Παθητική δωροδοκία κατ' εξακολούθηση από υπάλληλο, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, Έννοια υπαλλήλου, Νόμος αντισυνταγματικός, Ne bis in idem, Δεδικασμένο από αλλοδαπές αποφάσεις, Αντικατάσταση προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους
(...) Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, μετά την τροποποίηση -έστω και για λίγες ημέρες- του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ, η πράξη της παθητικής δωροδοκίας και κατά συνέπεια και αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που του αποδίδεται ότι τέλεσε ως υπάλληλος, κατέστη ανέγκλητη. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος, διότι η υποπαρ. ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν 4254/2014, με την οποία απαλείφθηκε λόγω παραδρομής η μέχρι τότε υφιστάμενη περ. δ' του άρθρου 263Α ΠΚ, σε συνδυασμό με την επαναφορά της σε ισχύ με το Ν 4262/2014, κρίνεται ότι εισάγει διάταξη αντίθετη με τα άρθρα 47 παρ. 3 και 4 και 26 του Συντ. και ως τέτοια το Συμβούλιο αυτό έχει υποχρέωση, κατ' άρθρο 93 παρ. 4 του Συντ., να μην την εφαρμόσει. Ειδικότερα, με την υποπαράγραφο αυτή εισήχθη νόμος που κατ' αποτέλεσμα αμνήστευσε όλα τα εγκλήματα (μεταξύ των οποίων κακουργήματα και όχι ήσσονος σημασίας πράξεις), τα οποία τέλεσαν υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ, πράξεις που δεν αφορούν σε πολιτικά εγκλήματα. Με τον τρόπο όμως αυτό, παρασχέθηκε νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών και δημιουργήθηκε μία sui generis αμνήστευση όλων των σχετικών εγκλημάτων, κάτι το οποίο, εκτός του ότι αντίκειται στη βούληση του νομοθέτη, δεν αποτέλεσε ούτε επιλογή του στο πλαίσιο της κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής. Κατόπιν τούτων, εφόσον το Συμβούλιο έκρινε ως πρόδηλα αντισυνταγματικό τον ως άνω νόμο, δεν τίθεται θέμα κρίσης του για την υπαγωγή ή όχι της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου σύμφωνα με την περ. γ' του άρθρου 263Α ΠΚ. Περαιτέρω, αντικαθίσταται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής εγγυοδοσίας ποσού 3.000.000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισής του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του. Συγκεκριμένα, κρίνεται ότι η επί επταμήνου σχεδόν προσωρινή του κράτησή επέδρασε θετικά επ' αυτού, παρέχοντας όχι μόνο την ελπίδα αλλά και την εύλογη προσδοκία ότι έχει ασκήσει ευεργετική επίδραση στη συμπεριφορά του ώστε να τον αποτρέψει από κάθε έκνομη ενασχόληση και παραβατική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και αυτή της συσκότισης και παρεμπόδισης του έργου της ανάκρισης που βρίσκεται στο πέρας της. Με βάση τα δεδομένα αυτά, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν έχει πλέον την ιδιότητα του υπαλλήλου και πως μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία πλέον στο στάδιο αυτό η συνέχιση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος.
Η μη γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 286 παρ. 2 ΚΠΔ «εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του Ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση». Η προσφυγή που προβλέπεται στο άρθρο 286 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο και επομένως, σχετικά με τις διατυπώσεις άσκησής του, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 ΚΠΔ (Α. Κονταξής, ΚΠΔ, εκδ. Α', Σάκκουλα 2006, σελ. 1860), σύμφωνα δε με το τελευταίο άρθρο «με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον Προϊστάμενο της Προξενικής Αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σε εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται ...». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 296 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 Ν 3811/2009, «ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Η επιβολή των περιοριστικών όρων διέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές της «μη υπέρβασης του υπέρμετρου», της «αναλογίας» και της «αναγκαιότητας» (Θ. Δαλακούρας, Μελέτες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου: Αρχή της Αναλογικότητας και Μέτρα Δικονομικού Καταναγκασμού, σελ. 323). Τέλος, κριτήριο συνερευνώμενο για την πρόκριση και την επιλογή περιοριστικών όρων, αποτελεί ο βαθμός προσαρμογής του κατηγορουμένου στις εκδηλώσεις της έννομης τάξης, όπως αυτό μπορεί να διαγνωσθεί κατά περίπτωση, από την ύπαρξη σταθερής εργασίας του, οικογένειας, κατοικίας γνωστής και με κάποιο βαθμό σταθερότητας (ΕγκΕισΑΠ 4/2010 ΠοινΔικ 2011, 176), δεσμών με το κοινωνικό περιβάλλον κ.λπ.
Στην προκειμένη υπόθεση, κατόπιν της Ω2010/7 παραγγελίας μας, ασκήθηκε ποινική δίωξη μεταξύ άλλων και κατά του προσφεύγοντος, Σ.Ε., για τις πράξεις: 1) ενεργητικής δωροδοκίας από κοινού κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου υπό ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις (ειδικότερες συνθήκες εγκληματικής δράσης, μακρός χρόνος τέλεσης, αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) με επιτευχθέν παράνομο όφελος που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, 2) παθητικής δωροδοκίας εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και 3) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα (13 περ. στ', 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1α', 94 παρ. 1, 98, 235, 236, 263Α ΠΚ -ως το άρθρο 235 και 236 ίσχυε με την επιεικέστερη μορφή του μετά την αντικατάστασή του με το Ν 2802/2000-, 1 παρ. 1 Ν 1608/1950, άρθρων 1α' περ. αιβ', αιζ', β', 2 παρ. 1 εδ. β'-α' Ν 2331/1995 -ως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν 3424/2005-, άρθρων 1α' i, δδ', ii, β', 2 παρ. 1 β'-α', του ίδιου νόμου ως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το Ν 3424/2005 έως την κατάργησή τους με το Ν 3691/2008, άρθρων 2 παρ. 1, 2, 3 περ. γ', ιθ', ως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του Ν 4042/2012, 45 παρ. 1γ'-α', ε', 2, 4 Ν 3691/2008). Μετά την απολογία του, επεβλήθη σ' αυτόν προσωρινή κράτηση, δυνάμει του υπ' αριθ. 1/2014 εντάλματος του Ανακριτή Ν 4022/2011 του Πρωτοδικείου Αθηνών, Γ.Μ. Μετά την άσκηση της από 16.4.2014 αίτησης του προσφεύγοντος, για άρση, άλλως αντικατάσταση της κρατήσεώς του με περιοριστικούς όρους, εκδόθηκε η υπ' αριθμ 37/2014 Διάταξη του ως άνω Ανακριτή, που απέρριψε την αίτηση.
Στον προσφεύγοντα κατηγορούμενο Σ.Ε. αποδόθηκαν οι παρακάτω κατηγορίες: Α. Παθητική δωροδοκία: Στην Αθήνα, κατά παράβαση των καθηκόντων του, το Δεκέμβριο 1999, μετά τον διορισμό του στα ... με την ιδιότητα του Προέδρου και Γενικού Διευθυντή, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ζήτησε και έλαβε υπόσχεση ωφελημάτων (χρημάτων), προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά του, ωφελήματα, που τελικά έλαβε στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του ελληνικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα Ι) Την 15.2.2000, υπεγράφη η υπ' αριθ. .../2000 σύμβαση του Πολεμικού Ναυτικού για την κατασκευή τριών νέων υποβρυχίων τύπου 214 με δικαίωμα ενός ακόμη option (3+1) [Σύμβαση «...»], συνολικής αξίας 1.385.277.117 ευρώ, με κύριο ανάδοχο τα ... και κύριο υποκατασκευαστή τη γερμανική κοινοπραξία ..., κατόπιν εγκρίσεως της υλοποίησης από τη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών (ΓΔΕ) του προγράμματος ναυπήγησης τριών νέων υποβρυχίων και ενός option (3+1) με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσής του, ως προγράμματος συμπαραγωγής, στην εταιρία ..., σε συνεργασία με τα Γερμανικά Ναυπηγεία ..., με την υπ' αριθ. Φ.604.2/3217 από 11.12.1998 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Α.Τ., η οποία εγκρίθηκε, εν συνεχεία, με την από 26.7.1999 απόφαση του ΚΥΣΕΑ. ΙΙ) Την 31.5.2002, καταρτίστηκε η υπ' αριθ. 021Β/2002 σύμβαση του Πολεμικού Ναυτικού για τη γενική επισκευή τριών υποβρυχίων τύπου 209 και ενός option (3+1) [Σύμβαση «...»], συνολικής αξίας 826.173.947 ευρώ, με κύριο ανάδοχο τα ... και κύριο υποκατασκευαστή τη γερμανική κοινοπραξία ..., κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, με την υπ' αριθ. Φ.604.3/217.110/Σ705/30.5.2002/ΥΠΕΘΑ/ ΓΔΕ/ΔΠΕ/ΤΝΕ απόφαση, της υλοποίησης του Προγράμματος Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής και Γενικής Επισκευής των τεσσάρων (4) Υποβρυχίων (Υ/Β) κλάσης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ» τύπου 209 με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσής του, ως προγράμματος συμπαραγωγής στην εταιρία ... σε συνεργασία με τα Γερμανικά Ναυπηγεία ..., αλλά και οι υπ' αριθ. 8/2000 και 13/2002 συμβάσεις Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων (Α/Ω), ως απόρροια των παραπάνω κυρίων συμβάσεων αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη σύμβαση (προμήθεια υποβρυχίων) το Ελληνικό Δημόσιο/ΥΠΕΘΑ/ΓΔΑΕΕ ανέθεσε στα ... (κύριο ανάδοχο) την κατασκευή τριών συν ενός (3+1) Υ/Β τύπου 214 με κύριο υποκατασκευαστή τη γερμανική κοινοπραξία .... Το κόστος κατασκευής των Υ/Β (βασική τιμή κυρίας σύμβασης) προσδιορίστηκε στο ποσό του 1.385.277.117 ευρώ. Η υπ' αριθ. 012Β/2000 σύμβαση υπογράφτηκε την 15.2.2000 μεταξύ των: 1) Ι.Σ., υπό την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Εξοπλισμών του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με την υπ' αριθ.Φ604.2/408293/Σ.103/11.2.2000/ ΥΠΕΘΑ /ΓΔΕ /ΔΠΕ /ΤΝΕ κατακυρωτική απόφαση [: αγοραστής] και του Σ.Ε., για λογαριασμό της εταιρίας «...» [κύριος ανάδοχος]. Για τεχνικούς λόγους και λόγω του ότι τα ... δεν διέθεταν την κατάλληλη τεχνολογία και εξοπλισμό, με την ανωτέρω σύμβαση δόθηκε, περαιτέρω, το δικαίωμα στον κύριο ανάδοχο να συνάπτει συμβάσεις με τρίτους που διαθέτουν τη συγκεκριμένη τεχνολογία, τεχνογνωσία και εξοπλισμό. Κατόπιν αυτού τα ... υπέγραψαν δύο υποσυμβάσεις: α) τη Σύμβαση υπ' αριθ. Υ2341/ ΣΥΜΒΑΣΗ Α' και β) τη Σύμβαση υπ' αριθ. Υ2342/ΣΥΜΒΑΣΗ Β' με την κοινοπραξία ... [: κύριος υποκατασκευαστής]. Η Σύμβαση Α' αφορά στην κατασκευή ενός Υ/Β τύπου 214 στο Κίελο της Γερμανίας, του οποίου η βασική συμβατική τιμή κατόπιν διορθώσεως ανέρχεται στο ποσό των 366.710.322 ευρώ (τροπ. No 4). Η εν λόγω σύμβαση υπεγράφη την 15.2.2000 από 1) τον αιτούντα Σ.Ε., Γενικό Διευθυντή των ... [: κύριος ανάδοχος], 2) D.R., Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και W.F., Διευθυντή της εταιρίας ..., 3) H.H. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και H.M. Διευθυντή της εταιρίας ... Η Σύμβαση Β' αφορά στην κατασκευή δύο συν ενός (2+1 option) Υ/Β τύπου 214 στις εγκαταστάσεις των ..., των οποίων η βασική συμβατική τιμή κατόπιν διορθώσεως ανέρχεται στο ποσό των 771.990.807 ευρώ (τροπ. No. 4). Η εν λόγω σύμβαση υπεγράφη την 15.2.2000 από 1) τον αιτούντα Σ.Ε., Γενικό Διευθυντή των ... [: κύριος ανάδοχος ], 2) D.R., Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και W.F., Διευθυντή της εταιρίας ..., 3) H.H. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και H.M. Διευθυντή της εταιρίας ... Στο άρθρο 33 της υπ' αριθ. 012Β/2000 Σύμβασης, προβλέπεται το δικαίωμα προαίρεσης (option) ο οποίο παρέχεται στον αγοραστή. Στην παρ. 3 του εν λόγω άρθρου αναφέρεται ότι η συνολική βασική τιμή του Υ/Β option που θα κατασκευαστεί στην Ελλάδα, ανέρχεται στο ποσό των 383.959.736 ευρώ χωρίς κρατήσεις, ποσό το οποίο συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων 6,397% ανέρχεται σε 409.042.050 ευρώ. Το εν λόγω δικαίωμα προαίρεσης (option) ασκήθηκε με την υπ' αριθ. 3 τροποποίηση της σύμβασης 012Β/2000 την 31.5.2002 με συμβαλλόμενους: 1) τον Γενικό Διευθυντή της ΓΔΕ του ΥΠΕΘΑ Σ.Τ., για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. Φ604.2/408293/ Σ.103/11.2.2000/ΥΠΕΘΑ/ΓΔΕ/ΔΠΕ/ΤΝΕ απόφαση και 2) τον αιτούντα Σ.Ε. ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο των ... Όσον αφορά τη δεύτερη σύμβαση (εκσυγχρονισμός και επισκευή υποβρυχίων), το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ανέθεσε στα ... (κύριο ανάδοχο) τον εκσυγχρονισμό και τη γενική επισκευή τριών συν ενός (3+1) Υ/Β κλάσεως Ποσειδών τύπου 209, σύμφωνα με την υπ' αριθ. Φ.604.3/217.110/Σ705/30.5.2002/ΥΠΕΘΑ/ΓΔΕ/ΔΠΕ/ΤΝΕ απόφαση. Το κόστος του εκσυγχρονισμού και γενικής επισκευής των Υ/Β (βασική τιμή κυρίας σύμβασης) προσδιορίστηκε στο ποσό των 826.173.947 ευρώ. Έτσι, την 31.5.2002 υπεγράφη η υπ' αριθ. 021Β/2002 σύμβαση του Πολεμικού Ναυτικού για τη γενική επισκευή τριών υποβρυχίων τύπου 209 και ενός option (3+1) [Σύμβαση «...»], μεταξύ των α) Σ.Τ. για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου και β) του Σ.Ε. για λογαριασμό των ... Στο πλαίσιο της σύμβασης 021Β/2002, υπεγράφη, την 31.5.2002, η σύμβαση υπ' αριθ. Υ-3411/ΣΥΜΒΑΣΗ Α' μεταξύ των: 1) του Σ.Ε., Γενικού Διευθυντή των ... (κύριος ανάδοχος), 2) H.H., μέλους του Δ.Σ. και W.F., Διευθυντή της εταιρίας ... και 3) F.S., μέλους του Δ.Σ. και H.M., Διευθυντή της εταιρίας ... (κύριος υποκατασκευαστής). Υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου, δεδομένου ότι τα ... μέχρι τα μέσα 2002 ανήκαν και χρηματοδοτούνταν από την ΕΤΒΑ ΑΕ, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, με κύριο μέτοχο την ίδια την ΕΤΒΑ (51%), που κατείχε την πλειοψηφία εξάλλου στο Διοικητικό Συμβούλιο (4 σύμβουλοι επί συνόλου 7), και προκειμένου να προβεί στις αναγόμενες στα καθήκοντά του άνω ενέργειες για την ανάθεση της προμήθειας και εκσυγχρονισμού των ανωτέρω υποβρυχίων στην ως άνω γερμανική κοινοπραξία, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζήτησε και έλαβε υπόσχεση, τον Δεκέμβριο του 1999, μετά τον διορισμό του στα ... υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Γενικού Διευθυντή, και πάντως πριν τις ενέργειες αυτές και πριν την κατάρτιση των άνω συμβάσεων, ότι θα λάβει από την προμηθεύτρια εταιρία ... ωφελήματα (χρήματα) που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ τουλάχιστον. Τα ποσά αυτά πράγματι έλαβε στη συνέχεια, πριν και μετά την κατάρτιση των συμβάσεων, και συγκεκριμένα: α) Στις 10.4.2000 έλαβε το ποσό των 1.000.000 ευρώ, το οποίο δόθηκε από το συγκατηγορούμενό του Μ.Μ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας ..., και εμπορικό αντιπρόσωπο της ως άνω γερμανικής κοινοπραξίας στην Ελλάδα, στο Γ.Α. δικηγόρο του, ο οποίος το παρέδωσε στον Σ.Ε., β) στις 4.1.2002 έλαβε το ποσό των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο εμβάσθηκε από τον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της UBS με δικαιούχο την εταιρία ... συμφερόντων του Μ.Μ. στον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της UBS με δικαιούχο την εταιρία ... συμφερόντων δικών του, γ) στις 24.7.2002 έλαβε το ποσό των 1.390.603 ευρώ, το οποίο εμβάσθηκε από τον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της UBS με δικαιούχο την εταιρία ... συμφερόντων του ως άνω Μ.Μ. στον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της UBS με δικαιούχο την εταιρία ... συμφερόντων Σ.Ε., δ) τον Οκτώβριο 2002 έλαβε το ποσό των 17.276.000 ευρώ, το οποίο εμβάσθηκε από τραπεζικό λογαριασμό της προμηθεύτριας εταιρίας ... σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας ..., συμφερόντων Σ.Ε. Το συνολικό όφελος των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ που αποκόμισε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 150.000 ευρώ, με αντίστοιχη ισόποση, τουλάχιστον, ζημία του ελληνικού Δημοσίου.
Β. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα: Στον παραπάνω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.2000 έως σήμερα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση προέβη σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι κατέστη δικαιούχος περιουσίας, που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσής της, διαπράττει δε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα. Συγκεκριμένα: α) Κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό Α' πράξη, έλαβε στους παραπάνω λογαριασμούς του το συνολικό ποσό των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ, που προέρχεται από την αναφερόμενη στην υπό Α' πράξη εγκληματική του δραστηριότητα, ήτοι την παθητική δωροδοκία εκ μέρους του από τον Μ.Μ. και την ως άνω γερμανική προμηθεύτρια εταιρία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή του, προσδίδοντας νομιμοφάνεια στα εμβάσματα αυτά, ότι δηλαδή αυτά δήθεν έλαβαν χώρα στα πλαίσια κάποιας νόμιμης συναλλαγής του, ενώ στην πραγματικότητα αφορούσαν στην παραπάνω εγκληματική του δραστηριότητα. β) Το Μάρτιο του έτους 2006 έως σήμερα, ενεργώντας από κοινού με τον Ε.Ε., με πρόθεση μετέτρεψε και κατέχει περιουσία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή της, συγκεκριμένα δε προέβη, διά της εταιρίας με την επωνυμία «...», δικαιούχος της οποίας ήταν ο αδελφός του Ε.Ε. και αληθινός ιδιοκτήτης ο κατηγορούμενος Σ.Ε., στην τοποθέτηση μέρους της ανωτέρω αναφερόμενης περιουσίας, προερχόμενης από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας του ιδίου του αιτούντα, (τουλάχιστον 2.404.430,82 ευρώ), μέσω της αγοράς από την παραπάνω εταιρία, με το υπ' αριθ. .../13.3.2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. συζύγου Ν.Π. το γένος Φ.Α., ενός οικοπέδου 905,80 τμ εντός του οποίου υφίσταται διώροφη μεθ' υπογείου οικία. γ) Τον Απρίλιο του έτους 2000 έως σήμερα, ενεργώντας από κοινού με τον Γ.Α., με πρόθεση μετέτρεψε και κατέχει περιουσία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή της, συγκεκριμένα δε προέβη στην αγορά της εταιρίας «...» και του ακινήτου του οποίου αυτή ήταν ιδιοκτήτρια, με τοποθέτηση μέρους της ανωτέρω αναφερόμενης περιουσίας, προερχόμενης από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας του ιδίου του αιτούντα, ήτοι του ποσού των 1.000.000 ευρώ, που έλαβε την 10.4.2000. Τις ανωτέρω πράξεις διέπραξε κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Ο Σ.Ε. έχει προβάλει τους παρακάτω ισχυρισμούς:
Α. Κατάργηση της υπαλληλικής του ιδιότητος ως Γενικού Διευθυντή των ... αναδρομικά. Κατόπιν της επελθούσης με τον Ν 4254/2014 απάλειψης του εδαφίου δ' από το άρθρο 263Α ΠΚ και της αναδρομικής εφαρμογής του, κατ' άρθρον 2 ΠΚ, δεν φέρει την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α ΠΚ. Ειδικότερα με την υποπαράγραφο ΙΕ.12. άρθρου πρώτου Ν 4254/2014 (ΦΕΚ Α' 85/7.4.2014) αντικατεστάθη το άρθρο 263Α ΠΚ και ειδικότερα το εδάφιο δ' αυτού το οποίο ανέγραφε «Σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις» αντικατεστάθη ως εξής: «δ) σε όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Έτσι η υπαλληλική ιδιότητα του κατηγορουμένου, προκύπτουσα από την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή των ..., τα οποία κατά το κατηγορητήριο «μέχρι τα μέσα του 2002 ανήκαν και χρηματοδοτούνταν από την ΕΤΒΑ ΑΕ ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου με κύριο μέτοχο την ίδια την ΕΤΒΑ (51%) που κατείχε την πλειοψηφία εξ άλλου στο Διοικητικό Συμβούλιο», δεν υφίσταται, αφού η απάλειψη του εδαφίου δ' -ως ίσχυε προ της τροποποίησης- αποτελεί ευμενέστερη ρύθμιση προς όφελος του κατηγορουμένου, καταργώντας αναγκαίο όρο του αξιοποίνου. Αποτέλεσμα αυτού είναι η εναντίον του αποδιδόμενη πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας (235 ΠΚ) να μην είναι πλέον αξιόποινη αναδρομικώς. Ακόμη η υπαλληλική ιδιότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στο εδ. γ' του άρθρου 263Α ΠΚ, το οποίο αναγράφει «σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκηση τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης» και τούτο για τους εξής λόγους: Ναι μεν η ΕΤΒΑ συμμετείχε στη διοίκηση των ..., πλην όμως δεν ήταν ιδρυτικό πρόσωπο των ..., καθόσον τα ... δεν είχαν ιδρυθεί από το Δημόσιο, ούτε από νομικά πρόσωπα των προηγουμένων εδ. α' και β' του 263Α ΠΚ, δηλαδή δεν είχαν ιδρυθεί από επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο κράτος, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κοινής ωφελείας ή τράπεζες της ημεδαπής, διότι όταν ιδρύθηκαν ήταν μία καθαρά ιδιωτική ανώνυμη εταιρία, η οποία μεταγενεστέρως αποκτήθηκε από την ΕΤΒΑ. Σύμφωνα δε με το καταστατικό των ..., η εν λόγω εταιρία, ιδρύθηκε υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «...» το 1958 από τον εφοπλιστή Σ.Ν., για λογαριασμό του, χωρίς τη συμμετοχή του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου του δημοσίου τομέα στο Δ.Σ. της. Σκοπός της ήταν «η ίδρυση, αγορά, μίσθωση και εκμετάλλευση εργοστασίων και επισκευών πλοίων, σκαφών και παντός πλωτού μέσου ως και εν γένει η εκτέλεση της από 12.9.1956 συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Σ.Ν., υπογραφείσης και κυρωθείσης διά του ΝΔ 3593/1956, η αγορά και πώλησις παντός είδους πλοίου ή πλωτού εν γένει μέσου ή εξαρτημάτων αυτών, η διενέργεια πάσης συναφούς προς τον άνω σκοπό πράξεως». Σκοπός και αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως ήταν η υπό του αναδόχου (Σ.Ν.) μερίμνη, ευθύνη και διά λογαριασμόν αυτού ίδρυσις και λειτουργία εργοστασίου επισκευών πλοίων, σκαφών και παντός πλωτού μέσου μετά ή άνευ τμήματος ναυπηγήσεων ή εργοστασίου κατασκευών (ναυπηγήσεων) πλοίων, σκαφών και παντός πλωτού μέσου, μετά ή άνευ τμήματος επισκευών. Επομένως όταν ιδρύθηκε ήταν μία καθαρά ιδιωτική εταιρία, η οποία μετά πάροδο τριάντα ετών αποκτήθηκε από την ΕΤΒΑ ΑΕ, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου (ΝΔ 1369/1973) χωρίς ποτέ να αποτελέσει ή να μεταβάλει τον νομικό χαρακτήρα της, παρέμεινε δε πρωτίστως μία επιδοτούμενη από το Ελληνικό Δημόσιο ανώνυμη εταιρία.
Β. Η διάταξη 590 Js 64276/05 του Εισαγγελέως του Κιέλου απαλλάσσει τον αιτούντα της κατηγορίας της δωροδοκίας. Με την υπ' αριθ. 590 Js 64276/05 Διάταξη του Εισαγγελέως του Κιέλου, έπαυσε η ποινική διαδικασία που είχε εκκινήσει στη Γερμανία εναντίον του Σ.Ε. και δύο ακόμη προσώπων (S. και B.) και αφορούσε τα αυτά ακριβώς πραγματικά περιστατικά δωροδοκίας που ερευνώται και εδώ, δηλ. δωροδοκία σε σχέση με την υπόθεση των Ναυπηγείων. Στην ως άνω απόφαση, η Εισαγγελία Κιέλου αποφαίνεται, κατ' εφαρμογή της παρ. 170 εδ. 2 της γερμανικής Ποινικής Δικονομίας, ότι «δεν υφίστανται ενδείξεις δωροδοκίας όσον αφορά τον Σ.Ε., αφετέρου θεωρεί την επίμαχη αμοιβή του "εύλογη και προσήκουσα", κατά τα συνήθη σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της αμοιβής, όπως την βελτίωση της θέσης της εταιρίας στην αγορά και τις αναμενόμενες να ακολουθήσουν παραγγελίες». Επί λέξει η σχετική περικοπή της εισαγγελικής Διάταξης έχει ως εξής: «Δεν υφίστανται πραγματικές ενδείξεις διά παθητική και ενεργητική δωροδοκία σε εμπορική διαδικασία. Στο βαθμό που οι πληρωμές αφορούσαν τον κατηγορούμενο Ε. (πλην της πληρωμής στον κ. B.), δεν υφίσταται εμπορική συναλλαγή κατά την έννοια του εδαφίου 299 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Τα ... και η ... δεν έχουν υπάρξει εμπορικοί συνέταιροι κατά την έννοια μίας αμφοτεροβαρούς συναλλαγής (δηλαδή μεταξύ αγοραστού και πωλητού). Στην πραγματικότητα έχουν συνεργασθεί προκειμένου να κατασκευάσουν υποβρύχια κατ' εντολήν της Ελλάδος». Τα ανωτέρω έχουν ιδιαίτερη σημασία, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας (άρθρο 82 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), που καθιερώνει την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών. Υπό το κράτος της Συνθήκης της Λισαβόνας που έχει υπέρτερη ισχύ και κατ' εφαρμογή της «αρχής» της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, οι έννομες συνέπειες της παρ. 170 εδ. 2 της γερμανικής Ποινικής Δικονομίας έχουν άμεση και πλήρη αναγνώριση σε όλη την έκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος. Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 (πρώην άρθρο 31 της ΣΕΕ) του Κεφαλαίου 4 υπό τον τίτλο «Δικαστική Συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» της ΣΛΕΕ. «1. Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και περιλαμβάνει την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στους τομείς που προβλέπονται στην παρ. 2 και στο άρθρο 83. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα που αφορούν: α) τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών». Η διατύπωση της διάταξης είναι τόσον ευρεία, εν όψει μάλιστα του ότι «όλα τα κείμενα είναι εξ ίσου αυθεντικά» (άρθρο 55 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), ώστε καταλαμβάνει πλέον όχι μόνον ποινικές αποφάσεις, αλλά όλες τις εκδιδόμενες από τις δικαστικές αρχές ενός κράτους μέλους «διαταγές», συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται από τον εισαγγελέα, όπως και η ανωτέρω διάταξη του Εισαγγελέα του Κιέλου, την οποία μπορεί να ανατρέψει μόνον απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα της ίδιας χώρας, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το γερμανικό δίκαιο. Μέχρι τότε ουδεμία γερμανική αρχή μπορεί να την αμφισβητήσει και επομένως ούτε και αλλοδαπή.
Τα ανωτέρω έχουν ήδη αναγνωρισθεί και από την ελληνική νομολογία, ιδιαιτέρως δε με την απόφαση 1/2011 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που δέχθηκε ρητά και απερίφραστα γενική ισχύ της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών όχι μόνον σε περιπτώσεις δεδικασμένου (στην οποία αφορούσε η ως άνω αρεοπαγιτική απόφαση) αλλά και πέραν αυτού εν αναφορά προς κάθε δικαστική διαταγή υπό την εξής διατύπωση: «... Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, [η αρχή] "ne bis in idem" [αναγορεύθηκε] σε θεμελιώδες δικαίωμα, διά της κατοχυρώσεώς της στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος έχει το ίδιο κύρος με την ΣΕΕ. ... Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η αρχή "ne bis in idem", μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, έχει αποκτήσει διακρατική ισχύ στον χώρο της ΕΕ ... Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξειδίκευση της γενικώτερης αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, που περιέχεται στην παρ. 1 του άρθρου 69Α του κεφαλαίου 4 με τίτλο «Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις», που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Και είναι μεν αληθές ότι με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 69Α ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λαμβάνουν μέτρα που αφορούν «τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών», αλλά για το ειδικότερο θέμα της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, που προβλέπεται στον ισόκυρο, κατά τα προλεχθέντα, με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Χάρτη, δεν απαιτείται προφανώς η θέσπιση εκτελεστικών κανόνων και διαδικασιών, αφού η διάταξη του άρθρου 50 του τελευταίου (του Χάρτη) είναι σαφής και πλήρης και αμέσως εφαρμόσιμη, όπως το τελευταίο προκύπτει από το άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη, οι δε προϋποθέσεις εφαρμογής της μπορούν να συναχθούν από την αυτόνομη ερμηνεία της». Η αυτή θέση υποστηρίζεται και στη Γνωμοδότηση 1/2012 του Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε περίπτωση εφαρμογής, εκ μέρους γερμανού εισαγγελέα, του εδαφίου 2 της παρ. 170 γερμανικού ΚΠΔ, θεωρείται ότι η υπόθεση έχει τεθεί στο αρχείο και στη χώρα μας, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, και δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη ειμή υπό τις αυτές προϋποθέσεις που μπορεί να συμβεί το αυτό στη Γερμανία.
Γ. Σχετικά με τη μη ύπαρξη ενδείξεων ενοχής σε βάρος του: α) Το ποσό των 17.267.000 ευρώ είναι νόμιμη αμοιβή του βάσει της αλλαγής της σύμβασης και αντιστοιχεί στο 1% των πωλήσεων. Στη σύμβαση του 1% εμπεριέχεται και το πρόγραμμα των φρεγατών που δεν υλοποιήθηκε από την ... αλλά από άλλον κατασκευαστή μετά από ανάθεση σε αυτόν του συγκεκριμένου έργου από την ... και συγκεκριμένα την εταιρία ..., η οποία δεν συνδέεται εταιρικά είτε με την ... είτε με την ... Συνεπώς δεν μπορεί να είναι τα χρήματα του 1% προϊόν καθώς είναι παράλογο να δωροδοκείται και για προγράμματα που υλοποιούν άλλες εταιρίες άσχετες με την ... και την ... Σημειωτέον ότι το πρόγραμμα των φρεγατών αφορά σε συμβόλαια άνω των 500.000.000 ευρώ, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο. Άλλωστε τη σύμβαση για την αμοιβή του 1% την προσκόμισε ο ίδιος κατά την ανάκριση, πράγμα που προφανέστατα δεν θα έπραττε εάν αυτή ήταν προϊόν παρανόμου πράξεως. Εάν υφίστατο παράνομη συναλλαγή με την ... είτε δεν θα υφίστατο σύμβασις μεταξύ της ... και της ... είτε εάν υφίστατο, όπως πράγματι συμβαίνει, θα είχε στόχο να παραμείνει απόρρητη διότι θα γινόταν αναφορά σε αυτήν στην «παράνομη αιτία» για την οποία εδόθη και σε κάθε περίπτωση το σχετικό εισόδημα δεν θα εδηλώνετο στις φορολογικές αρχές. Ουδέν των ανωτέρω συνέβη. Αφενός η σύμβασις αυτή αφορά αμοιβή του εκ πωλήσεων που προήλθαν από συμβάσεις που υπεγράφησαν και ήρξαντο υλοποιούμενες μετά την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας των ... την 30.5.2002, αφετέρου σε ανύποπτο χρόνο (2005) η Γερμανική Δικαιοσύνη απεφάνθη με τη Διάταξη Εισαγγελέως Κιέλου ότι η σχετική αμοιβή του ήτο απολύτως νόμιμη και τέλος τα σχετικά εισοδήματα μετ' αφαίρεση των εξόδων εισήχθησαν στην Ελλάδα, δηλώθηκαν και φορολογήθηκαν νομίμως σε ανύποπτο χρόνο. Η σύμβαση του 1% -ύποπτη κατά το κατηγορητήριο- υπεγράφη στις 9.2.2002 και ενεργοποιήθηκε με απόφαση του ΔΣ στις 24.9.2002 μετά την εξαγορά των ναυπηγείων από την ... Εάν τελικώς η εξαγορά με την οποία δεν έχει ο κατηγορούμενος καμία αρμοδιότητα δεν υλοποιούταν προφανώς η σύμβαση δεν θα ήταν ενεργή. Ενεργή η σύμβαση γίνεται μετά την ενεργοποίησή της στην απόφαση του ΔΣ στις 24.9.2002. Προφανώς εάν υπήρχε έστω και η παραμικρή πρόθεση από τα μέρη να δωροδοκηθεί για άγνωστη πράξη του, η οποία έλαβε χώρα μετά την εξαγορά των ναυπηγείων τότε αντί να ενεργοποιούταν η καθόλα νόμιμη σύμβασή μου θα υπογράφαμε νέα σύμβαση σε χρόνο που τα ναυπηγεία ανήκαν στην ... Για ποιον λόγο δηλαδή να ενεργοποιήσει τη σύμβαση και, αφού υποτίθεται ήταν σε πλήρη αρμονία με το ΔΣ αναφορικώς με τη δήθεν δωροδοκία του, δεν υπέγραψαν νεότερη σύμβαση; Φαίνεται παράδοξο να κατηγορείται ότι δωροδοκήθηκε από τους εργοδότες του και κυρίους των ναυπηγείων, πράγμα νομικά και λογικά έωλο και μάλιστα για άγνωστη αιτία. Το γεγονός ότι το ΔΣ ενέκρινε αυτή τη σύμβαση μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς καταδεικνύει ότι εάν η εξαγορά των ναυπηγείων τελικώς δεν υλοποιούταν, οι όποιες συμβατικές υποχρεώσεις της ... προς τον αιτούντα δεν θα γεννιόνταν παρά μόνο μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς. β) Το κατηγορητήριο υπονοεί ότι η σύμβαση του 1% αφορά παράνομο οικονομικό όφελος λόγω του μεγάλου ύψους που αυτή συνεπάγεται. Όμως και η προηγούμενη σύμβαση που είχε με τα ναυπηγεία προβλέπει ως αποζημίωση το 25% της βελτίωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων των ναυπηγείων και για τον αυτό λόγο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί προϊόν παρανόμου πράξεως. Εάν η ... διατηρούσε σε ισχύ την προηγούμενη σύμβαση αυτή θα θεωρούταν νόμιμη και ισχυρή ενώ τώρα επειδή προσάρμοσε τη νέα σύμβαση στα διεθνή πρότυπα των πολυεθνικών στο 1% των πωλήσεων αυθαίρετα θεωρείται σύμβαση υλοποίησης εγκληματικών ενεργειών. Επισημαίνει ότι προσωπικά συμβαλλόταν με την ..., τελείως διαφορετική εταιρία από την ..., η οποία φέρεται ως αμαρτωλή εταιρία με πλήθος πληρωμών με την οποία δεν συνεβλήθη ποτέ. Μετά την υπογραφή της σύμβασης πώλησης των ναυπηγείων τοις πράγμασι η ... διοικούσε τα ναυπηγεία και η μοναδική εκκρεμότητα ήταν η ρύθμιση της εγγυοδοσίας για τις παράνομες επιδοτήσεις που είχαν λάβει τα ναυπηγεία. γ) Το ποσό των 17.267.000 ευρώ αντιστοιχεί επακριβώς στο 1% της αξίας των συμβολαίων που αναφέρονται στη σύμβαση και υλοποιήθηκαν (Σύμβασις Εκσυγχρονισμού 6 Φρεγατών αξίας 381.578.580 ευρώ, Σύμβασις Εκσυγχρονισμού και επισκευής 4 Υποβρυχίων τύπου Neptun II αξίας 826.173.947 ευρώ και κατασκευής ενός υποβρυχίου τύπου Αρχιμήδης επί τη ασκήσει του option αξίας 409.042.050 ευρώ και συμφωνία αναπροσαρμογής των ως άνω συμβάσεων αξίας 110.005.423 ευρώ, (συνολική αξία 1.726.700.000 ευρώ). δ) Από τις απολογίες και υπομνήματα των συγκατηγορουμένων του Γ.Κ., Γ.Χ., Π.Χ., Α.Κ., Π.Ε., Α.Α. και Ι.Μ. διαπιστώνεται ότι ουδείς εξ αυτών αναφέρει τον αιτούντα υπό οποιαδήποτε ιδιότητα και καθ' οιοδήποτε χρόνο και τόπο ως εμπλεκόμενο στα ερευνώμενα περιστατικά. Αλλά και ουδείς μάρτυρας από τους μέχρι τώρα εμφανισθέντες ανέφερε κάποιο επιβαρυντικό για αυτόν στοιχείο. Άλλωστε από τη γενικότερη επισκόπηση και της γερμανικής δικογραφίας, στην οποία φαίνεται να έχει στηριχθεί η παρούσα ελληνική δικογραφία, προκύπτει η γενικόλογη μόνο αναφορά στο πρόσωπό του, αφού ουδείς προσκόμισε στοιχείο που να αποδεικνύει αξιόποινη εμπλοκή του. Αντίθετα, ο κατηγορούμενος στη γερμανική δικογραφία H., στην από 15.7.2010 κατάθεσή του ενώπιον της Εισαγγελίας του Μονάχου αναφέρει επί λέξει: «...ο κύριος Ε. δεν έλαβε τίποτα από την ... Το πολύ πολύ να έλαβε μέσα, δηλαδή, τόσο υλικά όσο και χρήματα για την κατασκευή των υποβρυχίων. Φυσικά αυτά τα έλαβε το ναυπηγείο και όχι ο κ. Ε. προσωπικά. Δεν θυμάμαι να έλαβαν άλλες εταιρίες χρήματα σε σχέση με τον κ. Ε.». Με την κατάθεσή του αυτή ο κ. H.n, ο οποίος είχε κομβικό ρόλο σύμφωνα με τον κατηγορούμενο Μ. στις μίζες που κατέβαλε η ..., τον απεμπλέκει από οποιαδήποτε πληρωμή από πλευράς ..., μέσω της οποίας έγιναν οι ελεγχόμενες ως παράνομες πληρωμές. ε) Το ποσό του 1.000.000 ευρώ είναι δανεισμός που παρακρατήθηκε από την καταβολή της αμοιβής του. Οι αντίθετοι επ' αυτού ισχυρισμοί του συγκατηγορούμενου του Μ. είναι προδήλως αναξιόπιστοι, ενώ θα πρέπει να εκτιμηθούν κατ' άρθρον 211Α ΚΠΔ «αφού δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο στη δικογραφία που να τους επιβεβαιώνει. στ) Δεν έχει καμία σχέση με την εταιρία ..., τέλος δε βάσει των ανωτέρω δεν συντρέχουν και ενδείξεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε χρήματα που προέρχονται από νόμιμες αμοιβές και έχουν φορολογηθεί, αφού επαναπατρίστηκαν.
Δ. Ως προς τη μη συνδρομή στο πρόσωπό του προϋποθέσων προσωρινής κράτησης. Επίσης, ότι έχει μόνιμη κατοικία στο Παλαιό Ψυχικό, όπου ζει με τη γυναίκα του και τα επτά τέκνα του (τέσσερα εκ των οποίων νηπιακής ηλικίας), δεν υπήρξε ποτέ φυγόποινος ή φυγόδικος και δεν προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις διευκόλυνσης της φυγής του. Δεν είναι ύποπτος φυγής, γεγονός που εκρίθη από το υπ' αριθ. 3351/2011 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο δεν επεκύρωσε την υπ' αριθ. 12/2011 εισαγγελική διάταξη απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: «... είναι γνωστής διαμονής κατοικώντας μόνιμα στο Π. Ψυχικό Αττικής ... παντρεμένος και πατέρας έξι παιδιών που συντηρεί ο ίδιος. Επομένως δεν πιθανολογείται πρόθεση μη επανόδου του ανωτέρω στη χώρα, για να απολογηθεί, όταν κληθεί από την ειδική ανακρίτρια, σε περίπτωση μετάβασής του στο εξωτερικό για τις ανάγκες της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ούτε η μέχρι τώρα συμπεριφορά του καταδεικνύει σκοπό φυγής του στο εξωτερικό, αφού κληθείς προκαταρκτικά από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ως ύποπτος, κατ' άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, παρότι μπορούσε να διαφύγει κρυπτόμενος εντός ή εκτός Ελλάδας, δεν το έπραξε, αλλά εμφανίστηκε αυτοπροσώπως». Μετά την έκδοση του ως άνω βουλεύματος έκανε σειρά ταξιδίων στην Ευρώπη, ΗΠΑ και Αραβικές χώρες και πάντοτε επέστρεφε στην Ελλάδα, γνωρίζοντας την κατηγορία και έχοντας τη δυνατότητα, εάν ήθελε, να παραμείνει στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει η δυνατότητα να τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις αφού δεν έχει πλέον καμία σχέση με εργοδότη σχετιζόμενο με το δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Διανύει το 61ο έτος της ηλικίας του και πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, υπερχοληστεριναιμία, τριγλυκιδαιμία και παχυσαρκία με υποθυρεοειδισμό, ενώ εμφανίζει οξεία επεισόδια άπνοιας κατά τον νυχτερινό ύπνο που καθιστούν αναγκαία τη χρήση ειδικής συσκευής υποβοήθησης αναπνοής. Στην από 11.4.2014 προσκομιζόμενη ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Κ.Φ. αναφέρεται ότι τα ανωτέρω προβλήματα υγείας σε συνδυασμό με το στρεσογόνο περιβάλλον των φυλακών δημιουργούν άμεσο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου και συνεπαγομένου κινδύνου ζωής. Τέλος η διατήρηση της προσωρινής του κράτησης του στερεί τη δυνατότητα να εργάζεται, αφού όπως προκύπτει από την από 14.4.2014 βεβαίωση της εταιρίας . εργαζόταν σε αυτήν ανελλιπώς από το έτος 2007 έως τη σύλληψή του τον Ιανουάριο του 2014.
Σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που προέβαλε με την αίτησή του άρσης ή αντικατάστασης της προσωρινής του κράτησης και τους οποίους επαναλαμβάνει με την κρινόμενη προσφυγή του, αναφέρουμε τα ακόλουθα:
Στο άρθρο 263Α παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.12. άρθρου πρώτου Ν 4254/2014 και εν συνεχεία με το άρθρο 50 Ν 4262/2014, αναφέρεται ότι «1. Για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, β) σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, γ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και δ) σε όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ε) Σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Η περ. ε' του ανωτέρω άρθρου -η οποία προσετέθη με το άρθρο 50 Ν 4262/2014- αποτελεί την προηγουμένως -με το άρθρο πρώτο Ν 4254/2014- απαλειφθείσα και αντικατασταθείσα περ. δ', η οποία είχε το αυτό ακριβώς περιεχόμενο. Ο νομοθέτης δηλαδή αφού αντικατέστησε την περ. δ', ως ίσχυε, με τη νέα διάταξη που ανέφερε «σε όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εν συνεχεία επανέφερε σε ισχύ την αντικατασταθείσα περ. δ' ως περ. ε' με το καταργηθέν κείμενο «Σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις». Βεβαίως η επαναφορά αυτή της περ. ε' ήδη δεν μπορεί πλέον να ληφθεί υπ' όψη για τον σχηματισμό ποινικά αξιόλογης συμπεριφοράς για πράξεις που έχουν τελεσθεί προ της 10.5.2014, όταν και επανήλθε η διάταξη με το άρθρο 50 Ν 4262/2014. Τούτο είναι σαφές αφού, κατά το άρθρο 2 ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο η περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που έχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Έτσι στην προκειμένη περίπτωση, αφού κατά το χρονικό διάστημα από την αντικατάσταση του εδ. δ' έως την προσθήκη του εδ. ε' στο άρθρο 263Α δεν θεωρούνταν υπάλληλοι οι με οιανδήποτε ιδιότητα υπηρετούντες σε ΝΠΙΔ, στα οποία μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από ΝΠΔΔ ή από τράπεζες, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, δεν συγκροτείται η αξιόποινη πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας που αποδόθηκε στον αιτούντα κατηγορούμενο, εφόσον γίνει δεκτό ότι τα ... ανήκαν κατά τον χρόνο τέλεσης στην ανωτέρω περίπτωση ΝΠΙΔ. Αποκλειομένης της προηγουμένης περίπτωσης, ερευνητέο είναι πλέον εάν τα ... ανήκουν σε κάποια από τις λοιπές αναφερόμενες στο άρθρο 263Α ΠΚ περιπτώσεις (ήτοι α', β' ή γ').
Προφανώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην α' περίπτωση αφού δεν εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή παροχή νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, ούτε βεβαίως στη β' περίπτωση η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στα τραπεζικά ιδρύματα. Απομένει να διαπιστωθεί επομένως εάν μπορούν να υπαχθούν στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδ. γ', εάν δηλαδή πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκε από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκηση του ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης.
Για την υπαγωγή κάποιου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου στην περ. γ' του άρθρου 263Α θα πρέπει να διαγνωσθεί ότι συντρέχουν οι παρακάτω όροι: α) Το ΝΠΙΔ να έχει ιδρυθεί από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο αναφερόμενο στα προηγούμενα εδάφια, δηλαδή είτε από επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε ΟΤΑ ή σε ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, είτε από εδρεύουσες στην ημεδαπή τράπεζες. β) Σωρευτικά με τον προηγούμενο όρο θα πρέπει το ιδρυτικό νομικό πρόσωπο να μετέχει στη διοίκηση του από αυτό ιδρυθέντος ΝΠΙΔ, εάν δε πρόκειται για ανώνυμη εταιρία θα πρέπει να μετέχει στο κεφάλαιό της είτε το ΝΠΙΔ να είναι επιφορτισμένο με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης. Στην προκειμένη περίπτωση η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ... ιδρύθηκε σε εφαρμογή της από 12.9.1956 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Σ.Ν., ως αναδόχου, συναφθείσης Συμβάσεως περί ιδρύσεως Ναυπηγείου, η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 3593/13.10.1956. Σκοπός και αντικείμενο της συμβάσεως -ως αναφέρεται στο άρθρο 1 του ανωτέρω ΝΔ- είναι η υπό του Αναδόχου μερίμνη, ευθύνη και διά λογαριασμόν αυτού ίδρυσις και λειτουργία εργοστασίου επισκευών πλοίων, σκαφών και παντός πλωτού μέσου μετά ή άνευ τμήματος ναυπηγήσεων, ή εργοστασίου κατασκευών (ναυπηγήσεων) πλοίων, σκαφών και παντός πλωτού μέσου, μετά ή άνευ τμήματος επισκευών. Το Δημόσιον παρέχει εις τον Ανάδοχον διά της παρούσης την άδειαν ιδρύσεως του εργοστασίου τούτου, υπό τους εν τη παρούση συμβάσει όρους. Στο άρθρο 7 του ανωτέρω ΝΔ υπό τον τίτλο «τόπος ανεγέρσεως του εργοστασίου» αναφέρονται τα εξής: 1. Το εργοστάσιον κατ' επιλογήν του Αναδόχου θα ιδρυθή εις Σκαραμαγκάν ή Πέραμα μέχρι Κερατσινίου μη περιλαμβανομένου του όρμου Αγίου Γεωργίου, ή Λαύριον, ή Πύλον, ή Σύρον, ή Σούδαν. 2. Διά την περίπτωσιν ανεγέρσεως του εργοστασίου εν Σκαραμαγκά, εις τον εν τη παρ. 6 του παρόντος άρθρου οριζόμενον χώρον, εντός δέκα (10) ημερών από της υπογραφής της παρούσης συμβάσεως, θέλει συσταθή δι' αποφάσεως του Υπουργού του Συντονισμού τριμελής Επιτροπή προεδρευομένη υπό του Υποδιοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος. Η Επιτροπή αύτη, λαμβάνουσα υπ' όψει και τον σκοπόν του έργου εντός είκοσιν (20) ημερών από της συστάσεώς της θα ορίση το τίμημα του ανωτέρω χώρου του Σκαραμαγκά αντί του οποίου ο Ανάδοχος θέλει εξαγοράση τον χώρον τούτον. Την επιλογήν του τόπου της ανεγέρσεως υποχρεούται να γνωστοποιήση ο Ανάδοχος προς τον Υπουργόν της Βιομηχανίας ως εκπρόσωπον του Δημοσίου, εντός εκατόν ογδοήκοντα (180) ημερών από της ισχύος του κυρωτικού της παρούσης Νόμου. Εντός της αυτής προθεσμίας, εάν ο Ανάδοχος δεν αποδέχεται το υπό της εν παρ. 2 Επιτροπής καθορισθέν τίμημα του Σκαραμαγκά υποχρεούται να προβή εις αντιπρότασιν εάν δε αύτη δεν γίνη αποδεκτή υπό του Δημοσίου, δικαιούται ούτος να υπαναχωρήση της συμβάσεως. 4. Εντός τριάκοντα (30) ημερών από της λήξεως της εν παρ. 3 προθεσμίας ο Ανάδοχος -εφ' όσον δεν θα έχη προκρίνη τον Σκαραμαγκάν- υποχρεούται να καθορίση τον ακριβή χώρον μετά σαφών ορίων, εις τον οποίον ούτος θα ιδρύση το εργοστάσιον και να ζητήση παρά του Δημοσίου την έγκρισιν αυτού. Το Δημόσιον μόνον ένεκα δεδικαιολογημένου λόγου δύναται να μη αποδεχθή τον επιλεγέντα χώρον, εάν δε ο Ανάδοχος αμφισβητή τον προβαλλόμενον λόγον δικαιούται να προσφύγη εις την κατά το άρθρ. 31 διαιτησίαν. 5. Ο Ανάδοχος μετά προηγουμένην έγκρισιν του Δημοσίου δύναται ν' ανεγείρη το εργοστάσιον και εις έτερον τόπον πλην των εν παρ. 1 του παρόντος οριζομένων.. Στο άρθρο 11 υπό τον τίτλο «Σύστασις Ανωνύμου Εταιρίας» αναφέρεται ότι: Ο Ανάδοχος υποχρεούται, όπως εντός εκατόν ογδοήκοντα (180) ημερών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης συμβάσεως συστήση Ανώνυμον Ελληνικήν Εταιρίαν ή Εταιρίαν Περιωρισμένης Ευθύνης με έδραν τας Αθήνας και κεφάλαιον τουλάχιστον $ 500.000, εις ην από της συστάσεως μεταβιβάζονται αυτοδικαίως και ατελώς άπασαι αι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τα απορρέοντα εκ της παρούσης συμβάσεως. Εν περιπτώσει ιδρύσεως Εταιρίας Περιωρισμένης Ευθύνης, δύναται εν τω καταστατικώ να περιληφθή διάταξις, ότι αύτη μετά πάροδον ωρισμένου από της ιδρύσεως χρονικού διαστήματος, μετατρέπεται αυτοδικαίως εις Ανώνυμον Εταιρίαν κατά τα εν τω καταστατικώ ταύτης ορισθησόμενα, εφαρμοζομένων και των διατάξεων του άρθρου 51 παρ. 2 και επόμενα του Νόμου 3191/1955. Όπου εν τη παρούση συμβάσει γίνεται μνεία του Αναδόχου νοείται η κατά την προηγουμένην παράγραφον ιδρυθησομένη Εταιρία. Τέλος στο άρθρο 12 υπό τον τίτλο « Μεταβίβασις δικαιωμάτων» ορίζεται ότι: Ο Ανάδοχος, επιφυλασσομένης της περιπτώσεως του προηγουμένου άρθρου 11, δεν δικαιούται να μεταβιβάση προς τρίτον τα εκ της παρούσης συμβάσεως απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις του, άνευ ρητής εγγράφου συναινέσεως του Δημοσίου. Πάσα τοιαύτη μεταβίβασις άνευ συγκαταθέσεως του Δημοσίου θα είναι άκυρος. Το Δημόσιον δεν δικαιούται άνευ αποχρώντος λόγου ν' αρνηθή την συναίνεσίν του. Μετά την ίδρυση των ... και τη σύσταση ανωνύμου εταιρίας από τον ανάδοχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11, τα Ναυπηγεία λειτούργησαν συνεχώς υπό τη νομική αυτή μορφή της ανωνύμου εταιρίας. Εν συνεχεία, μετά πάροδο τριάντα ετών από της ιδρύσεώς της, η εταιρία ... αποκτήθηκε από την ΕΤΒΑ, η οποία αγόρασε το 51% των μετοχών της και συμμετείχε και στη διοίκηση της εταιρίας έχοντας 4 συμβούλους επί συνόλου 7, παρέμεινε δε η ΕΤΒΑ στη θέση αυτή έως τα μέσα του έτους 2002. Η δε ΕΤΒΑ ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο αφού αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΝΔ 1369/29.3.1973 «Περί μετατροπής της Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως εις Ανώνυμον Τραπεζικήν Εταιρίαν», ανέλαβε και κάλυψε το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΒΑ, ενώ κατά την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων εκπροσωπείτο από τον Υπουργό Οικονομικών. Η ίδρυση των ..., κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, συνιστά τρόπο ίδρυσης νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου από το Δημόσιο. Τούτο δε προκύπτει από τα ακόλουθα: η σύσταση της ανωνύμου εταιρίας ... έλαβε χώρα κατόπιν της ανωτέρω αναφερθείσης συμβάσεως μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και του Σ.Ν., ο οποίος ανέλαβε την ίδρυση αυτής, με την ιδιότητα του αναδόχου, όπως ρητά και επανειλημμένα αναγράφεται στη σύμβαση και στο ΝΔ 3593/1956, το οποίο κύρωσε αυτήν. Με το ανωτέρω ΝΔ δίδεται στον Σ.Ν. από το Ελληνικό Δημόσιο η άδεια να ιδρύσει και να λειτουργήσει μερίμνη, ευθύνη και διά λογαριασμόν αυτού εργοστάσιο επισκευών πλοίων κ.λπ. Η άδεια αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα της αδείας ίδρυσης και λειτουργίας επιχείρησης, η οποία εκδίδεται ως διοικητική πράξη όταν αυτό προβλέπεται ειδικά από διάταξη νόμου, ως αναγκαία προϋπόθεση της νομιμότητας για την ίδρυση και λειτουργία αυτής. Η συγκεκριμένη άδεια που εδόθη από το Ελληνικό Δημόσιο για την ίδρυση των ... αποτελεί κατ' ουσίαν την ανάθεση στον ανάδοχο συμβαλλόμενο της ίδρυσης και λειτουργίας των ναυπηγείων για λογαριασμό του αναδόχου -ως πράγματι αναγράφεται- αλλά για τον σκοπό και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ανωτέρω ΝΔ, κατά τρόπον που η εκμετάλλευση των Ναυπηγείων ανήκει μεν στον ανάδοχο ως προς το επιχειρηματικό τμήμα αλλά το Ελληνικό Δημόσιο διατηρεί σταθερά και διαρκή προνόμια ως προς τον γενικό τρόπο λειτουργίας, από τα οποία προκύπτει ότι ενεργεί κατ' ουσίαν ως ο πραγματικός ιδρυτής αυτών. Η αναφορά του Σ.Ν. ως αναδόχου δεικνύει την πρόθεση του Ελληνικού Δημοσίου να παραχωρήσει σε αυτόν το δικαίωμα να ιδρύσει τα ... αντί για το ίδιο. Το γεγονός αυτό δεν εξαντλείται μόνο στον ορισμό του ως αναδόχου του Ελληνικού Δημοσίου αλλά θεμελιώνεται περαιτέρω με ρητές προβλέψεις στο ανωτέρω ΝΔ. Ειδικότερα στο άρθρο 7 προβλέπεται το δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου να μην εγκρίνει την κατασκευή των εγκαταστάσεων των ... σε χώρο διάφορο από τους προβλεπομένους στη σύμβαση, εάν ο ανάδοχος δεν επιλέξει αυτούς. Στο άρθρο 12 δε προβλέπεται ότι ο Ανάδοχος δεν δικαιούται να μεταβιβάση σε τρίτον τα εκ της συμβάσεως απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις του, άνευ ρητής εγγράφου συναινέσεως του Δημοσίου, η έλλειψη της οποίας καθιστά αυτοδικαίως άκυρη κάθε τέτοια μεταβίβαση. Οι ανωτέρω προβλεπόμενες δυνατότητες του Ελληνικού Δημοσίου, ιδίως δε αυτή του άρθρου 12, καταδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο, που αυτό διατηρεί από της συστάσεως και καθ' όλο το χρονικό διάστημα της λειτουργίας των ... Η μεν δυνατότητα μη έγκρισης διαφορετικού τόπου κατασκευής των ναυπηγείων αφορά στο αρχικό στάδιο δημιουργίας αυτών, ενώ η δυνατότητα να μην εγκρίνει τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αναδόχου σε τρίτον αφορά σε όλο τον μετά τη δημιουργία αυτών χρόνο στο διηνεκές. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΝΔ 3593/1956, ο Ανάδοχος υποχρεούται εντός 180 ημερών από της ενάρξεως της ισχύος της συμβάσεως συστήση ανώνυμον Ελληνικήν Εταιρίαν... όπου εν τη παρούση συμβάσει γίνεται μνεία του Αναδόχου νοείται η κατά την προηγουμένην παράγραφον ιδρυθησομένη Εταιρία. Προκύπτει επομένως σαφώς ότι οι υποχρεώσεις και δικαιώματα του αναδόχου δεν αποσβέννυνται με την τυχόν αποχώρησή του αλλά εξακολουθούν να υφίστανται αυτούσια και στην ανώνυμη εταιρία που ιδρύθηκε από αυτόν, ήτοι την ... Η διατήρηση του δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου να αποκλείει τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή κατ' ουσίαν τη μεταβίβαση των ... σε τρίτο πρόσωπο όχι επιλογής του, συνιστά την εξασφάλιση της θέσεώς του ως ιδρυτικού νομικού προσώπου των ..., αφού η απαγόρευση μεταβίβασης της εταιρίας σε τρίτον είναι ασύμβατη με την επικρατούσα ελεύθερη λειτουργία ανωνύμου εταιρίας, αποτελεί δε την έκφραση της κυριαρχικής θέσεως του Δημοσίου στην λειτουργία των ..., η οποία είναι διαρκής.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρία ... ιδρύθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του αναδόχου του εκ της ανωτέρω συμβάσεως, προκειμένου να λειτουργεί εντός του πλαισίου που καθορίζεται από το περιεχόμενο της ανωτέρω συμβάσεως υπό τον διαρκή κυρίαρχο ρόλο του Δημοσίου. Πληρούται επομένως η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής των ... στην περίπτωση του εδαφίου γ' του άρθρου 263Α ΠΚ, δηλαδή αυτή της ίδρυσης του ΝΠΙΔ από το Ελληνικό Δημόσιο. Προκειμένου δε να υπαχθούν πλήρως τα ... στην ανωτέρω περίπτωση θα πρέπει, αφού πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, να συντρέχει σωρευτικά και η έτερη προϋπόθεση δηλαδή θα πρέπει το ιδρυτικό νομικό πρόσωπο -εν προκειμένω το Ελληνικό Δημόσιο- να μετέχει στο κεφάλαιό της. Όπως προαναφέραμε, μετά την ίδρυση των ..., το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας αποκτήθηκε από την ΕΤΒΑ, η οποία ανήκει πλήρως στο Ελληνικό Δημόσιο. Με τον τρόπο αυτό το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω της ανηκούσης σε αυτό ΕΤΒΑ, μετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο των ... Το γεγονός δε ότι δεν μετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της ιδρυθείσης εταιρίας κατά τον χρόνο ίδρυσης αλλά μεταγενέστερα δεν αποκλείει την υπαγωγή των ... στην περ. γ' του άρθρου 263Α ΠΚ. Τούτο διότι στη διάταξη του άρθρου δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, δηλαδή της υποχρεωτικής συμμετοχής του ιδρυτικού νομικού προσώπου κατά τον χρόνο ίδρυσης, ούτε προκύπτει κάτι τέτοιο από τον σκοπό της διάταξης. Η συμμετοχή του ιδρυτικού νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο μπορεί να επέλθει και σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, αφού η σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου των ανωνύμων εταιριών δεν είναι σταθερή αλλά μεταβάλλεται, είναι επομένως δυνατό σε οιαδήποτε χρονική στιγμή να μετέχει σε αυτό. Ο κρίσιμος χρόνος της συμμετοχής του ιδρυτικού νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο είναι αυτός που ταυτίζεται με τον χρόνο τέλεσης της διερευνώμενης αξιόποινης πράξης. Τούτο είναι σύμφωνο με τον σκοπό του κανόνα δικαίου αφού το απαιτούμενο στοιχείο του αξιοποίνου -η υπαλληλική ιδιότητα- κρίνεται και πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο που τελείται η αξιόποινη πράξη, αδιάφορο δε είναι εάν υπήρχε προ ή μετά του χρόνου αυτού. Συνεπώς προκύπτει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ότι το Ελληνικό Δημόσιο μέσω της ΕΤΒΑ συμμετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο των ... καθ' όλο το χρονικό διάστημα που φέρονται τελεσθείσες οι υπό έρευνα αξιόποινες πράξεις, πληρουμένης ούτω και της δεύτερης προϋπόθεσης ώστε ορθώς να θεωρείται ότι τα ... υπάγονται στην περίπτωση του εδαφίου γ' του άρθρου 263Α ΠΚ.
Σχετικά με τον ισχυρισμό του ότι η σε βάρος του ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη, λόγω της υπάρξεως της 590 Js 64276/05 Διάταξης του Εισαγγελέως του Κιέλου, με την οποία ετέθη στο αρχείο η υπόθεση για την πράξη της δωροδοκίας σε βάρος του Σ.Ε., λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ιδίου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 36, 43, 46, 50, 125, 132, 310, 370 εδ. γ' ΚΠΔ και τις γενικές αρχές του δικονομικού δικαίου, συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία, παρά την ανυπαρξία ρητής δικονομικής διατάξεως, αποτελεί αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την άσκηση νέας (δεύτερης) ποινικής διώξεως και την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας κατά του ιδίου προσώπου, για την ίδια πράξη, για την οποία έχει ήδη ασκηθεί προηγούμενη ποινική δίωξη. Δεύτερη διαδικασία ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου κατά του αυτού προσώπου και για την ίδια πράξη, με την άσκηση δεύτερης ποινικής διώξεως, είναι απαράδεκτη, αφού το ανεπίτρεπτο της ποινικής διώξεως, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, έχει την έννοια ότι είναι ανεπίτρεπτη η παράλληλη διεξαγωγή δύο ποινικών διαδικασιών για την ίδια πράξη, που νοείται ως idem factum και όχι idem crimen. Τούτο συμβαίνει όχι μόνον για να αποφεύγεται ο ενδεχόμενος κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων αλλά κυρίως και για να τηρηθεί ο κανόνας "non bis in idem", σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας μόνο μία φορά, δηλαδή με μία μόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξεως, με αποτέλεσμα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 ΚΠΔ αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, όταν αυτή ασκηθεί μία φορά. Όσον αφορά την έννοια της ταυτότητας της πράξεως, αυτή υπάρχει όταν αφορά το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολό του που αφορά την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, είτε αυτό συνάπτεται άμεσα με το δράστη (τυπικό έγκλημα) είτε επακολουθεί (ουσιαστικό έγκλημα). Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη αναγνώριση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. Έτσι ορίζεται με το άρθρο 9 παρ. 1 ΠΚ, ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέσθηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάσθηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάσθηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παρ. όμως 2 του ιδίου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 ΠΚ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου, με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάσθηκε και εξέτισε την ποινή του εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής αποφάσεως αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του ΠΚ. Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εμποδίζεται νέα δίωξη, πλην όμως προβλέπεται από το άρθρο 10 του ιδίου Κώδικα, η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ημεδαπή. Αυτά ισχύουν βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική με άλλα κράτη συμβατική ρύθμιση, η οποία είναι δεσμευτική για τα συμβληθέντα μέρη. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16.12.1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν 1462/1997, επιβάλλει την υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Διεθνές Σύμφωνο στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παρ. 7 του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου καθιερώνεται η αρχή ότι «κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικασθεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας». Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επί μέρους συμβαλλομένης χώρας, ήτοι «του ίδιου Κράτους». Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους. Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Διεθνούς Συμφώνου διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλομένου Κράτους. Όμως η αρχή αυτή (ne bis in idem) είχε προβλεφθεί ήδη από τον ημεδαπό νομοθέτη, με τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ, όπως προαναφέρθηκε, και επαναλήφθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε με το Ν 1705/1987, σύμφωνα με την οποία «κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού» (ΑΠ Ολ 7/2002). Εξάλλου, η Σύμβαση για την εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν, που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με τον Ν 2514/1997, ορίζει στο άρθρο 54 ότι «όποιος δικάσθηκε τελεσίδικα από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρο όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους που επέβαλε την καταδίκη». Η χώρα μας, ωστόσο, επικαλούμενη το άρθρο 55 της Συμβάσεως, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να διατυπώσουν δηλώσεις περί μη δεσμεύσεώς τους από το προηγούμενο άρθρο 54, διατύπωσε, με το άρθρο τέταρτο του κυρωτικού νόμου, τέτοιες επιφυλάξεις, αποκλείοντας, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του άρθρου 54, στα εγκλήματα παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Ακολούθησε όμως η Σύμβαση της Λισαβόνας, που υπογράφηκε στις 13.12.2007 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν 3671/2008 και ισχύει από 1.12.2009, οπότε κυρώθηκε από όλα τα συμβληθέντα Κράτη, με την οποία τροποποιήθηκε η σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Στο άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ορίζεται ότι «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».
Περαιτέρω ο Χάρτης στο άρθρο 50 ορίζει ότι: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο». Ανάγει έτσι την αρχή ne bis in idem σε θεμελιώδες δικαίωμα. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξειδίκευση της γενικώτερης αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, που περιέχεται στην παρ. 1 του άρθρου 69Α του κεφαλαίου 4 με τίτλο «Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις», που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Και είναι μεν αληθές ότι με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 69Α ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λαμβάνουν μέτρα που αφορούν «τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών», αλλά για το ειδικότερο θέμα της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, που προβλέπεται στον ισόκυρο, κατά τα προλεχθέντα, με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Χάρτη, δεν απαιτείται προφανώς η θέσπιση εκτελεστικών κανόνων και διαδικασιών, αφού η διάταξη του άρθρου 50 του τελευταίου (του Χάρτη) είναι σαφής και πλήρης και αμέσως εφαρμόσιμη, όπως το τελευταίο προκύπτει από το άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη, οι δε προϋποθέσεις εφαρμογής της μπορούν να συναχθούν από την αυτόνομη ερμηνεία της. Οι τυχόν γενόμενες δηλώσεις (επιφυλάξεις) των κρατών-μελών, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 55 της Συμβάσεως για την εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν, όπως η γενομένη από την Ελλάδα με το τέταρτο άρθρο του κυρωτικού της Συμβάσεως για την εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν Ν 2514/1997, έπαυσαν να ισχύουν, διότι στο άρθρο 50 του Χάρτη της Συνθήκης της Λισαβόνας δεν προβλέπονται δυνητικές εξαιρέσεις από τη διακρατική ισχύ της αρχής ne bis in idem, ανάλογες με αυτές που προβλέπει το άρθρο 55 της ΣΕΣΣ (Συμβάσεως Σένγκεν), ενόψει της αδιάστικτης διατυπώσεως του άρθρου 50 του Χάρτη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του Χάρτη «Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στο Χάρτη αυτόν πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών». Οι κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής (άρθρο 52 παρ. 1) του Χάρτη της Λισαβόνας προβλεπόμενοι από το νόμο περιορισμοί πρέπει, όπως ρητά ορίζεται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας ... να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση (ΑΠ Ολ 1/2011 ΠοινΔικ 2011, 677).
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφής εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου το οποίο παράγεται και από αλλοδαπή απόφαση κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, ήτοι ταυτότητα πράξεως και κατηγορουμένου. Η εφαρμογή του δεδικασμένου απαιτεί βέβαια, όπως ρητώς ορίζεται και στο άρθρο 50 Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, να έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Συνεπώς η όποια δικαστική απόφαση ή άλλης μορφής «δικαστική διαταγή», που μπορεί να εξομοιωθεί με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, θα πρέπει να έχει οριστικά αποφανθεί επί της υποθέσεως χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επανεξέτασης αυτής σύμφωνα με τον νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση της εκδόσεως Διάταξης αρχειοθέτησης της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα, υπάρχει τόσο κατά το γερμανικό όσο και κατά το ελληνικό ποινικό δίκαιο η δυνατότητα ανάσυρσης της υπόθεσης όταν προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης νέων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπ' όψη κατά την έκδοση της Διάταξης αρχειοθέτησης. Ειδικότερα οι διατάξεις που εκδίδονται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με τις οποίες απορρίπτονται οι εγκλήσεις σύμφωνα με το άρθρο 47 ΚΠΔ παράγουν αποτέλεσμα παρεμφερές προς το δεδικασμένο. Δηλαδή έχουν οιονεί δικαστικό χαρακτήρα και παράγουν περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο που ισχύει μόνο στην προδιωκτική εισαγγελική διαδικασία, και παρέχει το δικαίωμα στον Εισαγγελέα να απορρίπτει κάθε νέα καταγγελία κατά των αυτών προσώπων που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή με επουσιώδη παραλλαγή τους και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή σε ασήμαντη προσθήκη αυτών. Το οιονεί αυτό δεδικασμένο που προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 47 και 48 ΚΠΔ, που έχουν οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα, κάμπτεται μόνον εφόσον προκύψουν νεώτερα ουσιώδη ή άγνωστα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (ΑΠ 1995/2004 ΠΛογ 2004, 2385, ΓνωμΕισΠρωτΛαμ 1177/2007 ΠοινΔικ 2007, 1150, ΔιατΕισΕφΛαρ 134/2005 ΠοινΔικ 2006, 280). Έτσι και στην περίπτωση της Διατάξεως, η οποία εξεδόθη από τον Εισαγγελέα του Κιέλου αποφαινόμενη για τη μη ύπαρξη ενδείξεων ενοχής σε βάρος του Σ.Ε., δεν εμποδίζεται η κίνηση ποινικής δίωξης εφόσον κριθεί ότι πρέπει να διερευνηθούν νέα στοιχεία από τα οποία ενδέχεται να προκύψουν ενδείξεις επαρκείς για τη θεμελίωση των κατηγοριών.
Ήδη, με την υπό κρίση από 14.7.2014 προσφυγή του, την οποία άσκησε στο τμήμα Ποινικών Ενδίκων Μέσων ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ο κατηγορούμενος βάλλει κατά της πιο πάνω Διάταξης, που του κοινοποιήθηκε την 9.7.2014 και ζητά εκ νέου να αρθεί, άλλως να αντικατασταθεί η προσωρινή του κράτηση με περιοριστικούς όρους, επικαλούμενους τους ίδιους λόγους που επικαλέστηκε κατά την άσκηση της προηγούμενης αίτησής του για την άρση ή την αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης, επί της οποίας εξεδόθη η προσβληθείσα με την κρινόμενη προσφυγή Διάταξη του Ανακριτή. Επίσης ζητά να κληθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου σας, προκειμένου να προβεί σε επεξηγήσεις κ.λπ. Η προσφυγή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και είναι νόμιμη, πρέπει δε να εξετασθεί όσον αφορά στην ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που έχει έως σήμερα συγκεντρωθεί στη δικογραφία προκύπτουν κατ' αρχάς σοβαρές ενδείξεις ενοχής του Σ.Ε., για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις. Ειδικότερα, αυτός έχοντας την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή των ..., κατά τον χρόνο που είχε την ανωτέρω ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13α και 263Α περ. γ' του ΠΚ και έχοντας εκ της ιδιότητάς του αυτής την υποχρέωση να μεριμνά για την υποστήριξη των συμφερόντων των ..., προέβη την 27.12.2001 στη σύναψη συμφωνίας με τη γερμανική εταιρία ..., η οποία είχε αναλάβει ως κοινοπραξία με την ... τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Η συμφωνία αυτή είχε ως αντικείμενο την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών με αμοιβή 1% επί των πωλήσεων και έγινε πριν την εξαγορά των ... από την ..., που έλαβε χώρα την 31.5.2002 και καθ' ον χρόνο ο Ε. εξακολουθούσε να αμείβεται ως Γενικός Διευθυντής των ... Η συμφωνία καταρτίσθηκε τυπικά μεταξύ της ... και της εταιρίας ... Εν συνεχεία την 9.2.2002 έγινε μία όμοια συμφωνία μεταξύ της εταιρίας ..., τα δικαιώματα της οποίας εκχωρήθηκαν εν συνεχεία στην ... Από την ... διοχετεύθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της ... το ποσόν των 17.276.000 ευρώ τον Οκτώβριο του 2001. Από την ... μεταφέρθηκε εν συνεχεία σε λογαριασμό της ... το ποσόν των 16.276.000 ευρώ, ενώ το ποσό του 1.000.000 ευρώ παρακρατήθηκε προκειμένου να εξοφληθεί ίσο ποσό, το οποίο είχε λάβει ο Ε. από τον Μ.Μ. την 10.4.2000, ως δάνειο όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Δεν εξηγεί όμως ικανοποιητικά για ποιον λόγο εάν είχε λάβει πράγματι το ποσό του 1.000.000 ευρώ από τον Μ., ως δάνειο, τα ποσό αυτό χρεώθηκε στην ..., ούτε γιατί η ... σε έγγραφό της από 31.10.2002 προς τη ..., αναφέρει ότι το 1.000.000 ευρώ το κράτησε για δικές της υπηρεσίες, δαπάνες, αμοιβές δικηγόρων και μεταφορικά έξοδα, όχι όμως ως παρακράτηση δανείου για να το αποδώσει στη ... Δεν προκύπτει ακόμη από κανένα έγγραφο η δόση ή υπόσχεση του δανείου, ως θα ήταν λογικό για ποσό τόσο μεγάλου ύψους. Από το ανωτέρω ποσό των 16.276.000 ευρώ ποσόν 14.000.000 ευρώ κατέληξε στην εταιρία ..., με εκπρόσωπο τον αδελφό του κατηγορουμένου Ε.Ε. Ο Σ.Ε. ισχυρίζεται ότι η διοχέτευση των χρημάτων μέσω των ανωτέρω εταιριών και όχι απ' ευθείας προς τον ίδιο έγινε διότι αυτό ήθελαν οι γερμανικές εταιρίες για φορολογικούς λόγους, αποτελεί δε το ποσό αυτό τη νόμιμη αμοιβή του, αφού η αγορά των ... από την ... μπορεί τυπικά να ολοκληρώθηκε την 31.5.2002 όμως είχε στην πραγματικότητα ολοκληρωθεί το Σεπτέμβριο του 2001. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο, έτσι από τα ανωτέρω προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα χρηματικά ποσά που μεταφέρθηκαν μέσω των ανωτέρω εταιριών καθώς και το 1.000.000 ευρώ που εδόθη από τον Μ. στον Ε. αποτελούν το ποσόν της δωροδοκίας προς αυτόν από την κοινοπραξία ... , προκειμένου αυτός να υποστηρίξει από την κυρίαρχη θέση που κατείχε στα ... τα συμφέροντα των γερμανικών αυτών εταιριών. Η ανωτέρω αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενέχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς του στη διοίκηση των ..., η χρησιμοποίηση διαφόρων εταιριών μέσω των οποίων γινόταν η διοχέτευση του παρανόμου χρήματος, ιδιαίτερα υψηλού ποσού, χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούν πολύ πιθανή την από αυτόν τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων εάν αφεθεί ελεύθερος. Παράλληλα η διαμορφωθείσα υποδομή στο εξωτερικό με τη δημιουργία και χρήση διαφόρων ενδιαμέσων εταιριών συνιστά προπαρασκευαστική ενέργεια που μπορεί να διευκολύνει τη φυγή του. Επειδή επομένως οι λόγοι που επέβαλαν την προσωρινή του κράτηση εξακολουθούν να υφίστανται και καθιστούν τη διατήρησή της αναγκαία για την αποτροπή τέλεσης νέων αξιοποίνων πράξεων και την εξασφάλιση της παρουσίας του ενώπιον των δικαστικών αρχών και υποβολή του στην εκτέλεση της ποινής που τυχόν επιβληθεί, θα πρέπει η υπό κρίση προσφυγή να απορριφθεί στην ουσία της. Επίσης, σχετικά με τα οικογενειακά προβλήματα, που επικαλείται ο κατηγορούμενος και δημιουργούνται σε άτομα, των οποίων κάποιος οικείος βρίσκεται έγκλειστος στη φυλακή, είναι συνήθης συνέπεια της επιβολής του συγκεκριμένου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Μόνος υπαίτιος, δε, για τη δημιουργία προβλημάτων στα ανήλικα τέκνα του και για τη διασάλευση της οικογενειακής του γαλήνης είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ο οποίος με τις πράξεις του αποστέρησε τα τέκνα του απ' τις φροντίδες του, επιλέγοντας να τελέσει σημαντικής απαξίας αξιόποινες πράξεις, οι οποίες και οδήγησαν στην επιβολή της προσωρινής του κράτησης.
Επίσης, ο προσφεύγων ζητά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ «το Συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του Εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο Εισαγγελέας. Αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, το συμβούλιο, στην περίπτωση που κρίνει ότι αυτά ασκούν ουσιώδη επιρροή στη διάγνωση της υπόθεσης, οφείλει να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους, ή τους αντικλήτους τους, για να ενημερωθούν και να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σε προθεσμία που καθορίζει το ίδιο». Κατά συνέπεια, το αίτημα τυγχάνει αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, ενόψει του ότι δεν πρόκειται για υπόθεση αγόμενη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου, μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης και την υποβολή εισαγγελικής πρότασης επί της ουσίας επ' αυτής, αλλά αποκλειστικά για την κρίση επί παρεμπίπτοντος μόνον ζητήματος, για το οποίο αυτοπρόσωπη εμφάνιση συγχωρείται μόνο εφ' όσον κριθεί τούτο αναγκαίο. [...]
Το βούλευμα έχει ως εξής:
Ι. Κατόπιν της Ω 2010/7 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, ασκήθηκε ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, και κατά του Σ.Ε., για τις πράξεις: 1) της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, από την οποία το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και 2) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα (1, 2, 13 περ. στ', 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1α', 94 παρ. 1, 98, 235, 263Α ΠΚ, όπως το άρθρο 235 ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το Ν 2802/2000 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν 1608/1950, 1 α' περ. αιβ', αιζ', β', 2 παρ. 1 εδ. β'- α' του Ν 2331/1995, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν 3424/2005, 1 α' i δδ', ii β', 2 παρ. 1 β'-α' του ίδιου νόμου, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το Ν 3424/2005 έως την κατάργησή τους με το Ν 3691/2008, 2 παρ. 1, 2, 3 περ. γ', ιθ', όπως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του Ν 4042/2012 και 45 παρ. 1 γ'-α', ε', 2, 4 του Ν 3691/2008 και 1, 2 του Ν 4022/2011). Η κατηγορία που απαγγέλθηκε, από τον Ανακριτή του Ν 4022/2011 (άρθρα 1 παρ. 1β' και 2 παρ. 2β' του Ν 4022/2011), Γ.Μ., στον πιο πάνω κατηγορούμενο συνίσταται στο ότι ο τελευταίος: α) έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου -ως διευθυντής και πρόεδρος της ΑΕ με την επωνυμία «...», που ανήκαν και χρηματοδοτούνταν από την ΕΤΒΑ ΑΕ, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου- από το Δεκέμβριο του 1999 μέχρι και το Μάιο του 2002, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ζήτησε και έλαβε ωφελήματα (χρήματα), ποσού 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ, ποσά ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, ώστε να προβεί στις αναγόμενες στα καθήκοντά του ενέργειες - ανάθεση της προμήθειας και εκσυγχρονισμού υποβρυχίων από τη γερμανική κοινοπραξία ... - με δύο συμβάσεις, αξίας 1.385.277.117 ευρώ και 826.173.947 ευρώ αντίστοιχα και β) από 10.4.2000 έως το 2014, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατέστη δικαιούχος περιουσίας που προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα της παθητικής δωροδοκίας, ήτοι 1) χρησιμοποιώντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα για να συγκαλύψει και να δώσει νομιμοφάνεια στα πιο πάνω υπό στοιχείο α' ποσά που έλαβε, 2) μετατρέποντας και κατέχοντας περιουσία (με την αγορά ακινήτων) από εγκληματική δραστηριότητα για να συγκαλύψει την αληθινή της προέλευση. Μετά την απολογία του ο κατηγορούμενος, με τη σύμφωνη γνώμη Ανακριτή και Εισαγγελέα, κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος και εκδόθηκε το 1/2014 ένταλμα προσωρινής κράτησης του ως άνω Ανακριτή, με ημερομηνία έναρξης αυτής τις 13.1.2014, όταν και συνελήφθη. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Ανακριτή την από 16.4.2014 αίτησή του, ζητώντας να αρθεί άλλως να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτηση που του επιβλήθηκε με περιοριστικούς όρους, η οποία (αίτηση) απορρίφθηκε με την 37/4.7.2014 Διάταξη του Ανακριτή. Κατά της απορριπτικής αυτής διάταξης, που επιδόθηκε στον αντίκλητο του κατηγορουμένου στις 9.7.2014, ο τελευταίος άσκησε εμπρόθεσμα (κατ' άρθρο 286 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠΔ), στις 14.7.2014, την από ίδια ημερομηνία προσφυγή του ενώπιον του Συμβουλίου αυτού. Κατόπιν τούτων, εισάγεται με την πιο πάνω πρόταση της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς κρίση η προσφυγή αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 4, 138 παρ. 2 και 286 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠΔ. Σημειωτέον ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο να αποφανθεί γι' αυτήν, αφού κατά το άρθρο 6 του Ν 4022/2011 «για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στον τελευταίο νόμο εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΠΚ και του ΚΠΔ», στο νόμο δε αυτό ρυθμίζεται το θέμα της περάτωσης της κύριας ανάκρισης των αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 1 αυτού με βούλευμα από το συμβούλιο των εφετών (άρθρο 3), όμως η άσκηση προσφυγής κατά της διάταξης του Ανακριτή μετά από αίτηση του κατηγορουμένου για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης που του επιβλήθηκε δεν ρυθμίζεται διαφορετικά και επομένως εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρο 286 παρ. 2), που, εφόσον η ανάκριση διεξάγεται από Ανακριτή του Πρωτοδικείου, καθιδρύουν αρμοδιότητα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών. Τέλος, ήδη με το βούλευμα 2369/2014 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών διατάχθηκε η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος για έξι ακόμη μήνες.
ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263Α παρ. 1 του ΠΚ, που αρχικά τέθηκε με το άρθρο δεύτερο του ΝΔ 1234/1972, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν 1738/1987 «Για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, β) σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, γ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της ή τα ιδρυμένα αυτά νομικά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης, δ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Ακολούθως, με την υποπαράγραφο ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν 4254/7.4.2014 η περ. δ' του άρθρου 263Α αντικαταστάθηκε ως εξής «σε όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Τέλος, με το άρθρο 50 του Ν 4262/10.5.2014 προστέθηκε στο ίδιο ως άνω άρθρο του ΠΚ, ως περ. ε' η ίδια ακριβώς περ. δ' που είχε παραλειφθεί από παραδρομή, προ ολίγων ημερών, με το Ν 4254/2014. Περαιτέρω, στο άρθρο 26 του Συντ. ορίζεται ότι «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Με το άρθρο αυτό καθορίζεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, που αποτελεί την κατ' εξοχήν οργανωτική βάση του πολιτεύματος και ορίζει ποια όργανα είναι επιφορτισμένα με την άσκηση καθεμιάς από τις τρεις λειτουργίες (Δημ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 1992, σελ. 129-146). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντ. «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 3 του Συντ. «αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών», κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου «αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Η αμνηστία αναφέρεται σε εγκλήματα που τελέστηκαν στο παρελθόν και παρέχεται είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια είτε και μετά την ολοκλήρωση της σχετικής δίκης. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι' αυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα (Γιαννίδης, σε Συστηματική Ερμηνεία του ΠΚ, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, άρθρο 14 αρ. 84, σελ. 180, Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, έκδοση γ', εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1984, σελ. 373-374 και Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον - Γενικόν Μέρος Γ (Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις), εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 1986, σελ. 243). Εξάλλου, η αμνηστία ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1 και 370 εδ. β' του ΚΠΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται (ΑΠ Ολ 11/2001 ΠοινΧρ 2001, 792 και ΑΠ Ολ 672/1982 ΠοινΧρ 1982, 308).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση ο προσφεύγων-κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, μετά την τροποποίηση έστω και για λίγες ημέρες του άρθρου 263Α περ. δ' του ΠΚ, η πράξη της παθητικής δωροδοκίας και κατά συνέπεια και αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που του αποδίδεται ότι τέλεσε ως διευθυντής των ..., δηλαδή ως υπάλληλος, κατά την ως άνω διάταξη (άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ), κατέστη ανέγκλητη, ως επιεικέστερος νόμος, κατ' άρθρο 2 ΠΚ. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη διάταξη του Ανακριτή, απαραδέκτως μεταβάλλεται η κατηγορία που του έχει αποδοθεί ως υπαλλήλου με την περ. δ', σε αυτή της περ. γ' του ίδιου άρθρου, αφού στο σκεπτικό της αναφέρεται ότι είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου ως διευθυντής των ..., δηλ. ΝΠΙΔ που δεν χρηματοδοτούνταν από Δημόσιο, όπως του απαγγέλθηκε η κατηγορία, αλλά που (το ΝΠΙΔ αυτό) ιδρύθηκε από το Δημόσιο, το τελευταίο δε συμμετείχε στη διοίκησή του. Ότι η αναφορά αυτή στη διάταξη του ανακριτή (πως τα ... ιδρύθηκαν από ΝΠΙΔ που ιδρύθηκε από το Δημόσιο, το οποίο συμμετείχε στη διοίκησή του) είναι εσφαλμένη, αφού τα ... ιδρύθηκαν με τη σύσταση ΑΕ από δύο φυσικά πρόσωπα, το Σ.Ν. και τον Α.Δ. και με δικά τους κεφάλαια σύμφωνα με το Ν 2190/1920. Ότι περαιτέρω, η σύμβαση μεταξύ του συνιδρυτή των ναυπηγείων Σ.Ν. και του Ελληνικού Δημοσίου, που κυρώθηκε με το ΝΔ 3593/1956, είχε καθαρά χαρακτήρα παροχής αντισταθμιστικών ωφελειών, κατ' εξαίρεση της κείμενης νομοθεσίας, για την προσέλκυση της επένδυσης της μονομερούς ίδρυσης από τον εφοπλιστή Σ.Ν. εργοστασίου ναυπηγείων. Ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στη διοίκηση της ... έγινε μετά την πάροδο τριάντα ετών και ύστερα από την εξαγορά της από την ΕΤΒΑ ΑΕ μέσω της μεταβίβασης μετοχών. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι έχει καταστεί ανέγκλητη η πράξη που του αποδίδεται δεν είναι βάσιμος, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η υποπαράγραφος ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν 4254/7.4.2014, με την οποία απαλείφθηκε λόγω παραδρομής η μέχρι τότε υφιστάμενη περ. δ' του άρθρου 263Α του ΠΚ, σε συνδυασμό με την επαναφορά της σε ισχύ με το Ν 4262/10.5.2014, κρίνεται ότι εισάγει διάταξη αντίθετη με τα άρθρα 47 παρ. 3 και 4 και 26 του Συντ. και ως τέτοια το Συμβούλιο αυτό έχει υποχρέωση, κατ' άρθρο 93 παρ. 4 του Συντ., να μην την εφαρμόσει. Ειδικότερα, με την υποπαράγραφο αυτή εισήχθη νόμος που κατ' αποτέλεσμα αμνήστευσε όλα τα εγκλήματα (μεταξύ των οποίων κακουργήματα και όχι ήσσονος σημασίας πράξεις), τα οποία τέλεσαν υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ (όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις), πράξεις που δεν αφορούν σε πολιτικά εγκλήματα. Με τον τρόπο όμως αυτό, παρασχέθηκε νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών και δημιουργήθηκε μία sui generis αμνήστευση όλων των παραπάνω εγκλημάτων, κάτι το οποίο, εκτός του ότι αντίκειται στη βούληση του νομοθέτη, αφού σε καμία περίπτωση δεν επεδίωξε τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης ως προς τα εγκλήματα αυτά, δεν αποτέλεσε ούτε επιλογή του στα πλαίσια της κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής. Τούτο μάλιστα είναι τόσο πρόδηλο και από την ενέργεια του ίδιου του νομοθέτη, ο οποίος μετά από λίγες ημέρες, επανέφερε την ίδια ακριβώς διάταξη, με το άρθρο 50 του Ν 4262/10.5.2014, αναφέροντας στην εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου ότι η περ. δ' του άρθρου 263Α του ΠΚ από παραδρομή παραλείφθηκε κατά τη μεταφορά του άρθρου αυτού, όπως τροποποιούνταν στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών (Ν 4254/2014). Έτσι, με το συνδυασμό αυτών των δύο νομοθετικών ενεργειών (Ν 4254/2014 και 4262/2014), το μεν αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης των πιο πάνω «υπαλλήλων» και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο αυτό, το δε εν τέλει δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, αφού αυτή παραμένει αξιόποινη. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό δημιουργείται και επέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας στο έργο της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο, αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσονται μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι επομένως ο νόμος αυτός αντισυνταγματικός και ως ασυμβίβαστος και προς την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντ.). Σημειωτέον ότι με την κρίση του αυτή (να μην εφαρμόσει τον πιο πάνω νόμο) το Συμβούλιο λειτουργεί στα πλαίσια του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του (νόμου) και μόνον και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, χωρίς να υποκαθιστά στο ρόλο του τον νομοθέτη, επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για τον σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά (βλ. ΑΠ Ολ 11/2001, ό.π.). Η αποδοχή της αντίθετης εκδοχής θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν ανέγκλητες όχι μόνο οι πράξεις που βρίσκονται στο στάδιο της προδικασίας, όπως η προκείμενη αλλά και, κατ' άρθρο 2 παρ.
2 ΠΚ, να παύσει και η εκτέλεση των ποινών που έχουν επιβληθεί όσο και τα ποινικά επακόλουθα αυτών (παρεπόμενες ποινές, υπολογισμός της για την υποτροπή, ποινικό μητρώο) και μάλιστα αυτοδικαίως (Γ.Α. Μαγκάκης, σε Συστηματική Ερμηνεία του ΠΚ, ό.π., άρθρο 2, σελ. 16-17, Μιχ. Μαργαρίτης, ΠΚ, Ερμηνεία - Εφαρμογή, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2003, άρθρο 2, σελ. 17 και Μπουρόπουλος, Ερμηνεία ΠΚ, 1959, Τόμος 1, σελ. 11), κάτι το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αντίκειται στη βούληση του νομοθέτη. Κατόπιν τούτων, εφόσον το Συμβούλιο έκρινε ως πρόδηλα αντισυνταγματικό τον ως άνω νόμο δεν τίθεται θέμα κρίσης του για την υπαγωγή ή όχι της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου σύμφωνα με την περ. γ' του άρθρου 263Α ΠΚ.
IV. Περαιτέρω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι με την 590 Js 64276/05 απόφαση - διάταξη του Εισαγγελέα του Κιέλου της Γερμανίας τέθηκε στο αρχείο η ποινική δικογραφία που αφορούσε ακριβώς στην ίδια υπόθεση που ερευνάται και στη χώρα μας, γεγονός που συνιστά δικονομικό κώλυμα, κατ' άρθρο 57 ΚΠΔ, για την πρόοδο της υπόθεσης και στην Ελλάδα, σε κάθε δε περίπτωση δημιουργείται οιονεί δεδικασμένο, που δεν μπορεί να ανατραπεί εάν δεν συντρέξουν νέα ουσιώδη και άγνωστα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, όσον αφορά στον προσφεύγοντα, δεν υπάρχουν.
V. Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας του Κιέλου Γερμανίας με την 590 Js 64276/05 προσκομιζόμενη διάταξή του αποφαίνεται ότι «δεν υφίσταται λόγος για την απαγγελία κατηγοριών κατά των κατηγορουμένων S., B. και Ε. Δεν υφίστανται πραγματικές ενδείξεις για παθητική και ενεργητική δωροδοκία σε εμπορική διαδικασία. Στο βαθμό που οι πληρωμές αφορούσαν τον κατηγορούμενο Ε. (πλην της πληρωμής στον κ. B.), δεν υφίσταται εμπορική συναλλαγή κατά την έννοια του εδαφίου 299 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι αυτοί που έλαβαν απόφαση γνώριζαν ότι η πληρωμή του ποσού της προμήθειας θα γίνονταν στον κ. Ε. Εντούτοις, παραμένει αδιευκρίνιστο ποιες υπηρεσίες προσέφερε ο κ. Ε. στη ... Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του κατηγορουμένου ότι οι λόγοι της πληρωμής δεν μπορούν να αναλυθούν λεπτομερώς. Είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο περαιτέρω ανακρίσεις μπορούν να διεξαχθούν στην Ελλάδα. Εάν γίνονταν τέτοιες έρευνες είναι απίθανο ότι αυτές θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν τα προκείμενα γεγονότα. Ο εγκαλούμενος Ε. μπορεί να έχει προβεί σε συναντήσεις και διαπραγματεύσεις με τρίτους συμβαλλόμενους. Εντούτοις θα ήταν αδύνατο για το Εισαγγελικό γραφείο να εκτιμήσει αυτές τις συναντήσεις και διαπραγματεύσεις. Θα πρέπει να υπολογιστεί υπέρ του εγκαλουμένου ότι η πληρωμή ήταν προσήκουσα. Εμπορικές αποφάσεις υπόκεινται μόνο σε περιορισμένο έλεγχο από το Εισαγγελικό Γραφείο ...». Η διάταξη αυτή αρχειοθέτησης της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα, παράγει οιονεί δεδικασμένο και δεν καλύπτεται από την αρχή ne bis in idem, υπάρχει δε η δυνατότητα ανάσυρσής της όταν προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης νέων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοσή της (ΑΠ 1699/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1995/2004 ΠοινΧρ 2005, 730), όπως στην προκείμενη περίπτωση, αφού στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί στην Ελλάδα υπάρχουν και νέα στοιχεία, όπως αναφέρονται στην απολογία του κατηγορουμένου Μ., στοιχεία τα οποία από κανένα σημείο της πιο πάνω διάταξης του Εισαγγελέα του Κιέλου της Γερμανίας δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη. Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι στον προσφεύγοντα είχε υποβληθεί έγκληση για το αδίκημα του άρθρου 299 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στο Τμήμα 26 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα που αφορά στα αδικήματα κατά του ανταγωνισμού (άρθρα 298 έως 302), φέρει τίτλο «ενεργητική και παθητική δωροδοκία σε εμπορικές υποθέσεις», αφορά στη δωροδοκία υπαλλήλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, που πλήττουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό και διώκεται κατ' έγκληση (άρθρο 301 παρ. 1), εκτός εάν η Εισαγγελία κρίνει απαραίτητη για το δημόσιο συμφέρον την αυτεπάγγελτη δίωξη, κάτι που δεν προκύπτει από την υπό κρίση διάταξη ότι συνέβη. Όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει από την ως άνω εισαγγελική διάταξη ότι η διενεργηθείσα έρευνα από τον Εισαγγελέα του Κιέλου αφορά στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά για τα οποία κατηγορείται ο προσφεύγων στην Ελλάδα, το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να απαγγελθούν κατηγορίες σε βάρος του, στη Γερμανία, αφορά σε τελείως διαφορετικό αδίκημα από την παθητική δωροδοκία που του αποδίδεται, στην Ελλάδα, φέροντας την ιδιότητα του υπαλλήλου. Η τελευταία αυτή δωροδοκία μάλιστα προβλέπεται από τα άρθρα 331 έως 335 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, που βρίσκονται στο 30ο Τμήμα αυτού και αφορά στα αδικήματα περί την υπηρεσία, που διώκονται αυτεπάγγελτα. Επομένως, με τα αδικήματα αυτά (των άρθρων 299 και 331 επ. του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα) πλήττονται διαφορετικά έννομα αγαθά, υφίσταται μεταξύ τους αληθινή κατ' ιδέαν συρροή και δεν κωλύεται η άσκηση ποινικής δίωξης στην Ελλάδα κατά του κατηγορουμένου για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, που αφορά σε εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία ακόμη και αν είχε εκδοθεί απαλλακτική απόφαση κατ' αυτού για το αδίκημα της εμπορικής δωροδοκίας που στρέφεται κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που έχει τεθεί στο αρχείο με διάταξη η ποινική δικογραφία σε βάρος του. Και τούτο διότι, στην περίπτωση της κατ' ιδέαν συρροής, κατά την οποία με την αυτή ενέργεια του δράστη τελούνται περισσότερα εγκλήματα (άρθρο 94 παρ. 2 ΠΚ), το δεδικασμένο εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και συνεπώς δεν κωλύει τη νέα δίωξη για την κατ' ιδέαν προς την πρώτη αληθώς συρρέουσα και μη κριθείσα άλλη αξιόποινη πράξη, έστω και αν ένα από τα περισσότερα στοιχεία της τελευταίας πράξεως απετέλεσε συγχρόνως στοιχείο του ήδη κριθέντος εγκλήματος (ΑΠ Ολ 1110/1982 ΠοινΧρ 1983, 379, ΑΠ 1699/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1246/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 19/2007 ΠοινΧρ 2007, 915). Άλλωστε, ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να διωχθεί στη Γερμανία για το γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα που έχει τελέσει ως υπάλληλος στην Ελλάδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.
νΙ. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που λήφθηκαν νομότυπα, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τις κακουργηματικές πράξεις της παθητικής δωροδοκίας, κατ' εξακολούθηση, από την οποία το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα. Συγκεκριμένα: [...]. Εξάλλου, ο προσφεύγων έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου, δεδομένου ότι τα ... μέχρι τα μέσα 2002 ανήκαν και χρηματοδοτούνταν από την ΕΤΒΑ ΑΕ, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, με κύριο μέτοχο την ίδια την ΕΤΒΑ (51%), που κατείχε την πλειοψηφία εξάλλου στο Διοικητικό Συμβούλιο (4 σύμβουλοι επί συνόλου 7) και προκειμένου να προβεί στις αναγόμενες στα καθήκοντά του άνω ενέργειες και να υποστηρίξει τα συμφέροντα της ως άνω γερμανικής κοινοπραξίας για την ανάθεση της προμήθειας και εκσυγχρονισμού των ανωτέρω υποβρυχίων σ' αυτήν, κατά παράβαση των καθηκόντων του, τον Δεκέμβριο του 1999, μετά τον διορισμό του στα ... υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Γενικού Διευθυντή, και πάντως πριν τις ενέργειες αυτές και πριν την κατάρτιση των άνω συμβάσεων, ζήτησε ωφελήματα και έλαβε υπόσχεση ότι θα λάβει από την προμηθεύτρια εταιρία ... ωφελήματα (χρήματα) που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ τουλάχιστον. Τα ποσά αυτά πράγματι έλαβε στην συνέχεια, πριν και μετά την κατάρτιση των συμβάσεων, και συγκεκριμένα: [...]. Το συνολικό όφελος των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ που αποκόμισε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 150.000 ευρώ, με αντίστοιχη ισόποση τουλάχιστον ζημία του ελληνικού Δημοσίου. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι το ποσό του 1.000.000 ευρώ του δόθηκε ως δάνειο από τον Μ.Μ., όταν μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ ο τελευταίος τον συνάντησε τυχαία στο ξενοδοχείο Hilton και προθυμοποιήθηκε να τον διευκολύνει για την αγορά κατοικίας στην Ελλάδα μέχρι να μεταφερθούν τραπεζικώς τα δικά του χρήματα από τις ΗΠΑ είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι κατ' αρχήν διαψεύδεται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Μ., ο οποίος καταθέτει ότι το πιο πάνω ποσό το κατέβαλε μέσω του δικηγόρου Α., ο οποίος του υπεδείχθη από τη γερμανική εταιρία ..., το ποσό δε αυτό δόθηκε λίγο μετά την επίτευξη συμφωνίας για την κατασκευή των υποβρυχίων τύπου 214 από την κοινοπραξία ... Σημειωτέον ότι το ανωτέρω χρηματικό ποσό ουδέποτε επιστράφηκε από τον προσφεύγοντα προς τον κατηγορούμενο Μ., από τον οποίο όπως ισχυρίζεται είχε λάβει το δάνειο. Άλλωστε, δεν συνάδει με τους κανόνες της λογικής και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας να καταβληθεί ένα τόσο μεγάλο ποσό από κάποιον που συναντά τυχαία ο προσφεύγων, χωρίς την καταχώριση αυτού του δανείου σε κάποιο ιδιωτικό έγγραφο. Κατόπιν τούτων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το ποσό αυτό αφορά σε παροχή ωφελημάτων από την κοινοπραξία ... προς τον προσφεύγοντα, προκειμένου αυτός να υποστηρίξει από την κυρίαρχη θέση που κατείχε στην ... τα συμφέροντα των γερμανικών αυτών εταιριών. Περαιτέρω, ο προσφεύγων, αν και είχε όπως προαναφέρθηκε την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή της ... και κατά συνέπεια την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατ' άρθρο 263Α περ. δ' του ΠΚ και έχοντας εκ της ιδιότητάς του αυτής την υποχρέωση να μεριμνά για την υποστήριξη των συμφερόντων της ..., σκοπό για τον οποίο και αμειβόταν από αυτήν, προέβη στη σύναψη συμφωνίας παροχής υπηρεσιών προς τη γερμανική εταιρία ..., η οποία είχε ήδη αναλάβει ως κοινοπραξία με την ... την κατασκευή υποβρυχίων, τύπου 214, του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Η συμφωνία αυτή είχε ως αντικείμενο την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής και έγινε πριν την εξαγορά των ... από την ., που έλαβε χώρα την 31.5.2002, αλλά και πριν την κατάρτιση της σύμβασης για την επισκευή υποβρυχίων του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού άλλου τύπου (209). Επιπλέον, καταρτίσθηκε μεταξύ της ... και της εξωχώριας εταιρίας ..., συμφερόντων του προσφεύγοντος, τα δικαιώματα της οποίας εκχωρήθηκαν στη συνέχεια στην εξωχώρια εταιρία ... Από την ... διοχετεύθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της .... το ποσό των 17.276.000 ευρώ και από την τελευταία μεταφέρθηκε σε λογαριασμό της ... αυτό των 16.276.000 ευρώ, ενώ για το ποσό του 1.000.000 ευρώ, που παρακρατήθηκε, αναγράφηκε ότι δόθηκε για δαπάνες και έξοδα δικηγορικών αμοιβών εκτός Γερμανίας, ποσό όμως που αφορά στο ποσό της δωροδοκίας που είχε ήδη καταβληθεί στον προσφεύγοντα στις 10.4.2000, μέσω του δικηγόρου Α. και για το οποίο ισχυριζόταν (ο προσφεύγων) ότι έλαβε ως δάνειο από τον Μ. Επιπλέον, από το ποσό των 16.276.000 ευρώ, αυτό των 14.000.000 ευρώ κατέληξε στην εξωχώρια εταιρία συμφερόντων του προσφεύγοντος, ..., ιδιοκτησίας του αδερφού του, Ε.Ε. Ο ισχυρισμός που προβάλλει ο προσφεύγων ότι το ποσό των 17.276.000 ευρώ αφορούσε σε νόμιμη αμοιβή του αντικρούεται, από το γεγονός ότι συμβλήθηκε με την εταιρία ..., ενώ ακόμη εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ..., από τα οποία πληρωνόταν και ότι για τη «νόμιμη» αυτή αμοιβή του ακολουθήθηκε μία δαιδαλώδης και αδιαφανής πορεία των χρημάτων αυτών, μέσω εξωχώριων εταιρειών, που δεν θα λάμβανε χώρα εάν επρόκειτο να καταβληθεί αμοιβή για την παροχή νόμιμων συμβατικών υπηρεσιών. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.2000 έως το 2014, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση προέβη σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι κατέστη δικαιούχος περιουσίας, που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσής της, διαπράττει δε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα. Συγκεκριμένα, έλαβε στους παραπάνω λογαριασμούς του το συνολικό ποσό των 792.690 δολαρίων ΗΠΑ και 19.666.693 ευρώ, που προέρχεται από την εγκληματική του δραστηριότητα της παθητικής δωροδοκίας, όπως αναφέρεται ανωτέρω, από τον Μ.Μ. και την ως άνω γερμανική προμηθεύτρια εταιρία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή του, προσδίδοντας νομιμοφάνεια στα εμβάσματα αυτά, ότι δηλαδή αυτά δήθεν έλαβαν χώρα στα πλαίσια κάποιας νόμιμης συναλλαγής του, ενώ στην πραγματικότητα αφορούσαν στην ως άνω εγκληματική του δραστηριότητα. Εξάλλου, προέκυψε ότι το Μάρτιο του έτους 2006 έως σήμερα, ενεργώντας από κοινού με τον Ε.Ε., με πρόθεση μετέτρεψε και κατείχε περιουσία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή της, συγκεκριμένα δε προέβη, διά της εταιρίας με την επωνυμία «...», δικαιούχος της οποίας ήταν ο αδελφός του Ε.Ε. και αληθινός ιδιοκτήτης ο ίδιος ο προσφεύγων, στην τοποθέτηση μέρους της ανωτέρω αναφερόμενης περιουσίας, προερχόμενης από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας του ιδίου του αιτούντα (τουλάχιστον 2.404.430,82 ευρώ), μέσω της αγοράς από την παραπάνω εταιρία, με το .../13.3.2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. συζύγου Ν.Π. το γένος Φ.Α., ενός οικοπέδου 905,80 τ.μ., εντός του οποίου υφίσταται διώροφη οικία με υπόγειο. Τέλος, τον Απρίλιο του έτους 2000 έως το 2014, με πρόθεση μετέτρεψε και κατείχε περιουσία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή της, συγκεκριμένα δε προέβη στην αγορά της εταιρίας «...» και του ακινήτου του οποίου αυτή ήταν ιδιοκτήτρια, με τοποθέτηση μέρους της ανωτέρω αναφερόμενης περιουσίας, προερχόμενης από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας του ιδίου του αιτούντα, ήτοι του ποσού των 1.000.000 ευρώ, που έλαβε την 10.4.2000. Τέλος, προέκυψε ότι τις ανωτέρω πράξεις διέπραξε ο προσφεύγων-κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
VII. Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο προσφεύγων έχει μόνιμη κατοικία στο Παλαιό Ψυχικό (οδός ...), όπου ζει με τη γυναίκα του και τα επτά τέκνα του (δύο νηπιακής ηλικίας και ένα βρέφος), δεν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ούτε προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις για να διευκολύνει τη φυγή του. Εξάλλου και το ίδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 3351/2011 βούλευμά του, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, δεν επικύρωσε την 12/2011 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία είχε διαταχθεί, κατ' άρθρο 2 περ. β' του Ν 2475/1920, η απαγόρευση εξόδου του από τη χώρα. Επιπλέον, μετά και την έκδοση του ως άνω βουλεύματος ο προσφεύγων-κατηγορούμενος έκανε σειρά ταξιδιών στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και σε Αραβικές χώρες (2012 έως τις αρχές του 2013), όπως προκύπτει από αντίγραφο του διαβατηρίου του και πάντοτε επέστρεφε στην Ελλάδα, αν και γνώριζε ότι εκκρεμούσαν σε βάρος του σοβαρές κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος και είχε τη δυνατότητα, εάν επιθυμούσε να διαφύγει, να παραμείνει στο εξωτερικό. Επιπλέον, διανύει το 61ο έτος της ηλικίας του και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, υπερχοληστεριναιμία, τριγλυκιδαιμία και παχυσαρκία με υποθυρεοειδισμό, ενώ εμφανίζει οξεία επεισόδια άπνοιας κατά τον νυχτερινό ύπνο που καθιστούν αναγκαία τη χρήση ειδικής συσκευής υποβοήθησης αναπνοής), τα οποία, σε συνδυασμό με το στρες, του δημιουργούν άμεσο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου και συνεπαγομένου κινδύνου ζωής. Τέλος, ο κατηγορούμενος δεν προκύπτει ότι έχει αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς ή άλλες αξιόποινες πράξεις. Σημειωτέον ότι μέχρι και την επιβολή της προσωρινής του κράτησης εργαζόταν στην εταιρία ... από το έτος 2007, όπως προκύπτει από την από 14.4.2014 βεβαίωση της τελευταίας εταιρίας. Εξάλλου, μπορεί οι αποδιδόμενες στον προσφεύγοντα-κατηγορούμενο αξιόποινες κακουργηματικές πράξεις, για τις οποίες απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών αντίστοιχα, να εμφανίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μεθοδευμένου, εξακολουθηματικού και επί μακρόν τρόπου τέλεσης με κίνητρα την κερδοσκοπία και τον παράνομο πλουτισμό, συμπεριφορά που ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία, οι πράξεις του όμως αυτές θα αξιολογηθούν από το αρμόδιο δικαστήριο. Άλλωστε, κρίνεται ότι η επί επταμήνου σχεδόν προσωρινή του κράτησή επέδρασε θετικά επ' αυτού, παρέχοντας όχι μόνο την ελπίδα αλλά και την εύλογη προσδοκία ότι έχει ασκήσει ευεργετική επίδραση στη συμπεριφορά του ώστε να τον αποτρέψει από κάθε έκνομη ενασχόληση και παραβατική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και αυτή της συσκότισης και παρεμπόδισης του έργου της ανάκρισης, που βρίσκεται στο πέρας της. Με βάση τα δεδομένα, αυτά, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν έχει πλέον την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατ' άρθρο 263Α του ΠΚ και πως μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία πλέον στο στάδιο αυτό η συνέχιση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος. Έτσι, αφού ληφθούν υπόψη και συνεκτιμηθούν οι προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές και επαγγελματικές ιδιότητες αυτού, πρέπει να αντικατασταθεί αυτή (προσωρινή του κράτηση) υπό την προϋπόθεση τήρησης από αυτόν των παρακάτω αναφερόμενων περιοριστικών όρων. Η επιβολή των όρων αυτών κρίνεται από τη μία απολύτως αναγκαία και από την άλλη επαρκής για την εξυπηρέτηση των σκοπών του άρθρου 296 ΚΠΔ, παραδοχή η οποία συμπορεύεται τόσο με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντ.) αλλά και με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. γ' της ΕΣΔΑ.
VIII. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 14.7.2014 προσφυγή του κατηγορουμένου Σ.Ε. και να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτηση που του επιβλήθηκε με το 1/2014 ένταλμα του Ανακριτή του Ν 4022/2011, Γ.Μ., και εξακολούθησε με το 2369/2014 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου, υπό την προϋπόθεση τήρησης από αυτόν των παρακάτω περιοριστικών όρων: 1) της καταβολής εγγυοδοσίας ποσού τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ, καταβλητέας σε χρήμα μέχρι τις 29 Αυγούστου 2014, 2) της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα και 3) της εμφάνισής του κάθε Δευτέρα και Παρασκευή πρωί στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του. Τέλος, το αίτημα του προσφεύγοντος να παραστεί στο Συμβούλιο για να παράσχει διευκρινίσεις πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμο, αφού τέτοια δυνατότητα παρέχεται στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, κατ' άρθρο 309 παρ. 2 εδ. β' τ/ου ΚΠΔ, όταν συνεδριάζει το δικαστικό συμβούλιο μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, ανεξαρτήτως του ότι ο τελευταίος έχει εκθέσει με πληρότητα τις απόψεις του τόσο με την απολογία του και το απολογητικό του υπόμνημα που κατέθεσε στον ανακριτή όσο και με την υπό κρίση προσφυγή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου