ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 του ΚΠΔ, κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή την διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ' άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Πλημμελειοδικείο το οποίο επιλαμβάνεται τέτοιων αντιρρήσεων του καταδικασμένου περιορίζεται μόνο στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής και ειδικότερα αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ)με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 ΚΠΔ) ή λόγο που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β' ΚΠΔ) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α' ΚΠΔ) ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2§2 ΠΚ) [ΑΠ 471/2015], Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις αυτές του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτίσεως της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει καθ' ολοκληρία αποτιθεί, γιατί μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης (ΑΠ 767/2014).
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 563 εδ.β του ίδιου ως άνω Κώδικα, κατά της απόφασης του Δικαστηρίου επιτρέπεται στον Εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, ως Δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής, με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμ. 1559/2-12-2019 απόφασή του απέρριψε τις από 24-10-2019, κατ' άρθρο 562 του ΚΠΔ, αντιρρήσεις του καταδικασθέντος Π. Χ. του Γ., κατοίκου ...) και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, σχετικά με τη διάρκεια της εκτιόμενης (συνολικής) ποινής κάθειρξης των είκοσι πέντε (25) ετών, η οποία έχει επιβληθεί σ' αυτόν με την υπ' αριθμ. 326, 345, 425/2015 απόφαση του Α' Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε τον επανακαθορισμό της ως άνω ποινής, ώστε να οριστεί εκτιτέα τα είκοσι (20) έτη και όχι τα είκοσι πέντε (25) έτη. Κατά της απόφασης αυτής ο ανωτέρω καταδικασμένος άσκησε την υπ' αριθμ. 12/27-2-2020 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Διευθυντή του ως άνω Καταστήματος Κράτησης. Η ως άνω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 466 § 1, 474 § 1 εδαφ. β του ΚΠΔ) αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 §§ 2 και 3 του ΚΠΔ, Ειδικό Βιβλίο στις 11-2-2020 και επομένως είναι παραδεκτή, ασκηθείσα από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, ενώ περιλαμβάνει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 464, 562 εδ.β, 563 εδ. β και 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ και κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2§1 του νέου Π Κ, του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από την 1-7-2019, η οποία αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014) και με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή, εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Επίσης, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 1/2020).
Από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου, έτσι ώστε να είναι σαφές, μετά τη γενόμενη σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" (βλ Αιτιολογική Έκθεση στο σχ. νόμου Κύρωση του ΠΚ) και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη (ΑΠ 1820/2019, ΑΠ 1519/2019). Η γενική αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου αποτυπώνεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 του Π Κ, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα της ποινικής διαδικασίας. Η πρώτη παράγραφος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει από την τέλεση της πράξης και εξικνείται μέχρι την έκδοση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και κατά το οποίο εφαρμόζεται η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη. Η δεύτερη παράγραφος, κατά τη σχετική πρόβλεψη, αναφέρεται στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην αμετάκλητη καταδίκη και μέχρι την ολοσχερή απότιση της ποινής, κατά το οποίο εφαρμόζεται ο μεταγενέστερος νόμος που χαρακτηρίζει την πράξη όχι αξιόποινη (ανέγκλητη). Τούτο δε διότι, όπως είναι φανερό, η συνέχιση έκτισης ποινής για μια πράξη που πλέον μπορεί να τελείται ατιμώρητα, οδηγεί σε άτοπα, άδικα, ανεπιεική και αντισυνταγματικά αποτελέσματα, επειδή προσκρούει στην απαγόρευση του υπερμέτρου, όντας άσκοπη ποινή, αφού δεν εξυπηρετεί καμία πρόληψη. Τούτων παρέπεται ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου εφαρμόζεται και κατά το στάδιο της εκτέλεσης της ποινής και επομένως αν επέλθει νομοθετική μεταβολή μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, οι νέες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν και εκείνους που καταδικαστηκαν αμετακλήτως, στο μέτρο που είναι ευνοϊκότερες γι' αυτούς υπό τον όρο ότι δεν οδηγούν σε επανεκδίκαση της υπόθεσης που έχει ήδη αμετάκλητα κριθεί. Εξάλλου, η φάση της εκτέλεσης της ποινής αποτελεί τμήμα της ποινικής δίκης, η οποία κατά την κρατούσα στην επιστήμη άποψη δεν περατώνεται με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, αφού η έννομη σχέση, που είναι αντικείμενο της δίκης, επιζεί και μετά την απόφαση, όπως αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο νόμος αναθέτει στη δικαστική εξουσία την επίλυση των περισσοτέρων προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση.
Συνεπώς η ως άνω διάταξη του άρθρου 2§1 του Π Κ, έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση που ο νεότερος επιεικέστερος νόμος ίσχυσε μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, πριν όμως από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής (ΑΠ 1729/2019) ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η φάση της εκτέλεσης αποτελεί τμήμα της έννομης σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δράστη και πολιτείας και αρχίζει από την τέλεση της πράξης, λήγει δε με την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε αμετάκλητα (ΑΠ 1169/2009).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 551 § 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι όταν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου πολλές καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94-97 ΠΚ, για την αποφυγή της υπέρμετρης έντασης της τιμωρίας του υπαιτίου με την αριθμητική σώρευση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα, καθώς και για την τιμωρία του δράστη με ποινή που να ανταποκρίνεται σ' όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση που εξεδήλωσε. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 94§1 του ΠΚ που ισχύει από 1-7-2019 (Ν.4619/2019), κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση. Όμως, σύμφωνα με την ταυτάριθμη διάταξη (94§1) του προϊσχύσαντος ΠΚ, κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις που τιμωρούνται κατά νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από την βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ιδίου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη, β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως, η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση.
Από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων που προβλέπουν τον καθορισμό συνολικής ποινής σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών, προκύπτει ότι αυτή του άρθρου 94§1 του νέου Π Κ είναι επιεικέστερη (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1729/2019), αφού με αυτή καταργείται το ελάχιστο όριο προσαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή και το ανώτατο όριο μειώνεται δραστικά και αντί των τριών τετάρτων κάθε συντρέχουσας ποινής, ορίζεται στο ένα δεύτερο. Παράλληλα μειώνονται και τα ανώτατα όρια της εκτιτέας ποινής, από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι έτη σε περίπτωση κάθειρξης και από τα δέκα στα οκτώ έτη, σε περίπτωση φυλάκισης (βλ Αιτιολογ. Έκθεση στο σχέδιο νόμου Κύρωση του ΠΚ). Επομένως, στην περίπτωση αμετάκλητα καταδικασθέντος κρατούμενου προς έκτιση συνολικής ποινής κάθειρξης 25 ετών, ή φυλάκισης 10 ετών, που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο από τον νέο ΠΚ (άρθρο 94) όριο της συνολικής ποινής των είκοσι (20) και των οκτώ (8)ετών, αντίστοιχα, πρέπει, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2§1 ΠΚ, να χωρήσει επανακαθορισμός (από τον κατ' άρθρο 549 ΚΠΔ αρμόδιο Εισαγγελέα ή το Δικαστήριο του άρθρου 562 ΚΠΔ, κατόπιν σχετικών αντιρρήσεων) του ανωτάτου ορίου της εκτιτέας ποινής κάθειρξης ή φυλάκισης, κατ' εφαρμογή του ως άνω νεότερου επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, πριν όμως από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής, αφού, όπως προεκτέθηκε, η φάση της εκτέλεσης αποτελεί τμήμα της έννομης σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δράστη και Πολιτείας και αρχίζει από την τέλεση της πράξης και λήγει με την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε αμετάκλητα. Από τον ως άνω επανακαθορισμό του ανωτάτου ορίου της εκτιτέας συνολικής κοινής κάθειρξης στα 20 έτη ή ποινής φυλάκισης στα 8 έτη, όπως προβλέπει η ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 94§1 του νέου ΠΚ, δεν θίγεται το δεδικασμένο, "αφού δεν πρόκειται για κατάγνωση νέας ποινής, αλλά για καθορισμό εκτιτέας συνολικής ποινής" (Γνωμ ΕισΑΠ 8/2019), ενόψει του ότι η εφαρμογή του νεότερου ηπιότερου νόμου δεν επιβάλλει επανεκδίκαση της υπόθεσης για την οποία υπάρχει η αμετάκλητη καταδίκη, ενώ η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής και μετά την πάροδο του απειλούμενου στο νέο νόμο μέγιστου χρόνου είναι και αντίθετη στην αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου και στη ρητή επιταγή της διάταξης του άρθρου 15§1 εδ. γ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (N.2462/1997), κατά την οποία "...δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν". Η ως άνω διάταξη που έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος-Γνωμ Εισ.ΑΠ 8/2019) δεν περιέχει την προϋπόθεση του μη αμετάκλητου της καταδίκης. Βέβαια στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2§2 του ΠΚ δεν αντιμετωπίζονται ρητά οι ως άνω περιπτώσεις, κατά τις οποίες, μετά την αμετάκλητη επιβολή ποινής και πριν από την εκτέλεσή της, τίθεται σε ισχύ νόμος που δεν καταργεί το αξιόποινο της πράξης, αλλά απλά το καθιστά ηπιότερο, πλην όμως ενόψει των αμέσως προηγούμενων πρέπει και στις περιπτώσεις αυτές να εφαρμοστεί ο μεταγενέστερος ηπιότερος νόμος, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της §1 του ως άνω άρθρου, διότι, άλλως, η άκαμπτη εφαρμογή σ' αυτές της διάταξης της § 2 του ως άνω άρθρου του ΠΚ, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, (όταν μάλιστα ο νεότερος επιεικέστερος νόμος δεν επιβάλλει, ως εκτέθηκε ανωτέρω, επανεκδίκαση της υπόθεσης, οπότε δεν θίγεται το δεδικασμένο), ενώ επίσης δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του νομοθέτη του νέου Π Κ για αποκλιμάκωση και εξορθολογισμό των ποινών και επιπλέον έρχεται σε αντίθεση με μια από τις βασικές αρχές που διέπουν τις ρυθμίσεις του, δηλαδή την αρχή της επιείκειας. Άλλωστε, ο δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης από τον Ποινικό Κώδικα του κανόνα της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου είναι ότι σε κάθε νομοθετική μεταβολή υποδηλώνεται αλλαγή στην αξιολόγηση μιας κατάστασης και κατά συνέπεια η μεταβολή επί το ηπιότερο σημαίνει ότι ο νομοθέτης αναθεώρησε μια αυστηρή αξιολόγησή του, χάριν μιας επιεικέστερης. Έτσι, είναι εντελώς αδικαιολόγητο να εξακολουθήσει ο κατηγορούμενος να εκτίει την ποινή που του επιβλήθηκε με τον προϊσχύσαντα αυστηρότερο νόμο, όταν η πολιτεία με τα αρμόδια καταστατικά της όργανα θέλησε για την αξιόποινη αυτή πράξη να επιβάλλεται ηπιότερη ποινή. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 2 του Π Κ, δεν εμποδίζει σε αμετάκλητες καταδίκες την άμεση εφαρμογή ευμενέστερων διατάξεων που αφορούν την απόλυση υφ' όρον, την αποκατάσταση, τη μετατροπή της ποινής, την εγγραφή στο ποινικό μητρώο και την κατάργηση της παρεπόμενης ποινής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κρατείται στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας δυνάμει της υπ' αριθμ. 326,345, 425/22-12-2015 αμετάκλητης απόφασης του Α' Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο και της ληστείας από κοινού, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2 περ.δ' ΠΚ, σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης είκοσι (20) ετών για την πρώτη πράξη και πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών για τη δεύτερη και συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών, αποτελούμενη από τη βαρύτερη ποινή κάθειρξης των 20 ετών, που του επιβλήθηκε για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, προσαυξανόμενη για πέντε (5) έτη από την συντρέχουσα ποινή. Με τις από 24-10-2019 αντιρρήσεις-αίτησή του, σύμφωνα με το άρθρο 562 του ΚΠΔ, που εισήχθησαν στο Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, ζήτησε τον επανακαθορισμό της εκτιτέας ποινής, μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 αυτού, από τα 25 έτη στα 20 έτη. Το δικάσαν δικαστήριο με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ 1559/2-12-2019 απόφασή του, απέρριψε τις ως άνω αντιρρήσεις του ήδη αναιρεσείοντος δεχόμενο κατά λέξη τα ακόλουθα: "Παραταύτα, οι αντιρρήσεις του κρατουμένου-αιτούντος, είναι μη νόμιμες και ως εκ τούτου απορριπτέες, διότι η ως άνω απόφαση, δυνάμει της οποίας κρατείται είναι αμετάκλητη. Σημειώνεται ότι αμετάκλητη απόφαση είναι αυτή κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στην επιτρεπόμενη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε. Ο προαναφερθείς δε ποινικός νόμος δυνάμει του οποίου εφαρμόζεται ο ηπιότερος των ισχυσάντων, διευκρινίζεται, από την γραμματική διατύπωση του άρθρου, ότι το εύρος του χρονικού διαστήματος που εξετάζεται ξεκινά από την τέλεση της πράξης και καταλήγει στην αμετάκλητη εκδίκασή της. Μετά από την τελευταία δεν υπάρχει έτερη δυνατότητα επανακαθορισμού ποινής". Με την απόρριψη όμως, από το Δικαστήριο των παραπάνω αντιρρήσεων του αναιρεσείοντος, ως μη νομίμων, αν και η κατά τα ως άνω συνολική ποινή υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20 ετών της μεταγενέστερης επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 94§1 του ΠΚ, τούτο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 2§1 του ΠΚ, όπως βάσιμα υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα με τον σχετικό από το άρθρο 510§1, στοιχ.Ε' του ΚΠΔ πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης αυτού, ο οποίος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση, πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει δε του ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ, ελλείψει αντικειμένου έρευνας, κατ' αναλογική εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 2§1 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να ορισθεί η εκτιτέα ποινή, από τη συνολική ποινή της κάθειρξης των είκοσι πέντε (25) ετών, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την αναιρεσιβληθείσα αμετάκλητη απόφαση, στα είκοσι (20) έτη, παρελκούσης, κατόπιν τούτων, ως αλυσιτελούς, της έρευνας του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου