"Το Δικαστήριο συνέδεσε το ειδικό εξουσιαστικό καθεστώς υπό του οποίου τελούν όσοι εργάζονται στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, με την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση την οποία διαχρονικά απολαμβάνουν ως αντιστάθμισμα, η οποία μάλιστα, συνιστά υποχρέωση του νομοθέτη εφόσον ως αρχή απορρέει από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος. Έτσι έκρινε ότι ο νομοθέτης κατά τη λήψη των επίμαχων νομοθετικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη του τα κριτήρια που επιτάσσει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των συγκεκριμένων εργαζομένων αλλά το προδήλως απρόσφορο αριθμητικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο όλα τα ειδικά μισθολόγια αντιμετωπιζόμενα συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος θα έπρεπε να μειωθούν κατά 10%, μείωση η οποία λόγω και του σωρευτικού της αποτελέσματος αθροιστικά και με άλλα νομοθετικά μέτρα οικονομικής και φορολογικής φύσης ξεπερνά τα ακραία όρια που θέτει το Σύνταγμα, υπέρβαση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Παρατηρήσεις:
Η αποστολή των ‘στρατιωτικών’ αποτελεί το θεμέλιο του δικανικού συλλογισμού επί του οποίου οικοδομείται η κρίση περί αντισυνταγματικότητας των επίμαχων νομοθετικών μέτρων. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Δικαστήριο, έμμεση αναγνώριση της αποστολής αυτής αποτελεί, εξάλλου, και η εκ του Συντάγματος ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος απονέμει τους βαθμούς στα στελέχη τους[5].
Το Δικαστήριο εν προκειμένω υπερθεματίζει την αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας όχι μόνο παραβλέποντας το παρωχημένο της αναφοράς στη σημαντική αποστολή των ‘στρατιωτικών’ σε μία ειρηνική και δημοκρατική κοινωνία -πολλώ δε μάλλον της ενιαίας αναφοράς με τον όρο ‘στρατιωτικοί[6]’ τόσο των ενόπλων δυνάμεων όσο και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας-, αλλά και στηριζόμενο σε μία συνταγματική διάταξη η οποία έχει εν πολλοίς πανηγυρικό χαρακτήρα εφόσον συμβολίζει το πέρασμα στη δημοκρατία, ακόμα και των στρατιωτικών δυνάμεων του τόπου, ενώ είναι απολύτως σαφές ότι η ρητή απόδοση της Αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτα σε σχέση με τον κανόνα της προσυπογραφής του αρμόδιου Υπουργού και την άσκηση της γενικής πολιτικής της Χώρας από την Κυβέρνηση[7].
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι της ιδιαίτερης και εξέχουσας φύσης και αποστολής των υπαλλήλων των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας θέτει τις βάσεις για την πλήρη στεγανοποίησή τους έναντι των όποιων άλλων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν τα ίδια ‘ιδιαίτερα’ χαρακτηριστικά στο επάγγελμά τους. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά όπως προκύπτουν από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, είναι η απαγόρευση άλλης εργασίας, η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η πειθαρχία και η ιεραρχική δομή ως τρόπος οργάνωσης της υπηρεσίας[8], στοιχεία που κατά τρόπο ανάλογο ισχύουν και για τα ένοπλα σώματα ασφαλείας[9].
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά των επιμέρους χαρακτηριστικών που συνοδεύουν τη φύση και την αποστολή των υπαλλήλων των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αυστηρή οριοθέτηση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων στην πραγματικότητα είναι αν όχι σχετικοποιημένη, τουλάχιστον σοβαρά αμφισβητήσιμη.
Όσον αφορά την υποχρέωση αποκλειστικής απασχόλησης στην υπηρεσία, η οποία αποτελεί και το πιο κρίσιμο κριτήριο στο σκεπτικό του Δικαστηρίου -όχι μόνο στην εν λόγω απόφαση, αλλά και σε όλες τις σχετικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις του νόμου 4093/2012[10]-, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι σε καμία περίπτωση, η υποχρέωση αυτή, όπου προβλέπεται, δεν ισχύει απαρέγκλιτα.
Για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του νομοθετικού διατάγματος 1400/1973 ορίζει ότι η άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της άσκησης ιατρικού επαγγέλματος. Θα πρέπει, επομένως, να ομολογήσει κανείς ότι απόλυτη υποχρέωση αποκλειστικής άσκησης επαγγέλματος δεν υφίσταται για κανένα επάγγελμα ή λειτούργημα, ακόμη μάλιστα και όταν η απαγόρευση αυτή θεσπίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα[11]. Ενώ, αντίθετα, η κατόπιν άδειας άσκηση ιδιωτικού έργου του πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου[12], δε συνεπάγεται ότι η επί της αρχής απαγόρευση άσκησης ιδιωτικής εργασίας αναιρείται.
Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζει, όμως, και η αναφορά στην υποχρέωση παραμονής στο στράτευμα. Στο σημείο αυτό, δεν παραβλέπεται μόνο ότι η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία βαραίνει και τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης[13], και άρα δεν πρόκειται για ένα αμιγώς χαρακτηριστικό των στρατιωτικών υπαλλήλων, αλλά και ότι η ίδια η υποχρέωση παραμονής έχει κριθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 του Συντάγματος και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη[14].
Ο απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ των δύο κατηγοριών υπαλλήλων κάμπτεται και σε ό, τι έχει να κάνει και με τη δομή των υπηρεσιών, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση ιεραρχική, καθώς και σχετικά με το ζήτημα της υποχρέωσης υπακοής των κατωτέρων προς τους ανώτερους[15].
Με τα εν λόγω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία συνεπάγεται η ιδιαίτερη αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, συμπεραίνεται ότι οι υπηρετούντες σε αυτά τελούν υπό ιδιαίτερο εξουσιαστικό καθεστώς[16], το οποίο δικαιολογείται αν ακολουθήσει κανείς την αντίστροφή συλλογιστική πορεία.
Το πρώτο και γενικό σχόλιο που μπορεί να γίνει σε αυτό το σημείο είναι η συστηματική παράλειψη σε όλο το κείμενο της απόφασης του όρου της εκούσιας[18] ή ηθελημένης[19] ειδικής σχέσης εξουσίασης στην οποία βρίσκονται με το κράτος οι υπάλληλοι των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, σχέση η οποία σαφώς αντιδιαστέλλεται με άλλες μορφές ειδικών σχέσεων εξουσίασης, όπως είναι αυτή των στερημένων της ελευθερίας τους κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης της χώρας[20].
Η ειδική αυτή σχέση εξουσίας καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Παραδόξως, η υποχρέωση λήψης προηγούμενης άδειας για δημοσίευση γνώμης των υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχει κριθεί έως τώρα από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι συνιστά επιτρεπτό περιορισμό του δικαιώματος της έκφρασης, αλλά ότι αντίθετα αντιβαίνει στο άρθρο 14 Συντάγματος, όπως και στο άρθρο 10 της Σύμβασης της Ρώμης[21]. Ενώ, η ίδια προστασία παρέχεται και για το δικαίωμα της συνένωσης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου κρίνεται ότι η αντίστοιχη ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 12 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ[22]. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
Η αντιστροφή, όμως, αυτή της αντίληψης περί της γενικής αρχής της ισότητας που συντελείται στην υπό σχολιασμό απόφαση, η οποία αποκτά μία ιδιότυπη προστατευτική λειτουργία των όσων ‘αποδεδειγμένα’ δεν τελούν σε όμοια κατάσταση με τους υπόλοιπους, λαμβάνει χώρα προκειμένου να υποστηριχθεί υπέρ αυτών η ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση, ως ανταμοιβή για την ιδιαίτερη θέση στην οποία τελούν, αλλά και τον ρόλο που επιτελούν.
Παρόλο, λοιπόν, που το Δικαστήριο με μία πρώτη ανάγνωση φαίνεται να κάνει έλεγχο αναλογικότητας, στην πραγματικότητα η εφαρμογή της γενικής αρχής της ισότητας είναι αυτή που έχει τον πρώτο ρόλο και διαπνέει όλη την έκταση του δικανικού συλλογισμού. Επιπλέον, η εφαρμογή της συνδέεται και με την οικονομική διάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτή της αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία φαίνεται να μεταβάλλεται ποιοτικά και ποσοτικά ανάλογα με την ‘κατηγορία’ των υπαλλήλων.
Τα ελάχιστα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης που αφορούν τη ‘γενική’ κατηγορία των εργαζομένων[24], δίνουν τη σκυτάλη στην επαρκή αξιοπρεπή διαβίωση των ‘στρατιωτικών’, η οποία βρίσκει απολύτως σύμφωνη την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εφόσον δεν διατυπώνεται καμία μειοψηφούσα γνώμη, ενώ συμβαίνει το αντίθετο στην απόφαση σχετικά με τις αποδοχές των μελών ΔΕΠ, όπου εμφανίζεται μία πολύ ισχυρή μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία το μη ικανοποιητικό ύψος των αποδοχών, δε συνιστά όρο διακινδύνευσης, δηλαδή δεν ξεπερνά τα όρια της ελάχιστης αξιοπρεπούς διαβίωσης και πάντως είναι υψηλότερο σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στον πληθυσμό της χώρας[25].
Ο τρόπος μεταχείρισης, επομένως, του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης από το Δικαστήριο φαίνεται να σκιαγραφεί μία συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική δομή μεταξύ των μελών της κοινωνίας μας και προοιωνίζει μια αντίληψη, η οποία διασπά την κοινωνία σε πολλαπλά στρώματα με διακριτούς ρόλους, διαφορετικά προνόμια και κυρίως, στεγανά και αυστηρή οριοθέτηση. Ευχής έργον αποτελεί ο τρόπος αυτός ανάγνωσης της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου να διαψευσθεί, έως τότε όμως, η τακτική αυτή δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί αρνητικά και μάλιστα, ιδίως, εάν ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση μπορούσε να ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική οδό.
Τέλος, σαν μία γενικότερη σκέψη, αξίζει να αναφερθεί ότι η σύγκριση με σκοπό την ανεύρεση της διαφορετικότητας ή/και της ‘ανωτερότητας’, ήτοι της ύψιστης αποστολής, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος κανενός εν τέλει και πολύ περισσότερο, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και της ομαλής συμβίωσης του συνόλου των πολιτών της κοινωνίας μας.
[6] Πρβλ ΟλΑΠ 03/2012, όπου για την ίδια κατηγορία εργαζομένων χρησιμοποιείται ο όρος ‘υπηρετούντες’.
Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης και στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος".
Διαβάστε την απόφαση στο www.dsanet.gr
Παρατηρήσεις:
Στέλλα Χριστοφορίδου
Με την απόφαση 2192/2014 το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια έκρινε την αίτηση των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της υπ` αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β` 3017/14.11.2012), με τίτλο "Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α`/12-11-2012)", στο μέτρο που μέσω αυτής καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των "αχρεωστήτως καταβληθέντων" ποσών συντάξεων στους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών των ενεργεία στρατιωτικών, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καθώς και της υπ` αριθμ. 2/85127/0022/22.11.2012 πράξεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με θέμα "Κοινοποίηση Μισθολογικών Διατάξεων", στο μέρος που μέσω αυτής κοινοποιήθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, η διάταξη της περιπτώσεως 1 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, η οποία αφορά στην κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.
Η αίτηση απορρίφθηκε στο μέρος που αφορούσε τη δεύτερη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, ενώ εξετάσθηκαν περαιτέρω οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούσαν την πρώτη εκ των προσβαλλόμενων πράξεων.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συνέδεσε το ειδικό εξουσιαστικό καθεστώς υπό του οποίου τελούν όσοι εργάζονται στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, με την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση την οποία διαχρονικά απολαμβάνουν ως αντιστάθμισμα, η οποία μάλιστα, συνιστά υποχρέωση του νομοθέτη εφόσον ως αρχή απορρέει από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος.
Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης κατά τη λήψη των επίμαχων νομοθετικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη του τα κριτήρια που επιτάσσει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, αλλά το προδήλως απρόσφορο αριθμητικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο όλα τα ειδικά μισθολόγια αντιμετωπιζόμενα συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος θα έπρεπε να μειωθούν κατά 10%, μείωση η οποία λόγω και του σωρευτικού της αποτελέσματος αθροιστικά και με άλλα νομοθετικά μέτρα οικονομικής και φορολογικής φύσης ξεπερνά τα ακραία όρια που θέτει το Σύνταγμα, υπέρβαση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Ομολογουμένως, η σχολιαζόμενη απόφαση δίνει ουκ ολίγες αφορμές για σκέψη και προβληματισμό.
Ακολουθώντας την πορεία του δικανικού συλλογισμού, το πρώτο ζήτημα στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς, είναι η αναφορά του άρθρου 45 του Συντάγματος[1], το οποίο για πρώτη φορά αποτελεί αντικείμενο συστηματικής ερμηνείας από το Δικαστήριο. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά της εν λόγω συνταγματικής διάταξης στη νομολογία είναι ιδιαιτέρως ισχνή, ενώ επιπλέον, η συνδυαστική ερμηνεία της μαζί με τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3, είναι πρωτοφανής.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διαπιστώνει κανείς ότι ανάλογη εκτεταμένη αναφορά της προαναφερομένης συνταγματικής διάταξης γίνεται στην απόφαση 2649/1987 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου το ζήτημα το οποίο εξετάζεται είναι η φύση της νεοσυσταθείσας τότε Ελληνικής Αστυνομίας ως στρατιωτικής ή πολιτικής υπηρεσίας και άρα, η επέκταση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας στους υπαλλήλους της ή όχι.
Είναι πολύ πιθανό η πάγια θέση του Δικαστηρίου όσον αφορά την, μισθολογική κυρίως, εξίσωση των ενόπλων δυνάμεων με των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας[2] να έχει την εναρκτήρια βάση της στην εν λόγω απόφαση. Όσον αφορά, όμως, το ζήτημα της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων –αλλά και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, όπως αυτή εξομοιώνεται πλήρως στην παρούσα[3]- αξίζει να αναφερθεί η σκέψη της μειοψηφίας σύμφωνα με την οποία:
‘η Ελληνική Αστυνομία, παρά το ότι αποτελεί ένοπλο σώμα και έχει ιδιαίτερη οργάνωση και πειθαρχία ανάλογο προς την των στρατιωτικών υπηρεσιών δεν είναι ούτε αποκλειστικά ούτε προεχόντως βοηθητικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων, δεδομένου ότι τα κύρια καθήκοντα της είναι στο σύνολο τους καθαρώς αστυνομικά και δη σε καιρό ειρήνης, και επομένως αποτελεί πολιτική υπηρεσία του κράτους. Η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, η προστασία της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας και η περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν είναι κατά το Σύνταγμα επιτρεπτό να ανατίθεται επί μονίμου βάσεως σε στρατιωτική υπηρεσία, δεδομένου ότι για την περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δημοσίας τάξεως και υπάρξεως εκδήλου απειλής κατά της ασφαλείας του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος προβλέπεται ειδικώς η λήψη εξαιρετικών μέτρων κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος, οι δε ένοπλες δυνάμεις και τα τυχόν αναγκαία γι’ αυτές βοηθητικά σώματα, που αποκλειστικά έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα, δεν μπορούν να θεωρηθούν και ως αρμόδιες ή αρμόδια για την επί μονίμου βάσεως σε καιρό ειρήνης άσκηση του συνόλου των αστυνομικών καθηκόντων, όπως αυτά διαγράφονται στα άρθρα 4 έως 7 του ν. 1481/1984 και προσιδιάζουν, σύμφωνα με το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, σε πολιτικές υπηρεσίες.
Εξ άλλου, η ρητή υπαγωγή (άρθρο 2 § 5), του προσωπικού της στην απαγόρευση του άρθρου 23 § 2 του Συντάγματος τονίζει το χαρακτήρα της Ελληνικής Αστυνομίας ως πολιτικής υπηρεσίας και των υπηρετούντων σ` αυτήν ως πολιτικών υπαλλήλων, δεδομένου ότι η ρητή απαγόρευση της απεργίας αν επρόκειτο για στρατιωτικούς υπαλλήλους είναι περιττή, η δε θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 23 περί απαγορεύσεως της απεργίας ειδικώς στους δικαστικούς λειτουργούς και τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας εξυπακούει την ιδιότητα τους ως πολιτικών οργάνων του κράτους’[4].
Το Δικαστήριο εν προκειμένω υπερθεματίζει την αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας όχι μόνο παραβλέποντας το παρωχημένο της αναφοράς στη σημαντική αποστολή των ‘στρατιωτικών’ σε μία ειρηνική και δημοκρατική κοινωνία -πολλώ δε μάλλον της ενιαίας αναφοράς με τον όρο ‘στρατιωτικοί[6]’ τόσο των ενόπλων δυνάμεων όσο και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας-, αλλά και στηριζόμενο σε μία συνταγματική διάταξη η οποία έχει εν πολλοίς πανηγυρικό χαρακτήρα εφόσον συμβολίζει το πέρασμα στη δημοκρατία, ακόμα και των στρατιωτικών δυνάμεων του τόπου, ενώ είναι απολύτως σαφές ότι η ρητή απόδοση της Αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτα σε σχέση με τον κανόνα της προσυπογραφής του αρμόδιου Υπουργού και την άσκηση της γενικής πολιτικής της Χώρας από την Κυβέρνηση[7].
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι της ιδιαίτερης και εξέχουσας φύσης και αποστολής των υπαλλήλων των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας θέτει τις βάσεις για την πλήρη στεγανοποίησή τους έναντι των όποιων άλλων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν τα ίδια ‘ιδιαίτερα’ χαρακτηριστικά στο επάγγελμά τους. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά όπως προκύπτουν από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, είναι η απαγόρευση άλλης εργασίας, η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η πειθαρχία και η ιεραρχική δομή ως τρόπος οργάνωσης της υπηρεσίας[8], στοιχεία που κατά τρόπο ανάλογο ισχύουν και για τα ένοπλα σώματα ασφαλείας[9].
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά των επιμέρους χαρακτηριστικών που συνοδεύουν τη φύση και την αποστολή των υπαλλήλων των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αυστηρή οριοθέτηση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων στην πραγματικότητα είναι αν όχι σχετικοποιημένη, τουλάχιστον σοβαρά αμφισβητήσιμη.
Όσον αφορά την υποχρέωση αποκλειστικής απασχόλησης στην υπηρεσία, η οποία αποτελεί και το πιο κρίσιμο κριτήριο στο σκεπτικό του Δικαστηρίου -όχι μόνο στην εν λόγω απόφαση, αλλά και σε όλες τις σχετικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις του νόμου 4093/2012[10]-, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι σε καμία περίπτωση, η υποχρέωση αυτή, όπου προβλέπεται, δεν ισχύει απαρέγκλιτα.
Για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του νομοθετικού διατάγματος 1400/1973 ορίζει ότι η άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της άσκησης ιατρικού επαγγέλματος. Θα πρέπει, επομένως, να ομολογήσει κανείς ότι απόλυτη υποχρέωση αποκλειστικής άσκησης επαγγέλματος δεν υφίσταται για κανένα επάγγελμα ή λειτούργημα, ακόμη μάλιστα και όταν η απαγόρευση αυτή θεσπίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα[11]. Ενώ, αντίθετα, η κατόπιν άδειας άσκηση ιδιωτικού έργου του πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου[12], δε συνεπάγεται ότι η επί της αρχής απαγόρευση άσκησης ιδιωτικής εργασίας αναιρείται.
Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζει, όμως, και η αναφορά στην υποχρέωση παραμονής στο στράτευμα. Στο σημείο αυτό, δεν παραβλέπεται μόνο ότι η υποχρέωση παραμονής στην υπηρεσία βαραίνει και τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης[13], και άρα δεν πρόκειται για ένα αμιγώς χαρακτηριστικό των στρατιωτικών υπαλλήλων, αλλά και ότι η ίδια η υποχρέωση παραμονής έχει κριθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 του Συντάγματος και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη[14].
Ο απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ των δύο κατηγοριών υπαλλήλων κάμπτεται και σε ό, τι έχει να κάνει και με τη δομή των υπηρεσιών, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση ιεραρχική, καθώς και σχετικά με το ζήτημα της υποχρέωσης υπακοής των κατωτέρων προς τους ανώτερους[15].
Με τα εν λόγω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία συνεπάγεται η ιδιαίτερη αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, συμπεραίνεται ότι οι υπηρετούντες σε αυτά τελούν υπό ιδιαίτερο εξουσιαστικό καθεστώς[16], το οποίο δικαιολογείται αν ακολουθήσει κανείς την αντίστροφή συλλογιστική πορεία.
‘Η ειδική αυτή σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος συνεπάγεται αυξημένες υπηρεσιακές και εξωυπηρεσιακές υποχρεώσεις και δικαιολογεί τις απολύτου χαρακτήρα απαγορεύσεις της απεργίας των στρατιωτικών και των εκδηλώσεών τους υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, που επιβάλλονται από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, περαιτέρω δε καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, οι οποίοι δεν θα ήταν ανεκτοί εάν επιβάλλονταν στους λοιπούς πολίτες, όπως του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και επαγγελματικής ελευθερίας, του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Ειδικότερα, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κατά την άσκηση των ατομικών τους δικαιωμάτων, υπόκεινται, πέραν των γενικών περιορισμών που επιβάλλει ο νόμος, και σε ειδικότερους πρόσθετους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις, εφόσον, βεβαίως, δεν οδηγούν σε κατ’ ουσία αναίρεση του αντιστοίχου δικαιώματος’[17].
Το πρώτο και γενικό σχόλιο που μπορεί να γίνει σε αυτό το σημείο είναι η συστηματική παράλειψη σε όλο το κείμενο της απόφασης του όρου της εκούσιας[18] ή ηθελημένης[19] ειδικής σχέσης εξουσίασης στην οποία βρίσκονται με το κράτος οι υπάλληλοι των ενόπλων δυνάμεων και των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας, σχέση η οποία σαφώς αντιδιαστέλλεται με άλλες μορφές ειδικών σχέσεων εξουσίασης, όπως είναι αυτή των στερημένων της ελευθερίας τους κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης της χώρας[20].
Η ειδική αυτή σχέση εξουσίας καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Παραδόξως, η υποχρέωση λήψης προηγούμενης άδειας για δημοσίευση γνώμης των υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχει κριθεί έως τώρα από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι συνιστά επιτρεπτό περιορισμό του δικαιώματος της έκφρασης, αλλά ότι αντίθετα αντιβαίνει στο άρθρο 14 Συντάγματος, όπως και στο άρθρο 10 της Σύμβασης της Ρώμης[21]. Ενώ, η ίδια προστασία παρέχεται και για το δικαίωμα της συνένωσης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου κρίνεται ότι η αντίστοιχη ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 12 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ[22]. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
‘Η αρχή, άλλωστε, της ισότητος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιβάλλει στον νομοθέτη να μην δημιουργεί ρήγματα στην καθολικότητα των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκτός εάν το ίδιο το σύνταγμα εισήγαγε προσόντα προς άσκηση κάποιου δικαιώματος ή εάν η εις βάρος κάποιου αναστολή ή στέρηση κάποιου ατομικού δικαιώματος επιτρέπεται. […]Το Σύνταγμα, εκτός από τις διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζει την κομματική ουδετερότητα των στρατιωτικών, (άρθρ. 29 § 3 ), τα κωλύματα εκλογιμότητός τους (άρθρο 56 §§ 1, 3 και 4) και την υπαγωγή τους στην δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων (άρθρο 96 § § 4 και 5), δεν περιέχει καμιά άλλη ρύθμιση, γενική ή ειδική, για τα συνταγματικά δικαιώματα των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις[23]’.
Η αντιστροφή, όμως, αυτή της αντίληψης περί της γενικής αρχής της ισότητας που συντελείται στην υπό σχολιασμό απόφαση, η οποία αποκτά μία ιδιότυπη προστατευτική λειτουργία των όσων ‘αποδεδειγμένα’ δεν τελούν σε όμοια κατάσταση με τους υπόλοιπους, λαμβάνει χώρα προκειμένου να υποστηριχθεί υπέρ αυτών η ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση, ως ανταμοιβή για την ιδιαίτερη θέση στην οποία τελούν, αλλά και τον ρόλο που επιτελούν.
Παρόλο, λοιπόν, που το Δικαστήριο με μία πρώτη ανάγνωση φαίνεται να κάνει έλεγχο αναλογικότητας, στην πραγματικότητα η εφαρμογή της γενικής αρχής της ισότητας είναι αυτή που έχει τον πρώτο ρόλο και διαπνέει όλη την έκταση του δικανικού συλλογισμού. Επιπλέον, η εφαρμογή της συνδέεται και με την οικονομική διάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτή της αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία φαίνεται να μεταβάλλεται ποιοτικά και ποσοτικά ανάλογα με την ‘κατηγορία’ των υπαλλήλων.
Τα ελάχιστα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης που αφορούν τη ‘γενική’ κατηγορία των εργαζομένων[24], δίνουν τη σκυτάλη στην επαρκή αξιοπρεπή διαβίωση των ‘στρατιωτικών’, η οποία βρίσκει απολύτως σύμφωνη την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εφόσον δεν διατυπώνεται καμία μειοψηφούσα γνώμη, ενώ συμβαίνει το αντίθετο στην απόφαση σχετικά με τις αποδοχές των μελών ΔΕΠ, όπου εμφανίζεται μία πολύ ισχυρή μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία το μη ικανοποιητικό ύψος των αποδοχών, δε συνιστά όρο διακινδύνευσης, δηλαδή δεν ξεπερνά τα όρια της ελάχιστης αξιοπρεπούς διαβίωσης και πάντως είναι υψηλότερο σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στον πληθυσμό της χώρας[25].
Ο τρόπος μεταχείρισης, επομένως, του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης από το Δικαστήριο φαίνεται να σκιαγραφεί μία συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική δομή μεταξύ των μελών της κοινωνίας μας και προοιωνίζει μια αντίληψη, η οποία διασπά την κοινωνία σε πολλαπλά στρώματα με διακριτούς ρόλους, διαφορετικά προνόμια και κυρίως, στεγανά και αυστηρή οριοθέτηση. Ευχής έργον αποτελεί ο τρόπος αυτός ανάγνωσης της νεότερης νομολογίας του Δικαστηρίου να διαψευσθεί, έως τότε όμως, η τακτική αυτή δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί αρνητικά και μάλιστα, ιδίως, εάν ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση μπορούσε να ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική οδό.
Τέλος, σαν μία γενικότερη σκέψη, αξίζει να αναφερθεί ότι η σύγκριση με σκοπό την ανεύρεση της διαφορετικότητας ή/και της ‘ανωτερότητας’, ήτοι της ύψιστης αποστολής, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος κανενός εν τέλει και πολύ περισσότερο, ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και της ομαλής συμβίωσης του συνόλου των πολιτών της κοινωνίας μας.
[1] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 6.
[2] Για λόγους κυρίως επεκτατικής εφαρμογής της γενικής αρχής της ισότητας, όπως ΣτΕ 3587/1997 όπου το ζήτημα που εξετάζεται είναι η επέκταση του στεγαστικού επιδόματος των ενόπλων δυνάμεων στην Ελληνική Αστυνομία, ομοίως και ΣτΕ 3604/1998, 466/1999.
[3] ΟλΣτΕ 2192/2014, ενδ. σκ. 11, σκ. 23 ‘των στρατιωτικών (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας)’.
[6] Πρβλ ΟλΑΠ 03/2012, όπου για την ίδια κατηγορία εργαζομένων χρησιμοποιείται ο όρος ‘υπηρετούντες’.
[7]Ν. Αλιβιζάτος, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Η Αρχή του πολιτικού ελέγχου, δημοσιεύματα Συνταγματικού Δικαίου, τ.4, διεύθυνση: Α. Μάνεσης, Δ. Θ. Τσάτσος, Γ. Παπαδημητρίου, Α. Μανιτάκης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987, σελ. 38 επ. και 89 επ.
[8] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 8.
[9] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 9 και 10.
[10] ΟλΣτΕ 2192/2014 σκ. 12, βλ. και Ειδ. Δικ. 88/2013, σκ. 9, καθώς και ΟλΣτΕ 4741/2014, σκ. 13 και 24.
[11] Άρθρο 89 παράγραφος 2 του Συντάγματος: ‘Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη [...] του διδακτικού προσωπικού ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων…’
[11] Άρθρο 89 παράγραφος 2 του Συντάγματος: ‘Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη [...] του διδακτικού προσωπικού ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων…’
[12] Άρθρο 31 επ. του ν. 3528/2007.
[13] Ε. Σπηλιωτόπουλος, Χ. Χρυσανθάκης, Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, 7η έκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 169 επ.
[14] ΣτΕ 1571/2010 Γ’ τμ., η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του νομοθετικού διατάγματος 1400/1973 κρίθηκε ότι αντίκειται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (σκ. 5), ενώ η μειοψηφία υποστήριξε ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 του Συντάγματος (σκ. 4).
[14] ΣτΕ 1571/2010 Γ’ τμ., η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του νομοθετικού διατάγματος 1400/1973 κρίθηκε ότι αντίκειται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (σκ. 5), ενώ η μειοψηφία υποστήριξε ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 του Συντάγματος (σκ. 4).
[15] Βλ. αναλυτ. Ε. Σπηλιωτόπουλος, Χ. Χρυσανθάκης, όπ.π., σελ 107 επ.
[16] Παρόλο που από το Δικαστήριο έχει κριθεί πολλές φορές ότι οι υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία είναι στρατιωτικοί υπάλληλοι, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά που για να τεκμηριώσει την εν λόγω θέση του συνδέει τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών ευθέως και ρητά με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, βλ. ενδ. ΣτΕ 3587/1997, 466/1999, 3604/1998, 2649/1987.
[16] Παρόλο που από το Δικαστήριο έχει κριθεί πολλές φορές ότι οι υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία είναι στρατιωτικοί υπάλληλοι, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά που για να τεκμηριώσει την εν λόγω θέση του συνδέει τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών ευθέως και ρητά με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, βλ. ενδ. ΣτΕ 3587/1997, 466/1999, 3604/1998, 2649/1987.
[17] ΟλΣτΕ 2192/2014, σκ. 11.
[19] ΟλΑΠ 2225/2013 και 03/2012.
[20] Χ. Χατζή, Η φυλάκιση ως ειδική σχέση εξουσίασης, δικαιώματα υπό σκιά, Το Σύνταγμα, 1995, σελ. 287 επ
[21] ΣτΕ 251/2001, σκ. 9, βλ. και όμοιες: ΣτΕ 573/2005 και 1802/1986.
[22] ΟλΑΠ 03/2012.
[23] ΟλΑΠ 03/2012.
[25] ΟλΣτΕ 4741/2014, σκ. 24.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου