Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

«Η επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων εν όψει μιας συνταγματικής αναθεώρησης» [Νικόλαος Δρακόπουλος, Πρωτοδίκης Δ.Δ.]

Μετά τις δύο σημειόμορφες, και, εν πολλοίς, ιστορικώς ανεκμετάλλευτες αναθεωρήσεις του ισχύοντος Συντάγματος, το 2001 και το 2008, τίθεται εκ νέου το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, αυτή τη φορά σε συνθήκες έντονης οικονομικής και, κατ’ επέκταση, κοινωνικής κρίσης. Συγκεκριμένα, η αναθεώρηση προβάλλεται ως ένα από τα δικαιικά και, ταυτόχρονα, πολιτικά εργαλεία, με τα οποία η κρατική εξουσία -πέραν της λήψεως οικονομικών μέτρων με λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικό και βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα- θα μπορέσει με τρόπο μόνιμο και συστηματικό να επαναφέρει την χώρα σε σταθερή, θεσμική και κοινωνική, τροχιά. Στο πλαίσιο αυτής της αναθεωρήσεως, η οποία θα λάβει χώρα, εάν και εφ’ όσον η φαινομένη πολιτική βούληση βρεθεί σε σύμπτωση με τις απαιτούμενες από το Σύνταγμα κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, η θέση της δικαιοσύνης -και δη της δικαιοδοτικής λειτουργίας- εύλογα βρίσκεται στο επίκεντρο των σχετικών συζητήσεων. Ένα από τα ζητήματα που άπτονται της βελτιστοποίησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι και αυτό της επιλογής/ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
 
Το Σύνταγμα, το οποίο κατοχυρώνει την δικαστική λειτουργία στο άρθρο 26 παρ. 3, τη θωρακίζει με την καθιέρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Σ)1. Η προσωπική ανεξαρτησία αναφέρεται κυρίως στην αυτονομία της υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών, μακριά από νομοθετικές, διοικητικές ή και αμιγώς πολιτικές παρεμβάσεις, ενώ η λειτουργική ανεξαρτησία αφορά πρώτιστα στην άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων των δικαστών, με γνώμονα αποκλειστικώς το Σύνταγμα και τους νόμους. (άρθρο 87 παρ. 2 Σ). Η, κατά τα ανωτέρω, προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών έχει ως κυριότερη εγγύηση την ρύθμιση του άρθρου 90 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η εν γένει υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών (τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις, προαγωγές) επαφίεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται, κατά κλάδο δικαιοδοσίας, αποκλειστικώς από (ανώτατους) δικαστικούς λειτουργούς του κλάδου αυτού, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 90 παρ. 1 εδ. β’ και 95 παρ. 1 εδ. γ’, δ΄, ε΄ του Συντάγματος. Το ανωτέρω σύστημα συνιστά αναμφίβολα κατάκτηση της ελληνικής δικαιοσύνης και την κατατάσσει σαφώς στις πλέον προωθημένες περιπτώσεις, από τυπική τουλάχιστον άποψη, στην Ευρώπη. Η υπηρεσιακή εξέλιξη διά του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή ενός υπηρεσιακού οργάνου αποτελούμενου αποκλειστικώς από συναδέλφους, οι οποίοι έχουν ευδοκίμως προαχθεί στον ανώτατο βαθμό, αφορά, όπως είναι ευνόητο, και την προαγωγή στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Η ρύθμιση αυτή αποκτά ιδιαίτερη αξία, ιδίως κατόπιν συγκριτικής (στατιστικής) αντιπαραβολής των συστημάτων εξέλιξης/διορισμού στα ανώτατα δικαστήρια των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, στο πλαίσιο των οποίων, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ανάδειξη των ανώτατων δικαστών ανήκει στην αποκλειστική (και, σπανίως, στη συντρέχουσα αρμοδιότητα) της εκτελεστικής ή/και της νομοθετικής εξουσίας2.
Το θεσμικό αυτό «πλεονέκτημα» καταδεικνύεται περαιτέρω, εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι, στην Ελλάδα, ανέκαθεν ίσχυε το σύστημα της σταδιοδρομίας των δικαστικών λειτουργών3, δηλαδή το σύστημα επιλογής τους με πρόβλεψη εισόδου στο σώμα σε μικρή σχετικώς ηλικία και για μακρόχρονη σταδιοδρομία, λόγω της ισοβιότητας, ώστε, για το λόγο αυτό, να καλλιεργηθεί ιδίως η νοοτροπία ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστή, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, που υιοθέτησαν σύστημα απευθείας εισόδου σε ανώτερους ή ανώτατους βαθμούς του δικαστικού σώματος σε πρόσωπα εκτός αυτού, όπως, για παράδειγμα, η θεσμοθέτηση του tour extérieur στη Γαλλία, τόσο για εισδοχή στο Conseil d’ État όσο και τα Tribounaux Administratifs.


Με δεδομένο, λοιπόν, ότι το ελληνικό σύστημα επιλογής δικαστών - και δη ανωτάτων-έχει επιλέξει, στο επίπεδο μάλιστα του Συντάγματος, να υπηρετήσει προεχόντως το πρόταγμα της δικαστικής ανεξαρτησίας έναντι αυτού της δικαστικής λογοδοσίας, φαίνεται κατ’ αρχήν αυτονόητο, στο πλαίσιο μιας συνταγματικής αναθεώρησης, να «ολοκληρωθεί» η συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστών, με την απάλειψη, άλλως ελαχιστοποίηση, της παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης (Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων). Επειδή, ωστόσο, δεν υπάρχει γνωστό από την έρευνά μας προηγούμενο επιλογής ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων στις προηγμένες, από την άποψη του νομικού πολιτισμού, έννομες τάξεις, χωρίς κάποιου είδους «ανάμειξη» στη σχετική διαδικασία της εκτελεστικής ή (και) της νομοθετικής λειτουργίας, η παρέμβαση στο σύστημα επιλογής, η οποία θα επιχειρηθεί, είναι δύσκολο να αποκλείσει κάποια, έστω και τυπική ή περιορισμένη, συμμετοχή της εκτελεστικής λειτουργίας σε αυτό. Είναι πάντως απολύτως εφικτό να προκριθεί ένα σύστημα επιλογής, το οποίο θα συνδυάζει την εμβάθυνση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης με την αναπλήρωση, μέρους τουλάχιστον, του ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης των δικαστικών λειτουργών στην άσκηση της εξουσίας τους και την καθιέρωση, ή, εν πάση περιπτώσει, ενίσχυση, στο μέτρο του δυνατού, του αμερόληπτου και αντικειμενικού χαρακτήρα της επιλογής.

Πριν προβούμε σε συγκεκριμένη πρόταση, είναι σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς το ισχύον σύστημα επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων στην χώρα μας, προκειμένου να συστηματοποιήσουμε τις ατέλειές του, οι οποίες, άλλωστε, έχουν επισημανθεί τόσο από την θεωρία όσο και από την πράξη.

Το ισχύον Σύνταγμα, στο άρθρο 90 παρ. 5 αυτού, προβλέπει ότι η επιλογή του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Εισαγγελέα και των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου και, τέλος, των Γενικών Επιτρόπων των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μεταξύ των δικαστών, οι οποίοι διαθέτουν τα κατά νόμον τυπικά προσόντα. Το σχετικό δε προεδρικό διάταγμα διορισμού δεν προσβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση ακύρωσης (άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος) με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία επιλογής να επικεντρώνεται κατ’ ουσία σε μια πολιτική απόφαση. Η ratio της ρύθμισης είναι προφανής. Πρόκειται για την διασφάλιση της –έστω και έμμεσης- σύνδεσης της ηγεσίας της δικαιοσύνης με τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη, διά της εμπιστοσύνης του αμέσως εκλεγμένου Κοινοβουλίου, κυβέρνηση. Από την άλλη, το συγκεκριμένο σύστημα έχει επικριθεί όχι μόνο σε επιστημονικό επίπεδο, αλλά και από την κοινή γνώμη, γιατί υπονομεύει στο κορυφαίο επίπεδο τη δικαστική ανεξαρτησία, υπάγει την δικαστική λειτουργία, παρ’ ότι συνταγματικώς ισότιμη προς τις άλλες δύο, στην επικυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας και, τέλος, γιατί συχνά ευνοεί την δημιουργία κλίματος νεποτισμού στον χώρο της δικαιοσύνης εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας4 και σε βάρος της αρχής της αξιοκρατίας.

Το εν λόγω σύστημα, το οποίο προκρίθηκε και παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο από την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, έγινε, σχετικώς πρόσφατα, προσπάθεια να μεταρρυθμισθεί με το Ν. 3841/20105. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα προκάλεσε την κριτική της επιστήμης67, αλλά και την κρίση ως αντισυνταγματικού του σχετικού σχεδίου νόμου από την ίδια την δικαιοσύνη (ως προς την ρύθμιση περί προηγούμενης γνωμοδότησης της διασκέψεως των προέδρων της Βουλής)89. Ειδικότερα, στο πρώτο άρθρο του Ν. 3841/2010 επαναλαμβάνεται η επιταγή του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος περί προαγωγής στην ηγεσία της δικαιοσύνης δικαστικών λειτουργών με επιλογή από τα μέλη του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου, τα οποία διαθέτουν τα οργανικά προσόντα του τυπικού νόμου που εκδίδεται βάσει ρητής επιφυλάξεως του ιδίου άρθρου. Περιβάλλεται δε τον τύπο προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο, όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, έχει ευρεία ευχέρεια επιλογής από τα μέλη των Ανωτάτων Δικαστηρίων, χωρίς να υπόκειται σε περιορισμούς από παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η αρχαιότητα. Και τούτο, παρ’ ότι στερείται εν τοις πράγμασι της δυνατότητας για αντικειμενική αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων. Ενώ δε η νέα ρύθμιση10 είχε ως διακηρυγμένο στόχο την ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας και την απόκρουση των υπονοιών για φαινόμενα αλληλεξαρτήσεως μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και εξουσίας της δικαιοσύνης, δεν προέβη στο λογικώς αναμενόμενο, δηλαδή, στη, με οποιονδήποτε τρόπο, εισαγωγή/ενίσχυση του ρόλου των ίδιων των δικαστικών λειτουργών στην επιλογή της ηγεσίας τους. Αντίθετα, εισήγαγε νέο παράγοντα, προερχόμενο από την νομοθετική λειτουργία, στην όλη διαδικασία, τη Διάσκεψη των Προέδρων την Βουλής με την καθιέρωση διατυπώσεως γνώμης από αυτήν πριν από την τελική επιλογή, αφού έχει προηγηθεί ακρόαση των υποψηφίων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Ν.3841/2010, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προεπιλέγει έξι υποψηφίους από τους διαθέτοντες τα, κατά τα προδιαληφθέντα, τυπικά προσόντα. Ειδικότερα, για την προαγωγή σε θέση Αντιπροέδρου των ΑΠ, ΣτΕ και ΕλΣυν ο ανωτέρω αριθμός των προεπιλεγομένων αυξάνεται κατά δύο για κάθε μία επιπλέον θέση. Όταν δε ενεργούνται προαγωγές ταυτοχρόνως για τις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του ΑΠ ή του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του ΕλΣυν, μπορεί να προεπιλέγονται οι ίδιοι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι και τον αριθμό των τριών. Στη συνέχεια, ο Υπουργός απευθύνεται στην Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία, κατόπιν ακροάσεως των προεπιλεγέντων με επιδίωξη ομοφωνίας, ή, πάντως, με πλειοψηφία τουλάχιστον των 4/5, εκφράζει γνώμη προτείνοντας αριθμό δικαστικών λειτουργών ίσο με το ήμισυ των προεπιλεγέντων. Η γνώμη αυτή δίδεται εντός διμήνου από τότε που ζητήθηκε, δεν κωλύεται δε από την έλλειψή της (λόγω παρόδου ως άπρακτης της δίμηνης προθεσμίας, λόγω μη συγκλήσεως της διάσκεψης λόγω διάλυσης της Βουλής ή για άλλο νόμιμο λόγο), η πρόοδος και ολοκλήρωση της διαδικασίας. Ως προβληματικά σημεία έχουν εντοπισθεί τόσο το αδιευκρίνιστο περιεχόμενο της ακρόασης όσο και το αναιτιολόγητα της γνωμοδότησης, που έχει επισημανθεί και από το πρακτικό 2/2010 του ΣτΕ σε Ολομέλεια και Συμβούλιο. Εξ άλλου, η εν λόγω γνωμοδότηση δε δεσμεύει τον Υπουργό. Κατά τη γνώμη μας, ωστόσο, ακόμη πιο προβληματικό σημείο συνιστά η ίδια η συγκρότηση και ο θεσμικός ρόλος της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής. Υπενθυμίζεται ότι το όργανο αυτό προβλέπεται από τον Κανονισμό της Βουλής, (άρθρα 14 και 14 αυτού), και έχει διακομματική και δυνητικώς κυμαινόμενη σύνθεση, καθώς αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους της Βουλής, τους διατελέσαντες προέδρους της Βουλής που μετέχουν στην τρέχουσα Βουλή, τους Προέδρους των Διαρκών Επιτροπών και της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και έναν εκπρόσωπο των ανεξαρτήτων βουλευτών, εφ’ όσον αυτοί είναι τουλάχιστον πέντε. Βασική αποστολή της είναι η εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών του Κοινοβουλίου και δη σε επίπεδο ημερήσιας διατάξεως και, εξαιρετικώς, η επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από συνταγματική άποψη, τα μέλη της Διάσκεψης δεν έχουν προσωπικώς αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση έναντι των λοιπών βουλευτών, ούτε, τέλος, η Διάσκεψη ως όργανο, με τη συμμετοχή της, παρέχει κάποια ιδιαίτερα εχέγγυα ανεξαρτησίας ή προασπίσεως της δικαστικής ανεξαρτησίας, που αποτελεί και το ζητούμενο. Με το προαναφερθέν, εξ άλλου, πρακτικό της, η Ολομέλεια του ΣτΕ, αν και με ισχυρή μειοψηφία, έκρινε την σχετική ρύθμιση αντισυνταγματική, στο μέτρο που αλλοιώνει την καθιερούμενη από το ΣτΕ ισορροπία και λόγω ανεπίτρεπτης ανάλογης εφαρμογής του αναιτιολόγητου και δικαστικώς ανελέγκτου σε πράξεις που αφορούν στην υπηρεσιακή εξέλιξη δημόσιων λειτουργών, μη προβλεπόμενων ρητά από το Σύνταγμα, με συνέπεια να είναι αντισυνταγματική και η θεσμοθέτηση ακόμη και μη δεσμευτικής γνώμης οποιουδήποτε οργάνου. Συμπερασματικά, η εν λόγω ρύθμιση, πέραν της πρακτικής αλυσιτέλειάς της στο ζήτημα ενίσχυσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, πάσχει και αντισυνταγματικότητα. Πρέπει, συνεπώς να καταργηθεί και, εν όψει της αναθεώρησης, η ίδια η συνταγματική διάταξη, μεταρρυθμιζόμενη, να ενισχύσει το ρόλο των δικαστικών λειτουργών στην επιλογή της ηγεσίας τους, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται η ανάγκη κάποιας δημοκρατικής νομιμοποίησης της γενομένης επιλογής.

Μεταξύ των προτεινόμενων συστημάτων, ξεχωρίζουν: α) το σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η επιλογή της ηγεσίας γίνεται αποκλειστικά με βάση την αρχαιότητα, β) το σύστημα επιλογής της ηγεσίας από την Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου11, καθώς και γ) το σύστημα της εκ περιτροπής ασκήσεως της διεύθυνσης των ανώτατων δικαστηρίων διά κληρώσεως ή με άλλο τρόπο. Το πρώτο σύστημα ενισχύει τον παράγοντα της αντικειμενικότητας στην επιλογή της ηγεσίας (άρα και της δικαστικής ανεξαρτησίας) με την εισαγωγή ενός αντικειμενικού κριτηρίου, όπως η αρχαιότητα, αλλά δεν εξασφαλίζει απόλυτα την εξέλιξη των υπηρεσιακώς «αρίστων». Το δεύτερο σύστημα εισάγει μια εκ των έσω -και αναγκαστικά περιορισμένη- δημοκρατική νομιμοποίηση της ηγεσίας της δικαιοσύνης, αλλά η απόλυτη υιοθέτησή του ενέχει κινδύνους για την ομαλή υπηρεσιακή λειτουργία εντός του σώματος, με την θέση των ανώτατων δικαστών, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, ασκούν και τα καθήκοντα επιθεωρητών, στη «βάσανο» της εκλογικής προετοιμασίας και διαδικασίας12. Το τρίτο σύστημα εμφανίζεται ως το πλέον προωθημένο στην κατεύθυνση της πλήρους κατοχύρωσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά παρουσιάζει προφανείς πρακτικές δυσκολίες εφαρμογής.

Κατόπιν των ανωτέρω, εύλογο είναι, προκειμένου μάλιστα να μη μείνει, για μία ακόμη φορά, στο πλαίσιο μιας αναθεωρητικής του Συντάγματος διαδικασίας, η ευκαιρία για την εισαγωγή ενός, στο μέτρο του δυνατού, αντικειμενικού συστήματος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, να προταθεί μια μέθοδος/διαδικασία επιλογής που προωθεί συνολικώς τη δικαστική ανεξαρτησία και συνδυάζει τα πλεονεκτήματα των προαναφερθέντων συστημάτων. Με δεδομένο μάλιστα ότι το κείμενο του Συντάγματος εξ ορισμού πρέπει να είναι λιτό και περιεκτικό, ώστε να παρουσιάζεται αρκούντως συνεκτικό, η σχετική διαδικασία πρέπει μεν να σκιαγραφείται σε γενικές γραμμές και, ταυτόχρονα, να οριοθετείται από το οικείο συνταγματικό άρθρο, αλλά τα ειδικότερα (τεχνικά) ζητήματά της πρέπει να επαφίενται στον κοινό νομοθέτη, ρυθμιζόμενα στο πλαίσιο του Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κώδικα Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, όπως εκάστοτε ισχύει.

Η σχετική πρόταση έχει ως εξής: σε κάθε περίπτωση που, λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, θανάτου, παραιτήσεως, παρόδου ανώτατης διάρκειας θητείας στην συγκεκριμένη θέση (η οποία θα ορίζεται με νόμο), κενώνεται θέση Προέδρου ή Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Ολομέλεια του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου προεπιλέγει με εκλογή (διά μυστικής ψηφοφορίας), προκειμένου για τη θέση του Προέδρου, τρία από τα μέλη της, στα οποία προστίθενται αυτοδικαίως οι τρεις αρχαιότεροι εν ενεργεία Αντιπρόεδροι του Δικαστηρίου. Εφ’ όσον κάποιος ή όλοι οι τελευταίοι αναφερθέντες συμπέσει να έχουν προεπιλεγεί (και) διά της ψήφου των συναδέλφων τους, η θέση ή θέσεις υποψηφίων, που πληρώνονται κατ’ αρχαιότητα, καλύπτονται από τον αμέσως επόμενο ή επόμενους στην επετηρίδα δικαστικούς λειτουργούς. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης διαβιβάζει αμελλητί και υποχρεωτικώς τον κατάλογο των έξι, κατά τα ανωτέρω, προεπιλεγέντων ανωτάτων δικαστών, χωρίς δυνατότητα παρεμβάσεως σε αυτόν, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος διορίζει ως Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον ανώτατο δικαστή της εκλογής τους, ενδεχομένως και μετά από προηγούμενη ακρόαση των υποψηφίων (με αιτιολογημένη κρίση βάσει του υπηρεσιακού τους φακέλου). Κατόπιν τούτου, εκδίδεται το σχετικό προεδρικό διάταγμα διορισμού με προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, με τη διαφορά ότι, στην περίπτωση αυτή, η Ολομέλεια εκλέγει ως υποψήφιους δύο από τους ανώτατους δικαστές, που υπηρετούν κατά τον χρόνο κενώσεως της θέσης, στον οικείο σχηματισμό (τμήμα), στους οποίους προστίθεται ipso jure ο αρχαιότερος δικαστής του ίδιου σχηματισμού και , έτσι, καταρτίζεται το «τριπρόσωπο» προς επιλογή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η ειδική περίπτωση του Γενικού Επιτρόπου των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και των λοιπών μελών των αντιστοίχων Επιτροπειών, ρυθμίζεται με την συγκρότηση σε ειδικό εκλεκτορικό σώμα της Ολομέλειας των Προέδρων Εφετών Δ.Δ. της χώρας και των Συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, σε σύνοδο της οποίας θα εκλέγονται προεπιλεγόμενοι τρεις δικαστές του αυτού βαθμού και στους οποίους θα προστίθενται και οι τρεις αρχαιότεροι ομόβαθμοί τους, πριν υποβληθεί ο σχετικός κατάλογος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να ασκήσει την σχετική συνταγματική αρμοδιότητά του διορισμού με επιλογή από τον εν λόγω κατάλογο.

Παρά τις ενδεχόμενες ατέλειες, οι οποίες είναι δυνατό να περιορισθούν με την κατάλληλη νομοτεχνική επεξεργασία, η πρόταση αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι συνδυάζει, με σχετική ισορροπία, φαινομενικώς αντικρουόμενα στοιχεία. Συγκεκριμένα, ενισχύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της διαδικασίας ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης και τονώνει το φρόνημα της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών με την καθιέρωση της εκλογικής διαδικασίας προεπιλογής των υποψηφίων, η οποία έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι το εκλεκτορικό σώμα συγκροτείται από τους υπηρετούντες στο οικείο ανώτατο Δικαστήριο (ανώτατους) δικαστές, που έχουν, άλλωστε, το τεκμήριο της εμπειρίας και του υπεύθυνου χειρισμού δύσβατων νομικών και πραγματικών ζητημάτων. Παράλληλα, δίκην αντιβάρου, δεν παραγνωρίζεται η αρχαιότητα ως επιβράβευση της μακρόχρονης και ευδόκιμης υπηρεσίας στο σώμα, αλλά και ως παράγοντας μετριασμού τυχόν φατριαστικών τάσεων εντός του σώματος, με τη συμμετοχή (και) δικαστών στον αποστελλόμενο κατάλογο προεπιλεγέντων βάσει της αρχαιότητάς τους και μόνο. Τέλος, περιορίζεται σε καθαρά τυπικό ρόλο η Κυβέρνηση και ενισχύεται με την άσκηση μιας εξαιρετικής αρμοδιότητας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο αρχηγός του Κράτους που εκλέγεται από το Κοινοβούλιο και του οποίου η ανάμειξη (με γνησίως αποφασιστική αρμοδιότητα) στην όλη διαδικασία προσδίδει αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση και ιδιαίτερο κύρος στην ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
Η επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων σαφώς δεν είναι το μείζον ζήτημα της αναθεώρησης, ούτε καν σε σχέση με τα λοιπά ζητήματα που άπτονται της μεταρρύθμισης της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα στην διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων, χωρίς έκπτωση στην ποιότητα της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, προέχουν αυτονόητα και το βάρος σε μια επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να δοθεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση των ανωτέρω στόχων. Ωστόσο, και το ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης έχει την σημασία του, ιδίως εφ’ όσον μια αναθεώρηση της σχετικής διαδικασίας προς την ορθή κατεύθυνση θα σηματοδοτήσει, μεταξύ άλλων, στο ανώτατο θεσμικό επίπεδο, την ειλικρίνεια της πολιτικής βούλησης για μεταρρύθμιση των δομών της ελληνικής πολιτείας με βάση πρότυπα οργάνωσης, στα οποία δικαιούται να αποβλέπει ο ελληνικός λαός.
___________________________________________________________
*** Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΥΠΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΩΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ.
1 Για τη σημασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και τις εγγυήσεις αυτής, βλ. G. oberto, Les garanties de l’impartialité des juges et de l’indépendance de la justice, in Le rôle du juge dans une société démocratique,Strasbourg, 1996, p. 15-230.
2 Βλ. και τη, διαθέσιμη στο διαδίκτυο, Αναφορά του Προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στην οποία περιέχονται στατιστικοί πίνακες με τα σχετικά δεδομένα, υπό τον τίτλο, στη γαλλική της εκδοχή: G. Hirsch (PrésidentduBundesgerichtshof),NominationdesjugesdelaCourSuprême - Analysedelasituationdanslesdifférentspays(Situationau 30 mai 2006).
3Βλ. τοσχετικό obiter dictum στηΣτΕ 851/2011, σκέψη 10.
4 Ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη των σχετικών υπονοιών, βλ. σχετ. Δ. Κυριτσάκη, «Επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων», σε ΣΥΜΒΟΛΕΣ ΙΙ, Εταιρία Δικαστικών Μελετών, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (1998), σελ. 20.
5 Ν. 3841/2010, ΦΕΚ Α’ 55/06.04.2010.
6 Βλ., αντί πολλών, Α. Μανιτάκη, «Η ατυχής νομοθετική τροποποίηση της διαδικασίας επιλογής των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων»,http://www.constitutionalism.gr/html/ent/645/ent.1645.asp.
7 Βλ., επίσης, Ν. Αθανασιάδου, «Η νέα διαδικασία επιλογής των δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής συγκυρίας», ΕΔΔηΛΥ, 2 (2011), σελ. 322-331.
8 βλ. Πρακτικό ΣτΕ 2/2010, σε Ολ. και Σύμβ., ΘΠΔΔ 3/2010 σελ 281-288.
9 Αν και, ασκώντας δικαιοδοτικό έργο, η Ολ ΣτΕ με την 142/2012 απόφασή της (όπως και με την όμοια 114/2012, ΝοΒ 2012, σ. 730 επ.) απέφυγε να κρίνει τη συνταγματικότητα της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης, καθ’ ότι έκρινε κατά πλειοψηφία ότι αλυσιτελώς προβλήθηκε ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως. Ωστόσο, διατύπωσε εν παρόδω την άποψη ότι η διαρρύθμιση της διαδικασίας επιλογής σε περισσότερα στάδια, άρα κατ’ αρχήν και η νομοθετική παρέμβαση για την εξειδίκευση της διαδικασίας, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.
10 βλ. σχετ. την αιτιολογική έκθεση του Νόμου.
11 βλ. και ΑΠ Διοικ. Ολ. 14/1998.
12 βλ. σχετ. με αυτό και άλλα αναφυόμενα προβλήματα σε χώρες, όπως οι Η.Π.Α., όπου υπάρχει ευρέως θεσμοθετημένο σε πολιτειακό επίπεδο το σύστημα της άμεσης δημοκρατικής εκλογής των δικαστών, σε: Αθ. –Ευστρ. Ψύγκα, «Η επιλογή των δικαστικών λειτουργών στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής: Παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή;», ΕΔΔηΛΥ, 2 (2011), σελ. 311-314.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου