Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

"Η Αρχή της Αιτιολογίας ως απόρροια της Αρχής της Αναζήτησης της Ουσιαστικής Αλήθειας" (του δικηγόρου Βασίλη Αποστολόπουλου)



Εν πρώτοις, η ποινική διαδικασία συνιστά κρατική διαδικασία, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την εγκεκριμένη αντεγκληματική πολιτική, την οποία εφαρμόζει η Πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς που επιλαμβάνονται της ποινικής διαδικασίας υποχρεούνται από τις δικονομικές διατάξεις να ευθυγραμμίζονται με την αρχή της αναζήτησης της “ουσιαστικής αλήθειας”.

Συναφής με τη συγκεκριμένη αρχή είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης ή σύστημα ελεύθερης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, που θεσμοθετεί το άρθρο 177 ΚΠΔ. Καθώς, το σύστημα που εγκαθιδρύει στην ποινική διαδικασία το άρθρο 177 ΚΠΔ είναι αυτό της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, οι δικαστές εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με το σύστημα νομικών κανόνων απόδειξης, αλλά είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους, καθοδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και αφορά στην αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων.

Στο πλαίσιο αυτό, οι δικαστικοί λειτουργοί δύνανται να δέχονται ή να απορρίπτουν κάθε αποδεικτικό μέσο, που προσάγεται ενώπιον τους, και αν ακόμη αυτό αφορά κάποιο από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 178 ΚΠΔ, όπως την ομολογία του κατηγορουμένου ή την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με το ανωτέρω σύστημα ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα στερούνται δεσμευτικής βαρύτητας για το ποινικό δικαστήριο.

Καθώς, όμως, το παραπάνω σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων διέπεται από την αρχή της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων, η αποδοχή ή η απόρριψη του ανωτέρω και δη, πρωτότυπου αποδεικτικού υλικού, το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της «αμεσότητας», η οποία απορρέει από την αρχή της «προφορικότητας», θα πρέπει να προσκομίζεται ενώπιον των ποινικών δικαστών, έτσι ώστε οι τελευταίοι να αποκτούν άμεση αντίληψη αυτού και να ικανοποιούν την ανάγκη στήριξης της απόφασής του μόνο σε αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία ήλθαν σε άμεση επαφή, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η παραπάνω ανάγκη προς αιτιολογία συνάγεται από τις γενικές αρχές των άρθρων 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιβάλλουν την ως άνω αιτιολόγηση επί ποινή ακυρότητας.

Ειδικότερα, το άρθρο 139 ΚΠΔ ρητά αναφέρει, ότι οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του εφαρμοστέου ποινικού νόμου. Προς τούτο δε, ρητά ορίζει στο εδ. β΄, ότι μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για να ικανοποιήσει την ως άνω αρχή της αιτιολογίας. Με παρόμοιο τρόπο, η συνταγματική νομοθεσία ορίζει στο άρθρο 93 παρ. 3, ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, απαγγέλλεται δε σε δημόσια συνεδρίαση.

Συνεπώς, με βάση τη ρητή νομοθετική αναγκαιότητα περί αιτιολογίας, προκειμένου η ποινική απόφαση (καθώς και τα βουλεύματα των δικαστικών συμβουλίων ή οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα) να είναι αιτιολογημένη και να τεκμηριώνεται η λογική ακολουθία των νομικών σκέψεων του δικαστηρίου, πρέπει από το αιτιολογικό της απόφασης του να προκύπτει τόσο η αναφορά του είδους των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε, όσο και ο προσεκτικός προσδιορισμός και ο έλεγχος αυτών κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.

Με αυτόν τον τρόπο είναι σαφές, ότι τα ποινικά δικαστήρια κραταιώνουν την πίστη και την εμπιστοσύνη που εμπνέουν στους πολίτες περί των στέρεων αποφάσεων τους και της αλάθευτης, αξιόπιστης και ακέραιης τελικής ευθυκρισίας τους στην κατ΄αντιδικία διεξαγωγή της δίκης, αίροντας το σκεπτικισμό και τη δυσπιστία των αντιδίκων ως προς την απειλούμενη αυθαιρεσία της ποινικής δικαιοσύνης.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, η απόφαση ελέγχεται αναιρετικά για έλλειψη της παραπάνω ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 510 ΚΠΔ παρ. 1 στοιχ. Δ, στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι αναίρεσης που μπορούν να προταθούν κατά μιας απόφασης ( ή την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το ως άνω άρθρο 139 κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 484 ΚΠΔ παρ. 1 στοιχ. δ΄, στην περίπτωση του βουλεύματος).

Πηγή : https://www.dikastiko.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου