αναδρομική δύναμη, είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία
περίπτωση καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση (Ολ.ΑΠ 7/2011).
Περαιτέρω, οι προαναφερόμενες επίμαχες διατάξεις του τέταρτου άρθρου του Ν.
4092/2012, με τις οποίες αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του
Π.Δ/τος 237/1986, ήτοι εκείνες με τις οποίες ορίζεται α) ότι η αποζημίωση που
καταβάλλει το ΕΚ για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να
υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι οι τόκοι που
υποχρεούται να καταβάλει το ΕΚ, τόσο για την ως άνω χρηματική ικανοποίηση λόγω
ψυχικής οδύνης, όσο και για την συνολικά καταβαλλόμενη αποζημίωση για σωματικές
βλάβες και υλικές ζημίες, όπως το ποσό αυτής ήδη ορίζεται με το εδάφιο γ' του
ως άνω τέταρτου άρθρου του παραπάνω νόμου (βλ. για τα προ του νόμου τούτου
ισχύοντα ποσά το άρθρο 6 § 5 Ν. 489/1976 που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986),
ρητά μνημονεύεται στο νόμο αυτό ότι καταλαμβάνουν και τις ήδη γεγεννημένες
αξιώσεις κατά του ΕΚ, χωρίς πάντως να θίγονται αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί
με οριστική απόφαση. Από την τελευταία αυτή διάταξη (ήτοι την ορίζουσα ότι οι
κατά τα άνω ρυθμίσεις του Ν. 4092/2012 καταλαμβάνουν και τις ήδη γεγεννημένες
κατά του ΕΚ αξιώσεις, χωρίς να θίγονται αξιώσεις που έχουν επιδικασθεί με
οριστική απόφαση) συνάγεται, ότι εάν οριστική απόφαση επιδικάζουσα ορισμένα
ποσά κατά του ΕΚ εκδόθηκε πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 4092/2012, η δε
κατ' αυτής έφεση συζητήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου και με
την απόφαση του Εφετείου διαφοροποιούνται τα ποσά που επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως,
τότε δεν ισχύουν οι προαναφερόμενοι ποσοτικοί περιορισμοί, αφού έχει ήδη
προηγηθεί οριστική απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4092/2012. Σύμφωνα
λοιπόν με τα εκτιθέμενα στη μείζονα αυτή σκέψη και δεδομένου ότι α) ο Ν.
4092/2012 άρχισε να ισχύει από 8.11.2012, β) ότι η υπ' αριθμ. 74/2010 οριστική
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ʼρτας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 5.1.2009 αγωγή
αποζημίωσης των ήδη αναιρεσιβλήτων, δημοσιεύθηκε στις 26.4.2010, ήτοι πριν την
έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου, γ) ότι η κατά της ως άνω πρωτόδικης
απόφασης από 31.5.2010 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ΕΚ και η δια των προτάσεων
των ήδη αναιρεσιβλήτων ασκηθείσα αντέφεση αυτών συζητήθηκαν στις 16.10.2013,
ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4092/2012, και δ) ότι η ήδη
αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθ. 345/2013 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, με την
οποία απορρίφθηκε η έφεση του ΕΚ, έγινε δεκτή η αντέφεση των ήδη
αναιρεσιβλήτων, εξαφανίσθηκε η ως άνω πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια, αφού
κρατήθηκε και δικάσθηκε κατ' ουσία η υπόθεση, έγινε δεκτή η κατά τα άνω αγωγή
και επιδικάσθηκαν στις ήδη αναιρεσίβλητες ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω
ψυχικής οδύνης μεγαλύτερα των πρωτοδίκως επιδικασθέντων, δημοσιεύθηκε στις 20.
11.2013, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου Ν. 4092/ 2012, η
ένδικη υπόθεση δεν καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού και,
συνεπώς, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής τους σ' αυτήν (ένδικη υπόθεση) και κατά
λογική ακολουθία δεν τίθεται θέμα ελέγχου της συνταγματικότητας ή μη αυτών.
Συνεπώς, το Εφετείο, το οποίο επιλαμβανόμενο αυτεπαγγέλτως του ελέγχου της συνταγματικότητας ή μη των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του πιο πάνω νόμου και το οποίο δεν εφάρμοσε αυτές ως αντισυνταγματικές, έσφαλε μεν ως προς την αιτιολογία πλην όμως ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε απορρίπτοντας την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ΕΚ. Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με την γνώμη της κατά τα άνω μειοψηφίας, να αντικατασταθεί το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης με την προαναφερόμενη αιτιολογία περί μη εφαρμογής στην προκειμένη υπόθεση των επιμάχων προαναφερομένων διατάξεων του Ν. 4092/ 2012 (άρθρ. 578 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι επί του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. θεμελιούμενοι δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Τα ανωτέρω δε δεκτά γενόμενα από την μειοψηφούσα γνώμη δεν μεταβάλλονται και υπό την εκδοχή ακόμη της αντίθεσης προς την διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος της μεταβατικής - κατ' ουσία - διάταξης του άρθρου 4 εδάφ. γ' του Ν. 4092/2012, σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση του εν λόγω νόμου "καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του ΕΚ, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση", με την οποία διάταξη, όπως από την διατύπωσή της προκύπτει, φέρεται να γίνεται διάκριση εφαρμογής του νόμου σε βάρος εκείνων ως προς τους οποίους απορρίφθηκε πρωτοδίκως η αγωγή, έγινε όμως δεκτή αυτή κατ' έφεση και εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου. Τούτο δε, δηλαδή η μη διαφοροποίηση της μειοψηφούσας γνώμης και υπό την εκδοχή της κατά τα άνω αντισυνταγματικότητας της προαναφερόμενης διάταξης, διότι τυχόν αντισυνταγματικότητα αυτής (διάταξης) θα οδηγούσε και πάλι σε μη εφαρμογή του νόμου σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, είτε οι αγωγές είχαν γίνει δεκτές πρωτοδίκως είτε είχαν απορριφθεί.
Συνεπώς, το Εφετείο, το οποίο επιλαμβανόμενο αυτεπαγγέλτως του ελέγχου της συνταγματικότητας ή μη των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του πιο πάνω νόμου και το οποίο δεν εφάρμοσε αυτές ως αντισυνταγματικές, έσφαλε μεν ως προς την αιτιολογία πλην όμως ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε απορρίπτοντας την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ΕΚ. Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με την γνώμη της κατά τα άνω μειοψηφίας, να αντικατασταθεί το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης με την προαναφερόμενη αιτιολογία περί μη εφαρμογής στην προκειμένη υπόθεση των επιμάχων προαναφερομένων διατάξεων του Ν. 4092/ 2012 (άρθρ. 578 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι επί του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. θεμελιούμενοι δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Τα ανωτέρω δε δεκτά γενόμενα από την μειοψηφούσα γνώμη δεν μεταβάλλονται και υπό την εκδοχή ακόμη της αντίθεσης προς την διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος της μεταβατικής - κατ' ουσία - διάταξης του άρθρου 4 εδάφ. γ' του Ν. 4092/2012, σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση του εν λόγω νόμου "καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του ΕΚ, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση", με την οποία διάταξη, όπως από την διατύπωσή της προκύπτει, φέρεται να γίνεται διάκριση εφαρμογής του νόμου σε βάρος εκείνων ως προς τους οποίους απορρίφθηκε πρωτοδίκως η αγωγή, έγινε όμως δεκτή αυτή κατ' έφεση και εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου. Τούτο δε, δηλαδή η μη διαφοροποίηση της μειοψηφούσας γνώμης και υπό την εκδοχή της κατά τα άνω αντισυνταγματικότητας της προαναφερόμενης διάταξης, διότι τυχόν αντισυνταγματικότητα αυτής (διάταξης) θα οδηγούσε και πάλι σε μη εφαρμογή του νόμου σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, είτε οι αγωγές είχαν γίνει δεκτές πρωτοδίκως είτε είχαν απορριφθεί.
VI. Κατόπιν πάντων των προαναφερομένων και λόγω του ότι το Τμήμα τούτο του
Αρείου Πάγου αρνείται κατά πλειοψηφία (τέσσερα προς ένα) να εφαρμόσει τις
παραπάνω διατάξεις του Ν. 4092/2012 ως αντισυνταγματικές, είναι υποχρεωμένο,
κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 100 § 5 του Συντάγματος, 563 § 2β
Κ.Πολ.Δ. και 23 § 2γ' και δ' του Ν. 1756/1988, να παραπέμψει στην Τακτική Ολομέλεια
του Αρείου Πάγου τους αναφερόμενους στο ζήτημα τούτο δεύτερο και τρίτο κατά
σειρά λόγους της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, επιφυλασσομένου να αποφασίσει για
τον εναπομένοντα προς έρευνα τέταρτο κατά σειρά λόγο αυτής (αναίρεσης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των αναφερομένων στο σκεπτικό διατάξεων του Ν. 4092/2012 και τους αντίστοιχους, από το άρθρο 559 αριθμ. Κ.Πολ.Δ. δεύτερο και τρίτο κατά σειρά λόγους της αναίρεσης, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
ΚΡΙΘΗΚΕ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των αναφερομένων στο σκεπτικό διατάξεων του Ν. 4092/2012 και τους αντίστοιχους, από το άρθρο 559 αριθμ. Κ.Πολ.Δ. δεύτερο και τρίτο κατά σειρά λόγους της αναίρεσης, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
ΚΡΙΘΗΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου