Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

"Η Αρχή της Αιτιολογίας ως απόρροια της Αρχής της Αναζήτησης της Ουσιαστικής Αλήθειας" (του δικηγόρου Βασίλη Αποστολόπουλου)



Εν πρώτοις, η ποινική διαδικασία συνιστά κρατική διαδικασία, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την εγκεκριμένη αντεγκληματική πολιτική, την οποία εφαρμόζει η Πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς που επιλαμβάνονται της ποινικής διαδικασίας υποχρεούνται από τις δικονομικές διατάξεις να ευθυγραμμίζονται με την αρχή της αναζήτησης της “ουσιαστικής αλήθειας”.

Συναφής με τη συγκεκριμένη αρχή είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης ή σύστημα ελεύθερης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, που θεσμοθετεί το άρθρο 177 ΚΠΔ. Καθώς, το σύστημα που εγκαθιδρύει στην ποινική διαδικασία το άρθρο 177 ΚΠΔ είναι αυτό της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, οι δικαστές εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με το σύστημα νομικών κανόνων απόδειξης, αλλά είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους, καθοδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και αφορά στην αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων.

Στο πλαίσιο αυτό, οι δικαστικοί λειτουργοί δύνανται να δέχονται ή να απορρίπτουν κάθε αποδεικτικό μέσο, που προσάγεται ενώπιον τους, και αν ακόμη αυτό αφορά κάποιο από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 178 ΚΠΔ, όπως την ομολογία του κατηγορουμένου ή την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με το ανωτέρω σύστημα ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα στερούνται δεσμευτικής βαρύτητας για το ποινικό δικαστήριο.

Καθώς, όμως, το παραπάνω σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων διέπεται από την αρχή της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων, η αποδοχή ή η απόρριψη του ανωτέρω και δη, πρωτότυπου αποδεικτικού υλικού, το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της «αμεσότητας», η οποία απορρέει από την αρχή της «προφορικότητας», θα πρέπει να προσκομίζεται ενώπιον των ποινικών δικαστών, έτσι ώστε οι τελευταίοι να αποκτούν άμεση αντίληψη αυτού και να ικανοποιούν την ανάγκη στήριξης της απόφασής του μόνο σε αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία ήλθαν σε άμεση επαφή, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η παραπάνω ανάγκη προς αιτιολογία συνάγεται από τις γενικές αρχές των άρθρων 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιβάλλουν την ως άνω αιτιολόγηση επί ποινή ακυρότητας.

Ειδικότερα, το άρθρο 139 ΚΠΔ ρητά αναφέρει, ότι οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του εφαρμοστέου ποινικού νόμου. Προς τούτο δε, ρητά ορίζει στο εδ. β΄, ότι μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για να ικανοποιήσει την ως άνω αρχή της αιτιολογίας. Με παρόμοιο τρόπο, η συνταγματική νομοθεσία ορίζει στο άρθρο 93 παρ. 3, ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, απαγγέλλεται δε σε δημόσια συνεδρίαση.

Συνεπώς, με βάση τη ρητή νομοθετική αναγκαιότητα περί αιτιολογίας, προκειμένου η ποινική απόφαση (καθώς και τα βουλεύματα των δικαστικών συμβουλίων ή οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα) να είναι αιτιολογημένη και να τεκμηριώνεται η λογική ακολουθία των νομικών σκέψεων του δικαστηρίου, πρέπει από το αιτιολογικό της απόφασης του να προκύπτει τόσο η αναφορά του είδους των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε, όσο και ο προσεκτικός προσδιορισμός και ο έλεγχος αυτών κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.

Με αυτόν τον τρόπο είναι σαφές, ότι τα ποινικά δικαστήρια κραταιώνουν την πίστη και την εμπιστοσύνη που εμπνέουν στους πολίτες περί των στέρεων αποφάσεων τους και της αλάθευτης, αξιόπιστης και ακέραιης τελικής ευθυκρισίας τους στην κατ΄αντιδικία διεξαγωγή της δίκης, αίροντας το σκεπτικισμό και τη δυσπιστία των αντιδίκων ως προς την απειλούμενη αυθαιρεσία της ποινικής δικαιοσύνης.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, η απόφαση ελέγχεται αναιρετικά για έλλειψη της παραπάνω ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 510 ΚΠΔ παρ. 1 στοιχ. Δ, στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι αναίρεσης που μπορούν να προταθούν κατά μιας απόφασης ( ή την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το ως άνω άρθρο 139 κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 484 ΚΠΔ παρ. 1 στοιχ. δ΄, στην περίπτωση του βουλεύματος).

Πηγή : https://www.dikastiko.gr/

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών (τμήμα 4o 3μελές) αρ. απόφασης 2009/2017 : "Ευθύνη της Αστυνομίας για επεισόδια στο Πατρινό Καρναβάλι που είχαν ως αποτέλεσμα φθορές και κλοπές σε κατάστημα. Αποζημίωση 96.628 ευρώ"


A' Δημοσίευση : http://www.legalnews24.gr


Αστική Ευθύνη του Δημοσίου: Ευθύνη της Αστυνομίας για επεισόδια στο Πατρινό Καρναβάλι που είχαν ως αποτέλεσμα καταστροφές και κλοπές σε κατάστημα της πλατείας Γεωργίου στην Πάτρα. Αποζημίωση 96.628,05 ευρώ στην ασφαλιστική εταιρία που κάλυπτε το κατάστημα.

"Επειδή, με βάση τα ανωτέρω και ενόψει των όσων εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων στην Πλατεία Γεωργίου, μετά το πέρας των εκδηλώσεων του Πατρινού Καρναβαλιού, κατά τα κοινώς γνωστά στις αστυνομικές αρχές της πόλης των Πατρών, ήταν γεγονός προδήλως αναμενόμενο, β) για το λόγο αυτό, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω έγγραφες παραγγελίες-εντολές του Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αχαΐας, είχε προβλεφθεί, ήδη πριν τη λήξη των καρναβαλικών εκδηλώσεων, η ύπαρξη αστυνομικών δυνάμεων στο χώρο της πλατείας και στα στόμια εισόδου και εξόδου της οδού Κορίνθου προς την πλατεία, προκειμένου να προληφθούν τυχόν έκτροπα, γ) παρά ταύτα, όπως, προκύπτει από τις πιο πάνω καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων κατά την ποινική διαδικασία, οι ευρισκόμενες στην πλατεία αστυνομικές δυνάμεις μετακινήθηκαν σε άλλους χώρους, δ) επίσης, όπως προκύπτει από τις ίδιες καταθέσεις, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις έλαβαν σήμα από το κέντρο για φωτιά σε όχημα και κάδους στην Πλατεία Γεωργίου επανήλθαν στην πλατεία, έριξαν χειροβομβίδα για να κερδίσουν χρόνο και μετακινήθηκαν προς το λιμάνι, εκ των υστέρων δε, ήρθαν ξανά στην πλατεία και έκαναν αφειδώς χρήση δακρυγόνων, με αποτέλεσμα η ήδη τεταμένη εκεί κατάσταση να εκτραπεί και να δεχθούν επίθεση από νεαρά άτομα, εκ των οποίων 30-50 κινήθηκαν προς τα γειτνιάζοντα με την πλατεία καταστήματα, μεταξύ των οποίων και το κατάστημα οπτικών της ασφαλισμένης στην ενάγουσα εταιρείας, ε) η επίθεση στο επίμαχο κατάστημα, όπως προκύπτει από τις ίδιες καταθέσεις, έγινε καθ’ ο χρόνο ήταν παρούσες στο χώρο οι αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες, όντας και μικρής δυναμικότητας, κατά τις μαρτυρίες των ως άνω αστυνομικών, ενόψει και της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, αντί να καταστείλουν εν τη γενέσει τους τα επεισόδια, με την ενίσχυσή τους και με άλλους αστυνομικούς και να αποτρέψουν έτσι την επέκτασή τους και να απωθήσουν τους επιτιθέμενους στο επίμαχο κατάστημα νεαρούς, περιορίσθηκαν στο να υποχωρήσουν προκειμένου να εκπονήσουν τότε επιχειρησιακό σχέδιο και να προφυλαχθούν από τη ρίψη των σε βάρος τους αντικειμένων και άφησαν χώρο στους νεαρούς να επιτεθούν στο επίμαχο κατάστημα και στ) εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων, τα νεαρά άτομα είχαν στη διάθεσή τους όλο τον απαιτούμενο χρόνο να κινηθούν προς το επίμαχο κατάστημα, να σπάσουν τα τζάμια και τις προθήκες του, να εισέλθουν εντός αυτού και να αφαιρέσουν εμπορεύματα (οπτικά είδη) και πέραν από εν τέλει δώδεκα συλληφθέντες (όχι όλοι για την επίθεση στο επίμαχο κατάστημα), οι υπόλοιποι να αποχωρήσουν, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι παραπάνω ενέργειες των νεαρών ατόμων, απαιτούσαν προδήλως αρκετό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα αστυνομικά όργανα όφειλαν να παρέμβουν, δεδομένου ότι το επίμαχο κατάστημα βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση τόσο από το χώρο της πλατείας (γωνία Κορίνθου και Πλατείας Γεωργίου), όσο και από το χώρο που βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα όργανα της αστυνομίας, τα οποία βρίσκονταν εκεί κατά το χρόνο της επίθεσης στο επίμαχο κατάστημα, και όχι τα αστυνομικά όργανα  να τηρήσουν καθαρώς αμυντική στάση και να ανεχθούν την άσκηση βίας επί μακρό χρονικό διάστημα, επιλογή που συνιστούσε προδήλως μη κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πραγματικής κατάστασης, μη εκπληρουμένης με την επιλογή της ακολουθητέας στην προκειμένη περίπτωση από τα αστυνομικά όργανα τακτικής της ανατεθειμένης σ’ αυτά, κατά το άρθρο 8 του ν. 2800/2000, υποχρέωσης να προστατεύσουν τη δημόσια τάξη και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. 

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

CEPEJ European Ethical Charter on the use of artificial intelligence (AI) in judicial systems and their environment

CEPEJ European Ethical Charter on the use of artificial intelligence (AI) in judicial systems and their environment



The European Commission for the Efficiency of Justice (CEPEJ) of the Council of Europe has adopted the first European text setting out ethical principles relating to the use of artificial intelligence (AI) in judicial systems.
The Charter provides a framework of principles that can guide policy makers, legislators and justice professionals when they grapple with the rapid development of AI in national judicial processes.
The CEPEJ’s view as set out in the Charter is that the application of AI in the field of justice can contribute to improve the efficiency and quality and must be implemented in a responsible manner which complies with the fundamental rights guaranteed in particular in the European Convention on Human Rights (ECHR) and the Council of Europe Convention on the Protection of Personal Data. For the CEPEJ, it is essential to ensure that AI remains a tool in the service of the general interest and that its use respects individual rights.
The CEPEJ has identified the following core principles to be respected in the field of AI and justice:
 Principle of respect of fundamental rights: ensuring that the design and implementation of artificial intelligence tools and services are compatible with fundamental rights;
 Principle of non-discrimination: specifically preventing the development or intensification of any discrimination between individuals or groups of individuals;
 Principle of quality and security: with regard to the processing of judicial decisions and data, using certified sources and intangible data with models conceived in a multi-disciplinary manner, in a secure technological environment;
 Principle of transparency, impartiality and fairness: making data processing methods accessible and understandable, authorising external audits;
 Principle “under user control”: precluding a prescriptive approach and ensuring that users are informed actors and in control of their choices.
For the CEPEJ, compliance with these principles must be ensured in the processing of judicial decisions and data by algorithms and in the use made of them.
The CEPEJ Charter is accompanied by a n in-depth study on the use of AI in judicial systems, notably AI applications processing judicial decisions and data.

read the Charter here :  European Ethical Charter

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ΕιρΘεσ 246/2018 : "Αρχή κοινωνικού κράτους δικαίου - Κοινωνικά δικαιώματα – Περικοπές επιδομάτων (δώρων) εορτών και αδείας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Προστασία περιουσίας - Αντιμετώπιση οικονομικής κρίσης - Παραγραφή αξιώσεων κατά του Δημοσίου "


Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν δεσμευτικούς κανόνες για την κρατική εξουσία προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής παρουσίας. Η επιβολή μέτρων προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ κι εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Δικαστικός έλεγχος παραβιάσεως των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών. Διαδοχικές περικοπές αποδοχών μισθωτών. Οι ρυθμίσεις για την περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας που νομοθετήθηκαν σε συνέχεια των περικοπών των αποδοχών των μισθωτών αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Βραχυπρόθεσμη παραγραφή αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ΕΡΓΑΤΙΚΑ/ΑΜΟΙΒΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 246/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Κοκκωνίδη Εμμανουήλ, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου, και τη Γραμματέα Ιωάννα Τεκτσίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 23η Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών μεταξύ των κάτωθι διαδίκων :
ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ: 1. ..., 6. ..., οι οποίοι άπαντες παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ΔΓ με AM ........... του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ : Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ν Ι με AM ........ του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Οι ενάγουσες κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τη με αριθμ. έκθ. κατάθ. 8189/2017 αγωγή για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κατά την οποία οι διάδικοι, αφού παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναγράφονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1) Με την αναθεώρηση του 2001 κατοχυρώθηκε ρητά στο Σύνταγμα (άρθρο 25) η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη, κατ' αναλογία με τη λειτουργία την οποία επιτελεί το άρθρο 5 παρ. 1 ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Η εν λόγω αρχή και τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν δεσμευτικούς κανόνες για την κρατική εξουσία, ιδιαίτερα τη νομοθετική, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται μάλιστα ως «απαράγραπτα», ως δεσμεύοντα, δηλαδή, την άσκηση όλων των συντεταγμένων εξουσιών, τόσο του αναθεωρητικού όσο και του κοινού νομοθέτη. Εξάλλου, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιώδη, εξίσου με τα ατομικά και τα πολιτικά και παράγουν, κατά την επικρατούσα στη θεωρία άποψη, ένα «σχετικό κοινωνικό κεκτημένο», η αξία και η προστατευτική λειτουργία του οποίου πρέπει να αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όταν οι πολίτες το έχουν περισσότερη ανάγκη. Στο άρθρο δε 106 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος ορίζεται ότι «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τη διάταξη αυτή απορρέει η συνταγματική επιταγή για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση των συνθηκών κοινωνικής ειρήνης, η οποία δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και πρωτίστως τον νομοθέτη, περιορίζοντας το εύρος των επιτρεπτών επιλογών του. Η παραπάνω συνταγματική επιταγή θέτει ιδίως δύο όρια στον νομοθέτη. Πρώτον, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων, τα οποία, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου με αυτά σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή καταλήγουν σε αποτέλεσμα ευθέως αντίθετο προς τον σκοπό της συνταγματικής διάταξης. Ως σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης πρέπει να νοηθεί εξίσου η δραματική επιδείνωση των συνθηκών κοινοτικής διαβίωσης (όπως αύξηση του αριθμού των ανέργων, αστέγων, όσων διαβιούν κάτω από το όριο της (φτώχειας κλπ.), όσο και η διατάραξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας (π.χ. βίαιες ενέργειες διαμαρτυρίας, αύξηση της εγκληματικότητας κλπ.), που απορρέει από την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Δεύτερον, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων, τα οποία συνεπάγονται δραματική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος επιχειρήσεων των νοικοκυριών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μονομερώς ορισμένος, έστω και δημοσίου συμφέροντος, οικονομικός σκοπός. Αντιθέτως, όπως συνάγεται από την συνταγματική διάταξη, το γενικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το αμιγώς δημοσιονομικό. Περαιτέρω στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προ βλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας» και στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης δύναται καταρχήν να επιβάλει στους πολίτες, προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι έχουν περιορισμένη διάρκεια, ότι είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν, ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένες και ότι κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών, των απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων - κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία (βλ. ΟλΣτΕ 1286/2012, ΤρΝομΠλ ΔΣΑ), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών ή συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα και εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματος τους. Τούτο μάλιστα, ιδίως, όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις, στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει (βλ. γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου και Α. Κάίδατζή για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016»).

2) Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α 256) και έχει ως εκ τούτου υπερνομοθετική ισχύ, κατ' άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α* του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους..». Στην έννοια της περιουσίας, που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα μισθών, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο. Επομένως περιουσία αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών, εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α... κατά ... της 8.2.2006, σκέψεις 23 και 26, ... και λοιποί κατά ...., της 19.04.2007, σκέψη 94). Τα περιουσιακά αυτά δικαιώματα ως κατεξοχήν μέσα βιοπορισμού προσλαμβάνουν και έντονο κοινωνικό περιεχόμενο. Αποτελούν δε αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο αυτό η εν όλω ή εν μέρει κατάργηση τους αποτελεί εν όλω ή εν μέρει στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωμάτων. Για τη στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημιώσεως για την απώλεια της». Επιπλέον, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει αφενός να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών (πρβλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις... και λοιποί κατά ..., της 21.2.1986, No .../79, σκέψη 46, και λοιποί κατά .., της 20.11.1995, της 28.1.2003, ... και λοιποί κατά ..., της 8.7.2004, σκέψη 25, κατά ..., της 18.2.2009, σκέψη 83), αφετέρου να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. .... και λοιποί κατά ..., σκέψη 50). Την προστασία του δικαιώματος στην περιουσία, όπως αυτό έχει διαπλαστεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παγίως αναγνωρίζουν τα ελληνικά δικαστήρια, ενώ κατά την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας «... η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν....» (βλ. ΟλΣτΕ 668/2012, σκέψη 34, ΟλΣτΕ 1285 - 1286/2012, σκέψη 15, ΤρΝομΠλ ΔΣΑ).

3) Στο δε άρθρο 2 παρ. 1 Συντ. ορίζεται ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον «καθένα», ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αναγνωρίζεται πρόσφατα και από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ΟλΣτΕ 668/2012, σκέψη 35), αλλά και του Ε.Δ.Δ.Α. σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα, που προστατεύει κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Συγκεκριμένα στη με αριθ. 7-5/2013 απόφαση, αν και το δικαστήριο τόνισε πολλές φορές ότι η κοινωνική πολιτική είναι υπόθεση των κυβερνώντων, φρόντισε να θέσει ουκ ολίγες φορές την επιταγή της μη εξαθλίωσης, θέτοντας το συγκεκριμένο ζήτημα ως απώτατο όριο της διακριτικής ευχέρειας των Κρατών Μελών. Πιο συγκεκριμένα, στη σκέψη 32 αναφέρεται σε υπερβολική επιβάρυνση, στη σκέψη 44 υιοθετεί τη θέση του ΣτΕ ότι η ύπαρξη των ατόμων δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο και τέλος, στη σκέψη 46 κάνει λόγο για «κακουχίες ασυμβίβαστες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου». Παρά το ότι το Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει, δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, από τα ως άνω, εμμέσως υπονοεί ότι ένα ελάχιστο ποσό ικανό να εξασφαλίσει στο άτομο το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης αποτελεί το έσχατο απαραβίαστο όριο των μειώσεων. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Συντ., «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος». Εξάλλου, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Μέρους II του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το Ν. 1426/1984 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αναγνωρίζεται «το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σ' αυτούς και τις οικογένειες τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης». Ενόψει των ανωτέρω, η επιβολή μέτρων προς εξυπηρέτηση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ και εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Η επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν ανήκει στην ανέλεγκτη διαπλαστική εξουσία του νομοθέτη, ο οποίος ελέγχεται ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και δεσμεύεται από τα όρια, που θέτουν οι ως άνω απορρέουσες από τις συνταγματικές και τις υπερκείμενες νομοθετικά διεθνείς συμβάσεις διατάξεις αρχές, την υπέρβαση των οποίων με κριτήρια την ένταση, τη διάρκεια και τη σώρευση των μέτρων, τη δίκαιη κατανομή τους μεταξύ των πολιτών, καθώς και την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητας τους, ελέγχουν τα δικαστήρια κατ' άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Τα τελευταία, όταν διαπιστώσουν ότι οι εισαγόμενες ρυθμίσεις παραβιάζουν τις ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές καλούνται να τις αποκαταστήσουν, επιδικάζοντας στους φορείς του σχετικού δικαιώματος, που απορρέει από αυτές, εις βάρος των οποίων εφαρμόσθηκαν οι αντισυνταγματικές διατάξεις, τις διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή προς αυτούς των εν λόγω διατάξεων (βλ. Ειρ. Ιλίου 112/2016 Ειρ. Καλλιθέας 226/2014, Ειρ. Θεσ. 7779/2014, αδημ.).