Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

"Η αστική ευθύνη των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Η ευθύνη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού - Γενική θεωρητική και νομολογιακή προσέγγιση" [Δημήτριος Α. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλος Επικρατείας]


*Εισήγηση στο συνέδριο περί ιατρικής ευθύνης του Πανεπιστημίου Πατρών και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών (Πάτρα, 26 και 27.5.2017).

Α 1. Η οργάνωση και λειτουργία των κρατικών νοσοκομειακών υπηρεσιών αποτελεί στο σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου ένα από τα κύρια μέσα για την προαγωγή και τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων (άρθρ. 21 § 3 Συντ). Η υγεία του ανθρώπου στο πλαίσιο αυτό δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως δημόσιο αγαθό, αλλά έχει το χαρακτήρα κοινωνικού δικαιώματος που στρέφεται κατά του Κράτους και θεμελιώνει, στο μέτρο που οι σχετικές υπηρεσίες έχουν συσταθεί και οργανωθεί, αξίωση των χρηστών τους για την επιστημονικά αρτιότερη δυνατή παροχή τους, με σκοπό την αποκατάσταση της υγείας όσων προσφεύγουν σ’ αυτές.
        
   2. Περαιτέρω, το κράτος αναλαμβάνει ρητώς την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους τους ανθρώπους και είναι κατ' επέκταση υπόχρεο να λαμβάνει θετικά μέτρα για τον σκοπό αυτό. Κύριο και ίσως σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ευθύνης αυτής είναι η υποχρέωση των κρατικών υπηρεσιών υγείας να αντιμετωπίζουν όλους τους ανθρώπους ισότιμα, ανεξάρτητα από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί κάθε ένας.
        
     3. Τα ανωτέρω νομικά δεδομένα αναδεικνύουν δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ανάμειξης του κράτους στην προστασία της υγείας των ανθρώπων : Το πρώτο είναι η «δεσπόζουσα θέση» των κρατικών υπηρεσιών στο σύνολο των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας (κρατικών και ιδιωτικών). Την θέση αυτή την επιβάλλει το Σύνταγμα και την εξειδικεύουν οι κανόνες δικαίου της κοινής νομοθεσίας, που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του εθνικού συστήματος υγείας. Απόρροια της ιδιάζουσας αυτής θέσης του κράτους στον τομέα της υγείας είναι η αυξημένη έως απόλυτη εξάρτηση της πλειοψηφίας των ανθρώπων από τις κρατικές υπηρεσίες υγείας, και ιδίως εκείνων που δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα οικονομικά μέσα για να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα της υγείας .  το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η νομοθετικά διακηρυγμένη υποχρέωση του κράτους να παρέχει κρατικές υπηρεσίες υγείας ισότιμα προς όλους τους ανθρώπους. Η ισοτιμία αυτή αποτελεί εκδήλωση της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου. Από την αρχή της ισότητας, σε συνδυασμό με το συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία (21 παρ. 3Σ) και τη νομοθεσία περί ΕΣΥ, απορρέει η αξίωση κάθε χρήστη των κρατικών υπηρεσιών υγείας να του παρέχονται όχι οποιεσδήποτε υπηρεσίες, αλλά εκείνες που αρμόζουν στην κατάστασή του και είναι αντικειμενικά ικανές να οδηγήσουν στην ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει. Εξάλλου, οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορεί να είναι παρά αυτές που υπαγορεύουν το σύνολο των ιατρικών γνώσεων και οι θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, που αποτελούν κοινό κτήμα της παγκόσμιας επιστημονικής εμπειρίας. Είναι, εξάλλου, αυτονόητο ότι τα πορίσματα κάθε επιστήμης, που σχετίζεται πρακτικά με την παροχή υπηρεσιών υγείας, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, αν ορισμένη διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδεδειγμένη ή μη. Η τεχνική δε αυτή κρίση περί του ενδεδειγμένου ή μη χαρακτήρα της ανάγεται τελικά σε νομική κρίση, αφού η θεσμική οργάνωση της κρατικής υγείας οδηγεί επιτακτικά σε νομικό δέον την εκτέλεση επιστημονικά ενδεδειγμένων ιατρικών πράξεων και την αποφυγή παραλείψεων, οι οποίες δεν ενδείκνυνται επιστημονικά.
        
       4. Οι κανόνες ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος δεν νοούνται ως γενικοί και αφηρημένοι κανόνες συμπεριφοράς των γιατρών, αλλά ως αντικειμενικοί όροι της οργάνωσης και λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, έννοιες, όπως οι «θεμελιώδεις αρχές της Ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης εμπειρίας» και η «ευσυνείδητη άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος» αποτελούν αόριστες έννοιες αξιολογικού χαρακτήρα. Το έργο της εξειδίκευσής τους ανατίθεται στο δικαστή και είναι ιδιαίτερα σύνθετο, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι πέρα από την κοινή λογική και εμπειρία που εξ ορισμού αυτός διαθέτει, απαιτείται η συνεκτίμηση ειδικών γνώσεων ή επιστημονικών πορισμάτων, που προϋποθέτουν ειδική εμπειρία και αντίστοιχη αποδεικτική τεκμηρίωση. Η επιτυχής ερμηνευτική εξειδίκευση των εννοιών αυτών είναι προαπαιτούμενο για την ορθή κρίση ως προς τον παράνομο ή μη χαρακτήρα ορισμένης διαγνωστικής ή θεραπευτικής πράξης κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.ΑΚ. Ο χαρακτήρας των τελευταίων ως «λευκών κανόνων» δεν αίρεται αυτομάτως με τον εντοπισμό από το δικαστή της κρίσιμης κάθε φορά διάταξης . αν η τελευταία περιέχει και αόριστες έννοιες, το κανονιστικό κριτήριο της παρανομίας συγκροτείται τελικά με την ερμηνευτική παρέμβαση του δικαστή. Το κρίσιμο περιεχόμενο της δικαιοπλαστικής του παρέμβασης αποτελεί, όπως πάντα, την τομή της εξειδικευόμενης αόριστης έννοιας με τη σύνθεση του συγκεκριμένου πραγματικού, που αντλείται από το αποδεικτικό υλικό κάθε υπόθεσης.
        
        Β. Το παράνομο της ιατρικής συμπεριφοράς μπορεί να συνίσταται :
      I.    στην εσφαλμένη διάγνωση της ασθένειας, υπό την έννοια είτε της μη πραγματοποίησης των αναγκαίων και κατάλληλων εξετάσεων είτε της μη ορθής εκτίμησής τους
    II.    στην εσφαλμένη επιλογή της προσήκουσας θεραπευτικής μεθόδου,
   III.    στην πλημμελή εκτέλεση της ιατρικής πράξης,
  IV.    στη μη ενημέρωση ή (στην) πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς, και
   V.    στην πλημμελή τήρηση του ιατρικού αρχείου, από το οποίο ο ασθενής ή ο θεράπων ιατρός του θα μπορούσε να εξασφαλίσει ακριβείς και πολύτιμες για την υγεία του πρώτου πληροφορίες.
          
      Γ. Η κρίση περί του «παρανόμου» μπορεί να στηριχθεί είτε σε ιατρικό σφάλμα είτε στην πλημμελή οργάνωση του νοσοκομείου ως δημόσιας υπηρεσίας.
           
       1. Η πλέον συνήθης περίπτωση ευθύνης του δημόσιου νοσοκομείου αφορά σφάλματα του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού κατά την παροχή νοσηλείας στους ασθενείς, δηλαδή πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν πλημμελή τήρηση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης εκ μέρους του ιατρού. Στο αστικό δίκαιο της ιατρικής ευθύνης θεωρείται ότι στην έννοια του ιατρικού σφάλματος εμπεριέχεται και η υπαιτιότητα υπό την έννοια της αθέτησης της υποχρέωσης επιμέλειας του ιατρού. Το ίδιο ισχύει και στο ποινικό δίκαιο, όπου η υπαιτιότητα (δόλος και αμέλεια) έχει καθοριστική σημασία. Στο αντίστοιχο πεδίο του δημόσιου δικαίου το ζήτημα της υπαιτιότητας είναι αδιάφορο, έστω και αν κατά κανόνα συντρέχει, γιατί η ευθύνη είναι αντικειμενική. Με τις ΣτΕ 572/2013  και 2224/2014 αποφάσεις έγινε δεκτό ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής του από κάθε αμέλεια αυτού, ακόμη και ελαφριά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτήν που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του.

    2. Η θεμελίωση του παρανόμου υπάρχει κι όταν έχουμε αθέτηση θεσμοθετημένης, δηλαδή ρητώς ρυθμισμένης, υποχρέωσης. Ειδικότερα, με την ΣτΕ 2539/2008 κρίθηκε ότι ο θεσμός της εφημερίας συνιστά πτυχή της αρχής της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας της υγείας. Τούτο σημαίνει ότι η υποχρέωση εφημερίας παρακολουθεί την ένταξη του ιατρού σε θέση συγκεκριμένης ειδικότητας όπως και σε συγκεκριμένη κλινική. Επομένως, είναι υποχρεωτική η παρουσία του ιατρού κατά την εφημερία, αν δε αυτός παραλείψει να μεταβεί στο νοσοκομείο για την εξέταση περιστατικού που απέληξε σε θάνατο ή η παράλειψη αυτή είχε ως συνέπεια τη μη σωστή διάγνωση της πάθησης οδηγεί σε ευθύνη του ιατρού και περαιτέρω του δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος. Επίσης το παράνομο θεμελιώνεται και όταν απαιτείται προηγούμενη ενημέρωση και εξασφάλιση της συναίνεσης του ασθενούς, όταν αυτή είναι δυνατή. Νομική βάση αποτελούν τα άρθρα 5-10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Οβιέδο, κυρωμένη με τον ν. 2619/1998), 47 παρ. 3 & 4 του ν. 2071/1992 και 11 παρ. 1 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). Οι διατάξεις αυτές διαμορφώνουν το δικαίωμα πλήρους, ενδελεχούς και ακριβούς ενημέρωσης του ασθενούς τόσο ως προς την κατάστασή του όσο και ως προς την προτεινόμενη ιατρική αγωγή. Όπως επισημαίνεται σχετικώς, το δικαίωμα αυτό συνδέεται με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ασθενούς, αποτελώντας το θεμέλιο για την ενημερωμένη συγκατάθεσή του. Μάλιστα με δεδομένο ότι η γνώση υπάρχει στον ιατρό και η άγνοια στον ασθενή, το βάρος απόδειξης της προσήκουσας ενημέρωσης ανήκει στον ιατρό.


Παράδειγμα μη ενημέρωσης του ασθενούς: Ιατρός αναλαμβάνει να θεραπεύσει όγκο του τραχήλου της μήτρας με ακτινοβολία. Η μέθοδος ήταν ιατρικά ενδεδειγμένη και εφαρμόστηκε lege artis με τη συναίνεση του ασθενούς. Ο όγκος υποχώρησε, η ακτινοβολία όμως προσέβαλε το ουροποιητικό σύστημα, πιθανότητα που, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, ανερχόταν σε ποσοστό 5-6%. Ο ασθενής όμως δεν είχε ενημερωθεί για τον σχετικό κίνδυνο βλάβης της υγείας του.

Παράδειγμα μη ενημέρωσης και μη συναίνεσης του ασθενούς: Ιατρός επενέβη για να αφαιρέσει ένα μεγάλο ινομύωμα από τη μήτρα. Καθώς αυτό ήταν συνδεδεμένο με τα τοιχώματα, αναγκάσθηκε να αφαιρέσει ολόκληρη τη μήτρα. Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχε ευθύνη του δημόσιου νοσοκομείου, γιατί ο ιατρός, ανεξάρτητα αν η ιατρική επέμβαση ήταν ενδεδειγμένη, πάντως, ούτε ενημέρωσε ούτε είχε τη συναίνεση του ασθενούς στην πιθανότητα αφαίρεσης ολόκληρης της μήτρας

      3. Ακόμη, το παράνομο θεμελιώνεται όταν απαιτείται, αλλά δεν υπάρχει, η συνεχής παρουσία του αναισθησιολόγου κατά το χρόνο που ο ασθενής υποβάλλεται σε αναισθησία καθώς και η απαγόρευση, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), παροχής ιατρικών υπηρεσιών σε περίπτωση μεταμόσχευσης ιστών ή οργάνων με αντάλλαγμα. Περαιτέρω, το παράνομο θεμελιώνεται κι όταν υπάρχει έλλειψη της προσήκουσας προσοχής κατά την άσκηση των ιατρικών – νοσηλευτικών καθηκόντων, αναφέρονται δε ενδεικτικά νομολογιακά παραδείγματα π.χ. σε περίπτωση παράλειψης ελέγχου μεταγγισθέντος αίματος σε χρονική περίοδο, κατά την οποία το νοσοκομείο ήταν υποχρεωμένο να πραγματοποιεί σχετικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να μολυνθεί ο ασθενής με τον ιό του AIDS και να αποβιώσει (ΣτΕ 1471/2008, ΣτΕ 2463/1998 7μ.). Επίσης, όταν ο ασθενής ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου λόγω της ασθένειάς του (ΣτΕ 3457/2003). Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι ο ασθενής μπορεί να καθορίζει τους ενδεδειγμένους ιατρικούς χειρισμούς (ΣτΕ 330/2009). Σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται, αν είναι προσήκουσα η υιοθετηθείσα ιατρική μεθόδος. Τούτο, προκειμένου να αποφεύγεται το φαινόμενο της «αμυντικής ιατρικής», δηλαδή, είτε επιλογή ιατρικής μεθόδου με χαμηλό κίνδυνο αλλά και περιορισμένη αποτελεσματικότητα, είτε άρνηση ανάληψης επεμβάσεων με υψηλό κίνδυνο αποτυχίας, είτε υποβολή του ασθενούς σε πολυάριθμες και δαπανηρές εξετάσεις. Περαιτέρω, το παράνομο θεμελιώνεται κι όταν υπάρχει παράλειψη ενεργειών που προσιδιάζουν σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και τα διδάγματα της κοινής πείρας στα ιδιαίτερα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας (ΣτΕ 2818/2005), όπως λ.χ. η διαπιστωθείσα παράλειψη διενέργειας των επιβαλλόμενων εξετάσεων (ΣτΕ 2727/2003) ή η πλημμελής μεταχείριση νεφροπαθούς από τις στρατιωτικές – νοσηλευτικές αρχές που παρέλειψαν να του συστήσουν την εισαγωγή σε ειδικό νοσηλευτικό ίδρυμα για την ασφαλή διάγνωση της νόσου (ΣτΕ 3102/1999, ΣτΕ 926/2009), αλλά και η υποβολή σε σκληρές εργασιακές συνθήκες ιατρού του ΕΚΑΒ με πρόσφατο σοβαρό ιατρικό – καρδιολογικό ιστορικό με αποτέλεσμα να υποστεί θανατηφόρο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΣτΕ 2818/2005), ενώ το παράνομο και συνακόλουθα η ευθύνη θεμελιώνονται στα άρθρα 928 και 929 ΑΚ που προστατεύουν τα αγαθά της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας (ΣτΕ 1018/2008).
           
     4. Επομένως, ο νομοθέτης συνδέει μεταξύ τους τρία πεδία, δηλαδή το δίκαιο, την άσκηση της ιατρικής επιστήμης και την επαγγελματική δεοντολογία.

           
            5. Στο νόμο επιλύεται επιπλέον η σύγκρουση καθηκόντων στην οποία, σε οριακές περιπτώσεις μπορεί να βρεθεί ο ιατρός, όπως λ.χ. μετά από ένα τροχαίο ατύχημα, όταν μπορεί να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια σε ορισμένους μόνο τραυματίες, αφήνοντας τους άλλους στην τύχη τους. Κατά το άρθρο 15 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, “ο γιατρός που βρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων αντιμετωπίζει τη σύγκρουση αυτή με βάση την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των έννομων αγαθών που διακυβεύονται, τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τη συνείδησή του, στο πλαίσιο των αρχών του άρθρου 2”.
           
        6. Για να εφαρμοστεί ωστόσο η διάταξη αυτή, θα πρέπει να μην μπορεί να διαπιστωθεί υπαιτιότητα του γιατρού, ως προς την εμφάνιση της σύγκρουσης καθηκόντων. Αξίζει λ.χ. να αναφερθεί η υπόθεση που απασχόλησε την ΑΠ 1436/2007, όταν αναισθησιολόγος και χειρουργός προγραμμάτισαν συγκεκριμένη σοβαρή επέμβαση σε ημέρα εφημερίας του νοσοκομείου όπου εργάζονταν και στη συνέχεια διέκοψαν την παρουσία τους στο χειρουργείο αυτό, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε επείγον έκτακτο περιστατικό που έφθασε στο νοσοκομείο, όπως ισχυρίστηκαν, αφήνοντας τους ειδικευόμενους γιατρούς να συρράψουν τα τραύματα. Κατά τον χρόνο της απουσίας των ειδικών γιατρών εμφανίστηκε στην 19χρονη ασθενή βραδυκαρδία, που κράτησε 10 λεπτά, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε οξεία υποξαιμική εγκεφαλοπάθεια και από αυτήν στελεχιαία συνδρομή βαριάς μορφής με τετραπληγία, με αποτέλεσμα η ασθενής να μείνει για όλη της τη ζωή ανάπηρη σε ποσοστό 100%. Ο Άρειος Πάγος ορθά δεν δέχθηκε στην περίπτωση αυτή άρση του αδίκου λόγω σύγκρουσης καθηκόντων, καθώς η χειρουργική επέμβαση ήταν προγραμματισμένη και η σοβαρότητά της δεδομένη. Η σύγκρουση καθηκόντων που δημιουργήθηκε οφειλόταν επομένως αποκλειστικά στην υπαιτιότητα των δραστών.

             
       7. Επίσης, η κρίση περί του παρανόμου μπορεί να στηριχθεί και σε πλημμελή οργάνωση των υπηρεσιών του δημόσιου νοσοκομείου ή εν γένει του Εθνικού Συστήματος Υγείας π.χ. προκειμένου για την αμελή συντήρηση ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και τη μη προσήκουσα ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού στην χρήση του (ΣτΕ 121/2002) ή σε περίπτωση ενδονοσοκομειακής λοίμωξης λόγω πλημμελούς αποστείρωσης των χειρουργικών εργαλείων ή της μονάδας εντατικής θεραπείας (ΣτΕ 938/2014).
          
          8. Δεν ευθύνεται το δημόσιο νοσοκομείο, αν ιατρός του Ε.Σ.Υ. χειρουργήσει σε ιδιωτική κλινική, χωρίς να έχει δικαίωμα προς τούτο, γιατί, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου  των υπηρεσιακών καθηκόντων του (Α.Ε.Δ. 5/1995, 1471/2008).
            
     9. Δεν τίθεται, επίσης, θέμα ευθύνης του δημόσιου νοσοκομείου, όταν υπάρχουν συνθήκες ανωτέρας βίας ή τυχερού. Εξάλλου, υπάρχει περίπτωση περιορισμού της ευθύνης του δημόσιου νοσοκομείου, όταν τυχόν υπάρχει συντρέχον πταίσμα του προσώπου που υπέστη, καταρχήν, τη βλάβη, δηλαδή το πρόσωπο αυτό συνετέλεσε με την συμπεριφορά του στο να επέλθει για το ίδιο το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, συστήθηκε συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή από τον θεράποντα ιατρό του δημόσιου νοσοκομείου, την οποία ο ασθενής δεν τήρησε.
           
        Δ. 1. Η παράνομη συμπεριφορά πρέπει να προκαλεί ζημία στον ενδιαφερόμενο και η βλάβη να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια. Ο αιτιώδης σύνδεσμος πρέπει να είναι πρόσφορος. Για παράδειγμα, χειρουργική επέμβαση που έγινε λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και η οποία προκάλεσε βλάβη στην υγεία του ασθενούς που δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί σε δημόσιο νοσοκομείο και υποχρεώθηκε να νοσηλευθεί σε ιδιωτικό θεραπευτήριο.
           
         2. Με τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής αποζημίωσης αποκαθίσταται οποιαδήποτε περιουσιακή βλάβη προκληθεί, δηλαδή είτε αυτή είναι θετική (λ.χ. πρόσθετα έξοδα νοσηλείας ή φυσιοθεραπείας, βλ. ΣτΕ 1018/2008 ή κηδείας βλ. ΣτΕ 2727/2003) είτε αποθετική, λ.χ. διαφυγόντα κέρδη από την αδυναμία εργασίας λόγω του προβλήματος που προκλήθηκε (ΣτΕ 2539/2008, 2739/2007, 1221-1224/2002, 3102/1999) ή (την αδυναμία) παροχής υπηρεσιών στους γονείς, όπως συνηθίζεται για τα τέκνα ορισμένης ηλικίας σε συγκεκριμένη αγροτική περιοχή (ΣτΕ 2463/1998 .). Οι δύο μορφές βλάβης  πρέπει να αποδειχθούν, η μεν πρώτη με πλήρη τρόπο, ενώ η δεύτερη αρκεί να πιθανολογηθεί (λ.χ. κατά μέσο όρο προσδιορισμός των εσόδων κατά την αντίστοιχη περίοδο ενός ελεύθερου επαγγελματία).
           
           3. Επίσης, μπορεί να χορηγηθεί ένα χρηματικό ποσό ως ικανοποίηση για την ψυχική ταλαιπωρία που προκλήθηκε στον ίδιο τον παθόντα και στα μέλη της οικογένειάς του. Η σχετική κρίση εκφέρεται κυριαρχικά, πλην όμως αιτιολογημένα, από τα δικαστήρια της ουσίας, ελέγχεται δε αναιρετικώς επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας και της τυχόν υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας υπό την έννοια της ούτε ιδιαιτέρως χαμηλής ούτε ιδιαιτέρως υψηλής αποζημίωσης, ώστε να αγόμεθα στον πλουτισμό του ενός μέρους. Συγκεκριμένα, με τις ΣτΕ 2202/2014 και 3695/2015 λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, η δε σχετική κρίση των δικαστηρίων της ουσίας ελέγχεται ως προς το αν είναι σύμφωνη με την  αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι τα δικαστήρια της ουσίας δεν πρέπει, ούτε να υποβαθμίζουν την απαξία της παράνομης πράξης, παράλειψης υλικής ενέργειας ή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας με την επιδίκαση ιδιαίτερα χαμηλών ποσών, ούτε να καταλήγουν με ακραίες εκτιμήσεις στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους (βλ. και ΣτΕ 4133/2011 7μ., 424, 1219, 4100/2012).
            Ως κριτήρια για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θεωρούνται από τη νομολογία :
            (i) Ο πόνος, η μελαγχολία και η θλίψη που προκαλεί ο απροσδόκητος θάνατος 44χρονου ιατρού του ΕΚΑΒ, κατά την άσκηση των καθηκόντων του λόγω υποβολής σε μη νόμιμες και ιδιαιτέρως επιβαρυντικές για την υγεία του εργασιακές συνθήκες, που καταλείπει σύζυγο και 9χρονο παιδί (ΣτΕ 2818/2005 – ύψος χρηματικής αποζημίωσης 88.000 ευρώ έκαστος).
            (ii) Η ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που προκλήθηκε λόγω μερικής τύφλωσης (ΣτΕ 2739/2007 – ύψος αποζημίωσης 92.251,73 ευρώ).
            (iii) Η σοβαρότητα και το ανεπανόρθωτο της βλάβης που προκλήθηκε σε ασθενή (λόγω καταστροφής του αριστερού νεφρού : ΣτΕ 3081/2003 – ύψος αποζημίωσης : 40.000.000 δρχ.
            (iv) Η εξουθενωτική απομόνωση που υπέστη ανήλικο παιδί που προσεβλήθη λόγω μετάγγισης αίματος από τον ιό του AIDS, όπως και η οικογένειά του από τον κοινωνικό περίγυρο. Το παιδί εκδιώχθηκε από το τοπικό σχολείο, στο οποίο επανήλθε μετά από παρέμβαση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, υπέστη δε εν γένει αξιοπρόσεκτη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία από την ασθένειά του πριν καταλήξει (ΣτΕ 2463/1998 – ύψος αποζημίωσης : 100.000.000 δρχ. στους γονείς).
            (v) Το νεαρό της ηλικίας, ο βαθμός συγγένειας (ΣτΕ 2768/2003, 2539/2008)  η υπαιτιότητα του ιατρού, οι συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος (ΣτΕ 2539/2008) καθώς και η οικονομική ή η κοινωνική κατάσταση του θιγέντος (ΣτΕ 1018/2008 και 2727/2003).
            (vi) Το μειωμένο ενδιαφέρον των συγγενών ενόσω το διανοητικά καθυστερημένο παιδί νοσηλευόταν (ΣτΕ 2320/2003 – ύψος αποζημίωσης : 25.000.000 δρχ. στη μητέρα και 1.000.000 δρχ. στον πατέρα και την αδελφή, δεδομένου ότι σε 18 μήνες η μητέρα το είχε επισκεφθεί 6 φορές και είχε τηλεφωνήσει 13 φορές, ενώ ο πατέρας και η αδελφή δεν είχαν δείξει κανένα ενδιαφέρον). Εξάλλου,
            (vii) δεν αποζημιώνεται αυτοτελώς η μητέρα της παθούσας για την απώλεια εσόδων που προκλήθηκε από τη διακοπή λειτουργίας του καταστήματός της, ενόσω την φρόντιζε, δεδομένου ότι το κονδύλιο αυτό έχει συνεκτιμηθεί στην επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2796/2006).
           
           4. Εξυπακούεται ότι τα σχετικά ποσά μειώνονται στην περίπτωση, κατά την οποία ο ίδιος ο θιγείς συνέβαλε με δική του συμπεριφορά στην πρόκληση ή την έκταση της βλάβης (συντρέχον πταίσμα : ΑΚ 300) (ΣτΕ 2539/2008: απόκρυψη τεχνητής διακοπής κύησης). Τέτοια όμως συνυπαιτιότητα δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για πρόσωπο βαριάς νοητικής καθυστέρησης, δεδομένου ότι αυτό στερείται καταλογισμού (ΣτΕ 2320/2003: πνιγμός καθυστερημένου παιδιού που πάσχει από βαριά νοητική καθυστέρηση στο πλαίσιο εκδρομής των τροφίμων ιδρύματος σε παραθαλάσσια περιοχή). Η συνυπαιτιότητα αποδίδεται σε πρόσωπα, τα οποία μπορούν να αντιληφθούν τη σημασία των πράξεων και των παραλείψεών τους. Τέλος, σύμφωνα με την ΣτΕ 2011/2014, όταν ο διοικούμενος αναζητεί το νομικό πρόσωπο που νομιμοποιείται παθητικώς για να στραφεί το ένδικο βοήθημα της αγωγής και δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες λόγω της πολυπλοκότητας των εισαγομένων ρυθμίσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η ανάγκη πραγματικής αλλά και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των διοικουμένων κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, τα δικαστήρια της ουσίας πρέπει να ερευνήσουν και μάλιστα αυτεπαγγέλτως και να ερμηνεύσουν το δικόγραφο της αγωγής κατά του ορθώς νομιμοποιούμενου νομικού προσώπου. Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας, που για λόγους μείζονος σπουδαιότητας παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, ακολουθεί την απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου της 26.7.2011 Georgel και Georgeta Stoicescu κατά Ρουμανίας, σύμφωνα με την οποία η ανυπαίτια αδυναμία προσδιορισμού του εναγομένου, οφειλόμενη σε ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων τοπικών αρχών και στη μη προφανή ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας περί της παθητικής νομιμοποίησης επί αγωγής αποζημίωσης για ζημία προκληθείσα από παράνομες ενέργειες των αρμόδιων αρχών, στερεί τον ενάγοντα πραγματικής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και συνεπώς, παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ακολούθως, δημοσιεύθηκε η ΣτΕ 1816/2015 7μ., με την οποία κρίθηκε ότι νομοθετικές μεταβολές στην διοικητική οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών που με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις τους δυσχεραίνουν τον καθορισμό του προσώπου κατά του οποίου πρέπει να στραφεί κατά το άρθρο 72 ΚΔΔ η αγωγή αποζημιώσεως δεν επιτρέπουν την μεταβολή από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως του δικογράφου της ως προς τον καθ' ου στρέφεται αυτή, είναι δε διάφορο ζήτημα αν η αποτυχία παροχής ένδικης προστασίας εξ αιτίας των μεταβολών αυτών και η, εξ αυτού του λόγου, πρόκληση ζημίας μπορεί να προκαλέσει ευθύνη του Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Η μειοψηφία της απόφασης αυτής (ο Πρόεδρος του Τμήματος, ένας Σύμβουλος και η εισηγητής της υπόθεσης Πάρεδρος) υποστήριξε τη γνώμη της παραπεμπτικής απόφασης.
           
          Ε. Υπέχει ο υπεύθυνος προσωπική ευθύνη; (Προσωπική ευθύνη του οργάνου).
           
          1. Όπως είναι γνωστό, στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο υφίσταται ειδική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία έναντι του θιγέντος ευθύνεται μόνον το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. και όχι ο υπάλληλος (ΥΚ άρθρο 38). Τούτο ισχύει και για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων, δεδομένου ότι ο Υπαλληλικός Κώδικας (Ν. 2683/1999, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3528/2007) εφαρμόζεται συμπληρωματικώς επί του προσωπικού αυτού (ΑΠ Ολομ. 3/2009). Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι το προσωπικό αυτό δεν ευθύνεται αυτοτελώς έναντι του θιγέντος, αλλά μόνον το δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπηρετεί. Έχει κριθεί όμως ότι τούτο δεν ισχύει για τα μέλη Δ.Ε.Π. των ιατρικών σχολών που ευθύνονται αυτοτελώς και εις ολόκληρον (ΑΠ Ολομ. 3/2009). Επακολούθησε νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία και τα μέλη Δ.Ε.Π. των ιατρικών σχολών αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι λοιπές περιπτώσεις.
           
          2. Πέραν τούτου όμως, και αν δεν επιτρέπεται να εναχθεί το προαναφερθέν προσωπικό, μπορεί να του αναζητηθεί με την υποβολή εκ μέρους του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, σχετικής αίτησης καταλογισμού στο Ελεγκτικό Συνέδριο το ποσό που υποχρεώθηκε το νοσοκομείο να καταβάλει στον θιγέντα. Το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση εξ αρχής, επανεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά και τον βαθμό της υπαιτιότητας, μπορεί δε να επιδικάσει υπέρ του νοσοκομείου το σύνολο ή μέρος των καταβληθέντων ή και να απαλλάξει τον καθ' ου η αίτηση από την καταβολή, εάν κρίνει ότι αυτός επέδειξε την προσήκουσα επιμέλεια. Η σχετική αξίωση του νοσοκομείου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή από το τέλος του έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η σχετική αξίωση.
           
3. Εξάλλου, είναι πλέον κανόνας ότι οι περισσότεροι ιατροί είναι ήδη ασφαλισμένοι για την επαγγελματική αστική τους ευθύνη σε ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες καταβάλουν τη σχετική αποζημίωση για τον παθόντα μέχρι το ασφαλιστικό όριο που έχει συμφωνηθεί και, ακολούθως, υποκαθίστανται αυτές στις υποχρεώσεις των ιατρών που έχουν ασφαλίσει.

      ΣΤ. Συμπερασματικά, ιδιαίτερη σημασία έχει για τη νομολογία η επακριβής τήρηση των υποχρεώσεων που καθιερώνουν ο νομοθέτης, η ιατρική επιστήμη και δεοντολογία. Κατά τα λοιπά, επιφυλάσσεται ευρύ περιθώριο επιστημονικής - ιατρικής εκτίμησης στον θεράποντα ιατρό, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει την ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης, τον όγκο των περιστατικών και την ανεπάρκεια της υφιστάμενης ανθρώπινης και υλικοτεχνικής υποδομής. Τα δεδομένα αυτά συνεκτιμά ο δικαστής, ο οποίος φαίνεται να επιδεικνύει αυστηρή στάση ως προς την τήρηση των νόμιμων υποχρεώσεων (π.χ. παρουσία κατά την εφημερία), ενώ είναι πιο επιεικής ως προς το περιεχόμενο των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών και ιδίως την επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου, αρκεί να παρέχονται με την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Τούτο είναι εύλογο, δεδομένου ότι οι θεραπευτικές επιλογές αφορούν σε ιατρικά – τεχνικά ζητήματα που κατ’ αρχήν δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Επειδή, το ιατρικό λειτούργημα αποτελεί λειτούργημα υψηλής διακινδύνευσης, δυστυχώς, δεν μπορεί να απαλλαγεί από το ακούσιο ιατρικό σφάλμα. Άλλωστε, μόνον εκείνος που δεν εργάζεται, δεν κάνει λάθος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου