Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν δεσμευτικούς κανόνες για την κρατική εξουσία προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής παρουσίας. Η επιβολή μέτρων προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ κι εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Δικαστικός έλεγχος παραβιάσεως των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών. Διαδοχικές περικοπές αποδοχών μισθωτών. Οι ρυθμίσεις για την περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας που νομοθετήθηκαν σε συνέχεια των περικοπών των αποδοχών των μισθωτών αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Βραχυπρόθεσμη παραγραφή αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ΕΡΓΑΤΙΚΑ/ΑΜΟΙΒΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 246/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Κοκκωνίδη Εμμανουήλ, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου, και τη Γραμματέα Ιωάννα Τεκτσίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 23η Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών μεταξύ των κάτωθι διαδίκων :
ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ: 1. ..., 6. ..., οι οποίοι άπαντες παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ΔΓ με AM ........... του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ : Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ν Ι με AM ........ του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Οι ενάγουσες κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τη με αριθμ. έκθ. κατάθ. 8189/2017 αγωγή για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κατά την οποία οι διάδικοι, αφού παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναγράφονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Με την αναθεώρηση του 2001 κατοχυρώθηκε ρητά στο Σύνταγμα (άρθρο 25) η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη, κατ' αναλογία με τη λειτουργία την οποία επιτελεί το άρθρο 5 παρ. 1 ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Η εν λόγω αρχή και τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν δεσμευτικούς κανόνες για την κρατική εξουσία, ιδιαίτερα τη νομοθετική, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται μάλιστα ως «απαράγραπτα», ως δεσμεύοντα, δηλαδή, την άσκηση όλων των συντεταγμένων εξουσιών, τόσο του αναθεωρητικού όσο και του κοινού νομοθέτη. Εξάλλου, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιώδη, εξίσου με τα ατομικά και τα πολιτικά και παράγουν, κατά την επικρατούσα στη θεωρία άποψη, ένα «σχετικό κοινωνικό κεκτημένο», η αξία και η προστατευτική λειτουργία του οποίου πρέπει να αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όταν οι πολίτες το έχουν περισσότερη ανάγκη. Στο άρθρο δε 106 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος ορίζεται ότι «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τη διάταξη αυτή απορρέει η συνταγματική επιταγή για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση των συνθηκών κοινωνικής ειρήνης, η οποία δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και πρωτίστως τον νομοθέτη, περιορίζοντας το εύρος των επιτρεπτών επιλογών του. Η παραπάνω συνταγματική επιταγή θέτει ιδίως δύο όρια στον νομοθέτη. Πρώτον, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων, τα οποία, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου με αυτά σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή καταλήγουν σε αποτέλεσμα ευθέως αντίθετο προς τον σκοπό της συνταγματικής διάταξης. Ως σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης πρέπει να νοηθεί εξίσου η δραματική επιδείνωση των συνθηκών κοινοτικής διαβίωσης (όπως αύξηση του αριθμού των ανέργων, αστέγων, όσων διαβιούν κάτω από το όριο της (φτώχειας κλπ.), όσο και η διατάραξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας (π.χ. βίαιες ενέργειες διαμαρτυρίας, αύξηση της εγκληματικότητας κλπ.), που απορρέει από την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Δεύτερον, δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων, τα οποία συνεπάγονται δραματική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος επιχειρήσεων των νοικοκυριών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μονομερώς ορισμένος, έστω και δημοσίου συμφέροντος, οικονομικός σκοπός. Αντιθέτως, όπως συνάγεται από την συνταγματική διάταξη, το γενικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το αμιγώς δημοσιονομικό. Περαιτέρω στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προ βλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας» και στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης δύναται καταρχήν να επιβάλει στους πολίτες, προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι έχουν περιορισμένη διάρκεια, ότι είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν, ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένες και ότι κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών, των απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων - κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία (βλ. ΟλΣτΕ 1286/2012, ΤρΝομΠλ ΔΣΑ), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών ή συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα και εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματος τους. Τούτο μάλιστα, ιδίως, όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις, στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει (βλ. γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου και Α. Κάίδατζή για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016»).
2) Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α 256) και έχει ως εκ τούτου υπερνομοθετική ισχύ, κατ' άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α* του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους..». Στην έννοια της περιουσίας, που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα μισθών, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο. Επομένως περιουσία αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών, εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α... κατά ... της 8.2.2006, σκέψεις 23 και 26, ... και λοιποί κατά ...., της 19.04.2007, σκέψη 94). Τα περιουσιακά αυτά δικαιώματα ως κατεξοχήν μέσα βιοπορισμού προσλαμβάνουν και έντονο κοινωνικό περιεχόμενο. Αποτελούν δε αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο αυτό η εν όλω ή εν μέρει κατάργηση τους αποτελεί εν όλω ή εν μέρει στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωμάτων. Για τη στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημιώσεως για την απώλεια της». Επιπλέον, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει αφενός να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών (πρβλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις... και λοιποί κατά ..., της 21.2.1986, No .../79, σκέψη 46, και λοιποί κατά .., της 20.11.1995, της 28.1.2003, ... και λοιποί κατά ..., της 8.7.2004, σκέψη 25, κατά ..., της 18.2.2009, σκέψη 83), αφετέρου να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. .... και λοιποί κατά ..., σκέψη 50). Την προστασία του δικαιώματος στην περιουσία, όπως αυτό έχει διαπλαστεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παγίως αναγνωρίζουν τα ελληνικά δικαστήρια, ενώ κατά την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας «... η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν....» (βλ. ΟλΣτΕ 668/2012, σκέψη 34, ΟλΣτΕ 1285 - 1286/2012, σκέψη 15, ΤρΝομΠλ ΔΣΑ).
3) Στο δε άρθρο 2 παρ. 1 Συντ. ορίζεται ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον «καθένα», ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αναγνωρίζεται πρόσφατα και από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ΟλΣτΕ 668/2012, σκέψη 35), αλλά και του Ε.Δ.Δ.Α. σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα, που προστατεύει κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Συγκεκριμένα στη με αριθ. 7-5/2013 απόφαση, αν και το δικαστήριο τόνισε πολλές φορές ότι η κοινωνική πολιτική είναι υπόθεση των κυβερνώντων, φρόντισε να θέσει ουκ ολίγες φορές την επιταγή της μη εξαθλίωσης, θέτοντας το συγκεκριμένο ζήτημα ως απώτατο όριο της διακριτικής ευχέρειας των Κρατών Μελών. Πιο συγκεκριμένα, στη σκέψη 32 αναφέρεται σε υπερβολική επιβάρυνση, στη σκέψη 44 υιοθετεί τη θέση του ΣτΕ ότι η ύπαρξη των ατόμων δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο και τέλος, στη σκέψη 46 κάνει λόγο για «κακουχίες ασυμβίβαστες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου». Παρά το ότι το Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει, δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, από τα ως άνω, εμμέσως υπονοεί ότι ένα ελάχιστο ποσό ικανό να εξασφαλίσει στο άτομο το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης αποτελεί το έσχατο απαραβίαστο όριο των μειώσεων. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Συντ., «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος». Εξάλλου, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Μέρους II του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το Ν. 1426/1984 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αναγνωρίζεται «το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σ' αυτούς και τις οικογένειες τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης». Ενόψει των ανωτέρω, η επιβολή μέτρων προς εξυπηρέτηση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ και εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Η επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν ανήκει στην ανέλεγκτη διαπλαστική εξουσία του νομοθέτη, ο οποίος ελέγχεται ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και δεσμεύεται από τα όρια, που θέτουν οι ως άνω απορρέουσες από τις συνταγματικές και τις υπερκείμενες νομοθετικά διεθνείς συμβάσεις διατάξεις αρχές, την υπέρβαση των οποίων με κριτήρια την ένταση, τη διάρκεια και τη σώρευση των μέτρων, τη δίκαιη κατανομή τους μεταξύ των πολιτών, καθώς και την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητας τους, ελέγχουν τα δικαστήρια κατ' άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Τα τελευταία, όταν διαπιστώσουν ότι οι εισαγόμενες ρυθμίσεις παραβιάζουν τις ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές καλούνται να τις αποκαταστήσουν, επιδικάζοντας στους φορείς του σχετικού δικαιώματος, που απορρέει από αυτές, εις βάρος των οποίων εφαρμόσθηκαν οι αντισυνταγματικές διατάξεις, τις διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή προς αυτούς των εν λόγω διατάξεων (βλ. Ειρ. Ιλίου 112/2016 Ειρ. Καλλιθέας 226/2014, Ειρ. Θεσ. 7779/2014, αδημ.).
4) Στις 15.3.2010 δημοσιεύθηκε ο Ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας - Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α' 40), με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 7 και 8 του οποίου περικόπηκαν κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) και με αναδρομική ισχύ από 01.01.2010 τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) κλπ., ενώ μειώθηκαν κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Ακολούθως, στις 6.5.2010 δημοσιεύθηκε ο Ν. 3845/2010 (Α' 65) με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Με το άρθρο τρίτο του ανωτέρω νόμου μειώθηκαν περαιτέρω κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%) οι αποδοχές των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας καθορίσθηκαν ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ, β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγουμένου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Στη συνέχεια, με το άρθρο 16 του Ν. 4024/2011 (ενιαίο μισθολόγιο) τα ανωτέρω επιδόματα επανακαθορίσθηκαν στα ίδια ποσά με ισχύ από 01.11.2011. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του Ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015»: «1. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται την 16η Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3. Το Επίδομα Αδείας ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1 ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο με αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του. 5. Τα επιδόματα των παραγράφων 1, 2 και 3 καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων αυτών δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν, κατά την ημερομηνία καταβολής τους, το ύψος αυτό, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Εν συνεχεία, με την υποπαραγραφ. ΙΙ «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Ν. 4046/2012, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, καταργήθηκαν από 01.01.2013. Στην εισηγητική δε έκθεση του παραπάνω νόμου ουδεμία αιτιολογία αναφέρεται περί της αναγκαιότητας λήψης των εν λόγω μέτρων ενώ ουδόλως προκύπτει ότι τα λαμβανόμενα μέτρα ήταν αναγκαία, αλλά και τα μόνα ικανά και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό τηρουμένων και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας. Εν τούτοις νομοθετήθηκε η εξ ολοκλήρου κατάργηση των ανωτέρω επιδομάτων, μολονότι είχαν ήδη περιοριστεί από τους προηγούμενους ανωτέρω αναφερόμενους νόμους και επομένως ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στις σχετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αναφέρονται στην σχετική ομάδα θιγόμενων πολιτών, χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Επίσης, ακόμη και αν ήθελε κριθεί, πως τα επίδικα μέτρα ήταν πρόσφορα, ο νομοθέτης όφειλε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητα τους, εξετάζοντας την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για την επίτευξη των επιδιωκόμενων δημοσίων σκοπών. Επομένως πριν από τη κατάργηση των δώρων και του επιδόματος αδείας, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου, οδηγούν σε επιτρεπτή μείωση του επιπέδου ζωής των μισθωτών (Ολ. ΣτΕ 2287/2015, σκέψη 24). Ως εκ τούτου για τη θέσπιση των ανωτέρω περικοπών δεν αρκεί η επίκληση, αορίστως του σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, αλλά η τεκμηρίωση με τη δέουσα σαφήνεια και παράθεση αναλυτικών στοιχείων του λόγου για τον οποίο η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων είναι η μόνη πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας, τηρουμένων των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας (βλ. σχετ. μελέτη Κ. Χρυσόγονου -Α. Καιδατζή, ΝοΒ 2012 τ. 60 σελ. 1682 επ.). Άλλωστε σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίζει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, καθώς και την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατ' άρθρο 2 παρ. 1 Σ. Όμως η περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας, οι οποίες έχουν νομοθετηθεί σε συνέχεια των ανωτέρω αναφερόμενων νόμων με τους οποίους περικόπηκαν οι αποδοχές των μισθωτών, επιβαρύνουν σωρευτικά την ίδια ομάδα πολιτών (μισθωτών) και ως εκ τούτου η επιβάρυνση αυτή είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη ιδίως για όσους υπηρετούν στο δημόσιο, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές απώλειες (βλ. Ολ ΣτΕ 1972/2012 σκέψη 17 γνώμη μειοψηφίας). Επιπλέον, οι εν λόγοι ρυθμίσεις, αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 Σ., καθόσον δεν πλήττουν, κατ' αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφετέρου, με αποτέλεσμα οι μεν υψηλόμισθοι να εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, οι χαμηλόμισθοι, όμως, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, οδηγούνται στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση καλούμενοι να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη κατά προφανή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους. Επίσης, συντρέχει προσβολή του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., καθόσον με τις επίμαχες ρυθμίσεις του Ν. 4093/2012 πλήττονται γεγενημένα δικαιώματα, που αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα εντασσόμενα στην προστασία του εδ. 1 του άρθρου 1 αυτού, δεδομένου ότι η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των περικοπτόμενων - καταργούμενων επιδομάτων (εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας), προβλέπονταν από τους νόμους 3205/2003 και 287/1976. Για τον λόγο αυτό η εν όλω αφαίρεση τους, συνιστά την κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου στέρηση της ιδιοκτησίας, η οποία δύναται μεν να χωρήσει για δημόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημίωσης για την απώλεια της». Ενόψει αυτού η εν όλω περικοπή αποδοχών δεν συνιστά απλό περιορισμό ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος δύναται να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να δικαιολογηθεί, εφόσον δεν θίγει τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, καθόσον, εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται, ελλείπει η συνδρομή των προϋποθέσεων νομίμου περιορισμού των επίμαχων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στα οποία είχαν καλόπιστα προβλέψει οι θιγόμενοι, ως προς το είδος, το ύψος και τη διάρκεια των επιβαλλόμενων περικοπών, χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αλλά και στη κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δχ του Συντάγματος αρχή. Με το εν λόγω νομοθέτημα παραβιάζεται επιπλέον και το από 2 παρ. 1 του Συντάγματος και ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, απορρέον δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελαχίστου εισοδήματος, που σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναγνωρίζεται από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του Ε.Δ.Δ.Α., στον βαθμό που οι ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 δεν συναρτούν την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων (Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, με τον προσδιορισμό ενός ελαχίστου ποσού αποδοχών, διασφαλίζοντας το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να θεωρηθεί ότι συντρέχει ταυτόχρονα και προσβολή του δικαιώματος εργασίας κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος προσβολή και του άρθρου 4 παρ. 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Η προσβολή του δικαιώματος επέρχεται ήδη σε αφηρημένο επίπεδο, καθότι στις επίμαχες ρυθμίσεις για περικοπές αποδοχών δεν προσδιορίζεται ένα ελάχιστο ποσό αποδοχών, που να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, το οποίο να εξαιρείται των περικοπών.(ΔΠρ Ν 155/2016).
4) Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α 143/28.6.2014) - και πριν την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 - περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους κλπ, που εφαρμόζεται και επί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων κ.λπ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974, 3 ν. 31/1968, 304 του κυρωθέντος με το Π.Δ. 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και ήδη του άρθρου 276 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν. 3463/2006 νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, «Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από τη γένεση της». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 ν. 4270/2014 και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, του άρθρου 91 εδ. α' του ν. 2362/1995 - «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού.» Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με την πρώτη ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατά αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης αυτής η γένεση μιας εκάστης. Η διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 - και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995- είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 141 ν. 4270/2014 και του άρθρου 91 εδ. α ν. 2362/1995 αντίστοιχα, με την οποία ρυθμίζεται γενικά η έναρξη του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου, τοποθετούμενη στο τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Αυτό συνάγεται σαφώς από τη ρητή επιφύλαξη, που διατυπώνεται στο άρθρο 141 ν. 4270/2014 -και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, στο άρθρο 91 εδ. α' ν. 2362/1995- ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως αυτή του άρθρου 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 και 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 αντίστοιχα, η οποία, κατά συνέπεια, κατισχύει της γενικής διάταξης (ΑΠ 4/2015, ΑΠ182/2014, ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ 372/2010).
5) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 143 παρ βΛ ν. 4270/2014 - και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, κατ' αρθρ. 93 περ. β' ν. 2362/1995 - η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων και με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως των κατά του δημοσίου αξιώσεων, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η δημόσια αρχή δεν απαντήσει η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. Επιπλέον η παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατ' αρθρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 - και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, κατ' άρθρο 94 εδ. δ' ν. 2362/1995 (ΣτΕ 4024/2010 ΤΝΠ -ΝΟΜΟΣ) σε αντίθεση με τη διακοπή ή αναστολή της παραγραφής που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά απαιτείται προβολή της με αντένσταση του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 1310/2009 ο.π.). Η προβλεπόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 140 παρ 3 ν. 4270/2014 -και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, του άρθρου 90 § 3 ν. 2362/1995 - για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ' αρθρ. 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή Εξαιρέσεων και διακρίσεων (Ολ.ΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου και των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι δημότες με την καταβολή φόρων τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (Ολ.ΑΠ 38/2005) και συνεπώς η διάταξη αυτή δεν αντίκειται α) στην κατά το αρθρ. 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε στην αποτελούσα ειδικότερη μορφή και εκδήλωση αυτής και καθιερούμενη με το αρθρ. 22 § 1 εδ. β' αυτής αρχή της ίσης αμοιβής ή παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας (ΑΕΔ 1/2012), β) στις διατάξεις του αρθρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1474) που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνεται όχι μόνο τη από το άρθρ. 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί τα ενοχικά ακόμη δικαιώματα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος τους, ενώ εξάλλου και από τη διάταξη του αρθ. 1 § 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεων τους εντός ορισμένου χρόνο προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει κατά τα προεκτιθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ (ΑΠ 536/2014, ΑΠ 1047/2012, ΑΠ 123/2011 βλ. και Ολ.ΑΠ 2/2011 ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρ. 48 § 3 ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των ΝΠΔΔ», στην οποία ορίζεται ότι «ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου, που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι δύο ετών».
Οι ενάγουσες, με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζονται, κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι είναι υπάλληλοι του εναγόμενου απασχολούμενες με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι μισθοδοτούνται από το εναγόμενο, αμειβόμενες σύμφωνα με τις διατάξεις περί ενιαίου μισθολογίου (Ν. 3205/2003 και Ν. 4024/2011), που ρυθμίζουν τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και των ιδίων. Ότι το εναγόμενο προέβη, σε διαδοχικές περικοπές των επιδομάτων εορτών των Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας και τελικά στη πλήρη κατάργηση τους. Ότι ειδικότερα οι εν λόγω περικοπές είχαν ξεκινήσει με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3833/2010, με τις οποίες περικόπηκαν κατά ποσοστό 30% τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, με αναδρομική ισχύ από 01.01.2010. Ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 3845/2010, τα εν λόγω επιδόματα περικόπηκαν περαιτέρω και καθορίσθηκαν στα ποσά των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, με αναδρομική ισχύ από 01.06.2010, ότι με το άρθρο 16 του Ν. 4024/2011 (ενιαίο μισθολόγιο) επανακαθορίσθηκαν στα ίδια ποσά με ισχύ από 01.11.2011 και ότι με την υποπαραγραφ. Ε.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΌΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» επήλθε ολοσχερή κατάργηση τους από 01.01.2013. Ότι η διάταξη με την οποία καταργήθηκαν τα ανωτέρω επιδόματα ως αντικείμενη στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 5 παρ. 1, 22, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία έχει κυρωθεί με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας 87, 98, 150 και 151 και στο άρθρο 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από αυτούς το ποσό των 2500 ΕΥΡΩ (δώρο Χριστουγέννων 2015, 2016 και 2017 ποσού 500 ευρώ για κάθε έτος, δώρο Πάσχα 2016 και 2017 ποσού 250 ευρώ για κάθε έτος και για επίδομα αδείας 2016 και 2017 ποσού 250 ευρώ για κάθε έτος), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής, και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, (για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του Ν. 2479/1997, σύμφωνα με το οποίο «στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο ΓΠΟΗ/1912 (ΦΕΚ Α' 3), όπως ήδη ισχύει, δικαστικό ένσημο, για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε και καθ' ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής»), αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να τη δικάσει (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 1 περ. α, 74, 614, 668 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν καταργηθούν σιωπηρώς με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αφού αφορά σε σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, πρόκειται δηλαδή για ιδιωτική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. ΟλΑΠ 7/2001, ΕλλΔ/νη 42.381, ΟλΑΠ 1143/1983, ΝοΒ 32.673, ΑΠ 873/2002, Δ/νη 44.121, ΕφΛαρ 47/2002, Δ/νη 44.1408), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 664 έως 676 ΚΠολΔ (άρθρο 663 του ίδιου Κώδικα). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις στις διατάξεις, που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και σ' αυτές των άρθρων 340, 345, 346, 361, 648, 653 του ΑΚ, 70, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Ο εναγόμενος τόσο με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης όσο και με τις νομότυπα κι εμπρόθεσμα κατατιθέμενες προτάσεις του αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και προέβαλλε την ένσταση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων που αφορούν το δώρο Χριστουγέννων έτους 2015. Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς και των όσων συνομολογούνται (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ) από τους διαδίκους, όπως προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις ισχυρισμών τους (βλ. ΑΠ 357/1999, Δ/νη 40.1567, ΑΠ 1537/1997, Δ/νη 39.1321, ΑΠ 180/1998, Δ/νη 39.851, ΑΠ 1114/1996, Δ/νη 38.1075) αποδεικνύονται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Όλες οι ενάγουσες είναι υπάλληλοι, συνδεόμενοι με το εναγόμενο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως συνομολογείται από το εναγόμενο και συγκεκριμένα : α) η 1η εξ αυτών, ..., με A.M. ..., κατετάγη με την υπ' αριθ. .../21-10-2005 απόφαση Δημάρχου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ... ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../20-10-2005/τ.Β', σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Π.Δ. 164/2004, σε θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα ΤΕ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΩΝ και μετατάχθηκε στις 24-04-2004, βάσει της απόφασης Δημάρχου .../06-03-2009 που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../24-04-2009/τ.Γ στην ειδικότητα ΠΕ ΕΦΟΡΩΝ ΒΙΒΑ/ΚΩΝ ΠΙΝ/ΚΩ, β) η 2η εξ αυτών, ..., με A.M. ..., κατετάγη με την υπ'αριθ. .../21-10-2005 απόφαση Δημάρχου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ... ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../20-10-2005/τ.Β', σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Π.Δ. 164/2004, σε θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα ΠΕ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ και μετατάχθηκε στις 09-04-2013, βάσει της απόφασης Δημάρχου .../11-02-2013 που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../09-04-2013/τ.Γ στην ειδικότητα ΠΕ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ, γ) η 3η εξ αυτών, ..., με A.M. ..., κατετάγη με την υπ' αριθ. .../21-10-2005 απόφαση Δημάρχου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. … ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. …/20-10-2005/τ.Β', σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Π.Δ. 164/2004, σε θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα ΤΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ, δ) η 4η εξ αυτών, ..., με A.M. ..., κατετάγη με την υπ' αριθ. .../21-10-2005 απόφαση Δημάρχου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ... ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../20-10-2005/τ.Β', σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Π.Δ. 164/2004, σε θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα ΔΕ ΧΕΙΡΙΣΤΩΝ Η/Υ και μετατάχθηκε στις 03-10-2008, βάσει της απόφασης Δημάρχου .../18-08-2008 που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../03-10-2008/τ.Γ στην ειδικότητα ΠΕ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ, ε) η 5η εξ αυτών, ..., κατετάγη, σε προσωρινή προσωποπαγή θέση, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα ΠΕ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ, σύμφωνα με την υπ' αριθ. .../10-06-2002 απόφαση Δημάρχου, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 32 του Ν. 2508/1997, ύστερα από την υπ' αριθ. …/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και την υπ' αριθ. …/2001 αμετάκλητη απόφαση του Δ' τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../10-06-2002/τ.Ν.Π.Δ.Δ. , στ) η 6η εξ αυτών, ..., με A.M. ..., κατετάγη με την υπ' αριθ. .../21-10-2005 απόφαση Δημάρχου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 43497 ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. .../20-10-2005/τ.Β', σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Π.Δ. 164/2004, σε θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα ΔΕ ΧΕΙΡΙΣΤΩΝ Η/Υ. Κατ' εφαρμογή της διάταξης της υποπαραγραφ. ΙΙ «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που λάμβαναν. Εντούτοις, σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω διάταξη τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα και στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις των διεθνών συνθηκών, καθόσον τους στερεί το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης χαμηλόμισθων Ελλήνων μισθωτών. Έτσι το εναγόμενο πρέπει να καταβάλει σε καθεμιά από τις ενάγουσες : Για δώρο Χριστουγέννων των ετών 2016 και 2017 το ποσό των 1.000,00 ευρώ (500 χ 2), δεδομένου ότι η αξίωση για το δώρο Χριστουγέννων 2015, που καταβάλλεται την 16η-12-, έχει υποπέσει σε διετή παραγραφή, αφού η αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο την 28-12-2017 (βλ. την υπ' αριθμ. …/28-12-2-17 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …). Για δώρο Πάσχα των ετών 2016 και 2017 το ποσό των 500,00 ευρώ (250 χ 2) και για επίδομα άδειας των ετών 2016 και 2017 το ποσό των 500,00 ευρώ (250 χ 2). Σύμφωνα με τα ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει μερικά δεκτή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στις ενάγουσες το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ, αφού η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει σε καθεμιά των εναγουσών το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στη Θεσσαλονίκη, στις 11 Οκτωβρίου 2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου